Η μακάρια Βάρενκα Πάβλοβνα Σουλάγεβα, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό Μάιντανι της επαρχίας Νίζνι – Νόβγκοροντ, από γονείς χωρικούς. Οι γονείς της ήταν ευλαβείς άνθρωποι. Δούλευαν όλη τη βδομάδα και τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία. Η Βάριενκα δεν ξεχώριζε από τ’ άλλα παιδιά του χωριού, ακολουθούσε κι αυτή τούς γονείς της στην εκκλησία.
Κάποτε, πού ήταν δεκατριών χρονών, είδε στον ύπνο της μια εκκλησία. Στην εκκλησία βρισκόταν μια γυναίκα με μοναχική περιβολή και γύρω της ήταν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Όλοι είχαν τα μάτια στραμμένα πάνω της. Όλοι πήγαιναν στη γυναίκα Εκείνη κι έπαιρναν την ευλογία της. Ή Βάρενκα ήθελε κι αυτή πάρα πολύ να την πλησιάσει, να πάρει κι αυτή την ευλογία της. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από τούς άλλους -υπήρχαν εκεί μοναχές, καθώς και ιερείς- και την πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε.
Τελικά κατόρθωσε να βρεθεί μπροστά της και της είπε:
- Δώσε μου την ευλογία σου!
- Όχι, εγώ ευλογώ τους τακτικούς, εκείνους πού εκκλησιάζονται και τις καθημερινές.
Πόση θλίψη ένιωσε στην καρδιά του το μικρό κορίτσι! Ήθελε τόσο πολύ να πάρει την ευλογία της, πού από τότε άρχισε να πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Και για να μη την κοροϊδεύει ο κόσμος πού την έβλεπε να εκκλησιάζεται καθημερινά, όπως οι καλόγριες, τύλιγε το πρόσωπο της μ’ ένα σάλι και πήγαινε στην εκκλησία μέσα από τα περιβόλια.
Λίγο καιρό αργότερα έπεσε σ’ έναν ασυνήθιστο ύπνο. Κοιμόταν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Στον ύπνο της είδε τούς ένοικους του παραδείσου και της κόλασης και κατάλαβε τί περιμένει τον άνθρωπο μετά το θάνατό του.
Όταν ξύπνησε, είπε στη μητέρα της:
- Θυμάσαι όταν άπλωσα τα χέρια μου ψηλά; Αυτό έγινε όταν είδα μια γυναίκα να την δέρνουν με σιδερένια χτένια. Μετά την έριξαν σ’ ένα καζάνι πού έβραζε και τρομοκρατήθηκα.
Κι από τότε η Βάρενκα έπεφτε συχνά σε ύπνωση κι έβλεπε περίεργα και θαυμαστά πράγματα πού είχαν σχέση κυρίως με το μέλλον. Μερικές φορές έλεγε στους ανθρώπους όσα ευαρεστήθηκε ο Κύριος να της αποκαλύψει.
Ο Ματθαίος Λεόντιεφ πέθανε στο Μάιντανι.
Ήταν εποχή πείνας όμως κι οι συγγενείς του δεν ήθελαν να κάνουν το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο, όπως συνηθιζόταν στο χωριό. Όταν η Βάρενκα κοιμήθηκε το βράδυ, είδε στον ύπνο της το Ματθαίο να στέκεται χωμένος ως τα γόνατα σ’ ένα πύρινο ποτάμι.
- Πες στους ανθρώπους μας να με βοηθήσουν, της είπε.
Η Βάρενκα το διηγήθηκε αυτό στους συγγενείς του κι αυτοί μετά αποφάσισαν να κάνουν το μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο δείπνο. Μετά απ’ αυτό η Βάρενκα τον ξαναείδε στον ύπνο της, άλλ’ αυτή τη φορά καθόταν στην όχθη του ποταμού.
Η φήμη για το ασυνήθιστο χάρισμα της διαδόθηκε γρήγορα ανάμεσα στους ορθόδοξους πιστούς. Έτσι άρχισαν να την επισκέπτονται πολλοί για να μάθουν την τύχη των νεκρών συγγενών τους.
Στο χωριό ζούσε τότε κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, η Όλγα. Ήταν πάρα πολύ φτωχή κι αδύνατη. Ό φράχτης γύρω από το σπίτι της ήταν από καλαμωτή και ξεχαρβαλωμένος. Για το κόψιμο των ξύλων είχε ένα δικέλλι αντί για τσεκούρι, ενώ ή αυλή της ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε το χρόνο να την καθαρίσει, γιατί είχε επίσης να φροντίσει ένα άλογο και μια αγελάδα. Χωρίς τα ζωντανά αυτά κανένας χωρικός δεν μπορούσε να επιβιώσει εκεί. Όσο θυμόταν τον εαυτό της δούλευε συνέχεια, η ζωή της ήταν πολύ σκληρή. Κι όταν πέθανε, η Βάρενκα την είδε στον παράδεισο.
Μερικές φορές τη ρωτούσαν για κάτι μα εκείνη δεν απαντούσε αμέσως. Την απάντηση την έδινε όταν ξυπνούσε από τον ύπνο της, την επόμενη φορά.
Κάποτε, αρκετές μέρες πριν από τον ύπνο της, εμφανίστηκε άγγελος και της είπε να μην απομακρυνθεί από το σπίτι, μήπως πέσει κάπου και δεν είχε κανένα να την φροντίσει. Κι όταν μετά έπεσε να κοιμηθεί, έμοιαζε με νεκρή. Τα άκρα τού σώματος της μούδιασαν κι έμεινε ακίνητη.
Μια άλλη φορά στην εκκλησία, μόλις τέλειωσε η θεία λειτουργία, η Βάρενκα είπε στην Αναστασία Άσταφίεβα, πού ήταν φίλη της:
- Πάμε σπίτι, θα κοιμηθώ σε λίγο.
- Δεν πήγα ακόμα να προσκυνήσω το σταυρό, απάντησε εκείνη.
- Γρήγορα, της είπε βιαστικά η Βάρενκα. Δεν είχαν φτάσει καλά καλά στην πλατεία, όταν η Βάρενκα αποκοιμήθηκε. Χρειάστηκε να βρουν ένα φορείο για να την μεταφέρουν στο σπίτι.
Μερικές φορές, την ώρα πού κοιμόταν, διηγιόταν με λεπτομέρειες αυτά πού έβλεπε τη στιγμή εκείνη. Τις ιστορίες αυτές τις είχαν καταγράψει μερικοί, γέμισαν ολόκληρο βιβλίο μ’ αυτές. Όταν όμως άρχισαν οι διωγμοί πέταξαν το βιβλίο στη φωτιά, επειδή φοβούνταν τούς άθεους.
Τις αποκαλύψεις αυτές τις έβλεπε συνέχεια για δέκα περίπου χρόνια. Κάποτε είπε πώς είχε δει την Παναγία, πώς την καθοδηγούσε ό άγιος Νικόλαος, πώς υπάρχει ένας πύρινος ποταμός πού πρέπει να τον περάσει κάθε ψυχή μετά το θάνατό της. Έδειξε μάλιστα ένα σημείο στο χέρι της πού είχε καεί ως το κόκκαλο, από μια σταγόνα τού πύρινου ποταμού πού έπεσε πάνω της.
Κάποτε οι αρχές έμαθαν για τη Βάρενκα κι από τότε μέλη της Κομσομόλ πήγαιναν πολλές φορές στο σπίτι της την ώρα πού κοιμόταν. Πολλές φορές την χτυπούσαν, με την ελπίδα πώς θα ξυπνούσε και θ’ αποκάλυπταν την «άπατη» της. Μετά ήρθαν και γιατροί από το Γκόρκυ (Νίζνι -Νόβγκοροντ). Της έκαναν δραστικές ενέσεις ταχείας ενέργειας, έχοντας τον ίδιο σκοπό με τα μέλη της Κομσομόλ. Της έκαναν τόσο μεγάλες δόσεις και τόσο συχνά, ώστε όταν ξυπνούσε, δεν μπορούσε ούτε τα χέρια της να κουνήσει.
Ότι κι αν έκαναν οι άθεοι όμως, δέ ήταν ικανό να την ξυπνήσει. Έτσι αποφάσισαν να τη μεταφέρουν σ’ ένα νοσοκομείο, για να συνεχίσουν εκεί τα πειράματά τους.
Κάποτε είχαν ήδη φτάσει κοντά της και προσπαθούσαν να τη σηκώσουν. Την βρήκαν όμως τόσο βαριά, πού δεν μπόρεσαν να την μετακινήσουν από το κρεβάτι της.
- Δεν πειράζει, είπαν. Αύριο θα ‘ρθουμε με το αυτοκίνητο και θα τη μεταφέρουμε μαζί με το κρεβάτι της.
Όταν έφυγαν εκείνοι, ξύπνησε η Βάρενκα. Ή μητέρα της της είπε τί είχαν σκοπό να της κάνουν οι γιατροί και παραπονιόταν επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Την ίδια μέρα η Βάρενκα μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε από το σπίτι. Για μερικά χρόνια περιπλανιόταν στους ιερούς τόπους της περιοχής τού Βόλγα, μερικές φορές μόνη της κι άλλοτε με παρέα.
Μια φορά ό ιερέας π. Πέτρος της έστειλε τα θεία δώρα πού τα είχε τοποθετήσει σε μια εικόνα κατάλληλα προσαρμοσμένη. Μετά οι μπολσεβίκοι πήγαν να συλλάβουν τον π. Πέτρο στο σπίτι του. Με το πού πλησίασαν στην πόρτα του όμως, εκείνος έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.
Το 1936 η Βάρενκα ήταν είκοσι δύο χρονών. Τότε πήγε μαζί με κάτι φίλους στο γέροντα Ιωάννη Αρντατόφσκυ, πού ήταν φημισμένος σ’ ολόκληρη την περιοχή για την άγια ζωή του και το προορατικό του χάρισμα. Εκείνος της είπε:
- Πήγαινε στο Σάρωφ. δεν είναι μακριά από δώ. Οι φίλοι της δεν ήθελαν να την ακολουθήσουν,βιάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Έτσι και κείνη, επειδή φοβήθηκε πώς η μητέρα της θ’ ανησυχούσε, δεν πήγε στο Σάρωφ.
- Καλύτερα να πάω σπίτι πρώτα, να ενημερώσω και τη μητέρα μου, σκέφτηκε.
Μετά έφυγε από το σπίτι για την Πίλνα, όπου συγκατοίκησε με τις αδελφές Όπάρινυ στο σπίτι τους, για ν’ αποφύγει την καταδίωξη. Έπειτα έφυγε και από κει μαζί με μια κοπέλα, τη Δάμασα, για να πάει στο Σάρωφ. Εκεί όμως κρύβονταν σ’ ένα απομονωμένο σημείο έξι αστυνομικοί και την περίμεναν. Ένας απ’ αυτούς την κυνηγούσε πολύ καιρό. Τ’ όνομα του ήταν Γαβρίλωφ.
Ή Βάρενκα κατάλαβε πώς δέ θα την άφηναν να πάει στο Σάρωφ κι έκανε μια θερμή προσευχή στην Παναγία.
Οι αστυνομικοί την έπιασαν και την έδειραν ανελέητα. Την κλωτσούσαν, τη χτυπούσαν με σιδερόβεργες. Της έδωσαν τόσο ξύλο πού το πρόσωπο της παραμορφώθηκε, έμοιαζε με κόκκινη μάσκα. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ’ αυτιά της. Μετά ετοιμάστηκαν να την ατιμάσουν, μα εκείνη τη στιγμή η Παναγία την προστάτεψε και μια αόρατη δύναμη τούς εμπόδισε να την πλησιάσουν.
Στο τέλος πήραν τις κοπέλες στην αστυνομία, μα η σκέψη της τιμωρίας της δεν τούς είχε εγκαταλείψει. Όταν η Βάρενκα ζήτησε κάτι να πιει της έδωσαν νερό. Μα μέσα έριξαν λίγο αρσενικό, δήθεν πώς της έδωσαν φάρμακο. Οι αστυνομικοί παραξενεύτηκαν πολύ πού δεν πέθανε. Περίμεναν να δράσει το φάρμακο, όταν όμως δεν είδαν κανένα σημάδι δηλητηρίασης, της είπαν:
- Πόσο σφριγηλή γυναίκα είσαι… Ίσως να είσαι και αγία.
Από τότε όμως η Βάρενκα έχασε τα πόδια της, δεν την κρατούσαν πια. Τα υπόλοιπα σαράντα χρόνια της ζωής της τα πέρασε στο κρεβάτι. Μόνο από τη μέση και πάνω όριζε τον εαυτό της.
- Αυτό είναι το δικό μου Σάρωφ, έλεγε. Η ανυπακοή μου φταίει.
Από τότε σταμάτησε κι η ύπνωσή της. Συνέχισαν όμως να την κυνηγούν οι αρχές κι έτσι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Έπρεπε να μετακινείται από τόπο σε τόπο, όποιος κι αν ήταν ο καιρός. Το χειμώνα την μετέφεραν σ’ ένα καλάθι, δεμένο σε φορείο.
Μια νύχτα πού ό καιρός ήταν πολύ άσχημος, ένας ανεμοστρόβιλος την παρέσυρε κι ή Βάρενκα έπεσε από το καλάθι. Οι συνοδοί της την έχασαν, δεν την βρήκαν αμέσως. Κι όπως γύριζαν όλη νύχτα να τη βρουν, μπερδεύτηκαν κι έχασαν το δρόμο. Άργησαν πολύ να την εντοπίσουν.
Ή Βάρενκα δεν υπόφερε μόνο από τούς αθεϊστές, αλλά κι από ανθρώπους πού βρίσκονταν κοντά της. Στην αρχή την φρόντιζε ή ‘Άννουσκα, πού είχε το παρατσούκλι «Κουλή», και ή Νιούρα. Όταν κάτι δεν άρεσε στην ‘Άννουσκα, χτυπούσε την ανάπηρη Βάρενκα άγρια. Αίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε ή Νιούρα και πήρε όλα τα πράγματα της Βάρενκα, έκτος από τις εικόνες και το κρεβάτι της. Σύντομα όμως το σπίτι όπου έμενε με τον άντρα της, πήρε φωτιά και κάηκε. Μετά έχτισαν άλλο, πού κάηκε κι αυτό. Τότε μόνο κατάλαβε ή μητέρα της Νιούρα πώς την τιμωρούσε ό Κύριος επειδή έκλεψε την ανάπηρη Βάρενκα και πήγε να ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό της κόρης της.
Τελικά ή Βάρενκα κατόρθωσε ν’ αγοράσει ένα μικρό αλλά καλοφτιαγμένο σπίτι, με χρήματα πού της έδιναν οι χριστιανοί. Την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι. Μερικοί της ζητούσαν να προσευχηθεί γι’ αυτούς, άλλοι ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Οι αρχές παρατήρησαν πώς την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι κι όταν έμαθαν το λόγο της επίσκεψης τους, αποφάσισαν να τη διώξουν. Άρχισαν να πιέζουν τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού να της επιστρέψει τα χρήματα και να πάρει πίσω το σπίτι. Τρομοκρατημένος ό πρώην ιδιοκτήτης συμφώνησε. Ό Θεός όμως ού μυκτηρίζεται. Την άλλη μέρα πέθανε ό πρώην ιδιοκτήτης και το σπίτι παρέμεινε στη Βάρενκα.
Κάποτε επισκέφτηκε τη Βάρενκα ή Ντάρια Ζαϊκίνα κάθισε λίγο μαζί της κι έπειτα ετοιμάστηκε να φύγει. Ή Βάρενκα όμως της είπε:
- Μη φύγεις. Υπάρχουν τόσο πολλά πονηρά πνεύματα στο σπίτι…
Λέγοντας αυτά ή Βάρενκα. κάλυψε το κεφάλι της με την κουβέρτα.
- Βάρενκα, κοίταξε με, είπε ή Ντάρια.
- Δεν μπορώ ν` ανοίξω τα μάτια μου, είναι τόσο φοβερά.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα μια γυναίκα πού άρχισε να προσεύχεται και είπε:
- Πηγαίνετε από κει πού ήρθατε.
Ό δαίμονας αποκρίθηκε με αντρική φωνή:
- Κανένας μας δεν είναι εκεί τώρα, είμαστε μαζεμένοι όλοι εδώ στη γη. Σε όποιον δέ φορά σταυρό και δεν κρατά κομποσκοίνι τού κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Μετά γύρισε στη Βάρενκα και είπε:
- Βγάλε τα αυτά, πέταξε τα γρήγορα!
- Δέ θα τα βγάλω, δέ θα τα πετάξω, απάντησε ή Βάρενκα.
Δυό φορές ό δαίμονας πρόβαλε την ίδια απαίτηση και δύο φορές τού απάντησε ή Βάρενκα. Ξαφνικά ό δαίμονας είπε με μανία:
- ‘Αχ, τί μεγάλη μπουκιά πού είσαι! Έχεις κρεμάσει μέσα σου ένα παλιόσχοινο (κομποσκοίνι), αλλιώς θα σε πέταγα έξω ολόκληρη.
Μετά την άρπαξε, τη σήκωσε ψηλά και τη χτύπησε δυνατά.
Κι ό δαίμονας συνέχισε να την βασανίζει ολόκληρο εικοσιτετράωρο, για να την τρομοκρατήσει.
- Παναγία μου, βοήθησε με, κραύγαζε εκείνη.
Εκείνο τον καιρό οι δαίμονες την επισκέπτονταν τακτικά στο σπίτι, το ‘χαν βάλει σκοπό να την τρομοκρατήσουν. Μόνο όταν εμφανίστηκε ή ίδια ή Παναγία κι ακούμπησε στο κεφάλι της ένα πετραχείλι, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με το πού παρουσιάστηκε ή Παναγία, οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, έγιναν καπνός.
Από το βιβλίο ''Μάρτυρες του Βορρά Γ'.Γυναίκες μάρτυρες ομολογήτριες.
Εκδ.Πέτρος Μπότσης,Αθήνα 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου