Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΕ ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ.



   


Μεγαλόσχημος μοναχός Ιουβενάλιος Μπιρσάν Μοναστήρι Σλάτινα (1878-1968)

Γεννήθηκε στην κοινότητα Μαλίνι της επαρχίας Σουτσεάβας. Το 1923 ήλθε στο μοναστήρι Σλάτινα να γίνει μοναχός. Μέσα στην ψυχή του είχε ανάψει ό πόθος για τον Θεό. Στο βάπτισμα του επήρε το όνομα Ιωάννης.
Μετά από δύο χρόνια έκάρη μοναχός με το νέο όνομα Ίουβενάλιος. Άφ' ότου έγινε μοναχός, δεν δοκίμασε κρέας στην ζωή του. Ενώ γάλα και τυρί έτρωγε μόνο κάθε Σάββατο και Κυριακή. Τις άλλες ήμερες έτρωγε μόνο μία φορά την ήμερα, μετά τον Εσπερινό. Συνήθως έτρωγε λαχανικά, πατάτες και φρούτα. Λαδερό φαγητό δοκίμαζε Σάββατα και Κυριακές. Ζάχαρη δεν δοκίμασε στην ζωή του παρά μόνο μέλι.
Καθημερινή του υποχρεωτική ενασχόλησης ήτο ή ανάγνωσης του βιβλίου των Ψαλμών. Το βράδυ δεν έτρωγε, εάν πρώτα δεν είχε τελειώσει το Ψαλτήριο. Άρχιζε να το διαβάζει από το πρωί και το απόγευμα στις 4-5 το τελείωνε.
Ήτο μεγάλος αγωνιστής. Αγωνιζόταν να υποτάξει το σώμα στο πνεύμα. Γι' αυτό εκοιμάτο 3-4 ώρες την νύκτα. Το κρεβάτι του αποτελείτο από μία σανίδα χωρίς στρώμα. Είχε μόνο μία λεπτή κουβέρτα για να μη φαίνεται το σανίδι. Αντί για προσκέφαλο έβαζε μία πέτρα, την οποία σκέπαζε με την πετσέτα του προσώπου του, για να μη φαίνεται. Έτσι περίπου αγωνίσθηκε 50 έτη, χωρίς να αλλάξει σχεδόν σε τίποτε την μοναχική του τάξι. Την ίδια τάξι κράτησε και στις ακολουθίες της εκκλησίας. Μαρτυρούν οι Πατέρες, πού έζησαν τόσα χρόνια μαζί του, ότι ουδέποτε τον είδαν να απουσιάζει από τον όρθρο και την Θεία Λειτουργία στην εκκλησία. Επιθυμούσε να παραμένει μέσα στην εκκλησία για να συνομιλεί συνεχώς με τον Χριστό.
Ό π. Ίουβενάλιος δεν ήτο ψάλτης, ούτε λειτουργός στο Θυσιαστήριο, ούτε γνώριζε το τυπικό των ακολουθιών. Όμως ήτο μεγάλος αγωνιστής και εργάτης της νοεράς προσευχής. Προσευχόταν πάντοτε, στο κελί, στο διακόνημα, στην εκκλησία. Απέφευγε τούς ανθρώπους, τούς συγγενείς του και τούς επισκέπτες της Μονής, για να μη κοπή το νήμα των θείων νοημάτων πού αισθανόταν από την προσευχή. Καθημερινά φαινόταν ότι ή ψυχή του ήτο γεμάτη από ειρήνη, ό νους του καθαρός και το πρόσωπο του φωτεινό, διότι στην καρδιά του είχε ένθρονισθή το Άγιο Πνεύμα, πού του έδιδε χαρά, ησυχία και θεία παρηγοριά.
Στην εκκλησία προσευχόταν συχνά γονατιστός. Ποτέ δεν αποκοιμήθηκε μέσα στην εκκλησία. Ό νους του ήτο άγρυπνος και ή σκέψης του καθαρή. Τον ενοχλούσαν πολύ οι δαίμονες, χωρίς όμως να επιτύχουν κάποια νίκη εναντίον του, διότι τούς εδίωκε με την προσευχή και τούς ταπεινούς στοχασμούς του. Ολίγοι μοναχοί των ήμερων μας είχαν την ταπείνωση αυτού του μονάχου. Θεωρούσε τον εαυτό του ότι ήτο άξιος της οργής του Θεού. Πάντοτε ενθυμείτο τον θάνατο και την φοβερή κρίσι. Πάντοτε κατηγορούσε τον εαυτό του. Ενθυμείτο τα αμαρτήματα του. Δεν δεχόταν στο νου του καμία κακή σκέψη για κάποιον άλλο και δεν κατέκρινε τούς άλλους αδελφούς. Με αυτά τα πνευματικά του αγωνίσματα είχε πάντοτε την χαρά στο πρόσωπο του, την πραότητα και την φωτεινότητα.
Κάθε Παρασκευή εξομολογείτο στον πνευματικό του και την Κυριακή κοινωνούσε των Άχραντων Μυστηρίων. Οι αδελφοί τον ρωτούσαν:
-Πάτερ Ίουβενάλιε, γιατί τρέχεις στο κελί σου κάθε φορά πού σε συναντάμε;
-Με περιμένει το Ψαλτήρι και δεν ημπορώ να το αφήσω μόνο του.
-Πες μας ένα ωφέλιμο λόγο, πάτερ.
-Συγχωρήσατε με, Πατέρες, είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Έρωτήστε τούς πνευματικούς σας Πατέρες.
Επί 25 χρόνια διακόνησε ό π. Ίουβενάλιος στην εκκλησία σαν δεύτερος διακονητής. Στην εκκλησία έμπαινε πρώτος και έφευγε τελευταίος. Είχε μεγάλη φροντίδα για τα καντήλια, τις εικόνες, τα κεριά. Τούς ιερείς τους σεβόταν. Τούς έκανε υπακοή και δεν ήθελε να λυπήσει κανέναν.
-Είναι μεγάλη αμαρτία να λειτουργεί ό ιερεύς με ταραχή πού προήλθε από εκείνον ή από άλλον μοναχό.
Κατόπιν διακόνησε το μοναστήρι του σαν προσφοράρης επί 12 χρόνια. Και εδώ έδειξε την ίδια φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα.
Ένα άλλο διακόνημα του ήτο να κάνη τα κόλλυβα της Μονής για τούς νεκρούς και τις μνήμες των Αγίων. Επί 19 χρόνια ασχολείτο με την προετοιμασία του σιταριού. Το έπλενε, το στέγνωνε, το έσπαζε και μετά το έβραζε.
Την νύκτα, όταν οι άλλοι Πατέρες εκοιμούντο, ό π. Ίουβενάλιος στούμπιζε το σιτάρι για να μη τον πιάνει ό ύπνος στο κελί του.
-Τί θόρυβος ακούγεται, πάτερ Ίουβενάλιε, την νύκτα στο κελί σου; Τον ερωτούσαν ενίοτε οι Πατέρες.
-Συγχωρέστε με, Πατέρες, όταν οι οφθαλμοί μου βαραίνουν από τον ύπνο, τότε αφήνω την ανάγνωση του Ψαλτηρίου και κτυπώ το σιτάρι για τα κόλλυβα. Μετά συνεχίζω το Ψαλτήρι. Οι Άγιοι για τούς οποίους φτιάχνω τα κόλλυβα, θα προσεύχονται στον θεό για την ψυχή μου και θα φύγει ό ύπνος και οι νοητοί εχθροί από μένα.
Αλλά το πιο αγαπητό διακόνημα του π. Ίουβεναλίου ήτο να κτυπά τις καμπάνες. Επί 50 περίπου χρόνια, αυτός έτρεχε «βολίδα», παρά την προχωρημένη του ηλικία στα γεράματα του, ημέρα και νύκτα για τις καμπάνες, τον κόπανο και τα σιδεράκια, προκειμένου να κατέβουν στις ακολουθίες οι Πατέρες.
Το έτος 1949 ό π. Ίουβενάλιος έκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Από τότε άρχισε ν' αγωνίζεται περισσότερο στην προσευχή, στην νηστεία και στην σιωπή όλη την ήμερα.
-Πάτερ Ίουβενάλιε, γιατί ή όσιότης σου, μας αποφεύγεις; τον ρωτούσαν οι Αδελφοί.
-Δεν γνωρίζετε ότι, όταν κάποιος γίνει μεγαλόσχημος μοναχός, δεν του επιτρέπεται να λέγει περισσότερες από επτά λέξεις την ήμερα; Δηλαδή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με»;
Ό π. Ίουβενάλιος δεν ήτο πρόθυμος να δίνη συμβουλές στους άλλους. Όμως τούς δίδασκε με την παρουσία του, την προσευχή του και το παράδειγμα της ζωής του.
Κάποια φορά είχαν συγκεντρωθεί πολλοί αδελφοί σ' ένα μπαλκόνι και συζητούσαν. Επήγε εκεί ό π. Ίουβενάλιος και άρχισε να λέγει την ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με». Παράλληλα έκαμε σε κάθε ευχή και τον σταυρό του με μία μικρή μετάνοια. Αμέσως οι αδελφοί σιώπησαν, ντροπιάστηκαν και αναχώρησαν έκαστος για το κελί του.
Άλλη φορά είδαν τον Γέροντα λυπημένο εκεί στην αυλή.
-Γιατί σήμερα είσαι στενοχωρημένος, πάτερ Ίουβενάλιε;
-Πώς να μην είμαι στενοχωρημένος; Σήμερα έκοβα το χόρτο στο λιβάδι και ακόμη δεν έχω τελειώσει το Ψαλτήρι. Αλλά δεν θα φάω μέχρι να το τελειώσω.
Συχνά ό διάβολος του προξενούσε στο κελί του πειρασμούς την ώρα της προσευχής. Κάποια φορά έφερε ό Γέροντας μία λεκάνη νερό για να πλυθεί. Αλλά την ώρα πού διάβαζε το Ψαλτήρι, ό διάβολος έχυσε όλο το νερό της λεκάνης επάνω του για να τον ταράξει. Άλλη φορά του έσβηνε το καντήλι, του έκρυβε το κομποσκοίνι, του έκλεινε το βιβλίο των Ψαλμών, του αναποδογύριζε το σκαμνί του, και άλλα παρόμοια του έκαμνε. Αλλά ό καλός αγωνιστής του Χριστού δεν έταράζετο, γνωρίζοντας τις πονηρίες του διαβόλου. Μόνο πολλές φορές τον μάλωνε, όταν ήταν μόνος του την νύκτα στο κελί του.
-Με ποιόν συνομιλούσες την νύκτα, πάτερ Ίουβενάλιε;
-"Εεε, λογομαχούσα με τον πονηρό, διότι τώρα τελευταία με επισκέπτεται συχνά.
Το καλοκαίρι του 1968, αναχώρησε για την αιώνια ανάπαυση, και έτσι λυτρώθηκε από τούς δεσμούς του σώματος, από τον κόσμο και τον διάβολο. Έκοιμήθη με θαυμαστό τρόπο. Δεν αρρώστησε καθόλου. Πάντοτε ήτο έτοιμος και περίμενε την ώρα αυτή.
Την ήμερα εκείνη πού έφυγε, ήτο γονατιστός στο κελί του και διάβαζε το Ψαλτήριο. Έξανα το πρόσωπο του έλαμψε και τότε παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Μερικοί πατέρες είδαν από το παράθυρο ένα φώς μέσα στο κελί του και, όταν μπήκαν μέσα, τον εύρισκαν πεθαμένο, γονατιστό και με το κεφάλι του στο βιβλίο των ψαλμών.
Μ' αυτό τον τρόπο αγωνίσθηκε και μετώκησε στην αιωνιότητα ό γέροντας Ίουβενάλιος, ό καμπανάρης του μοναστηρίου Σλάτινα.
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου