Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις – Όταν οι οι νόμοι της φθοράς ανεστάλησαν (για άλλη μια φορά)


Όντως, στην υπό παρουσίαση θαυμαστή περίπτωση οι νόμοι της φθοράς ανεστάλησαν και δεν ακολούθησαν τις γνωστές συνήθειές τους.

Άνοιξη του έτους 1947. Κυριακή, 11 Μαΐου. Ο παπά – Θανάσης Πιάς, εφημέριος του χωριού Ελατόβρυση Ναυπακτίας, μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας και κατόπιν χαλκευθείσης κατηγορίας συλλαμβάνεται από άθεους, αντίχριστους, ανθέλληνες και ξενοκίνητους «αδελφούς» μας και κρατείται απομονωμένος σ’ ένα σπίτι. Στις 13 Μαΐου οδηγείται αναπολόγητος στη θέση «Λάλκα» της Κοινότητας Κρυονερίων Ναυπακτίας, όπου βασανίζεται φρικτά και τέλος, μετά από λογχισμό στον κρόταφο, θανατώνεται. Ακολούθως, το καθημαγμένο σώμα του ρίπτεται γυμνό σ’ ένα πρόχειρο λάκκο, εκτεθειμένο σχεδόν στην διάθεση των αρπακτικών πτηνών και σαρκοβόρων αγρίων ζώων. Παράλληλα, από τους αιμοδιψείς σφαγείς του εκδίδεται διαταγή, με την οποία απαγορεύεται η αναζήτηση του σκηνώματος του εκτελεσθέντος ιερέα.
Η πρεσβυτέρα, αείμνηστη Πολυξένη, θαρραλέα από τη φύση της και αιρομένη στο ύψος των περιστάσεων, αψηφά τις απειλές και τους κινδύνους και αρχίζει την έρευνα σε δασώση μέρη, με μόνο σύντροφο – τις πρώτες ημέρες – τον ποιμενικό τους σκύλο. Την 8η ημέρα, 20-5-1947, ανευρίσκεται το σκήνωμα του Μάρτυρα, από την πρεσβυτέρα και ολίγους συγγενείς του, άφθαρτο, να αιμορραγεί και να εκχέει άρρητη ευωδία. Την ίδια μέρα μεταφέρεται με πρόχειρο φορείο στο χωριό μας Ελατόβρυση για να γίνει η προετοιμασία της κηδείας, η εκφορά και η ταφή. Ο ιατρός της 74ης Ταξιαρχίας του Ελληνικού Στρατού, η οποία στρατοπέδευε εκείνες τις ημέρες στην Ελατόβρυση, επειδή το σκήνωμα δεν είχε αλλοιωθεί και δεν ανέδιδε καμία δυσοσμία, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Ταξιαρχίας, επέτρεψε την παραμονή στο σπίτι και την έκθεση του σε λαϊκό προσκύνημα μέχρι τη μεσημβρία της επομένης (21-5-1947), οπότε έλαβε χώραν ο ενταφιασμός του.
Κατά την εξόδιο ακολουθία Τμήμα της Ταξιαρχίας του Στρατού απένειμε προς τον Εθνομάρτυρα τις κεκανονισμένες τιμές (Λοχαγού). Τον επικήδειο εξεφώνησε ο τότε Υπολοχαγός Μαυραγάνης Γεώργιος, ο οποίος και ενεχείρισε αντίγραφο του λόγου του στην πρεσβυτέρα μετά το πέρας της νεκρωσίμου ακολουθίας.
Η εμφάνιση και διατήρηση του σεπτού σκηνώματος αναλλοίωτου, ιδιαιτέρως δε η ευωδία, η οποία εκχεόταν απ’ αυτό, παρ’ ότι είχαν παρέλθει οκτώ (8) πλήρεις ημέρες από το μαρτυρικό τέλος του Ιερέα, προκάλεσαν όχι μόνο κατάπληξη αλλά και συγκίνηση σε οικείους, συγγενείς, συγχωριανούς, ως και στους άνδρες της Χωρ/κης και της 74ης Ταξιαρχίας Στρατού.

Σ’ αυτή την εξαίρεση ή την αναστολή των νόμων της φύσεως η λογική δεν δίνει απάντηση ούτε και η επιστήμη.
Οι νόμοι της φύσεως και εν προκειμένω της φθοράς υποχώρησαν μόνον επειδή το θέλησε ο Θεός.
Το σκήνωμα κατά δήλωση πολλών ατόμων, τόσο κατά την ανεύρεση του, όσο και κατά την μεταφορά και παραμονή του στο σπίτι, αλλά και κατά την εκφορά, εξέχεε – παραδόξος – μία ξεχωριστή ευωδία. Μία ευωδία που ήταν άρρητη, ουράνια.
Όσον αφορά στη διατήρηση του σκηνώματος αναλλοιώτου επί 8ήμερο, από του θανάτου του Μάρτυρος, πιστεύουμε ότι και η Ιατροδικαστική Επιστήμη αδυνατά να δώσει σχετική εξήγηση, διότι δεν εμπίπτει στα δεδομένα της. Και αυτό το στηρίζουμε στο γεγονός ότι οι συνθήκες όπως ενθυμούντο όλοι οι Ελατοβρυσίτες, οι οποίοι βρίσκονται στο χωριό μας από 10 έως 21 Μαΐου 1947, που επικρατούσαν τότε στην περιοχή, δηλαδή τόσο στη θέση «Λάλκα» όπου παρέμεινε το σκήνωμα του σε πρόχειρο λάκκο επί 8ήμεορ, όσο και στο χωριό μας, όπου παρέμεινε επί 24ωρο περίπου, στο σπίτι του Ιερέα, προ της ταφής, ήταν κατάλληλες, για την ακώλυτη εμφάνιση των υστεροφανών σημείων του θανάτου, κυρίως δε της σήψεως. Ήταν εποχή ανοίξεως – β’ 10ήμερο μηνός Μαΐου – ημέρα μεγάλης διαρκείας, ζέστη δε σχετική, με κανονική υγρασία και παρουσία αφθόνου οξυγόνου. Όπως όμως κι αν έχει το πράγμα, επί του σκήνους του π. Αθανασίου Πιά έχουμε φανέρωση σημείου του Θεού. Αυτό και μόνο πρέπει να προκαλέσει το ενδιαφέρον για τον Ιερέα, τον μάρτυρα και τον ποιμένα των λογικών προβάτων της Ελατόβρυσης.
Ο παπά Θανάσης Πιάς ήταν, αναμφίβολα, μία μεγάλη μορφή της κοινωνίας και της εκκλησίας, πρώτα της εκκλησίας που διακονούσε και ήταν λειτουργός του Υψίστου. Πλούσιος σε χαρίσματα της διακονίας του και απέριττος στις κοινωνικές εκδηλώσεις του στη μικρή κοινωνία της ενορίας του. Δεν άφηνε να περάσουν οι πράξεις της αδικίας και οι παραλείψεις των υποχρεώσεων απ’ τους ενορίτες του. Φρόντιζε πάντοτε να οικοδομεί το σώμα και να σωφρονεί την ψυχή της «εκκλησίας του».
Και ως τέτοιος στις δύσκολες στιγμές που περνούσε η χώρα μετά την κατοχή δεν θέλησε να εγκαταλείψει την ενορία του, όπως δεν την εγκατέλειψαν, άλλωστε και οι συγχωριανοί του. Τότε δε, που ο πειρασμός ήταν μεγαλύτερος να στραφούν οι συγχωριανοί του στις χειρότερες αμαρτίες και αδικίες, προσπάθησε να δώσει λόγον αγάπης. Αλλά, αν το πλήρωμα της «εκκλησίας» ήταν άρτιο και καθαρό, υπήρχαν και οι αντίθετοι και οι αντίχριστοι στην περιοχή, που δεν θέλησαν ή δεν έστεργαν τα ηθικά αναστήματα, τις καταβολάδες των παραδόσεων, τους λύχνους προς το δρόμο της σωτηρίας.
Αυτοί οι «άνθρωποι» αναίτια, αναπολόγητα «εξέβαλον έξω του αμπελώνος και απέκτειναν» (Ματθ. κα’ 39) τον λευίτη της Ελατόβρυσης. Εφόνευσαν τον πιστόν του Θεού με μαρτύριο φρικτό, το οποίο δέχθηκε ως μιμητής «των του Χριστού παθημάτων» (Α’ Πετρ. ε’ 1). Και θα φανεί, νομίζω, στη συνέχεια ποια συνέπεια κατείχε τον ευλαβέστατο αιδεσιμώτατο της Ελατόβρυσης, τόσο στην εκκλησιαστική του ζωή, όσο και στην κοινωνική του. Και θα εξαρτηθεί απ’ τον καθένα, να εκτιμήσει την προσφορά του, και να προσφέρει το μνημόσυνο του στην άγια ψυχή του αειμνήστου μάρτυρα. Ειδικότερα δε για τους χωριανούς του, όσοι τυχόν τον έβλαψαν, τον επίκραναν ή στάθηκαν ψυχροί και αδιάφοροι στην τελευταία περίοδο της ζωής του και στα κρίσιμα ημερόνυχτα της απαίσιας συλλήψεως του, να αφήσουν να κυλήσει το δάκρυ της συμπαθείας και του πόνου.
Είναι αλήθεια, ότι για το ακούσιο μαρτύριο του, ο δικαιοκρίτης Θεός, επεφύλαξε, τόσο για τον Μάρτυρα, όσο και για μας τους Ελατοβρυσίτες μία ξεχωριστή ευλογία, την οποία αποκάλυψε λίγες ημέρες μετά το θάνατό του. Κι αυτή έγκειται στο αναμφισβήτητο πλέον γεγονός της διατηρήσεως του σεπτού του σκηνώματος, οκτώ ημέρας από το μαρτύριο του ιερέα, «αναλλοίωτου και εκχέοντος άρρητον ευωδίαν». Το απροσδόκητο αυτό φαινόμενο αναντίρρητα, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Μάρτυρας, με τη ζωή του και το μαρτύριο του, ευαρέστησε τον Θεό, ο Οποίος και ευλόγησε και καθαγίασε το σεπτό του σκήνωμα με τον πρωτάκουστο τούτο τρόπο.
Το θαυμαστό γεγονός συγκίνησε και εκέντρισε το ενδιαφέρον του γράφοντος (ο οποίος τότε ήταν μαθητής του Δημοτικού Σχολείου και κάτοικος του χωριού και το έζησε εν τω μέτρω του δυνατού), με αποτέλεσμα να ασχοληθεί επί έτη με αυτό και να το παρουσιάσει, κατά το δυνατόν, απτά, στην παρούσα εργασία του…
Προτού κλείσω τον πρόλογο τούτο, θα ήθελα να δηλώσω ρητά και λακωνικά, ότι ο σκοπός της παρούσης εργασίας μου είναι προφανής∙ ιερός – θρησκευτικός και ιστορικός, μακριά από κάθε ιδιοτέλεια ή σκοπιμότητα, Ιερός, γιατί σ’ αυτή περιγράφεται η θυσία κληρικού και το παράδοξο, που διαπιστώθηκε στο μισοπεθαμένο σκήνωμα του, όταν βρέθηκε 8 ημέρες μετά το μαρτύριο. Ιστορικός για το θαύμα αυτό, όντας έκτακτο και υπερφυσικό συμβάν, από της πραγματοποιήσεως του εισήλθε πλέον στο χώρο της ιστορίας και ως ιστορικό γεγονός, παρουσιάζεται άρρηκτα συνδεδεμένο προς το μαρτύριο, τους δράστες του στυγερού εγκλήματος και τους λόγους για τους οποίους τελέσθηκε. Βασικώς οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από δηλώσεις, περιγραφές αυτόπτων μαρτύρων, τις οποίες κατέγραψα σε κασέτες, για να διευκολύνω τον ιστορικό του μέλλοντος όσο και κάθε άλλο μελετητή, που τον απασχολεί ή θα τον απασχολήσει το Ψαλμικό. «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ξζ’ 36).
Κατά συνέπειαν, οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία, υπόνοια ή μομφή από οιονδήποτε, θα είναι ξένη προς τις προθέσεις μας, κακόβουλος και προερχόμενη «εκ του πονηρού».
Δεν αναμοχλεύουμε πάθη, δεν αναξέουμε πληγές, που άφησε το πρόσφατο παρελθόν στην πατρίδα μας. Επιθυμία διακαής του γραφόντος είναι, πέραν του σαφούς θρησκευτικού σκοπού του πονηματίου, η προσευχή μας προς τον Πανάγαθο Θεό, ώστε να ανανήψουμε, να μετανοήσουμε, ιδιαίτερα δε, όσοι εγκλημάτησαν κατά τις περιόδους της κατοχής και του συμ/πολέμου, και όλοι μαζί «εν μετανοία και αγάπη» να υπηρετήσουμε απ’ εδώ και πέρα «Χριστόν και Ελλάδα».
Η αντικειμενική περιγραφή των ιστορικών γεγονότων πρέπει να είναι ο σκοπός του καθενός, που ασχολείται με την παρουσίαση τους, διότι έτσι επιτυγχάνεται η αληθινή συγγραφή της Ιστορίας και υπηρετείται το δίκαιο και η αλήθεια.
Παραδίδοντας στη δημοσιότητα το παρόν πόνημά μου, οφείλω να αναπέμψω από βάθους καρδίας θερμές ευχαριστίες προς το Θεάνθρωπο Κύριο, διότι με αξίωσε να ασχοληθώ από 5ετίας, περίπου, εν μέρει με τη ζωή, βασικά, όμως, με το μαρτύριο ενός πιστού «άχρι θανάτου» Λειτουργού του Υψίστου του παπά – Θανάση Πιά. Κατορθώθηκε δε απ’ την έρευνα να συγκεντρωθούν συγκλονιστικά στοιχεία μετά την παρέλευση 40 ολόκληρων χρόνων από τη θυσία του Ιερομάρτυρος, τα οποία κινδύνευαν να χαθούν, λόγω του θανάτου των ηλικιωμένων αυτόπτων μαρτύρων και τη διαρροή του χρόνου.
Οφείλω ακόμη να ευχαριστήσω θερμά τον Ιερομάρτυρα, διότι – οφθαλμοφανώς – μου παρέσχε την ευλογία και την συνδρομή να συγκεντρωθούν στοιχεία ένα προς ένα και ν’ αποτελέσουν μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της μελέτης αυτής.
* Από το επίκαιρο και σύγχρονο μαρτυρολόγιο του ιερομάρτυρος Αθανασίου Πιά, που έφερε εις το φως της δημοσιότητας ο αξιέπαινος εν Χριστώ αδελφός Αναστάσιος Κ. Καραγιάννης, αναδημοσιεύουμε τον πρόλογο.
Από impantokratoros

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου