Ο
ηρωικός θάνατος του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι, που κάνει την
μπαρουταποθήκη του βωμό θυσίας, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι οι
Έλληνες προτιμούν το θεληματικό θάνατο απο την ελεεινή σκλαβιά.
Σ' αυτην τη θυσία αναφέρεται το ποίημα «Σαμουήλ» που έγραψε ο φλογερός και μεγαλόστομος ποιητής μας Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σώμειναν κ' εκείνοι λαβωμένοι.
Έλα να δώσεις τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσεις,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμει.
Έτσι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης.
Κλεισμένος μες στην εκκλησιά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς και θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι σκυθρωποί, μπρος στην ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου·
βουβοί, δεν ανασαίνουνε και βλέπεις κάπου κάπου
οπού ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους,
σπαθιά που τοσο εδούλεψαν για το γλυκό τους Σούλι!
Δεν φαίνετ' ο καλόγερος· μόνος του στ' άγιο Βήμα
προσεύχετο κι ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά, σφιχτά στα χέρια του εβάστα το ποτήρι
και μύρια λόγι' απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια, κατακόκκινα απ' τες πολλές αγρύπνιες,
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.
Σιγάτε, βρόντοι τουφεκιών, πάψτε, φωνές πολέμου,
κι ο Σαμουήλ την ύστερη την Κοινωνιά θα πάρει.
Κι εκεί που κοίταζ' ο παπάς τη Σάρκα του Θεού του,
εκύλησ' απ' τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά κρυφά ένα δάκρυ.
- Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδώ μέσα
εδίψασα. Χωρίς νερό η Θεία Κοινωνιά σου
θα έμεν' ατελείωτη. Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου, μη το καταφρονέσεις·
αμόλυντο και καθαρό, βγαίν' απ' τα φυλλοκάρδια,
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, άλλο νερό δεν έχω.
Ανοίγ' η Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλικάρια·
τ' ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε,
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ' ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ' ένα βαρέλι
πώκλειε μέσα θάνατο,φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο τώμεινε, εκείνο μόνο φθάνει.
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το ευχιέται.
Σαν να 'ταν Άγια Τράπεζα, σαν να 'ταν Αρτοφόρι
απίθωσ' ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι.
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει
κι οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια.
.......................................................................
Σταλαματιά, σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κι η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο του έπιασε, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το 'να του το χέρι
το ιερό Ποτήρι του και στ' άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την Κοινωνιά του Πλάστη να μοιράζει.
Ο πρώτος εμετάλαβε, μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε, κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και του τήνε προσφέρει.
Κι εκεί που έψαλλ' ο παπάς με τη γλυκιά φωνή του:
«Του Δείπνου σου του Μυστικού
σήμερον, Υιέ Θεού»...
Φωνές ακούγονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι· καλόγερε, τι κάνεις;
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο
και στάζ' απ' τη λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το αίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος,
λάμπει στα νεφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι.
Τι φοβερή κεροδοσά πώλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο και τι καπνό, λιβάνι!...
Πέντε νομάτοι σώμειναν κ' εκείνοι λαβωμένοι.
Έλα να δώσεις τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσεις,
κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμει.
Έτσι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης.
Κλεισμένος μες στην εκκλησιά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.
Χωρίς ψαλμούς και θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι σκυθρωποί, μπρος στην ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου·
βουβοί, δεν ανασαίνουνε και βλέπεις κάπου κάπου
οπού ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του.
Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους,
σπαθιά που τοσο εδούλεψαν για το γλυκό τους Σούλι!
Δεν φαίνετ' ο καλόγερος· μόνος του στ' άγιο Βήμα
προσεύχετο κι ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά, σφιχτά στα χέρια του εβάστα το ποτήρι
και μύρια λόγι' απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Τα μάτια, κατακόκκινα απ' τες πολλές αγρύπνιες,
εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.
Σιγάτε, βρόντοι τουφεκιών, πάψτε, φωνές πολέμου,
κι ο Σαμουήλ την ύστερη την Κοινωνιά θα πάρει.
Κι εκεί που κοίταζ' ο παπάς τη Σάρκα του Θεού του,
εκύλησ' απ' τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά κρυφά ένα δάκρυ.
- Θεέ μου και πατέρα μου, θαμμένος εδώ μέσα
εδίψασα. Χωρίς νερό η Θεία Κοινωνιά σου
θα έμεν' ατελείωτη. Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου, μη το καταφρονέσεις·
αμόλυντο και καθαρό, βγαίν' απ' τα φυλλοκάρδια,
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, άλλο νερό δεν έχω.
Ανοίγ' η Πύλη του Ιερού, σκύφτουν τα παλικάρια·
τ' ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε,
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.
Επρόβαλ' ο καλόγερος. Το πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ' ένα βαρέλι
πώκλειε μέσα θάνατο,φωτιά κι απελπισία.
Εκείνο μόνο τώμεινε, εκείνο μόνο φθάνει.
Εμπρός στην Πύλη του Ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές το βλόγησε και τρεις φορές το ευχιέται.
Σαν να 'ταν Άγια Τράπεζα, σαν να 'ταν Αρτοφόρι
απίθωσ' ο καλόγηρος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι.
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει
κι οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια.
.......................................................................
Σταλαματιά, σταλαματιά τα δάκρυά τους πέφτουν
κι η πλάκα που τα δέχεται ραγίζεται και τρίζει.
Παράπονο του έπιασε, όχι θανάτου φόβος,
και κλαίοντας ο Σαμουήλ, εις το 'να του το χέρι
το ιερό Ποτήρι του και στ' άλλο τη λαβίδα,
αρχίνησε την Κοινωνιά του Πλάστη να μοιράζει.
Ο πρώτος εμετάλαβε, μεταλαβαίνει κι άλλος,
την έδωσε στον τρίτονε, κι ο τέταρτος την παίρνει,
και φθάνει ως τον ύστερο και του τήνε προσφέρει.
Κι εκεί που έψαλλ' ο παπάς με τη γλυκιά φωνή του:
«Του Δείπνου σου του Μυστικού
σήμερον, Υιέ Θεού»...
Φωνές ακούγονται, χτυπιές, αλαλαγμός, αντάρα.
Πλακώσανε οι άπιστοι· καλόγερε, τι κάνεις;
Εσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο
και στάζ' απ' τη λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το αίμα...
Αστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος,
λάμπει στα νεφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Κούγκι.
Τι φοβερή κεροδοσά πώλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο και τι καπνό, λιβάνι!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου