Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ανοικτή επιστολή Ηγούμενου Ι. Μ. Δοχειαρίου Αγίου Όρους Γέροντος Γρηγορίου στον διευθυντή του Βήματος Ορθοδοξίας.


σ.σ. Δημοσιεύω την κάτωθι επιστολή που λάβαμε στην αλληλογραφία μας χάριν της ισότιμης συμμετοχής στον δημόσιο διάλογο και με την ελπίδα ότι θα ξεπεραστούν οι όποιες διαφορές. Συμμερίζομαι απόλυτα την θλίψη που εκφράζει ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Δοχειαρίου ως προς την εκκοσμίκευση του Αγίου Όρους, αλλά βέβαια δεν γνωρίζω και αδυνατώ να πάρω θέση στη διαφωνία που έχει εξελιχθεί με το ιστολόγιο ‘Βήμα Ορθοδοξίας’.
***
Μεγάλο εἶναι τὸ ὄνομα ποὺ ἔδωσες στὴν ἐφημερίδα ποὺ διευθύνεις. Ὅταν ὅμως τὸ βῆμα δὲν εἶναι ἀμερόληπτο, δὲν εἶναι ἀπροσωπόληπτο καὶ δὲν μένει ἀνεπηρέαστο ἀπὸ φίλους καὶ χρηματοδότες, τότε αὐτὸ δὲν εἶναι βῆμα, εἶναι βλῆμα, καὶ ἀφήνει θλίψη καὶ στενοχωρία στοὺς ἀνθρώπους ποὺ γαυγίζουν ἔξω ἀπὸ τὰ ἐξωμάντρια. Ἔτσι, ἐὰν κάτι προσβάλλη τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς χρηματοδότες σου, δὲν θὰ τὸ ἀνεβάσης, θὰ τὸ ρίξης στὰ ἀζήτητα. Δὲν σὲ γνωρίζω προσωπικά, δὲν σκέφθηκα ποτέ μου νὰ ἐπηρεάσω βῆμα δημοσιογράφου, οὔτε γιὰ χάρη μου οὔτε γιὰ τοὺς φίλους μου• τὸ θεωρῶ μεγάλη προδοσία τῆς διακονίας καὶ τῆς προσφορᾶς μου στὸν κόσμο. Τὰ βάλεις-δὲν τὰ βάλεις τὰ μικρά μου κείμενα, δὲν μὲ κόφτει. Αὐτὰ ποὺ πιστεύω δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἀντιλαλῶ στὸν κόσμο.
Δὲν μπαίνω στὴν προσωπικὴ ζωὴ κανενός. Γίνομαι ὁρμητικός, ὅταν ἀλλοιώνωνται οἱ θεσμοί, ὅπως εἶναι ὁ θεσμὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὁ ὀρθόδοξος ἀνατολικὸς μοναχισμὸς ὑπῆρξε πάντοτε ἀγροτικὸς καὶ ὄχι ἐπιχειρηματικός. Τὸ ἐπιχειρεῖν εἶναι ὀθνεῖο πρᾶγμα γιὰ τὸν ὀρθόδοξο μοναχισμό. Αὐτό, εἴτε κρυφὰ γίνεται εἴτε φανερά, ἐκφράζεται καὶ προδίνεται στὰ πρόσωπα τῶν μοναχῶν, ὅσο καὶ νὰ καμουφλάρωνται μὲ ὁράσεις καὶ ὀπτασίες καὶ δυσαπόδεικτες θαυματουργίες. Βλέπεις μέσα στὸ μάτι τοῦ μοναχοῦ, ὄχι τὰ σύμπαντα, ἀλλὰ τὸ ἐπιχειρεῖν, τὴν συναλλαγή. Ἐνῶ στὸ μάτι τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ βλέπεις τὸ γραφικό: «πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν».

Εἶναι φοβερὸ καὶ τρομερὸ νὰ χρησιμοποιῆ ὁ μοναχὸς τὸν εὐπορισμὸ μὲ πρόφαση τὴν ἐλεημοσύνη καὶ ὄχι βέβαια στοὺς ἀναξιοπαθοῦντες, ἀλλὰ δοσίματα γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουμε ὀπαδούς. ῾Υλικὰ τί ἄφησε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους; Φτώχεια, εὐλογημένη φτώχεια. Αὐτὸς ὁ μεγάλος Βασιλιᾶς ἔκοψε μουρέλα γῆς, γιὰ νὰ δώση στοὺς μαθητές του; Δὲν εἶχε; Αὐτὸς βαστάει στὴν παλάμη του ὅλη τὴν κτίση. «Πορευθέντες…», τοὺς εἶπε, «καὶ νὰ μὴν ἔχετε στὸν δρόμο μήτε ραβδὶ στὸ χέρι σας μήτε πορτοφόλι». Εἶναι φοβερὸ νὰ τσεπώνουμε τὸν κάθε ἕνα, γιὰ νὰ μᾶς πῆ πόσο καλοὶ εἴμαστε καὶ πόσο σπουδαῖοι! Τὰ φακελάκια τὰ καταραμένα κατέστρεψαν τὴν ἰατρική, κατέστρεψαν τὴν ἱερατικὴ ζωή, κατέστρεψαν τὴν ἀληθινὴ ἀποστολὴ τῶν ὑπουργῶν μέσα στὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸ τὸ τρισκατάρατο φακελάκι πρέπει νὰ συνεχίζεται;
Ἀβάστακτα εἶναι αὐτὰ ποὺ εἰσῆλθαν μέσα στὸν μοναχικὸ θεσμό. Ἔχουμε πλούσιους κελλιῶτες μὲ τὸ πρόσχημα τῆς προσευχῆς κι ἔτσι τὰ ἐργόχειρα, ἀρχαία παράδοση μέσα στὸν μοναχισμό, ἐξέλιπαν. Ποῦ εἶναι οἱ φανοποιοί; Ποῦ εἶναι οἱ ραφτάδες; Ποῦ εἶναι οἱ μπαλλωματῆδες; Ποῦ εἶναι οἱ παπουτσῆδες; Ὅλα πρέπει νὰ ἔρθουν ἀπ᾽ ἔξω. Καλόγερε, μὴ χαχανίζης μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦς ἢ διαβάζεις. Τὸ Ὄρος εἶχε καὶ ἀργυροχόους, εἶχε καὶ μπρουντζοκατασκευαστές, ἔκαναν καὶ καμπάνες, ἔπλεκαν καὶ φανέλλες καὶ κάλτσες, ἔφτιαχναν καὶ σκούφους. Τώρα τί φτιάχνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος; Ὅταν παλαιότερα εἶχα τὸ φῶς μου, πήγαινα ἐπίσκεψη στὰ κελλιὰ καὶ τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς ρωτοῦσα: «Τί ἐργόχειρα κάνετε;». Τώρα… «πορτοκαλάδα θέλετε ἢ χυμὸ ἀπὸ φροῦτα;» Λὲς καὶ στέρεψαν οἱ πηγὲς τοῦ Ἄθωνα καὶ δὲν μᾶς δίνουν πιὰ δροσερὸ νερό. Δούλευε καὶ ἡ τσάπα τοῦ μοναχοῦ, ὄχι μόνον στὸν κῆπο του, ἀλλὰ καὶ στὸ μεροδούλι. Ἀμφιβάλλω ἂν θὰ βρῆς σὲ κελλὶ τσάπα, τσεκούρι ἢ κασμᾶ. Κινητό, ταξὶ καὶ φιγούρα.
Δὲν θίγω κανένα. Θυμᾶμαι τὰ περασμένα καὶ κλαίω καὶ θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι. Στὴν Μονὴ Λογγοβάρδας στὸν νέο ποὺ προσήρχετο στὸν μοναχισμό, τοῦ ἔδιναν κομποσχοίνι, Ψαλτήρι, Ὡρολόγιο καὶ τσάπα. Ὁ γέροντας Φιλόθεος, μέχρι τελευταῖα, εἶχε τὴν τσάπα του πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα του. Τώρα, τί μπορεῖ νὰ βρῆ κανεὶς πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναχοῦ;
Ἀξιότιμε κύριε διευθυντὰ τοῦ Βήματος Ὀρθοδοξίας, λὲς ὅτι ἔρχεσαι στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς μοναχὸς σοῦ λέγω ὅτι δὲν ἦρθες ποτέ. Ἔλα μιὰ φορὰ εὐλαβὴς προσκυνητὴς καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἔρθης ἄλλη φορά. Τὸ «περᾶστε-περᾶστε» καὶ τὸ «ἀπὸ δῶ ὁ κύριος τάδε καὶ ἀπὸ κεῖ ὁ κύριος τάδε» καὶ τιμητικὴ θέση στὸν ὑπουργὸ στὴν ἐκκλησία καὶ στὴν τράπεζα, ὅσο ρεμάλι καὶ νὰ εἶναι, εἶναι μνῆμα καὶ γιὰ τὸν μοναχὸ ποὺ τὸ λέει καὶ γι᾽ αὐτὸν ποὺ ὑποδέχεται.
Καημένε διευθυντὰ τοῦ Βήματος Ὀρθοδοξίας, μαντρωμένο σὲ ἔχουνε καὶ σὲ παντρεύουν κάθε μέρα μὲ ὅσες ἐσὺ δὲν ἐπιθυμεῖς οὔτε νὰ τὶς δῆς. Ἐλευθέρωσον σεαὐτὸν καὶ ὅλους ὅσοι σὲ διαβάζουν καὶ σὲ ἀκροάζονται.
Ὅσο ζῶ θὰ τραβῶ τὶς λαμαρίνες ἀπὸ τὸν φοῦρνο, νὰ μὴ καρβουνιάσουν τὰ πάντα. Κλείνω μὲ τὴν προσευχή: «Ἐπίβλεψον ἐπ᾽ ἐμὲ καὶ ἐλέησόν με».
Γέροντας Γρηγόριος
Καθηγούμενος Ι.Μ Δοχειαρίου Αγίου Όρους

Ο γέροντας Ευθύμιος ο Αγιορείτης: «Η Ελλάδα και θα σωθεί και σύντομα θα σταθεί στα πόδια της»


  Το «Αγιορείτικο Βήμα» συναντά τον θεόπνευστο γέροντα Ευθύμιο, τον διάδοχο του πατέρα Παΐσιου.

Γαλήνια μορφή, πράος και χαρισματούχος. Η απόλυτη ηρεμία των κινήσεων και της φωνής του, μ΄ άφησε συγκλονισμένο.
Αυτός είναι ο γέροντας Ευθύμιος ο Αγιορείτης. Ζεί σε κελί, κάτω από τις Καρυές, την Καψάλα, σε ένα λιτό κελί με πέντε ακόμα μοναχούς.
Η φήμη του, αν και μόλις πενήντα χρονών έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.

Καθημερινά δέχεται δεκάδες προσκηνυτές από κάθε γωνιά του πλανήτη για να πάρουν την ευχή του και να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Να ακούσουν τον λόγο του, να ξαποστάσουν από το λιοπύρι της ζωής και τις τόσες τρικυμίες της. Αναζητώντας ένα ήσυχο λιμάνι…

Κάποιοι από αυτούς είμασταν κι εμείς όπου πριν είκοσι περίπου μέρες είδαμε τον ξακουστό γέροντα στο ταπεινό κελί του.
Στην παρέα ήταν και δυο πρώην βουλευτές που είχαν σημειωτέον ψηφίσει τα μνημόνια…

«Νίκο, σου είπα να μην το κάνεις αυτό», είπε στον έναν από αυτούς που είχε ξαναπάει και είδε τον γέροντα.
«Να ξέρετε κάτι παιδιά μου, η οικονομική αυτή κρίση θα κάνει καλό στην Έλλάδα, θα το δείτε σε λίγο καιρό, μία μπόρα είναι και θα περάσει, είναι μία ευκαιρία να ενισχύσουμε την πίστη στον τριαδικό Θεό μας», εξήγησε ο ταπεινός γέροντας.
Γέροντα, εδώ που φθάσαμε η Ελλάδα είναι εύκολο να σωθεί; τον ρώτησα.
«Η Ελλάδα και θα σωθεί και σύντομα θα σταθεί στα πόδια της», μου είπε και συμπλήρωσε «Να προσέχεις τι γράφεις».
Χωρίς να γνωρίζει την ιδιότητά μου, ούτε καν το ονομά μου, αναφέρθηκε στο γράψιμο…

Τον ρώτησα, έγραψα κάτι που δεν έπρεπε; και χαμογελαστά απάντησε, μίλησα γενικότερα να προσέχεις διότι οι παγίδες στη δημοσιογραφία είναι πολλές…
Η συζήτηση συνεχίστηκε σε πνευματικά αλλά και ότι αφορά την Ελλάδα.
Έδειχνε να πονάει ιδιάιτερα αυτό τον τόπο, όπως άλλωστε και ο πνευματικός του καθοδηγητής, πατέρας Παΐσιος.

Του ζήτησα να μου δώσει ευλογία για να τον φωτογραφήσω αλλά αρνήθηκε, λέγοντας, όχι παιδί μου…

Να ζείτε απλά, χωρίς ανέσεις και επιθυμίες για πολλά στη ζωή σας, να εκκλησιάζεστε τακτικά και να εξομολογείστε, να προσεύχεστε με πίστη και ταπείνωση, με αγάπη για τους συνανθρώπους μας και τον Χριστό μας και τότε ο παντοδύναμος θα σας χτυπήσει την πόρτα, κατέληξε ο θεόπνευστος γέροντας.

Κωνσταντίνος μοναχός Καρεώτης



 

..Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γερο-Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λεπτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κάνει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ' ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).
Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.
Εξωτερικά ο Γερο - Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ' αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεωρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γερο - Κωνσταντίνο.
Ο Γερο - Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.
Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιάλειπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.
Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γερο - Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γερο - Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ' άκουγε δυό - τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.
Ο Γερο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι' αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ' όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.
Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!
Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάη΄ είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου - κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε - έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γερο - Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε.
Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γερο - Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.
Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού! Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ' όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον - στην Θεσσαλονίκη - έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.
Όταν έμαθα ότι ο Γερο - Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γερο - Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ' όλα τα παλάτια του κόσμου.
Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην αδελφή :
-Γιατί μ' έφεραν εδώ;
Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.

Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο ... και όχι στο Άγιον Όρος ο Γερο - Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο - Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
πηγή:Απόσπασμα από το βιβλίο ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ

Γέροντος Παισίου Αγιορείτου
 http://athosprosopography.blogspot.gr
 http://trelogiannis.blogspot.gr

Ο Γέρων Θεόφιλος, η «αγία ψυχή» (†1870)


Από το βιβλίο «Αγιορείτες Πατέρες του ΙΘ΄ αιώνος» του Ιερομονάχου Αντωνίου
Ο π. Θεόφιλος, κατά κόσμον Θεοδώρητος, γεννήθηκε το έτος 1777. Ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού, αφιέρωνε όμως πολύ χρόνο στο να εξυπηρετεί τους χριστιανούς, όταν προέκυπταν διαφορές με τους Τούρκους στο δικαστήριο, επειδή γνώριζε τέλεια την τουρκική γλώσσα.
Ο Θεοδώρητος, βλέποντας τη ματαιότητα όλων των επιγείων, ανεχώρησε για το Άγιον Όρος. Εισήλθε στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό) περί το 1800, επί ηγουμενίας Σάββα, όταν εσκόπευαν να αρχίσουν το άνοιγμα των θεμελίων για το κτίσιμο του νέου μοναστηριού στην παραλία.
Από το Ρωσικό ο Θεοδώρητος πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, όπου έζησε έξι χρόνια, ενώ κατά τον καιρό της ελληνικής επαναστάσεως έμενε στην Νέα Σκήτη· εκεί έγινε ρασοφόρος με το όνομα Θεοδόσιος. Το Σχήμα του το έδωσε ο πνευματικός του π. Ιωάσαφ από την Σκήτη της Αγίας Άννης, μετονομάζοντάς τον Θεόφιλο.
Τον τίτλο «αγία ψυχή» του τον έδωσαν όσοι έμεναν στην σκήτη, για την εξαιρετική καλοσύνη και ολοκληρωτική αγάπη του προς πάντας. Κανείς δεν τον αποκαλούσε διαφορετικά, πολλοί μάλιστα ούτε ήξεραν το πραγματικό του όνομα.
 Γνωρίζοντας καλά τα τουρκικά, υπερασπίσθηκε με επιτυχία πολλούς μοναχούς ενώπιον των Τούρκων, ελευθερώνοντας άλλον από τον θάνατο και άλλον από κάποια δυστυχία. Συχνά μάλιστα εκινδύνευσε να συλληφθεί ο ίδιος αντί των αδελφών του, για τους οποίους παρακαλούσε να σωθούν. Βλέποντας την μαρτυρική του διάθεση πολλοί Τούρκοι έλεγαν:
– Γιατί ο μοναχός αυτός υπερασπίζεται τους ενόχους, που αξίζουν την τιμωρία; Και τον προέτρεπαν να απομακρυνθεί από το Άγιον Όρος.
Αλλά ο φιλάδελφος Γέροντας ήταν έτοιμος να προσφέρει και την ζωή του ακόμη για τον πλησίον. Στην Θεσσαλονίκη υπερασπιζόταν τους Αγιορείτας και ελευθέρωσε πολλούς από την φυλακή. Επίσης, έσωσε και αρκετά αγόρια από τον τουρκικό εξισλαμισμό, ένα από τα οποία έγινε αργότερα ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου.
Από τα μαστιγώματα των Τούρκων είχε μείνει ανάπηρος: το χέρι του ήταν σπασμένο, η σπονδυλική στήλη κυρτωμένη και όλο το σώμα του καταπληγωμένο.
Την εποχή της ελληνικής εξεγέρσεως, από τους ελαχίστους κατοίκους που είχαν μείνει στην σκήτη έλειπαν τα πάντα και ιδιαιτέρως το ψωμί· τροφή τους ήταν τα κάστανα και τα χόρτα. Μια φορά ήλθε κάποιος υπάλληλος του πασά της Θεσσαλονίκης, και η αγία ψυχή του είπε:
– Να ενημερώσεις τον πασά ότι εμείς πεθαίνομε από την πείνα, αλλά και οι στρατιώτες σας δεν έχουν τι να φάνε. Ας στείλει σιτάρι!
Από τότε ο πασάς άρχισε να στέλνει ψωμί!
Όλοι εφοβούντο τους Τούρκους και την αγριότητά τους, αλλά η αγία ψυχή είχε ιδιαίτερο θάρρος και υπερασπιζόταν άφοβα τους πάντας. Πολλές φορές οι Τούρκοι ενήργησαν κατά την επιθυμία του, αλλά μερικές φορές τον ξυλοκόπησαν άγρια. Όταν ο πασάς πληροφορήθηκε ότι στο Άγιον Όρος έμειναν πολλά αγόρια, διέταξε να τα συγκεντρώσουν όλα. Συνέλαβαν τότε περίπου τριακοσίους δοκίμους και λαϊκούς, τους οποίους εξισλάμισαν στην Θεσσαλονίκη. Η αγία ψυχή ήταν εκεί, τους είδε πρίν τελεσθεί ο εξισλαμισμός και είπε στον πασά:
– Γιατί συγκέντρωσες τα αγόρια;
– Ο προφήτης μας Μωάμεθ, απήντησε αυτός, διέταξε αν βρούμε χριστιανό αγόρι, να το πείσουμε με ωραία λόγια να δεχθεί την πίστη μας· και αν το συλλάβουμε, να το εξισλαμίσουμε διά της βίας! Να, πως ο προφήτης μας εμερίμνησε για την εξάπλωση της πίστεώς μας!
– Ο προφήτης σας, σας οδηγεί κατ’ ευθείαν στην κόλαση και εσείς τον υπακούετε! Αντέδρασε ο π. Θεόφιλος.
Ένας Τούρκος θέλησε τότε επί τόπου να τον φονεύσει, αλλά συγκρατήθηκε και είπε:
– Έπρεπε να σε σκοτώσω, αλλά σε λυπόμαστε και σου χαρίζομε την ζωή. Να εγκαταλείψεις όμως το έργο της προστασίας αυτών των νεαρών!
Όταν στην Θεσσαλονίκη φυλάκισαν τους αντιπροσώπους του Αγίου Όρους, μεταξύ αυτών ήσαν και δύο ιερομόναχοι από τη Νέα Σκήτη, ο Ιωάσαφ και ο Γεράσιμος. Η αδελφότητα παρακάλεσε τον π. Θεόφιλο να πάει στην Θεσσαλονίκη και να ικετεύσει για την απελευθέρωσή τους· είχε υποφέρει όμως τόσα δεινά από τους Τούρκους– μια φορά μάλιστα απλώς για να διασκεδάσουν πυροβόλησαν εναντίον του- , ώστε δεν ήθελε να πάει. Γρήγορα συλλογίσθηκε όμως πόσο υποφέρουν οι κρατούμενοι και δεν άντεξε· από συμπόνια ξεκίνησε.
Φθάνοντας, ικέτευσε τον πασά να αφήσει ελεύθερους τους δύο ιερομονάχους. Πήγαν οι Τούρκοι να τους ελευθερώσουν, και την ίδια στιγμή πολλοί άλλοι φυλακισμένοι με δάκρυα παρακαλούσαν να αναλάβει και την δική τους απελευθέρωση. Έπεφταν μπροστά στα πόδια του και, φιλώντας το μέρος όπου στέκονταν, τον αποκαλούσαν «πατέρα» και «ευεργέτη». Η απελπιστική τους θέση και τα πικρά δάκρυα συγκίνησαν βαθειά την αγία ψυχή, ώστε παρ’ όλες τις δυσκολίες ξαναπήγε στον πασά· πάλι ο Κύριος τον βοήθησε και ο πασάς αμέσως άφησε ελεύθερους είκοσι τρείς ανθρώπους.
Κάποτε στο Άγιον Όρος ο Μπιλέ-πασάς ρώτησε ενώπιο άλλων την αγία ψυχή:
– Πώς βλέπετε τον προφήτη μας Μωάμεθ;
– Εμείς δεν έχομε τίποτε μαζί του. Αυτό αφορά εσάς! Είπε εκείνος.
– Και τι πιστεύετε για τον Χριστό;
– Πιστεύομε ότι ακριβώς είναι: ο αληθινός Θεός, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανό και τη γή, τους αγγέλους και τους ανθρώπους, την θάλασσα και όλη την ορατή κτίση.
Σ’ αυτά τα λόγια ο πασάς προσποιήθηκε ότι λιποθύμησε· σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και περίμενε τον βέβαιο θάνατο. Ο εκατόνταρχος της συνοδείας του, που ήταν εκεί έφιππος, έσυρε αμέσως το σπαθί και ήθελε να σφάξει την αγία ψυχή, που στεκόταν φοβισμένη. Εκείνη τη στιγμή όμως ο πασάς άρχισε να ανασηκώνεται. Τον πρόσεξε ο καβαλάρης, πήδησε αμέσως από το άλογό του και τον ρώτησε:
– Τι συνέβη με σένα  και γιατί συμμετέχεις σε τέτοια συζήτηση, αφού δεν αισθάνεσαι καλά;
– Συζήτησα με πολλούς Έλληνες , απήντησε αλλά από κανέναν δεν άκουσα τέτοια λόγια. Αυτός πρέπει να είναι ξεχωριστός άνθρωπος.
Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι με την φυγή των Τούρκων από το Άγιον Όρος όλοι αυτοί, τους οποίους η αγία ψυχή είχε βοηθήσει, θα προσπαθούσαν να του το ανταποδώσουν το συντομότερο· έτσι θα εξασφάλιζε τα πάντα ως το τέλος της ζωής του· όμως δεν έγινε. Όταν λοιπόν τον ρώτησαν γιατί ζει με τέτοια πτωχεία, είπε ότι σχεδόν πουθενά δεν πηγαίνει, επομένως λίγοι τον γνωρίζουν και τον βοηθούν. Επίσης, όσοι απελευθερώθηκαν με την βοήθειά του, όλοι έχουν ήδη πεθάνει.
Ο π. Θεόφιλος είχε καλύβη στη Νέα Σκήτη και ησχολείτο με το εργόχειρο. Αλλά του αφήρεσαν εν τέλει και την καλύβη με τον εξής τρόπο: Όταν η σκήτη  βρισκόταν σε διαμάχη με τα μοναστήρια εξ αιτίας τω φόρων, παρακάλεσαν τον πατριάρχη να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. Τότε η αγία ψυχή ήταν πρώτη μεταξύ των γερόντων της Νέας Σκήτης που υπέγραψαν. Το πληροφορήθηκαν αυτό στην Μονή Αγίου Παύλου, πούλησαν την καλύβη του και αυτός έμεινε χωρίς να έχει τίποτε απολύτως. Αλλά στον Γέροντα Μελέτιο του Κελιού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ήλθε φώτισις από τον Κύριο να τον δεχθεί στην κατοικία του και να τον κρατήσει ως Γέροντα του. Η αγία ψυχή ένοιωθε διαρκώς γι’ αυτόν βαθειά ευγνωμοσύνη.
Ο γέρων Θεόφιλος ανεχώρησε για την αιωνιότητα το έτος 1870.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Το ποτήρι των θλίψεων: Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ



Μια χάρη ζήτησαν από τον Χριστό δύο αγαπημένοι μαθητές Του, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, λίγο πριν το Πάθος Του.
-Διδάσκαλε, του είπαν, θέλουμε αυτό που θα σου ζητήσουμε να μας το κάνεις.
-Τί θέλετε να κάνω για σας; ρώτησε Εκείνος.
-Όταν θα εγκαταστήσεις την ένδοξη βασιλεία Σου, του αποκρίθηκαν, βάλε μας να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά Σου και ο άλλος στα αριστερά Σου.
-Δεν ξέρετε τί ζητάτε, τους είπε τότε ο Ιησούς. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι των παθημάτων που θα πιω εγώ και να βαπτιστείτε με το βάπτισμα με το οποίο θα βαπτιστώ εγώ;
-Μπορούμε, του λένε.
Και ο Ιησούς τους απάντησε:
-Το ποτήρι που θα πιω εγώ θα το πιείτε, και με το βάπτισμα των παθημάτων μου θα βαπτιστείτε. το να καθίσετε όμως στα δεξιά μου και στα αριστερά μου δεν μπορώ να σας το δώσω εγώ, αλλά θα δοθεί σ' αυτούς για τους οποίους έχει ετοιμαστεί.
(Βλ. Μάρκ. 10: 35-40)

Πρόλογος
Ο ΠΟΝΟΣ, σωματικός ή ψυχικός, από τις δοκιμασίες και τα βάσανα τούτης της ζωής είναι το αναπόφευκτο πικρό ποτήρι του ανθρώπου. Ο πόνος είναι η ίδια η ζωή του. Θάνατοι, αρρώστιες, κατατρεγμοί, διαμάχες, φτώχεια, αποτυχίες, μοναξιά, φοβίες, αγωνίες, πειρασμοί... Πολύς και ποικίλος πόνος, που ορθώνει αμείλικτα ερωτήματα στις ψυχές και προσδίδει απύθμενη τραγικότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Δεν τον δημιούργησε ο Θεός τον πόνο, αλλά μπήκε στη ζωή των ανθρώπων μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων, εξαιτίας της αμαρτίας. Ο νέος Αδάμ όμως, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, σήκωσε στους ώμους Του μαζί με την αμαρτία και τον πανανθρώπινο πόνο. Έτσι μεταμόρφωσε τον εξουθενωτικό χαρακτήρα του πόνου σε σωτήριο φάρμακο και ανέδειξε τις θλίψεις ως κατ' εξο­χήν οδό θεραπείας, εξαγιασμού και τελειώσεως του ανθρώπου.
Από τότε ο Χριστός παραμένει η μοναδική αδιάψευστη ελπίδα των πονεμένων. Τα λόγια Του αντηχούν παρήγορα μέσα στους αιώνες: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11:28). «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε. αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. 16:33).