Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

«Η ΑΓΑΠΗ ΣΕΙΕΙ ΤΗΝ ΓΗ» ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ



Άγιον Όρος, της Θείας Μεταμορφώσεως, 1978, Θεόκλητος Διονυσιάτης Μοναχός.

Αποσπάσματα από θεολογικό δοκίμιο μετά τους σεισμούς στην Θεσσαλονίκη.

 Φίλοι και αδελφοί εν Χριστώ, Θεσσαλονικείς, με παρακάλεσαν να γράψω τις σκέψεις μου, αναφορικά με τους τρομακτικούς σεισμούς της πόλης σας, προκειμένου να τις δημοσιεύσουν προς διαφώτιση του λαού.

Βέβαια ένας πιστός και μάλιστα μοναχός της Ορθόδοξης Εκκλησίας που βρίσκεται σχεδόν αδιάλειπτα σε μυστική σχέση με τον Θεό και που ζει με πνευματική αίσθηση την παρουσία της Θείας Πρόνοιας, δεν έχει καμία αμφιβολία ότι τα πάντα γίνονται υπό την αδιάκοπη άκτιστη ενέργεια και εποπτεία του Θεού, κατά το προηγούμενο θέλημα της ευδοκίας Του ή κατά το επόμενο της παραχωρήσεως.



Παρά τη σαφή βεβαιότητά μου όμως σ` αυτό το θέμα, σκέφτηκα να καταφύγω σε φίλους μου Ησυχαστές, που ευλαβούμαι για την αγιότητά τους, τη σοφία τους, την εσωτερική και την θεολογική τους παιδεία, ώστε κι εγώ ν` απαλλαγώ από την ευθύνη της προσωπικής μου γνώμης, αλλά και το υπόψη θέμα να κατοχυρωθεί από κάθε πλευρά.

Πράγματι πήρα το καστανένιο ραβδί μου και το πρωί αναχώρησα προς τα ερημικότερα μέρη του Άγιου Όρους. Σε δυο ώρες περίπου έφτασα στην ασκητική καλύβα των παλιών φίλων μου Ησυχαστών.

Ύστερα από τις αδελφικές περιπτύξεις, άνοιξα χωρίς περιστροφές το θέμα στους τρεις μοναχούς – Ησυχαστές που από την όψη τους, η θέα τους μαρτυρούσε ότι ήταν λυτρωμένα πλάσματα του Θεού, ελεύθερα από ανάγκες, ψηλότερα από μεταβολές των ανθρώπινων, χαρούμενα, σεμνά, φωτισμένα γεμάτα αγάπη στους ανθρώπους, αληθινοί θεολόγοι.

Πρώτη, σαν από προηγούμενη συμφωνία, αντίδραση τους ήταν και οι τρεις να μειδιάσουν με καλοκαγαθία. Ύστερα με κοιτούσαν με τα καθαρά και στο βάθος λυπημένα μάτια τους. Αλλά εμένα με ενδιέφερε το συγκεκριμένο θέμα και το ήθελα αρθρωμένο στο θεολογικό λόγο. Γι` αυτό επανήλθα στο ερώτημα με παρακλητικό τόνο.

Ο ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ ΜΑΣ

Αφού εξακολούθησαν να με κοιτάζουν επίμονα οι ησυχαστές, μπροστά στην επιμονή μου ο πιο γηραλέος απάντησε.

Αδελφέ Θεόκλητε θέλετε να γράψετε για τους σεισμούς σαν φυσικό φαινόμενο, δηλαδή ποιά σχέση μπορούν να έχουν με τον Θεό, πως συμβιβάζονται με την αγάπη του, αφού προκαλούν τόσες καταστροφές, ή πρόκειται απλώς για το αποτέλεσμα νομοτελών λειτουργιών στα έγκατα της γης, που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού;

Όπως θα προσέξατε απέφυγα να απαντήσω αμέσως, σκεπτόμενος σε πόση δεινή θέση θα βρεθείτε, αν θελήσετε να γράψετε την αλήθεια. Αν πάλι, για να αποφύγετε τις δυσκολίες γράψετε ψέματα ποια θα είναι η ωφέλεια;

Σας παρακαλώ πάτερ, απάντησα, τι θέλετε να πείτε με αυτά;

Γιατί να μην γράψω την αλήθεια; Για ποιες δυσκολίες μιλάτε;

Αδελφέ Θ, γίνομαι πιο σαφής. Θέτετε ευθέως το ερώτημα ως προς την προέλευση των σεισμών και την σχέση τους με την πρόνοια του Θεού.

Ειλικρινά φρονείτε ότι οι σεισμοί είναι ποτέ δυνατόν να βρίσκονται έξω από την Πρόνοια του Θεού, γιατί τα ερωτήματα σας εκεί οδηγούν, αφού είπατε ότι είναι ενδεχόμενο να είναι αποτέλεσμα νομοτελών φυσικών λειτουργιών στα έγκατα της γης που διαφεύγουν από τον έλεγχο του Θεού.

Ο Κύριος να με σκεπάσει, Γέροντα, απάντησα, από μια τέτοια φοβερή άγνοια που ισώνεται με βλασφημία κατά του Θεού. Νομίζω πως δεν υπάρχει μοναχός, που να φρονεί ότι οι προκαλούμενες καταστροφές και οι θάνατοι ανθρώπων δεν συμβιβάζονται με την αγάπη του θεού ή ότι είναι θεολογικώς παραδεκτό πως όλα αυτά μπορεί να γίνουν ερήμην του Θεού, ανέλεγκτα και αδιάφορα.

Τα ερωτήματα μου τα διατύπωσα όχι σαν δικές μου απορίες, αλλά σαν απόψεις που επικρατούν στη συντριπτική πλειοψηφία των «πιστών» και μεταξύ ακόμη θεολόγων, με τον σκοπό να χρησιμοποιήσω τις απαντήσεις σας καταλλήλως.

Τώρα ησύχασα, αδελφέ Θ. όπως και οι παραδελφοί μου. Όμως μένει η άλλη ανησυχία μου. Πως θα μπορέσετε να γράψετε προς ένα λαό, που σε μεγάλη έκταση έχασε την πίστη του στο Θεό, ότι οι σεισμοί, που του προκάλεσαν τόσες ταλαιπωρίες, είναι μια μορφή παρουσίας της αγάπη Του γι` αυτόν το λαό, χωρίς να τον εξεγείρετε εναντίον του Θεού;

Να γιατί σας είπα ότι περιέρχεσθε σε δεινή θέση, αφού είστε αποφασισμένος κι εσείς από αγάπη να πείτε την αλήθεια.

Πράγματι αυτό είναι ένα πρόβλημα, που δεν είχα σκεφτεί, απάντησα. Κι όμως είναι βασικότερο όχι μόνο να πει κανείς την αλήθεια, αλλά πώς να την πει. Λοιπόν τι θα είχατε να μου πείτε άγιοι Γέροντες, τόσο για τα αποδεικτικά στοιχεία, όσο και για την επιλογή της μεθόδου;

Τι να πούμε στο χειμαζόμενο λαό μας, όχι τόσο για την οχληρή περιπέτεια του, όσο για την τραυματισμένη πίστη του; Πολύ φοβάμαι, είπε ο Γέροντας, ότι δεν έχουμε καταλάβει ακόμη την τρομακτική αλλοίωση της ψυχής των εν Χριστώ αδελφών μας, από την επίδραση των καταλυτικών συνθηκών, μέσα στις οποίες ζει ολόκληρες δεκαετίες.

Πάντοτε βέβαια, ο λαός του Θεού σε όλες τις εποχές παρασύρεται από τα διαβολικά τεχνάσματα, άλλοτε πολύ, άλλοτε λίγο. Αλλά η απομάκρυνση του από τον Θεό, για μικρό ή μεγάλο διάστημα δεν του διέστρεφε την ψυχή, γιατί δεν την θεμελίωνε με θεωρητικά, αλλά ούτε και με πρακτικά ερείσματα.

Ποιά εννοείτε, Γέροντα, διέκοψα, θεωρητικά και πρακτικά ερείσματα της αποστασίας από τον Θεό;

Εννοώ τις διάφορες θεωρίες και τα συστήματα, που δικαιολογούν όλες τις μορφές της αμαρτίας σαν επιταγή βιολογική, σαν αξίωση της επιστήμης και του πολιτισμού. Η πρακτική λοιπόν εφαρμογή ξέρετε που οδηγεί;

Στην εκτέλεση κάθε αμαρτίας με «ελαφρά» συνείδηση. Οπότε η διαστροφή της συνειδήσεως συντελείται χωρίς ανασταλτικότητα και επομένως γίνεται και ραγδαία και σταθερά οπότε παγιώνεται.

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

Η άποψη αυτή, Γέροντα, παρατήρησα, είναι πραγματικά σοφή.

Αμάρταναν οι παλαιοί χριστιανοί, αλλά επειδή στην εποχή τους δεν υπήρχαν διαβολικές θεωρίες να δικαιώνουν επιστημονικά ή «θεολογικά» ή φιλοσοφικά τις ποικιλόμορφες αμαρτίες, είχαν την συνείδηση της ενοχής.

Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δεν άφηνε την αμαρτία να ριζώσει στην ψυχή και επομένως δεν την διέστρεφε. Και έτσι υπό τον έλεγχο της συνείδησης μετανοούσε εύκολα και γρήγορα ο χριστιανός.

Μπορώ να ισχυριστώ ότι οι χριστιανοί, «πριν ανοίξουν τα μάτια τους» στην ψευδολάμψη του δυτικού πολιτισμού ποτέ δεν έμειναν μόνιμα στην αμαρτία οποιασδήποτε κατηγορίας, αλλά μετανοούσαν το ταχύτερο, αν και η δυναστική βία των παθών δεν τους άφηνε για πολύ νικητές. Ενώ σήμερα;…..

Σήμερα; απάντησε ο σοφός Γέροντας.

Έχω θετικές πληροφορίες, αδελφέ Θ., ότι όχι μόνο οι Θεσσαλονικείς δεν κατάλαβαν τίποτα από το μήνυμα του Θεού, στην μέγιστη πλειονότητά τους, αλλά ούτε και ο υπόλοιπος ελληνορθόδοξος χώρος για να μην αναφερθώ στον λοιπό κόσμο.

Αν εξαιρέσουμε τα όργανα της εκκλησίας, τους ιερωμένους – που κι αυτοί δειλιάζουν να μιλήσουν καθαρά – και ελάχιστες χιλιάδες πιστών λαϊκών, ο μέγιστος αριθμός της βυζαντινής μεγαλούπολης παραμένει στο σκοτάδι της άγνοιας. Οι άνθρωποι δίνουν όλες τις ερμηνείες και παρ` ότι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, μόνο μεταφυσική ερμηνεία δεν δίνουν. Να γιατί οι ιερείς μας κάνουν παρακλήσεις στο Θεό αλλά αποφεύγουν να πουν σε ένα λαό έτοιμο από την σκληροκαρδία του να βλασφημήσει, ότι οι σεισμοί του είδους αυτού είναι αφυπνιστικό σήμαντρο, που κρούει ο Θεός.

Λοιπόν, Γέροντα, μήπως πρέπει να σιωπήσουμε για να μην προκαλέσουμε και ν` αφήσουμε τον σατανά στις διάφορες εκδόσεις του να αλωνίζει στις ψυχές του αποπλανημένου λαού του Θεού;

Εάν η Εκκλησία, οι ιερείς και οι μοναχοί δεν προσπαθήσουν να πάρουν την πρωτοβουλία και την δράση από τον εχθρό, που κάνει το πάν για να κολάσει τα παιδιά του Θεού, τότε τι λόγο θα δώσουμε στον Κριτή και ποιά διέξοδο πρέπει να βρουν ο πόνος μας ο αδελφικός και η κατά Χριστό αγάπη μας;

Τι με συμβουλεύετε, είπα, οσιότατε πάτερ;

Δεν διανοούμαι καν να αδρανήσουμε ή να δεχτούμε μοιρολατρικά, απάντησε ο Γέροντας, την θλιβερή κατάσταση, που δημιούργησε ο σεισμός, στις ψυχές των δυστυχών αδελφών μας εν Χριστώ.

Αλλά θέλει θείο φωτισμό κανείς για να βρει τον τρόπο να τους προσεγγίσει, κι αυτό, γιατί απωθούν βίαια οι καρδιές τους ερμηνείες που αρχίζουν από το Θεό. Είπαμε ότι οι αδελφοί μας, στην μεγάλη πλειονότητα τους, χάλασαν τις ψυχές τους.

Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ

Θυμηθείτε, αδελφέ Θ., συνέχισε ο Ησυχαστής, τι άμεση ανταπόκριση βρήκε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στις ψυχές των πιστών, ύστερα από ένα καταστροφικό σεισμό που έγινε στην Αντιόχεια, όταν ακόμα ήταν απλός πρεσβύτερος. Ο σεισμός προκάλεσε έντονο φόβο. Κι επειδή οι χριστιανοί είχαν πίστη στο Θεό απέδωσαν τον σεισμό στις αμαρτίες τους, μετανοήσαν και ζήτησαν συγχώρεση από τον φιλάνθρωπο Κύριο.

Σ` αυτήν την ψυχική κατάσταση, ο Χρυσόστομος, ξεφώνισε τον γνωστό λόγο του «Μετά τον σεισμό» και τα λόγια του έπεφταν σαν δροσερή βροχή στην διψασμένη γη της καρδιάς τους. Βέβαια υπήρχαν και τότε αυτοί που ακολουθούσαν τα σατανικά θελήματα. Αλλά αυτοί ήταν λίγοι. Οι πολλοί έκαναν ευχαριστήριες αγρυπνίες στις εκκλησίες, έψαλλαν και ευχαριστούσαν τον κύριο εν μετάνοια, τόσο, ώστε ο άγιος πατέρας να τους λέγει, ότι και αυτοί καθαρίστηκαν με την ευωδιά των προσευχών τους από τους σπίλους της αμαρτίας.

Και στη συνεχεία τους λέγει καθαρά κάτι που θα πρέπει όλοι μας να το γνωρίζουμε.

«Σας είπα και χτες ότι είναι μεγάλο το κέρδος από τους σεισμούς. Είδατε φιλανθρωπία του Παντοδύναμου, που σείει την πόλη και στερεώνει το νου στην πίστη; Σαλεύει τα θεμέλια της και σταθεροποιεί στο αγαθό τα φρονήματα;

Ερειπώνει την πόλη και δυναμώνει την προαίρεση στο καλό;

Καταλάβατε την φιλανθρωπία του Θεού. Έσεισε λίγο ( την πόλη ) και την στερέωσε για πάντα στην πίστη.

Ο σεισμός κράτησε δυο μέρες, αλλά η ευλάβεια σας πρέπει να μένει σ’ όλη την ζωή σας.

Λυπηθήκατε λίγο, αλλά ριζωθήκατε παντοτινά στην ευσέβεια……».

Και αφού ο θειος διδάσκαλος απαριθμεί τα καλά που προκάλεσε ο σεισμός με την μετάνοια που έδειξαν οι χριστιανοί της Αντιόχειας τους λέει. «Σταθεροποιήσατε την πόλη για να σταματήσετε την Οργή του Θεού. Εγώ όμως χαίρομαι όχι γιατί στάθηκε με τις προσευχές σας και οι ψαλμωδίες σας έγιναν θεμέλια της πόλεως. Από πάνω ήλθε η οργή και από κάτω ανέβαινε η ικεσία σας.

Ανοίχτηκαν οι ουρανοί και κατέβηκε βαριά η απόφαση του Θεού και το σπαθί είναι έτοιμο, ακονισμένο.

Η πόλη θα κατεδαφίζονταν, γιατί η οργή ήταν αδυσώπητη.

Αλλά είχαμε ανάγκη μονάχα από μετάνοια, από δάκρια από στεναγμούς κι έτσι οι απειλές του Θεού ανεστάλησαν.

Ο Θεός είχε αποφασίσει την καταστροφή, αλλά εσείς με τις προσευχές και την μετάνοια σας δυσωπήσατε τον Θεό.

Γι` αυτό δεν θα κάνει λάθος κανείς αν σας πει ότι είστε οι σωτήρες της πόλεως……».

Τελειώνοντας την ομιλία του ο θεοφώτιστος πρεσβύτερος, συνέχισε ο Γέροντας, εισάγει την αιτία του σεισμού, που στην εποχή μας έχει βέβαια διαφοροποιηθεί. Δηλαδή θεωρεί τους πλούσιους σαν πρόκληση στο Θεό, ενώ σήμερα συντελεστές είναι οι πολλοί.

Αν κανείς ρωτηθεί, γιατί σείστηκε η πόλη, έστω και αν αυτός δεν απαντήσει, όμως είναι γενικά παραδεκτό, ότι σείστηκε για τις αμαρτίες, για τις πλεονεξίες, για τις αδικίες, για τις παρανομίες, για τις υπερηφάνειες, για τις ηδονές, για τις απάτες.

Αλλά ποιών; Των πλουσίων.

Αν πάλι ρωτηθεί κανείς, από τι σταμάτησαν οι σεισμοί;

Είναι φανερό, από τις ψαλμωδίες, τις προσευχές, τις αγρυπνίες. Και από ποιούς; Από τους φτωχούς…».

Όπως σωστά είπατε άγιε πάτερ, παρατήρησα, σήμερα έχουμε μια διαφοροποίηση. Οι αναλογίες στις κοινωνικές τάξεις δεν είναι οι ίδιες της εποχής του Χρυσοστόμου.

Τώρα δεν έχουμε πλούσιους και φτωχούς χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.

Δυστυχώς στην εποχή μας οι πολλοί έχουν την δυνατότητα για όλες τις αμαρτίες, που ονομαστικά ανέφερε ο δάσκαλος της εκκλησίας.

Αλλά και η δομή του κοινωνικού βίου είναι τόσο διαφορετική σήμερα, που ο μέγας ιεροκήρυκας δεν θα θεωρούσε σαν αμαρτωλούς μονάχα τους πλούσιους, αλλά όλους εκείνους που μετέχουν στα «αγαθά» του πολιτισμού μας. Και είναι τόσο εκτεταμένη και τόσο γυμνά αναίσχυντη η σημερινή πρόκληση, προς την αγαθότητα του Θεού, που δεν θα μπορούσαν καν να υποπτευθούν και να φανταστούν χριστιανοί των περασμένων αιώνων…..

ΕΣΧΑΤΕΣ ΜΕΡΕΣ;

Αυτή η τόσο εκτεταμένη αναισχυντία της αμαρτίας, με κάνει αδελφέ Θ., απάντησε ο Γέροντας να σκέφτομαι πολλές φορές μήπως βρισκόμαστε χρονικά σ` ένα πρόλογο των εσχάτων, μήπως περνάμε την κρίση που θα παρουσιάζουν οι ΄έσχατες μέρες προ της Δευτέρας του Κυρίου Παρουσίας.

Αλλά πάλι μου αναστέλλουν την απαισιοδοξία πολλά φαινόμενα καλού, το «μικρό ποίμνιο», οι αγαθές προαιρέσεις πολλών, η γρηγορούσα συνείδηση μέσα σ` αυτά τα αντιπνευματικά κυκλώματα της εποχής, η νικηφόρα αναμέτρηση με το σατανά από μεγάλο αριθμό χριστιανών, η στρατευόμενη Εκκλησία, ο Μοναχισμός μας, οι προσευχές, η καλή δραστηριότητα, έστω και χωρίς συντονισμό και χωρίς την μαρτυρία των υψηλών επαγγελιών της Ορθοδοξίας.

Όλα αυτά , συνέχισε ο Γέροντας, μετριάζουν τον πόνο μου και μου δίνουν κάποιες ελπίδες μιας στροφής στις ορθόδοξες πηγές μας, για να ξαναβρούμε σαν «έθνος Άγιον και βασίλειον ιεράτευμα» την βυζαντινή φυσιογνωμία μας, να γιατρευτούμε από την δυτική αρρώστια μας και να αναβιώσει μέσα στις ψυχές του λαού μας η παραδοσιακή εν Χριστώ ζωή.

Αλλά πάλι, αδελφέ απελπίζομαι όταν ησυχαστής εγώ, με αδιάλειπτη σχεδόν κίνηση του νου και της καρδιάς προς τα ανέκφραστα και αιώνια αγαθά, που περιμένουν όσους αγάπησαν το Θεό, βλέπω νοερώς την τραγωδία του λαού μας, που δεν συνίσταται τόσο στη φρικαλέα καταδυνάστευση του από τον διάβολο και την αμαρτία, όσο από τις σύγχρονες συνθήκες που καταδικάζουν την ψυχή σε μια αφόρητη δουλεία, δια των αισθήσεων και από την θεσμοθέτηση, όπως ξαναείπα, της πολύσχημης αμαρτίας οπότε πως μπορεί κανείς, να ελπίσει σε μετάνοια για κάτι που δεν θεωρείται κακό;

Και πως κανείς να λυτρωθεί από την καταδυναστεία των συνθηκών, όταν η ψυχή κολυμπά με ευχαρίστηση σ` αυτές που αποτελούν το «απαραίτητο» περιβάλλον της, που εκμεταλλεύεται συνεχώς ο σατανάς;

Συμφωνώ απόλυτα με τις σοφές διαπιστώσεις σας, είπα.

Βάσει λοιπών αυτών, τι πρέπει να πούμε στους αδελφούς μας της Θεσσαλονίκης;

Πώς πρέπει να γράψω κάτι ωφέλιμο, υπακούοντας, στους φίλους της σεισμόπληκτης πόλης, αλλά και στην θλίψη μας από την προσωπική μετοχή μας στην «δοκιμασία» του λαού του Θεού;

Αδελφέ Θ. ήδη ανέφερα ορισμένες δυσκολίες. Τώρα φρονώ ότι η διαφορά καταστάσεων ψυχικών, ποικίλων διαθέσεων και τοποθετήσεων, μεταξύ των σεισμοπαθών, δημιουργούν άλλες δυσκολίες.

Πως θα πείτε πράγματα, που θα είναι σωστά για κάποιους, αλλά δεν αρμόζει σε άλλους;

Πως θα μιλήσετε την ίδια γλώσσα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε τόσο ανόμοια πνευματικά κλίματα;

Πραγματικά, σεβάσμιε πάτερ, είπα βρίσκεται κανείς σ` ένα τραγικό αδιέξοδο, προκειμένου να μιλήσει σ` ένα τόσο κακοποιημένο λαό του Θεού και μάλιστα τόσο επηρεασμένο από υλιστικές θεωρίες.

Άλλωστε το δυστύχημα είναι ότι ο λαός μας δεν βρίσκεται στην παιδική απλότητα των παλαιών, αλλά η διανοητική καλλιέργεια, σε συνδυασμό με μια αντιευαγγελική ζωή, τον έχουν φουσκώσει έτσι, ώστε να αποδέχεται άνετα τα συμπεράσματα της επιστήμης και να μην ακολουθεί την αληθινή διδασκαλία της Εκκλησίας.

Πως λοιπόν θα πειστεί, ότι οι σεισμοί αποτελούν έργο αγάπης Θεού, και όχι φαινόμενο της σεισμογένειας του εδάφους, όταν διάσημοι σεισμολόγοι- παρά τις διαψεύσεις τους και τις αντιφάσεις τους – ΤΟΥΣ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΉ;

Ευλογημένε αδελφέ Θ., απάντησε τότε ο Γέροντας, το άριστο θα ήταν σ` αυτές τις περιπτώσεις, να αντιμετωπίσει κανείς το μωσαϊκό των απόψεων που σήμερα επικρατούν, με ζωντανό προφορικό διάλογο.

Αφού όμως αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε γράψτε σχετικά με το θέμα με πατερική μεθοδολογία και χρησιμοποιήστε όλα τα είδη του εκκλησιαστικού λόγου. Κατηχητικού. Απολογητικού. Θεολογικού. Πνευματικού.

Με άλλα λόγια «ποίησον έργο ευαγγελιστού» .Και προσευχηθείτε θερμά για να βρείτε ανταπόκριση.

Το αποτέλεσμα εμπιστευθείτε το στο φιλάνθρωπο Κύριο μας, που κι Αυτός «εξήλθε του σπείρε τον σπόρον αυτού», αλλά την καλλιέργεια, διότι ο σπόρος δεν κάρπισε παντού. Αλλά εμείς οφείλουμε να σπέρνουμε.

Από το σημείο αυτό ο Σοφός Ησυχαστής άρχισε να μιλά για το θέμα των σεισμών σε συνάρτηση με την δημιουργία του κόσμου και των φυσικών λεγόμενων κακών, που τονίζουν την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους.

Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Ότι υπάρχει ο Θεός το γνωρίζουμε.

Το πώς είναι, τι είναι, μας είναι ακατάληπτο και το μόνο καταληπτό του είναι η ακαταληψία του.

Εάν η ουσία του Θεού είναι άγνωστη, όμως είναι γνωστές οι ενέργειες του.

Όλη η δημιουργία των νοητών κόσμων και των αισθητών φανερώνει, αποκαλύπτει την παντοδυναμία του Θεού, την σοφία του, την αγαθότητά του.

Ο Θεός «κακόν ούκ εποίησε».

Όλη η δημιουργία των άυλων κόσμων ήταν αγαθή, δηλαδή τα αναρίθμητα τάγματα των Αγγέλων δημιουργήθηκαν σαν φωτεινά και άγια πνεύματα. Πουθενά κακό.

Αλλά οι άγγελοι παρά την κατά χάρη αγαθότητα τους, είχαν ένα μέγιστο δώρο.

Την αυτεξουσιότητα, δηλαδή την δυνατότητα να στραφούν και στο κακό.

Κακό στη ουσία δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει.

Κακό είναι στέρηση του καλού.

Στα πλαίσια της δυνατότητας να αρνηθούν οι άγγελοι το αγαθό, ένας λαμπρότατος Αρχάγγελος, ο Εωσφόρος, υπερηφανεύτηκε για την δόξα του κι αμέσως έγινε από φως σκοτάδι και παρέσυρε και πλήθος μεγάλο Αγγέλων.

Είναι πλέον ο σατανάς, ο διάβολος, ο δαίμονας με τους ομοίους του.

Έκτοτε ο Εωσφόρος είναι ο «αντικείμενος», ο εναντιούμενος στο αγαθό θέλημα του Θεού.

Όπως ο Θεός από άπειρη αγάπη και αγαθότητα δημιούργησε τα αναρίθμητα πνεύματα των Αγγέλων, έτσι θέλησε να κατασκευάσει και ένα αλλιώτικο όν, μια σύνθεση άυλου και υλικού, τον άνθρωπο, για να τον καταστήσει «Θείας φύσεως κοινωνό».

Και έτσι πριν ο Θεός προβεί στην πλάση του ανθρώπου, δημιούργησε τους ορατούς και αόρατους υλικούς κόσμους εκ του μηδενός με κέντρο, όπου θα ανεπτύσσετο η ζωή. Τη γη.

ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ

Αφού ο θεός δημιούργησε τη γη, τις θάλασσες, τους ουρανούς, το φυτικό και ζωικό βασίλειο, έπλασε και τον άνθρωπο «κατ` εικόνα και καθ’ ομοίωσιν».

Δηλαδή τον έκανε λογικό, ελεύθερο και αθάνατο κατά χάρη, όπως ο Θεός κατά φύση και του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει όμοιος Του, πάλι κατά χάρη, στην αγαθότητα και την αγιότητα. Στην αρχή έπλασε τον Αδάμ και ύστερα την Εύα.

Αφού τους εγκατάστησε σε ένα πανέμορφο κι θειότατο κήπο, στον Παράδεισο, όπου ζούσαν με άπειρη ειρήνη, χαρά και μακαριότητα, με παιδική αθωότητα και με αδιάλειπτη μυστική επαφή με τον Θεό, τους έδωσε μια εντολή. Να μετέχουν στην ευφροσύνη της ζωής του Παραδείσου τρώγοντας από τους καρπούς όλων των δένδρων πλην ενός. Του δέντρου της γνώσεως.

Ο σατανάς όμως που φθονούσε τους πρωτόπλαστους, με την μορφή ενός φιδιού, που το θεωρούσαν σαν το φρονιμότερο απ` όλα τα ζώα του παραδείσου, τους απάτησε και έφαγαν από τον απαγορευμένο καρπό με την υπόσχεση τάχα, ότι θα γινόντουσαν κι αυτοί σαν θεοί.

Μόλις έφαγαν η ψυχή τους έχασε την χάρη και νεκρώθηκε, αυτοί έγιναν θνητοί, εμπαθείς και έχασαν την αδιάλειπτη επαφή με τον Θεό, όπως προηγουμένως τους είχε ειδοποιήσει αν παρέβαιναν την εντολή. Τραγωδία απερίγραπτη.

Οι πρωτόπλαστοι αρρώστησαν ψυχικά και πνευματικά, διαστροφή του «κατ`εικόνα» και διώχτηκαν από τον παράδεισο.

Η ζωή τους στην συνεχεία ήταν μια ατελείωτη θλιβερή περιπέτεια, αφού ο Θεός τους καταράστηκε για την απείθεια τους.

Αλλά ο Θεός είναι αναλλοίωτα αγαθός, είναι αγάπη.

Για αυτό όχι μόνο υποσχέθηκε στους δυστυχείς πεπτωκότες την επαναφορά τους στο ¨αρχαίο αξίωμα’, ύστερα από πολλούς αιώνες, αλλά τους φρόντιζε και τους περιέθαλπε σαν αποστατήσαντα παιδία του, των οποίων σεβόταν την ελεύθερη εκλογή, με την οποία τα στόλισε.

Έτσι, ενώ με την θεληματική απομάκρυνση τους από την αγάπη του Θεού πέρασαν μέσα στο κύκλωμα των σατανικών επιρροών, όμως ο Θεός κατά τρόπο ακατάληπτο, δεν επέτρεπε στον σατανά να ενεργήσει όλη τη μισανθρωπία του, ενώ παράλληλα δεν έθιγε την ελευθερία τους να κάνουν ότι ΄θέλουν.

Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η ζωή των πρωτοπλάστων – μάλλον η ζωή μέσα στον πνευματικό τους θάνατο, θα πρέπει να λέμε – ήταν βιολογική, με όλα τα γνωρίσματα της μεταβολής από το «κατά φύση» στο «πάρα φύση».

Γι` αυτό μαζί με την αναπαραγωγή του, πλήθαινε και η κακία των ανθρώπων με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις.

Με εγκατεστημένη την δαιμονική ενέργεια στις καρδιές τους και τη χάρη του Θεού σε αφασία, δεν υπήρξε κακία που να μην την κάνουν, μέχρι φόνους και ειδωλολατρείες, δηλαδή τέλεια αγνωσία και διαστροφή.

Όταν πλέον έφτασε το κακό να γενικευτεί και οι άνθρωποι, ενώ είχαν πλαστεί «κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσιν», κατάντησαν μονάχα σάρκες, δεν υπήρχε λόγος να ζουν. Και ο Θεός αποφάσισε από οίκτο να τους εξαφανίσει από την γη, για να σταματήσουν να αμαρτάνουν.

Με το πρόσταγμα του παντοδύναμου Θεού, άνοιξαν από τη γη οι πηγές της αβύσσου και από τον ουρανό άνοιξαν οι καταρράκτες του.

Τα στοιχεία, που με την θέληση του Θεού συνεκραντούντο σε ισορροπία, με την παντοδύναμη βούληση του ανεστάλησαν. Κατακλυσμός.

Τα φυσικά στοιχεία υπάκουσαν στον δημιουργό του.

Ολόκληρος ο γνωστός τότε κόσμος πνίγηκε μέσα στο νερό και μόνο ο δίκαιος Νώε με την 7μελή οικογένεια του σώθηκε μέσα στην Κιβωτό του, όπως και όλα τα είδη των ζώων για την διαιώνιση του είδους των.

Να ένας υδάτινος σεισμός, που καταστρέφει όχι μόνο μία ή δύο πόλεις, αλλά ολόκληρο το ανθρώπινο και ζωικό βασίλειο, με την αναστολή της λειτουργίας των φυσικών νόμων, που αδιάλειπτα ρυθμίζει η θεία Πρόνοια.

Ο ΜΕΣΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η ζωή, υπό την άμεση εποπτεία και τη χάρη του Θεού, έβρισκε πάλι το φυσικό ρυθμό της.

Οι άνθρωποι αυξάνονταν και πλήθαιναν όπως η άλογη κτίση.

Πάλι όμως με την αύξηση των ανθρώπων αυξήθηκε και η κακία τους.

Παρουσιάζεται ένα κρούσμα προκλητικότατης υπερηφάνειας.

Οι άνθρωποι αποφάσιζαν να χτίσουν ένα πύργο που να φτάνει στον ουρανό.

Ο Θεός μετά τον κατακλυσμό είχε υποσχεθεί να μην καταστρέψει πλέον τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο και σε τόση έκταση.

Γι` αυτό τους σύγχυσε τις γλώσσες, ώστε να μην μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, όπως γινόταν προηγουμένως.

Άλλος σεισμός αυτός γλωσσικός, που προκλήθηκε από την άρση της χάρης του Θεού.

Σε μια στιγμή όπως πέφτει μια πόλη από ένα σεισμό, ανατρέπεται «φύσεως τάξις» με μόνη τη βούληση του Θεού και το σατανικό σχέδιο ματαιώνεται.

Ένα όχι πιο λίγο τρομακτικό παράδειγμα κολασμού της αμαρτίας είναι η αποτέφρωση μιας πολυάνθρωπης μεγαλούπολης. Των Σοδόμων.

Ήταν τόση η σοδομική αποκληθείσα αμαρτία, ώστε όχι μονάχα δεν βρισκόντουσαν στις χιλιάδες των κατοίκων τους πέντε καθαροί άνθρωποι, αλλά και όταν δυο Άγγελοι του Θεού φιλοξενούνταν στο σπίτι του δίκαιου Λώτ, οι σοδομίτες και αξίωναν να τους παραδώσει τους άγιους Αγγέλους – οι οποίοι ασφαλώς θα ήσαν πάγκαλοι – «ίν συγγενώμεθα αυτοίς».

Σε πρώτη φάση ο Θεός ανέστειλε την άκτιστη ενέργεια Του, δια της οποίας χαρίζει την όραση και έτσι έμειναν οι Σοδομίτες τυφλοί με ανοιχτά μάτια.

Στην συνέχεια οι άγγελοι πληροφορούν τον Λώτ ότι θα καταστρέψει την πόλη και τις περιοχές της, και να φροντίζει να ειδοποιήσει  τους συγγενείς του.

Ήταν όμως τόση η πώρωση τους από τη συμμετοχή τους ίσως στα θανάσιμα αμαρτήματα ώστε να μην υποπτεύονται ότι ήταν ανάξιοι πλέον να ζουν σαν σάρκες που κατάντησαν.

Μάταια προσπαθούσε ο δίκαιος Λώτ να τους πείσει. Νόμιζαν ότι αστειευόταν.

Και ο Θεός έβρεξε από τον ουρανό φωτιά με θειάφι και έκαψε τις πόλεις Σόδομα και Γόμορρα, τα περίχωρα και όλους τους κατοίκους.

Κι εδώ έχουμε μια άλλη μορφή «σεισμού».

Καταστροφή με φωτιά ανθρώπων, που δεν ήταν πλέον παρά μονάχα σάρκες, οπότε δεν είχε κανένα νόημα η ζωή.

ΠΡΟΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Στο σημείο αυτό τον διέκοψα τον Γέροντα και τον ρώτησα γιατι κάνει αυτή την αναδρομή σε τόσο μακρινό παρελθόν, προκειμένου να πει τι φρονεί περί του φαινομένου των σεισμών της σύγχρονης εποχής;

Πάτερ Θεόκλητε, μου απάντησε αυτό το κάνω για δυο λόγους.

Πρώτον γιατί από την περίοδο της δημιουργίας των κόσμων και της πλάσεως του ανθρώπου, αποκαλύπτεται δια της Αγίας Γραφής η αγάπη του Θεού στην δημιουργία του όλη και. δεύτερον διδάσκεται ο πιστός τις σχέσεις του Θεού με τα πλάσματα του, την φροντίδα του γι` αυτά και τις παιδαγωγικές τιμωρίες του στους αμαρτάνοντας ή δια των ανθρώπων ή δια των φυσικών στοιχείων.

Άλλωστε η προ της Καινής Διαθήκης περιόδου ήταν παιδαγωγική με την νομοθεσία του ΜΩΥΣΕΩΣ και τους Προφήτες.

Γι` αυτό λέει ο Απόστολος Παύλος ότι «ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστό» {ΓΑΛ. Γ, 24 ).

Πρέπει να σημειωθεί προσθέτει ο Γέροντας ότι τόσο οι άμεσες παιδαγωγικές ενέργειες του Θεού στον περιούσιο λαό του Ισραήλ, όσο και τα κείμενα των Προφητών, τα σχετικά με τον κολασμό των παραβάσεων είναι πολύτιμες πηγές για το θέμα μας.

Εάν θέλαμε να επεκταθούμε στο θέμα της αγάπης του Θεού προς τον αγαπημένο και εκλεκτό λαό του Ισραήλ και στις διάφορες φάσεις της οδυνηρής πολλές φορές παιδαγωγίας του, θα βλέπαμε ότι και σήμερα ο από ανενόητη σε μας αγάπη παιδαγωγών Θεός, τα ίδια μέσα χρησιμοποιεί όπως και ΄τότε, αν και κάπως προσαρμοσμένα μέσα στο χώρο της χάρης, ενώ τότε δέσποζε το γράμμα του Μωσαϊκού νόμου.

Ύστερα από τα στοιχεία αυτά συνέχισε ο Ησυχαστής, γίνεται φανερή η αγάπη του θεού στα πλάσματα του, η στοργή του, η φροντίδα του, που εκφράζονται σε τόσο τρυφερές διατυπώσεις με την γλώσσα των προφητών:

« Και αν η γυναίκα λησμονήσει τα τέκνα της εγώ όμως δεν θα σας λησμονήσω ποτέ».

Η εκείνο από την ωδή του Μωϋσή. « σαν αετός ο Θεός σκεπάζει την φωλιά του και από πόθησε να θερμάνει τα πουλάκια του. Άνοιξε τα φτερά του και τα πήρε πάνω του για να τα μεταφέρει».

Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τώρα «παρήλθε η σκιά του νόμου της χάριτος ελθούσης» και δεν είμαστε πλέον «υπό νόμο, αλλ` χάριν» (Ρωμ. Σ` 14).

Πρέπει πρώτα πρώτα να σημειώσουμε για την φανέρωση της άπειρης αγάπης του Θεού, με την Σάρκωση του Λόγου που αποτελεί την κορύφωση της και την πραγμάτωση της «αρχαίας βουλής» του Θεού η οποία συνοψίζεται στην σωτηρία του πλάσματος Του.

Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι «τέκνο φύσει οργής» αλλά «συμπολίτης των άγίων και οικείος του Θεού».

Η θεολογία της Σαρκώσεως είναι ατελείωτη. Είναι το πλήρωμα της ασύλληπτης και άρρητης αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους.

Το μέτρο κατανοήσεως της αγάπης αυτής το έδωσαν οι απόστολοι, οι μάρτυρες, όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας, αλλά και αυτοί όσο «εχώρουν», αφού και τα πάνσοφα σχετικώς, αγγελικά πνεύματα, δεν κατενόησαν με πληρότητα το μυστήριο της Σαρκώσεως και το πέλαγος της θείας αγάπης.

Γι` αυτό οι άγγελοι και πνευματοφόροι άνθρωποι μετουσιώνουν, οι μεν πρώτοι την αγάπη τους και την γνώση τους, σε θαυμασμό και αδιάλειπτες δοξολογίες, ερωτικά περιδινούμενοι μέσα στο άκτιστο φως , που εκπέμπουν οι θείες ενέργειες του Θεού, οι δε δεύτεροι, σε ευγνωμοσύνη σε ύμνους, σε ευχαριστίες, δοξολογίες και δάκρια αγάπης και λατρείας.

Τόση λοιπόν η αγάπη του πανάγαθου και υπεράγαθου και παντοδύναμου Θεού προς το πολυτιμότατο πλάσμα Του, τον άνθρωπο που με την θυσία την σταυρική του Χριστού, την μετάδοση της χάρης της αναστάσεως Του και με τη χάρη και μετοχή στο τεθεωμένο Σώμα και Αίμα Του., έγινε το πιο πολύτιμο πλάσμα σ` όλη την κτίση επίγεια και ουράνια, ορατή και αόρατη.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

Με την ένσαρκη Οικονομία του Θεού, σώθηκε οριστικά ο άνθρωπος; Όχι. Του προσφέρθηκαν, απλώς οι προϋποθέσεις σωτηρίας.

Αλλά η σωτηρία είναι θέμα της βουλήσεως του ανθρώπου.

Γι` αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει θεόπνευστα. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν. Όσοι δε έλαβαν αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσία ΄τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωα΄ν. α`, 11-12).

Όσοι λοιπόν δεν δέχονται τον Χριστό ως Σωτήρα τους δεν σώζονται.

Αλλά και αυτοί που τον πιστεύουν, δεν τηρούν όμως τις εντολές Του, με τις οποίες η ψυχή ελευθερώνεται από τα πάθη και γίνεται θεοειδής, φυσικά κρίνονται σαν μη πιστεύοντες και δεν σώζονται.

Ύστερα απ` αυτά, γίνεται κατανοητό, ότι ο Χριστός έσωσε αντικειμενικά όλο τον κόσμο, αλλά χωρίς τον υποκειμενικό παράγοντα, χωρίς την συνεργία και του ανθρώπου δεν είναι δυνατή η σωτηρία.

Η διαφορά μεταξύ του προ Σαρκώσεως κόσμου και του μετά την Σάρκωση, είναι ότι η σωτηρία τότε ήταν αδύνατη , ενώ τώρα δυνατή.

Και ενώ τότε ο άνθρωπος διατελούσε υπό την ενέργεια του σατανά, εξουσιαστικά, η χάρη δεν ενεργούσε στην ψυχή και η θέληση ήταν εξασθενημένη για να στραφεί προς το αγαθό, τότε η χάρη κυριάρχησε του σατανά, η δύναμη μειώθηκε στο ελάχιστο, η θέληση για το αγαθό δυνάμωσε και ο άνθρωπος επανέρχεται στην προπτωτική κατάσταση.

Κι έμεινε στον άνθρωπο , που βαφτίζεται Ορθόδοξα, μονάχα μια τάση προς την αμαρτία σαν κατάλοιπο της κακοποιημένης από την παράβαση φύσεως του.

Εδώ θα έπρεπε να σημειωθεί, ότι η σωτηρία του κόσμου με την Ανάσταση του Χριστού, επεξετάθη και σ` όλη την κτίση.

Αλλά όπως στον άνθρωπο έμεινε κατάλοιπο της πτώσεως του η κλήση προς την αμαρτία, έτσι και «πάσα η κτίση συστενάζει και συνωδινεί άχρι του νυν», αφού και αυτή, κατά τους θεολόγους Πατέρες, είχε μετάσχει των συνεπειών της πτώσεως του βασιλέως της, ανθρώπου.

Και τώρα «περιμένει και η κτίση να ελευθερωθεί από την φθορά, όταν τα τέκνα του Θεού αποκατασταθούν στην ελευθερία της δόξας του» (Ρωμ. Η. 19-21).

ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ

Όταν ο σοφός Γέροντας μου έλεγε την θεολογία της σαρκώσεως και τις συνέπειες της πάλι τον ρώτησα να μου εξηγήσει, γιατί στο συγκεκριμένο θέμα των σεισμών παρεμβάλει θεολογικά στοιχεία, που φαίνονται άσχετα και ενδέχεται να κουράσουν τον αναγνώστη; Και μου έδωσε την εξής απάντηση.

Νομίζετε, αγαπητέ αδελφέ Θ, ότι λέω πράγματα άσχετα με το περιορισμένο θέμα σας;  Βέβαια,  ήταν δυνατό να δοθεί ολιγόλογη απάντηση.

Εσείς λέτε ότι οι σεισμοί είναι άσχετοι με την πρόνοια και την αγάπη του Θεού;

Και εμείς απαντάμε, όχι, έχουν αμεσότατη σχέση αλλά με αυτό το τρόπο, δεν δείχνουμε αγάπη προς τους πλανεμένους.

Χρειάζεται θεολογική θεμελίωση ή ορθή και αληθινή άποψη της Εκκλησίας.

Άλλωστε έγινε δεκτό, ότι απευθύνεστε σε ένα μωσαϊκό αντιλήψεων και νομίζω, ότι πρέπει να έχετε υπόψη σας, ότι και πιστοί και θεολογούντες, και θεολόγοι ακόμη, υπό την επίδραση της υλόφρονος «σεισμολογίας», αποκλείουν τον Θεό ως αιτία άμεση ή έμμεση των σεισμών και των άλλων καταστροφικών φαινομένων που ονομάζονται ορθώς υποθέτω, θεομηνίες.

Αν λοιπόν δεν ανατρέξουμε στην θεολογία, που αντικατοπτρίζει τον Θεό και τις ενέργειες του, τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, όπως διαμορφώθηκαν κάπως διαφορετικά στη Καινή Διαθήκη σε σχέση με την Παλαιά Διαθήκη και δεν υπογραμμιστεί, ότι με το αίμα του Χριστού έχουμε αγοραστεί, είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε ορθόδοξα για κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με το Θεό και τον άνθρωπο.

Πρέπει, έλεγε ο γέροντας, να συνειδητοποιήσουμε , ότι από την θυσία του Χριστού, επάνω στο σταυρό και την πανένδοξη ανάσταση Του, από την χάρη που παίρνουμε στο Βάπτισμα και την μετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η ελευθερία μας να κάνουμε ότι θέλουμε έχει περιορισθεί στο ελάχιστο για να μην πω ότι την κατάργησε η αγάπη του Χριστού.

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ

Δηλαδή, παρατήρησα ο χριστιανός δεν είναι ελεύθερη προσωπικότητα;

Είναι, αδελφέ, απάντησε ο Γέροντας, αλλά η ελευθερία του οφείλει να δολώνεται στο θέλημα του Χριστού.

Αφού είναι αγορασμένος με θεϊκό αίμα, πως μπορεί να κάνει ότι θέλει;

Την ελευθερία δεν την έχει για να κάνει ότι θέλει, αλλά για να έχει την δυνατότητα να την υποτάσσει, στα πόδια του Χριστού που καρφώθηκαν για αυτόν.

Με άλλα λόγια, αφού ο Χριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από τον τύραννο του με τόσης ασύλληπτης αξίας τίμημα λίτρο, του λέει.

Σε αγόρασα με το αίμα μου. Τώρα ανήκεις ολοκληρωτικά σε μένα. Εγώ βέβαια δεν έχω ανάγκη να σε έχω δούλο, είμαι ανενδεής , αλλά η ζωή σου, η μακαριότητα σου η αθανασία σου εξαρτώνται ακριβώς από τη δουλεία σου.

Αλλά όταν η ψυχή σου φτάσει στο «κατά φύσιν», δεν θα έχει το αίσθημα της δουλείας, αλλά της ελευθερίας, θα θέλει με πόθο την δουλεία, γιατί σ` αυτή μέσα θα βρίσκει την ελευθερία της, τη χαρά της, τη λύτρωση της, την ευτυχία της, όπότε δεν είσαι πλέον δούλος άνθρωπε, αλλά και φίλος μου και αδελφός μου.

Αλλά θα με ρωτήσεις – συνεχίζει ο Χριστός – γιατί σ` εξαγόρασα;

Είναι σαν να ρωτάς γιατί σ` δημιούργησα;

Απαντώ: Από αγάπη. Για να σε κάνω κοινωνό και συμμέτοχο στην δόξα μου και την αιώνια μακαριότητα μου. Σε έπλασα «κατ` εικόνα και καθ` ομοίωσιν».

Για να είσαι ένα εντελώς πολυτιμότατο κτήμα αναφαίρετο δικό μου. Αλλά ίσως πάλι με ρωτήσεις; Γιατί με έπλασες; Με ρώτησες αν ήθελα να υπάρχω;

Η αφού με έπλασες, γιατί δεν με αφήνεις ελεύθερο να κάνω ότι θέλω;

Θα μου απαντήσεις, διότι με αγόρασες και έτσι, σαν δούλος, δεν μου αναγνωρίζεις το δικαίωμα να ζω όπως θέλω. Γιατί δεν με αφήνεις να κάνω ότι μ` ευχαριστεί;

Τα ερωτήματα σου –απαντά ο Χριστός—φανερώνουν ότι η ψυχή σου είναι άρρωστη. Εάν ήταν υγιής θα σου ενέπνεε άλλες σκέψεις.

Γιατί η υγεία της ψυχής, ο φωτισμός της από το Άγιο Πνεύμα, θα γεννούσαν χαρά, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, δοξολογία, και αδιάλειπτες τροφές λατρείας στο δημιουργό της.

Αφού η ψυχή θα κολυμπούσε σε μια ανέκφραστη ηδονή από τις θεϊκές ενέργειες μου, πως δεν θα φτερούγιζε ερωτικά γύρω από το πρόσωπο μου, όπως η πεταλούδα γύρω στο φως;

Αν ο νους σου, παιδί μου, έπαιρνε φως από το Άγιο Πνεύμα, δεν θα ρωτούσες γιατι σε έπλασα ή γιατί δεν σε ρώτησα αν ήθελες να υπάρχεις.

Θα το καταλάβαινες και θα μ` αγαπούσες με μια πύρινη αγάπη, που θα σε δυνάμωνε να θυσιάζεσαι για μένα, ευχαρίστως κάθε μέρα, αφού θα αισθανόσουν την υπέρτατη αίσθηση τις ευδαιμονίας από την ενότητα μας.

Εγώ εντός σου και εσύ εντός μου.

Το ότι πάλι μου μιλάς με αυτό τον τρόπο , που φανερώνει την εκτροπή της ψυχής από την περιοχή της χάρης μου αποδεικνύει ότι σ` αφήνω ελεύθερο τόσο, όσο να μπορείς να ενεργείς ελεύθερα μέσα στα πλαίσια τον αδιόρατων περιορισμών που σου θέτω για να μην χάσεις με την ορμή σου προς εκείνα που σε ευχαριστούν, αλλά μέσα τους όμως κρύβουν το θάνατο σου…….

Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ

Αυτά τα τελευταία που είπατε Γέροντα διέκοψα, δεν αποτελούν αντίφαση;

Τι θα πει ελευθερία μέσα σε πλαίσια αδιόρατων περιορισμών;

Μη ξεχνάτε αδελφέ Θ, ότι το θέμα της ηθικής ελευθερίας και της σχέσεως της με την χάρη είναι από τα πλέον περίπλοκα. Αλλά θα γίνω όσο μπορώ σαφέστερος.

Ο πλασματικός διάλογος του Χριστού με τον άνθρωπο, παρουσιάζει ένα επαναστατημένο κατά του Θεού δυστυχισμένο πλάσμα, που ρωτούσε διαμαρτυρόμενο, με αναισχυντία, γιατί να το δημιουργήσει και γιατί να το αφήνει ελεύθερο.

Αλλά το ναυαγισμένο αυτό πλάσμα δεν μπορεί να εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος.

Σε όλες τις γενιές υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που δεν ρωτούν, ούτε διαμαρτύρονται, για την ύπαρξη τους.

Αντίθετα, ευγνωμονούν, το Θεό γιατί υπάρχουν. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι δίκαιο να στερηθούν δισεκατομμύρια άνθρωποι από κτίσεως κόσμου μέχρι συντέλειας των αιώνων, την αιώνια μακαριότητα, επειδή από δική τους υπαιτιότητα, χάνονται επίσης δισεκατομμύρια ψυχές;

Άλλωστε νομίζετε ότι είναι μικρότερη τραγωδία η ανυπαρξία από την εν αθλιότητα; ύπαρξη;

Εάν υπάρχει δυνατότητα να ρωτήσει κανείς τις «εν βασάνοις» ψυχές αν προτιμούσαν να εξαφανισθούν και να πέσουν στο μηδέν – απ` όπου γεννήθηκαν – τι νομίζεται ότι θα απαντούσαν;

Νομίζω είπα ότι θα περιέρχοντο σε κατάσταση αμηχανίας, σε δίλημμα. Γιατί φαντάζομαι κι εγώ ότι η ύπαρξη με όλες τις θλίψεις της είναι προτιμότερη από την ανυπαρξία, έστω και μέσα στην κόλαση.

Είμαστε σύμφωνοι, παρατήρησε ο Γέροντας . αφήνω τώρα το ζήτημα, ότι η κόλαση είναι το έσχατο στάδιο μιας σφαλερής πορείας του ανθρώπου, συνεχώς από το Θεό παιδαγωγούμενου να αλλάξει κατεύθυνση, γι` αυτό και υπεύθυνου, και έρχομαι στο πρόβλημα της παιδαγωγίας του.

Αυτόματα ανακύπτει άλλο σοβαρό πρόβλημα , της ελευθερίας του ανθρώπου.

Παρακαλώ αδελφέ Θ, εντείνετε την προσοχή σας και παρακολουθήστε την σκέψη μου.

Πολύ ελπίζω ότι ερμηνεύει την διδασκαλία της εκκλησίας. Εάν ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ δημιουργός του ανθρώπου και εάν τον παράγει με το δημιουργικό του πρόσταγμα από το μηδέν της ανυπαρξίας, στο είναι της υπάρξεως, για να τον κάνει, κοινωνό της αιώνιας δόξας του – επειδή είναι το τελειότερο όν της σοφίας και της αγαθότητας του – και εάν ακόμη είναι αντικείμενο της θεϊκής αγάπης του, όπως τεκμηριώνεται τόσο πειστικά στην σταυρική του θυσία, τότε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε, ότι ο Θεός παρακολουθεί με ασύλληπτη από μας πατρική στοργή τον άνθρωπο από την στιγμή που γεννιέται μέχρι το σωματικό του θάνατο, για να παραλείψω το γεγονός ότι μας γνωρίζει όχι μόνο «όντας εν τη οσφύϊ του πατρός μας» αλλά και προαιωνίως;

Είναι διδασκαλία της Εκκλησίας όσα είπατε, διέκοψα, αφού και άγγελο φωτεινό, έχουμε φύλακα από τότε, που βαπτιζόμαστε στο όνομα της άγιας Τριάδος και στο ζωφόρο θάνατο του Χριστού.

ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

Η στοργή και η αγάπη του Θεού εκδηλώνεται με ποικίλες, μορφές, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις, συνέχισε ο Γέροντας.

Αλλιώς συμπεριφέρεται ο Θεός, στον δίκαιο και αλλιώς στον ρέποντα στις αμαρτίες.

Είναι βέβαια, ένα απέραντο θέμα το πώς διαμορφώνονται στην ψυχή οι ροπές, η προαίρεση, οι διάφορες ικανότητες διάκρισης του καλού και του κακού..

Ο βαθμός έλξεως της ψυχής από τις πολύμορφες αμαρτίες και τις πολύμορφες αρετές.

Γίνεται πάντως φανερό, ότι τους μεν φορείς αγαθής προαιρέσεως,, που έχουν σαν γνώμονα της ζωής τους την φωτισμένη συνείδηση τους, ο Θεός παιδαγωγεί κατά τρόπο που να τους αυξάνει τις αρετές, την ταπείνωση, την αγάπη κτλ.

Ώστε να γίνονται και πιο δεκτικοί των ενεργειών του αγίου Πνεύματος.

Τους δε φορείς αποκλίσεων προς τις διάφορες αμαρτίες μεταχειρίζεται ως τον άρρωστο, με τα ανάλογα οδυνηρά φάρμακα.

Και ενώ στους καλοπροαίρετους, ο Θεός, βρίσκει σύμφωνη εκ προτέρου την διάθεση για αύξηση των αρετών και επομένως δεν επηρεάζει την ελευθερία τους, αντίθετα στους κακοπροαίρετους, επιτρέποντας διάφορους πειρασμούς και θλίψεις.

Κατά ένα τρόπο ακόμα που διασώζει την δικαιοσύνη του Θεού, τους επηρεάζει στην ελευθερία τους, πράγμα που μόλις φαίνεται γιατί επηρεασμός δεν θα πει καταναγκασμός οπότε αίρεται η ελευθερία τελείως.

Δηλαδή Γέροντα είπα, έτσι συνδυάζεται η διατήρηση της ελευθερίας με τους αδιόρατους περιορισμούς, που θέτει ο Θεός, χάριν του πλάσματος Του και περιορισμοί πρέπει να νοηθούν οι παραχωρούμενοι πειρασμοί;

Ακριβώς, απάντησε ο ησυχαστής.

Φανταστείτε αδελφέ Θ, τον Θεό σαν πατέρα γεμάτο από αγάπη, να παρακολουθεί το παιδί Του σ` όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του, να το κατευθύνει προς το αγαθό, να το αποτρέπει από το κακό και να μην του δίνει καν την αίσθηση μιας δυναστεύουσας την ελευθερία του παρουσίας…..

Σκυμμένο πάνω στο πολύτιμο παιδί του να του δείχνει αδιόρατα την πνευματική του τροφή, το σωστό δρόμο και να του θυμίζει συνεχώς ότι είναι παιδί του Θεού και πρέπει μόνο σ` Αυτόν να κατευθύνεται, γιατί γι` Αυτόν μονάχα πλάστηκε, με Αυτόν μόνο συγγενεύει, Αυτός είναι ο μόνος υπάρχων και έξω από Αυτόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ματαιότητα, οδύνη, σκοτάδι, χάος, θάνατος αιώνιος.

Κι όταν παρόλα αυτά αντί να στρέφεται προς τον Πατέρα του ελκύεται από τον δέλεαρ του σατανά και των άθλιων παθών, ο Θεός με την ίδια αναλλοίωτη αγάπη Του επιτρέπει να υφίσταται κάποιους οδυνηρούς πειρασμούς, που οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν παιδευτικές παραχωρήσεις.

Οι παιδευτικές παραχωρήσεις έχουν την θέση φαρμάκων και είναι ανάλογες σε μορφή και οδυνηρότητα με το είδος της αρρώστιας και της σοβαρότητας της.

Εξ` εαυτού προκύπτει ότι η από αγάπη του Θεού παιδαγωγία ενεργεί ανασταλτικά στις πραττόμενες αμαρτίες αν φυσικά δεν αντιδρά ο αμαρτάνων άνθρωπος οπότε χρησιμοποιούνται δριμύτερα φάρμακα έως ότου ή συνεργεί με τον Θεό για την θεραπεία του ή εγκαταλείπεται στο «έλεος» των δαιμόνων, αλλά και τότε ο Θεός καθορίζει τα όρια του βασανισμού του ανθρώπου.

ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΚΑΙ H ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥΣ

Στο σημείο αυτό ρώτησα τον Γέροντα. Ποιος είναι ο ρόλος των δαιμόνων, πως ενεργούν πάνω στον χριστιανό;

Ενεργούνε μόνοι τους αυθαίρετα ή κατόπιν άδειας του Θεού και μέχρι ποιου σημείου φτάνει η κακοποιός δράση τους;

Γιατί αθέλητα πήγε ο νους μου σε κάποιους παλιούς αιρετικούς, που έλεγαν ότι ο Θεός είναι ο αίτιος των κακών στο κόσμο.

Αδελφέ Θ, είπε ο Ησυχαστής γνωρίζετε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι η δύναμη του διάβολου εξασθένησε τόσο πολύ με την θυσία την σταυρική και την ανάσταση του Χριστού, ώστε να γίνεται παίγνιο των χριστιανών όπως ήδη σας εξέθεσα.

Βέβαια, η κακοποιός διάθεση ή μάλλον η παγίωση στο κακό του σατανά δεν θα μεταβληθεί.

Έχασε μόνο την κυριαρχία πάνω στο χριστιανό άνθρωπο. Η κακότητα, οι μεθοδείες του, ο φθόνος του για τον χριστιανό παραμένουν αμετάβλητα.

Καταργήθηκε «ο το κράτος έχων του θανάτου», αλλά «η πάλη ημών είναι προς αρχές κι εξουσίες του σκότους».

Η αδυναμία του είναι αντιστρόφως ανάλογη με την δύναμη εκάστου χριστιανού και η δύναμη του προσδιορίζεται από την αδυναμία μας. Είναι ανίσχυρος ο διάβολος, όσο εμείς βρισκόμαστε υπό την σκέπη της χάρης, μέσα στην χάρη, όσο είναι μέσα μας η χάρη, και τη διατηρούμε με την μνήμη του Θεού με την ταπείνωση και την αγάπη με την αδιάλειπτη προσευχή και τον καθαρό βίο.

Όταν απομακρυνόμαστε από τον Χριστό με την αμέλεια, την ραθυμία, τους πονηρούς λογισμούς τα πάθη, τις αμαρτίες, τότε μπαίνουμε στο δαιμονικό κύκλωμα. Οπότε;

Ο δαίμονας χωρίς να είναι ισχυρός, φαίνεται σαν ισχυρός και σαν δυνάστης. Και όσο βρισκόμαστε κάτω από την επιρροή του, τόσο σκοτιζόμαστε ρυπαινόμαστε, πληγωνόμαστε και γινόμαστε «ημιθανείς», σαν εκείνον που κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ.

Αλλά ο φιλάνθρωπος Πατέρας μας δεν αφήνει τον σκοτεινό εχθρό να κακοποιεί το πλάσμα Του, χωρίς ελπίδα ανανήψεως.

Το έργο των δαιμόνων είναι να πολεμούν τους ανθρώπους όλους. Αλλά κυρίως αυτούς που έχουν τις προϋποθέσεις σωτηρίας, δηλαδή τους έχοντας «σφραγίδα Θεού ζώντος», τους βαπτισμένους, που είναι μέλη τις εκκλησίας.

Υπάρχει μια παρά- ορθόδοξη θεωρία που ισχυρίζεται πως ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος από το γεγονός της ύπαρξης των δαιμόνων οι οποίοι εάν δεν ματαιώνουν ολοκληρωτικά το έργο του Θεού, όμως προκαλούν αναμφίβολα φθορά!

Η αντίληψη αυτή, τόνιζε ο Γέροντας είναι στην βάση της άσοφη για τον απλούστατο λόγο, ότι αν ο Θεός ήθελε να καταδικάσει σε ανυπαρξία τους δαίμονες θα το πραγματοποιούσε σε χιλιοστό στιγμής, όπως συνέβη και με την σαν αστραπή πτώση του από τον ουρανό.

Η μη καταστροφή των δαιμόνων είναι ένα από τα μυστήρια της Θείας Σοφίας, που τώρα ποτέ δεν θα καταλάβουμε εμείς οι σαρκοφόροι.

Λένε όμως κάποιοι θεολόγοι Πατέρες, πως ο Θεός τους αφήνει στην ύπαρξη γιατι σέβεται την ελευθερία τους.

Πάντως η ορθόδοξη διδασκαλία δέχεται υποθέτω τον διάβολο υπηρέτη του Θεού. Ενώ δηλαδή κατάργησε ο Χριστός την δύναμη του, τον άφησε να δρα σαν αρνητικό στοιχείο μέσα στο χώρο της οικονομίας Του, για την σωτήρια των ανθρώπων.

Είναι ένα είδος κακού διακόνου, που ενώ δεν είναι ενταγμένος στις τάξεις του Θεού αθέλητα υπηρετεί τον Θεό.

Όπως το κατάλοιπο της πτώσεως η αμαρτητική κλίση αφέθηκε από τον Θεό για να συμβάλει στη σωτηρία των πιστών, έτσι αφέθηκε και ο τέως πολυδύναμος σατανάς, άνευρος, αδύναμος, δουλικά τρέμων τους αγίους και τους αγγέλους, για να συντελεί άθελα του, στην αγιοποίηση και αγγελοποίηση των ανθρώπων.

Αυτός από την καθ` έξη κακότητα του ορμά κατά των χριστιανών, αλλά τα όρια του πολέμου και των βαθμών κακώσεως τα καθορίζει ο Θεός κατά λόγο δικαιοσύνης μπρος στο συμφέρον της ψυχής.

«ΟΤΑΝ ΔΕ ΙΔΗΣ ΠΟΛΗ ΕΠΙΚΑΤΑΣΕΙΣΘΕΙΣΑΝ….»

Να τι, λέει αδελφέ Θ, ο Μέγας Βασίλειος στο λόγο, του.

« ότι ούκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός».

«…….Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες. Κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν ωδίνη στο σώμα όπως είναι οι αρρώστιες και τα τραύματα του σώματος , η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οι οικονομικές ζημίες, θάνατοι συγγενών, τα οποία ενεργεί (κατά παραχώρηση ) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος, ο οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά.

Για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστιες, σ` αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις νόσους, παρά να είναι ελεύθερο για να αμαρτάνει.

Παίρνει με θάνατο εκείνους που τους συμφέρει ο Θάνατος παρά η παράταση της ζωής.

Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρνει πείνα, ξηρασίες, κατακλυσμούς βροχές, που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολόκληρων εθνών…..».

Ο Μέγας Βασίλειος συνέχιζε ο Γέροντας, παραλληλίζει το Θεό με τον γιατρό. « Κι οι δυο ενεργούν ευεργετικά στους αρρώστους. Κι` ενώ τον γιατρό που θεραπεύει τα σώματα, ονομάζεις ευεργέτη και τον πληρώνεις μάλιστα, αντίθετα κάνεις, όταν δεις να καταρρέει μια πόλη πάνω στους κατοίκους της από σεισμό ή ένα πλοίο να βυθίζεται με τους επιβάτες του. Τότε σπεύδεις να βλασφημήσεις τον αληθινό γιατρό και σωτήρα….

Γιατί όταν η ασθένεια καταντήσει ανίατη, τότε είναι συμφέρουσα η αλλοτρίωση του μέλους που πάσχει για να μην μεταδοθεί και στ` άλλα.

Αυτό συμβαίνει και με τον αφανισμό των πόλεων που ξεπέρασαν κάθε μέτρο αμαρτίας………….»

Αφού συνέχισε ο γέροντας ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει ότι και όλα τα δεινά των πολέμων έρχονται σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού για να τιμωρηθούν οι αμετανόητα αμαρτάνοντες, ερωτά, « ή συ ήθελες να μην κατακαούν τα Σόδομα, ύστερα από τις πανάθλιες εκείνες αμαρτίες; Ή να μην καταστραφούν τα Ιεροσόλυμα , ούτε να ερημωθεί ο Ναός μετά το φρικτό και άθλιο παραλογισμό των Ιουδαίων κατά του Κυρίου;…».

Βλέπετε, αδελφέ Θ, ότι και τα ατομικά δεινά και οι κοινές και καθολικές συμφορές δεν είναι άσχετα με το θέλημα του Θεού, είπε ο Γέροντας, αλλά τα πάντα κατευθύνονται κατά την δίκαιη και φιλάνθρωπη κρίση του;

Βέβαια εκείνος που δεν παραδέχεται, ότι το μόνο κακό είναι η αμαρτία, τα δε άλλα λυπηρά είναι απλώς τα φάρμακα για την αναίρεση της αμαρτίας, επόμενο είναι να θρηνεί για τη στέρηση εξωτερικών αγαθών, αδιαφορώντας για την ωφέλεια της ψυχής.

Όλοι οι άγιοι Πατέρες τα αυτά λέγουν με τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος επαναλαμβάνει

«….οι αρρώστιες των πόλεων και των εθνών, οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις, ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα ήδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από τον Θεό για να αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών που είναι οι αμαρτίες.

Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό ( που είναι η αμαρτία ) αλλά το όντως κακό δεν κατάγεται από τον Θεό.

Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί τη νόσο από το σώμα.

Οι αφανισμοί των πόλεων , οι σεισμοί, και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από την γη , από τη θάλασσα, από τον αέρα, από την φωτιά, ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από τον Θεό, που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτία…..

ΧΩΡΙΣ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ

……. Ο Θεός λοιπόν είναι για τον άνθρωπο ένας Ήλιος που φωτίζει και θερμαίνει και μετέχεται έτσι η ενέργεια του.

Κι` ενώ τον φυσικό ήλιο μπορεί κανείς αν θέλει να τον αποφύγει, όμως την ευεργετικότητα των ακτίνων του Ήλιου – Θεού κανείς δεν μπορεί να αποφύγει.

Και αυτό είναι το άφατο μεγαλείο του Θεού μας.

Ότι όσο και να μεταβάλλεται ο άνθρωπος σ` όλες τις μορφές του κακού, ο Θεός όμως παραμένει αμετάβλητος αυτό που είναι. ΑΓΑΠΗ.

Γι` αυτό και θέλει το πλάσματά του να γίνουν αμετάβλητα στο αγαθό, να ευλογούν τους καταραμένους, να αγαπούν τους εχθρούς τους, να αγαθοποιούν αυτούς που τους μισούν και να προσεύχονται υπέρ αυτών που τους βλάπτουν και τους καταδιώκουν, όπως ο Πατέρας ο ουράνιος «τον ήλιο αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. Ε` 45).

Και τώρα τίθεται φυσιολογικά το ερώτημα. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν στους πιστούς μεμονωμένα, ομαδικά και σε έκταση πόλεως, μεγαλουπόλεων και εθνών διάφορα «δυστυχήματα», θλιβερά γεγονότα μέχρι συμφορών σ` όλη την κλίμακα τους ερήμην του Θεού;

Γιατι αν γίνει δεκτό ότι τα πάντα ενεργούνται ή μέσα στο χώρο της αιώνιας διαλεκτικής του δαιμονικού πολέμου, της άρρωστης φύσης, του ανταγωνισμού και της συγκρούσεως των ανθρώπων ή στο περιθώριο μιας άλογης φύσεως, ατίθασης από την «πτώση» που «συστενάζει και συνωδινεί» κ.λ.π., τότε ανακύπτει λογικά, στα πλαίσια της πίστεως, το συντριπτικό ερώτημα. Τι λείπει από το Θεό;

Μήπως η αγάπη; Μήπως η παντοδυναμία; Αν ο Θεός πάσχει από ατέλειες, τι Θεός είναι;

Αλλά δόξα στην άπειρη αγαθότητα του, δόξα στην παντοδυναμία του, δόξα στην αγάπη του, που σαν άκτιστες ενέργειες, ενεργούν αδιάλειπτα στην μεν γη σε ποικίλες παιδαγωγικές μορφές ή μετέχονται κατ` αναλογία από τους άξιους.

Στον δε Παράδεισο, σαν άκτιστο θείο φως και στην Κόλαση σαν βασανιστικό φως και σαν βασανιστική φωτιά.

Ο ίδιος αναλλοίωτος Θεός, μετεχόμενος και γευόμενος σύμφωνα με την ποιότητα των αισθήσεων της ψυχής…..

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ

Ο Θεός ποτίζει τη δίψα για αγάπη

Κάθε διψασμένο για αγάπη ποτίζει ο Θεός.
Κάθε διψασμένο για απάτη ποτίζει ο πονηρός.

Με τον ερχομό μας σ’ αυτή τη ζωή ξεκινάμε μια εξαντλητική πορεία προς το άγνωστο. Καθημερινά διψάμε και αποκάμνουμε από την κόπωση και τον ιδρώτα του ανηφορικού μας Γολγοθά. Και η δίψα μας είναι διπλή, σωματική και ψυχική, αφού ως άνθρωποι έχουμε σώμα και ψυχή. Και όπως διψάει το σώμα και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νερό, έτσι διψάει και η ψυχή. Ποιά, όμως, είναι η δίψα της; Μα οι ευγενείς πόθοι, οι επιθυμίες και τα όνειρα. Αν στα ζώα πετάξεις λίγο σανό μένουν ευχαριστημένα, τον άνθρωπο, όμως, μπορεί να τον βάλεις μέσα σε παλάτι, μπορεί να του δώσεις όλα τα υλικά αγαθά, μπορεί να τον ντύσεις με μετάξια και πορφύρες και να παραμένει ανικανοποίητος. Τούτο συμβαίνει γιατί αυτός  ζητάει κάτι ανώτερο, κάτι υψηλότερο.
Ο Δημιουργός και Θεός μας έχει μεριμνήσει τόσο για το ξεδίψασμα του σώματός μας όσο και της ψυχής μας. Στην πορεία μας έχει δημιουργήσει πηγές με ολόδροσο νερό, που ευφραίνει και δυναμώνει σωματικά τους οδοιπόρους της ζωής. Δεν φτάνουν, όμως, μόνο λίγες πηγές, γιατί το ξεδίψασμά μας είναι προσωρινό. Μετά από λίγο θα θελήσουμε πάλι να πιούμε νερό και μέχρι το τέλος της πορείας μας θα χρειασθούμε αμέτρητες πηγές, για να μην πεθάνουμε από τη δίψα. Για το ξεδίψασμα των ψυχών χρειάζεται νερό άϋλο, νερό τονωτικό μεγάλης διάρκειας, και γι’ αυτό μας προσφέρεται ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, ο γλυκύτατος Ιησούς μας, ο οποίος είναι η πηγή της ζωής και μας φωνάζει: «Ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ  37). Όποιος διψάει ας έρθει σ’ Εμένα και ας πιεί. Και όποιος πιεί από το νερό, που Εγώ θα του δώσω «ου μη διψήση εις τον αιώνα» (Ιωάν. δ  14), δεν πρόκειται να ξαναδιψάσει μέχρι το τέλος της ζωής του, που θα τον φέρει κοντά Μου, στην ουράνια Βασιλεία Μου.
xristdipsa2
Δεν είναι τραγικό να έχουμε δίπλα μας ολόδροσα, τρεχούμενα νερά, να μας περιβάλλουν καταρράκτες χάριτος, και εμείς να καιγόμαστε από δίψα; Να βλέπουμε τα νερά και να μην τα πλησιάζουμε; Να διψούμε μέχρι θανάτου και να μην σκύβουμε να πιούμε από το νερό που μας προσφέρεται πλούσια από το Χριστό μας, τον μόνο που μας αγαπά ειλικρινά και θέλει τη σωτηρία μας;
Δυστυχώς για εμάς τους ανθρώπους κυριαρχεί το αναπάντητο ερώτημα: Αλήθεια, διψάμε για το «ύδωρ το ζων» (Ιωάν. δ  11), διψάμε για αλήθεια, για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ειλικρίνεια, για ειρήνη; Διψούμε για ζωή, μιας άλλης ποιότητας; Αν ναι, τότε διψάμε για Χριστό και Εκείνος μας ποτίζει με το το νερό της χάριτός Του, της παντοτινής χαράς, της θεϊκής Του δυνάμεως, της υγείας, της επιζητήσεως της αιωνιότητος. Αν όχι τότε προσπαθούμε να σβήσουμε τη δίψα μας με διάφορες φιλοσοφικές  θεωρίες, με  διασκεδάσεις, με ξέφρενο κυνήγι χρημάτων, φήμης και δόξας που δεν μας συνοδεύει μετά το θάνατό μας, αφού είναι δόξα πρόσκαιρη, δόξα που την παρασύρει σαν ατμό ο αέρας του θανάτου. Και τότε η καρδιά μας παραμένει ανικανοποίητη, στεγνή.
Διψάμε για αγάπη; Θέλουμε να μας αγαπούν ανυπόκριτα οι άλλοι και να αγαπάμε πραγματικά; Να, ο Χριστός μας, η αυταγάπη, που μας καλεί κοντά Του λέγοντάς μας: «Ελάτε κοντά μου, να μάθετε να αγαπάτε άδολα όλους, «καθώς εγώ ηγάπησα υμάς». Ελάτε κοντά μου και προσπαθείστε να βρίσκεσθε σε συνεχή  εγρήγορση  και αγώνα. Αλλά μην ελπίζετε ότι θα ξεδιψάσετε με τα έργα σας η με την αξία και τα προσόντα σας, αυτά που Εγώ σας έδωσα. Μόνο το έλεος Μου ξεδιψάει και σώζει. Η βασιλεία των ουρανών δεν λαμβάνεται ως αντιμίσθιο των έργων σας, αλλά χάρη των οικτιρμών Μου, γι’ αυτό με ταπεινό φρόνημα, αυτό που Με συγκινεί,να λέτε: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διαταχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17. 10).
Όταν διψάμε για αγάπη μας ποτίζει με το νερό της αγάπης Του ο ίδιος ο Θεός μας. Όταν, όμως, διψάμε για κακία και απάτη, τότε μας ποτίζει με το φαρμακερό νερό του ο πονηρός, και φαρμακωμένους μας οδηγεί κοντά του, στο «σκότος το εξώτερον» (Ματθ. κε  30).
Διψάμε για ελευθερία; Οι ηγέτες μιλούν για ελευθερία, ενώ φτιάχνουν θηλιές για τις ψυχές των λαών τους. Μόνον ο Υιός του Θεού της Αγάπης μπορεί να μας ελευθερώσει από τα πάθη που μας πνίγουν και να είμαστε αληθινά ελεύθεροι.
Το νερό δεν μας ξεδιψάει, όταν το κοιτάμε, αλλ’ όταν το πίνουμε. Και πρέπει να πιούμε πολύ. Ο Χριστός να μπει μέχρι το βάθος των σκέψεων, των αισθημάτων, της υπάρξεώς μας με τη διαρκή επιζήτησή Του, με την ασίγητη προσευχή μας και με τη μετάληψη του Σώματος και Αίματός Του.
Σκεφθείτε ένα ζωγράφο να έχει πάρει όλα τα σύνεργά του μαζί με ραδιόφωνα, καπέλλα, φωτογραφικές μηχανές και ο,τι ο τεχνικός πολιτισμός προστάζει και να έχει πάει σε μια έρημο να ζωγραφίσει έχοντας όμως ξεχάσει το πιο απαραίτητο, το παγούρι με το νερό. Μπορεί να ανοίγει το ραδιόφωνο και να  ακούει απατηλά λόγια και τραγούδια. Όταν, όμως, θα διψάσει, τι να τα κάνει όλα αυτά που προσφέρει ο μηχανικός πολιτισμός; Μένει διψασμένος στην έρημο. Αυτή την εικόνα παρουσιάζει ο προφήτης Δαυίδ λέγοντας· Δίψασε η ψυχή μου, Κύριε, μέσα σε τούτη την έρημο· «Εδίψησέ σε η ψυχή μου, ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (Ψαλ. 62,1).
     Εμείς οι πιστοί διψασμένοι οδοιπόροι στην έρημο της ζωής δεν χρειάζεται παρά να σκύψουμε και να πιούμε. Η πίστη μας είναι πηγή ύδατος ζώντος. Το λέει και  ο Προφήτης Ιεζεκιήλ στην Παλαιά Διαθήκη. Είδε αυτός ένα όραμα. Είδε να  βγαίνει νερό από το Ναό και να γίνεται ρυάκι.Για χίλια μέτρα μήκος το νερό έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Στα επόμενα χίλια μέτρα ανέβηκε ως τα γόνατα, στα επόμενα χίλια έφτασε μέχρι τη ζώνη, και στα επόμενα χίλια έγινε πλέον ποταμός αδιαπέραστος. Στις όχθες του αναπτύχθηκε πλουσία βλάστηση και καρποφόρα δέντρα, ενώ στα ζωογόνα νερά του κατοικούσαν άφθονα ψάρια. Ο ποταμός αυτός εικονίζει την πίστη μας και την αύξησή της μέσα στους αιώνες. Είναι το ρυάκι, που πήγασε από τις πληγές του Εσταυρωμένου. Σιγά – σιγά μεγάλωσε και  έγινε αείρροος ποταμός που αρδεύει συνεχώς με τα νάματά του το πρόσωπο όλης της γης. Αυτή είνε η Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο ευλογούμενος και υπερυψούμενος εις τους αιώνας.

«Πίστη δια αγάπης ενεργουμένη»



Τώρα έχοντας δει τα παραπάνω και πριν δούμε επιπρόσθετα πράγματα σχετικά με το θέμα θα θελα σαν παρένθεση να προσθέσω κάποια πράγματα για την αγάπη. Αυτό νομίζω είναι αναγκαίο καθώς τα έργα στα οποία η Καινή Διαθήκη αναφέρεται είναι έργα που κινητήριος μοχλός τους είναι η αγάπη. Η προς Γαλάτες 5:5 συνοψίζει αυτό έξοχα όταν λέει:
Προς Γαλάτες 5:6
«Επειδή, στον Ιησού Χριστό ούτε η περιτομή έχει κάποια ισχύ ούτε η ακροβυστία, αλλά η πίστη, που ενεργείται με αγάπη.»
Το αρχαίο κείμενο το έχει ως εξής: «ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ πίστις δι᾿ ἀγάπης ἐνεργουμένη
Εδώ τα έχουμε όλα μαζί σε μια φράση: Πίστη, αγάπη, ενέργεια (έργο)! Κανένα από αυτά δεν μπορεί να σταθεί από μόνο του. Έργα χωρίς πίστη δεν έχουν ισχύ. Ανώφελα είναι επίσης και έργα των οποίων το κίνητρο δεν είναι η αγάπη. Όπως ο Παύλος μας λέει στην προς Κορινθίους Α 13:1-3:
«Αν μιλάω τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα ένα κομμάτι χαλκός που βγάζει ήχους ή ένα κύμβαλο που ξεκουφαίνει. Και αν έχω προφητεία, και γνωρίζω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, και αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετατοπίζω βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε. Και αν διανείμω όλα τα υπάρχοντά μου, και αν παραδώσω το σώμα μου για να καώ, αλλά δεν έχω αγάπη, τίποτε δεν ωφελούμαι.»
Και προχωρεί στην συνέχεια δίνοντας τι ακριβώς κάνει και δεν κάνει η αγάπη:
Προς Κορινθίους Α 13:4-8, 13
«Η αγάπη μακροθυμεί, αγαθοποιεί. η αγάπη δεν φθονεί. η αγάπη δεν αυθαδιάζει, δεν υπερηφανεύεται, δεν φέρεται με απρέπεια, δεν ζητάει τα δικά της, δεν εξάπτεται, δεν συλλογίζεται το κακό. δεν χαίρεται στην αδικία, συγχαίρει όμως στην αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη δεν ξεπέφτει ποτέ.… Ώστε, τώρα, μένει πίστη, ελπίδα, αγάπη, αυτά τα τρία. όμως, απ' αυτά, μεγαλύτερη είναι η αγάπη.»
Είναι προφανές ότι η αγάπη οτιδήποτε άλλο από παθητική είναι!
Τώρα όπως τα έργα χωρίς αγάπη δεν ωφελούν, το ίδιο και αγάπη χωρίς έργα, ανενεργή δηλαδή αγάπη, δεν είναι πραγματική αγάπη. Όπως ο Ιωάννης μας λέει:
Ιωάννου Α 3:16-18
«Από τούτο έχουμε γνωρίσει την αγάπη, επειδή εκείνος την ψυχή του έβαλε για χάρη μας. κι εμείς οφείλουμε να βάζουμε τις ψυχές μας για χάρη των αδελφών. Και αν κάποιος έχει την υλική ευχέρεια του βίου του κόσμου και βλέπει τον αδελφό του να έχει ανάγκη, κλείσει όμως τα σπλάχνα του απέναντί του, πως η αγάπη του Θεού μπορεί να μένει μέσα του; Παιδάκια μου, μη αγαπάμε με λόγια ούτε με τη γλώσσα, αλλά με έργα και αλήθεια.»
Η αγάπη είναι πραγματική αγάπη όταν γίνεται έργο, όταν είναι ενεργουμένη, με έργα και αλήθεια.
Βλέπουμε λοιπόν ότι πίστη, αγάπη και έργα δεν είναι πράγματα που μπορούν να σταθούν από μόνα τους, ξεχωριστά το ένα από το άλλο. Η πίστη από μόνη της, χωρίς έργα είναι νεκρά μας λέει ο Ιάκωβος ( Ιακώβου 2:17 ) και έργα χωρίς αγάπη είναι ανώφελα συμπληρώνει ο Παύλος. Αγάπη δε χωρίς έργα δεν είναι πραγματική αγάπη μας λέει ο Ιωάννης. Άρα λοιπόν τι είναι πραγματική πίστη; Είναι πίστη που τα έχει όλα. Είναι πολύ απλά: «πίστη που ενεργείτε μέσω της αγάπης».

Γενική ἐξομολόγηση: «Ἡ Θεία Ψυχανάλυση»


Τό μυστήριο τῆς Μετανοίας εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ψυχο-θεραπείας.
Ὁ μετανοῶν αὐτομέμφεται, αὐτοκατηγορεῖται, ταπεινώνεται ὁπότε ἑλκύει τή Θεία Χάρη. Ἡ κορύφωση τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ ἐξομολόγηση σέ Πνευματικό Ὁδηγό ὅλης μας τῆς ζωῆς. Ἡ προσοχή μετά τήν ἐξομολόγηση, ὥστε νά μήν ἐπαναλάβουμε τά λάθη τοῦ παρελθόντος καί ἡ προσπάθεια νά πράξουμε τά ἀντίθετα καλά καί σωστά ὁλοκληρώνει τήν ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Ἡ ἐξομολόγηση ὅλης μας τῆς ζωῆς, καλό εἶναι νά ἐπαναλαμβάνεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν. Ἡ γενική αὐτή ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ πολυχαρισματοῦχος καί σοφός ὅσιος Γέροντας Πορφύριος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του. Τήν γενική αὐτή ἐξομολόγηση ὁ ἅγιος Γέροντας τήν ὀνόμαζε θεία ψυχανάλυση. Ἀπό αὐτή τήν ὀνομασία πήραμε ἀφορμή νά δώσουμε στό ἱστολόγιό μας τον τίτλο
ΘΕΙΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ καί τήν διεύθυνση agiapsychanalysi


Γενική ἐξομολόγηση: «Ἡ Θεία Ψυχανάλυση»

Τό μυστήριο τῆς Μετανοίας εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ψυχο-θεραπείας. 
Ὁ μετανοῶν αὐτομέμφεται, αὐτοκατηγορεῖται, ταπεινώνεται ὁπότε ἑλκύει τή Θεία Χάρη. Ἡ κορύφωση τῆς μετάνοιας εἶναι ἡ ἐξομολόγηση σέ Πνευματικό Ὁδηγό ὅλης μας τῆς ζωῆς. Ἡ προσοχή μετά τήν ἐξομολόγηση, ὥστε νά μήν ἐπαναλάβουμε τά λάθη τοῦ παρελθόντος καί ἡ προσπάθεια νά πράξουμε τά ἀντίθετα καλά καί σωστά ὁλοκληρώνει τήν ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Ἡ ἐξομολόγηση ὅλης μας τῆς ζωῆς, καλό εἶναι νά ἐπαναλαμβάνεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν. Ἡ γενική αὐτή ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ πολυχαρισματοῦχος καί σοφός ὅσιος Γέροντας  Πορφύριος, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του. Τήν γενική αὐτή ἐξομολόγηση ὁ ἅγιος Γέροντας τήν ὀνόμαζε θεία ψυχανάλυση. Ἀπό αὐτή τήν ὀνομασία πήραμε ἀφορμή νά δώσουμε στό ἱστολόγιό μας τον τίτλο ΘΕΙΑ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ καί τήν διεύθυνση: agiapsychanalysi.
Αὐτή ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης (δηλ. ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου), μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Γέροντα Πορφύριο.
Διηγεῖται πνευματικό του παιδί: «Ὁ Γέροντας ἔβλεπε μέσα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων ὅ,τι τοῦ ἀποκάλυπτε ὁ Θεός. Γιά ἕνα γνωστό μου, μοῦ εἶπε: «Βλέπω μέσα στήν ψυχή του, ὄχι πολύ καθαρά, ἕνα κακό πρᾶγμα. Εἶναι τραῦμα, εἶναι παλιό, εἶναι δαιμονικό. Δέν ξέρω τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτό. Μπορεῖ ὁ Θεός νά μοῦ τό φανερώσει ἀργότερα». Καί μετά ἀπό μερικές ἑβδομάδες: «Αὐτό τό κακό πρᾶγμα, πού εἶδα στήν ψυχή του, μπορεῖ νά φύγει, ἀλλά μόνο ἄν ἐκεῖνος ἁγιασθεῖ. Μέ τήν ἁγιότητα ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι, φεύγουν τά ψυχικά τραύματα. Σήμερα οἱ γιατροί τά λένε ψυχασθένειες, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι δαιμονική ἐπίδραση καί ὀφείλεται στίς ἁμαρτίες»[1].
Μαζί μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἐξομολογεῖται, μετανοεῖ καί διορθώνεται-ἐξαγιάζεται λαμβάνει τήν ἴαση ἀπό τίς πληγές, πού τοῦ προξένησε ὁ πονηρός, ὁ κόσμος καί ἡ δική του ἀμέλεια καί ραθυμία.
«Δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ» παρατηρεῖ ὁ π. Σαράντης Σαράντος, «πού θεσμοθέτησε αὐτόν τόν τρόπο συγχωρήσεως τῶν ἀνθρώπων καί ἐντάξεώς τους στήν ἁγία Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας μας. Δόξα τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ πού ἔδειξε καί ἀδιάκοπα δείχνει τό ἄμετρο ἔλεός Του καί προετοιμάζει τό φθαρτό πλάσμα του στήν αἰώνια προσωπική ἐπικοινωνία μαζί Του, ξεκινώντας ἀπό τό λυτρωτικό διάλογο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ἄνθρωποι στιγματισμένοι μέ ἠθικά, ψυχολογικά, νευρολογικά, κοινωνικά, συζυγικά καί οἰκογενειακά ἤ ἄλλα προσωπικά προβλήματα θεραπεύονται καί προοδευτικά ἑτοιμάζονται γιά νά συμμετάσχουν στή νέα ἀπέραντη οἰκογένεια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν»[2]. Ἡ θεραπευτική ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ψυχοσωματική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.
 «Τήν ὥρα πού τά λές στόν ἐξομολόγο» δίδασκε ὁ Ἅγιος Γέροντας Πορφύριος,  «ἔρχεται  ἡ Θεία Χάρη καί σέ ἀπαλλάσει ἀπ΄ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές, διότι, τήν ὥρα πού τά λές, ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά στόν Κύριο γιά τήν ἀπαλλαγή σου»[3]. Ὑπάρχουν καταστάσεις, πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ «συμπεριφορές» στίς ὁποῖες ὑποδουλώνεται, καί οἱ ὁποῖες ὁφείλονται σέ τραύματα τῆς ἐμβρυϊκῆς ἤ παιδικῆς του ἡλικίας.
«Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καί τά βιώματα τῶν γονέων του καί εἰδικά τῆς μητέρας»[4]. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού «ἀκτινοβολεῖται» ἀπό τόν πνευματικό, στήν διάρκεια μιᾶς Γενικῆς Ἐξομολόγησης, ἐπουλώνει αὐτές τίς ἀνοιχτές αἱμορροοῦσες πληγές.
«Ἡ Θεία Ψυχανάλυση», ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ ὅσιος Γέροντας, τήν ἀνωτέρω διαδικασία τῆς Γενικῆς ἐξομολόγησης, εἶναι αὐτή, πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ψυχοθεραπεία. Ἐξωτερικά ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας, μοιάζει μέ τήν ψυχανάλυση. Στήν πραγματικότητα εἶναι κάτι πάρα πολύ ἀνώτερο καί ἀποτελεσματικότερο. Στήν «κοσμική ψυχανάλυση» γίνεται μία ἀναμόχλευση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς ὅμως δυνατότητα θεραπείας. Εἶναι μία «ἀτέλειωτη κουβέντα» πού δέν ὁδηγεῖ πουθενά, ἀλλά ἀντίθετα μπορεῖ καί νά βλάψει.
Διά τῆς «κοσμικῆς ψυχανάλυσης» γίνεται καί ζημία, ἀφοῦ ὅταν κανείς:
 α)θυμᾶται τό παρελθόν καί
β) ἀσχολεῖται μέ τά ὄνειρα
(καί τά δύο αὐτά οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά τά κάνουμε) δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό  νά ἀνακατεύει τόν βοῦρκο. Σάν ἀποτέλεσμα ἔχουμε τό θόλωμα τῆς ψυχῆς καί τήν ἀνάδοση δυσωδῶν ἀναθυμιάσεων, πού μολύνουν ἀκόμη περισσότερο τόν ἄνθρωπο.
Ἡ Γενική Ἐξομολόγηση  ὅμως, ἐπειδή διοχετεύει τήν θεραπευτική Χάρη, στό συνειδητό καί τό ἀσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργεῖ σάν μία «θεία ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία ἀληθινή».
Ὁ π. Πορφύριος ἀναφέρει τέτοιες περιπτώσεις θεραπείας διά τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης.
Γιά μία κυρία πού τήν ἐξομολόγησε ἔλεγε: «Τήν παρακολουθοῦσα (τήν ὥρα πού τήν ἐξομολογοῦσε) μέσα στήν ψυχή της κι “ἔβλεπα” ὅτι πήγαινε Χάρη μέσα της, ὅπως τήνε κοίταζα ἐγώ»[5].
 Ὁ πνευματικός ὅταν εὔχεται ἐκπέμπει ἀκτίνες θείας Χάρης πού θεραπεύουν τόν ἐξομολογούμενο. «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ ἐξομολόγοι, ἔχουν αὐτήν τήν χάρη» ἔλεγε ὁ Γέροντας «κι ὅταν εὔχονται, τήν ἐκπέμπουν ὡς ἀγωγοί»[6].
Συμβούλευε κάποτε πνευματικό του παιδί τά ἑξῆς:«Νά γίνεται, παιδί μου, κατά καιρούς στή ζωή μας καί μιά γενική ἐξομολόγηση, διότι διάφορα ψυχολογικά τραύματα ἤ διάφορα σοβαρά συμβάντα μᾶς δημιουργοῦν σωματικές ἀσθένειες. Στήν ἐξομολόγηση νά μή λέμε μόνο τά ἁμαρτήματά μας ἀλλά καί τούς διάφορους λογισμούς, π.χ. φόβου, λύπης, χαρᾶς, στενοχώριας πού περνᾶμε ἀπό διάφορα γεγονότα ἤ συμβάντα, ὅπως σεισμούς, θανάτους ,γάμους, ὀλιγοπιστίες κ.λ.π.»[7]
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com

Τά πάθη καί ἡ κατάθλιψη - Τί εἶναι καί πῶς θεραπεύονται (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) - Νέο βιβλίο

[1] Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη, «Κοντά στον γέροντα Πορφύριο». Έκδοση Ιερού Γυναικείου Ησυχαστηρίου η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι, 1995, σελ. 122
[2] Ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου, ἐφημερίου Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου, Περί ἐξομολογήσεως, http://www.orthros.org/Greek/Keimena/K-PeriExomologisews.htm
[3] Βίος καί Λόγοι Ζ΄, σελ. 370.
[4] Βίος καί Λόγοι Ζ΄, σελ. 369.
[5] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 371.
[6] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 372.
[7] Ἀναστασίου Τζαβάρα, Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν γέροντα Πορφύριο, Ἀθήνα 2001, σελ. 141.