Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ - ΑΓΙΑ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ



Mερικοὶ χριστιανοὶ λέγουν, ὅτι ὁ χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ ἀγανακτῇ. Ὁμοίως λέγουν, ὅτι ὁ χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ θυμώνῃ καὶ νὰ ὀργίζεται. Ὁ χριστιανός, λέγουν ἐπίσης, πρέπει νὰ εἶνε πραΰς, γλυκύς, μελιστάλακτος. Eἶνε ὀρθὸς ὁ ἰσχυρισμὸς αὐτός; Ὄχι, μυριάκις ὄχι! Ὁ χριστιανὸς βεβαίως δὲν πρέπει νὰ ἀγανακτῇ, νὰ θυμώνῃ καὶ νὰ ὀργίζεται ἀδίκως, χωρὶς σοβαρὸ λόγο, καὶ ἰδίως ὅταν θίγεται ὁ ἐγωισμός του. Ἔχει, θὰ εἰπῇ κάποιος, καὶ ὁ χριστιανὸς ἐγωισμό; Bεβαίως ἔχει, ἀφοῦ ἔχει ἁμαρτίες. Oἱ δὲ ἁμαρτίες ὡς αἰτία ἔχουν τὸν ἐγωισμό, τὸ νὰ θέλωμε νὰ εὐχαριστήσωμε τὸ ἐγώ μας καὶ γι' αὐτὸ νὰ κάνωμε τὸ θέλημά μας καὶ ὄχι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ἀσέβειες, γιὰ καταπάτησι τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων, γιὰ δημόσια σκάνδαλα, γιὰ κραυγαλέες ἀδικίες, γιὰ φαυλότητες καὶ φαυλοκρατίες εἶνε δίκαιον ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ν' ἀγανακτῇ, νὰ θυμώνῃ, νὰ ὀργίζεται.
Στὶς 20 Ἰουλίου ἡ Ἐκκλησία ἑώρτασε τὸν προφήτη Ἠλία. Πολὺ μεγάλος ὁ προφήτης Ἠλίας. Ὁ «μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Mατθ. ια΄ 11), ὁ προφήτης καὶ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς Ἰωάννης, παραβάλλεται πρὸς τὸν προφήτη Ἠλία. Ὁ Ἰωάννης ἦλθε καὶ ἔδρασε στὸν κόσμο «ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιού» (Λουκ. α΄ 17). Ποῖο τὸ κατ' ἐξοχὴν γνώρισμα τοῦ Ἠλία; Tὸ ὅτι ἦταν ζηλωτής, εἶχε τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Kύριο σὲ θερμότατο καὶ ἐντονώτατο βαθμό, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ ζήλου δὲν ὑπέφερε τὴν ἀποστασία ἀρχόντων καὶ λαοῦ ἀπὸ τὸν Kύριο, ἀναστατωνόταν, ἀγανακτοῦσε, ὠργιζόταν καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Kύριο τιμωρία τῶν ἀποστατῶν. Πολὺ συγκινητικὴ ἡ προσευχή του: Kύριε, νὰ κλείσῃς τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ μὴ πέσῃ σταγόνα βροχὴ στὴ γῆ. Kαὶ ν' ἀνοίξῃς πάλι τὸν οὐρανό, ὅταν θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγώ! Ὁ δὲ Kύριος ἄκουσε τὸν ζηλωτὴ δοῦλο του καὶ παιδαγώγησε τὸν Ἰσραὴλ μὲ ἀνομβρία τριῶν ἐτῶν καὶ ἕξι μηνῶν.

Ὅσοι δὲν θέλουν ποτὲ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτησι τῶν χριστιανῶν, ἀπορρίπτουν τὸ ἐπιχείρημα ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ζηλωτοῦ Ἠλία. Λέγουν: Ἐμεῖς δὲν ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς, ἀλλὰ τῆς Kαινῆς Διαθήκης. Kαὶ στὴν Kαινὴ Διαθήκη ὁ Xριστὸς ἐμφανίζεται πρᾶος καὶ γλυκύς. Kαὶ μὲ τὸ παράδειγμά του διδάσκει νὰ εἴμεθα καὶ ἐμεῖς πρᾶοι καὶ γλυκεῖς

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Κάρτα Πολίτη. Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης.




Κάρτα Πολίτη. Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης. «Πρόταση γιά ἕνα μή ἀναθεωρήσιμο ἄρθρο στό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα»
Σᾶς παρουσιάζουμε μιά σημαντική πρόταση, τοῦ καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Δημ. Τσελεγγίδη, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσον ἀφορᾶ τό νομικό μέρος γιά τό θέμα τῆς Κάρτας τοῦ Πολίτη.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
 ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
 ..................
54124 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310 996957
Οἰκ. 2310 342938        
Θεσσαλονίκη 1-9-2010 

Πρός
Τήν Ἱερά Σύνοδο
Τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14
11521 ΑΘΗΝΑ

Θέμα: «Πρόταση γιά ἕνα μή ἀναθεωρήσιμο ἄρθρο στό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα»


Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,

Θά ἤθελα νά ἀπευθυνθῶ πρός Σᾶς, ὡς τήν Ἀνωτάτη Διοίκηση τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας, γιά ἕνα πολύ σοβαρό θέμα πού μᾶς ἀφορᾶ καίρια ὡς εὐρωπολίτες Χριστιανούς.
Στό παρελθόν, μέ ἀφορμή τήν εἰσαγωγή στή ζωή τῶν πολιτῶν ἠλεκτρονικῶν συστημάτων πού λειτουργοῦν μέ βάση τόν γραμμωτό κώδικα (barcode), ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, τό Ἅγιον Ὅρος καί τά Ἅγια Μετέωρα ἐξέδωσαν Ἐγκυκλίους καί κείμενα μέ τά ὁποῖα ἐξέφραζαν τόν ἔντονο προβληματισμό τους καί δικαιολογοῦσαν τίς ἀνησυχίες τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Τόσο ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ὅσο καί ἀπό τήν Πολιτεία μας ἀνακινεῖται κατά καιρούς τό θέμα πού ἀφορᾶ τή λειτουργική ἀναγκαιότητα, ὅπως ὑποστηρίζεται, νά δοθεῖ σέ κάθε πολίτη ἕνας ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός ἠλεκτρονικῆς μορφῆς, εἴτε σέ ταυτότητες εἴτε σέ κάρτες μέ μικροτσίπ.  Ἄν καί ὑφίσταται ἤδη τό νομοθετικό πλαίσιο γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ὁ ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός δέν δόθηκε, ἐξαιτίας ἀρνητικῶν ἀντιδράσεων τῶν πολιτῶν.

Πρόσφατα, ἡ σημερινή πολιτική ἡγεσία τῆς χώρας μας ἀνακοίνωσε ἐπισήμως ὅτι ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 2011 θά καθιερωθεῖ ἡ «Κάρτα τοῦ Πολίτη», μία μορφή ἠλεκτρονικῆς ταυτότητας.  Ἤδη καί ἐγώ προσωπικῶς, ὅπως καί πάρα πολλοί ἄλλοι, γίνομαι ἀποδέκτης ἀνησυχιῶν ἀπό πλῆθος πιστῶν.  Καί φυσικά κατανοῶ ποιά εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία αὐτῆς τῆς ἀνησυχίας.  Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, ὀφείλω νά διαβιβάσω καταρχάς σέ Σᾶς τίς ἀνησυχίες αὐτές, ἀλλά καί νά θέσω ὑπόψη Σας τά ἑξῆς:  Εἶναι αὐτονόητο ὅτι οἱ ὑποχρεώσεις καί τά δικαιώματα τοῦ πολίτη ἔναντι τῆς Πολιτείας, ὅπως καί οἱ οἰκονομικές συναλλαγές του, ὁρίζονται μέ νόμους, ἡ τήρηση τῶν ὁποίων εἶναι ὑποχρεωτική γι’ αὐτόν.
Ἀλλά καί ἡ συντεταγμένη Πολιτεία μας, ὡς μέλος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (Ε.Ε.) εἶναι ὑποχρεωμένη νά τηρεῖ ἀπαρέγκλιτα τό Εὐρωπαϊκό Δίκαιο καί τίς Κοινοτικές Συνθῆκες, ὅπως εἶναι:
Ἡ Ἱδρυτική τῆς Ρώμης (1997), τοῦ Μάαστριχ (1992), τοῦ Σένγκεν (1997), τοῦ Ἄμστερνταμ (1997), τῆς Λισσαβώνας (2007).  Καί, ὅπως εἶναι γνωστό, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἤδη τό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα τό ὁποῖο δέν ψηφίστηκε τελικῶς ἀπό τά κράτη-μέλη τῆς Ε.Ε., γιατί ἀντέδρασαν κάποιοι λαοί τῆς Κοινότητας γιά ὁρισμένες διατάξεις του πού ἀντίκεινται στά δικαιώματα τῶν πολιτῶν.

Τό Εὐρωπαϊκό Δίκαιο, ὡς πρωτογενές Δίκαιο, ὑπέρκειται τοῦ ἐθνικοῦ μας Συνταγματικοῦ δικαίου.  Κατά συνέπεια, ἄν θέλουμε νά κατοχυρώσουμε τήν μή ὑπονόμευση κάποιου δικαιώματός μας, θά πρέπει νά φροντίσουμε αὐτό τό δικαίωμά μας νά κατοχυρωθεῖ στό πρωτογενές Δίκαιο.  Σήμερα βλέπουμε, στό πλαίσιο δῆθεν τῶν δικαιωμάτων τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, νά ἀμφισβητεῖται νομικῶς ἡ ὕπαρξη εἰκόνων στά σχολεῖα καί στά δημόσια κτίρια, οἱ μαντῆλες τῶν μουσουλμάνων κ.τ.λ.  Καί ὅλα αὐτά γίνονται μέ τήν ἐπίκληση τῶν νέων δεδομένων τῆς πολυ-πολιτισμικῆς κοινωνίας τῆς Ε.Ε., ὅπου ἡ παρουσία ἑνός συμβόλου μίας θρησκείας δέν θά πρέπει νά προσβάλλει μέ τήν παρουσία του τήν θρησκευτική συνείδηση ἐκείνου πού δέν ἀνήκει στήν ἴδια θρησκεία.

Μέσα στό πνεῦμα τῶν νέων εὐρωπαϊκῶν δεδομένων, φρονῶ ὅτι θά πρέπει νά κινηθεῖ ἡ Ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία μας προκειμένου νά ἀπαιτήσει, ὥστε νά ὁριστεῖ στό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα (νά σημειωθεῖ ὅτι στό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα φρόντισαν νά μήν ὑπάρχει καμία ἀναφορά στή χριστιανική κληρονομιά, «σεβόμενοι» πάντοτε τήν ἰδιαιτερότητα τῆς πολυ-πολιτισμικῆς κοινότητας), - καί μάλιστα σέ μή ἀναθεωρήσιμο ἄρθρο του – τό ἐξῆς:
«Δέν ἐπιτρέπεται ἡ Ε.Ε. ἤ κράτος-μέλος της νά νομοθετήσει, νά προωθήσει καί νά ἐπιβάλλει σέ ὁποιοδήποτε ἔγγραφο, κάρτα, μικροτσίπ, ταυτότητα ἡ ἠλεκτρονικό σύστημα συναλλαγῶν, κάποιο ἀριθμό - ὅπως τόν δυσώνυμο 666 - ὄνομα ἤ σύμβολο ἤ χάραγμα, πού προσβάλλει τή θρησκευτική συνείδηση τῶν Χριστιανῶν ἤ τῶν ὁπαδῶν ἀλλης θρησκείας».
Ἄν δέν φροντίσουμε ἐγκαίρως καί δέν ἀπαιτήσουμε στό πλαίσιο τῆς εὐνομούμενης καί συντεταγμένης Ε.Ε. νά κατοχυρωθεῖ νομοθετικά τό παραπάνω δικαίωμά μας, τότε θά δώσουμε τήν βεβαία αἴσθηση ὅτι ἀποδεχόμαστε ὅσα νομοθετοῦν γιά μᾶς, ὅτι δηλαδή συνειδητῶς ἐκχωροῦμε τά δικαιώματά μας.  Γι’ αὐτό, στήν περίπτωση πού δέν τηρήσουμε ὅσα θεσπιστοῦν, θά ὑποστοῦμε δικαίως τίς συνέπειες τοῦ νόμου.
Ἀπό τά παραπάνω γίνεται σαφές ὅτι ἡ μόνη σωστή καί νόμιμη λύση τοῦ προβλήματος εἶναι νά ζητήσουμε τήν νομική κατοχύρωση τοῦ δικαιώματός μας καί ὄχι νά ἐκδηλώνουμε κάθε τόσο τήν ἀνησυχία εἴτε τήν ἀντίδρασή μας, ἄλλοτε γιά τήν κάρτα ὑγείας ἄλλοτε γιά τό διαβατήριο, τίς ταυτότητες, τήν κάρτα τοῦ πολίτη κ.τ.λ.
Ἔχουμε τήν πεποίθηση ὅτι ἡ δημοκρατική Εὐρωπαϊκή Κοινότητα δέν θά ἔχει κάποιο πρόβλημα στό αἴτημά μας, ὥστε νά κατοχυρώσει ἕνα τέτοιο δικαίωμα πού ἀφορᾶ ὅλους τούς λαούς.  Ἀπεναντίας θά ἔχει καί τήν στήριξή τους.  Ἐκτός καί ἄν ὄντως εἶναι πρόθεση τῆς Ε.Ε. νά ἐπιβάλλει τόν ὅποιο δυσώνυμο ἀριθμό καί νά προσβάλλει τή θρησκευτική συνείδηση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν, ὁπότε μέ τήν ἄρνησή της νά κατοχυρώσει τό παραπάνω δικαίωμά μας, θά γίνει γνωστή ἡ πρόθεσή της
Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιά Σας

Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ


Κοινοποίηση: 1.  Σέ ὅλους τούς Ἰεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
                              2.  Σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης
                              3.  Σέ ὅλες τίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ὅρους
                              4.  Σέ ὅλες τίς Ἱερές Μονές τῶν Ἁγίων Μετεώρων.
πηγή: © Αναβάσεις

Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής! Δημήτριος Τσελεγγίδης



Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού στις 16 Δεκεμβρίου 2011 με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Πανοσιολογιότατοι πατέρες, αιδεσιμολογιότατοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
η ομιλία μου βέβαια δεν θα κινηθεί στην κατεύθυνση ούτε της υπερασπίσεως της Πίστεως ούτε κατά του αντιαιρετικού αγώνα, αλλά στην υποδομή της χριστιανικής μας ταυτότητας, που είναι υπόθεση ζωής. Τα γεγονότα, που εκκλησιαστικώς θα εορτάσουμε σε λίγες ημέρες, η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, αποτελεί το κορυφαίο εκείνο γεγονός διά του οποίου εγκαινιάστηκε η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό μέσα από την ίδια την θεότητα· ο άνθρωπος διά του Θεανθρώπου έχει πλέον τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της Εκκλησίας, να ζει την ζωή του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ και αυτήν να την φανερώνει στο κοινωνικό του περιβάλλον και στο γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι στο μέτρο αυτής της σχέσης, στο μέτρο αυτής της δεκτικότητας. Αυτό είναι δεδομένο. Εκείνο, το οποίο πολλές φορές παραβλέπουμε και το οποίο είναι η αιτία της δυσλειτουργίας μας στο πλαίσιο της Εκκλησίας, είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε διερευνήσει τα αίτια, τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες δυσκολεύουν την φανέρωση αυτής της εν Χριστώ ζωής, αυτής της ζωής, την οποία ζούσε ο Χριστός και η οποία δεν ήταν προσωπική Του απλώς υπόθεση αλλά ήταν και είναι υπόθεση του πληρώματος της Εκκλησίας. Έτσι θεώρησα σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ αυτές τις προϋποθέσεις αυτής της ζωής, την οποία χαρακτηρίζω «αγιοπνευματική» σε σχέση με την τρέχουσα σημασία της λέξεως «πνευματική», γιατί πολλές φορές σήμερα το πνευματικό συγχέεται με αυτό που λέγεται, που νοείται πολλές φορές ως ακαδημαϊκό, ως κοινωνικό και γενικότερα ως διανοητικό. Άλλο πράγμα είναι η αγιοπνευματική ζωή και σ’ αυτήν θα αναφερθούμε με την μικρή εισήγησή μας, ζητώντας στο μέτρο του δυνατού, να γίνει και ένας διάλογος, ώστε να απαντηθούν ενδεχόμενα ερωτήματα πάνω σε μια προβληματική, που ίσως ακολουθήσει μετά από την εισήγησή μου.  
Πριν αναφερθούμε γενικότερα στις προϋποθέσεις της αγιοπνευματικής ζωής είναι σκόπιμο να διευκρινίσουμε εννοιολογικά, τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε αγιοπνευματική ζωή. Για να αποφύγουμε κάθε ενδεχόμενη ορολογική σύγχυση θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πούμε ότι, άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο της Τριαδικής Θεότητας και άλλο είναι το Άγιο Πνεύμα ως άκτιστη, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Έτσι, όταν κάνουμε λόγο για αγιοπνευματική ζωή εννοούμε τη ζωή του Αγίου Πνεύματος ως κοινής άκτιστης φυσικής ενέργειας του Τριαδικού Θεού.
Αυτή ακριβώς η άκτιστη ζωή του ίδιου του Θεού, όταν γίνεται και δική μας ζωή τότε μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για αγιοπνευματική ζωή μέσα μας. Συγκεκριμένα μιλάμε για τη μέθεξη της ίδιας της Θεότητας από τον άνθρωπο χαρισματικώς. Αυτός ο άνθρωπος είναι και λέγεται πνευματικός άνθρωπος γιατί έχει εμπλουτισθεί σωματικώς και ψυχικώς με το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, με την άκτιστη, δηλαδή, φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Είναι ο άνθρωπος, που έχει οικειωθεί το Πνεύμα του Θεού, το οποίο ενώθηκε χαρισματικώς μ’ αυτόν και ενεργεί φυσικώς σ’ αυτόν υπό σαφείς όμως και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σ’ αυτές θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ενώ παράλληλα θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για τον χαρακτήρα και την ταυτότητα της αγιοπνευματικής ζωής.  
Το πνεύμα του Θεού στον άνθρωπο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους, τόσο στις σκέψεις και στους λόγους όσο και στις ενέργειες και στα έργα του ενώ παραμένει, κατά τα άλλα, όμοιος με τους συνανθρώπους του, σε κάθε εποχή. Η αγιοπνευματική ζωή ως Αγιοτριαδική είναι άκτιστη ζωή και παρέχεται χαρισματικώς μόνο μέσα στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν μπορεί κανείς δηλαδή να την εντοπίσει σε καμιά άλλη θρησκεία ή στους ετερόδοξους, αιρετικούς δηλαδή χριστιανούς. Αυτοί άλλωστε δεν μιλούν καθόλου για μετοχή της άκτιστης ζωής ενώ χαρακτηρίζουν σαφώς την θεία Χάρη, που παρέχει αυτήν την αγιοπνευματική ζωή, ως κτιστή, ως δημιούργημα, ως κτίσμα δηλαδή. Έτσι μας βεβαιώνουν οι ίδιοι ότι δεν έχουν προσωπική βιωματική εμπειρία της άκτιστης αυτής θεοποιού ενέργειας του ενός Τριαδικού Θεού.
Η αγιοπνευματική ζωή έχει ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι κατ’ αρχήν μυστηριακές, παρέχονται δηλαδή μέσω των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Δεν εξαρτώνται καθόλου από το δικό μας ποιόν και αποκτώνται αμέσως με την ένταξή μας στην Εκκλησία. Συγκεκριμένα, αμέσως μόλις γινόμαστε μέλη του μυστηριακού σώματος του Χριστού, με το βάπτισμα, μόλις ερχόμαστε στην εν Χριστώ ύπαρξη, δεχόμαστε το Άγιο Μύρο ή Χρίσμα. Το Χρίσμα μας παρέχει χαρισματικώς το Πνεύμα του Κυρίου μας, την άκτιστη δηλαδή και θεοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, που έρχεται και εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην ύπαρξή μας. Από τότε ο άνθρωπος, ως πιστός και οργανικό μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας δηλαδή, έχει εμπλουτισθεί με την άκτιστη αυτή ενέργεια και έχει καταστεί χαρισματικός και πραγματικός άνθρωπος· επειδή έχει ένα και το αυτό πνεύμα με το Χριστό. Στο εξής έχει μέσα του εκτός από την κτιστή ανθρώπινη ενέργειά του και την θεία και άκτιστη θεοποιό ενέργεια, όχι βέβαια φυσικώς αλλά χαρισματικώς.

Συνέντευξη του καθηγητού Δημητριου Τσελεγγίδη για τον Όσιο Γέροντα Παΐσιο



- Κύριε Τσελεγγίδη τι σημαίνει για την Εκκλησία η αγιοκατάταξη του γέροντα Παϊσίου;

«Η αγιοκατάταξη ερμηνεύεται ως μία κίνηση ότι ο άνθρωπος γίνεται άγιος από το Θεό. Δεν μπορεί κανείς να γίνεται άγιος αν δεν του δοθεί η ενέργεια του Θεού, δηλαδή η αγιότητα. Πρόκειται για τη δογματική συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας που βλέπει δια των ακολουθούντων σημείων, αυτά τα οποία σχετίζονται με το πρόσωπο αυτό. Η Εκκλησία έρχεται θεσμικώς και κατακυρώνει την αγιότητα με μία επίσημη εκκλησιαστική πράξη».

- Ήρθε κάπως καθυστερημένα η συγκεκριμένη κίνηση από πλευράς της επίσημης Εκκλησίας δεδομένου ότι πέρασαν 21 χρόνια από τη στιγμή που εκοιμήθη ο Παΐσιος;

«Η αγιότητα του πατρός Παϊσίου, τον οποίο γνώρισα από τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν πιστοποιημένη στη συνείδησή μας επειδή μας το βεβαίωνε ο Θεός. Όχι απλώς νοητικώς, αλλά δια των ακολουθούντων σημείων του Αγίου Πνεύματος. Μας βεβαίωνε ο Θεός το λόγο του και ήταν συνείδηση ευρύτερα ότι ο Παΐσιος είναι άγιος.

Η αγιοκατάταξη είναι θέμα διαχείρισης της διοίκησης της Εκκλησίας, δηλαδή της Επισκοπής. Η Επισκοπή έχει τον θεσμικό ρόλο να προχωρήσει στην αγιοκατάταξη όταν εκείνη κρίνει. Όταν δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο λειτουργήσει και στις συνειδήσεις ότι πρέπει να το κάνει. Δεν εξαναγκάζεται. Φυσικά και το γνώριζε ή το είχε πληροφορηθεί η Εκκλησία, καθότι ήταν γνωστές ανά τον κόσμο οι ευεργεσίες του Αγίου Παϊσίου.

Εγώ ως πιστός γνώριζα ότι ισχύει η αγιότητά του. Το ότι έγινε και τυπικά, δεν θα πω ότι δεν ήταν τίποτα. Ήταν ουσιαστικά η επισημοποίηση ότι μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη άγιος, την οποία χρησιμοποιούσαμε ήδη».

- Εφόσον και εσείς ή και πολύς ακόμα κόσμος γνώριζε τον Παΐσιο, πόση σημασία έχει η τυπική αναγνώριση της αγιότητάς του;

«Μικρή σημασία έχει. Επειδή όμως μπορεί να αμφισβητηθεί από τον οποιονδήποτε, λέγοντας ότι πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση και ενέχει τον κίνδυνο του σφάλματος, η θεσμική αναγνώριση αποτελεί την έκφραση της συλλογικής συνειδήσεως του πληρώματος της Εκκλησίας.

Πάντως, παρά γεγονός ότι ο Άγιος Παΐσιος έχει κοιμηθεί η ουσία του δεν αλλάζει για εμένα. Τις ίδιες απαντήσεις που είχα από εκείνον όταν βρισκόταν εν ζωή, έχω και τώρα».

- Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην πνευματικότητα του Παϊσίου; Κάποιοι μιλούν για τα θαύματα ή τις προφητείες του.

«Τα θαύματα είναι το αποτέλεσμα. Εκείνο που προηγείται και πρέπει να υπάρχει είναι η αγιοπνευματική παρουσία. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας, όταν μιλάμε για πνευματικότητα, δεν εννοούμε αυτό που νομίζει ο κόσμος ευρύτερα.

Ο κόσμος εκλαμβάνει ως πνευματικότητα και τη διανόηση. Ότι δηλαδή δεν είναι έργο χειρών, αλλά έργο της διανοίας του ανθρώπου, θεωρείται από τον κόσμο ως πνευματικό.

Στην Εκκλησία όταν μιλάμε για έναν πνευματικό άνθρωπο, εννοούμε αυτόν που έχει ενεργό μέσα του το Πνεύμα το Άγιο. Κάθε πιστός το έχει λάβει στη βάπτισή του και ειδικότερα κατά το Άγιο Χρίσμα. Η διαφορά είναι ότι στη συνέχεια -όπως έλεγε ο Άγιος Παΐσιος- την έχει «μπαζώσει με τα απόβλητα της αμαρτίας του». Οπότε έχει καταστεί ανενεργή η χάρη του Θεού.

Στην Εκκλησία μέσω τις πνευματικής άσκησης, η οποία συνίσταται στις εντολές του Θεού και καταγράφεται στα Ευαγγέλια, μετέχοντας στα μυστήριά της που ενεργοποιούν την υπάρχουσα θεότητα μέσα μας, ο πατήρ Παΐσιος ενεργοποίησε την αγιότητά του. Αυτό του έδινε τη δυνατότητα σε σχέση προς τη διάθεση του άλλου που τον άκουγε, με την αγάπη που είχε για τον ακροατή του, να θεραπεύει».

- Ίσως όμως το γεγονός ότι κάποιος ασθενής θεραπευόταν να οφείλεται στο ενδιαφέρον που έδειχνε ο Παΐσιος. Έτσι, κάποιος να αντλούσε τη δύναμη και την πίστη ότι μπορεί να γιατρευτεί. Γεγονός είναι ότι πολλοί αμφισβητούν το θαύμα, όπως παρουσιάζεται από την Εκκλησία. Μήπως το θαύμα προέρχεται από την εσωτερική δύναμη του καθενός;

«Όχι. Δεν είναι έτσι. Η εσωτερική δύναμη είναι η προαίρεση του ακροατή. Η διάθεση να δεχτεί με ένα ταπεινό φρόνημα. Η θεραπεία ερχόταν επειδή είναι ζωντανός φορέας του Αγίου Πνεύματος ο Άγιος Παΐσιος και αγαπούσε από καρδιάς τους ανθρώπους και τους πάσχοντες. Χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιούσε ο ίδιος: «Να μπορούσα να κομματιάσω την καρδιά μου και να τη μοιράσω σε όλους», θέλοντας έτσι να μοιράσει την αγάπη του σε όλους.

Ο Άγιος Παΐσιος ζητούσε από το Θεό για λογαριασμό του πάσχοντος, να τον γιατρέψει. Ο Θεός επιβράβευε τον Άγιο, δίνοντας αυτό που του ζητούσε, γιατρεύοντας τον πάσχοντα.  Σε κάποιες περιπτώσεις ο πάσχων δεν ζητάει πάντοτε να τον γιατρέψει ο Άγιος, αλλά πολλές φορές όπως συνέβη με τον παραλυτικό, τον οποίο γιάτρεψε ο Χριστός, ο Άγιος ζητάει από μόνος του τη βοήθεια του Θεού για τη θεραπεία του ασθενούς. Βοηθάει όμως και η πίστη των άλλων. Εδώ παρεμβαίνει το εκκλησιολογικό φρόνημα, όπως το ονομάζουμε εμείς οι θεολόγοι. Αυτό σημαίνει ότι όπως σε μία οικογένεια όταν πάσχει κάποιος και δεν μπορεί να κάνει κάτι, και οι συγγενείς του τον πηγαίνουν στο γιατρό, έτσι και ο Παΐσιος ο πνευματικός γιατρός, θεραπεύει όχι μόνο εκείνους που έρχονται σε αυτόν. Θεραπεύει κι όσους αισθάνεται ότι έχουν την ανάγκη του με την «πνευματική τηλεόραση», την οποία διέθετε.

Ως προς τα θαύματα είναι πραγματικά γιατί έχουμε θεραπείες. Υπάρχουν περιστατικά θεραπείας, όπου οι ασθενείς τα έχουν καταθέσει. Παράδειγμα ένας καρκινοπαθής, τον οποίο θεράπευσε ο Παΐσιος. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα, χωρίς να έχει προηγηθεί ιατρική παρέμβαση.

Ένα άλλο παράδειγμα ήταν η παρότρυνση για χρήση γιατρού ή φαρμάκου. Σας αναφέρω ένα περιστατικό, το οποίο μου εμπιστεύθηκε γιατρός, καθηγητής, ο οποίος συνδεόταν με τον Πατέρα Παΐσιο. Σε μία συνάντηση που είχαν, είπε ο γιατρός στον Παΐσιο ότι τον πονούσε το στομάχι του. Ο Παΐσιος τον προέτρεψε να πάρει ένα ευτελές χάπι, χωρίς αποδεδειγμένη επιστημονικά δράση, τονίζοντάς του ότι θα γίνει καλά. Ο γιατρός γνώριζε το χάπι, και δεν γνώριζε ότι θεραπεύει το έλκος. Επειδή όμως ήταν ευλαβικός προς τον Γέροντα Παΐσιο, λίγο αργότερα γιατρεύτηκε. Μετά από δύο χρόνια, αποδείχτηκε ιατρικά ότι το χάπι αυτό θεράπευε το έλκος στομάχου».

- Περιγράψτε μας πώς γνωρίσατε τον Παΐσιο; Πότε συναντηθήκατε για πρώτη φορά;

«Γνωριστήκαμε το 1969, όταν βρισκόμουν ως φοιτητής στη Μονή Σταυρονικήτα, Τότε ο πατήρ Βασίλειος ο Γοντικάκης έστειλε εμένα και κάποιους συμφοιτητές μου στο Άγιο Όρος για να συναντήσουμε όπως μας είχε πει έναν Γέροντα.

Μας είχε πει μάλιστα να επιστρέψουμε στο μοναστήρι που διαμέναμε πριν πέσει ο ήλιος. «Διαφορετικά θα σας αφήσω έξω από το μοναστήρι και θα σας ρίξω κουβέρτες να κοιμηθείτε έξω. Αυτή είναι η τάξη του μοναστηριού», πρόσθεσε.

Εμείς γελάσαμε, και αναρωτηθήκαμε γιατί θα χρειαζόταν να επιστρέψουμε τόσο αργά στο μοναστήρι. Τι ήταν αυτό που θα μας κρατούσε τόσες ώρες;

Αφού τον είδαμε όλοι μαζί, στη συνέχεια τον συναντήσαμε και κατ’ ιδίαν για να του πούμε τα προσωπικά μας. Εκείνος τότε είχε κάνει μία σοβαρή επέμβαση υγείας και βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση. Αδύναμος και καταβεβλημένος μετά την επέμβαση στους πνεύμονες. Καθόταν σε μία πέτρινη πλάκα κάτω από μία ελιά κι εμείς απέναντί του. Εμείς παρά το γεγονός ότι μας είπε πως ήταν κουρασμένος, τον κρατήσαμε όλη την ημέρα νηστικό κάτω από τη ελιά, χωρίς να καταλάβουμε πώς πέρασε η ώρα έως τη δύση του ηλίου. Εκείνος μας έλεγε πράγματα που γλύκαναν την ψυχή μας, δίνοντας απαντήσεις ακόμα και σ’ εκείνα, τα οποία δεν ρωτήσαμε. Όλα όσα ήταν προσανατολιστικά για όλη μας τη ζωή. Έβαζαν σε τάξη τη σύγχυση ως προς την αξιολογική διαβάθμιση των πραγμάτων και ως προς την πραγματική ζωή. Νιώθαμε μία πνευματική θέρμη και μία γαλήνη λογισμών».

- Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδιόρισαν την πορεία σας, μέσω της επαφής μαζί του;

«Ήταν ένα πρόσωπο με ιδιαίτερο χιούμορ, γλυκύς άνθρωπος και ευφυολόγος. Έλεγε πράγματα, τα οποία μου δημιουργούσαν αισιοδοξία και φιλικότητα. Όταν πήγα εγώ μου είπε: "Δημήτρη να φτιάξουμε μία επιχείρηση οι δυο μας".

Τον κοίταξα παραξενεμένος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένας ασκητής μιλάει για επιχειρήσεις. Συνέχισε λέγοντας: "Να φτιάξουμε ένα εργοστάσιο. Ένα εργοστάσιο καλών λογισμών'. Και έφερε το εξής παράδειγμα: «Έχουμε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει αγιοπότηρα, ό,τι υλικό και αν του βάλεις. Χρυσό, άργυρο, χρυσό. (ο καλός λογισμός). Απλώς θα διαφέρει η ποιότητα ανάλογα με το υλικό που χρησιμοποιούμε. Αν αυτό το εργοστάσιο είναι πολεμικό για να φτιάχνει βολίδες, τότε και λάσπη να του ρίξεις, χρυσό, άργυρο, πάλι πολεμικά βλήματα θα παράγει(ο κακός λογισμός)».

Η αφετηρία όλων αυτών είναι οι λογισμοί με επίκεντρο τον άνθρωπο. Μας κινητοποίησε με ένα απτό παράδειγμα, διαχωρίζοντας το καλό από το κακό, πώς να μην κάνουμε «κακές» σκέψεις. Το παράδειγμα με τους λογισμούς του Παϊσίου μας έδειχνε πως ακριβώς είναι να κάθεται κάποιος με έναν φαρμακόγλωσσο στην παρέα, ο οποίος έχει να πει για όλα κάτι κακό. Απεναντίας είναι ευχάριστο να βλέπεις κάποιον ακόμα και σε μία κακή ενέργεια κάποιου, να βρίσκει ελαφρυντικά.

Ο Παϊσιος έφερνε το παράδειγμα ενός παιδιού, το οποίο πετούσε μία πέτρα και έσπαγε μία βιτρίνα. Και συνέχιζε, τονίζοντας ότι δεν είναι καλό πράγμα να κατακρίνουμε τους άλλους για μία συγκεκριμένη πράξη. "Μπορείς να σχηματίσεις έναν πόνο και μία συμπάθεια γι’ αυτόν και να θεωρήσεις τον εαυτό σου ότι είσαι χειρότερος από αυτόν που το κάνει", μου είπε την πρώτη μέρα που τον γνώρισα.

Και το εξηγούσε λέγοντας ότι αυτός προήλθε από ένα δυσμενές περιβάλλον. "Επομένως θα μπορούσε να είχε σπάσει δέκα κεφάλια την ημέρα, πετώντας την πέτρα, αλλά δεν το έκανε. Έσπασε μόνο μία βιτρίνα. Εσύ μεγάλωσες σε ένα ιδανικό περιβάλλον και θα έπρεπε με τα εφόδια που έλαβες να κάνεις δέκα θαύματα την ημέρα, αλλά δεν το κάνεις. Επομένως, τι σε κάνει καλύτερο από εκείνον; Πόσο αξιοποίησες τα αγαθά που έλαβες από το σπίτι σου;".

Έτσι μπορείς να βάλεις τον εαυτό σου κάτω από αυτόν, αντιμετωπίζοντάς τον με συμπόνια, από τη στιγμή που αυτά τα χαρακτηριστικά και η οργή που εκφράζει προέρχονται από το περιβάλλον του. Είχε μία αγαπητική διάθεση προς όλα τα πράγματα, ενώ στον εαυτό του χρέωνε ότι δεν έχει αξιοποιήσει την προσφορά του Θεού σε αυτόν.

Η αγάπη του Παϊσίου ήταν θεϊκή. Εκείνη η άκτιστη αγάπη του Θεού που ζούσε και όχι η απλή ανθρώπινη αγάπη. Η αγάπη του μας αλλοίωνε πνευματικά όταν περνούσε μέσα μας. Γι’ αυτό μας ενέπνεε και μας καλλιεργούσε το συναίσθημα αυτό τόσο προς το Θεό, τον πλησίον και την πατρίδα.

Ήταν ταπεινός ο ίδιος και ήθελε την αρετή που διέθετε να την κρύβει. Αυτή την ταπεινότητα τη μετέδιδε στη διάρκεια της συζήτησης και σε όποια κατάσταση και αν βρισκόταν ο συνομιλητής του θα έφευγε παρηγορημένος και κατευνασμένος. Ακόμα και όταν έφευγε από κοντά του, γιατί προσευχόταν για εσένα, ακόμα και όταν απομακρυνόσουν. Ό,τι καταγραφόταν μέσα του το έφερε ακόμα και πολύ καιρό μετά μαζί. Όταν τον επισκεπτόταν κάποιος ξανά, ρωτούσε για το πρόβλημά του και θυμόταν κάθε λεπτομέρεια».

- Πώς αντιμετώπιζε πρόσωπα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό; Βλέπουμε πολλές, πηγές ή φορείς της Εκκλησίας να αφορίζουν την ομοφυλοφιλία. Σας αναφέρω ως πρόσφατο παράδειγμα τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, ο οποίος σε συνέντευξή του ανέφερε ότι δεν αποδέχεται τους ομοφυλόφιλους στους κόλπους της Εκκλησίας.

«Όταν ήμουν φοιτητής ήταν στη μόδα το κίνημα τον χίπηδων με τα μακριά μαλλιά, τις φαβορίτες, τα παντελόνια καμπάνες. Έβλεπα τότε στο καλύβι που τον επισκεπτόμουν να πηγαίνουν αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ είχα μία αυστηρή θεώρηση απέναντί τους και τον ρώτησα τι έλεγε σε αυτούς τους ανθρώπους.
Μου απάντησε ότι δεν τους έλεγε κάτι για την εμφάνισή τους. Αντιθέτως μου είπε ότι «εγώ δεν μένω σε αυτά, αλλά στην εσωτερική τους κατάσταση». Τους μιλούσε με πολύ αγάπη γι’ αυτά που είχαν μέσα τους, αλλά επειδή τα έλεγε με αγάπη και πόνο, εκείνοι γνώριζαν τον εαυτό τους από αυτά, τα οποία άκουγαν.

«Εγώ κοιτάζω να τακτοποιήσω την εσωτερική τους κατάσταση. Τα άλλα τα τακτοποιούν αυτοί από μόνοι τους. Μάλιστα, όταν ξαναέρχονται σ’ εμένα, έρχονται αλλαγμένοι και εξωτερικά», σημείωνε τότε ο Γέροντας. Όπως καταλαβαίνετε δεν ενδιαφερόταν για το περιτύλιγμα. Ήξερε να προσφέρει ένα πνευματικό σοκ σε όσους είχε απέναντί του. Είχε την ικανότητα να περνάει την αγάπη το Θεού στον άλλο. Δεν μιλούσε για το πάθος ή την αμαρτία του συνομιλητή του. Αντιθέτως, συζητούσε μαζί του άλλα πράγματα, τα οποία ο εκείνος μέσα από τα πάθη του αναζητούσε. Στη συνέχεια αντιλαμβανόταν ότι αυτό που ζητούσε, το έκανε από λάθος δρόμο – αναζητώντας την ευτυχία ή οτιδήποτε άλλο.

Ο Παϊσιος εξομολογούταν ότι «εγώ θα προσεύχομαι για ‘σένα» και ζητούσε από αυτόν που είχε απέναντί του να κάνει κι εκείνος με τη σειρά του κάτι μικρό, ανάλογα με τις δυνάμεις του. Έτσι, ο συνομιλητής του Παϊσίου έφτανε στο σημείο να αρνηθεί το πάθος του ως καρκίνωμα. Κι αυτό το πετύχαινε χωρίς να ασκεί στείρα κριτική σ’ εκείνον.

Αν θέλετε να σας απαντήσω θεολογικά, γι’ αυτό που σήμερα η κοινωνία ονομάζει σήμερα «διαφορετικό», θα σας πω ότι στην Εκκλησία δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε την έννοια του διαφορετικού επί ίσοις όροις, πέρα από τον άνδρα και τη γυναίκα. «Ο Θεός εποίησε άρρεν και θήλυ», δεν εποίησε άλλο φίλο. Αυτό είναι μία αρρώστια που έχει τις αιτίες και τις εξαρτήσεις της».

- Ο Παΐσιος όμως αποδεχόταν τους ομοφυλόφιλους, ενώ η Εκκλησία ως θεσμός δεν αποδέχεται την ομοφυλοφιλία…

«Η Εκκλησία αποδέχεται τους πάντες, καθότι ο Θεός ήρθε για να σώσει όλους τους ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι γίνεται αποδεκτός κανείς μέσα στην Εκκλησία, εάν αυτός είναι κλειστός στις προδιαγραφές που θέτει η Εκκλησία.

Είμαστε στην Εκκλησία γιατί βαπτιστήκαμε. Από εκεί και πέρα δεν σημαίνει ότι υπάρχει μία μηχανιστική μαγική λειτουργία, από την οποία παίρνουμε εμείς τη ζωή του Χριστού, υπό οποιουσδήποτε όρους. Όταν λοιπόν ο νους μας είναι ακάθαρτος - και είναι ακάθαρτος όταν φεύγει από τον Θεό και συνεργάζεται με τον διάβολο -, τότε μπορεί να είναι οργανικά στην Εκκλησία, αλλά δεν είναι ζωντανός. Παράδειγμα σε ένα δέντρο υπάρχουν και αρρωστιάρικα κλαδιά, ξερά. Το δέντρο όμως είναι εντάξει.

Αυτοί οι άνθρωποι, όποιοι κι αν είναι, με όποιες αμαρτίες και αν φέρουν, ακόμα και αν έχουν βαπτιστεί στην Εκκλησία, δεν σημαίνει ότι αφορίζονται. Εκείνοι έχουν αφορίσει την Εκκλησία. Αν όμως μετανοήσουν, έχουν τη δυνατότητα να έχουν αυτή την παροχή ζωής και να συμμετέχουν σε αυτήν.

Η Εκκλησία πάντως, έχει μιλήσει για την ομοφυλοφιλία τόσο στην Παλαιά Διαθήκη με τα Σόδομα και τα Γόμορρα, όπου αναγράφεται εκεί ποιο ήταν το είδος αυτών των ανθρώπων και γιατί τους κατέστρεψε ο Θεός. Επίσης, ο Απόστολος Παύλος στην Καινή Διαθήκη λέει ότι ενόσω εμμένουν σε αυτές τις αμαρτίες, το να νομίζουν ότι θα έρθουν στη ζωή, παίρνοντας τη ζωή της Εκκλησίας, είναι σφάλμα. «Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι», σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο.

Δεν μπορεί να παραμένει κάποιος, μοιχός, φονιάς, ομοφυλόφιλος, όσα δεν επιτρέπει ο Θεός στις ανθρώπινες προδιαγραφές και να πιστεύει ότι μπορεί να σωθεί».

- Σε κάθε περίπτωση όμως δεν συγχέουμε έναν φονιά με έναν ομοφυλόφιλο.

«Για την Εκκλησία είναι το ίδιο. Έχει μία τάξη αμαρτημάτων. Αυτή η τάξη έχει ανάλογα επιτίμια. Ο πόρνος, ο μοιχός, ο φονιάς και ο ομοφυλόφιλος βρίσκονται στην ίδια κατηγορία. Η ομοφυλοφιλία εντάσσεται στα θανάσιμα αμαρτήματα της Εκκλησίας. Αν όμως μετανοήσει η Εκκλησία μπορεί να τον δεχτεί».

- Θα δεχόταν ο Γέροντας Παΐσιος να πάει τότε κοντά του κάποιος με σκισμένα ρούχα, σκουλαρίκια; Δεδομένου ότι όλα τα μοναστήρια επιβάλλουν έναν ενδυματολογικό κώδικα για όσους θέλουν να τα επισκεφθούν.

«Μιλάμε για ένα θεσμό και ένα πρόσωπο. Δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Ως πρόσωπο, επειδή ήταν ασκητής και δεν έχει «βιτρίνα» θεσμού, δεχόταν τους πάντες και το ξέρω. Εκτός από κάποιον ο οποίος πήγαινε με πονηρία. Όπως κάποτε ένας ρωμαιοκαθολικός ιερωμένος, ο οποίος ντύθηκε ορθόδοξος. Ο Παΐσιος τον κατάλαβε και τον έδιωξε λέγοντας: "Αφού δεν είσαι παπάς γιατί κάνεις τον παπά και έρχεσαι εδώ; Φύγε δεν σε θέλω!". Το μοναστήρι από την άλλη πλευρά μπορεί να θέτει μία τάξη ευπρέπειας. Δεν μπορεί να πηγαίνει μία γυναίκα με το σορτς.

Είναι εσφαλμένο αυτό που είχε πει ο μακαριστός Χριστόδουλος "ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε". Όχι κατά την άποψή μου, αλλά κατά τα λόγια του Χριστού. Ο Χριστός δεν μας κάλεσε να πάμε στην Εκκλησία όπως είμαστε, αλλά όπως Εκείνος θέλει. Γι’ αυτό είπε ότι "όποιος θέλει να έρθει σ’ εμένα να αρνηθεί τον -κακό- εαυτό του". Ο Χριστός δεν ενδιαφέρεται για οπαδούς. Ενδιαφέρεται για ανθρώπους που έχουν τις προδιαγραφές της ζωής, της κοινωνίας. Και βέβαια δεν ενδιαφέρεται για τα εξωτερικά γνωρίσματα. Θέλει όμως να αρνηθούμε τα στοιχεία εκείνα, τα οποία εκείνος δεν δέχεται.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που μου ανέφερε μία γνωστή μου Ηγουμένη. Μία ημέρα μετά τα όσα είχε πει τότε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, πήγε ένα ζευγάρι στο μοναστήρι. Ο άνδρας με το σορτς και η γυναίκα με το μπικίνι. Άνοιξαν την πύλη του μοναστηριού, ρωτώντας το ζευγάρι τι ήθελε. "Περνούσαμε από εδώ, δεν ξέραμε ότι έχει μοναστήρι, πηγαίναμε για τη θάλασσα και είπαμε να προσκυνήσουμε", είπε το ζευγάρι. Όταν τους απάντησαν ότι δεν μπορούν να προσκυνήσουν, από τη στιγμή που δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι, εκείνοι επικαλέστηκαν τα λόγια του Χριστόδουλου, ο οποίος είχε καλέσει τον κόσμο να πάει "όπως είναι". Στη θάλασσα κανείς δεν θα τους παρεξηγούσε. Η αδιακρισία τους όμως επέβαλλε ότι επειδή «έτσι» ήταν εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσαν να επισκεφθούν το μοναστήρι. Κάποιος άλλος θα θελήσει να πάει εντελώς γυμνός. Κι αν εκείνος δεν έχει πρόβλημα, έχουν όμως οι υπόλοιποι.

"Οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω", έλεγε ο Απόστολος Παύλος. Δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τα πάντα επειδή ο Θεός μας δέχεται. Παρά το γεγονός ότι ερχόμαστε γυμνοί στον κόσμο δεν σημαίνει ότι όσα ενοχλούν τον άλλον στην εν Χριστώ Ζωή θα τα αποδεχόμαστε».

κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης. Πρώτες παρατηρήσεις επί του κειμένου "Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον"



Ο Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης απέστειλε προς τους ορθοδόξους αρχιερείς τις πρώτες θεολογικές παρατηρήσεις του επί του κειμένου: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ». 

ΠΡΩΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ«ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ»
 
Θεσσαλονίκη 3/2/2016

Το κείμενο αυτό εμφανίζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια ή και αντίφαση. Έτσι, στο άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρώντας αυτή –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μια αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». 
Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πώς γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες.  
Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας». 
Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». 
Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των Δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.  

Νέα ομολογιακή παρέμβαση εν όψει της Μεγάλης Συνόδου από τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Δημ. Τσελεγγίδη



Νέα ομολογιακή παρέμβαση
εν όψει της Μεγάλης Συνόδου
από τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
κ. Δημ. Τσελεγγίδη

Θεσσαλονίκη10/2/2016

Πρός τήν Ἱερά Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰ. Γενναδίου 14115 21 Ἀθήνα
Κοινοποίηση:
σέ ὅλους τούς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος


Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Ἐν ὄψει τῆς μελλούσης νά συνέλθει Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά ἤθελα νά θέσω γιά ἀκόμη μία φορά, εὐλαβῶς, ἐνώπιόν Σας κάποιες θεολογικοῦ χαρακτήρα σκέψεις μου, πού ἐλπίζω νά Σᾶς φανοῦν ἀξιοποιήσιμες.
Ἀπό μία ἔρευνα, πού πραγματοποίησα, διαπίστωσα μέ δυσάρεστη ἔκπληξη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος -ἀπό τό 1961 πού ἄρχισαν οἱ Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις γιά τήν παραπάνω Μεγάλη Σύνοδο- δέν ἀσχολήθηκε μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Διασκέψεων αὐτῶν σέ ἐπίπεδο Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας. Τοῦτο εἶχε ὡς συνέπεια, νά φτάσουμε στήν δυσχερῆ σημερινή ἐκκλησιαστική κατάσταση. Νά ἔχουμε δηλαδή ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις γιά τά κρίσιμα θέματα μιᾶς Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, γιά τίς ὁποῖες, ὅμως, ὑπάρχει σοβαρό ἔλλειμμα συνοδικῆς καλύψεώς τους ἀπό τήν Τοπική Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως προβλέπεται, ἄλλωστε, ἀπό τίς Προσυνοδικές Διασκέψεις.
Αὐτήν τή στιγμή βρισκόμαστε ἐκκλησιαστικῶς στό προτελευταῖο στάδιο τῶν ὁριστικῶν ἀποφάσεων τῆς Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου. Φρονῶ, ὅτι τά πράγματα –παρά τήν ἐξαιρετική σοβαρότητά τους– εἶναι ἀκόμη ἰάσιμα. Ὡς γνωστόν, τό Συνοδικό Σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἀποτελεῖ ἁγιοπνευματική ἐκκλησιαστική λειτουργία, ὄχι μόνο γιά τά θέματα τῆς διοικήσεως καί τῆς ζωῆς της, ἀλλά καί γιά τήν ἀκριβῆ διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της. Εἰδικότερα, φρονῶ, ὅτι τό συνοδικό ἔλλειμμα τῶν παρελθόντων 55 ἐτῶν μπορεῖ σίγουρα νά θεραπευθεῖ τώρα, ἐφόσον οἱ ἀποφάσεις τῆς ἐπικειμένης Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, σχετικά μέ τά θέματα τῆς μελλούσης Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, θά εἶναι σύμφωνες μέ τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς της.
Καί κάτι ἄλλο, συναφές, καί ἐξαιρετικά σοβαρό. Διάβασα, προσεκτικά, τόν δημοσιευμένο προσφάτως «Κανονισμό Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» καί ἔχω νά Σᾶς καταθέσω μία θεολογικοῦ-δογματικοῦ χαρακτήρα παρατήρησή μου.
Συγκεκριμένα, στό Ἄρθρο 12, μέ θέμα «ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΙΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ», σημειώνονται τά ἑξῆς σημαντικά: «Ἡ ψηφοφορία ἐπί τῶν συζητηθέντων καί ἀναθεωρηθέντων ὑπό τῆς Συνόδου κειμένων ἐπί τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως,
1. συνδέεται πρός τάς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας καί ὄχι πρός τά καθ’ ἕκαστον μέλη τῶν ἐν τῇ Συνόδῳ ἀντιπροσωπειῶν αὐτῶν, συμφώνως πρός τήν ὁμόφωνον σχετικήν ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, 
2. ἡ κατά Ἐκκλησίας καί ὄχι κατά τά μέλη αὐτῶν ψήφισις ἐν τῇ Συνόδῳ τῶν κειμένων δέν ἀποκλείει τήν ἀρνητικήν θέσιν ἑνός ἤ καί πλειόνων ἀρχιερέων μιᾶς ἀντιπροσωπείας αὐτοκεφάλου τινός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τῶν γενομένων τροπολογιῶν ἤ καί ἐπί ἑνός κειμένου γενικώτερον, ἡ διαφωνία τῶν ὁποίων καταχωρίζεται εἰς τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, καί 
3. ἡ ἀξιολόγησις τῶν διαφωνιῶν αὐτῶν εἶναι πλέον ἐσωτερικόν ζήτημα τῆς εἰς ἥν ἀνήκουν αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δύναται νά ὑποστηρίξῃ τήν θετικήν ψῆφον αὐτῆς ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἐσωτερικῆς πλειονοψηφίας, ἐκφράζεται δέ ὑπό τοῦ Προκαθημένου αὐτῆς, διό καί δέον ὅπως προβλεφθῇ εἰς αὐτήν ὁ ἀναγκαῖος χῶρος καί χρόνος δι᾽ ἐσωτερικήν συζήτησιν ἐπ᾽ αὐτοῦ». 
Στό Ἄρθρο αὐτό βλέπουμε, ὅτι ἡ ὁμοφωνία τῆς Μεγάλης Συνόδου περιορίζεται στή μία ψῆφο κάθε Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπιμέρους διαφωνίες -ἐφόσον αὐτές συμβαίνει νά ἀποτελοῦν μειοψηφία, στό πλαίσιο τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν- ἀφήνονται ὡς «ἐσωτερική ὑπόθεσή τους», πρᾶγμα πού εἶναι ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτο γιά τήν συγκεκριμένη Πανορθόδοξη Σύνοδο, ὅταν μάλιστα συμβαίνει τό θέμα τῆς διαφωνίας νά εἶναι γιά δογματική ὑπόθεση. Καί ἡ περίπτωση αὐτή εἶναι πάρα πολύ πιθανή. Λόγου χάρη, τό θέμα τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, πού πραγματεύεται τό Κείμενο: «ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΚΟΣΜΟΝ», εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικό, δηλαδή κατεξοχήν δογματικό. Κατά συνέπεια, δέν εἶναι θεολογικά ἐπιτρεπτό, ἕνα Κείμενο πού προωθεῖται πρός ἔγκριση, ἀπό τή μία μεριά νά εἰσηγεῖται οὐσιαστικά τήν Προτεσταντική θεωρία τῶν «κλάδων» -νομιμοποιώντας μέ τήν ἀποδοχή του τήν ὕπαρξη πολλῶν Ἐκκλησιῶν μέ πολύ διαφορετικά δόγματα- καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ «Κανονισμός Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Συνόδου» αὐτῆς νά ἀγνοεῖ στήν πράξη τούς ἐνδεχόμενους μειοψηφοῦντες Ἱεράρχες τῶν ἐπιμέρους Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί νά μήν λαμβάνει σοβαρώτατα ὑπόψη τίς θεολογικές τοποθετήσεις τῆς ἐπισκοπικῆς συνειδήσεώς τους.
Καί ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό-δογματικό ἐρώτημα: Πῶς θά ὁμολογηθεῖ στήν προκειμένη περίπτωση ἡ μία πίστη τῆς Ἐκκλησίας, «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ»; Πῶς θά μπορέσουν οἱ Συνοδικοί Πατέρες νά ποῦν: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»; Πῶς θά ἀποδείξουν ὅτι ἔχουν «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ θεοφόροι Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας;
 
Μακαριώτατε,
Στά δογματικά θέματα, ὡς γνωστόν, ἡ ἀλήθεια δέν βρίσκεται στήν πλειονοψηφία τῶν Συνοδικῶν Ἀρχιερέων. Ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν εἶναι πλειοψηφική, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια εἶναι Ὑποστατική πραγματικότητα. Γι’ αὐτό, καί ὅσοι διαφωνοῦν μέ αὐτήν, ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται κατά περίπτωση. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσει σέ κατώτερα συνοδικά σώματα τό ἐξαιρετικά σοβαρό θέμα τῆς ἐνδεχόμενης διαφωνίας τῶν μειοψηφούντων ἐπισκόπων σέ δογματικά θέματα. Ἐπιβάλλεται, ὡς ἀνώτατο συνοδικό σῶμα, νά ἐπιληφθεῖ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἄμεσα, γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁρατός ὁ κίνδυνος τοῦ Σχίσματος στήν Ἐκκλησία, τήν στιγμή ἀκριβῶς, πού ἡ Μεγάλη αὐτή Σύνοδος φιλοδοξεῖ νά ἐπαναβεβαιώσει τήν ὁρατή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μέ βαθύτατο σεβασμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιάν Σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.

Καθηγητής κ. Δημήτριoς Τσελεγγίδης: «Δόγμα και ζωή, μία αδιάρρηκτη συνύπαρξη» (Βίντεο και κείμενο)





ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΖΩΗ, ΜΙΑ ΑΔΙΑΡΡΗΚΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ


Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Σήμερα, θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐμβαθύνουμε λίγο στή σχέση τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.

Καταρχήν, πρέπει νά προσδιορίσουμε μέ κάθε δυνατή ἀκρίβεια, τί εἶναι ἡ ἀλήθεια καθεαυτήν. Ἡ ἀλήθεια –στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας- εἶναι πρόσωπο καί ὄχι κάποια ἰδέα ἤ κάποια ἄποψη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι καθεαυτήν ὑποστατική. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἀποκαλυπτόμενος μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή τοῦ πιστοῦ. Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι διανοητική, ἀλλά εἶναι ἐμπειρική-βιωματική, γιατί προϋποθέτει τήν μετοχή στήν ἀλήθεια.

Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει καί βιώνει τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας. Ἀλήθεια καί ζωή νοοῦνται πρωτίστως ἐπί ὑπαρξιακοῦ πεδίου. Ἡ ἀλήθεια δέν μπορεῖ νά διαχωριστεῖ ἀπό τή ζωή στήν πληρότητα καί τήν αὐθεντικότητά της, χωρίς ὀλέθριες συνέπειες. Ἡ ζωή γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἡ ἄκτιστη, ἡ ἀΐδια καί αἰώνια ζωή, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό Εὐαγγέλιο. Στήν προκειμένη περίπτωση, εἶναι πολύ διαφωτιστική καί ἐκφραστική ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Χριστός ἀνάμεσα στήν αὐθεντική ἀλήθεια καί τήν ἀληθινή ζωή. Ὁ Χριστός, ὡς αὐτοαλήθεια, μᾶς διαβεβαιώνει, ὅτι «αὕτή ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν»[1]. Ἡ αἰώνια ζωή εἶναι γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζουμε, στή βιβλική, πατερική καί ἐκκλησιαστική γλώσσα ἡ γνώση εἶναι ὑπόθεση βιωματική. Γνώση σημαίνει βιωματική ἐμπειρία. Ἐμπειρία πού προκύπτει ἀπό τή μετοχή τῆς ἀλήθειας. Στήν ἱστορική καί ἐμπειρική φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὀρθοδοξία της συγκεκριμενοποιεῖται στήν ἀκρίβεια καί τήν ἀκεραιότητα τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, ἐνῶ ἡ ὀρθοπραξία της φανερώνεται κατεξοχήν στήν ἁγιοπνευματική ζωή τῶν θεουμένων μελῶν της. Καί, ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἡ θεοσεβής ζωή συνίσταται ἀπό δόγματα εὐσεβῆ καί ἀπό πράξεις ἀγαθές. Καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἀγαθά ἔργα εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπό τόν Θεό, ἀλλά οὔτε καί τά ἔργα πού δέ συνοδεύονται ἀπό εὐσεβῆ δόγματα, τά δέχεται ὁ Θεός[2]. Οἱ ἠθικές ἀρετές, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ζωοποιοῦνται ἀπό τήν ψυχή[3], ἡ ὁποία ἁγιάζεται μέ τά ὀρθά δόγματα[4] πού εἶναι καί φορεῖς ἁγιαστικῆς ἐνεργείας. Ἀλλά καί κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, «ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς πίστεως»[5].

Κατά συνέπεια, ἡ ἀλήθεια στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, νοητική δηλαδή ἀποδοχή τοῦ διά τῆς ἀκοῆς ἤ μελέτης γνωστοποιηθέντος περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλά, κυρίως, μυστήριο, πού βιώνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[6]. Χωρίς τή μετοχή αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί νά κοινωνήσει σέ θεῖα μυστήρια τῆς πίστεώς μας[7]. Στό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας οἱ πιστοί ὁδηγοῦνται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, κατά τρόπο βιωματικό. Γι’ αὐτό καί παραμένουν ἀκλόνητοι σ’ αὐτήν μή φοβούμενοι ἀπειλές, διωγμούς ἤ θάνατο. Στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν πνευματική ὡριμότητα, πού ὑπαινίσσεται ὁ Μ. Βασίλειος, σ’ ὅσους τρέφονται μέ τή στερεά τροφή τῶν δογμάτων, «ὡς διαβεβηκότες τήν ἐν Χριστῷ νηπιότητα, καί οὐκέτι δεόμενοι γάλακτος, ἀλλά δυνάμενοι τῇ στερεᾷ τῶν δογμάτων τροφῇ τόν ἔσω ἄνθρωπον τελειοῦσθαι...»[8].
Ἡ πνευματική τελειότητα, ὅταν χαρακτηρίζει τόν ὀρθόδοξο πιστό, εἶναι συνυφασμένη μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα καί τή δογματική ἀκρἰβεια.

Ἀλλά, ἐνῶ ἡ ζῶσα Ὀρθοδοξία συνυπάρχει ὀργανικά μέ τήν ὀρθοπραξία, ἡ αἵρεση δέν εἶναι καθόλου συμβατή μέ τήν εὐσέβεια. Εἶναι ἀδύνατον ὁ αἱρετικός νά εἶναι εὐσεβής καί ἐνάρετος. «Ἀδύνατον ἐκ χιόνος προϊέναι φλόγα, ἀμηχανώτερον δέ ἐν ἑτεροδόξῳ ταπεινοφροσύνην ὑπάρχειν», σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, «πιστῶν καί εὐσεβῶν τό κατόρθωμα, καί τοῦτο τοῖς λοιπόν κεκαθαρμένοις»[9]. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡς ἀσεβεῖς καί ἡ αἵρεση ὡς ἀσέβεια[10].

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ  δέν αὐτονόμησε τήν ἀλήθεια καί τό δόγμα ἀπό τή ζωή καί τήν εὐσέβειά της. Ἡ θεολογία καί τά δόγματα ἦταν πάντοτε συνδεδεμένα μέ τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἦθος τῶν πιστῶν ὀφείλουν νά βρίσκονται σέ λειτουργική σχέση, οὕτως ὥστε τό ἕνα νά ἐπιβεβαιώνει τό ἄλλο, ὡς δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἀκριβῶς πραγματικότητας. Σέ καμία περίπτωση δέν ἐπιτρέπεται νά αὐτονομεῖται ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἀπό τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί ὅταν ἀκυρώνεται τό ἕνα, παύει νά ἰσχύει καί τό ἄλλο.]\

Ὁ καθαρός βίος κρίνεται καί καταξιώνεται μόνο ἀπό τήν ὀρθή πίστη. Καί ἡ ὀρθή πίστη ἔχει τήν φερεγγυότητα καί τό ἀντίκρισμά της στήν καθαρότητα τῆς ζωῆς.

Μάλιστα, ἡ μονομερής προβολή ἑνός ἀπό τά θεμελιώδη αὐτά χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδοξίας θεωρήθηκε πάντοτε ὡς διάψευση τῆς ὅλης ταυτότητάς της.  «Οὐδέν ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὥσπερ οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν ὁ βίος ᾖ διεφθαρμένος»[11]. Ἡ ζωή τῶν πιστῶν ἔχει γνησιότητα, ὅταν βεβαιώνει τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀποτελεῖ δηλαδή τή βιωματική ἐμπειρία τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως. Ἀλλά καί ἡ δογματική ἀλήθεια ἔχει πρακτική καί σωτηριολογική ἀξία, ὅταν βιώνεται καί φανερώνεται ὡς ἐν Χριστῷ ζωή, ὅταν ὑπάρχει ἁγιοπνευματική καθαρότητα τοῦ βίου. Ὁ χρυσορρήμονας Πατέρας εἶναι κατηγορηματικός: «Μηδέ νομίζωμεν ἀρκεῖν ἡμῖν πρός σωτηρίαν τήν πίστιν, ἐάν μή βίον ἐπιδειξώμεθα καθαρόν»[12], παρατηρεῖ χαρακτηριστικά.

Τό ἐκκλησιαστικό ἦθος, ὡς ἐν Χριστῷ ἦθος, δέν ἀποτελεῖ ἐπιμέρους ἐκδήλωση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἐκφράζει καθολικά τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ Χριστός στήν Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του συνέζευξε τήν πίστη πρός αὐτόν μέ τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[13].

Ἡ σύζευξη τοῦ δόγματος καί τοῦ ἤθους, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, δέν εἶναι μηχανιστική, εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προϋποθέτει ὅμως τήν ἐλεύθερη συνεργία τοῦ ἀνθρώπου. Γιά νά μένει ἡ πίστη ἄσειστη, χρειάζεται ἡ βοήθεια καί ἡ ἐνεργός παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό. Ἡ ἐνεργός ὅμως παραμονή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διασφαλίζεται μέ τήν καθαρότητα τοῦ βίου καί τήν ἄριστη ζωή. Ὁ καθαρός βίος πείθει, κατά κάποιο τρόπο, τό Ἅγιο Πνεῦμα νά παραμένει ἐνεργό καί νά ἐνισχύει τή δύναμη τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά μή κλονίζεται ἡ πίστη ἐκείνου πού ἔχει ἀκάθαρτο βίο[14], γιατί ὁ ἀκάθαρτος βίος γίνεται ἐμπόδιο στήν ἀκρίβεια βιώσεως τῶν δογμάτων καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε τά δόγματα αὐτά νά διαστρέφονται καί νά ἀντιστοιχοῦν στήν ἀκάθαρτη ζωή του[15].

Ἡ ἐσφαλμένη καί ἀκάθαρτη ζωή ἐμποδίζει τήν κατανόηση τῶν ὑψηλῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἐπειδή πρακτικῶς συσκοτίζει τή διορατικότητα τοῦ νοῦ. Καί, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν ποτέ κάποιος, πού βρίσκεται στήν πλάνη καί ζεῖ σωστά, νά μείνει τελικά στήν πλάνη, ἔτσι δέν εἶναι εὔκολο καί ἐκεῖνος, πού παραμένει στήν πονηρία, νά ἀναχθεῖ γρήγορα στό ὕψος τῶν δογμάτων. Ἐκεῖνος, πού ἀναζητᾶ τήν ἀλήθεια, πρέπει νά διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό ὅλα τά πάθη. Ὅποιος ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη καί ἀπό τήν πλάνη θά ἀπαλλαγεῖ καί τήν ἀλήθεια θά γνωρίσει. Ὁ Θεός καλεῖ καί ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος συμβαίνει νά ἔχει φόβο Θεοῦ καί ἐνάρετη ζωή. Δέν ὑπάρχει δηλαδή περίπτωση, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, κάποιος ἑτερόθρησκος νά παραμένει στήν πλάνη, ὅταν εἶναι καλός καί φιλάνθρωπος. Ἄν συμβαίνει ὅμως νά παραμένει στήν πλάνη του, τότε ὑπάρχει σίγουρα κάποιο ἄλλο πάθος του, ὅπως ἡ κενοδοξία, ἡ ραθυμία τῆς ψυχῆς, ἡ ἔλλειψη φροντίδας γιά τή σωτηρία του κ.τ.λ. Ὁ Θεός ἕλκει αὐτούς, πού βρίσκονται στήν πλάνη, ὅταν ἔχουν καθαρό βίο[16]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἦταν φοβερός πολέμιος καί διώκτης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ἄμεμπτη ζωή, ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός στήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὅλους τούς ξεπέρασε[17].

Ὡς πρός τό θέμα τῆς σχέσεως πίστεως καί ζωῆς, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, θά σημειώσουμε τό ἑξῆς παράδοξο καί τραγικό φαινόμενο. Στίς μέρες μας πολλοί ὀρθόδοξοι πιστοί ἐμφανιζόμαστε νά πιστεύουμε Ἀνατολικῶς, ἀλλά νά ζοῦμε Δυτικῶς. Αὐτό εἶναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό, γιατί πιστοποιεῖ ἕναν ἐσωτερικό ὑπαρξιακό διχασμό. Ἔτσι ἄλλωστε ἑρμηνεύεται, γιατί στήν ἐποχή μας μεταβάλλονται ραγδαίως αἰώνιες ἀλήθειες, παρά τή σαφέστατη ἁγιογραφική καί πατερική σύσταση νά μή «μεταίρωμεν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[18]. Ὁ Δυτικός τρόπος ζωῆς, πού πρωτογενῶς καί δομικά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἔπαρση, τήν ὑπεροψία καί τόν τύφο, ἀποτελεῖ τή γενεσιουργό αἰτία κάθε ἑτεροδοξίας, ἀλλά καί τῆς σύγχρονης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ συγκρητισμοῦ. Ὁ κίνδυνος, ἡ ἐσφαλμένη ζωή νά ὁδηγήσει στήν ἐσφαλμένη πίστη, εἶναι βέβαιος. Ἁπλῶς, εἶναι θέμα χρόνου τό πότε καί πόσο θά συμβεῖ. Γι’ αὐτό, χρειάζεται πάντοτε ἡ σύζευξη, «ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι, καί τά δόγματα τόν βίον ἀξιόπιστον ἐπιφαίνῃ»[19]. Δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπό τά ὀρθά δόγματά μας, ἄν τά ἔργα μας εἶναι διεστραμμένα[20].

Ἄν ὅμως ἡ γνώση καί ἡ βίωση τῆς ἀλήθειας συνιστοῦν συνοπτικῶς τήν Ὀρθοδοξία, τότε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ ἀπόκλιση ἀπό αὐτή τή γνώση καί μετοχή.

Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ αἵρεση εἶναι πρωτίστως διδασκαλία δαιμονίων, ἐμπνέεται δηλαδή ἀπό τά πονηρά πνεύματα[21]. Κατά τήν Ἀσκητική Γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔφερε στόν κόσμο κάθε κακοδοξία καί αἵρεση, ἐνῶ, κατά τόν στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας Μ. Ἀθανάσιο, ἡ αἵρεση «οὐκ ἔστι τῶν ἀποστόλων, ἀλλά τῶν δαιμόνων καί τοῦ πατρός αὐτῶν τοῦ διαβόλου καί μᾶλλον ἄγονος καί ἄλογος καί διανοίας ἐστίν οὐκ ὀρθῆς»[22]. Μέ τό ἴδιο πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ χωρίου οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζουν τούς αἱρετικούς ὡς φρενοβλαβεῖς (πνευματικῶς).

Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιοῦν βαρεῖς χαρακτηρισμούς γιά τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς. Ὀνομάζουν τήν αἵρεση ἀπιστία καί ἀθεΐα καί τούς αἱρετικούς ὡς ἑτερόδοξους, ἀπίστους καί ἀθέους. Εἰδικότερα, ὁ Μ. Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τούς αἱρετικούς ὡς ἐχθρούς καί ἀρνητές τῆς ἀλήθειας, ἐνέργημα τοῦ διαβόλου[23] καί προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου[24].
Ἡ αἵρεση συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη στή διττή ἐκδοχή της, τήν ἐκτροπή δηλαδή ἀπό τήν ἀλήθεια καθεαυτήν καί τήν ἐκτροπή ἀπό τό πλήρωμα τῆς ζωῆς. «Ὥσπερ ὁ ἐξελθών ὁδοῦ εὐθείας πλανᾶται ἐν ἀλλοδαπῇ χώρᾳ, μή ἐπιστάμενος ποῦ πορεύεται», σημειώνει ὁ ἅγιος Νεῖλος (ὁ ἀσκητής), «οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος πλανᾶται μή πιστεύων εἰς ὁμοούσιον Τριάδα»[25]. Ὅποιος ὅμως πλανᾶται, οὔτε στόν τελικό σκοπό φθάνει, ἀφοῦ εἶναι ἐκτός ὁδοῦ, οὔτε τήν ἀσφάλεια τῆς ὁδοῦ γεύεται, πορευόμενος μέ τρόπους ἀλλοτρίους καί ἀλλοτριωτικούς τῆς ὄντως ὑγιοῦς ζωῆς.

Εἶναι κοινός τόπος τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ὅτι ἀξιολογικῶς ἡ αἵρεση βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε ἠθική ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ἡ αἵρεση κατεξοχήν χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Τόν χωρισμό τῶν πιστῶν ἀπό τόν Θεό πιστοποιεῖ καί θεσμικῶς ἡ  Ἐκκλησία στίς Οἰκουμενικές της Συνόδους μέ τούς ἀφορισμούς καί τά ἀναθέματα σ’ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δογματική ἀπόφανσή της.

Ἀλλά, στά Πατερικά συγγράμματα εἶναι συχνή ἡ ἀναφορά καί στήν ἠθική πλευρά τῆς αἱρέσεως, ὡς ἀρρήκτως συνδεδεμένης μέ τή δογματική σημασία της. Σέ ἀντίθεση πρός τόν ἑνοποιητικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ χαρακτήρας τῆς αἱρέσεως εἶναι διασπαστικός. Τίποτε ἄλλο δέν ἔκαναν οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί στήν Ἐκκλησία, παρά τό νά μήν ἀγαποῦν ἐμᾶς, τό Θεό ἀλλά καί ἀλλήλους[26]. Ἡ ἐκτροπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ὀρθή πίστη ἔχει ὡς φυσική συνέπεια καί τήν ἐκτροπή ἀπό τή γνήσια πνευματική ζωή. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή τους χαρακτηρίζεται ἀπό τή βία, τή συκοφαντία καί τά ἐγκλήματα.

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς καταθέτουν προσωπικές ἐμπειρίες ἀπό μιά τέτοια συμπεριφορά. Δέν ὑστεροῦν ὅμως σέ ἀνάλογες συμπεριφορές οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἱστορία τῶν σταυροφοριῶν καί τῶν προσηλυτιστικῶν δραστηριοτήτων τους στή Μέση Ἀνατολή καί τήν Ἀνατολική Εὐρώπη.

Ὅταν κινδυνεύει ἡ ὀρθόδοξη πίστη, οἱ ὄντως πιστοί δείχνουν μεγάλη εὐαισθησία καί ἀναδεικνύονται ὑπέρμαχοι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ὀρθόδοξης εὐσέβειας. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια εὐαισθησία, πού ἔχουν οἱ πιστοί γιά τή βίωση καί διαφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας τῆς πίστεως, ἐνεργοποιεῖται καί γιά τήν καταπολέμηση τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Εἶναι φυσικό οἱ ζωντανοί φορεῖς τῆς βιωμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας νά εἶναι καί οἱ ὑπερασπιστές τῆς πίστεως καί οἱ ἀκατάβλητοι πολέμιοι τῆς αἱρέσεως, ἐπειδή ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πράξη διάψευση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὅσοι ἀγωνίζονται γιά τήν κοινή ὀρθόδοξη πίστη, ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά τή διασφάλιση τῆς χαρισματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι καί ἡ δική τους προσωπική ζωή. Στήν προκειμένη περίπτωση, οἱ ἐπιεικεῖς καί εἰρηνικοί πιστοί ἐμφανίζονται «πολεμικοί», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[27]. Ἐδῶ, ἡ ἀντιρρητική καί πολεμική στάση τῶν πιστῶν καί κατεξοχήν τῶν ἁγίων ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας δέν πρέπει νά παρανοηθεῖ, ἐπειδή στήν πραγματικότητα ἡ στάση αὐτή ἀποτελεῖ ἀγωνιστική ἄμυνα. Ὅταν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία διατρέχει σοβαρό κίνδυνο ἀπό τή δράση τῶν αἱρετικῶν, οἱ συνειδητοποιημένοι ὀρθόδοξοι πιστοί ἀγωνίζονται ἀμυνόμενοι, δίνοντας ἔτσι τή μαρτυρία τῆς σταθερῆς παραμονῆς τους στήν παραδεδομένη πίστη. «Ἐστήκαμεν ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τοῦ κοινοῦ κτήματος, τοῦ πατρικοῦ θησαυροῦ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως», θά διευκρινίσει ὁ ἀκριβολόγος καί οὐρανοφάντορας Μ. Βασίλειος[28].

Ὁ ἀγώνας τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀκόμη κι ὅταν ἔχει ὡς τίμημα τήν ἴδια τή ζωή τους, δέ στρέφεται κατά τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά κατά τῆς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά διαβρώσει τήν ἀλήθεια καί κατ’ ἐπέκταση τή ζωή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν υἱοθετεῖ ποτέ τή βία ἔναντι τῶν ἀντιφρονούντων αἱρετικῶν, ἀλλά ἀναπτύσσει τήν ἀντιρρητική θεολογία, γιά νά πείσει μέ τή λογικότητα καί τήν ὀρθότητα τῶν ἐπιχειρημάτων, παραπέμποντας ἐπιπροσθέτως στόν ἐκκλησιαστικό καί ἁγιοπνευματικό βίο συγκεκριμένων χαρισματικῶν φορέων της.

Ὁ στόχος τῆς στάσεως αὐτῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπέναντι στήν πρόκληση τῶν αἱρετικῶν εἶναι διπλός. Ἀπό τή μία διασφαλίζεται τό ἐκκλησιαστικό σῶμα ἀπό διαβρωτικές καταστάσεις, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη δίνεται ἡ δυνατότητα νά ἐπανέλθουν οἱ πλανηθέντες στήν ὑγιαίνουσα πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό πιστοποιεῖται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ἀντιρρητικοί Πατέρες, παρότι χρησιμοποιοῦν αὐστηρή γλώσσα ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, δέν αἰσθάνονται μίσος πρός αὐτούς[29]. Ἀπεναντίας, εἶναι ἀνεξίκακοι, πρᾶοι καί φιλανθρωπότατοι ἔναντι τῶν ἴδιων τῶν αἱρετικῶν, μολονότι ἐκεῖνοι φέρονται ἐριστικῶς πρός αὐτούς. Σαφῶς, ὅμως, θεωροῦν τή φιλία καί τή συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς ὡς «βλάβη» καί «ἀπώλεια» ψυχῆς[30]. Ἡ συζήτηση μέ τούς αἱρετικούς μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται μόνον στό πλαίσιο τῆς σύστασης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει, ὤν αὐτοκατάκριτος»[31]. Ἡ συνομιλία ὀφείλει νά περιορίζεται «μόνον ἄχρι νουθεσίας τῆς πρός εὐσέβειαν μεταβολῆς», κατά τόν Μ. Ἀθανάσιο[32].

Κινούμενος μέσα στό ἴδιο πνεῦμα τῆς ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς πρακτικῆς, ὁ μεγάλος θεολόγος τῆς θεοπτίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει ὡς προϋπόθεση ἑνός θεολογικοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς τήν ἀφαίρεση τοῦ Filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως[33]. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του πάντοτε ζητοῦν τή γνήσια πίστη ὡς ἐντελῶς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή θεραπεία καί τή σωτηρία. Εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστική ἡ προϋπόθεση, πού θέτει ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιά τό διάλογο μέ τούς αἱρετικούς. Δέν μπορεῖ, λέει, νά γίνεται λόγος γιά κανένα ἄλλο πράγμα μέ αὐτούς, πρίν ἐξετασθεῖ τό θέμα τῆς πίστεως. Πρῶτα πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ συμφωνία στήν πίστη. Τήν ἐκκλησιαστική αὐτή μέθοδο τήν θεμελιώνει στή μέθοδο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δέν θεράπευε τούς πάσχοντες, πρίν ἐκδηλώσουν τήν πίστη τους σ’ Αὐτόν[34].

Ἡ Ὀρθοδοξία -ὡς φρόνημα καί βίωμα τῆς πίστεως- ἀναδεικνύεται, κατεξοχήν, κατά τήν ἐποχή τῆς ἐμφανίσεως τῶν αἱρέσεων. Ὅμως καί σήμερα, χαρισματικές μορφές τῆς Ὀρθοδοξίας γίνονται σημεῖα ἀναφορᾶς, γιά ἕναν σταθερό προσανατολισμό ὀρθῆς πίστεως καί ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μέσα στή σύγχυση πού δημιουργοῦν οἱ ποικίλες ἑρμηνεῖες τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, εἰδικότερα στό πλαίσιο τοῦ διεξαγομένου διαλόγου τῶν ὀρθοδόξων μέ τούς ἑτεροδόξους.

Ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράστηκε πάντοτε αὐθεντικά ἀπό τούς ἁγίους, ἀπό τούς θεσμικούς καί τούς χαρισματικούς φορεῖς τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της. Μποροῦμε γι’ αὐτό νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς καί αἰσιόδοξοι ὅτι δέν κινδυνεύουμε, μόνον ἐφόσον τούς ἀκολουθοῦμε, ἐφόσον εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι».





[1] Ἰω. 17,3
[2] Βλ. Κατηχήσεις 4, P.G. 33, 456B
[3] Βλ. P.G. 60,745
[4] Βλ. P.G. 59, 443
[5] P.G. 90, 165A
[6] Βλ. Ἁγίου Μάρκου τοῦ ἐρημίτη, P.G. 65, 1001AB
[7] Βλ. Ἁγίου Μακαρίου, P.G. 34, 904B
[8] P.G. 31, 920A
[9] P.G. 88, 996B
[10] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1076C καί P.G. 25, 221-225
[11] P.G. 53,31 καί P.G. 59, 369
[12] P.G. 59, 77
[13] Μθ. 6, 21
[14] Βλ. P.G. 51, 280
[15] Βλ. P.G. 55,50 καί P.G. 62, 93
[16] Βλ. P.G. 61, 70 καί P.G. 57, 243-244
[17] Βλ. Ε.Π.Ε. 18, 222-224
[18] P.G. 59, 63 καί Παροιμ. 22,28: «Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες σου»
[19] P.G. 64, 500C
[20] P.G. 59, 59-61
[21] Βλ. σχετικά Α΄Τιμ. 4,1
[22] P.G. 26, 960Β
[23] Βλ. P.G. 25, 541C-544C
[24] Βλ. P.G. 26, 25Β καί 941Α
[25] P.G. 79, 1237C
[26] Βλ. P.G. 87, 2925Β
[27] Βλ. P.G. 35, 1112Α
[28] Βλ. Ἐπιστολή 243, P.G. 32, 908C
[29] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 937C
[30] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 940C
[31] Τίτ. 3,10
[32] Βλ. P.G. 26, 940Β
[33] Βλ. Περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 4, 27-31. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, σ. 31
[34] Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περί τῶν γεγενημένων παρ’ Ἀρειανῶν 36, Β.Ε.Π., 31, 260-261

meteoronlithopolis.gr

Απάντηση Τσελεγγίδη στον Μητροπολίτη Περγάμου



Απάντηση Τσελεγγίδη στον Μητροπολίτη Περγάμου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Θεσσαλονίκη, 5-10-2009
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ

-----------

541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996957
Οικ. 2310-342938

Προς
την Ιερά Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14
115 21 Αθήνα

Κοινοποίηση: Σε όλους τους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος

Μακαριώτατε Άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς,

Με την από 10-9-2009 επιστολή μου αναφέρθηκα σε Σας, σύμφωνα με την Κανο­νική Τάξη της Εκκλησίας μας, για να εκθέσω ως έσχατο μέλος της την άποψή μου για τον επικείμενο Διμερή Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους.

Με έκπληξη όμως διαπίστωσα ότι ορισμένα εκκλησιαστικά πρόσωπα, που δεν ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και ηγούνται της Επιτροπής του παραπάνω Θε­ολογικού Διαλόγου, δυσανασχέτησαν ιδιαίτερα και ένα από αυτά προχώρησε αναι­τίως σε διαστροφή της αλήθειας που εξέφρασα. Συγκεκριμένα, το εύλογο και αυτονό­ητο αίτημά μου, να αποφανθεί Συνοδικώς η Ελλαδική Εκκλησία για το θέμα που θα συζητηθεί στην Κύπρο, παρουσιάστηκε διεστραμμένα. Ισχυρίστηκε πως δήθεν «κραυγάζω ότι η Ορθοδοξία κινδυνεύει, διότι οι διαποιμαίνοντες αυτήν Προκαθήμενοι δεν συμμερίζονται την γνώμη μου». Είναι ασφαλώς κατατεθειμένα γραπτώς ενώπιόν Σας όσα υπεστήριξα τότε, καθώς και όσα υποστηρίζει ο δυσφορών. Θα μπορούσα βεβαίως να εκθέσω τις απόψεις μου σε εφημερίδες, σε περιοδικά και στα Μ.Μ.Ε. Αλλά για καθαρά εκκλησιολογικούς λόγους θέλησα να απευθυνθώ προς Σας, όπως ορίζει η εκκλησιαστική τάξη.

Έχοντας απόλυτη υιική εμπιστοσύνη στο Πνεύμα διακρίσεως από το οποίο εμφο­ρείσθε, αφήνω στην αγάπη Σας να διακρίνετε ποιά είναι τελικά η Αλήθεια. Για να αποφευχθούν όμως ενδεχόμενες παρερμηνείες, οφείλω για μια ακόμη φορά να δώσω ταπεινά τις παρακάτω εύλογες διευκρινίσεις, εστιάζοντας στην ουσία του θέματος:

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Προφητικές ρήσεις Ρώσων Γερόντων


«Ένα μεγάλο σημείο του Θεού θα εμφανιστεί. Και τα κούτσουρα και τα συντρίμμια θα επανενωθούν, με την θέληση του Θεού…»

Ιερομόναχος Σεραφείμ (Βυρύτσκυ) της Μόσχας (+1942)
«Όταν η ανατολή θα γίνει δυνατότερη, όλα θα αρχίσουν να κλονίζονται. Οι αριθμοί είναι με την μεριά τους. Όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν και νηφάλιους και εργατικούς ανθρώπους, ενώ εμείς μαστιζόμαστε από τον αλκοολισμό
Θα έλθει μια εποχή στην οποία η Ρωσία θα γίνει κομμάτια. Στην αρχή θα την χωρίσουν, και μετά θα αρχίσουν να κατακλέβουν τον πλούτο της.
Η Δύση θα κάνει τα πάντα να βοηθήσει στην καταστροφή της Ρωσίας και για ένα διάστημα θα παραδώσει το ανατολικό της κομμάτι στην Κίνα. Η Άπω Ανατολή θα πέσει στα χέρια της Ιαπωνίας, και η Σιβηρία στους Κινέζους, οι οποίοι θα αρχίσουν να μετακινούνται στην Ρωσία, να παντρεύονται ρωσίδες και στο τέλος με πονηριά και μαστοριά θα καταλάβουν την περιοχή της Σιβηρίας έως τα Ουράλια.

Αλλά όταν η Κίνα θα θελήσει να προχωρήσει, η Δύση θα αντισταθεί και δεν θα το επιτρέψει. Ή Ανατολή θα βαπτισθεί στην Ρωσία. Ολόκληρος ο ουράνιος κόσμος, μαζί με αυτούς οι οποίοι βρίσκονται επί της γης, το αντιλαμβάνονται αυτό, και προσεύχονται για την φώτιση όσων βρίσκονται στην Ανατολή.»Βλέπεις ότι το αιχμηρό υνί του πόνου οργώνει βαθειά την ταλαίπωρη ψυχή μου.Μέσα στα ματωμένα αυλάκια της σπείρε Συ το σπόρο της μυστικής Σου αγάπης,και της πίστεως που είναι δυνατή και όρη μετακινεί!

Αρχιμανδρίτης Ιωνάς (Miroshnichenko) (+1902)

«Θα δείτε τι θα συμβεί σε 50 χρόνια: Ὅλοι θα εγκαταλείψουν την Δικαιοσύνη του Θεού και θα απομακρυνθούν από την πίστη, αλλά μετά θα συνέλθουν και θα επιστρέψουν και θα ζήσουν με Χριστιανικό τρόπο.»

Γέρων Αλέξιος (Mevhev) της Μόσχας (+1922)

«Όταν ο καιρός έλθει, ο Θεός θα στείλει τους απαραίτητους ανθρώπους Του, οι οποίοι θα εκτελέσουν το έργο Του ( την σωτηρία της Ρωσίας ), και θα εξοντώσουν τους Μπολσεβίκους με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μια καταιγίδα τσακίζει το ξύλο από το κατάρτι…»Βλέπεις ότι το αιχμηρό υνί του πόνου οργώνει βαθειά την ταλαίπωρη ψυχή μου.Μέσα στα ματωμένα αυλάκια της σπείρε Συ το σπόρο της μυστικής Σου αγάπης,και της πίστεως που είναι δυνατή και όρη μετακινεί!

Γέρων Ανατόλιος (Ποτάποφ) της Όπτινα (+1922)
«…θα υπάρξει ασφαλώς μια Καταιγίδα. Και το Ρωσικό καράβι θα ναυαγήσει. Ναί, θα συμβεί αυτό, αλλά όπως γνωρίζουμε οι άνθρωποι μπορούν να σωθούν ακόμη και επάνω σε κούτσουρα και σε συντρίμμια. Δεν θα χαθούν λοιπόν όλοι, όχι όλοι…»
Αλλά επίσης προφήτευσε ότι η κανονική ενότητα θα επανέλθει:
«Ένα μεγάλο σημείο του Θεού θα εμφανιστεί. Και τα κούτσουρα και τα συντρίμμια θα επανενωθούν, με την θέληση του Θεού, και το καράβι της Ρωσίας θα ξαναφτιαχθεί σε όλη του την ομορφιά και θα επανέλθει στον δρόμο που προκαθόρισε ο Θεός για αυτό…
Και αυτό θα είναι ένα θαύμα, εμφανές σε όλους…»Βλέπεις ότι το αιχμηρό υνί του πόνου οργώνει βαθειά την ταλαίπωρη ψυχή μου.Μέσα στα ματωμένα αυλάκια της σπείρε Συ το σπόρο της μυστικής Σου αγάπης,και της πίστεως που είναι δυνατή και όρη μετακινεί!
πηγή: http://genuineorthodox.blogspot.gr/

Προσευχή: Ο Θεός ημπορεί να ανατρέψει τα σχέδια των εχθρών μας.


Κερι
Η προσευχή έχει δύναμη και ο κάθε Χριστιανός πρέπει να ξέρει πως ο Θεός μπορεί να βλάψει τα σχέδια των εχθρών μας.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδας κ.κ. Νικόλαος μας εξηγεί με κείμενο του την μεγάλη ισχύ που εχει να προσευχόμαστε.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Έρχονται κάποιες στιγμές στη ζωή μας κατά τις οποίες τίποτε άλλο δεν ημπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να βγούμε από κάποιο αδιέξοδο, παρά μόνο τη δύναμη της προσευχής.
Αυτή η οδυνηρή περίοδος για την κοινωνία μας δεν έχει άλλο τι να επικαλεσθεί, παρά μόνο μία άνωθεν δύναμη, που πέμπεται από τον Πολυεύσπλαχνο Πατέρα μας, ως απάντηση της προσευχής μας. Αντιτάσσομε στα προβλήματα την προσευχή μας ή έχουμε πιστέψει, ότι με τις δικές μας ικανότητες και μόνο θα υπερβούμε κάθε δυσκολία; Οι περισσότεροι και μάλιστα οι ηγέτες έχουν υπερεκτιμήσει τις ανθρώπινες δυνάμεις και έχουν παντελώς αγνοήσει την δυναμική της προσευχής και τούτο διότι τα δεσμά του εγωκεντρισμού τους έχουν απομονώσει από την πραγματικότητα και την αλήθεια. Από τους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι επεκαλούντο τη βοήθεια των θεών, για την αντιμετώπιση των ποικίλων ατομικών, κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων. Στην χριστιανική εποχή πρώτοι οι ηγέτες και πίσω τους ο λαός ικέτευαν την Υπεραγία Θεοτόκο στους πολέμους, στις θεομηνίες, στις ανομβρίες και σε κάθε συμφορά. «Εκ παντοίων κινδύνων ελευθέρωσον» ήταν η καθημερινή προς την Υπέρμαχο Στρατηγό προσευχή τους.
Σήμερα; Δυστυχώς η Νέα Εποχή υπερτονίζει την ανθρώπινη δύναμη και αγνοεί την θεϊκή. Δεν διδάσκονται από την αποτυχία των ανθρωπίνων επιτευγμάτων, τα οποία η αφροσύνη τα μετέτρεψε από ευεργετήματα σε δυστυχήματα;
Η προσευχή είναι ισχυρό όπλο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης τονίζει: «Ου γαρ εστιν εν τω ουρανώ και επί της γης ισχυρότερον όπλον». Η περίοδος αυτή  πρέπει να είναι καιρός προσευχής.
Ας παρακαλέσουμε τον Κύριό μας ρίπτοντες ενώπιόν Του την αδυναμία μας. Εκείνος μας έχει υποσχεθεί:  Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» Κι αν οι πολλοί αγνοούν την δύναμή Του, όσοι είμαστε πιστοί, ας τον παρακαλούμε να μας ελεήσει.
Ο Θεός ημπορεί να ανατρέψει τα σχέδια των εχθρών μας.
† ο Φθιώτιδος Νικόλαος

Iωάννου του Χρυσοστόμου Η προσευχή διώχνει την απελπισία




«Έχεις γυναίκα μ’ ελαττώματα; Σε θλίβει, σε ταλαιπωρεί καθημερινά; Να κάνεις, ό,τι έκαμε ο Ισαάκ , να παρακαλείς θερμά το Θεό να λύσει Εκείνος το πρόβλημά σου. Ο Ισαάκ με την ταπεινή προσευχή του έλυσε την πήρωσιν της φύσεως. (πήρωσις από το ρ. πηράω= κάνω κάποιον ανάπηρο, σωματική αναπηρία, στην περίπτωση του Ισαάκ ατεκνία ) . Πολύ περισσότερο εμείς με την καλήν μας «προαίρεση» (=διάθεση) θα μπορέσουμε να διορθώσομε τα ελαττώματά μας, αν παρακαλούμε, ικετεύομε συνεχώς τον Θεόν. Αν σε δει ο Θεός ότι δείχνεις καρτερίαν και υποφέρεις (αντέχεις, σηκώνεις) με γενναιότητα , ψυχραιμία, ηρεμία τα ελαττώματα της γυναίκας σου, γιατί σέβεσαι τον νόμο Του, «συνεφάπτεται» ( συν+άπτομαι-εγγίζω» θα σου δώσει χέρι βοηθείας) για την ορθήν διδασκαλίαν σου και θα σου δώσει υπεραρκετόν μισθόν, μέγιστα ουράνια βραβεία, για την υπομονή σου. Ο Απ. Παύλος γράφει στους Κορινθίους ( 7, 16 ) «Τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις;» ( Ω! άνδρα, γνωρίζεις ότι με την υπομονή σου μπορείς να σώσεις την γυναίκα σου; Και συ γυναίκα, ότι μπορείς να σώσεις; Τον άνδρα σου; ).
Να μην αποκάμεις, λέγει, να μην σταματήσεις να εξυπηρετείς το ταίρι σου, ούτε ν’ απελπιστείς, ούτε ν’ αγανακτήσεις, αν δεν διορθώνεται, γιατί εσύ δεν έχασες τον μισθόν της υπομονής. Αν την διώξεις, αμαρτάνεις, γιατί παραβαίνεις τον νόμο του Θεού ( ο γάμος αδιάλυτος ) και συ κρίνεσαι, σαν μοιχός, από τον Θεόν. Ο Χριστός ολοκάθαρα είπε ( Ματθ. 5, 32 ) «ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι» ( = Όποιος εκδιώκει την γυναίκα του, εκτός για λόγο πορνείας, αναγκάζει αυτήν να διαπράξει μοιχείαν ) .
Αν πάρεις άλλην γυναίκα, χειρότερη από την πρώτην, έχεις ήδη διαπράξει «μοιχείαν» και δεν έχεις βρει γαλήνη, ηρεμία, που τόσο λαχταρούσες. Η χειρότερη κάνει χειρότερη τη ζωή σου. Αν πάρεις καλύτερη, δεν θ’ απολαμβάνεις πλήρη ηδονή, γιατί θα συλλογίζεσαι ότι έχεις εγκαταλείψει την πρώτη γυναίκα σου και έχεις διαπράξει και μοιχείαν. Αν, λοιπόν, δεις ότι παρουσιάζονται δυσκολίες, προβλήματα, αδιέξοδα ή από τον γάμον ή από άλλες καταστάσεις, τότε με δάκρυα να τρέχεις στο Θεό , να τον παρακαλείς θερμά, επίμονα, ασταμάτητα και Εκείνος σίγουρα θ’ απαντήσει στο πρόβλημά σου, θετικά ή αρνητικά, πάντα για το συμφέρον της ψυχής σου.
Πάντα να θυμάσαι ότι η προσευχή είναι ακατανίκητο όπλο.
Αρκετές φορές έχω αναφέρει στην αγάπη σας ότι όλοι αμαρτωλοί και δίκαιοι πρέπει να προσεύχονται.
Είσαι αμαρτωλός; Μην φεύγεις, σαν τον άσωτο από τον θεό, αλλά να συλλογίζεσαι τον Τελώνην. Τι κέρδισε όταν ζήτησε το έλεος του θεού; Απέπλυνε όλα τ’ αμαρτήματά του, κέρδισε την ψυχικήν του γαλήνη.

Τα αδιέξοδά μας και ο Θεός by Χαράλαμπος Τσαβδαρίδης

γλάρος - ουρανός
     Γιατί θα πρέπει όλα να περνάνε από την κνισάρα του μυαλού; Γιατί θα πρέπει να περιχαρακώνουμε μέσα σε πλαίσια της ανθρώπινης λογικής το Θεό, τις ενέργειές Του, τη χάρη Του; Γιατί θα πρέπει να σκανδαλιζόμαστε κάθε φορά που έχουμε πρόβλημα και απαιτούμε από το Θεό να το λύσει πάραυτα και όπως θέλουμε εμείς; Και γιατί θα πρέπει να αντιδρούμε με εσωτερικό θυμό αν δεν υπάρχει εκ μέρους του Θεού και των αγίων Του η άμεση ανταπόκριση που περιμένουμε;
 Θα πρέπει κάποτε να καταλάβουμε παρατηρώντας εμπειρικά τις διάφορες φάσεις της ζωής μας σε σχέση με το Θεό, ότι δεν μπορούμε εμείς να βάλουμε απαιτητικά ανθρώπινα μέτρα ενεργειών στο Θεό που είναι το ασύλληπτο Μυστήριο των Μυστηρίων. Πρέπει απλά και με πίστη να ζητούμε αυτό που θέλουμε κι ας είναι σωστό, αλλά με την ίδια πίστη θα πρέπει να αναμένουμε τη θετική ανταπόκριση ή την αρνητική ή την καθυστέρηση απαντήσεως ή τη διαφορετική απάντηση από αυτό που περιμένουμε. Πιστεύοντας στην αγάπη του Θεού δεν σκανδαλιζόμαστε. Αναμένοντας την απάντηση δεν αγωνιούμε. Δοξολογούμε δε μετά την όποια απάντηση ή και τη σιωπή. Δεν πρέπει να αμφισβητούμε ούτε την πανταχού παρουσία Του ούτε την Πρόνοιά Του για τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Εκείνος γνωρίζει το συμφέρον μας, διότι γνωρίζει τα πάντα για μας και γνωρίζει το μέλλον μας. Και θέλει και ποθεί τη σωτηρία μας. «Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι», αλλά «και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Η επίγνωση της αληθείας επεκτείνεται σε όλες τις πτυχές της μυστηριακής σχέσεώς μας μαζί Του. Και όσο προχωρεί κανείς σε επίγνωση, τόσο παραδίδεται θεληματικά και ευχάριστα και με απόλυτη εμπιστοσύνη στο θείο θέλημα.
     Η ζωή μας κατακλύζεται από πλήθος πολυειδών εμποδίων σε χίλια δυο πράγματα. Ασύμφορο είναι κάθε φορά να αγχωνόμαστε και να αγωνιούμε. Αυτό που βίωσαν οι Μυροφόρες γυναίκες πηγαίνοντας προς τον τάφο «ίνα αλείψωσι τον Ιησούν», ως πρόβλημα μεγάλο, δηλαδή το «τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου, ην γαρ μέγας σφόδρα», αλλά και τη λύση του προβλήματος, όταν δηλαδή είδαν ότι «αποκεκύλισται ο λίθος» πρέπει να το μεταφέρομε στη ζωή μας με βαθειά πίστη.
     Διότι ο Θεός είναι Θεός των εκπλήξεων. Δρα εκεί που η ανθρώπινη αδυναμία σηκώνει ψηλά τα χέρια. Το ανθρώπινο αδιέξοδο είναι η πόρτα εισόδου για το Θεό. Εμείς δεν Του υποδεικνύουμε τον τρόπο, ζητούμε αυτό που θέλουμε ταπεινά και με πίστη και περιμένουμε… Τότε θα παρατηρήσουμε άπειρες φορές στη ζωή μας ότι η όποια στάση του Θεού στο αίτημα ή το πρόβλημά μας ήταν η συμφέρουσα. Κι αν στον κόσμο τούτο δεν το καταλάβουμε, θα το καταλάβουμε στην άλλη ζωή, που δεν θα ισχύει η ανθρώπινη λογική και οι αδυναμίες μας.
(ΕΠΙ ΤΟ ΑΡΟΤΡΟΝ – ΤΟΜΟΣ Α΄ – ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Ι. ΠΑΠΑΔΑΚΗ Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου)

Η θεραπεία της μοναξιάς (Αν είσαι μόνος πρέπει να το διαβάσεις)



Αν είσαι μόνος αδελφέ, άρπαξε την ευκαιρία. Ανάπεμπε ύμνους στον Τρισάγιο Θεό μας.
Δόξαζέ Τον πολλές φορές στην διάρκεια της ημέρας, διότι κάποιοι άλλοι Τον υβρίζουν και Τον βλασφημούν (καθημερινώς).

Ύμνει την Παναγία μας, λέγε τους Χαιρετισμούς της. Είναι έργο αγγελικό. Τώρα δεν έχεις πλέον άλλες μέριμνες και φροντίδες οικογενειακές. Ίσως είσαι και συνταξιούχος. Εκμεταλλεύσου την περίστασι. Αγίαζε τον χρόνο σου.

Είσελθε εις το «ταμείον» σου [σε ένα ήσυχο σημείο η «στην καρδιά σου»] και προσεύχου, αδελφέ μου, μην αμελείς αυτό το καθήκον. Έχομε ευθύνη για την κατάστασι που επικρατεί γύρω μας.

Προσεύχου για όλο τον κόσμο, για την ταλαίπωρη πατρίδα μας που την συκοφάντησαν, ν᾿ αναστηθή και πάλι. Γιά την μετάνοια και συντριβή των ορθοδόξων ελλήνων.

Γι᾿ αυτούς που αγωνίζονται στην πρώτη γραμμή —για να κρατήσουν την ορθόδοξη πίστι αλώβητη από τους ποικιλώνυμους εχθρούς της και ιδιαιτέρως από την παναίρεσι του οικουμενισμού— και πολεμούνται λυσσωδώς.

Ν᾿ αναδειχθούν κι άλλοι ομολογηταί της ορθοδόξου πίστεως και Ιεράρχες άξιοι «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι».

Κλείσε την τηλεόρασι· δεν σού προσφέρει τίποτε.

Καί προσεύχου, αδελφέ μου, κάνεις πολύ σπουδαίο έργο:

Γιά την ελληνορθόδοξη οικογένεια, να μη χάση την δομή της· να μην σαλευθούν τα θεμέλιά της.

Γιά τους ασθενείς, για τους γέροντες και τους διακονητές τους, για δύναμι και υπομονή..

Γιά τους νοσηλευομένους στις εντατικές κλινικές, για υπομονή.

Γιά τους γιατρούς και νοσηλευτάς, να τους φωτίζη ο Θεός να δίνουν τις κατάλληλες διαγνώσεις, να κάνουν σωστές ενέργειες.
Διαβάστε εδώ:  Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Ενας λόγος μόνο χρειάζεται: «Αμάρτησα»!

Προσεύχου για τους εκπαιδευτικούς μας, να μεταφέρουν τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, τα ιδανικά της φυλής, στα παιδιά μας. Να μείνουν όρθιοι στις επάλξεις, στο καθήκον, στην αποστολή τους.

Γιά τους εργαζομένους, για τους πολλούς ανέργους, για τους απογοητευμένους, να μη χάσουν την ελπίδα τους στο Θεό και έλθουν σε απόγνωσι.

Γιά τους φυλακισμένους, μάλιστα δε διά τους αδίκως φυλακισμένους, γι᾿ αυτούς που τους συμπαραστέκονται.

Γιά τα εγκαταλελειμμένα, για τα παραβατικά παιδιά. Γιά τους νέους μας, για τους ναρκομανείς, για τους πλανεμένους, να βρούν την οδό της σωτηρίας.

Γιά τους πολυτέκνους, για τους χρεωμένους.