Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Στήριξέ με, Κύριε!


Στήριξέ με, Κύριε!
Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, δός μου τη σημερινή μέρα αγαθή, αναμάρτητη και καθαρή.
Κύριε, μή μ΄εγκαταλείπεις. Μή φεύγεις μακρυά μου. Άπλωσε το χέρι Σου και βοήθησέ με.
Κύριε, στήριξέ με και φύτεψε στην καρδιά μου την αγάπη και το μεγάλο σεβασμό για Σένα.
Κύριε, δίδαξέ με να ζω κατά το Άγιο θέλημά Σου.
Κάμε, Κύριε, να συναισθάνομαι τις αμαρτίες μου και να λυπάμαι γι΄αυτές. Ελευθέρωσέ με από κάθε ψυχικό και σωματικό πειρασμό. Διώξε απ΄το νου μου κάθε βρώμικο, αισχρό και ανυπότακτο λογισμό.
Κύριε, βοήθησέ με να βγάλω από μέσα μου την αμέλεια, την λύπη, την λησμοσύνη, την αναισθησία, την πώρωση.
Κύριε, που είσαι σπλαγχνικός, ελέησέ με και συγχώρησε όλες τις ανομίες μου. Και κάμε να ζω με ησυχία, με μετάνοια, με εξομολόγηση και με πίστη καθαρή. Αμήν.
Παΐσιος ο Μέγας – Από το «Αγιοπατερικό Προσευχητάριο»

Πανάγαθε Πατέρα, Φιλάνθρωπε Κύριε Ιησού Χριστέ, Πανάγιον Πνεύμα, Τριάς ομοούσιε...


Πανάγαθε Πατέρα, Φιλάνθρωπε Κύριε Ιησού Χριστέ, Πανάγιον Πνεύμα, Τριάς ομοούσιε...
Γέρων Ιωαννίκιος Διονυσιάτης (1942-2006)
Πανάγαθε Πατέρα, Φιλάνθρωπε Κύριε Ιησού Χριστέ, Πανάγιον Πνεύμα, Τριάς ομοούσιε, Σ΄ευχαριστώ διά την πρόνοιαν που έδειξες και σήμερον για μένα εναν ανάξιον αμαρτωλόν. Σε παρακαλώ βοήθα με να κατανοήσω την αγάπην Σου, για να μπόρεση και η δική μου καρδιά να σ΄ αγαπήση, όσον είναι δυνατόν, σύμφωνα με την δύναμιν που παρέχεις σ΄εμέ.
Πανάγαθε Θεέ, αιώνιε Λυτρωτά, ομολογώ ότι είμαι ανάξιος να φιλοξενήσω μέσα μου το Πυρ της Θεότητος, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά σύμφωνα με την υπόσχεσίν Σου, «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ», σε παρακαλώ αξίωσέ με και μείνε μέσα μου και γω εν Σοι. Ελέησέ με Κύριε, και άνοιξε την καρδίαν μου να Σε δεχθή ολόκληρον, χωρίς να μπορή να χωρέση τίποτε άλλο. Γίνου Συ βασιλεύς μου και κυβέρνησε το καράβι της ζωής μου σύμφωνα με το θέλημά Σου. Κατέργασέ με ναόν άγιόν Σου, όπου θα επιτελήται αγιωσύνη του Αγίου ονόματός Σου. Κατάκαυσε πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου, τας άκανθας των παθών, απάλλαξε με από τα έργα της σαρκός και χάρισέ μου τον καρπόν του Αγίου Πνεύματός Σου. Αξίωσέ με να σοι εξομολογούμαι εν αγαλλιάσει, να σε ζητώ εν φόβω, να σε υπακούω με πίστη και αγάπην. Και με ενα λόγον χάρισε μου τα δώρα πού χαρίζεις σε κάθε ενα πού με πίστη προσέρχεται και Σε δέχεται εντός του, την κατά Χριστόν ζωή, η δόξα του Θεού επί γης και η Σωτηρία εις τους ανθρώπους.
Πρεσβείαις της Υπεραγίας Θεοτόκου, των Αΰλων Σου Λειτουργών, και πάντων Σου των Αγίων. Αμήν

*Από την Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Αγίου Όρους-(Ετήσια Έκδοσις της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους «Ο Όσιος Γρηγόριος» περίοδος β΄, έτος 2006, αριθμ. 31),

Προσευχή του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή


Προσευχή του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστή
Δέσποτα γλυκύτατε Kύριε ημών Iησού Xριστέ,
εξαπόστειλον την αγίαν σου χάριν και λύσον με έκ των
δεσμών της αμαρτίας. Φώτισον μου το σκότος της ψυχής
όπως κατανοήσω το Σόν άπειρον έλεος, και αγαπήσω
και ευχαριστήσω αξίως Σε τον γλυκύτατον Σωτήρα μου,
τον άξιον πάσης αγάπης και ευχαριστίας.
Nαι αγαθέ ευεργέτα μου και πολυεύσπλαχνε Kύριε·
μή απώση αφ’ ημών το σόν έλεος, αλλά σπλαχνίσθητι
το Σον πλάσμα.

Γινώσκω, Kύριε, το βάρος των ημών πλημμελημάτων,
αλλά είδον και τον Σόν ανείκαστον έλεος. Θεωρώ το
σκότος της αναισθήτου μου ψυχής, αλλά πιστεύω με
χρήστας ελπίδας, αναμένων θειόν Σου φωτισμόν και
την απαλλαγήν των πονηρών ου κακών και ολεθρίων
παθών· τη πρεσβεία της γλυκυτάτης Σου Mητρός
Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Aειπαρθένου Mαρίας
και πάντων των Aγίων. Aμήν

Κύριε, μνήσθητι των δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων…





Κύριε,

άκουσα τον λειτουργό Σου σήμερα να δέεται υπέρ των δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων αδελφών ημών.

Κι ο νους μου καρφώθηκε σ’ αυτούς. Θέλω να τους βρω, να τους ανακαλύψω κι ύστερα πύρινη δέηση να αναπέπψω γι’ αυτούς. Ποιοι είναι, Κύριε; Ποιοι είναι αυτοί που δικαιολογημένα στέκουν την ώρα της Θείας Λειτουργίας μακριά από τον Οίκο Σου;

Είναι σίγουρα αυτοί που η ασθένεια τους κρατά μακριά από τον εκκλησιασμό. Αυτοί που η καρδιά τους λαχταρά, μα το σώμα αρνείται. Η ψυχή σκιρτά να βρεθεί κοντά Σου, μέσα στην ζεστή αγκάλη του Ναού Σου, μα η σαρξ, ασθενής, δεν συγκατανεύει.

Είναι και οι συνοδοί τους, οι φύλακες άγγελοι των ασθενών που, στο Νοσοκομείο ή στο σπίτι, υπομονετικά παραστέκουν και με αγάπη διακονούν. Με την αγάπη τους νικούν τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης, ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα, αποκτούν δυνάμεις που ποτέ δεν είχαν…

Είναι κι οι άλλοι, που εργάζονται σε βάρδιες, σε υπηρεσίες, σε εργοστάσια, στα νοσοκομεία, οι αστυνομικοί, οι στρατιωτικοί… άνθρωποι που διακονούν την κοινωνία από θέσεις που δεν επιτρέπουν γιορτές και σχολές. Επαγρυπνούν για την δική μας υγεία, για την δική μας ασφάλεια, για την εθνική μας ακεραιότητα…

Κύριε, μνήσθητι των δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων… Στείλε σε όλους τη θεία Χάρη Σου, για να γίνει…
Στους πρώτους βάλσαμο και γιατρειά…
Στους δεύτερους υπομονή και κουράγιο…
Και στους τελευταίους δύναμη, αντοχή, θάρρος, φρόνηση, προστασία και σκέπη…

*Από το περιοδικό «Λυδία»
Τεύχος 484, Ιούλιος 2013

Προσευχή υπέρ των κοιμηθέντων



Μνήσθητι Κύριε ημών Ιησού Χριστέ δια πρεσβειών της Παναχράντου Σου Μητρός Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας των δούλων σου, των κοιμηθέντων, και συγχώρησον, ανάπαυσον και ανάστησον αυτούς , ψυχή τε και σώματι, εις ανάστασιν ζωής εν τη εσχάτη Σου ημέρα:

πάντων των :
¯ Εν παντί καιρώ και τόπω της Δεσποτείας σου κοιμηθέντων τέκνων Σου.
¯ Των ακηδεύτων και ατάφων ανθρώπων.
¯ Των εκτρωθέντων και αποβληθέντων παιδίων.
¯ Πάντων ων ουδείς εστίν ο μνημονεύων αυτούς.
¯ Πάντων των περιφρονημένων και λησμονημένων ψυχών.
¯ Πάντων των υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως και της Πατρίδος τελειωθέντων.
¯ Πάντων των σήμερον και ως σήμερον απελθόντων εκ του βίου τούτου.
¯ Πάντων των σήμερον εορταζουσών ψυχών.
¯ Παντων των οικείων ,φίλων και συγγενών ημών.
¯ Πάντων των εν πολέμοις και Μ.Ασία μαρτυρικώς τελειωθέντων.
Μνήσθητι Κύριε και των δούλων σου:(όποια ονόματα συγκεκριμένα θέλουμε να πούμε)

Ο Θεός ιλάσθητί μοι τώ αμαρτωλώ




Με όλη τη δύναμη της αδύναμης φωνής μου κράζω , Κύριε ,κι΄ εγώ το ίδιο εναγώνια και έναγχα .

Δεν μου χρειάζεται τίποτα πιο βαθειά και πιο άμεσα από Το έλεός σου .
Μια απροσμέτρη ντροπή με αναγκάζει να χαμηλώνω το βλέμμα .
Καθώς βλέπω το ίδιό μου το βλέμμα μέσα μου ,
αντικρύζω τον προδότη εαυτό μου.
Τίποτα δεν μου κοστίζει τόσο πολύ , όσο το ότι προσέβαλα και πλήγωσα την αγάπη Σου .
Αν ντρέπομαι βαθειά για τους αδελφούς μου ,
που με τον ένα τρόπο ή τον άλλο πλήγωσα , ή απογοήτευσα στην εμπιστοσύνη τους για μένα ,
πόσο πολύ πρέπει να νοιώθω το ίδιο απέναντί Σου .
Λέω " πρέπει " , γιατί για να μιλήσω ειλικρινά ,
δεν το νοιώθω στον ίδιο βαθμό .
Δεν κλαίω τόσο συγκλονιστικά ,
δεν πονώ τόσο πολύ , προκειμένου για τη δική μας προδομένη σχέση .
Και όμως έχω ανάγκη Του Ελέους Σου , γι΄ αυτή κυρίως την διαταραχή .
Τι μπορώ να κάνω γι΄ αυτό ; ...

Ένα μονάχα μου απομένει , να ζητήσω γονατιστός ,
με όλη τη συντριβή που νοιώθω τη στιγμή αυτή Το Έλεός Σου .
" Ο Θεός , ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ " ! , κράζει η καρδιά μου .
" Ο Θεός , ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ " ! ,
κράζει το κουρασμένο από το μαστίγωμα της αμαρτίας σώμα μου.
Ο Θεός , ιλάσθητί μοι ! " , " Ο Θεός , ιλάσθητί μοι " , κράζει κάθε ίνα της ύπαρξής μου .
Κύριε , Το Έλεός Σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου !

ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Μαρτυρία καθηγητή καρδιολογίας “Δεκατέσσερα χρόνια κοντά του” του Γεωργίου Παπαζάχου (Επίκ. Καθηγητή Καρδιολογίας)





Γράφω αυτή την επιστολή από μια εσωτερική πίεση να μιλήσω για τον Γέροντα Πορφύριο, που κοιμήθηκε πριν από 40 μέρες. Έζησα τόσα γεγονότα 14 χρόνια κοντά του, σαν ένας από τους γιατρούς του, που δεν πρέπει να το κρύψω από τους αδελφούς μου. Θα διηγηθώ μερικά περιστατικά, που παρουσιάζουν το Γέροντα σαν άρρωστο και σαν γιατρό. Συγχωρέστε μου τα προσωπικά στοιχεία, που αν αφαιρεθούν αλλοιώνουν τα γεγονότα. Ασφαλώς, άλλοι έζησαν άλλες συγκινήσεις κοντά του. Και δεν πρέπει να χαθούν, γιατί αποτελούν σημάδια της αγίας βιοτής του, αποδείξεις της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας και υποθήκες για ολόκληρη τη γενιά μας.



Ο Γέροντας και η αρρώστια του

Ήταν πραγματικά άρρωστος. Με πλήθος αρρώστιες επάνω του. Τα περισσότερα συστήματα έπασχαν. Προσωπικά διεπίστωσα: έμφραγμα μυοκαρδίου (προσθιοδιαφραγματικό με πλαγία ισχαιμία), χρονία νεφρική ανεπάρκεια, έλκος δωδεκαδακτύλου (με επανειλημμένες γαστρορραγίες), χειρουργηθείς καταρράκτης (με αποβολή του φακού και τύφλωση), έρπης ζωστήρ στο πρόσωπο, σταφυλοκοκκική δερματίτιδα στο χέρι, βουβωνοκήλη (με συχνή περίσφιγξη), χρονία βρογχίτιδα, αδένωμα της υποφύσεως στο κρανίο.

Και η υπομονή του ιώβειος. Όταν είχε τον έρπητα σε έξαρση και όλο το δεξιό του πρόσωπο (τριχωτό κεφαλής, παρειά, αυτί, σαγόνι) ήταν μια ανοιχτή πληγή, τον ερώτησα πόσο έντονο πόνο αισθάνεται. Μου απάντησε: “Σάν να ακουμπάω το δεξί μου μάγουλο σε τηγάνι με ζεματιστό λάδι”. Και ήταν απόλυτα ήρεμος. Δεν άφηνε ούτε υποψίες ότι υποφέρει, ούτε ένα βογγητό.

Πολλές φορές, ενώ βρισκόμουν στο κελλί του και κουβεντιάζαμε, συνέβαινε περίσφιγξη της βουβωνοκήλης του, πάντα επώδυνη. Δεν ζητούσε βοήθεια. Αγωνιζόταν να την ανατάξη μόνος του κάτω από τις κουβέρτες του.. Κανείς δε μιλούσε, ενώ από τα χείλη του ακουγόταν ψιθυριστά, με μια ανεπανάληπτη γαλήνη, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας”.

Μερικοί τον παρεξήγησαν κάποτε που φίλησαν το χέρι του καλυμμένο με μια γάζα, νομίζοντας ότι σιχαίνεται. Ήταν η εποχή που εμείς το καλύψαμε, γιατί είχε την σταφυλοκοκκική δερματίτιδα και ήταν ολόκληρο εξελκωμένο.

Αλλ’ η κουβέντα μας ένα βράδυ, μετά την καρδιολογική εξέταση και το τυπικό ηλεκτροκαρδιογράφημα, με συνεκλόνισε. Ούτε φαντάσθηκα ποτέ ότι θα μπορούσε ένας άνθρωπος να αντιμετωπίση έτσι την αρρώστια του. Μου είπε: “Θα σου εξομολογηθώ κάτι, αλλά να μείνη μυστικό. Έχω καρκίνο στην υπόφυση. Ήδη αισθάνομαι τη γλώσσα μου μεγαλωμένη και δεν γυρίζει καλά μέσα στη στοματική κοιλότητα”. Ύστερα μου ανέλυσε ιατρικά και σωστά τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων και κατέληξε: “Πρέπει να ξέρης ότι, όταν ήμουν καλογεράκος -ίσως 16 χρονών- στο Άγιο Όρος αισθανόμουνα τόσο ευτυχισμένος, ιδίως μετά τη Θεία Κοινωνία, ώστε έβγαινα στο δάσος και με δάκρυα φώναζα: Δόξα Σοι, Κύριε! Ήρθες ολόκληρος μέσα μου’ σε μένα τον αμαρτωλό’ Εσύ ο Χριστός μου, που σταυρώθηκες και πόνεσες για μένα και σήκωσες τις αμαρτίες μου. Κι εγώ τι κάνω για σένα; Ποιόν πόνο υποφέρω για σένα; Κύριε, στείλε μου έναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου έναν καρκίνο, να υποφέρω και γω μαζί Σου! Αυτή την προσευχή την έκανα συνέχεια και μετά το εξομολογήθηκα στους Γεροντάδες μου. Εκείνοι μου σύστησαν να μην την επαναλάβω, γιατί εκπειράζω τον Θεό. Ξέρει εκείνος τι θα κάνη. Δεν την ξανάκανα αυτή την προσευχή. Αλλά τώρα, Γιωργάκη μου, μου τον έστειλε τον καρκίνο! Καταλαβαίνεις την ευεργεσία; Έστω και αργά, θα υποφέρω λίγο μαζί Του”. Έμεινα ενεός. Πρώτη φορά στην ιατρική σταδιοδρομία μου άκουγα τη φράση: “Δόξα τω Θεώ, έχω καρκίνο!”. Είχα ξεχάσει ότι μπροστά μου δεν βρισκόταν άνθρωπος κοινός’ ήταν ο Γέροντας Πορφύριος.

Ωστόσο ποτέ δεν αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια των πολλών γιατρών-πνευματικών του παιδιών. Μάλιστα μια μέρα τον ερώτησα: “Γιατί πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, κυρίως μοναχοί, αρνούνται την ιατρική βοήθεια, πιστεύοντας ότι θα τους βοηθήση κατ’ ευθείαν η Παναγία;”. Μου απάντησε: “Είναι εγωϊσμός -πονηρή ενέργεια- να νομίζης ότι ο Θεός θα κάνη, κατ’ εξαίρεση από τους πολλούς, θαυματουργική επέμβαση για σένα. Ο Θεός κάνει θαύματα και τώρα, αλλά εσύ δεν πρέπει να το προσδοκάς για σένα. Είναι εγωϊστική εξαίρεση. Άλλωστε και μέσω των γιατρών ο ίδιος ο Θεός ενεργεί. “Ιατρούς και φάρμακα Κύριος έδωκεν”, λέει η Αγία Γραφή”.

Δεχόταν δε μόνο την κλασσική ιατρική, πολλά κεφάλαια της οποίας γνώριζε άριστα. Με την εμπειρία του από τη μακρά θητεία στην Πολυκλινική Αθηνών και με το θεϊκό “χάρισμά” του έβλεπε βαθύτερα την αρρώστια και πολλές φορές μας στρίμωχνε με σαφώς επιστημονικές ερωτήσεις.



Ο Γέροντας θεραπεύει

Ειδικότητά του η “τηλε-διαγνωστική”! Έβλεπε με καταπληκτική ακρίβεια αλλαγές στον εαυτό του και σε άλλους’ συχνά και στους γιατρούς του.

Ο ίδιος μου διηγήθηκε ότι διέγνωσε υπογοναδισμό σε έναν νέο μόνο κοιτάζοντάς τον, κάταγμα σπονδύλου σε μια μοναχή που βρισκόταν σε άλλη πόλη. Είναι ίσως χιλιάδες αυτοί που δέχθηκαν τη διαγνωστική του ενέργεια και επιβεβαιώθηκε η νόσος αργότερα και επιστημονικά.

Εδώ θα αναφέρω μια αυτοδιάγνωσή του. Διεπίστωσε μεταβολές στο ηλεκτροκαρδιογράφημά του, χωρίς καρδιογράφο. Ένα βράδυ μου τηλεφώνησε ανήσυχος: “Έλα, έστω και αργά, και θα δης αλλοιώσεις στο καρδιογράφημα. Πονάω σήμερα, πολλές φορές, και ο πόνος είναι στηθαγχικός”. Διαπίστωσα πράγματι ισχαιμικές μεταβολές (στις απαγωγές v3-v6) και τον ρώτησα σε ποιο stress βρέθηκε σήμερα. Άρχισε να κλαίη και με διακοπές να μου περιγράφη λεπτομερώς σκηνές από τις οδομαχίες στη Ρουμανία. Ήταν η ημέρα της εξεγέρσεως του λαού κατά του Τσαουσέσκου και με το “χάρισμά” του έβλεπε τους πυροβολισμούς και τους θανάτους στις πλατείες, όπως τις δημοσίευσαν οι εφημερίδες τις επόμενες ημέρες. Συνέχισε να κλαίη και τον παρεκάλεσα να ζητήση από τον Θεό να του αφαιρέση για λίγο αυτή την “όραση”. Η καρδιά του βρισκόταν σε κίνδυνο από την ένταση. Θα μπορούσε να κάνη επέκταση του εμφράγματός του. Στην ίδια ένταση βρισκόμουν κι εγώ, βλέποντας την ευαισθησία της “άλλης” καρδιάς ενός αγίου. Έκρυψα τα μάτια μου με το καρδιογράφημα και σκεφτόμουν: Τι σημασία έχουν, Γέροντα, για σένα τα νιτρώδη αντιστηθαγχικά φάρμακα που ετοιμάζομαι να σου δώσω; Εσύ δεν είσαι εκ του κόσμου τούτου. Η καρδιά σου χτυπά στον Ωρωπό και ζη στην Ρουμανία. Στο ηλεκτροκαρδιογράφημα η καρδιά φαίνεται με ισχαιμική “κατάσπαση” του Sε διαστήματος, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται σε μεγάλη “ανάσπαση” προς τον ουρανό. Έφυγα αργά με τον τρόμο ότι είδα λίγο από το φως ενός αγίου.

Εγώ πήγαινα στο κελί του σαν διαγνώστης γιατρός, αλλά πολλές οι φορές που εκείνος έκανε διαγνώσεις για μένα. Θα αναφέρω δύο: Είχα χειρουργηθή από τον καθηγητή κ. Βασ. Γολεμάτη (δύο βουβωνοκήλες ταυτόχρονα) και ενώ ήμουν στη φάση της αναρρώσεως, πήγαμε με τη γυναίκα μου στον Ωρωπό. Δεν ξέρω αν είχε μάθει από φίλους ότι ήμουν χειρουργημένος, αλλά μόλις μπήκαμε με κοίταξε επίμονα για πολλή ώρα στην κοιλιά και μου είπε: “Βλέπω ότι δεξιά έγινε καλή εγχείρηση, αλλά αριστερά αριστοτεχνική’ γιατί περιποιήθηκε τόσο εκεί;”. Η γυναίκα μου μου έκανε νόημα: “Τι λέει ο Γέροντας;”. Δεν είχα πει ούτε σε εκείνη ούτε σε άλλον ότι ο χειρουργός είχε εφαρμόσει την μέθοδο Soudaice αριστερά, επειδή ήταν μεγάλη. Ο Γέροντας το “είδε”.

Τον Δεκέμβριο του 1990 ήμουν στο κρεβάτι με την πολλοστή γαστρορραγία μου. Σε κάποια στιγμή έντονου προβληματισμού μου αν πρέπη να χειρουργηθώ ή όχι, χτύπησε το τηλέφωνο. Μεταφέρω αυτούσια τα λόγια του Γέροντα: “Αυτές τις μέρες σε επισκέπτομαι συχνά και με το “χάρισμα”, που μου έδωσε ο Θεός ενεργώ θεραπευτικά. Ποτέ δεν είχα μπει στο σπίτι σου τόσες πολλές φορές σε λίγες μέρες.....Κάτι μου λέει να μην το χειρουργήσης τώρα, αλλά να αλλάξης τρόπο ζωής, να χαλαρώσης. Άφησε το χειρουργείο να το σκεφθούμε αργότερα. Τι κάνω εγώ τώρα το γιατρό στο γιατρό; (γελάει). Να ξεκουράζεσαι περισσότερο, γιατί σε αγαπάει ο κόσμος. Μου έφαγες τη δόξα (γελάει)”. Φαντάζεσθε πώς ένοιωσα κάτω από αυτή την προστατευτική του παρουσία!

Αγαπούσε τόσο πολύ όλους τους ανθρώπους που τον πλησίαζαν και, φυσικά, και τους γιατρούς του, ώστε να ενεργοποιή για μας το θεραπευτικό χάρισμά του. Όσοι τον πλησίαζαν ανεπιτήδευτα έχουν παρόμοιες εμπειρίες. Πολλές φορές έπαιρνα μαζί μου φιλικά ή συγγενικά πρόσωπα, που εξεπλήσσονταν, όταν άρχιζε να μιλάη για το πρόβλημά τους, χωρίς εγώ να τον ενημερώσω εκ των προτέρων. Κάποια κυρία, φεύγοντας, ήθελε να δώσω όρκο ότι δεν του μίλησα για κείνη πριν πάμε στον Ωρωπό.

Το χάρισμά του τον έκανε περισσότερο ευαίσθητο απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ένα σούρουπο διέκοψαν την καρδιολογική εξέταση οι μοναχές, γιατί έξω είχαν συγκεντρωθεί πολλοί άνθρωποι και περίμεναν να πάρουν την ευχή του πριν νυχτώση. Βγήκα έξω από το κελί και οι επισκέπτες φίλησαν απλώς το χέρι του. Ήταν κουρασμένος και δε μίλησε σε κανέναν. Η τελευταία κυρία βγήκε κλαίγοντας. Όταν ξαναμπήκα βρήκα τον Γέροντα να κλαίη. “Αυτά παθαίνω πάντα, μου είπε. Είδα τώρα αυτή τη μητέρα να τη δέρνη αύριο ο ναρκομανής γιος της, για να του δώση χρήματα. Και η καημένη ασφαλώς θα σκανδαλίστηκε που έχει τέτοιο πρόβλημα και έφυγε χωρίς βοήθεια... Τι μπορείς εσύ να κάνης, φτωχέ Πορφύριε... Κύριε Ιησού...”. Και επανέλαβε πολλές φορές ψιθυριστά τη λέξη “Ιησού”.

Ήταν τόσο απλός και γλυκός άνθρωπος, ώστε να μη κωλύεσαι να του απευθύνης οποιαδήποτε ανόητη ερώτηση. Έτσι μια μέρα τον προκάλεσα αδιάκριτα: “Πώς ξέρεις, Γέροντα, ότι αυτό το προορατικό σου χάρισμα είναι από τον Θεό και όχι από τον Διάβολο;”. Γέλασε καλοκάγαθα και μου είπε: “Το δοκίμασα. Είναι εκ Θεού, γιατί δεν λανθάνει. Να σου δώσω παράδειγμα; Η νεωκόρος στην Πολυκλινική πόναγε στο δεξιό άνω γομφίο και κράταγε το δεξιό μάγουλό της. Της είπα ότι είναι χαλασμένος ο αριστερός γομφίος. Εκείνη επέμενε, αλλά όταν γύρισε από τον οδοντίατρο μου είπε ενθουσιασμένη ότι είχα δίκαιο. Στην ακτινογραφία η βλάβη ήταν αριστερά, αλλά αισθανόταν τον πόνο δεξιά, επειδή ήταν στο ίδιο νευροτόμιο. Αν, λοιπόν, ήταν από τον πονηρό, αυτή η προόραση θα βασιζόταν στο αίσθημα του ασθενούς και θα’ βγαινε λανθασμένη. Του Θεού η ενέργεια δεν σφάλλει”.

Ο Γέροντας σαν γιατρός μου δεν “έβλεπε” μόνο τις σωματικές μου ασθένειες. Φρόντιζε και για τις πολλές πνευματικές ατέλειές μου. Προσπάθειά του να βρω την ταπείνωση. Ένα απόγευμα μου τηλεφώνησε στο ιατρείο, ακριβώς μετά την υπερβολική εκδήλωση αγάπης ενός ζεύγους ασθενών μου που περιποιήθηκα. Μεταφέρω τα λόγια του: “Γιωργάκη, είμαι ο Γέροντας. Εμείς οι δυο θα πάμε μαζί στην κόλαση. Θα ακούσουμε: Άφρον, άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου... Τα αγαθά σου εν τη ζωή σου απήλαυσες, α δε ητοίμασας τίνι έσται;”. Τον διέκοψα: “Τι απολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αυτή τη ζωή; Το σαράβαλο αυτοκίνητο, το άδειο βιβλιάριο ή τον ανύπαρκτο ύπνο μας;”. Απάντησε απότομα: “Τι είναι αυτά που λες; Δε σου λέει ο κόσμος: Τι καλός γιατρός που είσαι; Μας αγαπάς, μας φροντίζεις, δε μας γδέρνεις. Και συ τα αποδέχεσαι, τα χάφτεις. Έ! Τον έχασες το μισθό σου. Το ίδιο παθαίνω και εγώ. Μου λένε πως έχω “χαρίσματα”, πως μπορώ να τους ακουμπήσω και να κάνω θαύματα, πως είμαι άγιος. Και τα χάφτω, ο ανόητος και αδύναμος. Έ! Γι’ αυτό σου είπα ότι μαζί θα πάμε στην κόλαση!”. “Αν είναι να πάμε μαζί”, του απάντησα, “πάμε και στην κόλαση!”. Κι εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο, λέγοντας: “Εγώ σου μιλάω σοβαρά και συ πάντα αστειεύεσαι. Καλή μετάνοια και στους δυο μας”.

Άλλη μέρα ήμουν βαρύθυμος, σκεπτόμενος ότι έφυγαν τα περισσότερα χρόνια μου άκαρπα μέσα από άχρηστες καθημερινές λεπτομέρειες. Τηλεφώνησε ο Γέροντας και με αναπτέρωσε με δυο-τρεις φράσεις του: “Άκουσες ποτέ, γιατρέ, το “ου μη γεύσονται θανάτου”; Μπορούμε, αν θέλουμε, να αποφύγουμε την πεθαμενίλα. Αρκεί να αγαπήσουμε τον Χριστό. Και συ “εξ όλης της καρδίας σου”, κύριε καρδιολόγε” (γελάει).

Ο Γέροντας δεν ήταν μόνο γιατρός. Ήταν και κτηνίατρος. Αγαπούσε τα ζώα. Εξημέρωσε επιθετικούς παπαγάλους και τους έμαθε την Ευχή. Εξεπλάγην όταν άκουσα μέσα στο κελί τον παπαγάλο να επαναλαμβάνη την ευχή. “Είναι πιο πνευματικός από μένα”, είπε. “Εγώ αποκάμνω και κοιμούμαι, αλλ’ αυτός αγρυπνεί”. Τελευταία προσπαθούσε να εξημερώση έναν αετό. Κάποιο Σαββατοκύριακο, στη βόρειο Εύβοια που ησύχαζε, συνέβη το εξής, που μου διηγήθηκε ο ίδιος: “Μιά τσομπάνισσα παρακάλεσε να διαβάσω μια ευχή στο κοπάδι της, γιατί αρρώσταιναν τα γίδια της. Συμφώνησα και έφεραν όλο το κοπάδι κοντά στο εκκλησάκι που έμενα. Στάθηκα μπροστά στο κοπάδι, σήκωσα τα χέρια μου ψηλά και είπα διάφορες προσευχές από ψαλμικούς στίχους που αναφέρονται στην κτίση. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή στα ζώα. Κανένα δεν κουνιόταν. Ύστερα κατέβασα τα χέρια μου και ο τράγος κινήθηκε μόνος του. Ήρθε κοντά, μου φίλησε το χέρι και υποχώρησε ήρεμα... Τα λέω σωστά Πηνελόπη;” φώναξε στην ανηψιά του, που στεκόταν πιο πέρα. “Ναι, Γέροντα. Ακριβώς έτσι έγιναν. Εγώ ήμουν εκεί”.

Κάθε φορά που πήγαινα στον π. Πορφύριο με συνείχε φόβος μήπως αυτή είναι η τελευταία φορά που τον εξετάζω. Έτσι φρόντιζα να κάνω ψηλάφηση καρδιακής ώσεως και καρωτίδων για αρκετή ώρα, με την βεβαιότητα ότι ψηλαφώ το σώμα ενός αυριανού αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Όταν έπαιρνα το χέρι μου από το προκάρδιο επανελάμβανε το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον κόσμο σου”. Πόσα να οφείλη άραγε αυτός ο κόσμος, η γενιά μας, σ’ αυτές τις προσευχές του Γέροντα Πορφυρίου! Και πόσα του οφείλω εγώ προσωπικά!

Φεύγοντας, έσκυβα να πάρω την ευχή του και άλλοτε μου έδινε χαστούκι (ήταν η άκρα εκδήλωση της χαράς του) ή άλλοτε έσφιγγε το κεφάλι μου στα δυο του χέρια, λέγοντας την ευχή (ήταν το δικό του ηλεκτροεγκεφαλογράφημα).

Τώρα εξηγώ γιατί ο Θεός φύτεψε μέσα μου την επιθυμία να σπουδάσω ιατρική σε μεγάλη ηλικία και να γίνω καρδιολόγος. Ήθελε να γνωρίσω και να ψηλαφήσω από κοντά τον απλό, προσηνή και χαρισματικό άγιο Γέροντα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη.

Κάποια μέρα μου είπε: “Όταν θα φύγω θα είμαι πιο κοντά σας. Μετά θάνατον καταργούνται οι αποστάσεις”. Ελπίζω τώρα να μπαίνη ευκολότερα στα σπίτια μας και στις καρδιές μας.


Περισσότερα για τον Γ. Πορφύριο,

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Σταυρωμένε εγώ μου



εγώ ζωή Μου ειμί φωνή,
εσύ η καρδιά μου,
εγώ ειμί η αγάπη, εσύ τα σπλάχνα μου.
εγώ ειμί η ανθρωπιά, εσύ ο Θεός Μου.

και στην αρχή της αγάπης η Ελλάδα, και η Ελλάδα ο Ιησούς Χριστός.
που γκρέμισε τα βουνά στην πλάνη των θνητών ψυχών.
που έλουσε με θείο φως την αγάπη σου, αγάπη μου ψυχή Μου.

δώδεκα οι θεοί του Ολύμπου του εγώ του βουνού της ψυχής σου έλληνα, τόσα και τα πάθη της ψυχής σου.

δώδεκα τα πάθη σου άνθρωπε, και ένας εσύ ... εγώ το παλιό μου εγώ.

ένας εσύ Κύριε άνθρωπε μου, ένας και εγώ… μια η αγάπη... και εσύ δεν με αγάπησες ποτέ...

εγώ μου.
εσύ με ευλογείς όταν τα πάθη σου αγαπώ,
ΜΑ εσύ με σταυρώνεις όταν το εγώ σου δεν ακολουθώ...

εγώ ειμί το εσύ σου... εσύ μου... σταυρωμένε εγώ μου !

από ιούδες φίλους σου...
από υποκριτές δεσποτάδες, και ανθρωποφάγους ευσεβείς διδασκάλους της πλάνης σου Ελλάδα μου...
Ιωάννης

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Ιωαννίδης Ο Βίος ενός θεμελιωτή της Ορθόδοξης Λειτουργικής

Στη σειρά των άρθρων του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αρχιμ. Νικολάου Ιωαννίδη, σχετικά με τη Θεολογία της Βυζαντινής Λειτουργικής, που έχουμε ήδη εγκαινιάσει, παρουσιάζουμε σήμερα το Βίο του πρώτου από τους μελετώμενους Πατέρες, του αγ. Νικολάου Καβάσιλα.
1. Ο Νικόλαος Καβάσιλας — α) Βιογραφικά στοιχεία
Ο Νικόλαος Καβάσιλας, παρ’ ότι ανήκει στους μεγαλύτερους θεολόγους του ΙΔ’ αιώνα, συγκαταλέγεται μεταξύ των βυζαντινών λογίων για το πρόσωπο και το βίο των οποίων ελάχιστες πληροφορίες παραλάβαμε. Έτσι κατά το παρελθόν επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των ερευνητών σχετικά με το πρόσωπό του. Η συστηματική όμως εξέταση των πηγών, καθώς και η έκδοση αρκετών ανεκδότων έργων του κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εμπλούτισε τις πενιχρές γνώσεις μας με νέα στοιχεία και διευκρίνισε αρκετά ζητήματα, ώστε σήμερα να έχουμε σαφέστερη εικόνα για τον σπουδαίο αυτόν βυζαντινό άνδρα και το έργο του[6].
kabasilas
Ο Νικόλαος, γόνος, από τη μητέρα του, της πολύ γνωστής βυζαντινής οικογένειας Καβάσιλα[7], έφερε και το πατρικό επώνυμο Χαμαετός, με το οποίο όμως σπάνια αναφέρεται. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1322. Αυτό τεκμαίρεται από επιστολή που απηύθηνε το 1351 στην Άννα Παλαιολογίνα, η οποία διοικούσε τότε τη Θεσσαλονίκη ως επίτροπος του συναυτοκρατορα υιού της Ιωαννου Ε’, και στην οποία αναφέρει ότι ακόμη δεν είχε συμπληρώση το τριακοστό έτος της ζωής του[8]. Επίσης το 1353 υπήρξε υποψήφιος κατα την εκλογή νέου πατριάρχου και σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε τριάντα ετών. Άρα η άποψη ότι γεννήθηκε το 1290 ή το 1300, που είχε διατυπωθεί παλαιότερα, δεν ευσταθεί και θωρείται πλέον βέβαιο ότι γεννήθηκε περί το 1322.
Καίτοι η Θεσσαλονίκη υπήρξε πνευματικό κέντρο με σημαντικές σχολές, προτίμησε, κατά την εφηβία του, να μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές. Εκεί σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική, νομική, φυσικές επιστήμες και θεολογία, προφανώς στη Σχολή φιλοσοφίας, ίσως δε και στη Σχολή του Πατριαρχείου. Κάποιες πληροφορίες για τις σπουδές του βρίσκουμε στις επιστολές του προς τους γονείς και φίλους του στη Θεσσαλονίκη.
Η έναρξη του εμφυλίου πολέμου το 1341 (εξέγερση του Ιωάννη Καντακουζηνού κατά του ανήλικου αυτοκρατορα Ιωαννου Ε’ Παλαιολόγου), και η διαμάχη μεταξύ ησυχαστών και αντιησυχαστών βρίσκουν τον Νικόλαο Καβάσιλα στην Κωνσταντινούπολη. Προφανώς για να αποφύγει να εμπλακεί σ’ αυτές τις πολιτικές και εκκλησιαστικές διενέξεις επέστρεψε το 1342 στη γενέτειρά του, όπου όμως είχε φθάσει ο απόηχος των ταραχών της πρωτεύουσας. Οι Ζηλωτές της Θεσσαλονίκης, ένα μείγμα εργατών, προσφύγων και επαιτών με έντονα κοινωνικά αιτήματα, τάχθηκαν με το μέρος του αυτοκράτορα και εναντίον του Καντακουζηνού, στασίασαν και κατέλαβαν τη διοίκηση της πόλης τον Ιούλιο του 1342. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό της πόλεως, που με την πάροδο του χρόνου δυσκόλευσε τη ζωή των κατοίκων της.
Έτσι, το 1345, το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών επέλεξε τον Νικόλαο Καβάσιλα, ως πολίτη που διέθετε το απαιτούμενο κύρος λόγω της ευγενούς καταγωγής και των πολλών προσόντων του, να προσεγγίσει τον Καντακουζηνό και να ζητήσει συμβιβασμό. Ο Νικόλαος μαζί με τον συμπολίτη του Γεώργιο Φαρμάκη συναντήθηκαν στη Βέροια με τον αντιπρόσωπο του Καντακουζηνού και πέτυχαν συμβιβασμό με ευνοϊκότατους όρους. Δυστυχώς όμως τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν θετικώς. Οι Ζηλωτές, κατά τα μέσα Ιουλίου 1345, εξεγέρθηκαν κατά των ευγενών, πολλοί από τους οποίους σφαγιάσθηκαν, λεηλάτησαν την πόλη και επέβαλαν ενα καθεστώς βίας και τρομοκρατίας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας διασώθηκε ως εκ θαύματος, αλλά τα γεγονότα των ταραχών και των σφαγών άφησαν τα ίχνη τους βαθειά χαραγμένα στην ευγενική ψυχή του. Αυτό διαπιστώνουμε από τα όσα έγραψε μετά την εποχή εκείνη και αναφέρονται στα κοινωνικά προβλήματα που οδηγούν συνήθως το λαό σε διχασμό, στην κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη και προβάλλουν τη σαφέστατη θέση του υπέρ των αδικουμένων και κατατρεγμένων. Τα συγγράμματά του αυτά τον καταξιώνουν ως έναν από τους λίγους βυζαντινούς συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής τους.
Η επώδυνη παραμονή του Νικολάου στη Θεσσαλονίκη διακόπηκε όταν, το 1347, ο Ιωάννης Καντακουζηνός μετά την επικράτησή του τον κάλεσε στη Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε καθήκοντα αυτοκρατορικού συμβούλου. Η θέση αυτή του έδωσε τη δυνατότητα να βρεθεί στο κέντρο των πολιτικών και εκκλησιαστικών εξελίξεων και ασφαλώς η προσφορά του και στους δύο αυτούς τομείς ήταν μεγάλη. Η συμβολή του στην επίλυση των ιδιαίτερων προβλημάτων που είχαν δημιουργήσει οι Ζηλωτές στη Θεσσαλονίκη είναι προφανής. Είναι μάλλον απίθανο να μη συνέβαλε στη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων μερίδων της γενέτειρας του, το 1349, και στην οριστική επικράτηση της ειρήνης με την εκεί παραμονή του Ιωάννου Ε’ το 1350. Άλλωστε το υπαινίσσεται και ο ίδιος ο Καντακουζηνός, όταν αναφερόμενος στον Καβάσιλα λέγει «πολλής ο βασιλεύς ηξίου ευμενείας, και εν πρώτοις μάλιστα των φίλων… και των ομιλητών (συνομιλητών)»[9].
Το ίδιο σημαντική ήταν η προσφορά του Νικολάου και στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ως αυτοκρατορικός σύμβουλος στάλθηκε από τον Ιωάννη Καντακουζηνό στον αντιησυχαστή Νικηφόρο Γρηγορά, για να τον πείσει να αποδεχθεί τις ησυχαστικές απόψεις[10]. Η αποστολή αυτή πέραν του καθήκοντος προς τον αυτοκρατορα εξέφραζε οπωσδήποτε και τις προσωπικές του αντιλήψεις υπέρ της διδασκαλίας του Γρηγορίου Παλαμά, τις οποίες άλλωστε κατέγραψε σε ειδική πραγματεία (Κατά των του Γρηγορά ληρημάτων λόγος). Η φιλία του προς τον Παλαμά φανερώνεται και από το γεγονός ότι τον συνόδευσε στο ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη το 1347, προκειμένου να ενθρονισθεί στην εκεί αρχιεπισκοπή, για την οποία είχε εκλεγεί, πράγμα που ως γνωστό δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της άρνησης των Ζηλωτών να τον δεχθούν εξ αιτίας της φιλίας του με τον Ιωάννη Καντακουζηνό.
Είναι όμως πιθανό σε προγενέστερη εποχή ο Καβάσιλας να ταλαντεύθηκε μεταξύ ησυχαστών και αντιησυχαστών -ίσως υπό την επιρροή του αντιησυχαστού φίλου του Δημητρίου Κυδώνη-, αν λάβουμε υπόψη τα όσα αναφέρει ο Ιωσήφ Βρυέννιος: «της ακιβδήλου και τελείας μοίρας τελείς εν χριστιανοίς· του νενοθευμένου και κιβδήλου μέρους καθάπερ απήλλαξαι, και την εκ πατέρων ευσέβειαν απαραποίητον φυλάττων, ουδαμώς τοις παραχαράξασι ταύτην προσέσχηκας. Αλλ’ οία δή τινών λελυμασμένων ατεχνώς θρεμμάτων έπαυλιν, την συναγωγήν εκείνων απειρηκώς, τη υγιαινούση ποίμνη συντετάχθαι δειν έκρινας»[11].
Στη δογματική διαμάχη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας με σκοπό την εκκλησιαστική ένωση η θέση του Νικολάου Καβάσιλα ήταν υπέρ της ενώσεως, χωρίς όμως δογματικές υποχωρήσεις. Με βάση αυτή τη θέση του είναι πολύ πιθανό να επηρέασε τον Καντακουζηνό στην απόφασή του να προτείνει σύγκληση οικουμενικής συνόδου με τη συμμετοχή επισκόπων της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας σε ουδέτερο έδαφος, η οποία θα αποφάσιζε για το θέμα της ενώσεως. Η όλη προσφορά του στις εκκλησιαστικές υποθέσεις συνέβαλε ασφαλώς στο να περιληφθεί, «ών έτι ιδιώτης (λαϊκός)»[12] στο τριπρόσωπο για την εκλογή πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 1353. Πατριάρχης εκλέχθηκε ο από Ηρακλείας Φιλόθεος, στον οποίο ο Νικόλαος πρόσφερε τις υπηρεσίες του.
Το 1362 οικογενειακοί λόγοι τον υποχρέωσαν να επιστρέψει και πάλι στη Θεσσαλονίκη, όπου πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του, τον οποίο ακολούθησε ο θάνατος του θείου του Νείλου Καβάσιλα, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, και η μοναχική κουρά της μητέρας του.Κατα την εκεί διετή παραμονή του ασχολήθηκε κυρίως με ζητήματα που αφορούσαν την οικογενειακή του περιουσία,αλλα και με το συγγραφικό έργο του.
Το 1364 επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου, απαλλαγμένος από κάθε δημόσια ενασχόληση, έζησε «εν ησυχία» εκτός του κόσμου τον υπόλοιπο χρόνο του βίου του. Από μαρτυρίες συγχρόνων του φαίνεται ότι εγκαταβίωσε σε κάποια από τις μονές της Κωνσταντινουπόλεως, πιθανότατα ως μοναχός, βιώνοντας την εν Χριστώ λειτουργική ζωή και ασκώντας «αρετής ιδέαν πάσαν»[13], όπως αναφέρει ο τότε διάδοχος του θρόνου Μανουήλ Β’ ο Παλαιολόγος, με τον οποίο ο Νικόλαος αλληλογραφούσε. Η άποψη που διατυπώθηκε παλαιότερα, ότι διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, είναι λανθασμένη και οφείλεται στη συγγένειά του με τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Νείλο Καβάσιλα, ο οποίος ως λαϊκός ονομαζόταν και αυτός Νικόλαος. Δεν έχουμε μαρτυρίες για το αν ο Νικόλαος Καβάσιλας υπήρξε κληρικός, υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις ότι πιθανώς κατά τα τελευταία έτη της ζωής του έλαβε το μοναχικό σχήμα[14]. Η χρονολογία του θανάτου του δεν είναι γνωστή. Το γεγονός όμως ότι το 1391 λαμβάνει για τελευταία φορά επιστολές από τον Μανουήλ Β’ , μας υποχρεώνει να τοποθετήσουμε το θάνατό του μετά το έτος αυτό.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας με τη βιοτή και το έργο του αναδείχθηκε εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής του. Οι μαρτυρίες των συγχρόνων του τον αναφέρουν ως «φιλόκαλον, φιλόθεον… και την εκ Πατέρων ευσέβειαν απαραποίητον φυλάττων»[15] καθώς και «αληθείας οδηγόν και διδάσκαλον… πάντων άριστον»[16].
Η εκτίμηση των συγχρόνων μας του αποδίδει τον τιμητικό τίτλο του «λαμπρότατου θεολόγου και σοφού, παράλληλου προς την αγιοσύνη και λαμπρότητα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά»[17], του «νηφάλιου διδασκάλου της πνευματικης ζωης»[18] που απέβη «θεμέλιο, πηγή και πατήρ της μετά απ’ αυτόν ζωής της Εκκλησίας»[19].
Και η Εκκλησία κατά το έτος 1983 με Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον συναρίθμησε μεταξύ των αγίων και θέσπισε να εορτάζεται στις 20 Ιουνίου κάθε έτους.
[Συνεχίζεται] 
6. Γιά το βίο και τη δραστηριότητα του Νικολάου Καβάσιλα βλ., κατ’ επιλογή, την ακόλουθη βιβλιογραφία: Π. ΝΕΛΛΑ, Προλεγόμενα εις την μελέτην Νικολάου του Καβάσιλα, Αθήνα 1968. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας ο Χαμαετός. Η ζωή και το έργον αυτού, Θεσσαλονίκη 1968. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Νικόλαος Καβάσιλας, εισαγωγή», Φιλοκαλία των Νηπτικών και ασκητικών, Πρακτικά Θεολογικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοις όλοις αγιωτάτου οσίου Πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού (7-12 Ιουνίου 1982), εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 7-29.
7. Περισσότερα για τη βυζαντινή οικογένεια Καβάσιλα βλ Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, «Το γενεαλογικόν δένδρον της οικογενείας των Καβάσιλων», Μακεδονικά 17 (1977), σσ. 367-396.
8. «Και μην ουδέ εκείνω νομίζω τω νόμω χώραν είναι παρ’ υμίν ον έθεσαν Αθηναίοι τον είσω τριάκοντα έτων μή δικηγορείν εξείναι» (Τη ευσεβεστάτη αυγούστη περί τόκου, εκδ. R. Guillard, «La traite ineddite “Sur l’ usur” de Nicolas Cabasilas», Εις μνήμην Σ. Λάμπρου, Αθήναι 1935, σ. 274.
9. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ, Ιστορία, εκδ. Bonne, IV, 16, σ. 10718·20 (PG 154, 125Β). Πρβλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σ. 46.
10. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑ, Ρωμαϊκή Ιστορία ΧΧΙ, V, Ζ’, PG 148, 1300B. Πρβλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Ο Γρηγόριος Παλαμάς και η θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον δέκατον τέταρτον αιώνα», Θεολογικά Μελετήματα 3. Νηπτικά και Ησυχαστικά, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 117118.
11. ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Τω σοφωτάτω ανδρί, αρετής τε άκρω φίλω και πίστεως κυρώ Νικολάω τω Καβάσιλα, εκδ. Ευγενίου Βουλγάρεως, Τα Παραλειπόμενα, Έν Λειψία 1784, σ. 139. Πρβλ. Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 29 (1959), σ. 31. Για το θέμα της σχέσεως του Νικολάου Καβάσιλα με τους ησυχαστές και αντισυχαστές βλ. Β. ΨΕΥΤΟΓΚΑ, «Ο Νικόλαος Καβάσιλας ήταν ησυχαστής ή αντιησυχαστής;», Θέματα πατερικής θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 161-187.
12. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ, Ιστορία, εκδ. Bonne, Ιν, 38, σ 2753-6 (PG 154, 285C). Πρβλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σ. 55.
13. ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, Τω Καβάσιλα, εκδ. Legrand, Lettres de l’ empereur Manuel Paleologue, Amsterdam 1962, σ. 8. Πρβλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σ. 72.
14. Γιά το θέμα του κατά πόσον ο Νικόλαος Καβάσιλας υπήρξε κληρικός ή μοναχός βλ. Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Νικόλαος Καβάσιλας, σσ. 67-74.
15. ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, ο. π., σ. 139.
16. ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, «Επιστολιμαίος προς τον Καβάσιλαν», Μακεδονικά 4 (1955-1960), σ. 8.
17. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «Η διδασκαλία του Νικολάου Καβάσιλα για τα μυστήρια της Εκκλησίας», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην Νικολάου Καβάσιλα, σ. 131.
18. Π. ΝΕΛΛΑ, «Εισαγωγικά στη μελέτη του αγίου Νικολάου Καβάσιλα», αυτόθι, σ. 84.
19. Αυτόθι, σ. 70.

Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας




Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χαμαετός, γνωστή βυζαντινή οικογένεια. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καβάσιλας. έφτασε στις ακρότερες .συνέπειες, στις οποίες οδηγούσε η κατεύθυνση που με τόσο ζωηρό παλμό εχάραξεν ο Συμεών ο νέος, ο Θεολόγος. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «ζωή εν Χριστώ». Τό απλό και μαζί βαθύ, λυρικό και μαζί μυστικό ύφος του αποπνέει τη δροσιά και την αισιοδοξία των αποστολικών χρόνων. 

Όπως οι αρχαίοι Έλληνες αισθάνονταν συχνά την ανάγκη να ξαναγυρίζουν στο Σωκράτη για να βαπτιστούν στη γεμάτη αισιοδοξία αλλά και απλότητα σκέψη και ζωή του, έτσι και οι Βυζαντινοί, όσες φορές η εκλεπτυσμένη θεολογική σκέψη εστέγνωνε την ψυχήν των ξαναγυρίζουν στους αποστολικούς χρόνους, στην απλότητα της πίστης και στην αισιοδοξία των.
Θα σταματήσωμε σε δυο μόνο σημεία που δείχνουν σημαντική πρόοδο της μυστικής θεωρίας. «Ο νόμος του πνεύματος, λέγει ο Καβάσιλας, που είναι η αγάπη για το Θεό, είναι νόμος φιλίας και ευγνωμοσύνης. Για να ακολουθήση κανείς αυτό το νόμο δεν είναι ανάγκη να καταβάλη κόπους, ούτε έξοδα, ούτε να χύση ιδρώτα ... Ούτε, προσθέτει, είναι ανάγκη να αφήσης τη δουλειά σου, ή να αποσυρθής σε απόμερα μέρη, να διάγης μια παράξενη ζωή και να φορής ένα παράξενο ένδυμα. Δε χρειάζεται να κάμης όλα αυτά. Μπορείς να μείνης στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσης τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας του ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη».
«Και πρώτα πρώτα, προσθέτει αλλού, δε χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε το Θεό. Γιατί δεν υπάρχει τόπος από όπου λείπει ο Θεός, δεν είναι δυνατό να μην είναι μαζί μας, αφού ο Θεός είναι πάντα πιο κοντά σε κείνους που τοv καλούν, από όσο είναι η ίδια η καρδιά τους. Θα έλθη προς ημάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός». Χάνεται τελείως, όπως βλέπομε, όχι μόνο η αντιδικία με τη σάρκα, αλλά και όλες οι εξωτερικές συνθήκες και μορφές της ζωής (αναχωρητισμός, ένδυμα κλπ.) που τις θεωρούσαν απαραίτητες.
Η ευσέβεια είναι αποκλειστικά έργο της δικής μας εσωτερικής διαθέσεως, της δικής μας θέλησης. Γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο επακόλουθο του μυστικισμού η εξωτερική αποχώρηση από τον κόσμο, ο αναχωρητισμός. Μένοντας μέσα στην καθημερινή, την κοινωνική του ζωή ο άνθρωπος, μπορεί και πρέπει να την μετουσιώνη με τη μελέτη των υψηλών πνευματικών θεμάτων, που απεργάζονται τη μεταστροφή της βουλήσεώς του.
Δεν είναι λοιπόν ο Καβάσιλας ο μυστικός των εκστατικών καταστάσεων. Σκοπός του να περιγράψη τη θεία χάρη μέσα στον κοινό χριστιανό. Και αυτό το κάνει με εξαιρετικά δυνατή θεολογική πνοή.
Η εν Χριστώ ζωή είναι η ζωή του Χριστού, που μπαίνει μέσα στον καθένα μας με ένα μυστήριο οικειότητας. Είναι φυσικό, λέγει, κάθε πράγμα να είναι δεμένο με τον εαυτόν του περισσότερο παρά με κάθε άλλο. Έτσι πιστεύομε. Και όμως; προσθέτει ο Καβάσιλας, η ένωσή μας με το Χριστό είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι μακάριοι άνδρες νοιώθουν τον εαυτό τους δεμένο περισσότερο με το Σωτήρα παρά με τον εαυτό τους.
Ο Χριστός είναι την ίδια ώρα ξένος μας και ενδιαίτημά μας. Αναπνέομε το Χριστό. Σε τούτο ακριβώς διαφέρει η Νέα από την Παλαιά Διαθήκη, στην παρουσία μέσα μας του Χριστού, που διαθέτει την ψυχή του ανθρώπου και την μεταπλάθει. Χρέος μας ιερό να μη σβύσωμε τη μέσα μας αναμένη λαμπάδα, αλλά να σκάψωμε μέσα μας και να ανακαλύψωμε την καθαρή ουσία της αρετής, την αξία της ανθρώπινης φύσης και την φιλανθρωπία του Θεού. «Ούτε οι ναοί, λέγει ο Καβάσιλας, ούτε οτιδήποτε άλλο ιερό είναι τόσο άγιο όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός. Εκείνος που θα έλθη καθήμενος επί των νεφών είναι άνθρωπος, όπως είναι ασφαλώς Θεός. Καθένας μας. μπορεί να λάμψη περισσότερο από τον ήλιο, να ανέβη στα σύννεφα, να πετάξη προς το Θεό, να τον πλησιάση, να κάμη ώστε ο Θεός να τον κυττάξη με γλυκύτητα».
Νάμαστε λοιπόν πάλι στη Σωκρατική αφετηρία, με νέο βάθος: να ανακαλύψης την αξία της φύσης σου και να οικοδομήσης τη ζωή σου πάνω σ' αυτήν. «Αν, προσθέτει ο Καβάσιλας, ύστερα από αυτή την ανακάλυψη αναλογισθή ο άνθρωπος την φτώχεια μέσα στην οποία ζει, -ενώ έχει τόσο πλούσια φύση,- επειδή άφησε την οκνηρία και τον ύπνο να τον περιτυλίξουν, μεγάλη λύπη και δάκρυα πολλά θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Αλλά την ημέρα όμως που θα κάμη τη ζωή του όπως έπρεπε να είναι, από πηγή θλίψεως και δακρύων που ήτανε, θα γίνη τότε η ζωή του πηγή ευδαιμονίας και πνευματικής χαράς».
Με τον ιδεαλισμό του κατορθώνει ο Καβάσιλας, περισσότερο από κάθε άλλον Βυζαντινό, να ανακαλύψη τον πνευματικό άνθρωπο όχι στον αναχωρητή,.αλλά στην,έξοχη ανθρώπινη φύση, με την οποίαν επικοινωνεί ο Θεός, και να καλέση κάθε Χριστιανό να κάμη την ίδια ανακάλυψη. Η θρησκευτική σκέψη λυτρώνεται από κάθε δεσμό με έξωτερικές συνθήκες. Από τον ασκητισμό του σώματος; τον πόλεμο κατά της σάρκας των ερημιτών της Θηβαΐδος,ανεβαίνουμε στην κορφή της καθαρής πνευματικής χώρας τoυ ανθρώπου. Αυτή είναι από τις μεγαλύτερες πνευματικές νίκες του Βυζαντίου.
Αλλά και από ένα άλλο κίνδυνο του μυστικισμού βρίσκει τον τρόπο να ξεφύγη ο Καβάσιλας. Ενώ εξαίρει το βάθος και τη σημασία του μυστηρίου για τη ζωή του Χριστιανού δεν είναι γι' αυτό εχθρός της επιστήμης, όπως άλλοι μυστικοί (Κλίμαξ, Στηθάτος κ.ά.), δεν .καταδικάζει το λόγο. Με ιδιαίτερο ζήλο εκαλλιέργησε την αστρονομία, αλλά και με άλλες επιστήμες ασχολήθηκε.
Η εκτίμησή του για την επιστήμη ήταν, τόση, ώστε φτάνει στο σημείο να ονομάση τους αγίους ατελή όντα, «γιατί, λέγει, δε δέχτηκαν σε τούτο τον κόσμο ένα ανθρώπινο αγαθό, ενώ μπορούσαν να το αποκτήσουν. Και κάθε ον που δεν μπορεί να υψώση σε ενέργεια ό,τι έχει μέσα του δυνάμει είναι ατελές». Με άλλα λόγια ο Καβάσιλας κάνει ένα γενναίο βήμα προς την πλήρη συμφιλίωση του θρησκευτικού μυστικισμού και της σοφίας του κόσμου τούτου. Μας θυμίζουν οι απόψεις αυτές πολύ έντονα ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα της Αναγέννησης, ένα από τα κυριώτερα γνωρίσματα της οποίας είναι αυτή η συμφιλίωση.
Από τη συμφιλίωση πέρασαν έπειτα οι νεώτεροι χρόνοι στην έξαρση του ανθρωπισμού, του ανθρώπινου δηλαδή μέρους του ανθρώπου; αντίθετα προς το Βυζάντιο και το Δυτικό Μεσαίωνα που αποτελούν έξαρση του θείου, ολοκληρωτική στροφή του ανθρώπου προς το θείο. Αυτής της έξαρσης την τελευταία μεγάλη αποκορύφωση στο Βυζάντιο την έδωσεν, όπως θα δούμε, ο ησυχασμός. Ονομάσαμε τον Συμεών τον Μέγα Θεολόγο μεγάλο μυστικό, ίσως είναι ο πιο μεγάλος του Βυζαντίού. Δεν είναι όμως ο τελευταίος. Σπουδαίοι μυστικοί σημαδεύουν τους μετά τον Συμεώνα αιώνες, ως το τέλος του Βυζαντίου. Αλλά και τότε δεν εξαφανίζεται ο βυζαντινός μυστικισμός.
Η πνοή του παραμένει ζωντανή στους κύκλους των μοναχών, κυρίως των μοναχών του Αγίου Όρους, εξακολουθεί να φωτίζη και να διαμορφώνη άνδρας με υψηλό ήθος, με φλογερό έρωτα προς το θείο, όπως ο Διονύσιος ο Ζαγοραίος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός κ.ά. Εξακολουθεί να αποτελή μια από τις σπουδαιότερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής του Ελληνισμού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αλλά και σήμερα δεν είναι μακριά μας. Μένει πάντα αγνή πηγή πνευματικής ζωής. Διαπότισε την ψυχή του Σολωμού, ενέπνευσε τα υψηλά θρησκευτικά του ποιήματα, αλλά και την ψυχή του ΙΙαπαδιαμάντη. Είναι πάντα πηγή ζώσα, έτοιμη να προσφερθή στην ψυχή καθε φορά που κουρασμένη από τις εξωτερικές επιτεύξεις του πολιτισμού μας, ξαναγυρίζει στον εαυτό της, τον ψάχνει, τον βαθαίνει, αισθάνεται την ανάγκη για πνευματικά πώματα.
Η επίσημη αγιοκατάταξή του έγινε μόλις το 1983, η εορτή του είναι στις 20 Ιουνίου.

ΑΜΗΝ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ

Τή δοξολογητική ἐκφώνηση τοῦ ἱερουργοῦ στήν ἀρχή τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἔρχεται στή συνέχεια ὁ λαός διά τοῦ ἱεροψάλτου νά τήν ἐπιβεβαιώσει καί νά τήν ἐπικυρώσει μέ τό «ἀμήν». Ἡ λέξη αὐτή εἶναι ἑβραϊκή καί ἀμετάφραστη συχνά ἀπαντᾶται στά ἁγιογραφικά καί λατρευτικά κείμενα. Στόν εὐαγγελικό λόγο ὁ Κύριος Ἰησοῦς κάμνει χρήση αὐτῆς τῆς λέξης στήν ἐπικοινωνία πού ἔχει μέ τό λαό. Ἀρχίζει συχνά τή διδαχή Του μέ τό «ἀμήν» στή φράση: «ἀμήν λέγω ὑμῖν» μέ τή σημασία τοῦ ἐπιρρήματος «ἀληθῶς», πού ἰσοδυναμεῖ μέ τή φράση «σᾶς διαβεβαιῶ». Ὅταν πάλιν ἤθελε νά βγάλει κάθε δισταγμό καί ἀμφιβολία ἀπό τούς ἀκροατές Του καί νά ἐνισχύσει τήν ἐπιβεβαίωσή Του, τό ἐπαναλαμβάνει τό «ἀμήν» στή φράση: «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν». Συνοδευόμενο μέ τό ρῆμα «λέγω» ἀποτελεῖ ἔντονη ἐπιβεβαίωση: «ἀληθινά σᾶς διαβεβαιῶ».
Στά λειτουργικά κείμενα, ὡς λειτουργική ἔκφραση, τό «ἀμήν» ἀποτελεῖ ἀντιφώνηση τοῦ λαοῦ στήν ἐκφώνηση καί εὐχή τοῦ λειτουργοῦ καί ἔχει σημασία βεβαιωτική δηλαδή (ἀληθῶς, ναί, εἶναι) καί ἄλλοτε ἔχει σημασία εὐχετική (γένοιτο, εἴθε νά γίνει). Ἐν προκειμένῳ στήν ἐκφώνηση τῆς ἔναρξης τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τή δοξολόγηση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τό «ἀμήν» τοῦ λαοῦ, πού σήμερα γιά πρακτικούς λόγους ἀπαντᾶται ἀπό τόν ἱεροψάλτη, κατά τήν ἐκτίμηση τῶν περισσοτέρων ἑρμηνευτῶν ἔχει σημασία ἐπιβεβαιωτική. Ὁ λαός μέ τό στόμα τοῦ ἱεροψάλτη διαβεβαιώνει πώς ὄντως ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι δοξασμένη ἀπό τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Κατά τήν ἑρμηνεία ὅμως ἄλλων αὐτό τό «ἀμήν», συγχρόνως ἔχει καί εὐχετική σημασία. Πάντα, καί στήν ἐποχή μας, ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ ἐναγώνιες ἀμφιβολίες καί ἐπιφυλάξεις σχετικές μέ τήν ὕπαρξη ἤ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Βασιλείας Του. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ μέ τό «ἀμήν» του ἐπεύχεται καί εἶναι ὡσάν νά λέγει: «Ναί ἀληθῶς, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναμφισβήτητη πραγματικότητα γιά τούς πιστούς». Γιά ὅσους προβληματίζονται καί ταλαιπωροῦνται ἀπό μεταφυσικά προβλήματα, χωρίς νά αἰσθάνονται ἱκανοποιημένοι ἀπό τίς ἀπαντήσεις τῆς Ἐκκλησίας, τό «ἀμήν» τῶν πιστῶν πέραν τῆς ἐπιβεβαιωτικῆς σημασίας, ἔχει καί εὐχετική σημασία. Εὔχονται οἱ πιστοί νά ἀνοίξει ὁ δρόμος τῶν ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅσους, ἔχουν τίς ἐπιφυλάξεις τους ἤ καί τίς ἀρνήσεις τους καί νά γίνει καί γι’ αὐτούς πραγματικότητα ἡ δοξολόγηση τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Στή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἡ χρήση τοῦ «ἀμήν» ἀπό μέρους τοῦ λαοῦ φανερώνει καί μία βασική λειτουργική ἀλήθεια. Ἀνάμεσα στό λειτουργό καί τό ἐκκλησίασμα ὑπάρχει ἐπικοινωνιακή σχέση σέ μορφή διαλόγου. Ὁ ἱερουργός ἐκφωνεῖ εὐχές, δεήσεις, αἰτήματα, δοξολογίες καί ὁ λαός μέ τό στόμα τῶν ἱεροψαλτῶν ἀπαντᾶ ἀνάλογα. Στίς διάφορες ἀπαντήσεις τό «ἀμήν» μέ τήν ἔννοια τῆς διαβεβαίωσης ἤ τῆς εὐχῆς ἔχει κυρίαρχη θέση. Μάλιστα δέν εἶναι ἁπλῶς μία τυπική καί συμβατική συμμετοχή τοῦ λαοῦ. Ἡ βαθύτερη ἔννοια τοῦ «ἀμήν» ἐκφράζει τήν ἐνεργητική ἀνταπόκριση τοῦ λαοῦ στά ἐκφωνηθέντα τοῦ ἱερουργοῦ. Ἔτσι ἐπισφραγίζονται καί ἐπιβεβαιώνονται οἱ ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερουργοῦ καί μέ τή συγκατάθεση τοῦ ἐκκλησιάσματος. Καί σέ προηγούμενα κηρύγματά μας ἰδιαίτερα τονίσαμε πώς τό λαϊκό στοιχεῖο κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας δέν εἶναι ἁπλῶς «οἱ παρακολουθοῦντες» τά τελούμενα, ἀλλά οἱ μετέχοντες ἐνεργῶς σ’αὐτά. Μέ τό «ἀμήν» ἐπιβεβαιώνεται καί συναποδέχεται τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τά ὑπό τοῦ λειτουργοῦ ἐκφωνηθέντα καί ὡς δικά του αἰτήματα καί ἀναφορές. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ζωντανή Ἐκκλησία, γίνεται πιό αἰσθητή στό κοινό ἔργο, στήν κοινή ἱερουργία τοῦ λαοῦ καί τοῦ κλήρου.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, πού ἔζησε τόν 14ον αἰῶνα καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό ἀξιόλογους ἑρμηνευτές τῆς Θείας Λειτουργίας, στό ἔργο του: «Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν», γράφει: «Εἰπόντος γάρ ἐκείνου καί δοξολογήσαντος, οἱ πιστοί πάντες τό «ἀμήν» ἐπιλέγουσι, καί τοῦτο τό ρῆμα βοήσαντες οἰκειοῦνται πάσας τάς ἐκείνου φωνάς» (1). Δηλαδή, ἀφοῦ ὁ ἱερουργός ἐκφωνήσει αὐτή τή δοξολογία, ὅλοι οἱ πιστοί ἐπιλέγουν τό «ἀμήν», καί ἀναφωνώντας αὐτή τή λέξη, γίνονται μέτοχοι σ’ ὅλες τίς ἐκφράσεις τοῦ ἱερουργοῦ. Δέ συμφωνοῦν τυπικά μέ τόν λειτουργό, ἀλλά ἐκφράζουν μίαν ἐνεργητική καί δημιουργική ἀποδοχή καί ἔτσι ἐπισφραγίζουν καί ἐπιβεβαιώνουν τά λεγόμενά του.
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος, πού μᾶς ἄφησε, ἀνάμεσα στά πολλά συγράμματά του, καί τόν ἐξαίρετο σχολιασμό του στή Θεία Λειτουργία, ἀναφέρει: «Τό «Ἀμήν» εἶναι λέξη ἑβραϊκή, πού πέρασε στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Λέγεται πάντα ἀπό τό λαό καί ἔχει μία διπλή σημασία. Ὁ λαός ἀπαντᾶ στήν ἐκφώνηση καί ἤ ἐπιβεβαιώνει πώς αὐτό πού κάθε φορά λέει ὁ ἱερέας εἶναι ἕνα πραγματικό γεγονός ἤ εὔχεται νά γίνει πραγματικό. Φαίνεται ἐδῶ ἀμέσως ἀπό τήν ἀρχή ἡ ἑνότητα τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κοινό ἔργο τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ. Ἡ σύναξη τῶν πιστῶν, γιά νά τελέσουν τή Θεία Λειτουργία, ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία. Δέν συναγόμαστε δηλαδή στό ναό γιά προσευχηθοῦμε ἀτομικά, ἀλλά γιά νά ἐκφράσουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ἀρχαία ἐποχή ὅλοι πού ἦσαν μέσα στό ναό ἀντιφωνοῦσαν τό «Ἀμήν», καί ἦταν σάν καί νά ἀκουγότανε βροντή ἀπό τόν ούρανό» καταλήγει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης. (2)

Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας



 Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ: Ο Νικόλαος Καβάσιλας γεννήθηκε το 1322 στη Θεσσαλονίκη, σε μια εποχή πολιτικής παρακμής του Βυζαντίου, αλλά, αντιθέτως, και σε μια εποχή ανόδου και άνθισης των θεολογικών γραμμάτων. Την εποχή εκείνη, η ορθόδοξη Θεολογία βρισκόταν σε πολύ μεγάλη ακμή μέσα από τις λεγομενες ησυχαστικές έριδες. Η ησυχαστική διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά, που τότε άρχισε να κυριαρχεί, εστίαζε στη δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει κοινωνός του άκτιστου Θείου φωτός, διά της ενώσεώς του με το Θεό και με τις άκτιστες θείες ενέργειές Του, χάρη στην καθαρή καρδιά και την καρδιακή προσευχή. Η ησυχαστική διδασκαλία συμπύκνωνε το πραγματικό νόημα της ορθόδοξης πίστης περί της θέωσης του ανθρώπου. Την διδασκαλία αυτή εκπροσώπησε, μεταξύ άλλων, και ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ο οποίος είναι γνωστότερος και ως «ο τελευταίος των Μυστικών».
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ήταν ανιψιός του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νείλου Καβάσιλα. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Χαμαετός, αλλά ο Νικόλαος κράτησε τελικά το επώνυμο του αδερφού της μητέρας του. Έκανε σπουδές Ρητορικής, Θεολογίας, Φιλοσοφίας και φυσικών Επιστημών στην Κωνσταντινούπολη, έμεινε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά στο Άγιο Όρος, ενώ αναμείχθηκε και σε θέματα πολιτικής και δικαιοσύνης. Για ένα διάστημα διετέλεσε σύμβουλος του Κατακουζηνού, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκάρη μοναχός στη Μονή των Μαγγάνων.
Ανέπτυξε σπουδαίο συγγραφικό έργο και κατάφερε να αποκτήσει καθολικό σεβασμό και αναγνώριση. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας αξιολογότατων θεολογικών, ερμηνευτικών, λειτουργικών, ασκητικών και διδακτικών έργων, ως και πανηγυρικών λόγων, επιστολών, επιγραμμάτων και κειμένων κοινωνικού περιεχομένου.
Μετά από πολλές περιπέτειες για τις απόψεις του περί ορθοδόξου μοναχισμού που τον έφεραν σε αντίθεση με τις αιρετικές διδασκαλίες των Βαρλαάμ και Ακινδύνου, εκοιμήθη ειρηνικά λίγο μετά το 1391 μ.Χ. Η κατάταξή του στη χορεία των Αγίων έγινε, σχετικά πρόσφατα, στις 19 Ιουλίου του 1983. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 20 Ιουνίου.
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ: Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τη νηπτική διδασκαλία του. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «Ζωή εν Χριστώ». Τό απλό, αλλά βαθύ, λυρικό και μυστικό ύφος του αποπνέει τη “δροσιά” των πρώτων αποστολικών χρόνων. Έλεγε χαρακτηριστικά ο Άγιος Καβάσιλας: “Ο νόμος του πνεύματος, που είναι η αγάπη για το Θεό, είναι νόμος φιλίας και ευγνωμοσύνης. Για να ακολουθήσει κανείς αυτό το νόμο δεν είναι ανάγκη να καταβάλει κόπους, ούτε έξοδα, ούτε να χύσει ιδρώτα [...].
Δεν είναι ανάγκη να αφήσεις τη δουλειά σου, ή να αποσυρθείς σε απόμερα μέρη, να διάγεις μια παράξενη ζωή και να φοράς ένα παράξενο ένδυμα. Δε χρειάζεται να κάμεις όλα αυτά. Μπορείς να μείνεις στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσεις τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας του ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη”. Και προσθέτει ο μεγάλος νηπτικός πατέρας αλλού:

“Πρώτα πρώτα, δε χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε το Θεό. Γιατί δεν υπάρχει τόπος από όπου λείπει ο Θεός, δεν είναι δυνατό να μην είναι μαζί μας, αφού ο Θεός είναι πάντα πιο κοντά σε κείνους που τοv καλούν, από όσο είναι η ίδια η καρδιά τους. Θα έλθει προς ημάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός”.

Στον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα δεν τονίζεται τόσο η αντιδικία με τη σάρκα, ενώ κρίνονται οι εξωτερικές συνθήκες και μορφές της ζωής (αναχωρητισμός, ένδυμα κλπ.) όχι απαραίτητες. Η ευσέβεια είναι αποκλειστικά έργο της δικής μας εσωτερικής διαθέσεως, της δικής μας θέλησης.
Άρα, σημαντικό στη διδασκαλία του Πατέρα Νικολάου, είναι ότι δεν θεωρειται απαραίτητο επακόλουθο του μυστικισμού ο αναχωρητισμός. Μένοντας μέσα στην καθημερινή, κοινωνική του ζωή ο άνθρωπος, μπορεί και πρέπει να την μετουσιώνει με τη μελέτη υψηλών πνευματικών θεμάτων, κατά μόνας, που θα διευκολύνουν τη μεταστροφή της βουλήσεώς του προς το πνευματικότερο. Σκοπός του είναι να περιγράψει τη θεία χάρη, όσο γίνεται απλούστερα, και πώς αυτή θα φτάσει στον κοινό χριστιανό. Και αυτό το κάνει με εξαιρετικά δυνατή θεολογική πνοή. Η εν Χριστώ ζωή είναι η ζωή του Χριστού, που μπαίνει μέσα στον καθένα μας με ένα μυστήριο οικειότητας. “Είναι φυσικό”, γράφει, “κάθε πράγμα να είναι δεμένο με τον εαυτόν του περισσότερο παρά με κάθε άλλο. Και όμως η ένωσή μας με το Χριστό είναι ακόμα πιο δυνατή. Οι μακάριοι άνδρες νοιώθουν τον εαυτό τους δεμένο περισσότερο με το Σωτήρα παρά με τον εαυτό τους. Ο Χριστός είναι την ίδια ώρα ξένος μας και ενδιαίτημά μας. Αναπνέουμε το Χριστό. Σε τούτο ακριβώς διαφέρει η Καινή από την Παλαιά Διαθήκη, στην παρουσία, εντός μας, του Κυρίου, που διαθέτει την ψυχή του ανθρώπου και την μεταπλάθει”.
Χρέος μας ιερό, κατά τον άγιο Πατέρα, είναι να μη σβήσουμε τη μέσα μας αναμένη λαμπάδα, αλλά να ψάξουμε μέσα μας και να ανακαλύψωμε την καθαρή ουσία της αρετής, την αξία της ανθρώπινης φύσης και την φιλανθρωπία του Θεού. Γράφει σχετικά ο Άγιος:
“Ούτε οι ναοί, ούτε οτιδήποτε άλλο ιερό, είναι τόσο άγιο όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός. Εκείνος που θα έλθει καθήμενος επί των νεφών είναι άνθρωπος, όπως είναι ασφαλώς Θεός. Καθένας μας μπορεί να λάμψει περισσότερο από τον ήλιο, να ανέβει στα σύννεφα, να πετάξει προς το Θεό, να τον πλησιάσει, να κάμει ώστε ο Θεός να τον κυττάξει με γλυκύτητα”. Ακόμη, μεγάλη σημασία για τον πιστό έχει η αυτογνωσία, γιατί μ' αυτή: “αν αναλογισθεί ο άνθρωπος την φτώχεια μέσα στην οποία ζει, ενώ έχει τόσο πλούσια φύση, επειδή άφησε την οκνηρία και τον ύπνο να τον περιτυλίξουν, μεγάλη λύπη και δάκρυα πολλά θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Αλλά την ημέρα όμως που θα κάμει τη ζωή του όπως έπρεπε να είναι, από πηγή θλίψεως και δακρύων που ήτανε, θα γίνει τότε η ζωή του πηγή ευδαιμονίας και πνευματικής χαράς”.
Με τα επιχειρήματά του ο Καβάσιλας κατορθώνει να ανακαλύψει τον πνευματικό άνθρωπο όχι μόνο στον αναχωρητή, αλλά και στην ίδια την ανθρώπινη φύση, με την οποίαν επικοινωνεί ο Θεός, ενώ καλεί κάθε Χριστιανό να κάνει την ίδια ανακάλυψη. Έτσι, από τον ασκητισμό του σώματος, τον πόλεμο κατά της σάρκας των ερημιτών της Νιτρίας στην Αίγυπτο, ανεβαίνουμε στην κορυφή της καθαρής πνευματικής χώρας τoυ ανθρώπου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πνευματική νίκη του Βυζαντίου.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ: Ο Καβάσιλας, ενώ εξαίρει το βάθος και τη σημασία του μυστηρίου για τη ζωή τoυ Χριστιανού δεν είναι εντούτοις εχθρός της επιστήμης. Με ιδιαίτερο ζήλο καλλιέργησε την αστρονομία, ενώ ασχολήθηκε και με άλλες επιστήμες. Η εκτίμησή του για την επιστήμη ήταν, τόση, ώστε φτάνει στο σημείο να ονομάσει τους αγίους ατελή όντα, “γιατί δε δέχτηκαν σε τούτο τον κόσμο ένα ανθρώπινο αγαθό, ενώ μπορούσαν να το αποκτήσουν. Και κάθε ον που δεν μπορεί να υψώσει σε ενέργεια ό,τι έχει μέσα του δυνάμει είναι ατελές”, προσθέτει ο Άγιος Νικόλαος. Συνεπώς, με τη διδασκαλία του συμφιλιώνει το θρησκευτικό μυστικισμό με τη σοφία του κόσμου τούτου.
Απολυτίκιο: “Ως θείος διδάσκαλος, και υποφήτης σοφός, δογμάτων της πίστεως, και αρετών ιερών, Νικόλαε Όσιε, έλαμψας εν τω κόσμω, διὰ βίου και λόγου. Όθεν Θεσσαλονίκη, τη ση δόξη καυχάται, και πόθω εορτάζει, την πάνσεπτον μνήμην σου”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Ανδρόνικος Δημητρακόπουλος (1872). Ορθόδοξος Ελλάς: ήτοι περί των Ελλήνων των γραψάντων κατά Λατίνων και περί των συγγραμμάτων αυτών. Εν Λειψίαι: Μέτζγερ και Βίττιγ.
2.Νικόλαος Καβάσιλας, κείμενο, μετάφραση Παναγώτη Χρήστου, Φιλοκαλία ασκητικών και νηπτικών, τομ 22, Πατερικές εκδόσεις, Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσ/κη, 1979.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ.


Ό Νικόλαος Καβάσιλας, μυστικός θεολόγος και ησυχαστής, πίστευε ότι ό άνθρωπος μπορεί να φθάσει σε υψηλή μυστική θεωρία όταν εκφράζει την προς τον Θεό αγάπη του έμπρακτα, αγαπώντας τα δημιουργήματά Του. Ό Καβάσιλας υπήρξε σπουδαίος θεολόγος του δεκάτου τετάρτου αιώνος και ή ηθική διδασκαλία του αντανακλά τις πνευματικές τάσεις και τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του.
Είχε λάβει άριστη παιδεία και υπηρέτησε την πολιτεία και την Εκκλησία. Για μια δεκαετία κατείχε σπουδαία κυβερνητική θέση υπό την ηγεσία του Ιωάννου ΣΤ.' Καντακουζηνού και γνώριζε καλά την υπάρχουσα κοινωνική αδικία. Παρά την αριστοκρατική καταγωγή του και την υποστήριξη του προς τον Ιωάννη Καντακουζηνό, έντονα τον προβλημάτιζε ή κοινωνική αδικία και ή υπόθεση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη. Μετά την απόσυρση του στην μοναχική ζωή, ό Καβάσιλας αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία και θεολογία.
Το έργο του «ή εν Χριστώ ζωή» δεν απευθυνόταν ούτε στους μοναχούς ούτε στους διανοουμένους αλλά στους απλούς ανθρώπους πού ήθελαν να ζήσουν χριστοκεντρικά. Ή ηθική διδασκαλία του τονίζει την σπουδαιότητα της έμπρακτης αγάπης μέσα στην κοινωνία. Θεωρούσε την ερημική και μοναστική ζωή αξιοθαύμαστη αλλά μάλλον εγωκεντρική. Δεν είναι ανάγκη να φύγει κάνεις απόσυρση τον κόσμο προκειμένου να έκφραση την αγάπη του προς τον Θεό, διότι εκδηλώνεται μόνον με την αγάπη και την καλοσύνη προς τα δημιουργήματα τού Θεού. Ή έμπρακτη αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο συμβάλλει στη σωτηρία τού ανθρώπους και τόνιζε πώς ό άνθρωπος είναι συνεργός στον νόμο τού Θεού- και ό νόμος τού Θεού είναι ό νόμος της αγάπης.
Οι ηθικές προτροπές τού Καβάσιλα είναι βασισμένες στη μυστηριακή θεολογία της Εκκλησίας και στους Μακαρισμούς τού Ευαγγελίου- ωστόσο δεν απευθύνονται μόνον στους μοναχούς ασκητές αλλά είναι προσιτές για όλους όσους θέλουν να τις ακολουθήσουν. Ιδού τί γράφει:
Ό νόμος της αγάπης είναι ό νόμος τού πνεύματος και δεν είναι κοπιώδες να εφαρμόζουμε τον νόμο αυτό, ούτε είναι απαραίτητο να υποφέρουμε ταλαιπωρίες ή να ξοδεύουμε χρήματα, μα κι ούτε είναι ταπεινωτικό για μάς . . . Δεν μάς εμποδίζει στην άσκηση τού επαγγέλματος μας. Ό στρατηγός μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του, ό αγρότης να καλλιεργεί την γη κι ό τεχνίτης να ασχολείται με τις τέχνες του. Κανείς δεν θα χρειαστεί να απέχει απόσυρση την συνηθισμένη εργασία του εξ αιτίας αυτού τού νόμου. Ούτε πάλι πρέπει να απομακρυνθεί σ' έρημο μέρος ... Κι αυτός πού μένει στο σπίτι είναι δυνατόν να ασχολείται με το νόμο τού Πνεύματος.
Κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα, οι Μακαρισμοί του Χριστού είναι ή κλίμακα με την οποία ανεβαίνουμε στην ηθική ζωή αυτοί πού πεινάνε και διψάνε την δικαιοσύνη, οι ελεήμονες, οι αγνοί στην καρδιά, οι ειρηνοποιοί, οι διωκόμενοι ένεκεν δικαιοσύνης, αυτοί αποτελούν το συστατικό μιας καλής κοινωνίας. Το να είσαι ελεήμων σημαίνει να μοιράζεσαι τον πόνο των άλλων, να θεωρείς τις δυστυχίες τους σαν δικές σου- να πεινάς και να διψάς για την δικαιοσύνη σημαίνει να εργάζεσαι για την ελευθερία των σκλάβων, να εργάζεσαι ανάμεσα σε καταδικασμένους εγκληματίες, σε μελλοθανάτους και να απονέμης σε όλους ότι είναι δίκαιο. Οι πιστοί δεν πρέπει να περιορίζουν την περί ηθικής αντίληψη τους μόνο σε θεωρητικά επίπεδα αλλά να την πραγματώνουν με έργα, γιατί ό Χριστός δεν μοιράστηκε τον πόνο των δυστυχισμένων μόνον με την θεωρία και την πρόθεση αλλά με έργα.
Ό μιμητής της αγάπης του Χριστού οικειοποιείται τις συμφορές και τα βάσανα των συνανθρώπων του σαν να είναι δικά του. Ή ηθική του Καβάσιλα είναι χριστοκεντρική ό Χριστός αποτελείτο παντοτινό πρότυπο της αληθείας και του τέλειου ανθρώπους.
ΒΙΒΛ. ΠΕΝΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΟΣ.

Τὶς ὁ νοῦς τῆς Θείας Λειτουργίας..........Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας



α΄

Στὴν τελετουργία τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων διακρίνουμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ ἔργο τῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων σὲ θεῖο σῶμα καὶ αἷμα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μεταλαμβάνοντας, κατορθώνουν νὰ κερδίσουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ν' ἀποχτήσουν σὰν κληρονομία τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μαζὶ μὲ ὅλα τ' ἀγαθὰ ποὺ ἀκολουθοῦν.

β'

Ὡς προπαρασκευὴ δὲ καὶ τελείωμα, στὸ ἔργο καὶ στὸ σκοπὸ ποὺ ἀναφέραμε, πρέπει νὰ ἰδοῦμε τὶς εὐχές, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀναγνώσεις τῶν θείων Γραφῶν καὶ ὅλα γενικά, ὅσα τελοῦνται ἤ λέγονται μὲ ἱεροπρέπεια πρὶν καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων. Καί, ἂν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δωρεὰν ὅλα τὰ ἅγια καὶ τίποτε ἀπ' αὐτὰ δὲν προσφέρουμε πρῶτοι ἐμεῖς σὰν δικό μας — γιατί ὅλα εἶναι εὐεργεσίες του — ὅμως, μᾶς δεσμεύει μὲ τὴν ἀπαίτησή του, πὼς πρέπει πρῶτα νὰ γίνουμε ἱκανοὶ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε καὶ ἔπειτα, κατ' ἀνάγκη, νὰ τὰ διατηρήσουμε. Καὶ σὲ κανέναν δὲν θὰ μετάδινε τὸν ἁγιασμὸ του ἂν δὲν πλησίαζε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μ' αὐτὴ τὴ διάθεση. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ βροῦμε τὸν ἁγιασμό μας στὸ βάπτισμα, στὸ χρῖσμα καὶ στὸ δεῖπνο του, τὴν ἁγία καὶ φρικτὴ Τράπεζά του.

γ'

Κι αὐτὸ ἴσα - ἴσα μᾶς φανέρωσε μὲ τὴν παραβολή του γιὰ τὸ σπορέα, ὅπου λέει: βγῆκε ὁ σποριάς, ὄχι νὰ ὀργώσει τὴ γῆ, μὰ γιὰ νὰ «σπείρει» (Ματθ. ιγ' 3)· γιατί τὸ ὄργωμα καὶ κάθε ἄλλη προπαρασκευὴ πρέπει νὰ γίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.

δ'

Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ὑποχρεωτικὸ στὴ σειρὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων νὰ γίνεται ἔτσι, δηλ. νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα καὶ πλήρως προπαρασκευασμένοι γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μέσα στὴν ἱερὰν ἀκολουθία τῆς λειτουργίας καὶ αὐτὰ τὰ κείμενα — ὅπως ὑπάρχουν. Σ' αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς βοηθοῦν οἱ εὐχές, οἱ ψαλμωδίες καὶ ὅ,τι ἄλλο μὲ ἱεροπρέπεια γίνεται ἤ λέγεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Γιατί, ὁλ' αὐτά, μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προδιαθέτουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, πρῶτα νὰ δεχτοῦμε, ὅπως πρέπει, τὸν ἁγιασμὸ καὶ μετὰ νὰ τὸν κρατήσουμε σίγουρα μέσα μας, μὲ τὴν πιὸ δυνατὴν ἀσφάλεια.


ε'

Ὁ ἁγιασμός μας ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία γίνεται μὲ δύο τρόπους. Στὸν πρῶτο τρόπο, τὸν βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα μας ὡς ὠφέλεια ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα. Οἱ εὐχές, ποὺ σὰν προσευχὴ ἀναπέμπουμε, ἐπιστρέφουν στὸ Θεὸ καὶ προξενοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας∙ ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ψαλμωδίες μας, ποὺ ἐξιλεώνουν τὸν Κύριο καὶ τὸν κάνουν νὰ στρέψει γλυκὰ τὸ βλέμμα του πρὸς ἐμᾶς. «Θῦσον γὰρ - λέγει ὁ ψαλμωδὸς - τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ', 14-15).

Μετά, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ μᾶς φανερώνουν καθαρώτατα τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κρίση του∙ ἀκόμα, σταλάζουν ἐπάνω στὶς ψυχές μας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀνάβουν μέσα μας τὴν ἀγάπη γιὰ Κεῖνον, κ' ἔτσι σιγὰ - σιγὰ μᾶς βάζουν σὲ μεγάλη προθυμία νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Κι ὃλ' αὐτὰ βοηθοῦν καὶ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαὸ νὰ κάνουν ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχή τους, ἱκανώνοντάς τους νὰ δεχτοῦν μέσα τους καὶ νὰ κρατήσουν ἄξια τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας∙ ἰδιαίτερα, ὅμως, προπαρασκευάζουν τὸν ἱερέα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ τελέσει τὴν ἀναίμακτη θυσία, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.

Αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκουμε πολλὲς φορὲς μέσα στὶς εὐχές, ὅπου ὁ ἱερεὺς προσεύχεται νὰ μὴ φανεῖ ἀνάξιος νὰ κρατήσει τὰ προκείμενα δῶρα, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ διακονήσει τ' ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, μπαίνει μέσα μας ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν θείων ρημάτων, ποὺ λέγονται καὶ ψάλλονται στὴν ὅλη τελετουργία τῆς θείας λατρείας.

ς'

Ὁ ἄλλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτά, κι ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα ὅσα τελοῦνται στὴ θεία λειτουργία, εἶναι αὐτὸς ἐδῶ: σ' ὅλ' αὐτὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου κι ὅσα Ἐκεῖνος ἔκαμε ἤ ἔπαθε γιά μᾶς. Γιατί, στὶς ψαλμωδίες καὶ στ' ἀναγνώσματα, καθὼς καὶ σ' ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελεῖ ὁ ἱερεὺς μέσα στὴ θεία λατρεία, φανερώνεται ἡ θεία οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος μας: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας φανερώνονται οἱ πρῶτες φάσεις τοῦ θείου ἔργου του∙ στὸ δεύτερο μέρος, σημαίνεται ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου του∙ καὶ στὸ τελευταῖο, ὅ,τι θ' ἀκολουθήσει. Καὶ πρέπει, ἐκεῖνοι ποὺ παρακολουθοῦν καὶ βλέπουν ὅλ' αὐτά, νὰ φέρνουν πάντα μπρὸς στὰ μάτια τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σημαίνονται μ' αὐτά.
 
Ἔτσι, ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ ἀναίμακτη θυσία ἡ ἴδια, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει» (Α' Κορ. ια' 26) καὶ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν Ἀνάληψή του, γιατί μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σὲ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχτηκε ὅλ' αὐτά, δηλ. πού σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ἐνῶ, ὅσα τελοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία, σημαίνουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἀπ' τὴ σταύρωση, δηλ. τὴν παρουσία του, τὴν δράση του, τὴν πλήρη φανέρωσή του. Τελευταῖα, ὅσα τελοῦνται καὶ λέγονται μετὰ τὴ θυσία, σημαίνουν «τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. κδ' 49∙ Πράξ. α' 4), τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνῶν — μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα — στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἕνωσή τους μ' Αὐτόν.


ζ'

Ἡ ὅλη μυσταγωγία παρουσιάζεται ἀκριβῶς σὰν μία εἰκόνα ἑνιαία του μοναδικοῦ σώματος τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος, βάζοντας τάξη σὲ ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπ' τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, κ' ἐναρμονίζοντάς τα μεταξύ τους.

η'

Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ψαλμοί, ποὺ σὰν προοίμια ψάλλονται, κι ἀκόμη πιὸ πρὶν ἀπ' αὐτούς, τὰ ὅσα γίνονται καὶ λέγονται στὴν πρόθεση τῶν τιμίων δώρων, φανερώνουν τὸν πρῶτο καιρὸ τοῦ θείου ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅσα ἀκολουθοῦν τοὺς ψαλμούς, δηλ. τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τ' ἄλλα, σημαίνουν τὴν περίοδο τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκολούθησε μετά.

θ'

Ἂν κ' ἔχει λεχθεῖ, πὼς γι' ἄλλο λόγο ἔχουν εἰσαχθεῖ τὰ ἀναγνώσματα κ' οἱ ψαλμωδίες, ὅτι δηλ. εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ μᾶς προδιαθέτουν γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν στὸ νὰ ἐξιλεώνουμε τὸ Θεό, ὅμως, τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ μποροῦν καὶ τὰ δυὸ νὰ συμβοῦν: τὰ ἴδια ἱερὰ ἄσματα καὶ ἀναγνώσματα, καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή, καὶ τὴ θείαν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ νὰ σημαίνουν.

Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ἐνδύματα: μᾶς ἐξυπηρετοῦν στὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ ντύνουμε ἤ νὰ τὸ καλύπτουμε, μ' αὐτὰ ἤ μ' ἐκεῖνα τὰ ροῦχα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἀλλὰ κάποτε, ὅταν βλέπουμε τὰ ἐνδύματα, καταλαβαίνουμε τὸ ἐπάγγελμα, τὸ βίο ἤ τὸ ἀξίωμα ἐκείνου ποὺ τὰ φορεῖ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θέμα μας. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιέχουν οἱ ἅγιες Γραφὲς θεόπνευστα λόγια καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ μελετοῦν ἤ τὰ ψάλλουν.

Ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ, κι ὅπως ἔχουν μπεῖ στὴ σειρά, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ βοηθοῦν δηλ. στὸ ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ζωῆς του. Κι ὄχι μονάχα τὰ ὅσα ψάλλουμε ἤ ὅσ' ἀναγινώσκουμε, μὰ καὶ ὅλα ὅσα τελετουργουνται ἐκεῖ ἔχουν τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Καὶ γίνεται μὲν τὸ κάθε τί γιὰ τὴν ἀναγκαίουσα περίπτωση τῆς στιγμῆς ὅπου παρουσιάζεται, ἀλλὰ στὸ βάθος πάντα κρύβει μιὰ σημασία ποὺ συμβολίζει κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα, τὰ θαύματα ἤ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως π.χ. εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ εἴσοδος τῶν τιμίων δώρων. Τὸ καθέν' ἀπ' αὐτὰ ἔχει μία χρησιμότητα: ἡ πρώτη εἴσοδος εἶναι γιὰ νὰ διαβαστεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ δεύτερη γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ θυσία. Ὅμως, σημαίνουν καὶ οἱ δύο τὴν παρουσία καὶ τὴν πλήρη φανέρωση: ἡ μία, τὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας του, μὲ ἀμυδρὴ καὶ ἀτελῆ ἀκόμη τὴ μορφή, του∙ ἡ ἄλλη, τὴν τελειότητα καὶ ὑπέρτατην εἰκόνα τοῦ προσώπου του.


Ἀκόμα, ὑπάρχουν μερικὰ ἀπ' ὅσα γίνονται ἐδῶ, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ φανερὴ χρησιμότητα, μὰ ποὺ γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δηλώσουν συμβολικὰ κάτι - ὅπως π.χ. ὅταν ὁ ἱερεὺς λογχίζει τὸν ἄρτο, ἡ γράφει ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ- ἤ, ἀκόμη, τὸ μαχαίρι ποὺ κεντᾶ τὸν ἄρτο καὶ ποὺ φέρει τὸ σχῆμα τῆς λόγχης- καί, τελευταῖα, ὅταν ὁ ἱερεὺς προσθέτει στὸ ἅγιο Ποτήριον τὸ ζεστὸ νερό.

ι'

Ἀνάλογα παραδείγματα θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς καὶ στ' ἄλλα Μυστήρια∙ ὅπως π.χ. στὸ Βάπτισμα, ὅπου, ὑποχρεωτικά, πρὶν βαπτιστοῦν ἔβγαζαν τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ροῦχα τους, ἅπλωναν τὰ χέρια τους καὶ φυσοῦσαν. Ἀλλά, βέβαια, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ χρησιμότητα, παρὰ ὁ συμβολισμὸς τῶν κινήσεων, ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ μῖσος γιὰ τὸ δαίμονα − ὅσο μῖσος πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα μας − καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν διώξει πολὺ μακριά του, ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀληθινὸς χριστιανὸς μετὰ τὸ βάπτισμα. Καί, φυσικά, ὅπου ὑπάρχουν τέτοιες πράξεις καὶ στ' ἄλλα μυστήρια θὰ ἔχουν πάντα καὶ τὴν ἀνάλογη σημασία τους.

ια'

Ὅσα τελοῦνται τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, ἔχουν ὅλα σχέση μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος∙ γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε καθαρὰ ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κ' ἔτσι ν' ἁγιάζει τὶς ψυχές μας, ποὺ θὰ γίνονται μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἄξιες νὰ δεχτοῦν τ' ἄχραντα Μυστήρια. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς τότε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ πραγματοποιήθηκε τὸ θεῖο ἔργο του, ἀνάστησε τὸν πεσμένο κόσμο τῆς οἰκουμένης, ἔτσι πάντα κάνει ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ τὸ βλέπουν ἐσωτερικὰ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ πάλι. Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει καμμιὰν ὠφέλεια ἂν δὲν τὸ ἐνστερνίζονταν μὲ τὴ μέσα θεωρία καὶ τὴν πίστη. Κ' εἶναι γι' αὐτὸ ποὺ ἔχει κηρυχτεῖ καὶ πού, γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε, χρησιμοποίησε χίλιους δυὸ τρόπους καὶ μέσα ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο γιατί, τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καρποφορήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἡ πραγματοποίησή του ἔμενε ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περίμεναν νὰ σωθοῦν. Βέβαια, τότε ποὺ πρωτοφανερωνόταν μὲ τὸ κήρυγμα, γεννοῦσε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ σεβασμό, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ - πράγματα ὡς τότε ἄγνωστα γι' αὐτούς∙ σήμερα, ὅμως, ὅταν θεωρεῖται ἐσωτερικὰ καὶ μὲ θέρμη ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἤδη χριστιανούς, δὲν γεννᾶ βέβαια κεῖνα τὰ εὐλογημένα αἰσθήματα μέσα τους, ἀλλὰ βρίσκοντάς τα μέσα τους τὰ διατηρεῖ, τ' ἀναγεννᾶ καὶ τὰ δυναμώνει. Κ' ἔτσι, τοὺς στηρίζει πιὸ πολὺ στὴν πίστη, καὶ τοὺς κάνει πιὸ θερμοὺς στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἀγάπη. Γιατί, ἐκεῖνα ποὺ δημιούργησε ἀπ' τὴν ἀνυπαρξία τότε, θὰ εἶναι πολὺ εὐκολώτερο νὰ τὰ διασώσει, νὰ τὰ διατηρήσει καὶ νὰ τ' ἀνανεώσει σήμερα. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, πάντα μ' αὐτὰ τὰ αἰσθήματα νὰ πλησιάζουμε τὰ ἅγια Μυστήρια∙ γιατί ἡ εὐλάβεια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, μᾶς ζεσταίνει ἐσωτερικὰ καὶ πολύ μᾶς ἀνυψώνει∙ ἐνῶ, χωρὶς ὅλ' αὐτά, καὶ ἁπλῆ ματιὰ ἔστω νὰ ρίξουμε στ' ἅγια Μυστήρια, βρισκόμαστε σὲ μεγάλην ἀσέβεια.

ιβ'

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μπεῖ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ θεωρία μέσα στὴν τάξη τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ μᾶς τοποθετεῖ συμβολικά, μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν προηγουμένων, μπροστὰ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μένουμε μονάχα μὲ τὴ σκέψη πρὸς τὰ τελούμενα, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴ μεγάλη φτώχεια τοῦ Πλουσίου∙ τὴν ξενητιὰ καὶ τὸν ἐρχομό σ' ἐμᾶς, Ἐκείνου, ποὺ κατοικοῦσε δικαιωματικὰ τὸν κάθε τόπο∙ τοὺς ἐξευτελισμοὺς τοῦ Εὐλογημένου κ' ἐγκωμιαζόμενου ἀπ' ὅλους∙ τὰ πάθη Ἐκείνου, ποὺ δὲν γνώρισε κανένα πάθος∙ γιὰ νὰ βλέπουμε πόσο μισήθηκε καὶ πόσον ἀγάπησε∙ πόσο ψηλὰ βρισκότανε καὶ πόσο ταπεινώθηκε γιὰ χάρη μας∙ πόσα χρειάστηκε νὰ κάμει καὶ πόσα νὰ πάθει, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει αὐτὸ τὸ θεῖο τραπέζι, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Κ' ἔτσι, θαυμάζοντας τὴν ἀνανέωση τοῦ σωτηρίου ἔργου του κι ἀναμετρώντας συγκλονισμένοι τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν του, νὰ δείξουμε τὴν εὐλάβειά μας σ' Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ τόση φιλανθρωπία μᾶς σπλαχνίστηκε καὶ μᾶς ἔσωσε: μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐμπιστευτοῦμε τὴν ψυχή μας, νὰ τοῦ παραδώσουμε ὁλάκερη τὴ ζωή μας καὶ ν' ἀνάψουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης του. Κι ὅταν πιὰ φτάσουμε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὴ φωτιὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων μὲ οἰκειότητα καὶ δίχως κανέναν κίνδυνο.

ιγ'

Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν ἀρκεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μάθαμε κάποτε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἤ τὸ ὅτι πιὰ τὴν ξέρουμε, γιὰ ν' ἀποχτήσουμε τὴν πνευματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποία πρὶν λίγο ἀναφέραμε. Ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ ἔχουμε καρφωμένα τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἐκεῖ καὶ νὰ θεωροῦμε ἐσωτερικὰ τὰ γινόμενα, διώχνοντας ἀποτελεσματικὰ κάθε ξένο λογισμό, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε στὴν ψυχὴ μας ἐκεῖνες τὶς διαθέσεις καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀναφέραμε, προκειμένου νὰ δεχτοῦμε τὸν ἄνωθεν ἁγιασμό. Γιατί, κι ἂν τύχει καὶ ξέρουμε καλά τούς λόγους τῆς θρησκείας μας, κατὰ τρόπο πού, ἂν μᾶς ρωτήσει κάποιος κάτι νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε σωστά, ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση δὲν θὰ μᾶς ὠφελήσει σὲ τίποτε ἀπολύτως, ἂν τὴν ὥρα τῆς μυσταγωγίας δὲν προσέχουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖ, ἀλλ' ἀφήνουμε τὸ νοῦ μας νὰ τρέχει σ' ἄλλα πράγματα - τέτοια ξερὴ γνώση, δὲν μπορεῖ ν' ἀφήσει κανέν' ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ προαναφέραμε νὰ εἰσέλθει μέσα μας. Γιατί, οἱ διαθέσεις μας δημιουργοῦνται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σκέψεις ἐκείνης τῆς ὥρας∙ ἑπομένως, καὶ τὰ πάθη κ' αἰσθήματα ποὺ δοκιμάζουμε εἶναι ἀποτέλεσμα, ποιοτικά, ἀνάλογο πάντα μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὰ γέννησαν.


ιδ’

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπινόησαν αὐτὸν τὸ συμβολικὸ τύπο στὴ θεία λειτουργία γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο: γιατί δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ μᾶς μιλήσει μὲ λόγια μόνο, ἀλλὰ φέρνει τὰ πάντα μπρὸς στὰ μάτια μας, φανερώνοντας ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας. Κι αὐτό, γιατί θέλουν, ἀπ' τὴ μιὰ μεριά, νὰ ἐπιδράσει εὐκολώτερα πάνω στὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴ μείνει μία ἁπλῆ θεωρία μονάχα, γιὰ νὰ χαράξει μέσα μας ἐκεῖνο τὸ βαθὺ πάθος κ' αἴσθημα, ἔτσι πού, αὐτὰ ποὺ φανταζόμαστε, μὲ τὴν πρόσθετη αὐτὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, νὰ τυπωθοῦν καὶ νὰ μείνουν καθαρώτερα μέσα μας. Ἀπ' τὴν ἄλλη μεριά, θέλουν ἀκόμη, αὐτὸς ὁ τύπος τῆς λειτουργίας νὰ μὴν ἀφήσει τὴν παραμικρὴ λαβὴ στὴ λήθη, μήτε ν' ἀφήσει νὰ στραφεῖ ὁ λογισμὸς πρὸς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὥσπου νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ οὐράνιο τραπέζι. Κ' ἔτσι πιά, γεμᾶτοι ἀπὸ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἔννοιες κ' ἔχοντας ἀνθισμένη τὴ μνήμη ἀπὸ θεῖες εἰκόνες, νὰ μεταλάβουμε τ' ἄχραντα Μυστήρια, προσθέτοντας στὸν ἁγιασμὸ μας ἕνα νέον ἁγιασμὸ - δηλ. στὸν ἁγιασμὸ τῆς ἐσωτερικῆς μας θεωρίας προσθέτουμε τὸν ἁγιασμὸ τῆς τελετουργίας — καὶ «μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β' Κορ. γ' 18), ἀπὸ τὴν κατώτερη στὴ μεγαλύτερη καὶ ὑψηλότερην ἀπ' ὅλες τὶς δόξες.

http://www.agiazoni.gr