Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ και το δικό μας δάκρυ


π. Βασίλειου Χριστοδούλου
Τό θέμα, πού ὁμολογῶ πώς ἀπό παιδί μέ πλήγωνε, εἶναι ἐκεῖνο τοῦ ἀναίτιου καί πρόωρου χαμοῦ τῶν ἀνθρώπων, τό ἀναπάντεχο τοῦ θανάτου, ὁ ἐπώδυνος καί μαρτυρικός τρόπος τῆς ἐξόδου πολλῶν ἀνθρώπων ἀπ’ τή ζωή, παρά τίς ὅσες γιά "ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καί εἰρηνικά τέλη" ἱκεσίες Τόν εἴχαμε ἀνά τούς αἰῶνες παρακαλέσει.
Μεγαλώνοντας βέβαια καί παίρνοντας μυρουδιά ἀπό τά τεκταινόμενα στήν παγκόσμια ἱστορία, ἀκόμα βασανιστικότερο γινόταν γιά μένα καί τό θέμα τῆς διαφαινόμενης ἀπουσίας καί σιωπῆς τοῦ Θεοῦ, ὅταν οἱ δίκαιοι ἀφανίζονται καί ἡ ἠχώ τῶν κραυγῶν τους πολλαπλασιάζεται ἀνατριχιαστικά μέσα σ’ ἕνα βουβό κενό. Ὅταν ὁ Θεός παρακαλεῖται νά ἐπέμβει καί δέν τό κάνει. Ὅταν κάποιοι πού ὑποφέρουν Τοῦ φωνάζουν καί ὁ οὐρανός σιωπᾶ.
Τά δάκρυα, στοιχεῖο σωματικό ἀλλά καί σημεῖο πνευματικό, διαρρέουν ὅλη τήν ὑπόστασή μας καί ἐκφράζουν τά ἀνείπωτα, ὅσα ὁ λόγος καί οἱ λέξεις ἀδυνατοῦν νά μεταφέρουν. Μέ τά δάκρυα Σοῦ μιλᾶμε καλύτερα, μέ τά δάκρυα Σέ ἀναζητοῦμε. Μέ τά δάκρυα πιστώνουμε τήν παρουσία Σου μέσα μας καί μέ τά ἴδια δάκρυα σπαράζουμε τήν ἀπουσία Σου. Οἱ εἰλικρινεῖς πάντοτε θά κλαῖνε, μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο.

Όποιος προσεύχεται με προθυμία και παρακαλεί το Θεό συνεχώς δεν αμαρτάνει ποτέ


Όπως το να αναπνέεις ποτέ δεν είναι άκαιρο, έτσι ούτε και το να ζητάς, αλλά το να μη ζητάς είναι άκαιρο.

Διότι όπως έχουμε ανάγκη από αυτήν, την αναπνοή, έτσι και από τη βοήθειά Του· και εάν θέλουμε, εύκολα μπορούμε να Τον προσελκύσουμε.
Αυτά που πολλές φορές δεν μπορούμε να κατορθώσουμε με τη δική μας προσπάθεια, αυτά εύκολα θα μπορέσουμε να τα επιτύχουμε με τις προσευχές, τις προσευχές εννοώ τις συνεχείς. Διότι πρέπει πάντοτε και ακατάπαυστα να προσεύχεται και αυτός που βρίσκεται σε θλίψη και αυτός που βρίσκεται σε άνεση, και μέσα στις συμφορές και μέσα στα αγαθά· αυτός που έχει άνεση και πολλά αγαθά, για να μένουν αμετακίνητα και αμετάβλητα και να μην τα στερηθεί ποτέ, και αυτός που έχει θλίψεις και πολλές συμφορές, για να δει κάποια αγαθή μεταβολή, να επέλθει γαλήνη και να παρηγορηθεί.
Έλεγε η Άννα (η μητέρα του Σαμουήλ) συνεχώς τα ίδια και δεν σταματούσε να προσεύχεται δαπανώντας πολύ χρόνο με τα ίδια λόγια. Έτσι λοιπόν και στο Ευαγγέλιο διέταξε ο Χριστός να προσευχόμαστε. Διότι λέγοντας στους Μαθητές: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουσθούν» (Ματθ. 6, 7), μας δίδαξε και τον τρόπο της προσευχής, δείχνοντας ότι το να εισακουσθεί η προσευχή εξαρτάται όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την εγρήγορση του νου.
Εάν αγρυπνούμε, η Χάρη μας κάνει ναούς του Αγίου Πνεύματος, ώστε όλα να μας έρχονται πολύ εύκολα… οπουδήποτε κι αν είσαι, το θυσιαστήριο το έχεις μαζί σου… αφού συ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα που θυσιάζεται. Γιατί όπου και να είσαι μπορείς να στήσεις τον βωμό δείχνοντας μόνο άγρυπνη διάθεση, και καθόλου δεν σε εμποδίζει ο τόπος ούτε ο καιρός, αλλά κι αν δεν γονατίσεις, κι αν δεν κτυπήσεις το στήθος και δεν σηκώσεις τα χέρια στον ουρανό, αλλά δείξεις μόνο θερμή διάνοια, η προσευχή σου είναι πλήρης.
Είναι δυνατόν και γυναίκα που υφαίνει και γνέθει με τη ρόκα της να στραφεί βλέποντας τον ουρανό με τη διάνοια και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό· είναι δυνατόν και άνθρωπος που ευρίσκεται στην αγορά και περπατά μόνος του να κάνει μακρές προσευχές· και άλλος που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα να ανεβάσει τη ψυχή του στον Δεσπότη· είναι δυνατόν και ο υπηρέτης, και ο δούλος κι εκείνος που πηγαινοέρχεται κι εκείνος που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορεί να έλθει στην εκκλησία, να κάνη προσευχή μακρά και έντονη· δεν περιφρονεί τόπο ο Θεός· ένα μόνο ζητά, διάνοια θερμή και ψυχή που σωφρονεί.
Και πώς είναι δυνατόν, λέει, άνθρωπος κοσμικός, προσηλωμένος στο δικαστήριο, να προσεύχεται τρεις ώρες την ημέρα και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατόν και πάρα πολύ εύκολα· διότι και αν δεν μπορεί να τρέξει στην Εκκλησία, είναι δυνατόν εκεί που είναι όρθιος μπροστά στις πόρτες και προσηλωμένος στο δικαστήριο να προσευχηθεί. Γιατί δεν χρειάζεται τόσο η φωνή όσο ο νους, ούτε άπλωμα χεριών όσο συγκεντρωμένη ψυχή, ούτε στάση, αλλά φρόνημα· επειδή κι αυτή η Άννα, δεν εισακούστηκε από τη μεγάλη και λαμπρή φωνή της, αλλ’ επειδή φώναζε δυνατά μέσα στη καρδιά της: «Και αυτή φώναζε μέσα στη καρδιά της, και κινούσε τα χείλη της, αλλά η φωνή της δεν ακουόταν…» (Α’ Βασιλ. 1, 13) και συνεχίζει: «…ο Θεός του Ισραήλ ας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα, που ζήτησες απ’ αυτόν… και την θυμήθηκε ο Κύριος» (στίχ. 17, 19). Αυτό το έκαναν πολλές φορές κι άλλοι πολλοί· και ενώ ο άρχοντας από μέσα φώναζε, απειλούσε, χτυπιόταν, έκανε σαν τρελός, αυτοί με το στόμα κλειστό στέκονταν μπροστά στην πόρτα και λέγοντας στο Θεό λίγα λόγια με το νου, όταν έμπαιναν τον άλλαζαν, τον καταπράυναν και από άγριο τον έκαναν ήμερο και σε τίποτε δεν εμποδίστηκαν, ούτε από τον τόπο, ούτε από τον χρόνο, ούτε από τη σιωπή γι’ αυτή τη προσευχή. Αυτό λοιπόν κάνε και συ: στέναξε πικρά, θυμήσου τα αμαρτήματά σου, κοίταξε ψηλά στον ουρανό, πες με το νου σου «ελέησόν με, ο Θεός…» και η προσευχή σου είναι πλήρης. Διότι αυτός που είπε «ελέησόν με, ο Θεός…», έκανε εξομολόγηση· αυτός που είπε: «ελέησόν με…» έλαβε συγχώρηση των παραπτωμάτων, πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.
Έτσι προσευχόταν και ο Μωυσής, γι’ αυτό και χωρίς να προφέρει τίποτε, του λέγει ο Θεός: «γιατί μου φωνάζεις;…» (Έξοδ. 14, 15). Διότι οι άνθρωποι ακούνε μόνο αυτή την (εξωτερική) φωνή, ενώ ο Θεός πριν από αυτή ακούει όσους κραυγάζουν από μέσα τους. Άρα γίνεται να ακουγόμαστε και χωρίς να φωνάζουμε, και να προσευχόμαστε με το νου μας με πολλή προσοχή περπατώντας στην αγορά, κι όταν συζητούμε με φίλους και οτιδήποτε κάνουμε να επικαλούμαστε το Θεό με πολύ δυνατή φωνή, την εσωτερική, και να μην την φανερώνουμε σε κανέναν από τους παρόντες, όπως έκανε τότε η Άννα «..και εμνήσθη αυτής Κύριος και συνέλαβε» (Α’ Βασιλ. 1, 13, 19). Τόσο δυνατή ήταν η εσωτερική κραυγή της.
(Η Άννα) «όταν αύξησε την προσευχή… και ο Ηλί παρατήρησε το στόμα της..». Είχε σφραγισθεί λοιπόν η φωνή της, δεν σφραγίσθηκε όμως η δύναμη της προσευχής της, αλλά η καρδιά από μέσα φώναζε περισσότερο. Διότι αυτό κυρίως είναι προσευχή, όταν οι φωνές προέρχονται από μέσα· αυτό είναι μάλιστα το γνώρισμα της ψυχής που πονά, να εκφράζει την προσευχή όχι με τον τόνο της φωνής, αλλά με την προθυμία της καρδιάς.
Όταν νομίσαμε ότι τα σπίτια έγιναν ξαφνικά οι τάφοι μας (από τον φοβερό σεισμό), όταν όλος μαζί ο λαός έκραζε το «Κύριε, ελέησον», τότε και ο Κύριος λύγισε από την ευσπλαχνία του· κινώντας δηλαδή τη γη με μόνο το βλέμμα του, με το χέρι υποβάσταξε την κτίση που έτρεμε.
Είναι εντελώς αδύνατον άνθρωπος που προσεύχεται με την προθυμία που αρμόζει και παρακαλεί το Θεό συνεχώς, να αμαρτήσει ποτέ. Και πώς; εγώ θα σου πω: Αυτός που θέρμανε το νου του και ανάστησε τη ψυχή του και μετέφερε τον εαυτό του κι έτσι επικαλέσθηκε τον Δεσπότη του και θυμήθηκε τις αμαρτίες του και συζήτησε μαζί Του για την συγχώρησή τους παρακαλώντας τον να φανεί ευσπλαχνικός και ήμερος, από την ενασχόληση με αυτά τα λόγια αποβάλλει κάθε βιοτική φροντίδα και αναπτερώνεται και γίνεται ανώτερος από τα ανθρώπινα πάθη· κι εάν ακόμη μετά την προσευχή δει εχθρό, δεν θα τον δει πλέον σαν εχθρό· κι εάν δει όμορφη γυναίκα, δεν θα επηρεασθεί βλέποντάς την, επειδή η φωτιά της προσευχής παραμένει μέσα του και διώχνει μακριά κάθε απρεπή λογισμό. Αλλά επειδή είμαστε άνθρωποι και είναι φυσικό να πέσουμε σε ραθυμία, όταν περάσουν μία και δύο ώρες και τρεις μετά την προσευχή, και δεις τη θερμότητα που είχε προηγηθεί σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να υποχωρεί, τρέξε πάλι γρήγορα στην προσευχή και θέρμανε την καρδιά σου που ψυχράνθηκε. Κι εάν το κάνεις αυτό όλη την ημέρα θερμαίνοντας τα μεσοδιαστήματα με τις πυκνές προσευχές, δεν θα δώσεις στο διάβολο αφορμή και είσοδο εναντίον των λογισμών σου.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
(«Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος, σ. 121-126)

Σημειώσεις ἀπὸ τὸ «Ὑπόγειο» (μέρος δʹ)


Ἀρι­στε­ρά: Ὑπό­γειο, τοῦ Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι, ἐκδ. Ἴν­δι­κτος, ἐξώ­φυλ­λο. Δεξιά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Ντο­στο­γιέφ­σκι ἀπὸ τὸν Βα­σί­λι Περόφ (1872).
ΕΣΕΙΣ ΠΙ­ΣΤΕΥΕ­ΤΕ σὲ ἕνα κρυ­στάλ­λι­νο οἰ­κο­δό­μη­μα, ἐσαεὶ ἀκα­τά­λυ­το, δη­λα­δὴ σὲ κάτι στὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπο­ρεῖς οὔτε νὰ αὐ­θα­διά­σεις βγά­ζον­τας κρυφὰ τὴ γλώσ­σα σου οὔτε νὰ χει­ρο­νο­μή­σεις, ἔστω καὶ μὲ τὸ χέρι στὴν τσέπη σου. Ἔ, ἐγώ, ἴσως νὰ φο­βᾶ­μαι τὸ οἰ­κο­δό­μη­μα αὐτὸ ἀκρι­βῶς γιατὶ εἶναι κρυ­στάλ­λι­νο καὶ ἐσαεὶ ἀκα­τά­λυ­το καὶ γιατὶ δὲν θὰ ἐπι­τρέ­πε­ται οὔτε στὰ κρυφὰ νὰ βγά­λεις τὴ γλώσ­σα σὲ κά­ποιον.

Ξέ­ρε­τε κάτι; Ἂν στὴ θέση τοῦ πα­λα­τιοῦ βρί­σκε­ται ἕνα κο­τέ­τσι καὶ πέσει μιὰ βροχή, μπο­ρεῖ καὶ νὰ τρυ­πώ­σω στὸ κο­τέ­τσι γιὰ νὰ μὴ βραχῶ, ἀλλά, ὅπως καὶ νά ’χει, δὲν θὰ ἐκλά­βω τὸ κο­τέ­τσι γιὰ πα­λά­τι ἀπὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ποὺ μὲ προ­φύ­λα­ξε ἀπὸ τὴ βροχή. Γε­λᾶ­τε, λέτε μά­λι­στα ὅτι στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐτὴ κο­τέ­τσι καὶ πα­λά­τι εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ναί, ἀπαν­τάω ἐγώ, ἀλλὰ μόνο γιὰ νὰ μὴ βρα­χεῖς.
Τί νὰ κά­νου­με, λοι­πόν, ἂν μοῦ κόλ­λη­σε ἡ ἰδέα ὅτι ζεῖ κα­νεὶς ὄχι μόνο γι’ αὐτὸ κι ὅτι ἂν εἶναι νὰ ζή­σεις, ἔ, τότε νὰ ζή­σεις σὲ μέ­γα­ρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπι­θυ­μία μου, ἡ βού­λη­σή μου. Θὰ μοῦ τὴν ἀφαι­ρέ­σε­τε μόνον ὅταν θὰ κα­τα­φέ­ρε­τε νὰ ἀλ­λά­ξε­τε τὶς ἐπι­θυ­μί­ες μου. Ἔ, λοι­πόν, ἀλ­λάξ­τε τις, δε­λε­ά­στε με μὲ ἄλλες, δῶστε μου ἕνα ἄλλο ἰδε­ῶ­δες. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως δὲν θὰ ἐκλαμ­βά­νω τὸ κο­τέ­τσι γιὰ πα­λά­τι. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅτι τὸ κρυ­στάλ­λι­νο οἰ­κο­δό­μη­μα εἶναι ψέμα, ὅτι σύμ­φω­να μὲ τοὺς νό­μους τῆς φύσης δὲν προ­βλέ­πε­ται κι ὅτι τὸ ἐπι­νόη­σα λόγῳ τῆς προ­σω­πι­κῆς μου βλα­κεί­ας, λόγῳ ὁρι­σμέ­νων πα­λιῶν, ἀνορ­θο­λο­γι­κῶν συ­νη­θειῶν τῆς γε­νιᾶς μας. Τί μὲ νοιά­ζει ὅμως ἂν δὲν προ­βλέ­πε­ται; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἂν ὑπάρ­χει μόνο στὶς ἐπι­θυ­μί­ες μου ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ κα­λύ­τε­ρα, ὑπάρ­χει ὅσο ὑπάρ­χουν οἱ ἐπι­θυ­μί­ες μου; Ἴσως γε­λᾶ­τε πάλι. Γε­λά­στε· θὰ δεχτῶ κάθε εἰ­ρω­νεία, ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ πῶ ὅτι εἶμαι χορ­τά­τος ἐνῶ πει­νάω· παρ’ ὅλα αὐτά, ξέρω ὅτι δὲν θὰ ἐφη­συ­χά­σω μὲ ἕναν συμ­βι­βα­σμό, μὲ ἕνα ἀτέ­λειω­το, ἐπα­να­λαμ­βα­νό­με­νο τί­πο­τα, μόνο καὶ μόνο γιατὶ αὐτὸ ὑπάρ­χει σύμ­φω­να μὲ τοὺς νό­μους τῆς φύσης καὶ ὑπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά. Δὲν θὰ δεχτῶ ὡς κο­ρω­νί­δα τῶν ἐπι­θυ­μιῶν μου ἕνα τε­ρά­στιο οἰ­κο­δό­μη­μα μὲ δω­μά­τια γιὰ τοὺς φτω­χοὺς ἐνοί­κους, μὲ συμ­βό­λαιο χι­λί­ων χρό­νων καί, γιὰ κάθε ἐν­δε­χό­με­νο, μὲ ἕναν ὀδον­το­για­τρὸ Βά­γκεν­χάιμ στὴν τα­μπέ­λα. Ἐξα­λεῖψ­τε τὶς ἐπι­θυ­μί­ες μου, σβῆ­στε τὰ ἰδε­ώ­δη μου, δεῖξ­τε μου κάτι κα­λύ­τε­ρο καὶ θὰ σᾶς ἀκο­λου­θή­σω. Θὰ μοῦ πεῖτε, μά­λι­στα, ὅτι δὲν ἀξί­ζει νὰ δε­σμεύ­ε­ται κα­νείς· ἐν τοιαύ­τῃ πε­ρι­πτώ­σει, μπορῶ νὰ σᾶς ἀπαν­τή­σω τὸ ἴδιο. Συ­ζη­τᾶ­με σο­βα­ρά· ἀλλὰ ἂν δὲν θέ­λε­τε νὰ μὲ τι­μή­σε­τε μὲ τὴν προ­σο­χή σας, δὲν πρό­κει­ται νὰ σᾶς κάνω καὶ τε­με­νά­δες. Ἔχω τὸ ὑπό­γειό μου.
Ὅσο ὅμως ζῶ κι ἐπι­θυ­μῶ, κα­λύ­τε­ρα νὰ μοῦ ξε­ρα­θεῖ τὸ χέρι ἂν συμ­βά­λω ἔστω καὶ μὲ ἕνα λι­θα­ρά­κι στὸ τε­ρά­στιο αὐτὸ οἴ­κη­μα![1] Μὴν κοι­τᾶ­τε ποὺ πρὸ ὀλί­γου ἀπέρ­ρι­ψα ὁ ἴδιος τὸ κρυ­στάλ­λι­νο οἰ­κο­δό­μη­μα, ἀπο­κλει­στι­κὰ καὶ μόνο γιατὶ δὲν θὰ μπορῶ νὰ τὸ κο­ροϊ­δέ­ψω βγά­ζον­τάς του τὴ γλώσ­σα. Ἴσως καὶ νὰ μὴν τὸ εἶπα αὐτὸ ἐπει­δὴ μ’ ἀρέ­σει νὰ βγάζω τὴ γλώσ­σα μου. Μπο­ρεῖ ἁπλῶς νὰ θύ­μω­σα μὲ τὸ ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ οἰ­κο­δο­μή­μα­τά σας δὲν ὑπάρ­χει μέχρι τώρα ἕνα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ πε­ρι­γε­λά­σεις βγά­ζον­τάς του τὴ γλώσ­σα σου. Ἀν­τι­θέ­τως, θὰ προ­τι­μοῦ­σα νὰ μοῦ κοπεῖ ἡ γλώσ­σα, ἀπὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη, ἂν τὰ πράγ­μα­τα ἔρ­χον­ταν ἔτσι ὥστε ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ μὴ θέλω ποτὲ νὰ τὴ δείξω. Καὶ τί μὲ ἐν­δια­φέ­ρει ποὺ δὲν γί­νε­ται νὰ ἔρ­θουν ἔτσι κι ὅτι θὰ πρέ­πει νὰ ἀρ­κε­στῶ στὰ ἁπλὰ δω­μά­τια; Γιατί εἶμαι φτιαγ­μέ­νος μὲ τέ­τοιες ἐπι­θυ­μί­ες; Εἶναι δυ­να­τὸν νὰ ἔχω φτια­χτεῖ μόνο γιὰ νὰ κα­τα­λή­ξω στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι ὅλη μου ἡ ὑπό­στα­ση εἶναι μιὰ φού­σκα; Εἶναι δυ­να­τὸν αὐτὸ νὰ εἶναι ὅλος ὁ σκο­πός; Δὲν τὸ πι­στεύω.
Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, νὰ ξέ­ρε­τε ὅτι εἶμαι πει­σμέ­νος πὼς αὐτὸν τὸν φίλο μας, τοῦ ὑπο­γεί­ου, πρέ­πει νὰ τὸν χα­λι­να­γω­γή­σου­με. Πα­ρό­τι εἶναι ἱκα­νὸς νὰ κά­τσει στὸ ὑπό­γειο σω­παί­νον­τας σα­ράν­τα χρό­νια, μόλις ἀνα­δυ­θεῖ στὸ φῶς, θὰ πάρει φόρα, καὶ θὰ λέει, θὰ λέει, θὰ λέει…
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Πηγές

Κείμενο

  • Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ὑπό­γειο. Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ρω­σι­κά – πρό­λο­γος Ἑλένη Μπα­κο­πού­λου, ἐκ­δό­σεις Ἴν­δι­κτος, Ἀθῆ­ναι 2010, Μέ­ρος I «Ὑπό­γειο», Κε­φά­λαιο 10ο.

Εἰκόνες

  • Ὑπό­γειο, τοῦ Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι, ἐκ­δό­σεις Ἴν­δι­κτος, Ἀθῆ­ναι 2010, ἐξώ­φυλ­λο.
  • Βα­σί­λι Περόφ. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι. 1872, ἐλαιο­γρα­φία, Πι­να­κο­θή­κη Τρε­τια­κόφ, Μόσχα. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons. Ἀρ­χι­κὴ πηγὴ εἰ­κό­νας: Google Cul­tural In­sti­tute.

Ὑποσημείωση

  1. [Σ.τ.Μ.]: Νύξη στὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ Β. Κον­σι­ντε­ράν: «Βάζω τὸ λι­θα­ρά­κι μου στὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς μελ­λον­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας». [↑]

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Αγίου στάρετς Ανατολίου της Όπτινα, “Ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους θα δρα με πανουργία για να οδηγήσει στην αίρεση”


«Ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους θα δρα με πανουργία για να οδηγήσει στην αίρεση, αν ήταν δυνατόν, και τους εκλεκτούς. Δεν θα ξεκινήσει με την ψυχρή απώθηση των δογμάτων της Αγίας Τριάδος, της Θεότητος του  Ιησού Χριστού, και της παρθενίας της Θεοτόκου, αλλά θα ξεκινήσει ανεπαίσθητα να καταστρέφει τις διδασκαλίες και τις παραδόσεις της Εκκλησίας και την μεγάλη τους πνευματικότητα, που έφτασε σε μας μέσω των Αγίων Πατέρων, από το Άγιον Πνεύμα.
Λίγοι θα παρατηρήσουν αυτά τα καλοπιάσματα του εχθρού, μόνον εκείνοι που είναι πολύ πεπειραμένοι στην πνευματική ζωή. Οι αιρετικοί θα αποκτήσουν ισχύ πάνω στην Εκκλησία, και θα τοποθετήσουν τους υπηρέτες των παντού. Οι ευλαβείς θα ατενίζονται καταφρονητικά. Ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι από τους καρπούς των θα τους αναγνωρίσετε, και έτσι, από τους καρπούς των καθώς και από τις ενέργειές των αιρετικών, προσπαθήστε να τους διακρίνετε από τους αληθινούς ποιμένες. Αυτοί είναι πνευματικοί κλέφτες, διαρπάζοντες τη πνευματική ποίμνη, και θα εισέλθουν στο μαντρί (την Εκκλησία), σκαρφαλώνοντας με κάποιο άλλο τρόπο, χρησιμοποιώντας δύναμη και καταπατώντας τους ιερούς κανόνες. Ο Κύριος καλεί αυτούς ληστές (Ευαγ. Ιω. 10,1). Πράγματι, η πρώτη τους ενέργεια θα είναι η καταδίωξη των αληθινών ποιμένων, η φυλάκιση και η εξορία τους, διότι χωρίς αυτό θα είναι αδύνατο γι’ αυτούς να διαρπάσουν το ποίμνιο.
Γι’ αυτό το λόγο παιδί μου, όταν βλέπεις την καταπάτηση της πατερικής παραδόσεως, και των θείων εντολών στην Εκκλησία, των εντολών που ορίσθηκαν από το Θεό, γνώριζε ότι οι αιρετικοί έχουν ήδη εμφανισθεί, αν και κατά το χρόνο δράσης τους μπορεί να κρύβουν την ασέβειά τους, ή να καταστρέφουν την Αγία Πίστη ανεπαίσθητα, προκειμένου να επιτύχουν καλύτερα στην σαγήνευση και προσκόλληση των απείρων στα δίχτυα τους. Η καταδίωξη θα κατευθύνεται όχι μόνον εναντίον των ποιμένων αλλά εναντίον όλων των δούλων του Θεού, διότι όλοι όσοι θα καθοδηγούνται από την αίρεση δεν θα υποφέρουν την ευσέβεια.
Αναγνωρίστε αυτούς τους λύκους με ένδυμα προβάτου από τις υπερήφανες διαθέσεις τους και την αγάπη της ισχύος. Θα είναι συκοφάντες, προδότες, παντού δεικνύοντες έχθρα και κακοήθεια. Γι’ αυτό ο Κύριος είπε ότι οι καρποί τους θα τους κάνουν γνωστούς. Οι αληθινοί υπηρέτες του Θεού είναι ταπεινοί, αγαπούν τον συνάνθρωπό τους και είναι υπάκοοι στην Εκκλησία.
Οι Μοναστές θα ταλαιπωρηθούν υπερβολικά από τους αιρετικούς, και η μοναστική ζωή θα καταφρονηθεί. Τα (ενεργά) Μοναστήρια θα σπανίζουν, ο αριθμός των μοναχών θα ελαττωθεί, και αυτοί που θα παραμείνουν θα υποφέρουν από βία. Αυτοί που μισούν την μοναστική ζωή, εντούτοις, έχοντας μόνο την αμφίεση της ευσεβείας, θα αγωνίζονται να προσελκύσουν τους μοναχούς με το μέρος τους, υποσχόμενοι σ’ αυτούς προστασία και κοσμικά αγαθά, και απειλώντας αυτούς που τους αντιτίθενται με εξορία.
Αυτές οι απειλές θα προκαλέσουν μεγάλη απόγνωση στους μικρόψυχους, αλλά εσύ παιδί μου, να χαίρεσαι για το ότι έχεις ζήσει μέχρι αυτό τον καιρό, διότι τότε οι πιστοί που δεν θα έχουν δείξει άλλες αρετές, θα λάβουν στέμματα, μόνο διότι θα έχουν μείνει σταθεροί στην πίστη, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου: «Κάθ΄ ένας που, όντας μαζί Μου (εν Εμοί), θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και Εγώ, όντας μαζί του (εν αυτώ), μπροστά στον Πατέρα μου τον εν Ουρανοίς» (Ματθ. Ι-32).
(Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κα’ γώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς).
«Φοβού τον Κύριο τέκνο μου. Φοβού να χάσεις το στέμμα που ετοιμάστηκε για σένα, φοβού το να ριχτείς από το Χριστό στο εξώτερο σκότος και στα αιώνια βάσανα. Στάσου γενναίος στην πίστη, και αν είναι αναγκαίο, υπόμεινε καταδίωξη και άλλες λύπες, διότι ο Κύριος θα είναι μαζί σου και οι άγιοι Μάρτυρες και πνευματικοί θα κοιτάζουν σε σένα και τον αγώνα σου με ευχαρίστηση.
Αλλά αλλοίμονο στους μοναχούς εκείνες τις ημέρες που θα καθηλωθούν από ιδιοκτησίες και πλούτη, οι οποίοι λόγω της αγάπης της ειρήνης (ανάπαυσης) θα είναι έτοιμοι να υποταχθούν στους αιρετικούς. Θα αποκοιμίζουν την συνείδησή τους, λέγοντας:
«Εμείς διατηρούμε και σώζουμε το Μοναστήρι και ο Κύριος θα μας συγχωρήσει»
.
Οι ατυχείς και τυφλοί αυτοί δεν λογαριάζουν καθόλου ότι δια της αιρέσεως οι δαίμονες θα εισέλθουν στο Μοναστήρι, και κατόπιν δεν θα είναι ένα Άγιο Μοναστήρι, αλλά μόνο τοίχοι, από τους οποίους η Χάρη θα έχει απομακρυνθεί.
Ο Θεός εντούτοις είναι ισχυρότερος από τον εχθρό, και δεν θα εγκαταλείψει ποτέ τους δούλους του. Οι αληθινοί Χριστιανοί θα παραμείνουν μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου, μόνο θα προτιμήσουν να ζουν σε απομονωμένα ερημικά μέρη»

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ: «ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΞΙ ΑΝΔΡΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ»...


 Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ:

«ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΞΙ ΑΝΔΡΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ»...

Ἐρώτηση:

«Πῶς δικαιολογοῦνται οἱ πέντε ἄνδρες τῆς Σαμαρείτιδας καί ὁ ἕκτος πού δέν ἦταν ἄνδρας της;» (Ἰω. δ’, 16-18) 

Ἀπάντηση:

«Καί ἡ γυναῖκα ἡ Σαμαρείτιδα καί ἐκείνη πού πῆρε τούς ἑφτά ἀδελφούς ὡς ἄνδρες της, σύμφωνα μέ τούς Σαδδουκαίους (Ματθ. κβ’, 25-28), καί ἡ αἱμορροοῦσα (Ματθ. θ’, 20), καί ἐκείνη πού ἔσκυβε στή γῆ, καί ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου (Μάρκ. ε’, 22), καί ἡ Συροφοινίκισσα (Μάρκ. ζ’, 25) δηλώνουν καί τήν ἀνθρώπινη φύση στό σύνολό της καί τήν ψυχή τοῦ κάθε ἐπί μέρους ἀνθρώπου καί κάθε μιά σημαίνει, σύμφωνα μέ τή διάθεση πού ὑπόκειται στό πάθος, τόσο τή φύση ὅσο καί τήν ψυχή.

Γιά παράδειγμα· ἡ γυναῖκα τῶν Σαδδουκαίων εἶναι ἡ φύση ἤ ἡ ψυχή, πού συνοίκησε βέβαια ἄγονα μέ ὅλους τούς θείους νόμους πού δόθηκαν ἀπό τούς αἰῶνες, δέν ἀποδέχεται ὅμως τήν προσδοκία τῶν μελλοντικῶν.

Ἡ αἱμορροοῦσα ἐπίσης εἶναι ἡ φύση καί ἡ ψυχή, πού μέ τά πάθη ἀφήνει νά τῆς γλιστρήσει πρός τήν ὕλη ἡ δύναμη πού τῆς δόθηκε γιά τή δημιουργία ἔργων καί λόγων διακοσύνης.

Ἡ Συροφοινίκισσα εἶναι ἡ ἴδια φύση καί ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πού ἔχει κόρη της τή διάνοια πού ἀπό ἀδυναμία αἱμορραγεῖ ἀσταμάτητα ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης της πρός τήν ὕλη.

Ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου εἶναι ἐπίσης ἡ σύμφωνα μέ τό νόμο φύση καί ἡ ψυχή, πού ἔχει τέλεια νεκρωθεῖ ἀπό τό νά μήν πράττει τίς νομικές ἐντολές καί νά μήν ἐκτελεῖ τά θεῖα προστάγματα.

Ἡ συγκύπτουσα γυναῖκα εἶναι ἡ φύση καί ἡ ψυχή πού μέ τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου ἔστρεψε πρός τήν ὕλη ὅλη τή σχετική μέ τήν πράξη νοερή δύναμη.

Ἡ Σαμαρείτιδα, ὅμοια μέ τίς προηγούμενες γυναῖκες, σημαίνει τήν φύση ἤ τήν ψυχή τοῦ καθενός, πού χωρίς τό προφητικό χάρισμα συμβίωσε, σάν μέ ἄνδρες, μέ ὅλους τούς νόμους πού δόθηκαν στήν φύση μας, ἀπό τούς ὁποίους οἱ πέντε εἶχαν προηγηθεῖ, ἐνῶ ὁ ἕκτος, ἄν καί ἦταν παρών, ἀλλ’ ὅμως αὐτός δέν ἦταν ἄνδρας τῆς φύσης ἤ τῆς ψυχῆς, μέ τό νά μή γεννᾶ ἀπό αὐτήν τήν δικαιοσύνη πού σώζει στόν αἰώνα.

Ἔλαβε λοιπόν ἡ φύση ὡς ἄνδρα: 
Τόν πρῶτο νόμο, τόν νόμο στόν παράδεισο· 
Δεύτερο νόμο τόν νόμο μετά τόν παράδεισο· 
Τρίτο νόμο κατά τόν κατακλυσμό τοῦ Νῶε· 
Τέταρτο τόν νόμο τῆς περιτομῆς ἐπί τοῦ Ἀβραάμ· 
Πέμπτο τό νόμο τῆς προσφορᾶς τοῦ Ἰσαάκ.

Αὐτούς ὅλους τούς ἔλαβε ἡ φύση καί τούς ἀπέρριψε ἐξαιτίας τῆς ἀκαρπίας της στά ἔργα τῆς ἀρετῆς.

Ἕκτο εἶχε τόν νόμο μέσῳ τοῦ Μωϋσῆ πού ἦταν σάν νά μήν τόν εἶχε ἤ ἐπειδή δέν ἐκτελοῦσε τίς πράξεις διακαιοσύνης πού ἐκεῖνος ὅριζε ἤ ἐπειδή ἐπρόκειτο αὐτή νά μεταβεῖ σέ ἄλλο νόμο ὡς ἄνδρα, δηλαδή τό Εὐαγγέλιο, γιατί ὁ νόμος δέν εἶχε δοθεῖ στούς ἀνθρώπους αἰώνια, ἀλλά κατά οἰκονομία πού παιδαγωγοῦσε πρός τό μεγαλύτερο καί μυστικότερο.

Μ’ αὐτή τήν ἔννοια νομίζω εἶπε ὁ Κύριος στή Σαμαρείτιδα «κι’ αὐτός πού τώρα ἔχεις δέν εἶναι δικός σου». Γιατί γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά μεταφερόταν στό Εὐαγγέλιο. Γι’ αὐτό καί γύρω στήν ἕκτη ὥρα, ὅταν κατ’ ἐξοχή περιλάμπεται ἡ ψυχή ἀπό παντοῦ ἀπό τίς ἀκτίνες τῆς γνώσης ἐξαιτίας τῆς παρουσίας σ’ αὐτήν τοῦ Λόγου, κι ἐνῶ εἶχε φύγει ἡ σκιά τοῦ νόμου, συνομιλοῦσε τήν ὥρα αὐτή μαζί της, καί κοντά στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, στέκοντας δηλαδή κοντά στήν πηγή μαζί μέ τό Λόγο τῶν θεορημάτων τῆς Γραφῆς.

Αὐτά ἄς λεχθοῦν πρός τό παρόν καί γιά τό θέμα αὐτό.

ΣΧΟΛΙΟ

Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ εἶναι ἡ Γραφή. 
Τό νερό εἶναι ἡ γνώση πού περιέχει ἡ Γραφή. 
Τό βάθος εἶναι ἡ δυσκολοπλησίαστη θέση τῶν γραφικῶν αἰνιγμάτων.
Τό ἄντλημα εἶναι ἡ μάθηση μέ τό γράμμα τοῦ θείου λόγου, πού δέν τήν εἶχε ὁ Κύριος, ἐπειδή ἦταν αὐτο-Λόγος καί δέν ἔδινε σ’ ὅσους πίστευαν τήν γνώση ἀπό μάθηση καί μελέτη, ἀλλά δωρίζει στούς ἄξιους τήν ἐκ μέρους τῆς πνευματικῆς χάριτος ἀέναη σοφία πού ποτέ δέν τελειώνει. Γιατί τό ἄντλημα, δηλαδή ἡ μάθηση, παίρνοντας ἐλάχιστο ποσό γνώσης, ἀφήνει τό σύνολο, ἀφοῦ κανένας λόγος δέν μπορεῖ νά τό κρατήσει. Ἐνῶ ἡ κατά χάρη γνώση ἔχει χωρίς μελέτη ὅλη τήν ἐφικτή στούς ἀνθρώπους σοφία πού ἀναβλύζει ποικιλότροπα ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες».

(Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ 
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τόμος 14β, σελ. 263)

“Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.” Μητροπολίτου Διοκλείας Κάλλιστου Ware






“Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν.”
Μητροπολίτου Διοκλείας Κάλλιστου Ware  
Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει: «Όταν το Άγιο Πνεύμα κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν σταματά να προσεύχεται επειδή το Πνεύμα θα προσεύχεται συνεχώς μέσα του. Τότε, ούτε όταν κοιμάται ούτε όταν είναι ξύπνιος θα αποκοπεί η προσευχή από την ψυχή του• μα όταν τρώγει κι όταν πίνει, όταν ξαπλώνει ή όταν εργάζεται, ακόμα κι όταν κοιμάται βαθειά η ευωδία της προσευχής θα εισπνέεται μέσα στην καρδιά του από μόνη της.»
Οι Ορθόδοξοι πιστεύουν πως η δύναμη του Θεού είναι παρούσα στο Όνομα του Ιησού έτσι, ώστε η επίκληση αυτού του θείου Ονόματος να ενεργεί ως σημείο της ενέργειας του Θεού, προικισμένο με μυστηριακή χάρη. ” Το Όνομα του Ιησού, όταν βρίσκεται στην ανθρώπινη καρδιά, της μεταδίδει τη δύναμη της θέωσης …
Λάμποντας μέσα από την καρδιά, το φως του Ονόματος του Ιησού φωτίζει όλο το Σύμπαν”. S. Bulgakov, The Orthodox Church, σσ. 170-171).
Αγίου Σεραφείμ Σαρώφ
Η προσευχή του Ιησού αποδεικνύεται μεγάλη πηγή θάρρους και χαράς γι’ αυτούς που την προφέρουν συνέχεια, αλλά και γι’ αυτούς που τη χρησιμοποιούν περιστασιακά. Ας ξαναθυμηθούμε τον Προσκυνητή (Περιπέτειες ενός Προσκυνητή): Έτσι πορεύομαι τώρα, και επαναλαμβάνω ασίγαστα την Προσευχή του Ιησού, που μου είναι πολυτιμότερη και γλυκύτερη από καθετί άλλο στον κόσμο. Μερικές φορές κάνω σαράντα τρία με σαράντα τέσσερα μίλια τη μέρα, και δεν αισθάνομαι πως περπάτησα καθόλου. Έχω τη συνείδηση μόνο του γεγονότος πως επαναλαμβάνω την προσευχή. Όταν με διατρυπάει το πικρό κρύο, αρχίζω να λέω την προσευχή πιο ζωηρά, και γρήγορα ζεσταίνομαι. Όταν αρχίζει να με βασανίζει η πείνα, καλώ πιο συχνά το Όνομα του Ιησού, και ξεχνώ την επιθυμία του φαγητού. Όταν αρρωσταίνω και με πιάνουν οι ρευματισμοί στην πλάτη και στα πόδια, συγκεντρώνω τις σκέψεις μου στην Προσευχή, και δεν προσέχω τον πόνο. Αν κάποιος με πληγώσει, αρκεί να σκεφτώ “Πόσο γλυκιά είναι η Προσευχή του Ιησού!” και ο πόνος και ο θυμός περνούν και ξεχνώ τα πάντα…
Ευχαριστώ τον Θεό που καταλαβαίνω τώρα το νόημα των λέξεων που άκουσα στον Απόστολο 
– Αδιαλείπτως προσεύχεσθε (Α΄Θεσσαλ. 5, 17).
Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητού, σ. 26-8 – Τhe Way of a Pilgrim, p. 17-18.

Των αφανών «αγίων» της ζωής...





Των αφανών «αγίων» της ζωής...
+++++++++++++++++++++++++++
Στα μελαγχολικά φώτα των πολυκατοικιών, στα νοσοκομεία και φυλακές, στους δρόμους και τις ρίμες της ζωής, στα αζήτητα και το περιθώριο υπάρχουν άγιες ψυχές, που ομολογούν Χριστό. 

Αυτούς δεν θα τους ανακηρύξει ποτέ κανείς. Έλεγαν οι παλιοί αγιορείτες, «ε.. παιδί μου, υπάρχουν πολλοί άγιοι αφανείς, που δεν τους ξέρει κανείς μονάχα ο Θεός και θα τους εμφανίσει σε δύσκολες εποχές και μέρες…». 

Κανείς μας δεν μπορεί να πει στο Θεό σε πια ανθρώπινη καρδιά θα αναπαυθεί. Είναι απόλυτα δική του επιλογή. Γι αυτό και στην Βασιλεία Του θα βρεθούμε προ εκπλήξεων. Αυτός γνωρίζει τα παιδιά του, τις ψυχές που λάμπουν μόνο εκείνος ξέρει να διακρίνει.

Όπως εκείνη του νεωκόρου, από μία ενορία των Αθηνών, που μόλις τελείωνε η Θεία Λειτουργία έτρεχε στα φαρμακεία πότε να του δώσουν και άλλοτε να αγοράσει με τον πενιχρό του μισθό φάρμακα, ώστε να τα μοιράσει σε σπίτια και νοσοκομεία. Έλιωσε τα πόδια του στην αγάπη.

 Άγιασε η καρδιά του.
Να θυμηθούμε την γλυκιά μου Σιμόν Βέιλ που πέθανε 33 ετών κοπέλα, από ασιτία στα μέσα του β΄παγκοσμίου πολέμου, αρνούμενη να φάει θέλοντας με τον τρόπο αυτό να συμμετάσχει στην πείνα του δοκιμαζόμενου λαού.

Εκείνη την πανέμορφη κοπέλα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, που υπέφερε από καρκίνο κι' όμως, μέσα στην οδύνη των χημοθεραπειών, δεν σταμάτησε να ψελλίζει, "Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός.....".
Ο ταπεινός αγρότης από την Κρήτη, που αγόγγυστα φρόντιζε, έλουζε, περιποιούνταν και τραγουδούσε στην κατάκοιτη γυναίκα του.

Η μητέρα εκείνη που χώρισε και μόνη της μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Προσευχόταν και έλεγε "Χριστέ μου κράτα με, να τα μεγαλώσω, βάστα με να τα καταφέρω». «Πάτερ», μου έλεγε, «δεν είχαμε να φάμε. 

Στο σκοτάδι ζούσαμε στην αρχή. Ρεύμα δεν είχα, κι όμως δεν έδωσα το κορμί και την ψυχή μου στον διάολο. Ο Θεός με φώτισε και έμαθα να ράβω. Με την βελόνα και καθαρίζοντας σπίτια μεγάλωσα και πάντρεψα όλα τα παιδιά μου. Δεν με άφησε ο Θεός. 

Μου έστειλε ευλογία και έδινα και σε άλλους που είχαν ανάγκη. Γιατί είχα νιώσει τι θα πει πείνα".
Η γριά πλύστρα που ανάγκασε τον Εβραίο νομπελίστα συγγραφέα Σίνγκερ να πει, ότι δεν θα είχε νόημα ο παράδεισος δίχως αυτήν την Πλύστρα.

Την Αγία Μαρία Σκόμπτσοβα των Παρισίων, που θα συλληφθεί από τις Ναζιστικές φασιστικές δυνάμεις και αφού θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ζώντας σε σκληρές δοκιμασίες και απάνθρωπες συνθήκες, στο τέλος θα οδηγηθεί σε θάλαμο αερίων Μεγάλο Σάββατο του 1945, στο Ravensbrück, επιλέγοντας να πάρει τη θέση μιας καταδικασμένης Εβραίας μητέρας.

Και σαφέστατα τόσοι άλλοι, ανώνυμοι και αφανείς «άγιοι» της καθημερινότητας, που αγάπησα και φανέρωσαν τον Χριστό στην ζωή της βιοπάλης. Γιατί οι «άγιοι» δεν είναι απαραίτητο να φοράνε πάντα ράσο. Μπορεί να ντύνονται με μπλου τζιν ή φούστα πλισέ. 

Ένα μονάχα είναι βέβαιο, ότι πάντες στάθηκαν γυμνοί από κάθε εξουσία μπροστά στο Θεό και τον άνθρωπο και έλιωσαν την ζωής τους στην αγάπη. Άλλωστε τι νόημα θα είχε ο παράδεισος χωρίς όλους αυτούς;

(π.λίβυος)

Ενθάδε κείται ο 13ος Απόστολος». ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑΣ.


Το αναμμένο καντήλι

 Στη συνοικία Φατίχ της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται το Γκιουλ τζαμί, το οποίο στεγάζεται στον πρώην βυζαντινό ναό της Αγίας Θεοδοσίας, τον οποίο οι Οθωμανοί μετέτρεψαν σε τέμενος μετά την Άλωση. Ήταν πολύ αγαπητή η Αγία Θεοδοσία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γι αυτό στις 29 Μαΐου κάθε χρόνο, ημερομηνία που γιορτάζεται η μνήμη της, είχαν τη συνήθεια να στολίζουν τον ναό με τριαντάφυλλα.
     Όπως και τις άλλες χρονιές, έτσι και το 1453, από την παραμονή της γιορτής οι πιστοί κατέκλυσαν τον ναό της Αγίας Θεοδοσίας με ρόδα. Μόνο που αυτή τη σημαδιακή χρονιά ήταν τόσα πολλά τα λουλούδια που δεν χωράει ο νους του ανθρώπου. Εκείνη τη μοιραία νύχτα πλήθη ανθρώπων προσεύχονταν γονατιστοί μέσα στην εκκλησία για τη σωτηρία της Πόλης, ενώ έξω ακούγονταν απόκοσμα τα τύμπανα του πολέμου. Τα χτυπούσαν οι Τούρκοι μπροστά στα τείχη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, προαναγγέλλοντας την τελική επίθεση. Το πρωί της 29ης Μαΐου, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, η Πόλη έπεσε. Οι Τούρκοι στρατιώτες που σάρωναν τα σοκάκια της πόλης αλαλάζοντες, εισέβαλαν κάποια στιγμή και στον ναό της Αγίας Θεοδοσίας. Μπροστά στη θέα των αμέτρητων τριαντάφυλλων σταμάτησαν έκθαμβοι και πολλοί αναφώνησαν: «Γκιουλ τζαμί, Γκιουλ τζαμί!». Καθώς στα τούρκικα η λέξη γκιουλ σημαίνει τριαντάφυλλο και η λέξη τζαμί εκκλησία, προφανώς είπαν με θαυμασμό: «Να η εκκλησία των ρόδων!».
3
Ο ναός της Αγίας Θεοδοσίας
    Οι Έλληνες της Πόλης, από την εποχή της Άλωσης μέχρι σήμερα, έχουν συνδέσει αυτό το τζαμί με τον τάφο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Λένε ότι σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο εκεί κοντά υπάρχει ένα ανοιχτό μνήμα με μια πέτρα στο προσκέφαλό του, που πιθανόν ανήκει στον αυτοκράτορα. Επί αιώνες βλέπανε το καντήλι του τάφου να καίει και δεν τολμούσαν να ρωτήσουν ποιοι το ανάβουν. Μερικοί λένε ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε δώσει τη διαταγή να μην σβήσει ποτέ η φλόγα του καντηλιού και τα έξοδα του λαδιού να πληρώνονται για πάντα από το δικό του θησαυροφυλάκιο. Ο θρύλος με το Γκιουλ τζαμί δεν τελειώνει εδώ, απεναντίας, γίνεται συνεχώς και πιο συναρπαστικός. Στο προαύλιο του τζαμιού υπάρχει ένας τάφος κάποιου «Γκιουλ Μπαμπά», ο οποίος ανήκει σε κάποια άγια μορφή των μουσουλμάνων. Υπάρχουν πολλοί που συνδέουν κι αυτόν τον τάφο με τον τελευταίο αυτοκράτορα, ο οποίος όπως λένε μπορεί να θάφτηκε εκεί ακέφαλος, αφού το κεφάλι του με διαταγή του σουλτάνου εκτέθηκε για μερικές μέρες σε κοινή θέα επάνω σ’ ένα κίονα κοντά στην Αγία Σοφία. Αν αληθεύει ότι ο σουλτάνος έδωσε στους Έλληνες το σώμα του αυτοκράτορα για ταφή, το πιθανότερο είναι αυτοί να το έθαψαν στον χώρο του ναού της Αγίας Θεοδοσίας που γιόρταζε εκείνες τις ημέρες.
     Η σπουδαιότερη μαρτυρία που συνδέει το Γκιουλ τζαμί με την πιθανότητα να έχει ταφεί σ’ αυτό μια σημαντικότατη προσωπικότητα των Βυζαντινών, προέρχεται από την αείμνηστη βυζαντινολόγο Μαρία Θεοχάρη. Η εξαιρετική αυτή επιστήμονας, κατόρθωσε πριν από χρόνια να κατεβεί στο υπόγειο του Γκιουλ τζαμί, όπου έκπληκτη αντίκρισε με τα ίδια της τα μάτια ένα τάφο με την ελληνική επιγραφή: «Ενθάδε κείται ο 13ος Απόστολος». Της επέτρεψαν να φτάσει εκεί επειδή ήταν καθηγήτρια σε ιταλικό πανεπιστήμιο και την πέρασαν για Ιταλίδα.....

Ο φθονος.



Ο καθένας έχει το δικό του πεδίο αγώνα: κάποιος έχει επιδεινώσει το φθόνο, κάποιος έχει σαρκικά πάθη, κάποιος έχει άλλα. Είναι απαραίτητο να διαβάσετε τους ιερούς πατέρες, να καταλάβετε πώς κατακτούσαν  τα πάθη - δεν είμαστε οι πρώτοι που αντιμετωπίζουν αυτό. Για παράδειγμα, εάν ένας άνθρωπος βασανίζεται με φθόνο, πρέπει να πάει στο νοσοκομείο, να δει πόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι υπάρχουν, να τους συμπαθήσει και να βοηθήσει - και μέσω φιλανθρωπίας  να ξεπεράσει το πάθος του φθόνου. Και δεύτερον, να υπέρ νικήσει τον εαυτό μου και να πει : «Συγχωρεσε με , Κύριε, βοηθησε με  με να ξεπεράσω αυτόν το φθόνο», και να προσεύχεστε για ανθρώπους που είναι ανώτεροι από μας με κάποιο τρόπο. Θα είμαι Χριστιανός. Αυτή είναι η αρχή της πνευματικής ανάπτυξης. 


Ιερέας Alexy Veretelnikov

Το κτηματολόγιο του Θεού...(Νώντα Σκοπετέα)


Το κτηματολόγιο του Θεού...(Νώντα Σκοπετέα) Τρία χρόνια τώρα  αμίλητοι μεταξύ τους. Κουβέντα δεν άλλαζαν εκείνοι που κάποτε  ήταν αγκαλιασμένοι και αχώριστοι για εννιά μήνες στην κοιλιά της κυρά Σταθούλας και έπειτα σαν παιδιά  και σαν δίδυμες  χαρές για τους γονήδες τους. Μα έφτασε εκείνη η στιγμή που,  πως τους ήρθε και αρχίνησαν να δουλεύουν σε δυο κυρίους . Στον Χριστό μα και στον μαμμωνά !

-Καλός , καλός  και Χριστιανός ! Μα είπαμε , όχι και έτσι ! Με αδίκησε ο αδελφός μου ! Το χε πει ο πατέρας ότι το δικό μου το κτήμα θα βγαίνει ως την άνω μερέα ! Και κείνος πήγε και έχτισε παραέξω την μάντρα του ! Εκείνη  η λαχίδα  που πήρα εγώ , πάππου προς πάππου έβγαινε ως πάνω !

-Ά…όλα κι όλα ! έλεγε ο Θοδωρής, ο  άλλος δίδυμος …Μου το χε πει χίλιες βολές ο πατέρας , ότι το δικό μου ως εκεί πάντοτε το καμάτευαν και το έσπερναν , ως  τον απάνω αρμακά ! Πως του ρθε του άλλου τώρα να λέει σ όλους ότι είναι δικό του εκείνο το μπασίδι …

Και έτσι μείναν ξέμακρα τα αδέρφια τόσον καιρό και υποχρέωσαν μάλιστα και τις γυναίκες τους να μην αλλάζουνε ούτε ματιά  …

-Βρε, τους μήνυσε ένας πρώτος τους ξάδερφος που χανε μεγαλώσει μαζί και πιανότανε η ψυχή του με τούτην την άχαρη κατάσταση ,  γιατί δεν ρωτάτε τον μπάρμπα Αριστείδη τον σοφό , που είναι παλιός και τα γνωρίζει , αλλά έχει και φως στα λόγια του και όλους τους βοηθάει όποτε σ εκείνον προστρέχουν ; Αυτόν να ρωτήσετε να σας πει , να δώσει λύση ,να πάψετε να κακιώνετε και να αγαπήσετε σαν πρώτα !

Έτσι κι έγινε ! Ύστερα από λίγες μέρες πήραν τον μπάρμπα –Αριστείδη και τον πήγαν στα διαφιλονικούμενα  σύνορα…

-Λοιπόν μωρέ  λεβέντες μου τι σας βαραίνει τις καρδιές ; Τι είναι αυτό που δεν μπορείτε μονάχοι σας να λύσετε και φωνάξατε εμένα τον ξεκουτιασμένο να σας δώκω ορμήνεια;

-Να ,μπάρμπα Αρίστείδη , είναι αυτό το μπάσιμο από το  δώθε λαχίδι που ο καθένας μας λέει πως του ανήκει ! Εσύ θα θυμάσαι απ τα παλιά τα όρια… Αλλά και σαν γνωστικός που είσαι , να μας πεις σε ποιόν ανήκει τούτο το κομμάτι της γης !

-Αυτό είναι όλο ; Σταθείτε λίγο, μια στιγμή να ρωτήσουμε την ίδια τη γη λοιπόν ! Γονάτισε μπροστά στα δυο αποσβολωμένα αδέλφια ο παράξενος τούτος γέροντας ! Κάτι ψέλλισε πρώτα, ύστερα ακούμπησε το κεφάλι του στη γη και έγειρε να αγγίξει το αυτί του στο χώμα ! Τους κρυφοπήρανε  τα γέλια εκείνους !Πάει ξεμωράθηκε ολότελα ο παππούς , σκέφτηκαν κι οι δυο τους !

-Λοιπόν μπάρμπα Αριστείδη , ρώτησε ο Χρύσανθος με προσποιητό ενδιαφέρον , την άκουσες ; σου μίλησε η γη ; Τι σου αποκρίθηκε ;

-Ναι , στ αλήθεια μου δωκε απάντηση η γης , μόλις την ρώτησα να μου πει σε ποιόν άραγες ανήκει ! Μου είπε λοιπόν …μου είπε …πες τους ότι εκείνοι μου ανήκουν !

Του φίλησαν το χέρι και μόνιασαν για πάντα !

Νώντας Σκ. Διασκευασμένο διήγημα  από ομιλία  του μακαριστού Ιεροκήρυκος του Παραδείσου Δημητρίου ΠαναγόπουλουΑπόσπασμα από την εκπομπή με τίτλο:" Αυτοί οι παράξενοι χριστιανοί" ( 2ο μέρος) Οπτικοποίηση και πάλι από την αδελφή μας και συνεργάτιδα Στεφανία Στ.

 .

Αναρρίχηση Ιμαλαϊων προς τον Χριστό Από την κενότητα στην Ορθοδοξία Tού Ρασοφόρου Μοναχού Αδριανού






Αναρρίχηση Ιμαλαϊων προς τον Χριστό
Από την κενότητα στην Ορθοδοξία
Tού Ρασοφόρου Μοναχού Αδριανού
Βρέθηκα περιστοιχισμένος από τις πέντε ψηλότερες κορυφές των Ιμαλαΐων, στα 14.000 πόδια υψόμετρο.  Χάζευα την οροσειρά Αναπούρνα καθώς ανέτειλε πάνω τους ο ήλιος.  Το ταξίδι μου στο Νεπάλ είχε αρχίσει πριν λίγες εβδομάδες, και το αποκορύφωμά του ήταν αυτό.  Στεκόμουν έκθαμβος ενώπιον της αδιάφθορης ομορφιάς που απλωνόταν πάνω από μένα, όταν μια σκέψη τρύπωσε στο νου και δεν έλεγε να φύγει: «Ε και, λοιπόν, ποιος ο σκοπός;»  Ο εγωισμός μου αμέσως ανταπάντησε στο τυχαίο αυτό σχόλιο: «Ποιος ο σκοπός; Τι εννοείς, ποιος ο σκοπός; Ο σκοπός είναι πως έκανες τόση πεζοπορία για να δεις αυτά τα βουνά. Λοιπόν, απόλαυσέ τα τώρα!»  Και όμως, η σκέψη εκείνη ταλάνιζε τον νου μου.  Ναι, ήταν όντως από τα ωραιότερα θεάματα που είχα δει ποτέ, και χαιρόμουν την στιγμή αυτή, αλλά, πού θα βρίσκονται τα συναισθήματα αυτά αύριο, που δεν θα είμαι πια τόσο πολύ εμπνευσμένος;  Η χαρά του κόσμου αυτού ποτέ δεν μπόρεσε να μου δώσει ικανοποίηση.  Θα έπρεπε να το είχα αντιληφθεί κατά την διάρκεια της ζωής μου, άλλα χρειάστηκε να σκαρφαλώσω στην κορυφή του κόσμου για να το παραδεχθώ.  Και αυτό ακριβώς, ήταν το πρώτο βήμα μου προς τον Χριστό και την Ορθοδοξία.


Μέχρι εκείνο τη σημείο, ολόκληρη η ενήλικη ζωή μου υπήρξε κοσμική, αφιερωμένη στην απόλαυση ποικίλων παθών.  Είχα αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο στα 21 μου χρόνια, με σχέδια να γίνω επιχειρηματίας, ενώ παράλληλα θα επιδίωκα καριέρα στην ζωγραφική.  Εντός ενός έτους, φάνηκε πως πλησίαζα να πετύχω τον στόχο μου. Ζούσα τότε στο Λονδίνο, απασχολούμενος από την εταιρεία Ι.Β.Μ.   Η εργασιακή μου θέση ήταν εξασφαλισμένη και μια προαγωγή ήταν καθ’ οδόν.  Η προσωπική μου ζωή έμοιαζε με αυτή των περισσοτέρων της γενιάς μου:  περιστασιακές σχέσεις, κυνήγι της άνεσης και συνεχείς περισπασμούς, για να προστατεύω τον εαυτό μου από τυχόν ενδοσκόπηση.



Περίπου τον ίδιο καιρό, η αδελφή μου έγινε Ορθόδοξη μοναχή στην Αλάσκα. Αν αυτό ήταν σύμπτωση ή όχι, δεν είμαι βέβαιος. Πάντως, από εκείνη την στιγμή και μετά, το πάθος μου για εγκόσμιες αναζητήσεις άρχισε να φθίνει.  Εξετάζοντας τους συνεργάτες μου, έβλεπα πως κανείς τους δεν φαινόταν πραγματικά χαρούμενος ή ικανοποιημένος.  Εκείνη η διαφεύγουσα ποιότητα της ικανοποίησης ποτέ δεν βρισκόταν εκεί, αλλά πάντοτε, σαγηνευτικά, μας περίμενε μετά την στροφή.  Ταξίδια, αθλήματα, ποτά με τα «παιδιά»…όλα αυτά φάνταζαν περισσότερο καθημερινά μέρα με την μέρα.  Κάθε Δευτέρα, η ίδια ερώτηση: «Πώς πήγε το Σαββατοκύριακό σου;»  Κάθε Παρασκευή πάλι: «Τίποτε σχέδια για το Σαββατοκύριακο αυτό;»  Το Λονδίνο γινόταν όλο και πιο γκρίζο, και το σιγανό, επίμονο ψιλόβροχο ποτέ δεν κατάφερε να ξεπλύνει ολότελα την βρωμιά…


Αντί να εμβαθύνω στα αίτια της πλήξης μου, έριχνα το φταίξιμο σταθερά επάνω στους ώμους της εταιρικής κουλτούρας.  Υπέθετα πως η δυσφορία μου προς τον κόσμο οφειλόταν στο κυνηγητό του χρηματικού κέρδους. Έτσι, παραιτήθηκα από την ΙΒΜ,  ετοίμασα τις βαλίτσες μου και επέστρεψα στην Αμερική.  Κρατώντας γερά την δυσφορία μου αυτή για την ευμάρεια και την κοινωνική αποδοχή, άρχισα να κατηφορίζω προς την… Βοημία.  Περιέργως, παρέλειψα να παρατηρήσω έγκαιρα πως οι ίδιοι κανόνες που διέπουν την αποδοχή στον εταιρικό βίο, ισχύουν και στον εναλλακτικό βίο.  Αντί για κοστούμι, δερμάτινο σακάκι. Αντί του Rolex στο χέρι, ένα τατουάζ. Αντί για μανικετόκουμπα, τρύπημα στο φρύδι για σκουλαρίκι.  Και πάλι, είχες μπροστά σου τον ίδιο άνθρωπο.



Άρχισα να επιδιώκω την απόκτηση ενός πτυχίου Μάστερ στην σχολή καλών τεχνών, και βρήκα δουλειά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.  Τα έργα μου αποτελούσαν κάτι τεράστιοι –επί παραγγελία- καμβάδες, σκεπασμένοι με παχιές στρώσεις πίσσας.  Η πίσσα δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί σαν μέσο τέχνης μέχρι τότε, έτσι η δουλειά μου έγινε ταχύτατα δημοφιλής.  Έβαλα τα δυνατά μου, να δείχνω παθιασμένος με τους αφανείς μοντέρνους φιλοσόφους, τα μετά-πανκ έργα και τα καληνυχτίσματα αργά την νύχτα, αλλά όλα αυτά με κούραζαν.  Υπέθεσα πως κάτι λάθος υπήρχε σε μένα.  Γιατί να το βρίσκω υπεράνω των δυνάμεών μου, να κάνω σοβαρή συζήτηση για μια επίδειξη σε γκαλερί, που στα εκθέματά της είχε σαν επίκεντρο ένα καλάθι γεμάτο από τσαλακωμένα τενεκεδάκια αλουμινίου, και εσώρουχα τεντωμένα πάνω σε κομμάτια σύρματος;  Γιατί δεν μπορούσα να αντλήσω χαρά, παρακολουθώντας ένα ανερχόμενο καλλιτέχνη να κρώζει σαν κότα επί δεκαπέντε λεπτά; Ευτυχώς, πολύ γρήγορα εξαντλήθηκα από αυτόν τον «εναλλακτικό» τρόπο ζωής,  και ήταν ακριβώς τότε, που μου τηλεφώνησε ένας φίλος, να με ρωτήσει αν ήθελα να πάω στην Ιαπωνία.  Πάντα με ενδιέφεραν οι Ασιατικές κουλτούρες, και, μιας και θεωρούσα τον εαυτόν μου ένα κατ’ εξοχήν περιπλανώμενο, βρέθηκα, μέσα σ’ ένα μήνα, στο Κυότο της Ιαπωνίας.


Εγκλιματίστηκα γρήγορα στο νέο περιβάλλον. Μέσα σε δύο εβδομάδες, είχα γραφτεί σε μαθήματα γλώσσας, και μάλιστα βρήκα εργασία διδάσκοντας Αγγλικά.  Ήταν αλλόκοτο, να ζεις σε μια χώρα όπου μπορεί κανείς να αφήσει το αυτοκίνητό του με την μηχανή αναμμένη μέχρι να πάει να ψωνίσει κάτι από ένα μαγαζί, χωρίς να ανησυχεί πως θα του το κλέψουν.  Η τιμιότητα ήταν το μέτρο, και αυτό ενεργοποίησε μια αλλαγή μέσα μου.  Η συνείδησή μου άρχισε να επανέρχεται στη ζωή.  Ένοιωσα τρομερή ανακούφιση, όταν άρχισα να κάνω απλά πράγματα όπως να πληρώνω το σωστό αντίτιμο στα διόδια.  Ήταν η απλή τήρηση των νόμων, χωρίς καμία βαθύτερη κατανόηση, όμως ήταν ο καταλύτης για λεπτές αλλαγές, και μπορούσα να ανασάνω πιο εύκολα.


Ζώντας μέσα στην αρχαία πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, βρέθηκα εκτεθειμένος καθημερινά σε μια παράδοση δύο χιλιάδων χρόνων.  Είχα ανατραφεί στα προάστια της Νοτίου Καλιφόρνιας (το γηραιότερο κτίριο της γειτονιάς μου ήταν δέκα μόλις ετών), και τώρα βρέθηκα να κατοικώ δίπλα σε ένα ναό χιλίων ετών, που είχε υπηρετήσει αμέτρητους αυτοκράτορες.  Οι ναοί, οι κήποι, και τα έθιμα, άρχισαν να δίνουν τροφή σε μια ψυχή που είχε καταναλώσει υπερβολικές ποσότητες πίσσας.  Καθώς ένοιωθα να με προσελκύει με φυσικότητα η ομορφιά των παραδόσεων, μπήκα σε μια φάση ενασχόλησης με τον Βουδισμό του Ζεν. Για ένα μυαλό εύκολα αποσπώμενο και ανυπόμονο, μου φάνηκε υπερβολικά δύσκολος δρόμος.  Σε ένα ναό Ζεν, υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος να κάνεις κάθε πράξη, και πρέπει να γίνεται με ακρίβεια.  Οι υποκλίσεις μου ήταν πολύ απότομες, και οι κάλτσες μου ποτέ δεν ήταν αρκετά καθαρές.  Ο ιερέας ένοιωθε φρίκη  με την εμφάνισή μου.  Η τελειότητα ήταν απαίτηση, και εγώ ήμουν εξαιρετικά ανεπαρκής.  Τελικά διέκοψα, όχι λόγω της ανεπάρκειάς μου, αλλά λόγω της τελείας απουσίας της χαράς που ένοιωθα εκεί πέρα.  Παραήταν όλα μηχανικά: πάτα τα σωστά κουμπιά, και λάβε διαφωτισμό.  Υπήρχε μια σχετική γαλήνη που την ένοιωθα μετά τον διαλογισμό, αλλά αυτό βοηθούσε άραγε και τους άλλους εκεί;  Σκεφτόμουν, πως μπορούσα να επιτύχω την ίδια γαλήνη με λιγότερο κόπο, καταπίνοντας ένα ηρεμιστικό χάπι…

Πέρασαν τρία χρόνια, τα Ιαπωνικά μου ήταν επαρκή, και ένοιωθα πως είχα ξεκοκαλίσει όλα όσα ήταν χρήσιμα από την κουλτούρα αυτή.  Η πρόκληση της επιβίωσης σε μια ξένη κουλτούρα είχε εξατμιστεί, ο μισθός μου ήταν υψηλός, η δουλειά μου εύκολη… διέκρινα τον εαυτό μου να γίνεται χαλαρός.  Άνετα θα μπορούσα να περάσω τα επόμενα σαράντα χρόνια σ’ αυτήν την γεμάτη θαλπωρή γωνιά που είχα σμιλέψει μόνος μου.  Όμως, παράτησα την δουλειά μου, παρέδωσα το σπίτι μου και άρχισα το αργό ταξίδι επιστροφής στην Αμερική.


Γύρισα όλη την Ασία, από το Βιετνάμ μέχρι κάτω στην Σιγκαπούρη, χωρίς κανένα σαφή προορισμό κατά νουν.  Ο ενθουσιασμός για νέους τόπους και συνταξιδιώτες με αποσπούσε τον περισσότερο καιρό,  όμως, πριν πάω για ύπνο, ο βουβός πόνος της κενότητας πάντα επέστρεφε.  Συνέχιζα να αναζητώ διακαώς εκείνο το στοιχείο που έλειπε από την ζωή μου.  Ταξίδεψα ως τις πιο απόμερες τοποθεσίες των Βουδιστών και των Ινδουιστών. Μέχρι να φτάσω εκεί, είχα ήδη προγραμματίσει τον επόμενο σταθμό του ταξιδιού μου.  Διασχίζοντας την Βιρμανία, επισκέφθηκα ένα ναό έξω από την πόλη Μανταλάη.   Χιλιάδες σκαλοπάτια πάνω στην πλαγιά του βουνού οδηγούσαν στον ναό  που αγνάντευε πάνω από ολόκληρη την πόλη.  Καθώς άρχισα να ανηφορίζω, αντιλήφθηκα ένα Βουδιστή μοναχό να προχωράει δίπλα μου, συντονισμένος με το δικό μου βήμα.  Ήταν πενηντάρης, κοντός, κάπως παχουλός, με ένα ροδαλό, χαρούμενο παρουσιαστικό.  Μου συστήθηκε, και συνεχίσαμε την ανάβασή μας.  Φτάνοντας στην κορυφή, καθίσαμε σε ένα τοιχείο του ναού να κουβεντιάσουμε, καθώς ο ήλιος βασίλευε πάνω από την Μανταλάη.  Αφού είπαμε τα τυπικά, ευχάριστα εισαγωγικά μας, γύρισα την κουβέντα στην πολιτική κατάσταση της Βιρμανίας (η χώρα αυτή βρίσκεται υπό ένα σκληρό στρατιωτικό καθεστώς, όπου δολοφονήθηκε μεγάλο μέρος του πληθυσμού ύστερα από αναταραχές ενάντια στις διαβρωμένες πολιτικές, στα τέλη της δεκαετίας του 80). 



Αναστέναξε, και μου έριξε μια απογοητευμένη ματιά, λέγοντας: «Γιατί θέλεις να μιλήσουμε για αυτό το θέμα;»  Μουρμούρισα κάποια δικαιολογία για να καλύψω τον πραγματικό λόγο της ερώτησης, ο οποίος ήταν η επίδειξη πως έχω άποψη επί σοβαρών θεμάτων.  Εκείνος γύρισε την κουβέντα προς μια τελείως αλλιώτικη κατεύθυνση. «Την περασμένη εβδομάδα, είδα μια ταινία με τίτλο ‘Ιησούς από την Ναζαρέτ’. Τι υπέροχη ζωή!»  Για τα επόμενα δέκα λεπτά, εξυμνούσε τις αρετές του Χριστού.  Προσηλυτιζόμουν από ένα Βουδιστή μοναχό, όχι για να μεταστραφώ στην δική του θρησκεία, αλλά στον Χριστιανισμό!  Με αποστόμωσε…  Είχα μια ιδέα του εαυτού μου, πως βρίσκομαι πολύ πιο πάνω από τον Χριστιανισμό, από τον καιρό που πήγαινα στο γυμνάσιο, και νάσου τώρα ένας παγανιστής που μου ξαναδίνει πίσω αυτά που είχα απορρίψει.  Εξ αιτίας των λόγων ενός απλοϊκού Βιρμανού μοναχού, αφυπνίστηκα στο ενδεχόμενο να υπάρχει κάτι περισσότερο στον Χριστιανισμό από το εξωτερικό περίβλημα που είχα απορρίψει.  Δεν είχα ακόμα νοιώσει την ανάγκη εκείνη την στιγμή να κάνω σοβαρή εξερεύνηση του Χριστιανισμού, πάντως το έδαφος του φυτώριου ετοιμαζόταν.


Πέρασε λίγος καιρός, και προχώρησα στο Νεπάλ, όπου θα συναντιόμουν με κάτι φίλους για μια εκστρατεία πεζοπορίας στα Ιμαλάϊα.  Έφτασα λίγο πριν από αυτούς, έτσι, αποφάσισα να μείνω εν τω μεταξύ σε ένα Βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ.  Βρήκα ένα, σε μικρή απόσταση από το Κατμαντού, που πρόσφερε μαθήματα στα Αγγλικά. Πήγα εκεί σαν πολιτισμικός τουρίστας, γευόμενος έτσι το επόμενο πιάτο στον μπουφέ των ποικίλων θρησκειών του κόσμου.
Έφτασα, γεμάτος σκεπτικισμό για τα πάντα, περιμένοντας να βρω πολλούς «φευγάτους» νεο-εποχίτες εκεί μέσα. Μετά τις πρώτες λίγες μέρες, οι γνώμες μου άλλαξαν εντελώς.  Εδώ δεν ήταν καμία «αναπαυτική» χιλιαστική θρησκεία. Οι άνθρωποι αυτοί στ’ αλήθεια έπασχαν να αποκτήσουν την αλήθεια.  Προς μεγάλη μου έκπληξη, έμαθα πως πίστευαν στην ύπαρξη κολάσεως.  Μα, ποιος άνθρωπος σ’ αυτή την μοντέρνα εποχή πιστεύει στην κόλαση;  Και όμως, για τους ανθρώπους αυτούς, η κόλαση ήταν η φυσική κατάληξη μιας σπαταλημένης ζωής.  Κατακυριεύτηκα από περιέργεια.  Άρχισα να ακούω πιο προσεκτικά, καθώς ανέλυαν τις περαιτέρω διδαχές.  Ο πυρήνας της θρησκείας είναι η ιδέα πως όλα τα όντα ζουν σε ένα παροδικό κόσμο επιθυμιών και δοκιμασιών.  Κάθε δοκιμασία πηγάζει από το κυνήγημα των προσωρινών πραγμάτων: αντ’ αυτού, πρέπει να στραφούμε προς αυτά που είναι μόνιμα, όπως η αλήθεια.  Ο μόνος τρόπος να το αποκτήσουμε αυτό, είναι να πάψουμε να γαντζωνόμαστε πάνω στο εγώ μας, και να ζούμε για τους άλλους.  Ο μόνος τρόπος που μπορούμε εμείς να αποκτήσουμε την χαρά, είναι όταν βάλουμε την χαρά των άλλων πάνω από την δική μας.  Αποσβολώθηκα!  Μετά από 27 χρόνια που συνεχώς ακούς: «Κάνε, ό,τι αισθάνεσαι να είναι ευχάριστο», οι Θιβετιανοί μου έλεγαν τώρα πως αυτά που σου δίνουν ευχαρίστηση θα σε κάνουν μάλλον δυστυχή σ’ αυτή την ζωή ή την επόμενη.   Η ιδέα αυτή μου φάνηκε τόσο επαναστατική, και όμως, κάτι μου έλεγε πως την είχα ξανακούσει, κάπου, παλιότερα…


Μετά από λίγες εβδομάδες στο μοναστήρι, έφυγα με τους φίλους μου, που εν τω μεταξύ είχαν φτάσει στο Νεπάλ.  Πήραμε ένα λεωφορείο υπεραστικό, και μετά αρχίσαμε την πεζοπορία μας στην οροσειρά Αναπούρνα.  Με τα σακίδιά μας γεμάτα, σκαρφαλώσαμε μέχρι τα 14.000 πόδια μέσα σε 2 εβδομάδες.  Το τοπίο ήταν απερίγραπτο, το περιβάλλον άλλαζε, από γόνιμες πεδιάδες, σε πυκνά δάση, σε χιονοσκέπαστες κορυφές..  Η πεζοπορία ήταν βαρετή μερικές φορές, καθ’ όσον ανηφορίζαμε για 1.000 μέτρα, και μετά φτάναμε σε πεδιάδα, όπου κατηφορίζαμε την ίδια απόσταση.  Η ομορφιά της δημιουργίας ήταν μεν εκπληκτική, όμως, κάθε βράδυ όταν έπεφτα για ύπνο, εκείνο το παλιό συναίσθημα πως κάτι μου λείπει ξαναεμφανιζόταν.  Πίστευα πως θα εξαφανιζόταν, μόλις θα έφτανα στους πρόποδες των Αναπούρνα.
Φτάσαμε στον προορισμό μας κάποιο απόγευμα, λαχανιάζοντας και αρκετά απογοητευμένοι.  Ολόκληρη η περιοχή ήταν βυθισμένη σε ένα ανάχωμα νέφους, εντός του οποίου βρεθήκαμε και εμείς.  Εξερευνήσαμε τους παγετώνες και περάσαμε την ώρα μας σκυμμένοι πάνω από μια σόμπα σε μια μικρή καλύβα.  Έφτασε το βράδυ, αλλά δεν φαινόταν να διαλύεται το σύννεφο.  Πήγαμε για ύπνο, και ξυπνήσαμε λίγο πριν την ανατολή, διαπιστώνοντας πως ο καιρός είχε ανοίξει.  Βγήκα έξω, και τα μάτια μου αντίκρυσαν ένα από τα πιο καταπληκτικά θεάματα του κόσμου.  


Αργά-αργά, ο ήλιος ανέτειλε πάνω από την κορυφή του κόσμου, και πίστευα πως αν άπλωνα το χέρι, θα τον ακουμπούσα.  Εκείνη την στιγμή, ξεπρόβαλλε πάλι εκείνη η ποταπή σκέψη στο νου: «Ποιος ο σκοπός;»  Τότε άστραψε μέσα μου ο λόγος:  ολόκληρο αυτό το ταξίδι είχε γίνει για την προσωπική μου ευχαρίστηση.  Μόλις θα έφευγε εκείνος ο στιγμιαίος ενθουσιασμός, θα επανερχόμουν στην πρότερη, κανονική μου κατάσταση.  Βασανίστηκα με φουσκάλες, πονεμένα γόνατα, εντερικά, και για ποιο σκοπό;  Για να δω ένα τιμημένο αλλά τελικά ένα ακόμα… όμορφο τοπίο.  Λοιπόν; Μήπως αυτό με είχε βελτιώσει σαν άνθρωπο, ή μήπως βοηθήθηκε κάποιος άλλος;  Όχι.  Είχε απλώς ταΐσει τον εγωισμό μου.   Είχα συγκεντρώσει εξαιρετική τροφή για κουβέντα σε φιλικά πάρτυ.  Πού πήγαν όλα τα υψηλά Βουδιστικά ιδανικά μου;  Εκείνη την στιγμή, διέκρινα πως η ζωή μου έπρεπε να αφιερωθεί σε κάποια υψηλότερη αρχή από τις επίγειες απολαύσεις.  Αποφάσισα να επιστρέψω στο μοναστήρι.
Πέρασα τους επόμενους λίγους μήνες μελετώντας Βουδιστική φιλοσοφία του Θιβέτ και τεχνικές διαλογισμού.  Πάλι όμως, υπήρχαν ορισμένα στοιχεία που δυσκολευόμουν να δεχθώ.  Το δόγμα περί Κάρμα φαινόταν να μην αφήνει περιθώρια για ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο.  Οι αποφάσεις για την διάπραξη καλού ή κακού πάντοτε κυβερνώνται από προηγούμενες ενέργειες.  Πώς ήταν δυνατόν να απαγκιστρωθεί κανείς, αν η κάθε απόφασή μας είναι προκαθορισμένη;  Αν κάποιος είχε αμαρτήσει προ αμνημονεύτων χρόνων καθώς πιστεύουν, πώς θα μπορούσε κανείς να καθαρθεί, μέσα σε ένα τόσο μικρό διάστημα ζωής;  Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που ήταν πιο δύσκολο, ήταν ότι φάνταζε τόσο λογικό. Λες και είχε επινοηθεί από ανθρώπινο νου.  Πάντως, η φιλοσοφία της αυτοθυσίας είχε ριζώσει μέσα μου, άσχετα αν είχα αμελήσει να πράξω ανάλογα.  Ήξερα πως δεν μπορούσα πια να κάνω την ζωή που έκανα.


Όσο έμεινα στο Βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ, άρχισα να διαβάζω το βιβλίο «Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή». (σ.τ.μ. στην Ελλάδα εκδίδεται από τις Εκδόσεις  Παπαδημητρίου)  Στον προσκυνητή είδα την πραγμάτωση της αυταπαρνήσεως και συμπόνοιας που είχα βρει στον Θιβετανικό Βουδισμό, μόνο που προερχόταν από την Χριστιανική παράδοση με την οποία είχα ανατραφεί.  Γιατί άραγε δεν είχα ακούσει για αυτά, μεγαλώνοντας μέσα στην Καθολική Εκκλησία; Ακόμα πιο παράδοξο ήταν το γεγονός πως η αδερφή μου ήταν Ρωσσο-Ορθόδοξη μοναχή, και όμως, εγώ δεν είχα ιδέα για τις μυστηριακές ιδιότητες αυτής της θρησκείας.  Αποφάσισα πως ίσως δεν είμαι έτοιμος να γίνω Βουδιστής και πως θα έπρεπε να ερευνήσω την δική μου κληρονομιά περισσότερο.
Αφού δέχθηκα αρκετές ξυλιές στο κεφάλι, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα τα ταξίδια μου ήταν μάλλον μάταια και πως έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι και να ρίξω άγκυρα. Είχα κάνει σχέδια να συναντηθώ με φίλους στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα, όμως βρήκα μια πιο φτηνή πτήση για Κωνσταντινούπολη, και θεώρησα πως θα ήταν ένα πιο καλό σημείο αναχώρησης για Δυτική Ευρώπη και μετά Αμερική.  Ο αερομεταφορέας ήταν η Aeroflot.  Λίγες μέρες αργότερα, μου ήρθε η έμπνευση πως η αεροπορική εταιρία Aeroflot ήταν Ρωσική, και πως η αδελφή μου έμενε στην Μόσχα.  Σκέφθηκα, μήπως υπάρχει ενδιάμεση στάση στην Μόσχα. Κατά τύχη υπήρχε. Σε λίγες μέρες, βρέθηκα με άδεια παραμονής τριών εβδομάδων και βίζα για την Ρωσία.  Η πτήση μου έφτασε στην Μόσχα την ημέρα του Αγίου Γερμανού  (της Αλάσκα).
Με περίμενε στο αεροδρόμιο η αδελφή μου, και εκεί ξεκίνησε η 20ήμερη σειρά μαθημάτων-εξπρές για την Ορθοδοξία.  Άρχισε να ανοίγεται ένας νέος κόσμος για μένα.  Βρέθηκα σε ένα τόπο όπου οι άνθρωποι πέθαιναν για τον Χριστό, και η διαμεσολάβηση αγίων ήταν ένα σύνηθες γεγονός.  Ετούτο δεν ήταν μια κενή Χριστιανοσύνη, που την έβλεπε κανείς σαν κοινωνική υποχρέωση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν υπομείνει απίστευτα βάσανα και ταλαιπωρίες για την αλήθεια.
Άρχισα να διαβάζω ολόκληρους τόμους για την Ορθοδοξία. Επισκεπτόμουν εκκλησίες. Συζητούσα πολιτισμένα με την αδελφή μου τις διαφορές μεταξύ των όσων υποστηρίζουν η Ορθοδοξία και ο Βουδισμός. Εκείνη επανερχόταν στο ίδιο σημείο: Ο Χριστιανισμός έχει την αλήθεια σε μορφή ενός Προσώπου (σ.τ.μ.: Του Ιησού Χριστού).  Δεν μπορούσα να καταλάβω την σημασία. Είτε ήταν δύναμις, είτε ήταν Πρόσωπο, δεν έβλεπα καμία διαφορά.
Τότε γνώρισα τον πατέρα Αρτέμιο, γνωστό Μοσχοβίτη ιερέα με τεράστιο ποίμνιο.  Είναι άνθρωπος της αυτοθυσίας, που έχει αφιερώσει ολόκληρη την ζωή του στον Χριστό και την εξάπλωση του Ευαγγελίου.  Φτάσαμε στην εκκλησία του κατά την αγρυπνία του Σαββάτου. Τον βρήκαμε να εξομολογεί, με ένα πλήθος πενήντα έως εκατό ανθρώπων να περιμένουν για εξομολόγηση.  Στάθηκα στην άκρη του κύκλου, και, πριν περάσει πολλή ώρα, τραβήχτηκα στο κέντρο του από τον πατέρα Αρτέμιο.  Με μάτια κλειστά, και τα χέρια του πάνω στους ώμους μου, άρχισε να μου μιλάει. Όταν ήθελε να τονίσει κάποιο σημείο, «εμβόλιζε» το μέτωπό μου  με το δικό του.  Καθώς μου μιλούσε με αρκετά διανθισμένα Αγγλικά, μου δόθηκε η εντύπωση πως αυτός ο ιερέας – που δεν είχα γνωρίσει ποτέ – γνώριζε πολλά περισσότερα για το άτομό μου απ’ όσα θα έπρεπε.  Αυτό όμως που με συγκλόνισε, ήταν η εντύπωση πως είχε ένα πιεστικό ενδιαφέρον για την ψυχή μου, λες και είχε προσωπικό μερίδιο σ’ αυτήν.  



Μου μιλούσε συνεχώς επί δέκα λεπτά, ενώ οι αδημονούσες μπάμπουσκα (γιαγιάδες) έσφιγγαν τον κλοιό τους γύρω μας. Συνέχιζε να μου μιλά, εξηγώντας πως η εμπειρία μου στο Νεπάλ μου είχε παραχωρηθεί από τον Θεό,  για να με βγάλει έξω από τον υλισμό.  Μετά μου εξήγησε γιατί ο Χριστιανισμός ήταν η αληθινή πίστη: μόνο αυτός, είχε ένα προσωπικό Θεό.  Και πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω την σημασία αυτού του γεγονότος, όμως, έφυγα ξαλαφρωμένος και ας μην είχα μιλήσει σχεδόν καθόλου.
Μέσα στο γυμνό τάφο της Μόσχας, μου ανοιγόταν ένας καινούργιος κόσμος.  Η καταπίεση της πόλης με βάραινε ελάχιστα, καθώς αντιλαμβανόμουν πως η ουράνια βασιλεία του Θεού και των αγίων Του ήταν στην πραγματικότητα πιο κοντά από τους γκρίζους όγκους των κτιρίων που πλάκωναν την πόλη.  Επισκέφθηκα την Λαύρα του Αγίου Σεργίου, και για πρώτη φορά, αξιώθηκα να προσκυνήσω τα λείψανα ενός αγίου.  Εκείνα τα «νεκρά οστά» περιείχαν περισσότερη ζωή μέσα τους, από ολόκληρη την Νότιο Καλιφόρνια.  Η παραμονή μου αποκορυφώθηκε, με τα Χριστούγεννα στο Μετόχι του Βαλαάμ.  Ένοιωθα πως ήμουν περιστοιχισμένος από απλούς –φαινομενικά- ανθρώπους, όμως το ένα πόδι τους πατούσε στον ουρανό.  Ο Χριστιανισμός μπορεί να είναι θρησκεία μιας μη απτής πίστεως, εγώ όμως ελάμβανα απτές επαληθεύσεις, όπου και αν βρισκόμουν.
Λίγες μέρες αργότερα, αναχώρησα από την Μόσχα. Πριν φύγω, η αδελφή μου με επέπληξε, λέγοντας: «Αγαπημένε μου, αν μπορείς να περάσεις τρεις μήνες καθισμένος με Βουδιστές, τουλάχιστον πέρασε ένα μήνα στέκοντας όρθιος με τους Ορθοδόξους.» Αυτό ακριβώς έκανα.  Επισπεύδοντας την επιστροφή μου, έφτασα στην Καλιφόρνια μετά από δύο μήνες.  Την παραμονή του Ευαγγελισμού, πήρα τον χωματόδρομο που οδηγεί στην Μονή του Αγίου Γερμανού της Αλάσκα. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση, άρτι αφιχθείς από το Σαν Ντιέγκο, ήταν το αναχρονιστικό των μοναχών μέσα στον εικοστό αιώνα. Που ακούστηκε, να εγκαταλείπει κανείς την άνεση και την ιδιοκτησία στην εποχή μας;  Ήταν το μέσον της Σαρακοστής, και ήταν ολοφάνερο πως αυτοί οι άνδρες ευρίσκονταν εν μέσω πνευματικού πολέμου.  Η σοβαρότητα διαπότιζε το μοναστήρι. Φάνηκαν έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, και τέτοιο φαινόμενο δεν το είχα συναντήσει, ούτε στην ΙΒΜ, ούτε στην Σχολή Καλών Τεχνών ή στην Ιαπωνία.  Έβλεπα τον πόνο στα μέρη αυτά, αλλά ήταν όντως πρόθυμοι να τα δώσουν όλα για το ένα το χρειαζούμενο;  Παρά τα τόσα που είχα δει, ακόμα δεν είχα στερεώσει την πίστη μου στον Θεό, όμως ήξερα πως οι μοναχοί αυτοί έβλεπαν κάτι, και το ήθελα και εγώ.



Το Σαββάτο του Λαζάρου έφτασε. Την ημέρα αυτή, μνημονεύεται η ανάσταση του Λαζάρου από τον Χριστό, τέσσερις μέρες μετά από τον θάνατό του.  Με ξύπνησαν πολύ νωρίς το πρωί για να πάμε στην Θεία Λειτουργία σε ένα κοντινό μοναστήρι, και εν συνεχεία στο γεύμα εκεί.  Ξύπνησα, αλλά ξανακοιμήθηκα αμέσως. Όταν τελικά σηκώθηκα από το κρεβάτι, βρήκα όλο το μοναστήρι άδειο.  Ψυχή δεν είχε μείνει μέσα.  Καθώς τριγυρνούσα μέσα στους χώρους του μοναστηριού, ο ύμνος «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος εκείνος, ον ευρήσει γρηγορούντα…» αντηχούσε μέσα στο κεφάλι μου.  Κατάλαβα, πως αυτό ακριβώς μου είχε συμβεί, σωματικά και πνευματικά. Ο Κύριος με κάλεσε και μου πρόσφερε ένα γεύμα, αλλά εγώ είχα μείνει συγκρατημένος… Μου είχε κλείσει τελικά ο Θεός την πόρτα;  Πήρα τον χωματόδρομο της επιστροφής, κατηφορίζοντας στην βουνοπλαγιά, ελπίζοντας σε ωτο-στοπ προς το μοναστήρι.  Στο δρόμο μελετούσα τα γεγονότα της ημέρας και ήταν προφανές ότι ο Θεός είχε επιτρέψει να μείνω πίσω, για να με βγάλει από την αναποφασιστικότητά μου.  


Και αμέσως τότε, μου ήρθε σαν κεραυνός, τι ακριβώς εννοούσαν με τα λόγια «προσωπικός Θεός»!  Γιατί να μου έστελνε μια «απρόσωπη δύναμη» ένα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα σωτηρίας για την ψυχή μου;  Σαν απρόσωπη, θα είχε την έγνοια τι θα απογινόμουν εγώ;  Άρα, η αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει, ειμί μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους.  Μια «δύναμη» δεν μπορεί να αγαπήσει (και σας προκαλώ να αγαπήσετε εσείς μια απρόσωπη δύναμη).  Έτσι, έφτασα στο συμπέρασμα πως ο Θεός έπρεπε να είναι Πρόσωπο.  Μόλις κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό, άκουσα τον ήχο ενός αυτοκινήτου να πλησιάζει από πίσω. Ήταν ο γείτονάς μας στο βουνό.  Του έκανα σινιάλο να σταματήσει και, κατά περίεργη «σύμπτωση», συνέβαινε να πηγαίνει στην εβδομαδιαία επίσκεψή του στο κατάστημα που γειτόνευε στο μοναστήρι. Έφτασα εγκαίρως για την Θεία Λειτουργία.


Πέρασαν δύο χρόνια από τότε, και σήμερα είμαι ρασοφόρος μοναχός, ένας αναχρονισμός αν θέλετε.  Οι αγώνες μου δεν έπαψαν, όμως οι ημέρες περιπλάνησης έχουν τελειώσει πια.  Μερικές φορές θρηνώ για το σπαταλημένο παρελθόν μου, αλλά όταν κοιτάξω πιο προσεκτικά, βλέπω το χέρι του Θεού να με καθοδηγεί μέσα από τις πιο έρημες περιόδους της ζωής μου.  Με έφερε εδώ για κάποιο σκοπό, αλλά αυτό θα αποκαλυφθεί εν καιρώ.
Του Ρασοφόρου Μοναχού Αδριανού
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Orthodox Word», έκδοση Νο. 190