Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἀπαντάει στίς κακοδοξίες τῶν Βρυξελλῶν





Η ΕΙΔΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017):
Συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων
Ευρωπαϊκών Εκκλησιών στις Βρυξέλλες
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας, εκπροσωπώντας το Γραφείο της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην εισήγησή του, μεταξύ των άλλων δήλωσε:
...η θρησκεία, ως έκφραση συλλογικής εμπειρίας, υπήρξε μέσω των αιώνων η κύρια πηγή αξιών.
...η θρησκεία δεν είναι απλώς η κύρια πηγή αξιών αλλά κυρίως η απόλυτη προϋπόθεση για την καλύτερη πνευματική υγεία των ευρωπαίων πολιτών.
...Αν πραγματικά είμαστε χριστιανοί και όντως επιδιώκουμε την “ενότητα μέσα στη διαφορετικότητά” μας, οφείλουμε να εργασθούμε από κοινού για την απάλειψη οποιουδήποτε στοιχείου μάς χωρίζει από το Πνεύμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, επιτρέποντας ταυτοχρόνως στις Εκκλησίες μας να διατηρήσουν όλες τις διαφορές που δεν απάδουν προς αυτό το Πνεύμα.
Ἀπαντῶντας στίς κακοδοξίες τῶν Βρυξελλῶν ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν γράφει:
Αὐτό πού κυριαρχεῖ -ἄν δέν ἐξουσιάζει μάλιστα ὁλοκληρωτικά- στήν σημερινή Ὀρθόδοξη εὐσέβεια, εἶναι τό θρησκευτικό αἴσθημα, καί ὅχι ἡ Πίστη, μέ τήν γνήσια χριστιανική σημασία τῆς λέξης.
Ἡ ἀληθινή Πίστη ἐπιδιώκει τόν ὁλοκληρωμένο φωτισμό ὅλου τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ὑποταγή τῆς λογικῆς, τοῦ θελήματος καί ὁλόκληρης τῆς ζωῆς. Τό θρησκευτικό αἴσθημα, ἀντιθέτως, ἀποδέχεται εὔκολα τήν ρήξη ἀνάμεσα σέ Πίστη καί ζωή, καί αἰσθάνεται εὐτυχισμένο μέ τίς ἰδέες, τίς πεποιθήσεις καί μερικές φορές μέ ὁλόκληρα τά κοσμοείδωλα, πού δέν εἶναι μόνον ξένα πρός τόν Χριστιανισμό, ἀλλά συχνά καί ἀπροκάλυπτα ἐχθρικά πρός αὐτόν.

Αὐτό πού διαφεύγει ἀπό τό θεολογικό πεδίον ὅρασης (σημ.: τῶν Βρυξελλῶν) εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἑνωποιεῖ αὐτές τίς τρεῖς πραγματικότητες, πού τίς ἀναδεικνύει σέ τριαδική πραγματικότητα: Ἡ Ἑνότητα, πού στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾶ τό γνήσιο περιεχόμενο τῆς νέας ζωῆς πού λαμβάνουμε μέ τήν Πίστη, τήν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, καί μᾶς χαρίζεται, ὡς ‘’κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’, στήν Εὐχαριστία.
Εἶναι ἁπλῶς ἀπληροφόρητη (σημ. : ἡ θεολογία τῶν Βρυξελλῶν) γιά τό ὅτι ἡ Εὐχαριστία εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα τό Μυστήριο τῆς ἐκκλησίας, τό χάρισμα καί ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἑνότητας ‘’ἐν πίστει καί ἀγάπῃ’’, ‘’εἰς Πνεύματος Ἀγίου κοινωνίαν’’, στό ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ἡ οὐσία τῆς ἐκκλησίας.
Τό θρησκευτικό αἴσθημα δέν εἶναι προσανατολισμένο πρός τήν Ἀλήθεια, καί δέν τρέφεται οὔτε ζεῖ μέ τήν Πίστη, πού εἶναι γνώση καί κατοχή τῆς Ἀλήθειας, πού εἶναι ζωή τῆς ζωῆς, ἀλλά ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τήν δική του αὐτοϊκανοποίηση καί αὐτάρκεια. Ἡ καλύτερη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ἡ ἐντυπωσιακή ἀδιαφορία πού δείχνει ὁ σύγχρονος θρησκευόμενος γιά τό περιεχόμενο τῆς Πίστης.
Καί αὐτό δέν ὀφείλεται σέ κάποια ἁμαρτωλή νωθρότητα ἤ ἀδυναμία. Ἁπλούστατα δέν τόν ἐνδιαφέρει τό περιεχόμενο τῆς Πίστης, ἡ Ἀλήθεια πρός τήν ὁποία αὐτή κατευθύνεται, ἐπειδή εἶναι περιττό γιά τήν θρησκευτικότητά του, καί γι’ αὐτό, τό θρησκευτικό αἴσθημα πού σταδιακά πῆρε τήν θέση τῆς Πίστης, διέλυσε τήν Πίστη μέσα του.
Γίνεται, πραγματικά, πολλή συζήτηση σήμερα –πιθανῶς πολύ μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη πού γινόταν στό παρελθόν- γιά τήν χριστιανική ἐνότητα, γιά τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας. Δέν φοβᾶμαι, ὅμως, νά πῶ, πώς ἐδῶ τό κύριο ζήτημα τοῦ προβλήματος ἐντοπίζεται στόν αἱρετικό πειρασμό τῆς ἐποχῆς μας, ὅτι δηλαδή αὐτή ἡ ἑνότητα εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Ἑνότητα, πού συνιστοῦσε τόν παλμό, τήν χαρά καί τό περιεχὀμενο τῆς Χριστιανικῆς Πίστης καί ζωῆς, ἀπό τήν πρώτη ἤδη μέρα ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ὑποκατάσταση συνέβη σχεδόν ἀνεπαίσθητα γιά τή ἐκκλησιολογική συνείδηση , καί στίς μέρες μας ἐμφανίζεται ὅλο καί καθαρότερα ὡς προδοσία.
Ἡ ἐκκλησία ὡς ἄνωθεν Ἑνότητα, ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς κάτωθεν ἑνότητα. Ἡ ὑποκατάσταση αὐτή ἀποτελεῖ προδοσία.
Εἶμαι πεπεισμένος, πώς κυρίως στίς ἡμέρες μας, καί ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἐποχή μας, ὅπως καμμιά ἄλλη, κυριολεκτικά ἔχει καταληφθεῖ ἀπό τήν λατρεία καί τό πάθος τῆς ἑνότητας, αὐτή ἡ ὑποκατάσταση εἶναι ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνη καί ἀπειλεῖ νά γίνει προδοσία καί αἵρεση, μέ ὅλη τήν σημασία τῶν λέξεων, ἄν καί ἀλλοίμονο, αὐτό εἶναι κάτι, πού δέν ἐνδιαφέρει τήν πλειονότητα τῶν πιστῶν καί τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Δέν τούς ἐνδιαφέρει, διότι ποτἐ δέν γνώρισαν κάποια ἐμπειρία ἑνότητας καί συνεπῶς δέν τήν θέλουν. 
Καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν, πώς ἔξω ἀπό τήν ἄνωθεν Ἑνότητα, πού μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Χριστό, κάθε κάτωθεν ἑνότητα ὅχι μόνον γίνεται παράλογη καί περιττή, ἀλλά ἀποβαίνει ἀναπόφευκτα ἕνα εἴδωλο καί, ὅσοπαράξενο καί νά φαίνεται, σπρώχνει τόν ἵδιο τόν Χριστιανισμό πίσω στήν εἰδωλολατρεία.
Γιά τήν Χριστιανική Πίστη, ἡ ἑνότητα δέν εἶναι κάτι τό συμπληρωματικό, δέν εἶναι διακεκριμένη ἀπό τήν Πίστη, σάν νά μποροῦσε νά ὑπάρξει Πίστη δίχως ἑνότητα καί ὡς ἐάν ἡ Ἑνοτητα νά μή περιέχεται, νά μή φανερώνεται καί νά μή ζεῖ μέ τήν Πίστη.
Πουθενά δέν γίνεται πιό ἐμφανής ἡ ὄντως διαβολική οὐσία αὐτῆς τῆς ὑποκατάστασης, ἀπ’ ὅτι σέ αὐτές τίς οὐτοπίες ἑνότητας, πού συνιστοῦν τό περιεχόμενο καί τό ἐσωτερικό κίνητρο κάθε σύγχρονης ἰδεολογίας, ὅπου τό διαβολικό ψεῦδος πλασσάρεται ὡς ἡ προσφορά τοῦ ἀνθρώπου στή θυσία πρός τήν ἑνότητα, πού ἔχει γίνει πιά ὁλοκληρωτικά εἴδωλο.
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πού θεωροῦμε τόσο τρομερή (προδοσία καί αἵρεση) τήν ἐμφανή πλέον διείσδυση στήν Ἐκκλησία τοῦ πειρασμοῦ τῆς κάτωθεν ἑνότητας, καί τήν συνακόλουθη σταδιακή δηλητηρίαση τῆς Ἐκκλησιολογικῆς συνείδησης.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
‘’ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, τό Μυστήριον τῆς Βασιλείας’’. Ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, 2000.
(Ἐπιμέλεια παρουσίασης τοῦ κειμένου: Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός)


ΤΡΙΩΔΙΟ — τό ἄγνωστο καί παραμελημένο βιβλίο! π. Αλεξάνδρου Σμέμαν



π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

τριωδιοΗ Μεγάλη Σαρακοστή έχει ένα εντελώς δικό της λειτουργικό βιβλίο, το Τριώδιο. Το Τριώδιο περιλαμβάνει ύμνους και βιβλικά αναγνώσματα για την κάθε μέρα της περιόδου αυτής που αρχίζει με την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου και τελειώνει με τον Εσπερινό του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου. Οι ύμνοι του Τριωδίου συντάχτηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους, αφού σταμάτησαν να υπάρχουν κατηχούμενοι (δηλαδή σταμάτησε το βάφτισμα των ενηλίκων και η απαραίτητη προετοιμασία τους γι’ αυτό). Έτσι η έμφαση των ύμνων δεν είναι στο Βάφτισμα αλλά στη μετάνοια.
Δυστυχώς πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι σήμερα γνωρίζουν και καταλαβαίνουν τη μοναδική ομορφιά και το βάθος της υμνολογίας της Μεγάλης Σαρακοστής. Η άγνοια των ύμνων του Τριωδίου είναι η βασική αιτία που μας κάνει σιγά σιγά να παραμορφώνουμε την κατανόηση, το σκοπό και το νόημα της Μεγάλης Σαρακοστής. Μια τέτοια παραμόρφωση, που γίνεται σιγά σιγά στη νοοτροπία των χριστιανών, μειώνει τη Μεγάλη Σαρακοστή και την κάνει νομική «υποχρέωση» και σύνολο κανόνων διαιτητικής. Η αληθινή έμπνευση και η πρόκληση που κρύβει η Μεγάλη Σαρακοστή έχει χαθεί σήμερα και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ανακαλυφτεί παρά μόνο με μια προσεκτική παρακολούθηση των ύμνων του Τριωδίου.
Είναι σημαντικό, λόγου χάρη, το πόσο συχνά οι ύμνοι αυτοί μας προειδοποιούν συγκεκριμένα για την «τυπική» και επομένως, υποκριτική αντίληψη της νηστείας. Από νωρίς, την Τετάρτη της Απόκρεω, ακούμε:
Βρωμάτων νηστεύουσα ψυχή μου και παθών με καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία· ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά Θεού, και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις μη ουν αμαρτάνουσα, την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος, προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δε συσταυρούσθαι, τω διά σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν· μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.
Και πάλι την Τετάρτη της Δ’ εβδομάδας των Νηστειών ακούμε:
Οἱ ἐν κρυπτῷ ἀρετὰς ἐργαζόμενοι, πνευματικὰς ἀμοιβὰς ἐκδεχόμενοι, οὐ μέσον τῶν πλατειῶν θριαμβεύουσι ταύτας, ἀλλ’ ἔνδον τῶν καρδιῶν ἀποφέρουσι μᾶλλον, καὶ ἁπάντων ὁ βλέπων τὰ ἐν κρυπτῷ γινόμενα, τὸν μισθὸν τῆς ἐγκρατείας παρέχει ἡμῖν. Νηστείαν τελέσωμεν, μὴ σκυθρωπάζοντες τὰ πρόσωπα, ἀλλ’ ἐν τοῖς, ταμείοις τῶν ψυχῶν προσευχόμενοι, ἀπαύστως βοήσωμεν. Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοίς, μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμὸν δεόμεθα, ἀλλὰ ῥύσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή στους ύμνους τονίζεται η αντίθεση ανάμεσα στην ταπείνωση του Τελώνη και στη φαρισαϊκή υπερηφάνεια και αυτοπροβολή, ενώ καταγγέλεται η υποκρισία. Αλλά ποια ακριβώς είναι η πραγματική νηστεία; Το Τριώδιο απαντάει: Είναι πρώτα απ’ όλα η εσωτερική καθαρότητα:

Εξομολόγηση και θεία Κοινωνία, του πατρός Αλεξάντρου Σμέμαν





Όταν η μετάληψη ολόκληρης της σύναξης σε κάθε Λειτουργία, που εξέφραζε τη μετοχή στην ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική της σπάνιας προσέλευσης, έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής της προσέλευσης το μυστήριο της Μετανοίας –δηλαδή της εξομολόγησης και καταλλαγής των πιστών με την Εκκλησία, με τη μεσιτεία της συγχωρητικής ευχής.
Η πρακτική αυτή – επαναλαμβάνω, φυσική και προφανής στην περίπτωση της σπάνιας προσέλευσης στη θεία Κοινωνία – επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Μετάληψη για το σώμα των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τον κλήρο. Έτσι, η εξομολόγηση προηγείται υποχρεωτικά – πάντοτε και σε κάθε περίπτωση – της μετάληψης. Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή στη Ρωσική Εκκλησία) δεν θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην Παράδοση, αλλά κατάφορα έρχεται σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της Εκκλησίας για την Κοινωνία και την Εξομολόγηση.
Για του λόγου το αληθές κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία για όσους είχαν αφοριστεί απ’ αυτήν, δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη. Γνωρίζουμε ότι, αρχικά, η ιδιαίτερα αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση άπαξ στη διάρκεια του βίου του μετανοούντα, αλλά αργότερα, ειδικά μετά την είσοδο στην Εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο χαλαρός. Στην ουσία του, το Μυστήριο της Μετανοίας ως μυστήριο συμφιλίωσης με την Εκκλησία αφορούσε εκείνους μόνο που η Εκκλησία είχε αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επ’ ακριβώς οριζόμενες στην Κανονική παράδοσή της. Κάτι, άλλωστε, που γίνεται φανερό κι από την συγχωρητική ευχή: “Αδελφέ, δι’ ό ήλθες προς τον Θεό, και προς εμέ, μη αισχυνθής, ου γαρ εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως κι όχι την άλλη, ξένη στις ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκδοχή της, – “Εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί, σε απαλλάσσω…” – που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρεισέφρησε στα λειτουργικά μας βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας ανάμεσα στους Ορθοδόξους).
Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι οι “πιστοί”, δηλαδή οι “μη αφορισμένοι”, θεωρούνταν από την Εκκλησία αναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Κατά δεύτερον, η προσευχή για την συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Λειτουργίας (βλ. τον Τρισάγιο Ύμνο και τις δύο “Ευχές των πιστών”). Τέλος, η Εκκλησία πάντοτε φρονούσε ότι η Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εις άφεσιν αμαρτιών”. Έτσι το θέμα εδώ δεν είναι η αναμαρτησία, που καμία συγχωρητική ευχή δεν είναι ικανή να την επιτύχει. Αλλά η διάκριση που πάντοτε γινόταν από την Εκκλησία ανάμεσα στην αμαρτία που εξορίζει τον άνθρωπο από τη ζωή της χάριτος της Εκκλησίας, και στην αμαρτωλότητα που αναπόφευκτα συνοδεύει τη ζωή κάθε ανθρώπινου όντος “που ζεί εν τω κόσμω και ενδύεται σάρκα”. Θα λέγαμε ότι μέσα στην ακολουθία της Λειτουργίας η φθαρείσα από την αμαρτία φύση μας “αναπλάθεται” όπως ομολογούμε στις ευχές των πιστών πριν από την προσφορά των θείων Δώρων. Ενώπιον του Αγίου Ποτηρίου, τη στιγμή της πρόσληψης των Μυστηρίων, παρακαλούμε για συγχώρεση των αμαρτιών “εκουσίων τε και ακουσίων, εν λόγοις ή έργοις, εν γνώση και αγνοία” και εμπιστευόμαστε ότι, στο μέτρο της μετανοίας μας, θα λάβουμε αυτή την συγχώρεση.

Γιατί πιστεύω ;(π. Αλέξανδρος Σμέμαν)


27-godina-od-upokojenja-o-a-smemana
Γιατί πιστεύω ; Κοιτάζω μέσα μου , μέσα στις εμπειρίες και στα αισθήματα μου και μολοταύτα δεν βρίσκω καμία απάντηση. Τι σημαίνει ο Θεός για μένα ; Ένας τρόπος να ερμηνεύσω τον κόσμο και τη ζωή; ΟΧΙ!
Πρώτον μου είναι ξεκάθαρο πως αυτή η εξήγηση δεν είναι η πηγή της πίστεως μου σ` αυτόν και δεύτερον πως η πίστη μου στον Θεό δεν «εξηγεί» ορθολογιστικά όλα τα μυστήρια και τα αινίγματα του κόσμου.
Όχι μια και δύο φορές στη ζωή μου έπρεπε να σταθώ στο πλευρό ενός ετοιμοθάνατου παιδιού που έπασχε φρικτά. Και λοιπόν τι ; Θα μπορούσα να υπερασπιστώ ή να διακαιολογήσω αυτούς τους πόνους και τον ίδιο το θάνατο «θρησκευτικά» καθώς λένε; ΟΧΙ! Μπορούσα μονάχα να πώ  Ο Θεός είναι εδώ , ο Θεός υπάρχει. Μπορούσα μονάχα να ομολογήσω πόσο αδύνατον είναι να μετρήσουμε αυτή την παρουσία με τις γεμάτες θλίψη γήινες ερωτήσεις μας .
Όχι φυσικά η πίστη δεν είναι προιόν της ανάγκης μου για εξηγήσεις .
Τότε από πού προέρχεται ; ή μήπως προέρχεται από τον φόβο μου για την τελική εκμηδένιση, από εκεινη την παραφορη και κατ` ουσιαν εγωιστικη εσωτερικη επιθυμια να μην εκμηδενισθω ; Όχι αυτό δεν εξηγει το γιατι πιστευω γιατι φαινεται πως οι υποθεσεις για την μετα θανατο ζωη και την αθανασια – ακομα και οι πιο ευφυεις φιλοσοφικες υποθεσεις – είναι παιδιαστικες φλυαριες .
Δεν είναι ότι επιθυμώ την αιώνια ζωή μετα θάνατο ο λόγος που πιστεύω στον Θεό , το αντίθετο , πιστεύω στην αιώνια ζωή γιατί πιστεύω στόν Θεό.

Ει μη εν Προσευχή και Νηστεία» Πατήρ Αλέξανδρου Σμέμαν



smem6Δεν μπορεί να υπάρξει Σαρακοστή χωρίς νηστεία. Όμως φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα ή δεν παίρνουν τη νηστεία στα σοβαρά ή, αν την παίρνουν, παρεξηγούν τον πραγματικό πνευματικό σκοπό της. Για μερικούς νηστεία σημαίνει ένα συμβολικό «σταμάτημα» σε κάτι• για μερικούς άλλους νηστεία είναι μια προσεκτική τήρηση των νηστευτικών κανόνων.


Αλλά και στις δύο περιπτώσεις σπάνια η νηστεία συνδέεται με την όλη προσπάθεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ θα πρέπει πρώτα πρώτα να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη νηστεία και ύστερα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πώς μπορούμε εμείς να εφαρμόσουμε αυτή τη διδασκαλία στη ζωή μας;
Η νηστεία ή η αποχή από τις τροφές δεν είναι αποκλειστικά μια χριστιανική συνήθεια. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα σε άλλες θρησκείες ή και πέρα από τις θρησκείες, όπως λόγου χαρη, σε μερικές ειδικές θεραπείες κλπ. Σήμερα οι άνθρωποι νηστεύουν (απέχουν από το φαγητό) για πάρα πολλές αιτίες ακόμα και για πολιτικούς, μερικές φορές λόγους. Είναι πολύ βασικό λοιπόν να ξεχωρίσουμε το μοναδικό περιεχόμενο στη χριστιανική νηστεία. Αυτό μας αποκαλύπτεται πρώτα απ’ όλα στην αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο γεγονότα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή: το ένα στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης και το άλλο στην αρχή της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο γεγονός είναι το «σταμάτημα της νηστείας» από τον Αδάμ στον Παράδεισο. Έφαγε, ο Αδάμ, από τον απαγορευμένο καρπό. Έτσι μας παρουσιάζεται η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Ο Χριστός, ο Νέος Αδάμ -και αυτό είναι το δεύτερο γεγονός- αρχίζει με νηστεία. Ο Αδάμ πειράσθηκε και υπόκυψε στον πειρασμό. Ο Χριστός πειράσθηκε και νίκησε τον πειρασμό. Η συνέπεια της αποτυχίας του Αδάμ είναι η έξωσή του από τον Παράδεισο και ο θάνατος. Ο καρπός της νίκης του Χριστού είναι η συντριβή του θανάτου και η δική μας επιστροφή στον Παράδεισο. Tα περιορισμένα περιθώρια που διαθέτουμε εδώ δεν μας επιτρέπουν να δώσουμε λεπτομερείς εξηγήσεις για το νόημα αυτού του παραλληλισμού. Οπωσδήποτε όμως είναι φανερό ότι απ’ αυτή την άποψη η νηστεία μας παρουσιάζεται σαν κάτι που έχει αποφασιστική και τελειωτική σημασία. Δεν είναι μια απλή «υποχρέωση», ένα έθιμο• είναι δεμένη μ’ αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της σωτηρίας και της καταδίκης.

Στην ορθόδοξη διδασκαλία, αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση της εντολής που φέρνει σαν συνέπεια την τιμωρία• είναι πάντοτε ένας ακρωτηριασμός της ζωής που μας δόθηκε από το Θεό. Για το λόγο αυτό η ιστορία της προπατορικής αμαρτίας μας παρουσιάζεται σαν μια πράξη τροφής. Η τροφή είναι μέσο ζωής• αυτό μας κρατάει ζωντανούς. Αλλά ακριβώς εδώ είναι η βασική ερώτηση: Tι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός και τι σημαίνει «ζωή»; Για μας σήμερα αυτοί οι όροι έχουν πρωταρχικά μια βιολογική έννοια: ζωή είναι συγκεκριμένα αυτό που τελικά εξαρτιέται από την τροφή και, ακόμα γενικότερα, από τον υλικό κόσμο. Αλλά για την Αγία Γραφή και για την ορθόδοξη παράδοση αυτή η ζωή «…επ’ άρτω μόνω», ταυτίζεται με το θάνατο γιατί ακριβώς είναι μια θνητή ζωή, γιατί ο θάνατος κυριαρχεί πάντοτε μέσα της. Ο Θεός, το ξέρουμε αυτό, «δεν δημιούργησε το θάνατο». Αυτός είναι ο Δοτήρας της Ζωής. Πώς λοιπόν η ζωή έγινε θνητή; Γιατί ο θάνατος και πάλι ο θανατος είναι η μόνη απόλυτη βεβαιότητα κάθε ύπαρξης; Η Εκκλησία απαντάει: διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε τη ζωή όπως την έκανε ο Θεός και του την πρόσφερε, και προτίμησε μια ζωή που να εξαρτιέται όχι αποκλειστικά από τον Θεό αλλά «επ’ άρτω μόνω». Όχι μονάχα παράκουσε τον Θεό και αυτοτιμωρήθηκε, αλλά άλλαξε ολόκληρη τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό του και σ’ όλη την κτίση. Σίγουρα ο κόσμος δόθηκε στον άνθρωπο από τον Θεό σαν «τροφή», σαν μέσο ζωής• ακόμα η ζωή ήταν για να γίνει κοινωνία μέ τον Θεό• δεν είχε δικό της σκοπό αλλά περιεχόταν ολόκληρη στον Θεό. «Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωαν. 1,14). Έτσι ο κόσμος και η τροφή δημιουργήθηκαν σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό και μόνον αν ο άνθρωπος δεχόταν ν’ ανοιχτεί στον Θεό θα του πρόσφεραν όλα αυτά τη ζωή. Η τροφή αυτή μόνη της, μέσα της, δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να δώσει ζωή. Μόνο ο Θεός έχει Ζωή και είναι Ζωή. Μέσα στήν τροφή ο ίδιος ο Θεός -και όχι οι θερμίδες- είναι η αρχή της ζωής. ΄Ετσι η τροφή, η ζωή, η γνώση του Θεού και η κοινωνία μαζί Του ήταν ένα και το αυτό πράγμα. Η απύθμενη τραγωδία του Αδάμ είναι ότι έφαγε για δικό του όφελος. Ακόμα δε περισσότερο απ’ αυτό είναι γιατί έφαγε «χωρισμένος» από τον Θεό για να μπορέσει να γίνει ανεξάρτητος απ’ Αυτόν. Και αν το έκανε αυτό ήταν γιατί πίστευε πως η τροφή είχε μέσα της ζωή και έτσι εκείνος γευόμενος αυτή την τροφή θα γινόταν σαν τον Θεό, θα είχε δηλαδή μέσα του δική του ζωή! Με άλλα λόγια: πίστευε στήν τροφή, ενώ ο σκοπός πίστης, εμπιστοσύνης και εξάρτησης είναι ο Θεός και μόνο ο Θεός. Ο κόσμος και η τροφή έγιναν ο Θεός του, η πηγή και η αρχή της ζωής του. Έγινε σκλάβος τους.
Αδάμ -στα Εβραϊκά- σημαίνει «άνθρωπος». Αυτό είναι και το δικό μου όνομα και το κοινό όνομα για όλους μας. Ο άνθρωπος είναι ακόμα Αδάμ, είναι ακόμα ο σκλάβος της «τροφής». Μπορεί να ισχυρίζεται ότι πιστεύει στον Θεό, αλλά ο Θεός δεν είναι η ζωή του, η τροφή του, το περιεχόμενο που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξή του. Μπορεί να λέει ότι παίρνει τη ζωή του από τον Θεό, αλλ’ όμως δεν ζει «εν τώ Θεώ» και για τον Θεό. H επιστήμη του, οι εμπειρίες του, η αυτοσυνειδησία του, όλα κτίζονται πάνω στην ίδια βάση: «επ’ άρτω μόνω». Τρώμε για να διατηρούμαστε ζωντανοί, είμαστε ζωντανοί αλλά όχι «εν τω Θεώ». Ακριβώς αυτή είναι η αμαρτία όλων των αμαρτιών. Αυτή είναι η ετυμηγορία του θανάτου που κρέμεται πάνω από τη ζωή μας.
Ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ. Έρχεται να επανορθώσει την καταστροφή που επέβαλε στη ζωή ο Αδάμ, να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην αληθινή ζωή. Και ο Χριστός επίσης αρχίζει με νηστεία: «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. 4,2). Η πείνα είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε την εξάρτησή μας από κάτι άλλο -τη στιγμή που νιώθουμε κατεπείγουσα και απαραίτητη ανάγκη για τροφή καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε τη ζωή μέσα μας. Είναι αυτό το όριο πέρα από το οποίο ή πεθαίνω από ασιτία ή αφού ικανοποιήσω το σώμα μου έχω ξανά το αίσθημα της ζωής μέσα μου. Αυτή ακριβώς, με άλλα λόγια, είναι η στιγμή που αντιμετωπίζουμε την τελική ερώτηση: Από τι λοιπόν εξαρτάται η ζωή μου; Και εφ’ όσον η ερώτηση δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή ερώτηση, αλλά τη νιώθω μ’ ολόκληρο το σώμα μου, είναι επίσης και στιγμή πειρασμού. Ο διάβολος ήρθε στον Αδαμ μέσα στον Παράδεισο• ήρθε επίσης και στον Χριστό μέσα στην έρημο. Πλησίασε δηλαδή δύο πεινασμένους ανθρώπους και τους είπε: Χορτάστε την πείνα σας, γιατί αυτή είναι η απόδειξη ότι εξαρτάσθε ολοκληρωτικά από την τροφή, ότι η ζωή σας βρίσκεται στην τροφή. Kαι ο μεν Αδάμ πίστεψε και έφαγε, ο Χριστός όμως αρνήθηκε τον πειρασμό και είπε: ο άνθρωπος «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται». Αρνήθηκε να δεχτεί αυτό το ψέμα που ο διάβολος επιβάλλει στον κόσμο• το κάνει δε ολοφάνερη αλήθεια χωρίς καμιά επιπλέον συζήτηση, το κάνει θεμέλιο για όλες τις απόψεις μας, τις επιστήμες, την ιατρική, πιθανόν και για τη θρησκεία. Κάνοντας αυτά ο Χριστός αποκατέστησε τη σχέση ανάμεσα στην τροφή, τη ζωή και τον Θεό• σχέση την οποία είχε σπάσει ο Αδάμ και που εμείς εξακολουθούμε να τη σπάζουμε κάθε μέρα.
Τι είναι, λοιπόν, νηστεία για μας τους χριστιανούς; Είναι η είσοδός μας και η συμμετοχή μας σε κείνη την εμπειρία του Χριστού με την οποία μας ελευθερώνει από την ολοκληρωτική εξάρτηση από την τροφή, την ύλη και τον κόσμο. Με κανένα τρόπο η δική μας ελευθερία δεν είναι πλήρης. Με το να ζούμε ακόμα στο μεταπτωτικό κόσμο, στον κόσμο του παλιού Αδάμ, με το να είμαστε μέρος του, εξακολουθούμε να εξαρτώμαστε από την τροφή. Αλλά όπως ακριβώς ο θάνατός μας -από τον οποίο είναι ανάγκη οπωσδήποτε να περάσουμε- έγινε χάρις στο θάνατο του Χριστού μια διάβαση προς τη ζωή, έτσι και η τροφή που τρώμε και η ζωή που μας δίνει μπορεί να γίνει ζωή «εν τω Θεώ» και για τον Θεό. Ένα μέρος της τροφής μας έχει ήδη γίνει «τροφή αθανασίας» -το Σώμα και το Αίμα του ίδιου του Χριστού. Αλλά ακόμα και ο «επιούσιος άρτος» που παίρνουμε από τον Θεό μπορεί να είναι σ’ αυτή τη ζωή μας και σ’ αυτόν τον κόσμο, εκείνο που μας δίνει δύναμη, να είναι η επικοινωνία μας με τον Θεό μάλλον παρά εκείνο που μας χωρίζει απ’ Αυτόν. Παρ’ όλα αυτά όμως μόνο η νηστεία είναι εκείνη που μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεταστροφή, μπορεί να μας δώσει την υπαρξιακή βεβαίωση ότι η εξάρτησή μας από την τροφή και την ύλη δεν είναι ολοκληρωτική και τέλεια• ότι ενωμένη με την προσευχή, τη χάρη και τη λατρεία μπορεί να γίνει πνευματική.
Όλα αυτά σημαίνουν, αν το νιώσουμε βαθιά, ότι η νηστεία είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος επανορθώνει την αληθινή πνευματική του φύση. Δεν είναι μια θεωρητική, αλλά μια αληθινά πρακτική πρόκληση για τον «πατέρα του ψεύδους», που καταφέρνει να μας πείσει ότι εξαρτιόμαστε μόνο από το ψωμί και να οικοδομήσει όλη την ανθρώπινη γνώση, την επιστήμη και όλη την ύπαρξη πάνω σ’ αυτό το ψέμα. Η νηστεία είναι ένα ξεσκέπασμα αυτής της απάτης και ταυτόχρονα μια απόδειξη ότι υπάρχει αυτό το ψέμα. Έχει ύψιστη σημασία το ότι ο Χριστός ενώ νήστευε συνάντησε το Σατανά και το ότι αργότερα είπε ότι ο Σατανάς δεν αντιμετωπίζεται «ει μη εν νηστεία και προσευχή». Η νηστεία είναι ο πραγματικός αγώνας κατά του διαβόλου, γιατί είναι η πρόκληση στο νόμο που τον κάνει «άρχοντα του κόσμου τούτου». Και όμως αν κάποιος πεινασμένος ανακαλύψει ότι μπορεί πραγματικά να γίνει ανεξάρτητος απ’ αυτή την πείνα, ότι δεν θα καταστραφεί απ’ αυτή αλλά ακριβώς το αντίθετο, ότι μπορεί να τη μετατρέψει σε πηγή πνευματικής δύναμης καί νίκης, τότε τίποτε δεν απομένει απ’ αυτό το μεγάλο ψέμα στο οποίο ζούσαμε μετά από τον Αδάμ.
Πόσο άραγε ξεφύγαμε από την συνηθισμένη αντίληψη της νηστείας -ότι νηστεία δεν είναι παρά η αλλαγή φαγητών, ή το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται- απ’ όλη την επιφανειακή υποκρισία; Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος, ν’ ανακαλύπτω ότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο, ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ’ όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην πραγματικότητα, είναι πείνα για τον Θεό.
Στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια αποχή από την τροφή, κατάσταση πείνας, ώθηση του σώματος στα άκρα. Εδώ όμως ανακαλύπτουμε ακόμα ότι η νηστεία σαν μια σωματική προσπάθεια δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το πνευματικό συμπλήρωμα της «… εν νηστεία και προσευχή». Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την αντίστοιχη πνευματική προσπάθεια, χωρίς να τρεφόμαστε με τη Θεία Πραγματικότητα, χωρίς ν’ ανακαλύψουμε την ολοκληρωτική μας εξάρτηση από τον Θεό και μόνο απ’ Αυτόν, η σωματική νηστεία θα καταντήσει μια πραγματική αυτοκτονία. Αν ο ίδιος ο Χριστός πειράστηκε ενώ νήστευε, εμείς δεν έχουμε την παραμικρή πιθανότητα ν’ αποφύγουμε έναν τέτοιο πειρασμό. Η σωματική νηστεία είναι απαραίτητη μεν αλλά χάνει κάθε νόημα και γίνεται αληθινά επικίνδυνη αν ξεκοπεί από την πνευματική προσπάθεια -από την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση. Η νηστεία είναι μια τέχνη που την κατέχουν απόλυτα οι άγιοι. Θα ήταν αλαζονικό και επικίνδυνο για μας αν δοκιμάζαμε αυτή την τέχνη χωρίς διάκριση και προσοχή. Η λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής μας υπενθυμίζει συνέχεια τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τους πειρασμούς που περιμένουν όσους νομίζουν ότι μπορούν να στηριχτούν στη δύναμη της θέλησής τους και όχι στον Θεό.
Για το λόγο αυτό εκείνο που πρώτα απ’ όλα χρειαζόμαστε είναι μια πνευματική προετοιμασία για την προσπάθεια της νηστείας. Και αυτή είναι να ζητήσωμε από τον Θεό βοήθεια και επίσης να κάνουμε τη νηστεία μας θεο-κεντρική. Να νηστεύουμε εν ονόματι του Θεού. Πρέπει να ξανανιώσουμε ότι το σώμα μας είναι ναός της Παρουσίας Του. Είναι ανάγκη να ξαναβρούμε ένα θρησκευτικό σεβασμό για το σώμα, την τροφή, για το σωστό ρυθμό της ζωής. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν αρχίσει η νηστεία, ώστε όταν αρχίσουμε να νηστεύουμε να είμαστε εφοδιασμένοι με πνευματικό οπλισμό, με το δράμα και το πνεύμα της μάχης και της νίκης.
Κατόπιν έρχεται η ίδια η νηστεία. Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω η νηστεία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο επίπεδα: πρώτα σαν ασκητική νηστεία και δεύτερον σαν γενική νηστεία. Η ασκητική νηστεία περιλαμβάνει μια δραστική μείωση της τροφής έτσι ώστε η συνεχής κατάσταση πείνας να μπορεί να βιωθεί σαν υπενθύμιση του Θεού και σαν διαρκής προσπάθεια συγκέντρωσης του νου μας στον Θεό. Όποιος το έχει δοκιμάσει αυτό -έστω και για λίγο – ξέρει ότι η ασκητική νηστεία αντί να μας αδυνατίζει, μας ξαλαφρώνει, μας ευκολύνει στην αυτοσυγκέντρωση, μας κάνει νηφάλιους, χαρούμενους και καθαρούς. Αυτός που νηστεύει έτσι, παίρνει την τροφή σαν αληθινό δώρο του Θεού. Είναι συνέχεια στραμμένος προς τον εσωτερικό κόσμο ο οποίος, ανεξήγητα, γίνεται ένα είδος τροφής. Δεν χρειάζεται να πούμε εδώ για την ακριβή ποσότητα της τροφής που πρέπει να τρώει κανείς κατα την ασκητική νηστεία, ούτε για το ρυθμό και την ποιότητα της τροφής• όλα αυτά εξαρτιώνται από τις ατομικές μας δυνατότητες και τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας. Αλλά η βάση είναι ξεκάθαρη: είναι μια κατάσταση ενός μισοπεινασμένου ανθρώπου του οποίου η «αρνητική» φύση συνέχεια μεταμορφώνεται από την προσευχή, τη μνήμη, την προσοχή και την αυτοσυγκέντρωση σε «θετική» δύναμη.
Όσο για την γενική νηστεία είναι ανάγκη αυτή να περιορίζεται σε διάρκεια και να συνδυάζεται με τη Θεία Ευχαριστία. Με τις παρούσες συνθήκες ζωής η καλύτερη μορφή αυτής της νηστείας είναι η μέρα πριν από τη βραδυνή Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Είτε νηστεύουμε αυτή τη μέρα από νωρίς το πρωί είτε αργότερα, το βασικό σημείο είναι να ζούμε όλη τη μέρα σαν μια μέρα προσδοκίας, ελπίδας, μια μέρα πείνας για τον ίδιο τον Θεό. Δηλαδή να αυτοσυγκεντρωθούμε και να σκεφτούμε αυτό που πρόκειται να έρθει, το δώρο που θα πάρουμε και που για χάρη του απαρνούμαστε όλα τ’ άλλα δώρα.
Ύστερα απ’ όσα είπαμε, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι όσο περιορισμένη και αν είναι η νηστεία μας -εφ’ όσον είναι αληθινή νηστεία- θα μας οδηγήσει στον πειρασμό, στην αδυναμία, στην αμφιβολία και στον ερεθισμό. Μ’ άλλα λόγια δηλαδή θα είναι μια πραγματική μάχη και πιθανόν ν’ αποτύχουμε πολλές φορές. Αλλά αν ανακαλύψουμε ότι η χριστιανική ζωή είναι μάχη και προσπάθεια, τότε βρήκαμε το βασικό στοιχείο της νηστείας. Μια πίστη που δεν έχει ξεπεράσει τις αμφιβολίες και τον πειρασμό σπάνια μπορεί να θεωρηθεί αληθινή πίστη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά πρόοδος στη χριστιανική ζωή χωρίς την πικρή εμπειρία της αποτυχίας. Πάρα πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να νηστεύουν με ενθουσιασμό και σταματούν μετά την πρώτη αποτυχία. Θα μπορούσα να πω ότι ακριβώς σ’ αυτή την πρώτη αποτυχία έρχεται η πραγματική δοκιμή. Αν μετά την αποτυχία και την συνθηκολόγηση με τις ορέξεις μας και τα πάθη μας ξαναγυρίσουμε όλα απ’ την αρχή και δεν υποχωρήσουμε όσες φορές κι αν αποτύχουμε, αργά ή γρήγορα η νηστεία μας θα φέρει τους πνευματικούς καρπούς της. Ανάμεσα στην αγιότητα και τον απαγοητευτικό κυνισμό βρίσκεται η μεγάλη και θεϊκή αρετή της υπομονής -υπομονή πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος για την αγιότητα• για κάθε σκαλοπάτι πρέπει να πληρώσουμε ολόκληρο το αντίτιμο. Έτσι, το καλύτερο και ασφαλέστερο είναι ν’ αρχίσουμε με το ελάχιστο -ακριβώς λίγο πάνω από τις φυσικές μας δυνατότητες- και ν’ αυξήσουμε τις προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρά να επιχειρήσουμε πηδήματα σε μεγάλα ύψη στην αρχή και να σπάσουμε μερικά κόκκαλα πέφτοντας στη γη!
Σαν συμπέρασμα: από μια συμβατική και τυπική νηστεία -δηλαδή νηστεία από υποχρέωση και συνήθεια- πρέπει να γυρίσουμε στην πραγματική νηστεία. Ας είναι περιορισμένη και ταπεινή, αλλά να είναι συνεχής και αποφασιστική. Ας αντιμετωπίσουμε έντιμα τις πνευματικές και φυσικές μας δυνατότητες και ας ενεργήσουμε ανάλογα• ας θυμόμαστε πάντως ότι δεν μπορούμε να νηστέψουμε χωρίς να προκαλέσουμε αυτές τίς δυνατότητες, χωρίς να ενεργοποιήσουμε στη ζωή μας τα θεϊκά λόγια «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».

Από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή», του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, εκδ. Ακρίτας

http://www.faneromenihol.gr/

ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ. ΠΑΤΗΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ.Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ.



Ή θρησκεία της σωτηρίας
Βεβαιώνουμε πώς ό Χριστιανισμός είναι ή θρησκεία της σωτηρίας. Όμως σωτηρία από τί; Και πώς αυτή ή σωτηρία κατορθώνεται; Δυστυχώς είναι οι ίδιοι οι χριστιανοί που τόσο συχνά υπεραπλουστεύουν, συσκοτίζουν, και παραμορφώνουν την περί σωτηρίας διδασκαλία δίνοντας λαβές για ανάλογες απλουστεύσεις και παραμορφώσεις από την πλευρά τών επικριτών της θρησκείας.
«Οι χριστιανοί είναι αδύναμα ανθρωπάκια που έχουν ανάγκη σωτηρίας, ενώ εμείς δεν τη χρειαζόμαστε, θα σώσουμε μόνοι μας τούς
εαυτούς μας», «στο μεγάλο αγώνα της ζωής, εσύ είσαι πού πρέπει να επιβάλεις τα δικαιώματα σου και τη “σωτηρία” σου»... Τέτοιες και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις απαξίωσης εκτοξεύουν εναντίον τού Χριστιανισμού όσοι αντίκεινται στη θρησκεία. Γι` αυτό είναι βασικό και ουσιώδες για μάς να κατανοήσουμε τη σημασία τού όρου «σωτηρία» στη γλώσσα της Αγίας Γραφής και τού Χριστιανισμού. Αυτό όμως είναι δυνατόν μόνο μέσα από το πρίσμα όσων είπαμε στα προηγούμενα κεφάλαια για την πτώση τού ανθρώπου. Διότι ασφαλώς το ζήτημα δεν αφορά σε μια σωτηρία από κάποια άναξιοπαθήματα ή κάποιες ατυχείς συγκυρίες τού βίου μας, ούτε σε μια σωτηρία από τις αρρώστιες, τα διάφορα βάσανά μας κ.ο.κ. Αυτό θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο για τούς ίδιους τούς χριστιανούς, οι όποιοι όμως αποζητούν συχνά από τη θρησκεία ακριβώς αυτήν την επιφανειακή βοήθεια,                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                            ». 
Πρέπει να τονίσουμε με κατηγορηματικό τρόπο ότι μια τέτοια αντίληψη για τη σωτηρία συνιστά αλλοτρίωση και παραμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας. Κι αυτό το αποδεικνύει πάνω απ’ όλα εκείνη ή τραγική νύχτα πριν από την προδοσία και το θάνατο, όταν ό Χριστός, μόνος στον κήπο της Γεθσημανή, αγνοημένος από τους κοιμισμένους μαθητές Του, «ήρξατο έκθαμβεΐσθαι και άδημονεΐν» (Μάρκ. 14,33) και προσεύχεται στον Πατέρα: «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».
Αν ό Χριστιανισμός υποτίθεται πώς είναι ή θρησκεία της σωτηρίας από τις συμφορές και τις δοκιμασίες αυτού τού κόσμου, τότε έχει σίγουρα ολοκληρωτικά αποτύχει.
Όχι, αυτού τού είδους ή σωτηρία δεν μάς αφορά. Μάς ενδιαφέρει μάλλον ή σωτηρία από αυτό που αναφέραμε παραπάνω, από αυτήν τη ριζική και τραγική μετάλλαξη που είσήλθε στον κόσμο και παραμένει διαρκώς παρούσα στη σχέση τού ανθρώπου με την ίδια του τη ζωή - μια μετάλλαξη που ό άνθρωπος αδυνατεί να επανορθώσει και να αποκαταστήσει. Το όνομα πού έδωσα σ’ αυτήν τη μετάλλαξη, σ’ αυτήν την -πτώση, είναι «θάνατος» - θάνατος όχι μόνο ως τερματισμός της ζωής, άλλα και ως ανόητη σπατάλη της, ως ξόδεμα κι αφανισμός, ως βίος διαρκούς θανής από τη στιγμή ήδη της γέννησης, ως μετατροπή του κόσμου σε νεκροταφείο, ως ανέλπιδη υποταγή τού ανθρώπου στην πτώση, τη φθορά και το θάνατο.
Δεν είναι ό αδύναμος άνθρωπος που διψά για σωτηρία, άλλα μάλλον ό δυνατός. Ό αδύναμος αποζητά την επιφανειακή βοήθεια - ποθεί τα ημίμετρα της βαρετής ευτυχίας που του προσφέρουν οι διάφοροι ιδεολόγοι, οι συμβιβασμένοι μια για πάντα με το θάνατο. Οι αδύναμοι αρκούνται στο να ζήσουν για λίγο κι έπειτα να πεθάνουν. Οι δυνατοί θεωρούν μια τέτοια προοπτική ανάξια για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αυτή είναι ή απάντησή μας στους επικριτές τού Χριστιανισμού που ισχυρίζονται πώς αφού χρειαζόμαστε σωτηρία, είμαστε εξαιρετικά αδύναμοι. Δεν είμαστε μόνο εμείς που χρειαζόμαστε σωτηρία, άλλα και ολόκληρος ό κόσμος που μαζί με την αληθινή ζωή εικονίζεται μέσα στον άνθρωπο, ή ολότητα της ύπαρξης που φρικιά μπροστά στην παράλογη σύγχυση μιας γης παραγεμισμένης με πτώματα.
Επομένως, ή χριστιανική αντίληψη για τη σωτηρία σημαίνει ανακαίνιση της ζωής, σημαίνει Ζωή αμάραντη και αιώνια, Ζωή για την οποία ό άνθρωπος γνωρίζει πώς είναι πλασμένος. Και το ότι ό άνθρωπος διψά για σωτηρία και τη δέχεται από το Θεό, δεν είναι σημάδι αδυναμίας, άλλα μάλλον δύναμης. Γιατί ό Θεός είναι εκείνη ή Ζωή που ό άνθρωπος απώλεσε υποτασσόμένος ανέκκλητα στον κόσμο, σκορπώντας εντελώς τον εαυτό του στο χρόνο και το θάνατο.
Γνωρίζουμε και πιστεύουμε αυτό που ό ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: «Ή ζωή έφανερώθη» (Α' Ίωάν. 1,2). Ό Θεός δεν μάς έσωσε έπιδεικνύοντας τη δύναμή Του, εξασκώντας πάνω μας βία ή χρησιμοποιώντας το φόβο και την τρομοκρατία- δεν μάς έσωσε θαυματουργώντας, αλλά ερχόμενος ανάμεσα μας έντός του κόσμου, υπέρ του κόσμου και υπέρ της ίδιας της ζωής - της ζωής ως κάλλος, σοφία και αγαθότητα, ως κόσμος (κόσμημα) της κτίσης και του ανθρώπου, ως δύναμη ικανή αφ’ εαυτής να μεταστοιχειώσει, να εξαλείψει και να καταπιεί το θάνατο. Κι αυτή ή Ζωή έκανε την εμφάνιση της στον κόσμο όχι ως άλλη μια φιλοσοφική θεωρία, άλλη μια οργανωτική αρχή, άλλα ως Πρόσωπο. Ναι ό Χριστιανισμός διδάσκει και διακηρύττει πώς σε ένα συγκεκριμένο τόπο, σε μια συγκεκριμένη καμπή στο κύλισμα του χρόνου, το πλήρωμα της Ζωής εισήρθε στην ανθρωπότητα με ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο τέλειας ανθρώπινης φύσης -το πρόσωπο του Ιησού Χριστού από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.
Ό διανοούμενος, ό τεχνοκράτης, ό αποκαλούμενος   «σύγχρονος άνθρωπος» κουνά το κεφάλι του άπαξιωτικά και αποφαίνεται: «τί ανοησίες!». Κι όμως, ανοησίες ή όχι, είναι αυτό το Πρόσωπο, αυτή ή Ζωή που μέσα στο κύλισμα δύο  χιλιάδων χρόνων άσκησε ασύγκριτη επιρροή στις καρδιές και τις ζωές των ανθρώπων. Δεν υπάρχει ούτε μία διδασκαλία, ούτε ένα φιλοσοφικό ρεύμα πού να μην μεταλλάχθηκε ή έξαλείφθηκε στη ροή του χρόνου.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    
 Δεν υπάρχει ούτε μία αυτοκρατορία, ούτε ένας πολιτισμός που να μην ξέφτισε στο χρόνο. ’Αν όμως υπήρξε και αν υπάρχει μέσα στην ιστορία ένα θαύμα, τότε αυτό είναι ή ανάμνηση αυτού του ενός Προσώπου,τοϋ Προσώπου που δεν έγραψε ούτε μία λέξη, που δέ νοιάστηκε μέ κανένα τρόπο για την υστεροφημία Του, που υπέστη έναν ατιμωτικό θάνατο πάνω σ’ ένα σταυρό σαν εγκληματίας, άλλα που ζει μια ζωή πραγματική στις καρδιές εκείνων που Τον πιστεύουν. Είπε για τον εαυτό Του: «Εγώ είμι ή όδός και ή αλήθεια και ή ζωή» (Ίωάν. 14, 6). Σήμερα, μυριάδες άνθρωποι βαδίζουν πάνω σ’ αυτήν την οδό, φυλάττουν αυτήν την αλήθεια, ζουν αυτήν τη ζωή, έτσι ώστε ακόμα και ή πιο ισχυρή κυβέρνηση πού ορίζει και την παραμικρή πτυχή της ζωής των ανθρώπων από τη γέννησή τους μέχρι τον τάφο, και πού ελέγχει κάθε λέξη, κάθε σκέψη, κάθε ανάσα -ακόμα και μια τέτοια κυβέρνηση-είναι ανίσχυρη μπροστά σ’ αυτήν την πίστη.
Ό Χριστός είναι ό Σωτήρας του κόσμου -αυτό είναι το πιο παλιό χριστιανικό κήρυγμα. Και έσωσε τον κόσμο κι εμάς δίνοντάς μας τη δυνατότητα να ζήσουμε ζωή αμόλευτη από το χρόνο και το θάνατο — σ’ αυτήν τη δυνατότητα φωλιάζει ή σωτηρία μας. Αν ό απόστολος Παύλος, πού για μεγάλο χρονικό διάστημα κατεδίωκε τούς μαθητές του Χριστού, Τον αποδέχτηκε κι έφτασε στο σημείο να διακηρύξει «Έμοι το ζην Χριστός και το άποθανεΐν κέρδος» (Φιλιπ. 1,21), τότε μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πώς μια ριζική αλλαγή έπήλθε στον κόσμο.
Πράγματι, μολονότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να πεθαίνουν όπως πριν και ό κόσμος συνεχίζει να είναι γεμάτος από διαιρέσεις, πόνο και συμφορές, μέσα σ’ αύτόν τον κόσμο έχει ανάψει και συνεχίζει να καίει το φως της πίστης. 
Δεν πρόκειται απλά για την πεποίθηση πώς κάπου, σε κάποιον τόπο πέρα από τους περιορισμούς τούτης της ζωής, ή ύπαρξή μας θα συνεχίσει να ζει -αυτή ή ιδέα εξάλλου υπήρχε και πριν από το Χριστό- άλλα πρόκειται για τον ίδιο τον κόσμο και την ιδία τη ζωή πού απέκτησαν και πάλι νόημα και σκοπό• πρόκειται για τον ίδιο το χρόνο πού καταυγάστηκε από το φώς και για την αιωνιότητα πού έχει ήδη είσέλθει στη ζωή μας εδώ και τώρα. Αιωνιότητα σημαίνει πρώτα απ’ όλα γνώση τού Θεού, τού Θεού πού είναι ορατός σε μάς μέσα από το Χριστό. Δεν υπάρχει πλέον μόνωση,δεν υπάρχει σκοτάδι και φόβος. Είμαι μαζί σας,λέει ό Χριστός,είμαι μαζί σας και τώρα και για πάντα, με το πλήρωμα της αγάπης, το πλήρωμα της γνώσης, το πλήρωμα της ισχύος. Αιωνιότητα είναι ή κληρονομιά της αγάπης που ό Χριστός μάς άφησε - «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι έμοί μαθηταί έστε, εάν άγάπην έχητε έν άλλήλοις» (Ίωάν. 13,35). Και τελικά το όνομα αύτής της αιωνιότητας είναι «ειρήνη και χαρά έν Πνεύματι Άγίω» (Ρωμ. 14,17), και γι’ αυτήν τη χαρά είναι που λέει ό Χριστός «την χαράν ύμών ούδείς αίρει άφ’ ύμών» (Ίωάν. 16,22). Ή σωτηρία δεν είναι τίποτα λιγότερο από όλα αυτά.



ΕΣΧΑΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ.
ΠΑΤΗΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ.

π.Αλέξανδρος Σμέμαν(1921-1983)



Ημερολόγιο 1973-1983
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ύπαρξη του ημερολογίου αυτού έγινε γνωστή μόνο μετά τον θάνατο του πατρός Αλεξάνδρου Σμέμαν, στις 13 Δεκεμβρίου 1983, όταν βρέθηκαν τα οκτώ τετράδια στο γραφείο του, στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου. Είναι κάτι περισσότερο από ημερολόγιο, αφού σ' αυτό καταγράφονται o ι σκέψεις του, οι πνευματικοί αγώνες του, οι περιστασιακές του απογοητεύσεις από το βάρος των καθημερινών του καθηκόντων, και πάνω απ' όλα η βαθιά χαρά του για τη δόξα της Δημιουργίας του Θεού.
Ο πατήρ Αλέξανδρος ποτέ δεν εξήγησε στο ημερολόγιο του ποια ήταν η πρόθεση του σχετικά μ' αυτό. Κάποια αποσπάσματα δείχνουν μια εσωτερική διαπάλη, ενώ κάποια άλλα έχουν γραφτεί σαν να είναι για δημοσίευση. Η συνολική εντύπωση είναι πως πρόθεση του πατρός Αλεξάνδρου ήταν να ξαναχρησιμοποιήσει αυτά τα γραφτά, είτε ως ένα πνευματικό ημερολόγιο είτε ως μια αυτοβιογραφία. Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης των κειμένων αυτού του τόμου πρέπει συνεχώς να έχει κατά νου πως αυτά είναι πολύ προσωπικά και ιδιωτικά γραφτά, στα οποία ένας Ιερέας και δάσκαλος της απαρασάλευτης πίστης, με μεγάλη δύναμη και πειθαρχία, ομολογεί, στον εαυτό του και στον Θεό, τους προσωπικούς πόνους και τις αμφιβολίες του, που αποτελούν ένα ανεξάλειπτο στοιχείο της φύσης του ανθρώπου. Πολλοί αναγνώστες ίσως βρουν κάποια κείμενα λίγο ενοχλητικά -αυτά που στρέφονται με κριτική διάθεση απέναντι σε ποικίλες μορφές πνευματικότητας ή στους θεσμούς της Εκκλησίας ή στη θεολογική επιστήμη ή ακόμη στον ίδιο και στους συναδέλφους του.
Αυτό όμως που εποικοδομεί στα ημερολόγια του και αυτό που τελικά έπεισε όλους όσοι βρίσκονταν πολύ κοντά στον πατέρα Αλέξανδρο ότι πρέπει να εκδοθούν, είναι ότι όσο κι αν είναι δυνατοί οι πόνοι και οι αμφιβολίες του, πάντα επιστρέφει - ακόμη κι από την αγωνία του επικείμενου θανάτου - στη χαρά: στη χαρά της ομορφιάς μιας φθινοπωρινής μέρας, στη χαρά της φιλίας, στη χαρά της Λειτουργίας, στη χαρά της βεβαιότητας για τη Βασιλεία και την αγάπη του Θεού.
Ο πατήρ Αλέξανδρος άρχισε να γράφει αυτό το ημερολόγιο το 1973, και το συνέχισε μέχρι τη στιγμή της προσβολής του από την επάρατη αρρώστια, σταματώντας μόνο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών στη λίμνη Λαμπέλ ( Lac Labelle ), στο Κεμπέκ. Είναι γραμμένο ως επί το πλείστον στα Ρώσικα, αλλά κάποιες φορές χρησιμοποιούσε Αγγλικά ή Γαλλικά. Η σύζυγος του πατρός Αλεξάνδρου, Τζουλιάνα Σμέμαν, που ουσιαστικά εμφανίζεται σε κάθε σελίδα των ημερολογίων ως η πολυαγαπημένη του «Λ.» (από το υποκοριστικό του ονόματος της, Λιάνα), έχει επιλέξει, επιμεληθεί και μεταφράσει με πολλή προσπάθεια το υλικό που περιλαμβάνεται σ' αυτόν τον τόμο. Η Αν Τζίντζελ, η γραμματέας του πατρός Αλεξάνδρου, δακτυλογράφησε τη μετάφραση, και άλλοι πρώην φοιτητές και συνάδελφοί του βοήθησαν στην επιμέλεια του τελικού κειμένου. Ήταν μία πράξη αγάπης όλων αυτών που δούλεψαν πάνω στα Ημερολόγια.

Šmeman π. Αλέξανδρος (Σμέμαν)



Ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν γεννήθηκε το 1921 στην Εσθονία. Η Ρωσική επανάσταση αναγκάζει την οικογένειά του λίγα χρόνια μετά να εγκαταλείψει τη Ρωσία και να εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου ο Αλέξανδρος έζησε τα νεανικά του χρόνια, έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του και αργότερα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου (1940-45) πραγματοποίησε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στο Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι. Ειδικεύται στην εκκλησιαστική ιστορία. Στην συνέχεια διδάσκει ο ίδιος στον Άγιο Σέργιο, εκκλησιαστική ιστορία, νυμφεύεται την ρωσικής καταγωγής, Τζουλιάνα Οσόγκουιν (το 1943) και χειροτονείται ιερέας (το 1946). Στον Άγιο Σέργιο συνεχίζει να διδάσκει μέχρι την αναχώρηση της οικογένειάς του για την Αμερική το 1951. Το 1959 αποκτά τον τίτλο του διδάκτορα από το πανεπιστήμιο του Αγίου Σεργίου. Από το 1963 μέχρι και το θάνατό του το 1983, αναλαμβάνει επίσημα τη θέση του Κοσμήτορα στον Άγιο Βλαδίμηρο. Σημαντικό σταθμό στους αγώνες του για το πρόβλημα της διασποράς, απετέλεσε η ίδρυση της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής (O.C.A.) το 1970.

Γάμος: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ – π. Αλεξάνδρου Σμέμαν.



Η τιμή και η δόξα ανήκει στο στεφάνι του μάρτυρα. Γιατί ο δρόμος της Βασιλείας είναι η μαρτυρία στο Χριστό. Και αυτό σημαίνει σταύρωμα και πόνο. Ένας γάμος που δε σταυρώνει αδιάκοπα την εγωπάθεια του και την αυταρέσκειά του, που δεν αποθνήσκει εν εαυτώ, ώστε να ατενίσει πέρα από τον εαυτό του δεν είναι χριστιανικός γάμος. Το πραγματικό αμάρτημα του γάμου σήμερα δεν είναι η μοιχεία ή βαναυσότητα του ενός ή του άλλου. Είναι πως κάνουμε είδωλο την οικογένεια και δε θέλουμε να καταλάβουμε πως ο γάμος πορεύεται προς τη βασιλεία του Θεού. Αυτό εκφράζεται με το αίσθημα πως κανένας θα έκανε το παν για την οικογένεια του, ακόμη και κλεψιά. Στην περίπτωση αυτή, η οικογένεια έχει πάψει να είναι μια μυστηριακή είσοδος στη παρουσία Του. Αυτό που διαλύει τόσο εύκολα τη σύγχρονη οικογένεια και κάνει το διαζύγιο σχεδόν φυσική σκιά της οικογένειας, δεν είναι η έλλειψη σεβασμού για την οικογένεια, αλλά η ειδωλοποίηση της οικογένειας. Με άλλα λόγια, η ταύτιση του γάμου με την ευτυχία και η άρνηση να αποδεχτούμε το Σταυρό μέσα στο γάμο. Στο χριστιανικό γάμο παντρεύονται τρείς, και η κοινή νομοτέλεια των δύο προς τον τρίτο, που είναι ο Θεός , βαστάει τους δύο σε μια ενεργητική ενότητα, και αναμεταξύ τους και με το Θεό. Ωστόσο η παρουσία του Θεού, σημαίνει το τέλος του γάμου ως ενός πράγματος που είναι μονάχα φυσικό. Ο Σταυρός του Χριστού βάζει τέρμα στην αυτάρκεια της φύσης. Αλλά δια του Σταυρού χαρά (και όχι ευτυχία) εις τον κόσμον ελήλυθεν. Η παρουσία του Σταυρού λοιπόν, είναι η αληθινή χαρά του γάμου. Είναι η χαρούμενη βεβαιότητα πως τον γαμήλιο όρκο, μέσα στην προοπτική της αιώνιας Βασιλείας, δεν τον παίρνει κανένας άχρι χωρισμού θανάτου, αλλά ωσότου ο θάνατος μας ενώσει ολότελα.
1. Protopresbyter Alexander Schmemann: Από το βιβλίο, «Για να ζήσει ο κόσμος».
Η/Υ ΠΗΓΗ
http://agapisdiakonia.blogspot.com/

π. Αλ. Σμέμαν: Ο φόβος του θανάτου [Βίντεο: Ο φόβος του Θεού]


φώτο: Μοναστήρι στο χωριό Pasarea
(20 χιλιόμετρα ανατολικά από το Βουκουρέστι)

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Ο φόβος του θανάτου προέρχεται από τη βιασύνη, τη φασαρία, την τύρβη και όχι από την ευτυχία. Όταν κάποιος γυροφέρνει πολυάσχολος και ξαφνικά θυμηθεί τον θάνατο, ο θάνατος τότε του φαίνεται εντελώς παράλογος, απαίσιος.

Όταν όμως φτάσεις στην ησυχία, στην ευτυχία, στοχάζεσαι τον θάνατο και τον αποδέχεσαι με αρκετά διαφορετικό τρόπο.

Επειδή ο ίδιος ο θάνατος βρίσκεται σ’ ένα ανώτερο, «σημαντικό» επίπεδο, φαίνεται τρομακτικός μόνον όταν συνδέεται με τη συνηθισμένη, κατώτερη, αχρείαστη πολυπραγμοσύνη.

Στην ευτυχία, στη γνήσια ευτυχία, αισθανόμαστε την παρουσία της αιωνιότητας στην καρδιά μας, έτσι ώστε η ευτυχία να ανοίγεται στον θάνατο. Και τα δύο μοιάζουν μεταξύ τους, και τα δύο αγγίζουν την αιωνιότητα. Στην πολυπραγμοσύνη δεν υπάρχει αιωνιότητα και γι’ αυτό η τύρβη απορρίπτει τον θάνατο. 

«Μετά των αγίων ανάπαυσον...» - σημαίνει εν τω θανάτω, όπως τον αντιλαμβάνεται ο ευτυχισμένος άνθρωπος.


Αυτές τις μέρες διάβασα και εργάστηκα, προετοιμαζόμενος για μια νέα σειρά μαθημάτων - η Λειτουργία του Θανάτου. Στην αρχή, το θέμα μου φαινόταν μάλλον εύκολο και βατό, αλλά κατόπιν περιεπλάκη και βάθυνε. Ο θάνατος βρίσκεται στο κέντρο της θρησκείας και του πολιτισμού, και η στάση μας απέναντι στον θάνατο προσδιορίζει τη στάση μας απέναντι στη ζωή. Κάθε άρνηση του θανάτου απλώς αυξάνει τη νεύρωση (αθανασία) όπως κάνει και η αποδοχή του (ασκητισμός, άρνηση της σάρκας).
  • Μόνο η νίκη κατά του θανάτου είναι η απάντηση, και προϋποθέτει την υπέρβαση και των δύο, της άρνησης και της αποδοχής - «ο θάνατος κατεπόθη εις νείκος». 
Το ερώτημα είναι «ποιά είναι αυτή η νίκη;». Αρκετά συχνά λησμονούμε την απάντηση. Γι' αυτό παραμένουμε αβοήθητοι όταν ασχολούμαστε με τον θάνατο. Ο θάνατος αποκαλύπτει - πρέπει ν' αποκαλύπτει - το νόημα όχι του θανάτου, αλλά της ζωής. Η ζωή δεν πρέπει να είναι μια προετοιμασία για τον θάνατο, αλλά μια νίκη επι του θανάτου, έτσι ώστε ο θάνατος να γίνεται θρίαμβος της ζωής, εν Χριστώ. 

Διδάσκουμε για τη ζωή χωρίς να την αναφέρουμε στον θάνατο και για τον θάνατο, σαν να είναι κάτι το άσχετο προς τη ζωή. Ο Χριστιανισμός, όταν βλέπει τη ζωή μόνο ως μια προετοιμασία για τον θάνατο, κάνει τη ζωή δίχως σημασία και υποβαθμίζει τον θάνατο σ' έναν «άλλο κόσμο», που δεν υπάρχει, επειδή ο Θεός δημιούργησε μόνο έναν κόσμο, μια ζωή. Κάνει τον Χριστιανισμό και τον θάνατο να χάνουν τη σημασία τους ως νίκη. Δεν λύνει το πρόβλημα της νεύρωσης του θανάτου. Το ενδιαφέρον μας για τη μοίρα των νεκρών πέρα από τον τάφο, καθιστά τη χριστιανική εσχατολογία δίχως νόημα. Η Εκκλησία δεν εύχεται για τους νεκρούς. Είναι (πρέπει να είναι) η συνεχής Ανάσταση τους, επειδή η Εκκλησία είναι η ζωή μέσα στον θάνατο, η νίκη επί του θανάτου, η καθολική Ανάσταση. 
  • «Να συμβιβαστείς με τον θάνατο...». Στην ηλικία των 53 ετών είναι καιρός να σκεφτώ τον θάνατο, να τον συμπεριλάβω ως κορωνίδα στο όραμα της ζωής, ως τελείωση και νοηματοδότηση των πάντων. Αυτό το όραμα ζωής περισσότερο το αισθάνομαι παρά μπορώ να το εκφράσω με λόγια, αλλά είναι ένα όραμα με το οποίο ζω στις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. 
Τι είναι αυτό που εξαφανίζεται με τον θάνατο; Η εμπειρία της ασχήμιας αυτού του κόσμου, του κακού, της ρευστότητας του χρόνου. Αυτό που μένει είναι η ομορφιά που χαροποιεί και ταυτόχρονα θλίβει την καρδιά. «Ειρήνη». Η ειρήνη του Σαββάτου, η οποία διανοίγει την πληρότητα και την τελείωση της Δημιουργίας. Η ειρήνη του Θεού. Όχι του θανάτου, αλλά της ζωής στην πληρότητα της, στην αιώνια κατοχή της.

Βιβλιογραφία: π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, Ημερολόγιο 1973-1983, μετάφραση Ιωσήφ Ροηλίδη, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 83-84. Ηλ. πηγή http://www.sophia-ntrekou.gr/2013/05/blog-post_5748.html.

Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης για τη μετάδοση των Μυστηρίων στους παπικούς.


Πολύ ενδιαφέρουσα και σημαντική είναι η ανοιχτή επιστολή που συνέγραψε το 1970 ο Ηγούμενος της Ι. Μ. Διονυσίου Αγ. Όρους, Γέρων Γαβριήλ, διαμαρτυρόμενος για το τρομερό ολίσθημα της Ρωσικής Διοικούσας Εκκλησίας, της υποκινούμενης εκείνη την εποχή από το άθεο καθεστώς, να μεταδώσει τα Άχραντα Μυστήρια στους ρωμαιοκαθολικούς της Ρωσίας. Η απογοήτευση του γέροντα ήταν πολύ μεγάλη και αποτυπώνεται στην επιστολή αυτή που αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο (κατά τον χαρακτηρισμό του π. Θεοκλήτου) για την κατοχύρωσή της ιεροκανονικώς.
Με αφορμή μια πρόσφατη εκδήλωση που έγινε από κάποια Ιερά Μητρόπολη της Βορείου Ελλάδος, στην οποία δεν αναφέρθηκε καθόλου ο αρχηγικός ρόλος του Γέροντα Γαβριήλ στον αγώνα κατά του Οικουμενισμού, παρά μόνο οι αγαθές σχέσεις που είχε με τον μακαριστό Αθηναγόρα, πριν μάλιστα ο τελευταίος αρχίσει να πραγματοποιεί τους αντικανονικούς και αντορθόδοξους οικουμενιστικούς ακροβατισμούς, παραθέτουμε αυτολεξεί από το βιβλίο του πνευματικού τέκνου του γέροντα, π. Θεόκλητου Διονυσιάτη «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ, Γαβριήλ Διονυσιάτης», (εκδ. Παπαδημητρίου 1987) :
«Μετά κατωδύνου ψυχής επληροφορήθημεν και ημείς την απόφασιν της Ρωσικής Εκκλησίας «περί μυστηριακής κοινωνίας προς Ρωμαιοκαθολικούς».
Η απόφασις αυτή, πρωτοφανής και πρωτάκουστος εις την ζωή της Εκκλησίας μας, κατετάραξε και κατελύπησε τους Αγιορείτας Πατέρας, όλως ιδιαιτέρως δε την Ι. Κοινότητα, ήτις δι’ επείγοντος τηλεγραφήματος διεβίβασε προς την Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν την λύπην και κατάπληξιν αυτής επί τη ανεπιτρέπτω, μονομερεί και αντικανονική ταύτη αποφάσει της Ρωσικής Εκκλησίας.
Δεν ανέμενε ποτέ κανείς τοιάυτην απόφασιν εκ μέρους της μαρτυρικής, όσον και συντηρητικής Ρωσικής Εκκλησίας, διακριθείσης πάντοτε δια την προσήλωσιν εις το δόγμα, την τάξιν και τας κανονικάς παραδόσεις της αμωμήτου Ορθοδοξίας μας.
Γνωρίζομεν πάντες υπό ποιάς συνθήκας ζη σήμερον η πολυπαθής αύτη Εκκλησία εις το κρατούν εκείσε άθεον πολιτικόν καθεστώς, όπου τα πάντα είναι διευθυνόμενα υπ’ αυτού, αλλά δεν εφανταζόμεθα κάν τοιάυτην παραχώρησιν προς την Καθολικήν Εκκλησίαν , την οποίαν, ως γνωστόν, αντιπαθεί σφοδρώς ο Κομμουνισμός.
Απορούμεν δε, που βασιζόμενη, έστω και τυπικώς, η ως είρηται Εκκλησία αύτη εξέδωκε τοιαύτην απόφασιν.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποτρέπων ημάς από παρομοίας ενεργείας λέγει παραβολικώς: «Μή δότε τα άγια τοῖς κυσί, μηδέ βάλλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6)· διότι ο αναξίος κοινωνών των Θείων Μυστηρίων «κρῖμα εαυτῶ εσθίει και πίνει» κατά τον Απόστολον (Α’ Κορ. 11, 29), και το Άγιον Ευαγγέλιον αναφέρει διά τον προδότην Ιούδαν, ότι άμα τη λήψει του άρτου καί του οίνου εκ χειρός Κυρίου, τότε εισήλθεν εις αυτόν ο Σατανάς (Ιωαν. 13, 27). Οι δε Κανόνες των Αγίων Αποστόλων 10ος και 11ος λέγουσι ρητώς: «Εί τις ακοινωνήτω καν εν οίκω συνεύξηται, ούτως αφοριζέσθω». Και εν 45ω : «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω». Οι δέ Ιεροί Κανόνες απαγορεύουσι και την είσοδον εισέτι των αιρετικών και σχισματικών εις Ορθοδόξους Εκκλησίας: «Μη συγχωρεῖν τοῖς αιρετικοῖς εισιέναι εις τον Οίκον του Θεοῦ επιμένοντας τη αιρέσει» (τῆς εν Λαοδ. ΣΤ’) και «Οῦ δεῖ αιρετικοῖς ή σχισματικοῖς συνεύχεσθαι» (αυτόθι λγ’), και «Ου δεῖ αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινες εισίν αλογίαι μᾶλλον ή ευλογίαι» (αυτ. λβ΄). Αι τοιάυται αποφάσεις, ως η της Ρωσικής Εκκλησίας, θα έχουν ανταπόκρισιν∙ ο Πάπας Ιωάννης από ετών ήδη είχε δώσει εντολήν εις την Εκκλησίαν του όπως δέχωνται εις μυστηριακήν κοινωνίαν τους προσερχομένους Ορθοδόξους.

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ Υπό του Αρχιμανδρίτου π. Γαβριήλ Διονυσιάτου




Μετάνοια, λέξης σύνθετος, δηλούσα γραμματικός αλλαγή γνώμης και διαθέσεως, θρησκευτικώς δε απόφασιν του ανθρώπου όπως απαρνηθεί τα σφάλματα του προτέρου βίου του και διορθωθεί πνευματικός, ως εμπρέπει εις χριστιανό ποθούντα την ψυχική του σωτηρίαν.
Ή μετάνοια είναι θεοφιλής σκέψις, είναι νεύσις Θεού, είναι υπόδειξης της θείας ευσπλαχνίας προς τον πταίσαντα ανθρωπον, είναι απαραίτητος εις πάντας ανεξαιρέτως, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, καθότι πάντες είμεθα αμαρτωλοί κατά την Αγίαν Γραφή την λέγουσα, «τις εστίν 'Ανθρωπος ος ζήσετε και ουχ αμαρτήσει, καν μία ήμερα η ή ζωή αυτού;».


Είναι δε και μεγάλη ευεργεσία και δωρεά προς τον αμαρτωλό ανθρωπον, χαρίζουσα αύτω το δυσβάστακτο χρέος, την βαρύτατη οφειλή προς τον ευεργέτη πολυεύσπλαγχνον Θεόν. Καρπός της θεοφιλούς μετανοίας, είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, το μέγα μυστήριον της αγάπης του Δημιουργού Θεού, προς το ασθενές πλάσμα του. Για αυτής εξιλεούμεθα προς τον ευεργέτη Θεόν, λαμβάνομε την αφεσιν των αμαρτιών μας και χάριτι Θεία απεκδυόμεθα τον παλαιόν ανθρωπον, ανακτώμεν την προτέρα πνευματικήν κατάστασιν και εισερχόμεθα εις την κατά Χριστόν «νέαν και καινήν Πολιτείαν». Το μυστήριον τούτο, είναι το τελευταίον των τεσσάρων μεγάλων μυστηρίων της Εκκλησίας, άνευ των οποίων δεν λογίζεται πνευματικός τέλειος, ό ορθόδοξος χριστιανός.


Τα τέσσερα ταύτα και απαραίτητα μυστήρια είναι, πρώτον το Βάπτισμα, το οποίο μας δίδει την ιδιότητα του Χριστιανού, δεύτερον το Χρίσμα η Αγιον Μύρον , το οποίον μας δίδει την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, σφράγιζαν συνάμα την ταυτότητα μας ως χριστιανών, εξ ου και ό επιχρίων ιερεύς λέγει, «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου - Αμήν». Τρίτον είναι ή Αγία Κοινωνία, ήτοι ή μετάληψις του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήτις λέγεται και «άρτος της ζωής» καθότι δια αυτού διατηρείται εις την πνευματικήν ζωήν ή ψυχή μας. Και τέταρτον μυστήριον είναι ή Ιερά Εξομολόγησης, ή οποία μας καθαρίζει παντός ρύπου και μολύνσεως ψυχικής και μας καθιστά άξιους της μεταλήψεως των αχράντων μυστηρίων και της πνευματικής ενώσεως με τον Πλάστη μας Θεόν.

Ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης για τον Οικουμενισμό


    "Δὲν διεκρίναμεν (ἀκόμα) τὰ ὅρια μεταξὺ ἀληθείας καὶ ὑποκρισίας ἐν τῇ πίστει;".


    "Καὶ πρέπει ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ παραιτηθῶμεν παντὸς διαλόγου πρὸς αἱρετικούς, κατὰ τὴν ὀρθὴν συμβουλὴν τοῦ Θεορρήμονος Ἀποστόλου Παύλου,"αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτο, εἰδῶς ὅτι ἐξήστραπτεν ὁ τοιοῦτος ἁμαρτάνων ὧν αὐτοκατάκριτος...".

   Πρὸς τί λοιπὸν ἡ τόση προθυμία πρὸς μετάβασιν εἰς Ρώμην, πρὸς τί ἡ ἐπίμονος ἐκζήτησις ὑφ' ἡμῶν διαλόγων; Πρὸς τί τόσον ἡ κακοπαθοῦσα καὶ παραποιουμένη κατὰ Θεὸν ἀγάπη; Δὲν μᾶς σωφρονίζουν τὰ παθήματα τῆς Φερράρας καὶ τῆς Φλωρεντίας; Δὲν ἐλάβομεν εἰσέτι πείραν τῆς Λατινικῆς στρεψοδικίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας; Δὲν διεκρίναμεν τὰ ὅρια μεταξὺ ἀληθείας καὶ ὑποκρισίας ἐν τῇ πίστει;"

Τι έγραψε ο Γαβριήλ Διονυσιάτης για τη μάχη των Καρυών (16 Οκτωβρίου 1948)


Η σημαντικότερη μάχη ανταρτών και χωροφυλακής στο Άγιο Όρος, ήταν αυτή που διεξήχθη την αυγή της 16/10/1948 από 400 περίπου ένοπλους αντάρτες που ήταν τμήμα της VI Μεραρχίας του ΔΣΕ .
Η δύναμη αυτή είχε στις τάξεις της και γυναίκες και η επιχείρηση έγινε με αντικειμενικό στόχο την προμήθεια τροφίμων και την στρατολόγηση κατοίκων της Χαλκιδικής που είχαν καταφύγει στο Άγιο Όρος. Μετά το πέρας της επιχείρησης η δύναμη αυτή θα κατέληγε στον Κάκαβο που στρατοπέδευε και η υπόλοιπη VI Μεραρχία.
Διοικητής των ανταρτών ήταν ο Π. Ερυθριάδης και η επίθεση είχε δύο στόχους.
1ον Το Διοικητήριο όπου ήταν ο Διοικητής Αγίου Όρους Π. Παναγιωτάκος και 4 άνδρες η οποία και αποκρούστηκε μετά από 8ωρη μάχη και με απώλειες για τους επιτεθέντες. Το κτίριο έπαθε μεγάλες ζημιές και καήκε μεγάλο μέρος από το αρχείο της Διοικήσεως.
2ον Το κτίριο που στεγαζόταν η δύναμη της Χωροφυλακής που και αυτή απέτυχε.
Οι απώλειες των χωροφυλάκων ήταν ένας τραυματίας και των ανταρτών 2 νεκροί και 5 τραυματίες. Τραυματίστηκε και ο Παπαγεωργίου.
Πήραν από τις Καρυές τρόφιμα, ιματισμό και χρήματα. Παρόμοιες λεηλασίες έκαναν και στην Ι. Μ. Ιβήρων και Βατοπεδίου, προέβησαν δε σε εκτεταμένη στρατολόγηση.
Οι αντάρτες με τα εφόδια που φορτώθηκαν σε 80 υποζύγια αποχώρησαν στις 17/10/1948.
Επισημάνθηκαν από την πολεμική αεροπορία και στην πορεία των ανδρών του ΔΣΕ επί δύο ημέρες από τις Καρυές μέχρι τον Κάκαβο η Αεροπορία έκανε συνεχείς επιθέσεις, ταυτόχρονα τους βομβάρδισαν πολεμικά πλοία με συνέπεια να υποστούν σοβαρές απώλειες και να χάσουν το μεγαλύτερο μέρος των εφοδίων που είχαν συναποκομίσει.
Για την υπόθεση αυτή ο Πατέρας Γαβριήλ ο Διονυσιάτης έχει γράψει:
«Οκτώβριος 1948. Ο συμμοριτοπόλεμος εμαίνετο καθ όλην την χώραν, και ιδία εις τας βορείους επαρχίας όπου ήτο ευκολότερος ο ανεφοδιασμός των συμμοριτών από τας γειτονικάς κομμουνιστικάς χώρας. Εις την Χαλκιδικήν λόγω της ορεινότητας και της εύκολου εξοικονομίσεως τροφίμων εκ των χωριών, ευρίσκοντο 3 με 4 συμμορίαι, των οποίων σκοπός να έχουν υπερφαλαγγισμένην την Θεσσαλονίκην, να ενεργούν μέχρι των προθύρων αυτής δολιοφθοράς και να στρατολογούν εκουσίως και ακουσίως.
«Ο πληθυσμός αυτής εθνικόφρων κατά τα 9/10, ίνα αποφύγει τας στρατολογίας, τας διώξεις και τας εξοντώσεις εκ μέρους των συμμοριτών, μετώκησεν εις τα μεγαλύτερα κέντρα, οι γεωργοί προς την Κασσάνδραν, πεδινήν ως επί το πολύ και ήδη με την τομήν του ισθμού εις την Ποτίδαίαν νήσον γενομένην και ευκόλως φρουρουμένην, οι αστοί και βιοτέχναι διέρρευσαν προς Θεσσαλονίκην, Πολύγυρον και Αρναίαν, οι δε εργάται και υλοτόμοι προς το Άγιον Όρος, όπου προ διετίας είχον εισρρεύσει και οι κτηνοτρόφοι με τας αγέλας και τα ποίμνιά των.
«Ούτω ο πληθυσμός τετραπλασιάσθη, των 2/3 αυτού αποτελουμένων προσφύγων χωρικών της Χαλκιδικής, και τούτων όλων ακμαίων ανδρών ειθισμένων εις την υπαίθριον ζωήν και τας ορειβασίας.
«Τούτο έχουσα υπ όψιν η ηγεσία του συμμοριτισμού, ενήργησεν δύο τρεις κρούσεις εις Δάφνην, Εσφιγμένου και τινα ακραία σημεία τα προς τον ισθμόν του Ξέρξου.
«Δυστυχώς δια λόγους αγνώστους προς ημάς, το Κράτος δεν έλαβεν τα κατάλληλα μέτρα, ούτε καν προς οχύρωσιν του προρρηθέντος Ισθμού αρκεσθέν εις εγκατάστσιν εκείσε ενός φυλακίου χωροφυλάκων.
«Η Ιερά Κοινότης και δι εγγράφων της και δι αποστολής εις Αθήνας και Θεσσαλονίκην ειδικών επιτροπών, εν συντονισμώ και με τας γειτονικάς Κοινότητας, εζήτησεν επιμόνως την οχύρωσιν και στρατιωτικήν επάνδρωσιν του Ισθμού και την σύστασιν περιοδεύοντος παρ αυτόν Σώματος οπλιτών, αλλά δεν εγένετο τίποτα.
«Κατά τον Σεπτέμβριον ήτο πρόδηλον, ότι επρόκειτο εξόρμησις των συμμοριτών προς τας Χερσονήσους, καθ ότι το τοπικόν αρχηγείον των μετεφέρθη νοτιότερον και είχον παρατηρηθεί και διελεύσεις εκ των περιφερειών Λαγκαδά και Νιγρίτας προς Χαλνιδικήν.
«Και πάλιν η Ιερά Κοινότης ετόνισεν τον κίνδυνον και εζήτησεν ειδικώς ενίσχυσιν της Χωροφυλακής του Όρους και δια Στρατού, αλλ εις μάτην και πάλιν. Και ούτω περί τα μέσα Οκτωβρίου σχηματισμός εξ εκατόν περίππου συμμοριτών και συμμοριτισών εισέβαλον δια του Ισθμού νύκτωρ εις το Άγιον Όρος και έφτασεν εις την Πρωτεύουσαν αυτού Καρυάς χωρίς να γίνει αντιληπτός.
«Ευτυχώς ότι τον αντελήφθησαν μερικοί μοναχοί εκ των ακραίων Κελλίων εν Καρυαίς και έτρεξαν και ειδοποίησαν την Υποδιοίκησιν Χωροφυλακής και επρόλαβεν αυτή να λάβη τα αμυντικά μέτρα της και να μη καταληφθή εξ απίνης.
«Τούτο απέτρεψεν τα σχέδια των συμμοριτών, και ότε περί τα ξημερώματα επετέθησαν κατά των κτιρίων της Χωροφυλακής και Διοικήσεως, ευρέθησαν αντιμέτωποι των γρηγορούντων ανδρών.
«Επηκολούθησεν ολοήμερος μάχη υπό ραγδαίαν βροχήν, καθ ήν εφονεύθησαν τρεις συμμορίται και εκ των χωροφυλάκων ουδείς.
«Την επομένην οι εκ των συμμοριτών άνδρες επεδόθησαν εις την λεηλασίαν των Κελλίων και καταστημάτων, αι δε γυναίκες προς εμπαιγμόν και βεβήλωσιν των ιερών παραδόσεων και τυπικών, εχόρευον υπό την αψίδα του Κωδωνοστασίου του Πρωτάτου, και με Καυκασιακήν προφοράν των έλεγον εις ενίους Πατέρας διερχομένους εκείθεν: «ας κάνη το θάμα της η Παναγία σας εις εμάς τα κοράσια».
«Και τότε μεν εμακροθύμησεν η Παντάνασσα και δεν ετιμώρησεν τους υβριστάς της, αλλ έκτοτε δεν είδαν κατά το λεγόμενον «άσπρη μέρα». Τους βρήκε, μετ ολίγον η καταστροφή της Φλωρίνης με 1.200 νεκρούς, αιχμαλώτους και τραυματίας, και εντός έτους δεν έμεινεν τίποτε από το ανόσιον έργον τους.
«Ο ηρωικός στρατός μας με την βοήθειαν του Θεού και της Παναγίας τους συνέτριβε πραγματικώς, όπου τους συνήντα, και τον Αύγουστον του επωμένου έτους τους εξώντωσε κυριολέκτηκώς εκεί εις τα ληστρικά των ερείσματα του Γράμμου και του Βίτσι και δεν απέμεινεν πλέον εις την Ελλάδα μας παρά μόνον τα ερείπια, που δημιούργησεν ο Θεοκατάρατος Κομμουνισμός, η φρίκη εκ της αναμνήσεως του ελλεεινού συμμορίτου και η αιώνια κατάρα του λαού μας επί τας κεφαλάς εκείνων, που αρνηθέντες την πίστην και την πατρίδα των εξυπηρέτουσαν τα Σλαυικά συμφέροντα.
«Προς το εσπέρας ανεχώρησαν μετά φοβεράν λεηλασίαν των Καρυών, διέρρηξαν τα Kαταστήματα και όσα μεν πράγματα ήθελον, τα εφόρτωσαν εις διαρπαγέντα εκ των μονών και ιδιωτών ζώα, τα δε άλλα, ρύζια, ζυμαρικά κλπ τα πετούσαν εις τις λάσπες του δρόμου, μόνον και μόνον, ίνα κάμουν ζημίαν. Το χείριστον δε και χαρακτηριστικόν δια την θηριωδίαν των, κατά την λεηλασίαν των Κελλίων, ότι εύρισκον ιερά σκεύη, Ευαγγέλια, Επάργυρωμένας θήκας Αγίων λειψάνων κλπ τα έρριπταν φύρδην μίγδην και μετ άλλων χυδαίων αντικειμένων εις σάκκους και τα συναπεκόμιζαν προς εκποίησιν, αλλά δεν επρόφθασαν, τα περισσότερα ευρέθησαν εις τα Κρούσια, όταν εξεδιώχθησαν κακώς και εκείθεν. Φεύγοντας εξ Αγίου όρους έλαβον βιαίως μεθ εαυτών εκατόν και πλέον ανθρώπους, ποιμένας, εργάτας, υλοτόμους, και περί τα εκατόν πεντήκοντα ζώα, φορτωμένα τα κλεπτολάφυρα των και τους τραυματίας των.
«Και όλη αυτή η θρλιβερά φάλαγξ διήλθεν ανενόχλητος το στενόν του Ξέρξη, καίτοι υπήρχον δύο ακταιωροί εκατέρωθεν και εντός ολίγου είχε φθάσει και το αντιτορπιλικών «Δόξα», αλλά έμειναν αδρανή, ίνα μη φονευσωσιν το πλήθος των αθώων απαχθέντων.
«Η Βέβηλος αυτή εισβολή και λεηλασία του αγίου Όρους, το οποίον εσεβάσθησαν αλλοεθνείς και αλλόπιστοι, θα μείνη ως θλιβερά και απαισίας μορφής ανάμνησις, ότι ευρέθησαν Έλληνες και Ελληνίδες, έστω κατ όνομα, να καταπατήσουν εν εικοστώ αιώνι τα ιερά θέσμια. Πρεπόντως λοιπόν εγράφει υπό τινος υπό το Κωδωνοστασιον του Πρωτάτου: «Εν τω Αγίω τούτω τόπω εχόρευαν κατά την εισβολήν αι ερινύες του συμμοριτισμού, ήτοι τα βδελύγματα της ερημώσεως».