Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

††† Η καταφατική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία




H ορθόδοξη θεολογία διακρίνεται σε καταφατική και αποφατική. Στὴ καταφατική της Αγίας Γραφής , δύναται να προσδιοριστεί τί είναι Θεός ενώ στὴν αποφατική να προσδιοριστεί τί δεν είναι Θεός. Έτσι, μὲ καταφάσεις και αρνήσεις, να προσεγγίσει ο άνθρωπος τὸ μυστήριό του Θεού.


Ωστόσο η ενέργεια του καταφάσκω, αποτελεί πράξη επιβεβαίωσης και αποδοχής της πραγματικότητας όπως την ορίζει ο ανθρώπινος κοινός νους. Συμβαίνει το ίδιο και με την απόφαση; Υπάρχει συγκατάθεση και συναίνεση του ανθρώπινου νου ή ενδόμυχα προκύπτει πνεύμα αποδοκιμασίας;

Η προσέγγιση ενός όρου όπως η απόφαση, αποτελεί επιτυχής θεολογική επίτευξη στην εποχή μας διότι δεν είναι εύκολο να κατανοήσει και να παραδεχθεί τη γνωσιολογική σημασία του αποφατισμού. Η γνώση γι’ αυτόν έχει αποκλειστικά καταφατικό χαρακτήρα και γι’ αυτό ο αποφατισμός νοείται ως άρνηση της γνώσης. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η άποψη αυτή γίνεται ανεπιφύλακτα αποδεκτή, όχι μόνο από τον απλό μέσο άνθρωπο, αλλά ακόμη και από την επιστήμη. Αν όμως μια τόσο γνωσιολογική άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι σωστή και να ισχύει για την επιστήμη, τη φύση και γενικότερα για την κτιστή πραγματικότητα, δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ για την άκτιστη φύση του Θεού.

Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, έναν από τους σημαντικότερους Θεολόγους και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου, θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «κατάφαση» και «απόφαση», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία.



Η Κατάφαση ως παιδαγωγική εναρκτήρια οδό, της θεολογίας

Στην Ορθόδοξη θεολογία υπάρχουν δύο θεολογικοί δρόμοι προσπέλασης προς το Θείο μυστήριο. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν ο μεν πρώτος στην καταφατική ο δε δεύτερος, στην αποφατική θεολογία. Η πρώτη μορφή της θεολογίας αποτελεί την αρχική και παιδαγωγική οδό, και χωρίς αυτή δεν πρόκειται ποτέ κανείς να φθάσει "ακινδύνως"στην δεύτερη. Η καταφατική θεολογία, αποτελεί αρχή και οδηγό. Είναι κατήχηση. Είναι γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Είναι κήρυγμα προς τους ορθοδόξους, ως αρχικό στάδιο πνευματικής ζωής. Είναι κάλυψη λογική των "δούλων"και των "μισθωτών."Όσο άσχημο είναι να μείνει κανείς μόνιμα στην αρχή, άλλο τόσο, ίσως και περισσότερο επικίνδυνο, είναι να νομίσει κανείς, ότι η θεογνωσία αποτελεί νοησιαρχική κατάκτηση, που προκύπτει χωρίς προσωπική εμπειρία. Άλλωστε χωρίς παιδαγωγική μέθοδο, είναι αδύνατο από την Εκκλησία να φτάσει κανείς υπερβατικά, στην πνευματική κατάσταση να βλέπει το Θείο και άκτιστο φώς.



Η κατάφαση, ως φυσική ανάγκη για την ερμηνεία της δημιουργίας

Ενδείξεις περί της υπάρξεως του Θεού, εκτός της ορθοδόξου θεολογικής προσέγγισης, υπήρχαν ανέκαθεν στα πλαίσια της κοσμολογίας, η οποία ως αφετηρία έχει την υπόσταση γενικά του κόσμου ως δημιουργήματος, καθώς και την σκόπιμη συγκρότησή του. Η παρατήρηση των γεγονότων που συμβαίνουν στο σύμπαν, έχει πείσει ότι τίποτε τυχαίο και αναίτιο δεν υπάρχει στη γένεση και τη ζωή των όντων. Κάθε τι που υπάρχει, κάθε ζωντανό ον, είναι αποτέλεσμα μιας άλλης αρχής, η οποία το γέννησε και το παρήγαγε. Η όλη παραπάνω τέλεια συγκρότηση, συνηγορεί καταφατικά στο ενδεχόμενο της συμμετοχής, μιας ανώτερης δύναμης στο έντεχνο συντονισμό της «θείας καταφατικής διοικήσεως» του σύμπαντος. Για τον παραπάνω λόγο και πριν καν ο ανθρώπινος νους κατανοήσει χαρισματικά την βιβλική δημιουργία της πλάσης, έχει τις τέλειες καταφατικές, κοσμολογικές ενδείξεις, ότι ένα υπερτέλειο θείο ον, με αγαθότητα, δικαιοσύνη, αγιότητα και αγάπη δημιούργησε κάτι το πολύ ανώτερο, δημιούργησε τα πάντα. Στη σκέψη του αυτή, ο άνθρωπος για πρώτη φορά συναντά, την κατάφαση στη θεολογία.



Ο όρος κατάφαση, στην αναζήτηση του Θεού

Στα πλαίσια της οντολογικής αναζήτησης του Θεού, ως εσωτερική ανάγκη και επιθυμία, ο θεολόγος, δύναται να Του αποδώσει πολλές ονομασίες τις λεγόμενες θεωνυμίες. Οι θεωνυμίες προέρχονται κατά βάση από την αρχική θεολογική εμπειρία και λόγω της συνειρμικής νοητικής αδυναμίας της αντίληψης του άυλου και υπερβατικού Θεού, αιτιωδώς, ο Θεός παρουσιάζεται με συμβολικές παραστάσεις ακόμα και με χέρια και πόδια. Ο συμβολικός αυτός τρόπος, που προέρχεται από την εμπειρία της ζωής του Χριστιανού, εκ των πραγμάτων και λόγω της ενδοκοσμικότητας του ανθρώπου, έχει προτεραιότητα στη ζωή, «εκ φύσεως». Ότι χειροπιαστό κατέχει και αισθάνεται, μπορεί να το αποδείξει, άρα και να το κατανοήσει.

Αποδέχεται λοιπόν ο άνθρωπος την καταφατική θεολογική σκέψη, πρωταρχικά ενστικτωδώς, μελετώντας το Θεό ως οντότητα.



Η καταφατική προσιτή φύση του Θεού

Η καταφατική θεολογία, στηρίζεται σε καταφατικούς περί Θεού ορισμούς, σημαντικότερος των οποίων είναι η απόλυτη ιδέα του όντος. «Εγώ ειμί ο ών». Έτσι αποκαλύπτεται ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στον Μωυσή, δίνοντας την πρώτη Του, οντολογική υπόσταση. Συνεπώς η κατάφαση στο «θεολογείν» λαμβάνει «θείο εναρκτήριο λάκτισμα» Η θεμελίωση της στη συνέχεια, γίνεται από τον ίδιο το Χριστό, κατά το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, την ανάμνηση του μυστικού δείπνου με τους μαθητές του. Η θέληση του θεανθρώπου να εισάγει στην τελευταία του συνάντηση με τους συνεχιστές του Χριστιανισμού, Αποστόλους μαθητές Του, την υλική, κοσμική, περιγραφική, συμποσιακή συνάθροιση, δίνει την εξ αρχής διαπίστευση στην καταφατική προσέγγιση της μετέπειτα χριστιανικής λατρείας.



Ο όρος της αποφατικής θεολογίας

Η αποφατική θεολογία αποτελεί, την ανώτερη ορθόδοξη θεολογία. Είναι η ταπείνωση της σκέψης μπρος στην απεραντοσύνη του μυστηρίου του Θεού. Είναι η άρνηση να εξαντλήσει κανείς σε σκέψεις και νοήματα την γνώση του Θεού, ο οποίος υπερβαίνει κάθε σκέψη και κάθε νόημα. Αρχίζει όταν «καταλάβει ο άνθρωπος ότι δεν πρέπει να θεωρεί ως "κάτι"το μυαλό του, ούτε να καμαρώνει γι'αυτό. Είναι ο λόγος του Σιλουανού, ότι ο Θεός και βλεπόμενος παραμένει μυστήριο.

H αποφατική θεολογία κατά την ερμηνεία της, θεωρήθηκε ως φιλοσοφία επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική πλατωνική θεώρηση. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιες εξόφθαλμες ομοιότητες, που αφορούν στην ορολογία μεταξύ του Πλάτωνα (ή και των Νεοπλατωνικών ακόμα) και των Πατέρων της Εκκλησίας. Κάνοντας όμως μια βαθύτερη διερεύνηση, εντοπίζουμε ότι υπάρχει, μία ουσιαστική διαφορά, μεταξύ της ορθόδοξης αποφατικής θεολογίας και της ελληνικής αντίληψης περί του Θεού. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, φτάνουμε στη γνώση του Θεού μέσω της προγενέστερης θεώρησης «της ψυχής», ιδιαίτερα καθ’ όσον αυτή γεννά κάτι και μεταφέρει «μια διαρκή ροή του είναι» και στη συνέχεια μέσω της θεώρησης «της τάξης, η οποία υπάρχει στην κίνηση των άστρων», δηλαδή «ο λόγος, ο οποίος ταξινόμησε το σύμπαν» Η γνώση του Θεού κατά τον Πλάτωνα, γίνεται μέσα από την έκσταση, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται με το αμετάβλητο. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα , είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό, για τον λόγο αυτό δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εύρεσης του Θεού.

Η όλη «αποφατική Θεολογία» του Πλάτωνα αφορά τελικά, στην αφαίρεση από την ανθρώπινη σκέψη όλων των ελαττωμάτων της περιορισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Είναι εμφανής, η προσπάθεια να απαλλαγεί ο άνθρωπος, όχι από τα κτιστά, αλλά από τα μεταβλητά. Και αυτό διότι για τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει η δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξη δεν υπάρχει διάκριση δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα.



Διάκριση καταφατικής - αποφατικής οδού, από την σχολαστική θεολογία

Ότι φαίνεται όμοιο, ή μοιάζει με όμοιο, κατά κανόνα αν δεν διέπεται από τις ίδιες δογματικές αρχές, φέρει πηγαία και ουσιαστική διαφορετικότητα. Στην μακρά διαφορετική πορεία του ορθοδόξου δόγματος από την δυτική μεθοδολογία και λόγω της ομόηχης προσέγγισης, υπάρχει η σύγχυση σε ορθόδοξα εγχειρίδια δογματικής κατόπιν απλούστευσης, ότι η κατάφαση και η απόφαση αποτελούν αν όχι ταυτόσημες, ανάλογες έννοιες και μέθοδοι, με την δυτική διαλεκτική και προβληματική της θετικής και αρνητικής θεολογίας των σχολαστικών.

Η δυτική μεθοδολογία των σχολαστικών, στηρίζεται κατά βάση, στην ενιαία διαλεκτική, ανεξάρτητα τα γνωρίσματα, τις έννοιες και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται ως περιβολή. Η όλη λογική αναζήτηση και ανάλυση που χρησιμοποιείται κατά την μεθοδολογία αυτή, οδηγεί πρωτίστως στην θετική οδό, (via affirmationis), όπου κατά την «σύλληψη» του θείου, του αποδίδονται γνωρίσματα και ονόματα. Το περιεχόμενο των ονομάτων που αποδίδονται στο Θεό, αποτελεί υποσύνολο της κτιστής πραγματικότητας. Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη οδός, η αρνητική (via negationis), όπου πλέον ο Θεός παρουσιάζεται ως άυλος και αιώνιος. Είναι αντιληπτό στην παραπάνω θεώρηση, ότι απουσιάζει η εμπειρία των ορθοδόξων από την οποία πηγάζει η καταφατική ορθόδοξη θεολογία, καθώς επίσης δεν γίνεται, καμία συσχέτιση των ορισμών τις αρνητικής θεολογίας, με την φωτοφάνεια, την θέα του Θεού, το θείο και άκτιστο φώς των ορθοδόξων. Απεναντίας στην όλη θεώρηση της δυτικής μεθοδολογίας, γίνεται αντιληπτή μια διαλεκτική και νοητική πορεία που με λογικές ερμηνείες και ονοματισμούς, διαμέσου της κτιστής πραγματικότητας, χωρίς Θεοφάνεια γίνεται η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού.

Στη θεολογία των Σχολαστικών θεολόγων είναι σαφές, ότι με την θετική οδό, αποδίδονται ονόματα στο Θεό, αλλά και με την αρνητική, στερητική οδό, αφαιρούμε αυτά τα ονόματα από το Θεό, όχι για να μη τα αποδώσουμε σε Αυτόν , αλλά για να καθαρίσουμε τα ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται στης ορθόδοξη καταφατική και αποφατική θεολογία όπου, η μέθοδος αποδόσεως ονομάτων στο Θεό είναι απλή. Δηλαδή αποδίδονται ονόματα και αφαιρούνται ονόματα, χωρίς να γίνονται αποδεκτοί, κανόνες της λογικής, γιατί οι κανόνες της λογικής ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα του Θεού. Για το Θεό δεν ισχύουν κανόνες της λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στο Θεό, καθώς και κανένα σύστημα λογικής. Μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμιά ομοιότητα. Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα, που είναι ο Θεός. Δεν υπάρχουν κανόνες των κτισμάτων, που να εφαρμόζονται στα άκτιστα .

Η κατάφαση και η απόφαση στην ορθόδοξη θεολογία δεν προέρχονται από φιλοσοφικό στοχασμό. Ο στοχασμός απαγορεύεται στον ορθόδοξο θεολόγο της Εκκλησίας, όταν πρόκειται να θεολογήσει. Γι’ αυτό, ο μόνος συνετός τρόπος του να μελετά κανείς την Αγία Γραφή δεν είναι ο στοχασμός, αλλά η προσευχή. Ποια όμως προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται τον άνθρωπο και προσεύχεται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος φωτίζεται και γίνεται ικανός να κατανοεί ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και να οδηγηθεί από φωτισμένος, που είναι, στην θέωση.



Η καταφατική και αποφατική οδός, ως αναπόσπαστη και ενιαία μέθοδος

Μεταξύ της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας φαίνεται να υπάρχει μια διαλεκτική αντίθεση, ωστόσο για την ορθόδοξη πατερική παράδοση καμιά αντίθεση δεν είναι νοητή μεταξύ τους. Απεναντίας, ανάμεσά τους υπάρχει μια άρρηκτη και λειτουργική ενότητα και σχέση. Τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία , δεν αποτελούν καρπούς νοησιαρχικού στοχασμού, αλλά θεμελιώνονται εξολοκλήρου στη θεία αποκάλυψη και στην εμπειρία. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένες, με την ορθόδοξη παράδοση και εξετάζονται από κοινού, ως κοινή θεολογική σκέψη και ζωή. Ο θεολόγος δεν δύναται ούτε να εξετάσει την κάθε μια ξεχωριστά, αλλά ούτε και να χρησιμοποιεί την κατάφαση ανεξάρτητα από την απόφαση. Μια τέτοια θεώρηση, πέραν ότι τον απομακρύνει από την ορθόδοξη παράδοση, όπου η γνωσιολογία με την οντολογία συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται, εγκυμονεί θεσμικούς και δογματικούς κινδύνους. Η πρώτη και κύρια μορφή κινδύνου που γεννά η διαφορετική μελέτη της κατάφασης από την απόφαση, αφορά στην προσπάθεια εντοπισμού και καταγραφής των ιδιοτήτων του Θεού ως ανεξάρτητη προσέγγιση. Άμεσα ο διενεργών τη μελέτη, παγιδεύεται στις γνωσιολογικές προσεγγίσεις του θείου και αναζητά, σ αυτόν φυσικές ιδιότητες. Τότε ο Θεός δύναται να μεταβληθεί σε φυσικό ή μαθηματικό μέγεθος, που αιτιωδώς θα ερμηνεύεται αποκλειστικά με ποσότητες και αξιώματα καθώς και με ενδοκοσμικές παραδοχές κτισιολογίας.

Στην αντί πέρα όχθη, της επικινδυνότητας, παρουσιάζεται η αποσύνδεση και απομάκρυνση της αισθητής και νοητής ύπαρξης του θείου, επικρατώντας ένας άκρατος αποφατισμός. Η αυτή και ανέκφραστη μορφή, προσδίδει στο Θεό, μια ελλιπή αναγνωσιμότητα, κυρίως στα πρώτα στάδια του «θεολογείν» όπου τα ανθρώπινα δεδομένα δεν θα περιέχουν την εμπειρία των ορθοδόξων και θα είναι αδύνατο να ανταποκριθούν. Οι έννοιες της αγάπης, του θείου έρωτα, της προσκόλλησης και εμμονής στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό που οδηγεί στη θεοπτία, απομακρύνονται λόγω της αδυναμίας διείσδυσης στα όρια του επιστητού. Η γνώση διασπά το χαλινωτήριο λίκνο με την πράξη, η εμπειρία καταλαμβάνεται από νοητική ανυπαρξία με αποτέλεσμα η διαπροσωπική σχέση του ανθρώπου με το Θεό να ασθενεί.



Η έννοια της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας

Η έννοια του Θεού στη σχέση του με τον κόσμο ή ακόμη και στις εμπειρίες που έχουν με Αυτόν, είναι ο καταφατικός και αποφατικός τρόπος, με τον οποίο τις περιγράφουν. Η διάκριση μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστού κόσμου δεν αποτελεί απλώς και μόνο μια οντολογική διάκριση, την οποία μπορεί ο θεολόγος να αποδεχθεί, χωρίς να συνειδητοποιήσει τις άμεσες και βαθύτερες γνωσιολογικές συνέπειες και προεκτάσεις της. Ωστόσο ο άκτιστος Θεός σχετίζεται με τον κτιστό κόσμο διαμέσου των ενεργειών του .Έτσι γίνεται γνωστός από αυτές τις ενέργειες κατά την εκδήλωσή τους στην κτίση και στην ιστορία. Άλλα κατά την ουσία του, τη φύση και τον τρόπο των ενεργειών του, καθώς και τον τρόπο της υπάρξεώς του ως Αγία και ομοούσια Τριάδα, παραμένει τελείως υπερβατικός και απρόσιτος. Παραμένει λοιπόν γνωστός και άγνωστος. Αυτές οι δύο διαφορετικές όψεις του Θεού αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η θεολογία με τις δυο διαφορετικές και φαινομενικά αντίθετες οδούς, της κατάφασης και την απόφασης.



Το δογματικό πλαίσιο της αποφατικής και καταφατικής Θεολογίας

Έχοντας υπόψη του ο θεολόγος, ότι ο Θεός υπερβαίνει κάθε τελειότητα, αναλαμβάνει να του αποδώσει, εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, σύμφωνα με τα οποία παρόλη την αγνωσία Του, θα αναγνωρίζεται (μορφή αναγνώρισης), ως το ύψιστο αγαθό. Η παραπάνω θεολογική προσέγγιση είναι φανερό ότι αποτελεί, όχι μόνο δυσβάσταχτη ευθύνη, αλλά επίπονο και δύσκολο έργο, δεδομένου ότι οι πηγές αποκάλυψης και περιγραφής Του θείου πλάσματος,όχι μόνο είναι αδύνατο να τις χωρέσει ανθρώπινος νους, αλλά ελλοχεύουν θεολογικά ατοπήματα όταν παρερμηνευτούν τα της θείας Αποκαλύψεως και Αγίας Γραφής. Για τον λόγο αυτό η διατύπωση των θείων ονομάτων είτε αυτά αφορούν στο τι είναι ο Θεός (καταφατική όψη), είτε αφορούν στο τι δεν είναι (αποφατική όψη), προκύπτουν από την αποστολική παράδοση, από θεοφώτιστους ανθρώπους, όπου η θεία χάρη τους έχει κυριεύσει.

Αν ο θεολόγος με λογικές συνειρμικές ερμηνείες προσπαθήσει να αποδώσει τα «του Θεού» γνωρίσματα, κινδυνεύει να καταληφθεί από την θεωρεία των δυτικών σχολαστικών. Αν πάλι εκ παραδρομής αγνοήσει την καταφατική όψη του Θεού και απομονωθεί προς τον αποφατισμό, οδεύει προς την πλάνη και την υπερβολή. Η γνώση του Θεού, έχει αποφατικό και καταφατικό χαρακτήρα, και είναι τόση, όση εκείνος έχει επιτρέψει.




--------------------------
Βιβλιογραφία

- Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1988) 203-210.

- Μεταλληνός, Γεώργιος Δ., Σχέσεις καὶ αντιθέσεις . Ανατολή καὶ Δύση στὴν πορεία τοῦ Νέου Ελληνισμού,( Αθήνα, Εκδόσεις Ακρίτας, 1998)

- Στανιλοάε Δημήτριος, Εισαγωγή στη «Μυσταγωγία» τοῦ Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, Μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής (Αθήνα, Εκδόσεις Αποστολικὴ Διακονία, 1997)

- Ρηγόπουλος Γ.Χ, Ιησούς Χριστός ο «Παράκλητος», Δελτίο Βιβλικών μελετών 57,τομ 1ος τεύχος 1ο ( Αθήνα εκδόσεις « ο άρτος της ζωής» 1971)

- Runciman St., Η Μεγάλη εκκλησία εν Αιχμαλωσία, μτφρ. Ν. Παπαρρόδου,(Αθήνα Εκδόσεις Μπεργαδή, 2000)

- Τρεμπέλα, Π. Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατικὴ Θεολογία : Μάξιμος ὁ Ὀμολογητής, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Σωτήρ, 1980)

- Φλορόφσκυ Γεώργιος, Βυζαντινοί πατέρες 5ου αιώνα,( Θεσσαλονίκη Εκδόσεις Πουρνάρα 1992)

†† Η Ζωή για τον καθένα αρχίζει, όταν γίνει ελεύθερος Γράφει ο αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος



Η Ζωή για τον καθένα, ξεκινά όταν νιώσει ελεύθερος... όταν γίνει ελεύθερος, όταν είναι ελεύθερος.

Η Ελευθερία στον άνθρωπο δόθηκε ελεύθερα από τον Θεό. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος.


Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ελεύθερος. Ελεύθερος από κάθε τι που θα τον εμποδίσει να γνωρίσει και να ενωθεί με τον Δημιουργό Του. Η ελευθερία του ανθρώπου δεν έγκειται απλά στο θέμα της «επιλογής» ανάμεσα στο κακό και το καλό. Η ελευθερία του ανθρώπου πρέπει να εμποτίζει την ζωή του με τέτοιο τρόπο ώστε ακόμα και οι έννοιες του καλού και του κακού να μην αντικατοπτρίζουν οριοθετημένους ορισμούς επιλογών.

Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι τελικά ο σκλάβος του Θείου Έρωτος, ο Άγιος. Και μόνο έτσι μπορεί να βιωθεί στην τελεία της μορφή η ελευθερία. Μία ελευθερία που χαρακτήριζε την χαρισματική ζωή των δια Χριστόν σαλών, μία ελευθερία που επισκίαζε κάθε ηθικιστική θεώρηση της ζωής. Μία ελευθερία που έσβηνε τα «πρέπει» των ανθρώπων και στην θέση τους έβαζε το «όστις θέλει…».

Το βίωμα του Θεού κάνει πέρα τις βιτρίνες της «έξωθεν καλής μαρτυρίας», διότι ο άνθρωπος του Θεού δεν έχει ανάγκη από την «άποψη» των ανθρώπων για την ζωή του, δεν έχει ανάγκη ούτε από επαίνους, ούτε από ύβρεις, έχει βρει τον Θεό και έχει αναπαυτεί, έχει ειρηνεύσει. Ο άνθρωπος του Θεού, ο Άγιος, ζει και κινείται ήδη απόαυτήν την ζωή μέσα στην Βασιλεία Του, και γι’ αυτό κινείται ελεύθερα, απαθώς, σιωπηλά, με το ήθος των νεκρών.

Όταν στην ζωή μας, θα ανθίσει η πραγματική ελευθερία, τότε θα καταλάβουμε γιατί οι άγιοι δεν μένανε στους τύπους και τα σχήματα, τότε θα καταλάβουμε γιατί ο Χριστός πολέμησε τόσο πολύ τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς.

Ίσως τότε θα καταλάβουμε γιατί μας αγαπά, γιατί μας συγχωρεί, γιατί μας δέχεται χωρίς να περιμένει τίποτα από εμάς…διότι Του αρκεί έστω ένα: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου…».

Βρίσκοντας την ελευθερία του ο άνθρωπος, βρίσκει το "κατ'εικόνα"του και έτσι αρχίζει πλέον να προρεύεται προς το "καθ'ομοίωσιν".

Ο ελεύθερος άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος του Θεού, ο άνθρωπος που άγγιξε κατά χάριν την θεανθρωπία, ο άνθρωπος εκείνος που ζει ελεύθερα χωρίς να ενοχλεί, αλλά μόνο να αγιάζεται και να αγιάζει…

†† Μέτρησα τα χρόνια μου...




Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα…

Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.


Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.

Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.

Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί.

Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.

Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση.

Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους.

Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους.

Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους.

Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους.

Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.

Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων…

Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.

Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν…Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’ όσες έχω ήδη φάει.

Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.

Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»




Από τον Mario de Andrade (Ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφο και μουσικολόγο από τη Βραζιλία)
Από το Περιοδ. «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»

Ιησού; Τί κοινό υπάρχει μεταξύ μας;



Και, λοιπόν, στο σημερινό Ευαγγέλιο βλέπουμε πώς ήρθε ο Χριστός, πώς ο δαιμονισμένος άνθρωπος – με τον οποίον καμιά φορά τόσο μοιάζουμε – στάθηκε μπροστά Του – πρόσωπο με πρόσωπο –, και Τον ρώτησε – Τον Άνθρωπο, Τον μοναδικό γνήσιο Άνθρωπο: Τί δουλειά έχεις  μ΄εμένα, Ιησού; Τί κοινό υπάρχει μεταξύ μας; Γιατί ήρθες; Για να με βασανίσεις; Και ο Χριστός διέταξε να βγει το  κακό και καταστρεπτικό πνεύμα από τον άνθρωπο. Και ο νους του ανθρώπου φωτίστηκε, η καρδιά του ηρέμησε, και ο ίδιος έγινε πάλι άνθρωπος και άρχισε, στα πόδια του Χριστού, να Τον ακούει, να ακούει το λόγο της ζωής.
Όλοι εμείς μπορούμε να πλησιάσουμε έτσι προς το Χριστό, έστω στις προσευχές μας, έστω μέσω των μυστηρίων, εκείνων των ισχυρών, αήττητων ενεργειών του Θεού για να γίνουμε ελεύθεροι, ελεύθεροι από όλες τις καταστροφικές δυνάμεις μέσα μας – αν μόνο διαμένουμε μαζί με το Χριστό για να γίνουμε εντελώς υγιές και δεν επιστρέφουμε ξανά σε ό,τι μας δηλητηριάζει και μας καταστρέφει, αλλά κηρύττουμε στον κόσμο τί μας έχει προσφέρει ο Χριστός.
Γι΄αυτό ας μην διαβάσουμε αυτή την ιστορία σαν να είναι μακριά από μας σαν να μην έχει καμία σχέση με μας. Μας αφορά άμεσα. Ας κοιτάξουμε μέσα μας. Τί υπάρχει, που μας σκοτεινιάζει το νου, συσκοτίζει την καρδιά μας, οδηγεί τη θέλησή μας στο κακό, κάνει τα λόγια μας κενά, κακά, τρομερά και νεκρά, και τις πράξεις μας καταστροφικές; Ας πλησιάσουμε προς τον Χριστό, όπως  δαιμονισμένος, στην εξομολόγηση, στη μετάληψη, στο ευχέλαιο και στις προσευχές μας. Μα, ας ζητήσουμε και από τους δικούς μας και τους φίλους μας να μας θυμηθούν στις δικές τους προσευχές. Και θα θεραπευτούμε

+ μητρ. Αντώνιος Bloom

Πατρ. Ρουμανίας: «Με απάθεια να αντιμετωπίζουμε το μίσος»

Πατρ. Ρουμανίας: «Με απάθεια να αντιμετωπίζουμε το μίσος»
Με Πατριαρχική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ρουμανίας κ.κ. Δανιήλ, εορτάστηκε χθες η Αρχή της Ινδίκτου στο Βουκουρέστι.
Με τον Μακαριώτατο συλλειτούργησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Σιναΐας κ. Ιερώνυμος με τη συμμετοχή κληρικών και διακόνων.
«Η δύναμη του να μην αντιδράμε στο μίσος είναι θεϊκή εντολή. Γι’ αυτό και εμείς πρέπει να το αντιμετωπίζουμε με απάθεια» τόνισε στο κήρυγμά του ο Πατριάρχης κ.κ. Δανιήλ.
«Το ευαγγέλιο μας δείχνει ότι ο Θεός είναι καλός, αλλά και δίκαιος. Είναι ειλικρινής και συγχωρεί όταν του ζητείται. Όλη μας έχουμε ζητήσει τη συγχώρεση του Θεού καθώς έχουμε βρεθεί ως άνθρωποι σε δύσκολες στιγμές» ανέφερε σε άλλο σημείο.
Ευχόμενος για το νέο εκκλησιαστικό έτος τόνισε πως θα πρέπει να είναι ένα έτος προσευχής και πνευματικής ανάτασης για όλους.
 

Φθόνος – Μίσος




ΓΕΝΙΚΑ: Ο φθόνος, ως πάθος, είναι το αντίθετο της συμπόνοιας. Έτσι, συμπόνια είναι ο πόνος για τη δυστυχία του άλλου, ενώ φθόνος είναι ο πόνος για την ευτυχία του άλλου.

Υπάρχει μια “οικογένεια” παθών, που τα “μέλη” της είναι καταστροφικότατα για την ψυχή του πάσχοντα αλλά και τους συνανθρώπους του.
Μητέρα είναι η ζήλια, πατέρας ο φθόνος και το παιδί τους, το μίσος. Αν η ζήλια κυριαρχήσει στο συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, τότε ανοίγει ο δρόμος για το φθόνο, αρχικά, και το μίσος, μια βαθύτερη ψυχική κατάσταση, στη συνέχεια.
Ο φθόνος εμφανίζεται με ανάμεικτα συναισθήματα ζήλιας και κακίας. Φθόνοςείναι η πλημμυρίδα σκέψεων που παράγουν κακότητα, επιθυμίες καταστροφής ή απώλειας οποιωνδήποτε αγαθών έχει κάποιος και όχι εμείς. Το απάυγασμα του εκπεμπόμενου φθόνου, εστιάζεται πάνω σε κάτι συγκεκριμένο, απόκτημα ή αρετή του άλλου και μπορεί να προκαλέσει το κακό και την καταστροφή στο “θύμα” του φθόνου του.
Ο άνθρωπος που κυριαρχείται από φθόνο είναι δυστυχισμένος, χωρίς χαρά, γιατί πάντοτε θέλει όλα όσα έχουν οι άλλοι γύρω του, ζηλοφθονώντας τους πάντες. Είναι δυστυχισμένος από τη δική του ατυχία και την ευτυχία του πλησίον. Όπου υπάρχει φθόνος και ζήλια, εμφανίζεται το μίσος. Το μίσος νεκρώνει κάθε άλλο συναισθημα κατευθύνοντας τον άνθρωπο στο γκρεμό της απόλυτης κακίας, κάνοντάς τον ένα μοναδικό είδος της φύσης, αφού κανένα δημιούργημα δεν νιώθει μίσος για κάποιο άλλο.
Ο κυριαρχούμενος από μίσος δε μπορεί να σκεφτεί λογικά, καθόσον παραμένει ποτισμένος ως το ψυχικό του “μεδούλι” με κακότητα, μετατρέποντας την υποδουλωμένη στο πάθος ζωή του σε ντελίριο υπολογισμών και σχεδίων, συχνά ασυνάρτητων, καταστροφής του μισητού αντικειμένου.
Το μίσος μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πράξεις που ξεφεύγουν από οποιοδήποτε όριο ανθρωπιάς. Αυτός που μισεί σκέφτεται μόνο την καταστροφή του συνανθρώπου, που θα του δώσει την άρρωστη επιβεβαίωση της επικράτησής. Μισώ σημαίνει πως ζω μόνο κάτω από την πίεση της έμμονης ιδέας να ολοκληρωθούν τα σατανικά καταστρεπτικά σχέδιά μου, ενάντιον εκείνου που μισώ.
Αυτή η δαιμονική κατάσταση, που δεν έχει καμία σχέση με την ευτυχισμένη ζωή, οδηγεί τον πάσχοντα στην αυτοεξόντωσή του. “Ο φθονερός γίνεται εχθρός του εαυτού του. Γιατί κατέχεται συνέχεια από λύπες που μόνος του προκαλεί”, έγραψε ο Μένανδρος.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: Ο βασιλιάς της Σπάρτης, Άγις που, συκοφαντείτο από συγγενείς του, παρακινήθηκε από αυλικούς του να τους τιμωρήσει. Εκείνος όμως δεν συμφώνησε απαντώντας: «Τους λυπούμαι κατάκαρδα.
Ο φθόνος είναι η χειρότερηαυτοτιμωρία. Τιμωρούνται μόνοι τους. Πρώτον από το ίδιο το πάθος τους και δεύτερον από τις δικές μου αρετές. Αυτή η τιμωρία ταρκεί». Βλέπουμε πως το πάθος του φθόνου αποτελεί μία αδιάκοπη κόλαση και τιμωρία στον φθονερό. Ο Περίανδρος έλεγε: “Μηδενί φθόνει”, ενώ ο Αναξίμανδρος: “Φθόνου απέχου”.
Ο Σωκράτης έδωσε επιτυχείς ορισμούς για το πάθος: “Ο φθόνος είναι παιδί της αλαζονείας, εργάτης της εκδίκησης, αρχηγός μυστικής επανάστασης, διαρκές βάσανο της αρετής. Είναι βόρβορος της ψυχής, δηλητήριο κι υδράργυρος που φθείρει τη σάρκα κι αποξηραίνει τον μυελό των οστών. Είναι το έλκος της ψυχής.” Για τα θύματα του φθόνου έγραψε ο Πλούταρχος:
“Όπως όσοι βαδίζουν στον ήλιο, παρακολουθούνται από τη σκιά τους, έτσι κι όσοι έχουν μεγάλη δόξα, παρακολουθούνται από το φθόνο”, ενώ ο Αντισθένης για τους φθονερούς: “Όπως από τη σκουριά ο σίδηρος, έτσι κι οι φθονεροί απ’ το χαρακτήρα τους κατατρώγονται”. Τέλος ο Αριστοτέλης τόνιζε: “Οι ευγενικές καρδιές δεν έχουν χώρο για το μίσος”.
Σύγχρονες προσωπικότητες έχουν ασχοληθεί με το ανθρώπινο μίσος και τις εκφάνσεις του. Έτσι ο Β. Ουγκώ χαρακτηρίζει την ειρωνία ως εκδήλωση μίσους ενώ ο Βερλαίν βλέπει το μίσος στη χυδαιότητα και τη χλεύη. Ακόμη διαβάζουμε πως “η περιφρόνηση είναι το αδιάφορο μίσος” (Κρουγκλόφ), ενώ για τον Χέσσελ ο “Ρατσισμός είναι το μέγιστο μίσος για τον ελάχιστο λόγο”, δίνοντάς μας μια επίκαιρη μορφή μίσους.
Ο Μπαλζάκ έγραψε πως “Το μίσος είναι η κακία των μικρών ανθρώπων”, ενώ δυο αγωνιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποφαίνονται: “Οι άνθρωποι δε γεννιούνται με μίσος μέσα τους. Μαθαίνουν να μισούν, κι αν μαθαίνουν να μισούν, μπορούν να διδαχτούν και την αγάπη, που είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη καρδιά από το μίσος” (Μαντέλα), και “Το μίσος δεν αντιμετωπίζει το μίσος. Μόνο η αγάπη μπορεί” (Μ. Λούθερ Κιγκ).
ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ: Οι λόγοι του Χριστού, λίγο πριν το Πάθος Του, όπως μας τους σώζει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είναι συνταρακτικοί. Μέσα σε αυτούς ο Χριστός εκφράζει τη θλίψη του γιατί τον εμίσησαν “δωρεάν”. Αυτό το μίσος το είχε προφητεύσει αιώνες πριν σε έναν κατ” εξοχήν «μεσσιανικό ψαλμό», τον 68ο, ο Δαβίδ.
Αναφέρεται επακριβώς στο μίσος που δείξαν οι άνθρωποι της εποχής απέναντι στον Κύριο. Το μίσος εισχώρησε ανάμεσα στους ανθρώπους μετά την Πτώση και το προπατορικό αμάρτημα. Πρώτος μίσησε ο διάβολος τα έργα του Θεού και κυρίως τον άνθρωπο, γι” αυτό και κατάφερε να τον οδηγήσει στην πτώση. Γράφει σχετικά ο Γρηγόριος Παλαμάς:
“Ο φθόνος είναι πατέρας όχι του μίσους μόνο αλλά καί του φόνου, τον οποίο επέφερε σ᾽ εμάς αναμιγνύοντάς τον με δόλο ο δολερός και αληθινά μισάνθρωπος όφις. Διότι καταλήφθηκε από έρωτα (…) για καταστροφή του πλασθέντος κατ᾽ εικόνα και ομοίωση Θεού.” Από την πρώτη γενιά των ανθρώπων ανάμεσα στους αδελφούς Κάϊν και Αβελ εισχώρησε το μισός. Έκτοτε υπάρχουν αμέτρητα περιστατικά μίσους ανάμεσα στους ανθρώπους.
Το μίσος απέναντι στο συνάνθρωπό έχει σκοπό τη βλάβη και την καταστροφή του άλλου. Έτσι γεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους με σατανική επίδραση η ζήλια, που οδηγεί στο μίσος εναντίον του άλλου, δηλαδή σε μια πορεία με μοναδικό σκοπό την καταστροφή του. Κοινωνιολογικά, οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζονται ανάμεσα στους ανθρώπους με βάση την αγάπη και το μίσος.
Ο άνθρωπος θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό να αγαπά όσους τον αγαπούν και να μισεί όσους τον μισούν. Συνήθως, όμως, ο πνευματικά κατώτερος μισεί τον ανώτερο και, αντί να προσπαθήσει να τον φτάσει, επιθυμεί να τον καταστρέψει.
Ο εξουσιαστής στρέφεται εναντίον όποιου νομίζει ότι μπορεί να του πάρει την εξουσία. Παράδειγμα ο Ηρώδης, που προτίμησε να σφάξει χιλιάδες νήπια όταν ο φόβος του να μην χάσει την εξουσία τον οδήγησε στο μίσος και στο φόνο. Το μίσος είναι κατάσταση εξόχως παθολογική. Ο άνθρωπος που μισεί είναι ανασφαλής. Η “φυσιολογική” κατά την “μακριά του Χριστού” ανθρώπινη λογική αντίδραση στο μίσος είναι το μίσος.
Η λογική της ανταπόδοσης, στο πνεύμα της Π. Διαθήκης. Με την εμφάνισή του Κυρίου συγκλίνουν απέναντι Του πολλές μορφές μίσους. Τον μισούν γιατί είναι ο Υιός του Θεού, γιατί είναι δίκαιος, γιατί θαυματουργεί και ο λόγος του συνταράσσει τα πλήθη. Τον μισούν γιατί αποκαλύπτει την κενότητα των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Το μίσος όμως απέναντι στο Χριστό δεν είχε κανένα ουσιαστικό λόγο ύπαρξης γιατί ο ίδιος ήταν δίκαιος απέναντι σε όλους τους ανθρώπους. Πίσω όμως από αυτούς στέκεται ο διάβολος που μισεί τον Χριστό και οδηγεί εκεί τους ανθρώπους.
Ο Χριστός απέναντι στο μίσος δείχνει γαλήνη, πραότητα και τελικά οδηγείται στο Πάθος, όπου θανατώνεται ατιμωτικά. Όποιος ακολουθεί τον Χριστό, έχει την ίδια τύχη. Το λέει ο ίδιος ο Χριστός στους μαθητές του. Ο κόσμος θα μισήσει τους Χριστιανούς γιατί δεν τους έχει κερδίσει ο πονηρός που είναι εχθρός της ανθρωπότητας. Στη διδασκαλία του Χριστού σκοπός είναι η υπέρβαση του μίσους. Μας το δίδαξε ο ίδιος ο Χριστός προσευχόμενος στο Σταυρό για συγχώρεση των σταυρωτών του. Η πίστη στο Χριστό προϋποθέτει μίμηση Του. Η ανεξικακία του Χριστού στους μισούντες Αυτόν “δωρεάν”, χωρίς κανένα λόγο, μας διδάσκει συγχώρεση για όλους, ακόμα και αυτούς που μας μισούν.
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Διαβάζουμε στην Π.Διαθήκη: “Δεν θα μισήσης τον αδελφόν σου στην διάνοιάν σου”, (Λευίτ. Ιθ΄). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίζει ανθρωποκτόνο τον άνθρωπο που μισεί: “Πας ο μισών τον αδελφόν αυτού ανθρωποκτόνος εστί” (Α” Ιω. γ΄ 15), ενώ αλλού γράφει: “Ο δε μισώντον αδελφόν αυτού εν τη σκοτία εστί… και ουκ οίδε πού υπάγει, ότι η σκοτία ετύφλωσε τους οφθαλμούς αυτού” (Α” Ιωάν. β΄ 11). Ο Απ. Παύλος συμβουλεύει: “Μη γενώμεθα κενόδοξοι, αλλήλοις προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες” (Γαλ. ε΄ 26). Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει: “Όπως η σκουριά το σίδηρο, έτσι ο φθόνος καταστρέφει την ψυχή που την έχει αυτήν. Ο φθόνος είναι ίδιον κακόν του διαβόλου, πάθος που δεν επιδέχεται ιατρείαν”, ενώ ο Θεολόγος Γρηγόριος αποφαίνεται: “ο φθόνος είναι ρίζα όλων των κακών”. “Ο δαίμονας”, μας λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, “έχει φθόνο,στους ανθρώπους όμως, όχι σε δαίμονα, συ όμως ενώ είσαι άνθρωπος φθονείς τους ανθρώπους, και ποιας θα τύχειςς συγγνώμης;”, ενώ τονίζει: “Ο φθόνος, τους της ψυχής οφθαλμούς πηροί (τυφλώνει)”. Ο Όσιος Θαλάσσιος χαρακτηρίζει τη μνησικακία “ψυχική λέπρα” ενώ το μίσος “ θάνατο της ψυχής”. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής βεβαιώνει, ότι δεν μπορεί ψυχή λπου τρέφει μίσος προς άνθρωπο, να ειρηνεύσει με τον Θεό: “Εκείνος που βλέπει στην καρδιά του ίχνος μίσους για οποιοδήποτε πταίσμα προς τον οποιονδήποτε άνθρωπο, γίνεται ξένος εξολοκλήρου της αγάπης εις τον Θεόν”. Τέλος ο Ι. Χρυσόστομος συμπεραίνει: “Το πάθος του φθόνου, είναι πολύ χειρότερο και από την πορνεία και μοιχεία. Αυτό την οικουμένην όλην εμόλυνε.”
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Να διώκουμε την αγάπη, να περιπατούμε με αγάπη, διότι είναι συμπλήρωμα του νόμου η αγάπη, όπως μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να διώκει με το μίσος του το συνάνθρωπό του, αλλα να συγχωρεί και να ελεεί, μιμούμενος το έλεος του Αγίου Τριαδικού Θεού, ο οποίος, με “τὸ έλεός” Του, κατά το ομορφότερο ίσως οξύμωρο σχήμα της Βίβλου, “(μας) καταδιώκει πάσας τὰς ημέρας της ζωής μας” (Ψ. κβ΄6). Άρα φάρμακο του μίσους είναι το έλεος και η αγάπη.
Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος – συγγραφέας

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης: Ο χρόνος της ζωής μας, παιδί μου, μας εδόθη ως χρήμα


Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης: Ο Πατριάρχης και η οπτασία της Παναγίας
Άγγελος Θεού, παιδί μου, να σε παρακολουθή και να σου δείχνη τον δρόμον του Θεού και της σωτηρίας σου. Αμήν, γένοιτο. Εύχομαι ο Θεός να σου δίδη την υγεία της ψυχής σου, διότι αύτη είναι χάρισμα υιοθεσίας, που το λαμβάνουν εκείναι αι ψυχαί, όπου ολοκληρωτικώς έχουν δοθή εις την λατρείαν και αγάπην του Θεού. Ο κόσμος την νεότητα την έλκει μαγνητοειδώς.
Πολλήν δύναμιν έχουν τα του κόσμου εις την νεοφώτιστον ψυχήν, που τώρα ήρχισε να βλέπη τον προσανατολισμόν της και τον σκοπόν της ζωής και το καθήκον που την καλεί. «Η (αγάπη) φιλία του κόσμου, έχθρα του Θεού εστιν. Ος αν ουν βουληθή φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιακ. 4,4).
Ο Θεός τας απολαύσεις τας έχει αποταμιεύσει εις την αιωνιότητα, καθ’ ότι και Αυτός και η ψυχή μας είναι αιώνιος. Δεν έχουν ουδεμίαν σύγκρισιν αι ηδοναί του κόσμου με τας αγίας και αγνάς ηδονάς του Θεού. Αι ηδοναί του κόσμου αποκτώνται με κόπους και έξοδα και μετά την ολιγόστιγμον απόλαυσιν ακολουθούν ποικίλαι συνέπειαι, οπότε καταχρηστικώς λέγονται ηδοναί.
Αι του Θεού όμως δεν έχουν τοιαύτας συνεπείας, διότι αι πνευματικαί ηδοναί κάτω εις την γην είναι απαρχή δια μίαν αιώνιον σειράν απολαύσεων και ηδονών εις την βασιλείαν του Θεού. Ενώ αντιθέτως ο φθαρείς εις τας του κόσμου απολαύσεις, υποχρεώνεται να υποστή μίαν αιώνιον καταδίκην με τον αρχικόν υποκινητήν της διαφθοράς, τον διάβολον.
Ο χρόνος της ζωής μας, παιδί μου, μας εδόθη ως χρήμα, δια να εμπορευθώμεν ο καθείς την σωτηρίαν του και αναλόγως του εμπορίου, που θα πραγματευθώμεν ή θα πλουτίσωμεν ή θα πτωχεύσωμεν.
Εάν το χρήμα του χρόνου το εκμεταλλευθώμεν εις το εμπόριον της αυξήσεως του πνευματικού πλούτου, όντως εσόμεθα έμπειροι έμποροι και θα ακούσωμεν της μακαρίας φωνής: «Ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! Επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»(Ματθ.25,23).
Μετά το πέρας της ζωής μας, από τον καθένα μας θα ζητηθή ακριβής λογαριασμός, πως και που εξοδεύθη το χρήμα του χρόνου, και αλλοίμονον αν το εσκορπίσαμεν εις κινηματογράφους, εις διασκεδάσεις, εις διαφθοράς, εις μάταια όνειρα, εις απολαύσεις σαρκικάς.
Τότε ποία απολογία θα ημπορέση η δεμένη μας γλώσσα να προφέρη, ή πως θα δυνηθή να άρη τα όμματα να ιδή τον Χριστόν μας, όταν Εκείνος απαριθμήση τας απείρους ευεργεσίας, τας οποίας η άπειρος αγάπη Του υπερεκένωσεν εις ημάς;
Τώρα που έχομεν καιρόν, τώρα όπου το χρήμα δεν εξοδεύθη όλον και το έχομεν εις την διάθεσίν μας, ας σκεφθώμεν συνετά και τον αλήτην κόσμον, που ζητεί να μας το κλέψη, ας τον απωθήσωμεν ως βρωμερόν τεθνηκότα κύνα και ας δράμωμεν να αγοράσωμεν με το χρήμα έργα πολύτιμα, τα οποία όταν τα δοκιμάση το πυρ, θα ευρεθούν λαμπρότατα, άξια δώρα εις τον Άγιον Θεόν μας, πρέποντα να τεθούν προς διακόσμησιν εις την αγίαν Ιερουσαλήμ του Ουρανού.
Όχι άχυρα να αγοράσωμεν, δηλαδή έργα σκότους και κολάσεως άξια, διότι συν αυτοίς και ημείς θα συγκατέλθωμεν εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως, όπου η μάζα των καταχραστών των του Θεού δωρεών θα απολαμβάνουν ό,τι έσπειραν!
Συ δε σπείρε έργα καλά μετά δακρύων και θα θερίσης εν καιρώ επισκοπής δράγματα απολαύσεως αιωνίου ζωής!

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης

Ψυχή χωρίς προσευχή είναι καταδικασμένη να πεθάνει Από Newsroom


gerontas-proseuxh-ieramonopatia

Προσευχή: Ψυχή χωρίς προσευχή είναι καταδικασμένη να πεθάνει από πνευματική ασφυξία, όπως το σώμα όταν στερηθεί το οξυγόνο.

Δύο ειδών προσευχές έχουμε: την κοινή, τη φανερή· και την ατομική, τη μυστική.
Η κοινή προσευχή πρέπει να γίνεται πάντοτε σύμφωνα με την τάξη και το τυπικό που ορίζει η Εκκλησία μας.
Στην κοινή προσευχή δεν έχουμε δικαίωμα ν’ αυτοσχεδιάζουμε, όπως κάνουν οι αιρετικοί. Έχει τον καθορισμένο χρόνο και το καθορισμένο από την Εκκλησία περιεχόμενό της: μεσονυκτικό, όρθρος, ώρες, λειτουργία, εσπερινός, απόδειπνο.
Το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα, που συγκροτεί ολόκληρη την Εκκλησία, όρισε αυτές τις προσευχές, για να λατρεύεται και να δοξάζεται αδιάκοπα ο αληθινός Θεός στη γη από τους ανθρώπους, όπως δοξάζεται στον ουρανό από τους αγγέλους.
Η ατομική προσευχή δεν είναι προκαθορισμένη. Είναι η προσωπική συνομιλία και επικοινωνία του ανθρώπου με τον ουράνιο Πατέρα του, του πλάσματος με τον πλάστη του.
Αυτή η προσευχή, διδάσκει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις ανθρώπου και Θεού· και ως προς την ενέργειά της, έχει τέτοια και τόση δύναμη, ώστε συντηρεί και διατηρεί τον κόσμο, συμφιλιώνει με τον Θεό, σβήνει πλήθος αμαρτημάτων, σώζει από τους πειρασμούς, συντρίβει τα τεχνάσματα των δαιμόνων, γεννά όλες τις αρετές, χορηγεί τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τρέφει την ψυχή, φωτίζει τον νου, διαλύει τη λύπη και την ακηδία, σβήνει τον θυμό, καλλιεργεί την ελπίδα, καθρεπτίζει την πνευματική πρόοδο, αποκαλύπτει τα μέλλοντα.
«Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείον σου, και κλείσας την θύραν σου προσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ» (Ματθ. 6. 6).
«Ταμιείον» πνευματικό είναι η καρδιά που ενώνεται με τον νου και γεννά ό,τι ο άγιος Θεοφύλακτος ονομάζει μυστική διάνοια. Εκεί μέσα επιτελείται η εσωτερική προσευχή.
Δεν χρειάζεται να κινηθούν τα χείλη, να χρησιμοποιηθούν βιβλία, να επιστρατευθούν τα μάτια και η γλώσσα και οι φωνητικές χορδές· χρειάζεται όμως ν’ ανυψωθεί ο νους προς τον Θεό και να βυθιστεί μέσα σ’ Αυτόν.
Το πνευματικό «ταμιείον» της καρδίας σου χωρεί και κλείνει μέσα του ολόκληρο τον Κύριο και τη βασιλεία των ουρανών, καθώς ο ίδιος διαβεβαίωσε: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λουκ. 17. 21).
Η καρδιά, εξηγεί ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, είναι μικρό όργανο, αλλά μέσα της χωρούν τα πάντα: εκεί ο Θεός, εκεί οι άγγελοι, εκεί η αιώνια ζωή και βασιλεία, εκεί οι άγιοι, εκεί ο θησαυρός της χάριτος.
Σ’ αυτό λοιπόν το εσωτερικό καρδιακό ταμείο ν’ αποσύρεσαι συχνά, να συγκεντρώνεις όλο σου τον νου, να παρίστασαι νοερά ενώπιον του Θεού και να επικοινωνείς μαζί Του μυστικά, με πνευματική θέρμη και ζώσα πίστη, ασκούμενος στη νίψη, για να εξελιχτείς «εις άνδρα τέλειον».
Μάθε τον άριστο τρόπο της προσευχής:
Πρώτα ν’ απευθύνεις στον Θεό ειλικρινή και βαθιά ευχαριστία «πάντων ένεκεν». Στη δεύτερη θέση βάλε την εξομολόγηση των αμαρτιών σου, με μετάνοια, συναίσθηση και συντριβή ψυχής.
Και τελευταία ας αναφέρεις τα αιτήματά σου προς τον ουράνιο Πατέρα σου.
Αν προσεύχεσαι πολύν καιρό και ο Θεός δεν εισακούει τα αιτήματά σου, οπωσδήποτε τούτο συμβαίνει για τρεις αιτίες:
Ή διότι ζητάς κάτι πριν έρθει η κατάλληλη ώρα, ή διότι ζητάς ανάξια και υπερήφανα, ή διότι ο παντογνώστης Κύριος γνωρίζει πως αν εκπληρώσει την επιθυμία σου θα πέσεις κατόπιν σε υπερηφάνεια ή σε αμέλεια.Υπάρχει προσευχή ευάρεστη στον Θεό και καρποφόρα. Και υπάρχει προσευχή βδελυκτή στον Θεό και άκαρπη.
Αν θέλεις να δεχθεί ο Κύριος την προσευχή σου, πλησίασέ Τον με πολλή ταπείνωση και συντριβή, με καθαρούς τους λογισμούς, με βαθιά εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του, με καθαρή την καρδιά από την οργή και τη μνησικακία, με Πνεύμα μαθητείας και υπακοής στο θέλημά Του. Αυτές είναι οι βασικές προϋποθέσεις της καρποφόρας προσευχής.
«Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε ώσπερ οι εθνικοί· δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται» (Ματθ. 6. 7), λέει ο Κύριος.
Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος πάλι διδάσκει: «Μη ζητάς να λες πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπιστεί ο νους σου αναζητώντας λόγια.
Ένας λόγος τελωνικός εξιλέωσε τον Θεό, και ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές δημιούργησε στον νου φαντασίες και διάχυση, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου».
Γι’ αυτό ασκήσου στην αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή, τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», υπακούοντας στα λόγια του αποστόλου: «Θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι… ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Α’ Κορ. 14. 19). Αν αυτή η προσευχή γίνει η αναπνοή της ψυχής σου, θα σε οδηγήσει κατ’ ευθείαν στη μυστική ένωση με τον Κύριο.
Την αληθινή και καθαρή προσευχή δεν μπορεί να σου τη διδάξει άλλος, εκτός από τον Κύριο.
Η προσευχή δεν έχει άλλο δάσκαλο εκτός από τον ίδιο τον Θεό, «τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν και διδόντα ευχήν τω ευχομένω» (Ψαλμ. 93. 10 – Α’ Βασ. 2. 9). Γι΄ αυτό μιμήσου τον μαθητή εκείνο που με απλότητα παρακάλεσε τον Χριστό: «Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11. 1).

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Σίμων ο Κυρηναίος: Αυτός που κουβάλησε το Σταυρό του Χριστού – Τι απέγινε μετά; Από Newsroom


Σίμων ο Κυρηναίος: Υπάρχουν πρόσωπα στην Καινή Διαθήκη τα οποία, μολονότι διαδραμάτισαν κάποιο ρολό στο πασχαλινό δράμα, χάθηκαν από την ιστορία της χριστιανικής ζωής.

Και ένα από αυτά είναι αναμφισβήτητα ο Σίμωνας ο Κυρηναίος τον οποίο όλοι οι ιερείς μιμούνται κατά την ακολουθία της Μεγάλης Πέμπτης μεταφέροντες τον Σταυρό του Χριστού, αλλά για τον οποίο δεν γνωρίζουμε παρα τις λίγες λέξεις που μας παραδίδουν τα Ευαγγέλια.
Αφού πιάστηκε από τους οπλοφόρους του Ναού τους οποίους έστειλαν οι αρχιερείς,ο Ιησούς μεταφέρθηκε κατά σειρά στον Άννα, έπειτα στον Καΐάφα τους Αρχιερείς και τέλος στην πολιτική εξουσία, τον Πόντιο Πιλάτο,ώστε να επικυρώσει απλώς την ετυμηγορία του θανάτου που είχαν επιβάλλει οι πνευματικοί καθοδήγητες του λαού.
Ο Πιλάτος θα προσπαθήσει να σώσει τον Ιησού όχι μόνο διότι κατάλαβε ότι «δια φθόνου» του τον παρέδωσαν οι αρχιερείς ,αλλά και διότι η γυναίκα του τον είχε προειδοποιήσει τι πολλά «έπαθε στον ύπνον δι’αυτόν».
Ο φόβος όμως για τις τυχόν καταγγελίες των αρχιερέων προς την Ρωμαίικη εξουσία ανάγκασε τον Πιλάτο να παραδώσει τον Ιησού στους στρατιώτες να τον βασανίσουν και να τον σταυρώσουν.
Οι στρατιώτες αφού τον βασάνισαν με ποικίλους τρόπους (έφεραν επ’αυτον όλη την σπείρα), τον ανάγκασαν να άρει τον σταυρόν του και να βαδίσει προς τον Γολγοθά.
Βασανισμένος, εξουθενωμένος, πληγωμένος ο Ιησούς με δυσκολία κουβαλούσε τον Σταυρό επιβαρυμένο με όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Κατέρρεε σχεδόν σε κάθε πέντε-δέκα βήματα.
Κοντά Του βρίσκονταν περισσότερες γυναίκες που συνόδευαν την Μητέρα Του και μάλλον πολλά νεαρά άτομα που τον χλεύαζαν. Όλοι οι Μαθητές Του είχαν εξαφανισθεί…

Ξαφνικά εμφανίσθηκε ερχόμενος από τους αγρούς ένας γεροδεμένος αγρότης με τα δύο του παιδιά. Επρόκειτο για τον Σίμωνα τον Κυρηναίο και τα δυο παιδιά του, Αλέξανδρο και Ρούφο.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες δεν έχασαν την ευκαιρία και του έδωσαν την εντολή να κουβαλήσει εκείνος τον Σταυρό του Ιησού.
Ο Σίμωνας πήρε στους ώμους του τον βαρύ Σταυρό και τον κουβαλήσε μεχρι τον τοπο της εκτελέσεως. Ήταν η μοναδική βοήθεια που δέχθηκε από άνθρωπο ο Θεάνθρωπος στο έργο της Σωτηρίας!
Ο Άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης επισημαίνει ότι ο Ιησούς κουβάλησε μόνος Του καθ’ολη την διαδρομή τον Σταυρό.
Η παράβλεψη μπορεί να οφείλεται πιθανόν στο γεγονός, ότι ο Άγιος Ιωάννης δεν συνόδεψε την πομπή για τον Γολγοθά, αλλά έφυγε από την αυλή των αρχιερέων και συνάντησε την Παναγία αργότερα στα πόδια του Σταυρού, όταν και ο Ιησούς εμπιστεύθηκε την μητέρα του στην φροντίδα του αγαπημένου του μαθητή.
Μα ποιος ήταν αυτός ο Σίμωνας; Οι τρεις ευαγγελιστές (Μτ 27.32, Μκ 15,21-22 και Λκ 23.26) τον ονομάζουν «Κυρηναιον». Η Κερύνεια (στα βόρεια της σημερινής Λιβύης) ήταν παλαιά Ελληνική αποικία, η όποια διέθετε μεγάλη παροικία Εβραίων.
Η παροικία αυτή αριθμούσε, κατά τον Δ” αιώνα π.Χ. περί τους 100.000 Εβραίους. Πολλοί από αυτούς έρχονταν κατ” ετος στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα των Ιουδαίων.
Εκεί οι Κυρηναιοι κατείχαν και μια μεγάλη συναγωγή. Παρόμοιες παροικίες υπήρχαν και στην Αντιόχεια (πρ.11,20), όπου αργότερα οι Κυρηναιοι θα κηρύξουν το Ευαγγέλιο στους Έλληνες. Είναι πιθανόν ο Σίμωνας να είχε εγκατασταθεί στα Ιεροσόλυμα, εφόσον έρχονταν από τον αγρό.
Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι ο Σίμωνας ,ως Λίβυος, ήταν έγχρωμος-μαύρος-γεγονος που θα εξηγουσε και την αγγαρευση του να άρει τον Σταυρό. Αλλα εκτος απο κάποιο Ρωμαίο πολιτη, οι Ρωμαιοι στρατιώτες δεν θα δισταζαν να υποχρεωσουν και οποιονδηποτε αλλον προς αυτή την αγγαρεια.
Για τον Σίμωνα,τον άνθρωπο αυτο που βοηθησε την δυσκολη στιγμη τον Θεανθρωπο, η Ιστορια δεν μας δινει και πολλες πληροφοριες.
Το ετος 1941, ενας αρχαιολογος ανακαλυψε σε κάποιο ταφο Κυρηναιων στην Κοιλαδα των Κεδρων ενα οστεοφυλακιο με την επιγραφη Αλεξανδρος ο υιος του Σίμωνος.
Επειδη ο Ταφος χρονολογειται απο το ετος 70 μ.Χ,οι ερευνητες θεωρουν οτι προκειτε για τον Αλεξανδρο τον υιο του Σιμωνος, ο οποιος μαζι με τον αδερφο του Ρουφο εγιναν Χριστιανοι και συνοδεψαν τους αποστολους Πετρο και Παυλο στην Ρωμη.
Μια αρχαία παράδοση λέει οτι κατά την διαδρομή προς τον Γολγοθα ο Ιησούς γύρισε μια φορα το κεφάλι Του προς τον Σίμωνα που ακολουθούσε με τον Σταυρό και τον ευχαρίστησε.
Ο Σίμωνας αισθάνθηκε ξαφνικά οτι ο Σταυρός ελάφρυνε και η καρδιά του γέμισε απο χαρά. Δέν έφυγε αμεσως.
Παρέμεινε κοντά στον τοπο μεχρι το τέλος και φώναξε μαζι με τον Ρωμαίο στρατιώτη,»Πράγματι αυτος ήταν ο Υιός του Θεού». Έπειτα βαπτίσθηκε χριστιανός, αλλά δεν κουβάλησε ποτέ αλλον Σταυρό στην πλάτη του.
Ο Σίμωνας φέρεται ως ο πρώτος Αφρικανός Χριστιανός Άγιος.
π. ΗΛΙΑΣ ΦΡΑΤΣΕΑΣ, ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΕΥΧΟΣ ΑΡΙΘ.119, ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΕΥΚΑΚΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ.

ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ καθηγ. Γ.Μαντζαρίδης



Ο πόνος είναι συνέπεια του κακού. Συνδέεται με την κακή χρήση της ελευθερίας. Ειδικότερα προκύπτει από την αναζήτηση της ηδονής των αισθήσεων. Η αναζήτηση αυτή ως παρά φύση κίνηση οδηγεί στον πόνο και καταλήγει στον θάνατο. Αλλά και το καλό δεν κατορθώνεται χωρίς πόνο.
Για να θεραπευτεί ο άνθρωπος από την παρά φύση κατάσταση της αμαρτίας και να προκόψει στην πνευματική ζωή, πρέπει να πονέσει. Η οδύνη όμως στην περίπτωση αυτή οδηγεί στην πνευματική ηδονή. Η προσπάθεια αποφυγής ή παραμερισμού της οδύνης με την ηδονή των αισθήσεων καταλήγει σε τραγικό αδιέξοδο. ( Μάξιμος Ομολογητής).
Η Εκκλησία αποδέχεται τον πόνο σε όλο το βάθος και την έκταση του, γιατί σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία. Ταυτόχρονα όμως προσφέρει στον άνθρωπο τη δύναμη να τον αντιμετωπίζει και να τον χρησιμοποιεί για την τελείωση του εντασσόμενος στην οδό του Χριστού.

Η σχέση του πόνου με την αμαρτία (II): Ο πόνος ως πηγή και ευκαιρία για την αμαρτία (Jean Claude Larcet)


Ο αρνητικός χαρακτήρας του πόνου φαίνεται να έχει και μια άλλη σημαντική διάσταση. Τούτη οφείλεται στο γεγονός ότι, εκτός από πηγή της αμαρτίας για τον πεπτωκότα άνθρωπο, αποτελεί τουλάχιστον αφορμή για τη διάπραξή της. Μάλιστα, με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα χρησιμοποιείται από τις δαιμονικές δυνάμεις που επιδιώκουν να ωθούν τον άνθρωπο στο να διαπράττει το κακό. Και το επιχειρούν αυτό είτε συγκεκριμένα και με ακρίβεια, είτε με τον συνήθη τρόπο, υποδαυλίζοντας, δημιουργώντας και συντηρώντας πονηρά πάθη μέσα του, με θεμέλιο ακριβώς αυτόν τον πόνο.

Στο ζεύγμα ηδονής-οδύνης αναπτύσσονται τα πονηρά πάθη

Από τα έργα των Ελλήνων Πατέρων, γνωρίζουμε το πολύ κακό όνομα και φήμη που έχει η ηδονή. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς καταφέρονται εναντίον της με πραγματικό μίσος (την κατηγορούν πρωτίστως ότι έχει στερήσει τον άνθρωπο από την πνευματική χαρά και μακαριότητα, τις ασύγκριτα μεγαλύτερες, υποκαθιστώντας αυτές με την παρουσία της· και δευτερευόντως τη μέμφονται για την εμπλοκή της στα πάθη). Σε μικρότερο βαθμό γνωρίζουμε ότι η οδύνη συχνά αντιμετωπίζεται από τους ίδιους Πατέρες με τρόπο εντελώς αρνητικό. Mερικοί από αυτούς υπογραμμίζουν ότι η ηδονή δεν λειτουργεί χωρίς την οδύνη, και αντίστροφα, και ότι και οι δύο προέρχονται από το παθητό στοιχείο του ανθρώπου και εμφανίζονται στη φύση του ως επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος. Είναι συνδεδεμένες με την αμαρτία και μάλιστα στις απαρχές της, αφού το προπατορικό αμάρτημα είναι η πρωταρχή τους, αλλά απαντούν επίσης στη συνέχεια, ως δυνητικές πηγές αμαρτιών και παθών, πέρα από το γεγονός ότι αποτελούν ευνοϊκές ευκαιρίες για την εκδήλωσή τους. Με άλλα λόγια έχοντας ως αιτία το κακό, είναι δυνατόν και οι ίδιες με τη σειρά τους να αποτελούν πηγές του κακού. Κι έτσι ο άγιος Μάξιμος δεν διστάζει να υπενθυμίσει ότι «το κακό φώλιασε μέσα μας διά μέσου του παθητού της φύσης μας, δηλαδή του νόμου της αμαρτίας που οφειλόταν στην παρακοή». Και ο άγιος Πέτρος Δαμασκηνός με σαφήνεια επιβεβαιώνει ότι «από αυτές (δηλ. την ηδονή και την οδύνη) πηγάζει κάθε κακό».

Τούτο δεν σημαίνει ότι η παθητότητα (πηγή της ηδονής και της οδύνης για μας) είναι από μόνη της κακή ούτε ότι αποτελεί από μόνη της συστατικό στοιχείο της αμαρτίας ή των παθών που δημιουργούν ενοχές. Η αμαρτία, όπως και τα πονηρά πάθη, απαιτεί πάντα την ανάμειξη και εμπλοκή του αυτεξουσίου μας. Να γιατί ο άγιος Μάξιμος συμπληρώνει με ακρίβεια την προηγούμενη διατύπωσή του, δηλώνοντας ότι «το κακό που φώλιασε μέσα μας διά μέσου του παθητο;y της φύσης μας […] προέρχεται από τον παρά φύση προσανατολισμό του γνωμικού θελήματός μας, ο οποίος εισάγει το (πονηρό) πάθος στη φύση μας με τη νωθρότητα και τη χαλάρωση ή με τη βία».

Εντούτοις η παθητότητα (και επομένως τα φυσικά πάθη που προέρχονται από αυτή) αποτελεί ευνοϊκό χώρο για τη δημιουργία, ανάπτυξη και διατήρηση των πονηρών παθών. Τούτο συμβαίνει ιδιαίτερα, στην περίπτωση της έντονης απαίτησης και μάλιστα υπό την πίεση της παθητότητας, οπότε αποφασίζει το αυτεξούσιο να κάνει κάτι. Και χάρη στη ζώνη της ευαισθησίας και της αδυναμίας την οποία συνιστά στον άνθρωπο το παθητό στοιχείο, ένα κακό θέλημα ή μια κακή επιλογή πετυχαίνουν εύκολα τους στόχους τους. O Μάξιμος, λοιπόν, κάνει λόγο για «την κακίαν της προαιρέσεως» που ενεργοποιείται διά μέσου της αδυναμίας της φύσης μας (δηλαδή της παθητότητας).

Αποφασίζοντας να δράσει σε αναφορά με την οδύνη και την ηδονή, ο πεπτωκώς άνθρωπος εγκαταλείπει και αποφεύγει τις αρετές και, αντίθετα, φαίνεται να γοητεύεται από τα ψεκτά πάθη. Γι’ αυτό και ο σχολιαστής των Προς Θαλάσσιον … απόρων σημειώνει: «Εξαιτίας της ηδονής αγαπάμε τα πάθη και λόγω της οδύνης αποφεύγουμε την αρετή».

Ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος δείχνει αναλυτικά ότι στο ζεύγμα ηδονής-οδύνης αναπτύσσονται τα ψεκτά πάθη. Εξηγεί με ποιον τρόπο ο πεπτωκώς άνθρωπος κατευθύνει όλο τον ζήλο και τον πόθο του, από τη μια πλευρά στην αναζήτηση της ηδονής κι από την άλλη στην αποφυγή της οδύνης. Κι αυτή η τελευταία κίνηση συσχετίζεται με την πρώτη, καθώς, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στη σκέψη του αγίου Μαξίμου η οδύνη ακολουθεί αναπόφευκτα την ηδονή. Με τούτη τη διπλή κίνηση, ο άνθρωπος δημιουργεί τρεις ομάδες παθών: μια πρώτη διά της οποίας επιζητεί να εξασφαλίσει την ηδονή, μια δεύτερη διά της οποίας επιδιώκει να αποφύγει την οδύνη, και την τελευταία που αποτελείται από συνδυασμό των δύο τάσεων σε διάφορες αναλογίες: «[0 άνθρωπος] μετέφερε όλη την επιθυμία του προς την ηδονή και όλη την αποστροφή του προς την οδύνη, δείχνοντας όλο τον ζήλο του υπέρ της πρώτης και αγωνιζόμενος με όλες τις δυνάμεις του εναντίον της δεύτερης. […] Με αυτή την αφετηρία, το τεράστιο, αναρίθμητο πλήθος των παθών εισήχθη για την καταστροφή των ανθρώπων. Από τότε μας προέκυψε τούτη η ζωή που ξεχειλίζει από στεναγμούς, που μας κάνει να έχουμε σε υπόληψη αυτές τις ίδιες τις αιτίες της καταστροφής μας, που μας οδηγεί να επιζητούμε και να περιβάλλουμε με προσοχή τις αφορμές της φθοράς μας, αγνοώντας ποιοι είμαστε. Από τότε η μία φύση κομματιάστηκε σε αναρίθμητα τμήματα και μεις που έχουμε την ίδια φύση, δεν είμαστε παρά βλαβεροί οι μεν για τους δε, μοιάζοντας με ερπετά. Διεκδικώντας την ηδονή διά της φιλαυτίας και, με την ίδια αιτία, επιζητώντας διακαώς την αποφυγή της οδύνης, επινοούμε τις ατελείωτες πηγές των φθοροποιών παθών. Αν μεριμνούμε αποβλέποντας στην ηδονή διά της φιλαυτίας, γινόμαστε πρόξενοι της γαστριμαργίας, της υπερηφάνειας, της ματαιοδοξίας, της έπαρσης, της φιλαργυρίας, της απληστίας, της τυραννίας, της δεσποτικής κυριαρχίας, του κομπασμού, της αλαζονείας, της αποχαύνωσης, της μανίας, της αυταρέσκειας, της τύφλωσης από τους καπνούς της υπερηφάνειας, της περιφρόνησης, της ύβρης, της θηλυπρέπειας, των καμωμάτων, της ακολασίας, του φαντασμένου ύφους, του φουσκώματος του νου, της νωθρότητας, της σεμνοτυφίας, του χλευασμού, της πολυλογίας, των άκαιρων λόγων, των αισχρών λόγων και όλων των υπόλοιπων της ίδιας κατηγορίας. Στην περίπτωση που η φιλαυτία υποδαυλίζεται περισσότερο από την οδύνη, γεννάμε τον θυμό, τον φθόνο, το μίσος, την έχθρα, τη μνησικακία, τον χλευασμό, την κακολογία, τη συκοφαντία, τη λύπη, την απελπισία, την απόγνωση, τη δυσπιστία, τη διαβολή της πρόνοιας, την ακηδία, την αμέλεια, την αποθάρρυνση, την αθυμία, την ολιγοψυχία, το άκαιρο πένθος, τον θρήνο, τη ντροπή, τους στεναγμούς, την αντιπαλότητα, τη ζηλοφθονία, τη ζηλοτυπία και όλα τα υπόλοιπα που αναδύονται από την κατάσταση μιας ψυχής στερημένης από αφορμές για ηδονή. Από την ανάμειξη της ηδονής με την οδύνη (που οφείλεται σε άλλες αιτίες), δηλαδή από τη διαστροφή (αφού ορισμένοι αποκαλούν διαστροφή τούτη τη σύνθεση των αντίθετων στοιχείων της πονηρής διάθεσης) γεννάμε την υποκρισία, την ειρωνεία, τον δόλο, την κολακεία, την ανθρωπαρέσκεια και όλα τα υπόλοιπα εφευρήματα της μικτής κακίας».

Αφού γεννηθούν στην ψυχή, τα πάθη παραμένουν εκεί και αναπτύσσονται εκεί, ενώ στηρίζονται στην ηδονή (που ο άνθρωπος τείνει να αναζητεί) αλλά και στην οδύνη (την οποία φοβάται και τείνει να αποφεύγει). Εφόσον ο άνθρωπος αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα πάθη όπως θα ήθελε, δεν μπορεί να φτάσει τα επιθυμητά ή απολεσθέντα αισθητά πράγματα, εκείνα στα οποία προσκολλάτο, κάνει την εμφάνισή της η ψυχική οδύνη, με τη μορφή του πονηρού πάθους της λύπης, και εγκαθίσταται στην ψυχή του για να υποκινήσει εκεί και άλλα πάθη. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής υπενθυμίζει λοιπόν ότι «τούτη την παράλογη οδύνη, αυτή που βρίσκουμε σε πολλούς [ανθρώπους], και η οποία αναστατώνει και βασανίζει την ψυχή ως προς τη στέρηση των παθών και καθαρά υλικών πραγμάτων, προκαλώντας την παρά φύση επιθυμία για όσα δεν πρέπει [να γίνουν] και την απόρριψη όσων πρέπει». Βλέπουμε καθαρά εδώ, με ποιον τρόπο μια συγκεκριμένη μορφή οδύνης υποδαυλίζει πάθη, αλλά και γεννά πάθη. Επομένως μοιάζει να συνδέεται με την αμαρτία με δύο τρόπους.



Η ηδονή και η οδύνη απστελούν αιτία αλλοίωσης της ηθικής συνείδησης

Ο αρνητικός χαρακτήρας τόσο της ηδονής όσο και της οδύνης διαπιστώνεται και από τον αρνητικό ρόλο που διαδραματίζουν στην ηθική συνείδηση του πεπτωκότα ανθρώπου. Αυτός πραγματικά άγεται αυθαίρετα στο να αξιολογεί τα πράγματα σε συνάρτηση με την ηδονή ή την οδύνη που του προκαλούν και στο να αναγνωρίζει, στο πλαίσιο της ηθικής του κρίσης, το αγαθό με κριτήριο την πρώτη και το κακό με τη δεύτερη.

Ο πεπτωκώς άνθρωπος κρίνει την αξία των πραγμάτων όχι, όπως θα όφειλε, με αφετηρία τον νου του, ο οποίος διακρίνει τα νοερά όντα και τις πνευματικές αξίες, αλλά την αίσθηση. Η τελευταία δεν είναι η απλή δύναμη ή ικανότητα να διακρίνουμε τα πράγματα· πρόκειται επιπλέον, όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος, για «τη δύναμη να διακρίνουμε την ηδονή του σώματος από την οδύνη», την οποία μπορούμε να ορίσουμε ακριβέστερα ως «μία δύναμη που εντοπίζεται στα έμψυχα και προικισμένα με αισθήσεις σώματα και η οποία τα ωθεί να έλκονται από την πρώτη και να αποφεύγουν τη δεύτερη». «Αν λοιπόν ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε περισσότερο από το να διακρίνει τα σώματα με κριτήριο την αίσθηση της ηδονής και της οδύνης, έχοντας παραβεί τη θεία εντολή, τρώγει από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, δηλαδή από αυτό που είναι παράλογο για την αίσθηση, διατηρώντας μόνο τη διάκριση εκείνου που ωφελεί το σώμα, σύμφωνα με την οποία προσκολλάται στην ηδονή, θεωρώντας την ως το αγαθό, και απομακρύνεται από την οδύνη θεωρώντας την ως το κακό».

Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο άνθρωπος αναπτύσσει μέσα του συγκεχυμένη γνώση του καλού και του κακού. «Το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», για το οποίο μιλάει η Γένεσις (2,17) έχει αυτή τη συγκεκριμένη ονομασία, γιατί η βρώση του καρπού του (που συμβολίζει τη μακαριότητα της δημιουργίας από την αισθητή πλευρά της, μακαριότητα που όπως είδαμε, γεννάει αναπόφευκτα οδύνη) παράγει τέτοια συγκεχυμένη γνώση του καλού και του κακού στο ζεύγμα ηδονής-οδύνης που δοκιμάζονται ή υποκινούνται από την ύπαρξη. Και με αυτό τον τρόπο ο άγιος Μάξιμος εξηγεί ότι ο πεπτωκώς άνθρωπος, λατρεύοντας την κτίση αντί του Κτίστη, διά μέσου της φίλαυτης αγάπης που αποδίδει και αφιερώνει στο σώμα του, «επιτελούσε αδιάκοπα μέσα του το έργο της ηδονής και της οδύνης, συνεχίζοντας να τρώει από το δέντρο της ανυπακοής, έχοντας, με την πείρα που του έδινε η αίσθηση, τη συγκεχυμένη γνώση του καλού και του κακού». Εξάλλου, η συγκεχυμένη τούτη γνώση του καλού και του κακού, η γεννημένη από τη φιλαυτία και ορισμένη στο ζεύγμα της καθαρά αισθητής εμπειρίας ηδονής-οδύνης, συμβάλλει στη γένεση, όπως είδαμε προηγουμένως, του συνόλου των πονηρών παθών: «Η άγνοια του Θεού θεοποίησε το κτίσμα, του οποίου η προφανής λατρεία είναι η φιλαυτία, την οποία φέρει στο σώμα του το ανθρώπινο γένος. Πρόκειται για αγάπη γύρω από την οποία κινείται, τέτοια ανάμικτη γνώση, η εμπειρία της ηδονής και της οδύνης, η οποία εισάγει στην ανθρώπινη ζωή όλο τον βόρβορο των κακιών. Και αυτό γίνεται με τόσο ετερόκλητο και ποικίλο τρόπο, ώστε να μην επαρκεί ο λόγος για να περιγράφει το πόσες μορφές λαμβάνει τούτος ο βόρβορος».

Η ηδονή και η οδύνη ασκούν τυραννία στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον στην αμαρτία και τα πάθη

O αρνητικός χαρακτήρας που αναγνωρίζεται τόσο στην οδύνη όσο και στην ηδονή προέρχεται παρόμοια από την κυριαρχία που ασκούν στον πεπτωκότα άνθρωπο. Και τούτη η κυριαρχία έχει δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτόν: γιατί από τη μια πλευρά τον ωθεί, στο όνομα της αναζήτησης της ηδονής και της αποφυγής της οδύνης με κάθε τίμημα, στην αμαρτία και την ανάπτυξη των παθών μέσα του, και από την άλλη πλευρά γιατί είναι δυνατόν να πάρει τη μορφή πραγματικής τυραννίας που τον υποδουλώνει.

Γι’ αυτό τον λόγο, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής χρησιμοποιεί πολύ χαρακτηριστικό λεξιλόγιο, όταν παρατηρεί ότι στο παθητό του πεπτωκότα ανθρώπου «εντοπίζεται το κράτος της ηδονής και της οδύνης», και ότι στην ηδονή και την οδύνη «κατοικούν η τυραννίδα της αμαρτίας και η κυριαρχία του θανάτου».

O άγιος Μάξιμος υπογραμμίζει ειδικότερα την κυριαρχία που ασκεί η αμαρτία στη φύση λόγω του διαστρεβλωμένου παθητού που συνδέεται με τη βιολογική αναπαραγωγή – μια κυριαρχία που το παθητό την ενεργοποιεί και συνάμα τη μεταδίδει: «Από τη στιγμή που, εξαιτίας της παράβασης, μπήκε η αμαρτία στη φύση και, εξαιτίας της αμαρτίας, εισήλθε το παθητό στη φύση των ανθρώπων κατά τη γέννηση, και διαιωνιζόταν έτσι η πρώτη παράβαση μαζί με το παθητό της γέννησης, δεν υπήρχε ελπίδα ελευθερίας, καθώς η φύση ήταν άρρηκτα δεμένη με πονηρό δεσμό σύμφωνα με το γνωμικό θέλημα. Γιατί όσο η φύση έσπευδε προς τη δική της διαιώνιση διά μέσου της γέννησης, τόσο περισσότερο έσφιγγε τον εαυτό της στον νόμο της αμαρτίας, έχοντας ενεργή την παράβαση κατά το παθητό».

O ίδιος Πατέρας επιμένει και στον τυραννικό χαρακτήρα της φιλαυτίας στον πεπτωκότα άνθρωπο διά μέσου της ηδονής και της οδύνης. Σημειώνει ότι η πάθηση, με άλλα λόγια η φιλαυτία, «(που διαθέτει καθένας από όσους μετέχουν στην ανθρώπινη φύση και τη διαθέτει, ποσοτικά και ποιοτικά, με το σώμα του, δηλαδή το συγκεκριμένο ζωντανό και λειτουργικό τμήμα της ύπαρξής του που του είναι τόσο έκδηλο) τον εξαναγκάζει (όπως ένα δούλο, με την επιθυμία της ηδονής και τον φόβο της οδύνης) να φαντάζεται και να επινοεί πολλά σχήματα παθών, ανάλογα με όσα εμφανίζονται στις κατάλληλες στιγμές, στα πράγματα, και στον τρόπο υποδοχής τους, με τον οποίο θα μπορεί να επιλέγει να ζει πάντα στην ηδονή και να μένει απόλυτα προστατευμένος από την οδύνη». Ανάλογη άποψη εκφράζεται από τον άγιο Πέτρο Δαμασκηνό ο οποίος, περισσότερο από τη φιλαυτία, μιλάει για «τo ίδιον θέλημα». Σημειώνει ότι ο άφρονας «ούτε εγκράτεια στις ηδονές έχει, δηλ. στο θέλημά του να πράττει ό,τι του αρέσει ούτε υπομονή στις οδυνηρές καταστάσεις. Αλλά πότε-πότε, όταν ικανοποιείται το ίδιον θέλημα, φουσκώνει από ηδονή και έπαρση. Μερικές φορές, όταν αποτυγχάνει και όταν βασανίζεται από τούτη την οδύνη, βουλιάζει στη μικροψυχία και την ασφυξία της ψυχής του, οι οποίες αποτελούν εγγύηση για την κόλαση». O άγιος Πέτρος Δαμασκηνός, όπως και ο άγιος Μάξιμος, αναδεικνύει ότι η εξουσία που ασκούν στον άνθρωπο η ηδονή και η οδύνη επιβεβαιώνεται και ενισχύεται από τα πάθη, τα οποία αυτές υπηρετούν ως υποστήριξη και τροφοδοσία.

Η καταδυνάστευση και μάλιστα η τυραννία που η οδύνη, καθώς και η ηδονή, ασκούν άμεσα ή έμμεσα, στην ανθρώπινη φύση, διαπιστώνεται με τον ίδιο τρόπο και από τη δράση των δαιμόνων.

Το παθητικό [μέρος της ψυχής] είναι ο προνομιακός χώρος της δράσης των δαιμόνων στον άνθρωπο

Εφόσον αληθεύει ότι οι δαίμονες δεν μπορούν να εξαναγκάσουν άμεσα τον άνθρωπο, ωστόσο έχουν τη δυνατότητα με άνεση να τον δελεάσουν, χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα τις δύο αυθόρμητες και πολύ ισχυρές τάσεις του παθητικού στοιχείου της ψυχής του: την έλξη του από την ηδονή και τη φυσική απώθησή του ως προς την οδύνη. Το παθητικό γίνεται σε κάθε περίπτωση για τον πεπτωκότα άνθρωπο ζώνη αδυναμίας, ευάλωτο σημείο, μέσα από το οποίο βρίσκουν εύκολα πρόσβαση οι πειρασμοί και οι δαιμονικές ενέργειες.

0 άγιος Μάξιμος Ομολογητής δείχνει ότι στο παθητικό στοιχείο του ανθρώπου μπολιάζεται η ροπή προς την αμαρτία που κληρονομήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, και ότι σε αυτό επίσης στηρίζονται και οι δαίμονες για να υποκινήσουν, μέσω των φυσικών παθών, τα παρά φύση πάθη. Διατυπώνει με σαφήνεια ότι «στο παθητικό κατά τον Αδάμ [δηλαδή στο παθητό του οποίου την εμφάνιση ο Αδάμ προκάλεσε στη φύση του και το οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουμε κληρονομήσει από αυτόν], οι πονηρές δυνάμεις είχαν, εξαιτίας της αμαρτίας, τις ενέργειές τους κρυμμένες ώστε να είναι αόρατες, στον νόμο της φύσης». Επιπλέον σημειώνει ότι η ανθρώπινη φύση «έχοντας σε αυτό το ίδιο το παθητικό, εξαιτίας της κατάστασης της φύσης, την αύξηση της αμαρτίας, είχε σύμφωνα με την καθολική αμαρτία στο παθητικό, διά μέσου των παρά φύση παθών, τις ενέργειες όλων των αντίθετων εχθρικών δυνάμεων, αρχών και εξουσιών, κρυμμένες στα φυσικά πάθη. Δι’ αυτών [των ενεργειών] λειτουργούσε κάθε πονηρή δύναμη [δηλ. κάθε δαίμονας], σύμφωνα με το παθητικό της φύσης, ωθώντας το γνωμικό θέλημα στη φθορά που προκαλούν τα παρά φύση πάθη διά μέσου των κατά φύση παθών».

Ο διάβολος, κάνοντας τον άνθρωπο να υποφέρει, επιδιώκει να τον κάνει να χάσει την ελπίδα του στον Θεό, να υποκινήσει στην ψυχή του την επανάσταση εναντίον Του, και τελικά να τον οδηγήσει στην άρνησή Του. Αυτό το φανερώνει με σαφήνεια το βιβλίο του Ιώβ και προφανώς πολλοί Πατέρες οδηγούνται επίσης στην ίδια παρατήρηση. 0 άγιος Μάξιμος παρατηρεί λοιπόν ότι ο διάβολος «επινοώντας τις αλλεπάλληλες, αδιάκοπες εισαγωγές […] των παθών που δεν εξαρτώνται από τη θέλησή μας, επιφέρει με σκληρότητα και δίχως έλεος έναν καταστροφικό πόνο. […] Για να ικανοποιήσει το πάθος του μίσους του απέναντι μας, ώστε η ψυχή, καταρρέοντας λόγω της αδυναμίας της [να αντέξει] κάτω από το δυσβάσταχτο φορτίο αυτών των οδυνηρών συμφορών, να παραιτηθεί από αυτή την ικανότητα (δύναμή) της να ελπίζει στον Θεό, αποδίδοντας την αιτία άρνησης του Θεού στην εμφάνιση τούτων των οδυνηρών γεγονότων».



(Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean Claude Larchet “Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων“, Εκδόσεις “Εν πλω”. Στο βιβλίο μπορεί ο αναγνώστης να βρει τις παραπομπές του παρόντος αποσπάσματος)