Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

To τριαδολογικό πλαίσιο στο έργο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού «Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας» Χρήστος Μπακογιάννης


 
     Ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος (716-741) ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος ξεκίνησε την Εικονομαχία. Το 717 είχε ανακόψει στην Κωνσταντινούπολη την πορεία των Αράβων να εισέλθουν στην Ευρώπη. Ήταν ένα γεγονός παγκόσμιας σημασίας. Από  εκκλησιαστικής πλευράς, εξαιτίας της Εικονομαχίας ζημίωσε τελικά την Αυτοκρατορία. Το 726, κατά το χρονογράφο Θεοφάνη, «ἤρξατο ὁ δυσσεβής βασιλεύς Λέων τῆς κατά τῶν ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων καθαιρέσεως λόγον ποιεῖσθαι»[1]. Μετά την παραίτηση του πατριάρχη Γερμανού Α’ και ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β’ αποδοκίμασε τις εναντίον των ι. εικόνων αποφάσεις. Η στάση αυτή εξόργισε τον Λέοντα, ο οποίος υπεραμύνθηκε της ιερατικής του εξουσίας, τονίζοντας ότι «Βασιλεύς εἰμι καί ἱερεύς», εξαπολύοντας παράλληλα και οξύτατες απειλές: «ἀποστελῶ ἐν Ρώμῃ καί τοῦ ἁγίου Πέτρου τήν εἰκόνα κατακλάσω καί Γρηγόριον τόν ἐκεῖσε ἀρχιερέα δεδεμένον ἀνακομίσω»
    Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (680-749) στους τρεις περίφημους αντιρρητικούς λόγους «Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας», ανέπτυξε την ορθόδοξη θεολογία περί εικόνας, απέκρουσε την πολεμική των εικονομάχων και αποδοκίμασε την αναλογία εικόνας και ειδώλων. Το έργο αυτό γράφθηκε σταδιακά στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας και, συγκεκριμένα, από το 726 ως το 731.
   Εξετάζοντας την περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία των τριών λόγων, παρατηρούμε την ύπαρξη αρχετύπου και εικόνων, καθώς και μετάβαση τιμής στο πρωτότυπο. Ο Θεός ο οποίος είναι ασώματος, απερίγραπτος, άϋλος, και ασχημάτιστος. Δεν απεικονίσθηκε ούτε πριν, ούτε μετά την ενσάρκωση του Χριστού[2], επειδή η θεία φύση δεν είναι δυνατόν ν’ απεικονισθεί.
   Ο κανόνας για τη δυνατότητα απεικόνισης ή μη ενός όντος έχει ως εξής: «… δυνάμεθα ποιεῖν εἰκόνας πάντων τῶν σχημάτων, ὧν εἴδομεν· νοοῦμεν δέ ταῦτας καθώς ὡράθη»[3]. Τον κανόνα αυτό τον ακολουθεί πιστά ο Δαμασκηνός. Δέχεται τρισυπόστατη θεότητα[4], όπου πηγή είναι μόνο ο Πατήρ[5]. Στην ορθόδοξη θεολογία η αΐδια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίζεται με τρεις βασικές προϋποθέσεις· αίτιο του τρόπου ύπαρξης είναι μόνο ο Πατήρ και υπάρχει ταυτότητα ουσίας, αλλά διάκριση υποστάσεων. Η διάκριση αυτή δεν είναι διαίρεση, αλλά κάτι άλλο που στη θεολογική γλώσσα λέγεται ετερότητα[6].
   Ως φυσική αιτία ο Πατήρ γεννά τον μονογενή Υιό και Λόγο, την ζωντανή και φυσική εικόνα του. Ο Υιός είναι «εἰκών τοῦ Πατρός φυσική, ἀπαράλλακτος, κατά πάντα ὅμοια τῷ Πατρί πλήν τῆς ἀγεννησίας καί τῆς πατρότητος· ὁ μέν γάρ Πατήρ γεννήτωρ ἀγέννητος, ὁ δέ Υἱός γεννητός καί οὐ Πατήρ»[7]. Διακρίνονται τα πρόσωπα ως προς την αιτία και ο Πατήρ είναι η αρχή και το αρχέτυπο. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο: «Ὅπου γάρ μία μέν ἡ ἀρχή, ἕν δέ τό ἐξ αὐτῆς, καί ἕν μέν τό ἀρχέτυπον, μία δέ ἡ εἰκών, ὁ τῆς ἑνότητος λόγος οὐ διαφθείρεται. Διότι γεννητός ὑπάρχων ἐκ τοῦ Πατρός ὁ Υἱός καί φυσικῶς ἐκτυπῶν ἐν ἑαυτῷ τόν Πατέρα ὡς μέν εἰκών τό ἀπαράλλακτον ἔχει, ὡς δέ γέννημα τό ὁμοούσιον διασῴζει»[8].
   Η φυσική αιτία λοιπόν είναι ο Πατήρ, το φύσει αιτιατό ο Υιός. Και  αφού ο Πατήρ είναι το αρχέτυπο, τότε τί είναι ο Υιός; Είναι εικόνα του αοράτου Θεού. Λέγει ο Δαμασκηνός: «Εἰκών τοίνυν ζῶσα, φυσική καί ἀπαράλλακτος τοῦ ἀοράτου Θεοῦ ὁ Υἱός ὅλον ἐν ἑαυτῷ φέρων τόν Πατέρα, κατά πάντα ἔχων τήν πρός αὐτόν ταυτότητα, μόνῳ δέ διαφέρων τῷ αἰτιατῷ»[9].
   Στον ορισμό της εικόνας ο ιερός πατήρ λέγει: «Εἰκών μέν οὖν ἐστιν ὁμοίωμα χαρακτηρίζον τό πρωτότυπον μετά τοῦ καί τινά διαφοράν ἔχειν πρός αὐτό· οὐ γάρ κατά πάντα ἡ εἰκών ὁμοιοῦται πρός τό ἀρχέτυπον»[10]. Η λέξη «ὁμοίωμα» είναι πολύ σημαντική, διότι δείχνει ένα βασικό δεσμό ανάμεσα στο πρωτότυπο και το εικονιζόμενο. Είναι μία σχέση ομοιότητας, η οποία χαρακτηρίζει το πρωτότυπο.  Υπάρχει όμως και μία διαφορά· το πρωτότυπο και η εικόνα δεν είναι το ίδιο πράγμα.
   Το ίδιο συμβαίνει και στη σχέση του Θεού Πατρός με τον Υιό. Δεν υπάρχει διάκριση ως προς τη φύση, αλλά ως προς την αιτία. Ο Υιός είναι εικόνα του Πατρός, όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος[11], επειδή «Πρώτη οὖν φυσική καί ἀπαράλλακτος εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ ὁ Υἱός τοῦ Πατρός ἐν ἑαυτῷ δεικνύς τόν Πατέρα»[12]. Ακόμη «Αὐτός ὁ Θεός πρῶτος ἐγέννησε τόν μονογενή Υἱόν καί Λόγον αὐτοῦ, εἰκόνα αὐτοῦ ζῶσαν, φυσικήν, ἀπαράλλακτον χαρακτῆρα τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος, ἐποίησέ τε τόν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα αὐτοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν»[13]. Από το δεύτερο σκέλος προκύπτει ότι o άνθρωπος δημιουργήθηκε με βάση την εικόνα του Θεού, η οποία είναι ο Υιός και Λόγος, σύμφωνα και με το βιβλικό κείμενο[14].
   Η βάση της ομοιότητας είναι πάντα το ομοούσιο. Ο Υιός είναι εικόνα του αρχετύπου, το οποίο είναι ο Πατήρ. Γι’ αυτό, όποιος αρνείται την εικόνα και δεν την τιμά, δεν πρέπει να προσκυνά ούτε το Χριστό[15].
   Κατά ανάλογο, αλλά άρρηκτο τρόπο, εικόνα του Υιού είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο διακρίνεται από τον Υιό λόγω του ιδιώματος της εκπόρευσης[16]. Εδώ πάντα υπάρχει ο κίνδυνος παρανόησης ως προς τη θέση του Πνεύματος. Εμείς δεν δεχόμαστε ούτε υποταγή ούτε filioque, όταν λέμε ότι το Άγ. Πνεύμα είναι «εἰκών τοῦ Υἱοῦ». Ο χαρακτηρισμός αυτός, όπως και του Υιού ως εικόνας του Πατρός, εντάσσεται μέσα στις ενδοτριαδικές σχέσεις και είναι μία προσπάθεια να γίνει καταληπτό το ακατάληπτο. Γι’ αυτό το λόγο ο Δαμασκηνός τονίζει· «Διά Πνεύματος οὖν ἁγίου γινώσκομεν τόν Χριστόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ καί Θεόν καί ἐν τῷ Υἱῷ καθορῶμεν τον Πατέρα· φύσει γάρ νοῦ μέν λόγος ἄγγελος, λόγου δέ μηνυτικόν τό πνεῦμα»[17].
  Επίσης,  το ίδιο συμβαίνει, όταν λέμε ότι η Αγία Τριάδα παριστάνεται με τον ήλιο και το φως και τις αχτίδες ή άλλα παραδείγματα, διότι έτσι βλέπουμε εικόνες στα κτίσματα, οι οποίες μας δείχνουν αμυδρά τις θείες φανερώσεις[18]. Είναι λοιπόν στενή η σύνδεση του αρχετύπου και του εικονιζομένου προσώπου. Η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρωτότυπο[19] και γι’ αυτό το λόγο, όποιος τιμά την εικόνα· τιμά το αρχέτυπο. Η τιμή η οποία αποδίδεται στον Υιό, μεταφέρεται στον Πατέρα και η τιμή στο εικονιζόμενο πρόσωπο, τελικά αναφέρεται στον ίδιο το Θεό.




[1] ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ, Χρονογραφία, τ. 1, ἔκδ. De Boor, Leipzig 1883, σ. 404.
[2] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, τ. 3, Berlin-New York 1975, σ. 74: «Θεοῦ μέν γάρ τοῦ ἀσωμάτου καί ἀπεριγράπτου καί ἀΰλου καί μήτε σχῆμα μήτε περιγραφήν μήτε κατάληψιν ἔχοντος ἀδύνατον ποιεῖν εἰκόνα· πῶς γάρ τό μή ὁραθέν εἰκονισθήσεται;».
[3] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 131.
[4] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 70.
[5] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 84: «Αἴτιον μέν γάρ φυσικόν ὁ Πατήρ, αἰτιατόν δέ ὁ Υἱός· οὐ γάρ Πατήρ ἐξ Υἱοῦ, ἀλλά Υἱός ἐκ Πατρός».
[6] Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β’, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη  22001, σσ. 91-93.
[7] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, Kotter, τ. 3 , σ. 132.
[8] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Κατά Σαβελλιανῶν, καί Ἀρείου, καί τῶν Ἀνομοίων, PG 31, 605D-608A· ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, Kotter, τ. 3, σ. 153.
[9] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 84.
[10] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σσ. 83-84 και σ. 125: «Εἰκών μέν οὖν ἐστιν ὁμοίωμα καί παράδειγμα καί ἐκτύπωμα τινος ἐν ἑαυτ δεικνύον τό εἰκονιζόμενον».
[11] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 126· Κολ. 1,15: «Ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου».
[12] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 126.
[13] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 132.

[14] Γέν. 1, 27: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ…».
[15] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, Kotter, τ. 3, σ. 107: «Οὐ προσκυνεῖς εἰκόνι, μηδέ τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ προσκύνει, ‘’ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ’’ ζῶσα καί χαρακτήρ ἀπαράλλακτος».
[16] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 127: «Ὁμοία δέ καί ἀπαράλλακτός ἐστιν εἰκών τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν μόν τῷ ἐκπορευτῷ τό διάφορον ἔχον».
[17] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 127.
[18] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, ό.π. , σ. 85.
[19] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 149C.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου