1. Εμπρός ας παραθέσωμεν και σήμερα εις την
αγάπην σας το συμπόσιον από τα λόγια του μακαρίου Μωυσέως, και ας
εξετάσωμεν με ακρίβειαν εκείνα, που εδημιούργησεν ο Κύριος κατά την
τρίτην ημέραν.
Διότι εάν εκείνοι, οι οποίοι σκάπτουν εις χρυσοφόρα χώματα, όπου αν ιδούν μερικά στρώματα να περιέχουν ψήγματα χρυσού, δεν απομακρύνωνται πρωτύτερα, εκτός αν, αφού ανακατώσουν το χώμα και κατέλθουν εις αυτό το βάθος, λάβουν από εκεί πολύν πλούτον, πολύ περισσότερον πρέπει ημείς οι οποίοι δεν πρόκειται να εξετάσωμεν ψήγματα χρυσού, αλλά ελπίζομεν να ευρούμεν ανυπολόγιστον θησαυρόν, καθημερινώς να ανιχνεύωμεν αυτόν, ώστε, αφού απολαύσωμεν τον πολύν πλούτον της πνευματικής περιουσίας, να επιστρέψωμεν έτσι εις τα σπίτια μας. Διότι εκεί μεν ο αισθητός πλούτος πολλάς φοράς επροξένησε και κινδύνους εις τους κατόχους του, και ενώπιον των κινδύνων αφού παρέχη σύντομον ευχαρίστησιν εξαφανίζεται, είτε διότι επετέθησαν οι συκοφάνται, είτε οι λησταί, είτε οι διαρρήκται, είτε διότι οι φυλάσσοντες αυτόν υπηρέται τον υπεξήρεσαν και εδραπέτευσαν.
Εδώ όμως τίποτε τέτοιο δεν ημπορεί να πλησίαση· διότι ο πνευματικός αυτός θησαυρός είναι απρόσβλητος, και όταν τοποθετηθή μέσα εις τα θησαυροφυλάκια της διανοίας μας, γίνεται ανίκητος εις όλας τας επιθέσεις, εκτός εάν ημείς επειδή κατέστημεν αδιάφοροι δώσωμεν την ευκαιρίαν εις εκείνον, που επιθυμεί να μας αφαιρέση αυτόν. Διότι ο ιδικός μας εχθρός, δηλαδή ο πονηρός διάβολος, όταν ιδή πνευματικόν πλούτον συγκεντρωθέντα, καταλαμβάνεται από μανίαν και ακονίζει τα δόντια του και πάντοτε καιροφυλακτεί, ώστε να εύρη την κατάλληλον ευκαιρίαν και να αφαιρέση κάτι από τα φυλασσόμενα μέσα μας. Καμμία δε ευκαιρία δεν είναι κατάλληλος εις εκείνον, παρά μόνον η ιδική μας αδιαφορία· δια τούτο πρέπει διαρκώς να αγρυπνούμεν και να φράσσωμεν τελείως τας εισόδους εις εκείνον. Διότι εάν μας ιδή να είμεθα νηφάλιοι και συνεχώς άγρυπνοι, όταν παρατήρηση, αφού επιτεθή δια πρώτην και δευτέραν φοράν, ότι επιχειρεί ανώφελα πράγματα, θα απέλθη εις το εξής κατεντροπιασμένος, επειδή γνωρίζει, ότι δεν θα έχη πλέον κανένα κέρδος, όταν ημείς επιδεικνύωμεν μεγάλην επαγρύπνησιν.
Αφού λοιπόν γνωρίζομεν, ότι πρέπει να αγωνιζώμεθα εις όλην την ζωήν μας, έτσι πρέπει να εξοπλίζωμεν τους εαυτούς μας, ωσάν να έχωμεν ενώπιόν μας τον εχθρόν και διαρκώς να μας παρακολουθή, μήπως δώσωμεν εις αυτόν αφορμήν επιθέσεως, επειδή ηδιαφορήσαμεν δι' ελάχιστον χρόνον. Δεν βλέπεις τους έχοντας πολλά χρήματα, όταν αναμένουν επίθεσιν των εχθρών, πόσον φροντίζουν δια φύλαξιν αυτών· άλλοι μεν παρέχουν κάθε ασφάλειαν κλειδώνοντες αυτά με θύρας και μοχλούς· άλλοι δε κρύπτοντες μέσα εις αυτήν την γην, δια να ημπορέσουν να μείνουν απαρατήρητα από όλους; Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον πρέπει και ημείς, αφού συγκεντρώσωμεν τον πλούτον της αρετής, να φυλάσσωμεν αυτόν με πολλήν προσοχήν, και να μη τον εκθέτωμεν εις τα μάτια όλων, αλλά να αποκρύπτωμεν αυτόν εις το ασφαλέστατον θησαυροφυλάκιον της διανοίας μας, και να αποφράσσωμεν όλους τους δρόμους εις εκείνον, που προσπαθεί να αφαιρέση αυτόν, ώστε, αφού τον διαφυλάξωμεν ανέπαφον, να ημπορέσωμεν, όταν αποθάνωμεν, να έχωμεν μερικά εφόδια δια την αποδημίαν μας από εδώ.
Διότι όπως oι ευρισκόμενοι εις ξένην χώραν, όταν πρόκειται να επανέλθουν εις την ιδικήν των πατρίδα, από πολύν καιρόν σιγά σιγά ετοιμάζονται και σπεύδουν να συγκεντρώσουν τόσα εφόδια, όσα θα επαρκέσουν εις αυτούς κατά την απόστασιν του δρόμου, διά να μη παραμελήσουν τους εαυτούς των παραδίδοντες αυτούς εις την πείναν· κατά συνέπειαν και ημείς, ωσάν να ευρισκώμεθα εδώ εις ξένην χώραν (διότι όλοι είμεθα ξένοι και προσωρινοί), πρέπει να προσέχωμεν εδώ πλέον και να αποθηκεύωμεν από πριν δια τους εαυτους μας, με την πνευματικήν αρετήν, τα εφόδια· ώστε, όταν διατάξη ο Κύριος να επανέλθωμεν εις την ιδικήν μας πατρίδα, να είμεθα προετοιμασμένοι, και άλλα μεν να μεταφέρωμεν μαζί μας, άλλα δε να έχωμεν αποστείλει από πριν. Διότι τέτοια είναι η φύσις αυτών των εφοδίων· εκείνα ακριβώς που θα θελήσωμεν να αποθηκεύσωμεν από πριν δια τους εαυτούς μας με την εκτέλεσιν των αγαθών αυτών πράξεων, επειδή έφθασαν πριν από ημάς εκεί, μας ανοίγουν τας θύρας της παρρησίας προς τον Κύριον και προετοιμάζουν την είσοδόν μας, διά να εισέλθωμεν με κάθε ασφάλειαν και να εύρωμεν μεγάλην εύνοιαν ενώπιον του κριτού.
2. Και διά να μάθης, αγαπητέ, ότι αυτά συμβαίνουν κατ' αυτόν τον τρόπον, σκέψου, παρακαλώ, ότι εκείνος που κάνει πλουσιοπάροχα την ελεημοούνην και εδώ ζει με αγαθήν συνείδησιν συνεχώς, και όταν από εδώ απέλθη, ευρίσκει πλησίον του δικαστού μεγάλην φιλανθρωπίαν και θα ακούση τα μακάρια εκείνα λόγια μαζί με τους υπολοίπους· «Ελάτε σεις, που είσθε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν, που έχει ετοιμασθή διά σας, αφ' ότου εθεμελιώνετο ο κόσμος· διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω». Το ίδιον βεβαίως θα ημπορέση να εύρη κανείς να συμβαίνη και με τας άλλας αρετάς. Έτσι θα συμβή και με την εξομολόγησιν των αμαρτιών και με τας προσευχάς, που είναι εκτενείς. Διότι όταν ημπορέσωμεν εις την παρούσαν ζωήν να καθαρίσωμεν εντελώς με την εξομολόγησιν τα αμαρτήματά μας και να λάβωμεν την συγχώρησιν από τον Κύριον, θα απέλθωμεν εκεί καθαροί από τα αμαρτήματα και θα μας χαρίση μεγάλην παρρησίαν.
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να εύρη κάποιαν παρηγορίαν εκεί εκείνος, που δεν εκαθάρισε εις την παρούσαν ζωήν τα αμαρτήματά του. «Διότι εις τον άδην, λέγει, ποίος θα εξομολογηθή εις σε;». Και είναι φυσικόν· διότι αυτός είναι ο καιρός των δοκιμασιών και των προσπαθειών και των αγωνισμάτων· εκείνος δε είναι ο καιρός των στεφάνων και των αμοιβών και των βραβείων. Ας αγωνισθούμεν λοιπόν, επειδή ακόμη ευρισκόμεθα εις το στάδιον, ώστε εις τον καιρόν, κατά τον οποίον πρέπει να λάβωμεν το βραβείον και την αμοιβήν των προσπαθειών μας, ας μη είμεθα από τους κατεντροπιασμένους, αλλά από εκείνους, που δέχονται με παρρησίαν το βραβείον εις το κεφάλι των.
Δεν αναφέραμεν εισαγωγικώς αυτά απλώς, ούτε χωρίς κάποιον σκοπόν εις την αγάπην σας, αλλά επειδή θέλομεν να ενθυμήσθε καθημερινώς τας αγαθάς πράξεις, ώστε γενόμενοι τέλειοι και ολοκληρωμένοι, και διαλάμποντες με την αρετήν της συμπεριφοράς σας, να γίνετε άμεμπτοι και ακέραιοι, άμωμα τέκνα του Θεού, και να φανήτε ως φωστήρες εις τον κόσμον, παρέχοντες υπόδειγμα ζωής, προς καύχησιν ίδικήν μας, κατά την ημέραν του Χριστού και δια να ωφελήτε και μόνον με την παρουσίαν σας εκείνους, που σάς συναναστρέφονται και να απολαμβάνουν την ιδικήν σας πνευματικήν ευωδίαν και την αρίστην συμπεριφοράν σας εκείνοι, οι οποίοι συμμετέχουν μαζί σας εις τας συζητήσεις. Διότι όπως ακριβώς η συναναστροφή με τους κακούς συνήθως βλάπτει τους συναναστρεφομένους, καθώς και ο μακάριος Παύλος λέγει, «Καταστρέφουν τα καλά ήθη αι κακαί συναναστροφαί»· έτσι και η συναναστροφή με τους αγαθούς ωφελεί πάρα πολύ τους συναναστρεφομένους. Διά τούτο και ο φιλάνθρωπος Κύριος μας επέτρεψε να αναμειγνύωνται οι αγαθοί με τους κακούς, δια να κερδίζουν κάτι από την συναναστροφήν και να μη παραμένουν διαρκώς εις την κακίαν, αλλά έχοντες συνεχή υπόμνησιν την θέαν εκείνων, να ωφεληθούν κάτι περισσότερον από την συναναστροφήν των με αυτούς. Διότι τέτοια είναι η δύναμις της αρετής, ώστε και εκείνοι, που δεν μετέρχονται αυτήν, να την σέβωνται υπερβολικά και να την επαινούν πολύ. Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον και η κακία πάλιν κατηγορείται διαρκώς από εκείνους, που την μετέρχονται· έτσι είναι εις όλους φανερά και σαφής, και δεν θα εύρης ποτέ κανένα να ομιλή σύντομα με παρρησίαν δι' αυτήν· αλλά και το παράδοξον είναι, ότι εκείνα που επιχειρούν να κάνουν με έργα, πολλάς φοράς κακίζουν με τα λόγια και επιθυμούν να διαφεύγουν τους πολλούς.
Και αυτό δε είναι δείγμα της φιλανθρωπίας του Θεού, την οποίαν επέδειξε δια το ανθρώπινον γένος, με το να θέση εις τον καθένα μας ως αδέκαστον κριτήριον την συνείδησιν, η οποία κάνει ακριβή διάγνωσιν των καλών και των κακών· αυτή λοιπόν κυρίως θα ημπορέση να μας στερήση κάθε δικαιολογίαν, επειδή δεν υποπίπτομεν εις τα αμαρτήματα εξ αιτίας της αγνοίας μας, αλλά εξ αιτίας της αδιαφορίας της ψυχής και αμελείας της αρετής.
3. Συλλογισμένοι αυτά καθημερινώς, ας φροντίζωμεν πολύ διά την σωτηρίαν μας, δια να μη λησμονήσωμεν τους εαυτούς μας, με την πάροδον του χρόνου, προκαλούντες μεγίστας ζημίας. Αλλά τα μεν εισαγωγικά είναι αρκετά. Ας ακούσωμεν όμως, εάν θέλετε, ποία είναι εκείνα, τα οποία και σήμερα θέλει να μας διδάξη, η χάρις του Πνεύματος με την γλώσσαν του Μωυσέως. «Και είπε, λέγει, ο Θεός, να συγκεντρωθούν τα ύδατα, τα ευρισκόμενα κάτω από τον ουρανόν εις ένα μέρος, διά να φανή η ξηρά· και έγινεν έτσι». Βλέπε, παρακαλώ αγαπητέ, εδώ τάξιν και αρίστην συνέπειαν. Αφού λοιπόν είπεν εις την αρχήν, ότι «η γη ήτο αόρατος και ασχημάτιστος», επειδή εσκεπάζετο από το σκοτάδι και τα ύδατα· έπειτα κατά την δευτέραν ημέραν αφού διέταξε να γίνη το στερέωμα, έκαμε τον χωρισμόν των υδάτων και ονόμασε το στερέωμα ουρανόν· τώρα πάλιν μας διδάσκει, ότι κατά την τρίτην ημέραν διέταξε το ύδωρ, το οποίον ευρίσκετο κάτω από τον ουρανόν, δηλαδή από το στερέωμα, αφού συγκεντρωθή εις ένα τόπον να αφήση μέρος και να εμφανισθή η ξηρά· και έγινεν έτσι.
Αφού λοιπόν τα πάντα ήσαν γεμάτα από ύδωρ, διατάσσει να συγκεντρωθή όλον εις ένα τόπον υδάτων, δια να εμφανισθή έτσι η ξηρά. Παρατήρησε πώς μας παρουσιάζει σιγά σιγά την αρμονικήν διάταξιν του σύμπαντος και την ομορφιάν αυτής. «Και έγινε, λέγει, έτσι». Πώς; Όπως διέταξεν ο Κύριος. Είπε μόνον και ηκολούθησε το έργον. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του Θεού, το να διευθύνη δηλαδή κατά την θέλησίν του τα δημιουργήματα.
«Και συνεκεντρώθησαν, λέγει, τα ύδατα, τα οποία ήσαν κάτω από τον ουρανόν εις τους ιδιαιτέρους τόπους των, και εφάνη η ξηρά». Όπως ακριβώς εις την περίπτωσιν του φωτός, ενώ ήτο παντού σκοτάδι, διέταξε να γίνη το φως και έκαμε τον χωρισμόν του φωτός από το δε σκοτάδι εις την νύκτα· και εις την περίπτωσιν των υδάτων πάλιν αφού εδημιούργησε το στερέωμα, διέταξεν άλλα μεν να καταλάβουν το άνω μέρος, άλλα δε να είναι κάτω από το στερέωμα· έτσι και τώρα αυτά τα ύδατα, τα οποία ήσαν κάτω από το στερέωμα, διατάσσει να συρρεύσουν εις μίαν θέσιν, δια να φανή η ξηρά, και τότε να δώση εις αυτήν το κατάλληλον όνομα, όπως και εις την περίπτωσιν του φωτός και του σκότους. «Συνεκεντρώθησαν λοιπόν, λέγει, τα ύδατα εις τας θέσεις των και εφάνη η ξηρά, και ονόμασεν ο Θεός την ξηράν γην».
Είδες, αγαπητέ, πώς ενώ ήτο αόρατος και ασχημάτιστος, ωσάν να εσκεπάζετο με κάποια παραπετάσματα αφού την απεγύμνωσεν από τα ύδατα, κατά κάποιον τρόπον, μας φανερώνει διά πρώτην φοράν το πρόσωπόν της, και έδωσεν εις αυτήν το κατάλληλον όνομα; «Και τα συγκεντρωθέντα, λέγει, ύδατα ονόμασε θαλάσσας». Ιδού και τα ύδατα έλαβον την κατάλληλον ονομασίαν. Όπως ακριβώς λοιπόν κάποιος άριστος τεχνίτης, όταν πρόκειται να κατασκευάση με την τέχνην του κάποιο αντικείμενον, δεν δίδει προηγουμένως εις αυτό το όνομά του, μέχρις ότου το αποτελειώσει, έτσι λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν δίδει προηγουμένως εις τα στοιχεία τα ονόματα, μέχρις ότου με την προσταγήν του τοποθετήση αυτά εις κατάλληλον θέσιν. Αφού λοιπόν έλαβε και η γη το όνομά της και επανήλθε εις την ιδικήν της μορφήν, και τα συγκεντρωθέντα ύδατα πάλιν ηξιώθηοαν την ιδικήν των ονομασίαν.
«Ονόμασε λοιπόν, λέγει, το σύνολον των υδάτων θάλασσας», και επρόσθεσε πάλιν, «και είδεν ο Θεός, ότι ήτο καλόν». Επειδή βεβαίως η ανθρωπίνη φύσις, ως ασθενής, δεν ήτο ικανή να επαινέση επαξίως τα δημιουργήματα του Θεού, ομιλούσα προκαταβολικώς η Αγία Γραφή μας διδάσκει τον έπαινον από τον ίδιον τον δημιουργόν.
4. Όταν λοιπόν μάθης, ότι εις αυτόν τον δημιουργόν εφάνησαν καλά τα δημιουργήματα, αφ' ενός μεν θα θαυμάσης περισσότερον, αφ' ετέρου δε δεν θα ημπορέσης να εκφέρης περισσότερον κανένα έπαινον και εγκώμιον. Έχεις λοιπόν τέτοιον Κύριον, που κάνει τέτοια έργα, τα οποία δεν ημπορούν να δεχθούν ούτε τον ιδικόν μας έπαινον. Διότι πώς θα ημπορέση η ανθρωπίνη φύσις να επαινέση ή να υμνήση ποτέ επαξίως τα έργα του Θεού· και πρόσεχε, παρακαλώ, εις το εξής εδώ με όσα ακολουθούν την άπειρον σοφίαν του επινοητικού Θεού. Αφού λοιπόν μας εφανέρωσεν την επιφάνειαν της γης, εις την συνέχειαν με την εντολήν του χαρίζει εις αυτήν την αρμόζουσαν ομορφιάν, καλλωπίζων την επιφάνειάν της με την ποικιλίαν των φυτών.
«Και είπε, λέγει, ο Θεός· ας βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν, φυτά σπερματοφόρα και καρποφόρα δένδρα, τα οποία φέρουν τους καρπούς του είδους των, περιέχοντας τα σπέρματά των, επί της γης. Και έγινεν έτσι». Τι σημαίνει το, «Και έγινεν έτσι»; Επρόσταξε, λέγει, ο Κύριος, και αμέσως η γη αφού διήγειρε τας ωδίνας της, εστόλισε τον εαυτόν της με την βλάστησιν των φυτών. «Και η γη παρήγαγε χόρτον χλωρόν, τα διάφορα είδη των σπερματοφόρων φυτών και τα διάφορα είδη των καρποφόρων δένδρων, τα οποία περιέχουν μέσα των τους σπόρους αυτών επί της γης».
Κατανόησε εδώ, παρακαλώ αγαπητέ, πως με τον λόγον του Κυρίου τα πάντα έγιναν εις την γην. Διότι δεν ήτο ο εργαζόμενος ούτε άνθρωπος, ούτε αροτρον, ούτε εργασία βοδιών, ούτε καμμία άλλη φροντίδα ελήφθη δι' αυτήν, αλλά μόνον ήκουσε την εντολήν και αμέσως επαρουσίασε τα ιδικά της. Από αυτό πληροφορούμεθα, ότι και τώρα δεν μας χαρίζει την καρποφορίαν ούτε η ασχολία των γεωργών, ούτε ο κόπος και η υπόλοιπος εργασία, που καταβάλλεται κατά την καλλιέργειαν της γης, αλλά περισσότερον από όλα αυτά ο λόγος του Θεού, ο οποίος από την αρχήν ελέχθη προς αυτήν. Άλλωστε δε δια να διορθώση η Αγία Γραφή και την αχαριστίαν των ανθρώπων ύστερα από αυτά, μας διηγείται όλα με ακρίβειαν κατά την σειράν της δημιουργίας των, δια να σταματήση τας φλυαρίας εκείνων, που εξ ιδίων σκέψεων ομιλούν ανοήτως και επιχειρούν να λέγουν, ότι διά την ωρίμανσιν των καρπών της γης είναι αναγκαία η συνεργασία του ηλίου. Είναι δε και μερικοί, οι οποίοι επιχειρούν να αναφέρουν αυτά και εις κάποια άστρα.
Δι' αυτό μας διδάσκει το Άγιον Πνεύμα, ότι πριν από την δημιουργίαν των στοιχείων αυτών, υποχωρούσα η γη εις τον λόγον και την εντολήν του Θεού παράγει όλα τα φυτά, χωρίς να χρειασθή την βοήθειαν κανενός άλλου. Διότι ήτο αρκετός εις αυτήν, αντί όλων των άλλων, ο λόγος εκείνος, ο οποίος έλεγε· «να βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν». Ακολουθούντες λοιπόν πιστά την Αγίαν Γραφήν, ας μη ανεχώμεθα ποτέ εκείνους που λέγουν, ότι έγιναν μόνα των τα ευρισκόμενα γύρω μας. Διότι και αν ακόμη οι άνθρωποι καλλιεργούν την γην, και αν ακόμη έχουν την βοήθειαν των ζώων και φροντίσουν πολύ το χωράφι των, και αν πνεύσουν ευνοϊκοί άνεμοι και συνδράμουν όλα τα άλλα, εάν δεν θα υπάρξη η συγκατάθεσις του Κυρίου, όλα είναι άσκοπα και μάταια, και δεν θα προκύψη κανένα κέρδος από τους πολλούς κόπους και προσπαθείας, εάν το χέρι του Θεού δεν συνεργή και δεν χαρίζη την καρποφορίαν εις αυτά που γίνονται.
Ποίος δεν θα εκπλαγή και δεν θα θαυμάση, όταν κατανοή, πως ο λόγος του Κυρίου, που έλεγε, «να βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν», αφού κατήλθεν εις αυτά τα σπλάγχνα της γής, ωσάν με κάποιο θαυμαστόν πέπλον, έτσι με την ποικιλίαν των ανθέων κατεστόλισε την επιφάνειαν της γης; Και ήτο δυνατόν να ιδούμεν ότι η γη, η οποία προηγουμένως ήτο χωρίς μορφήν και σχήμα, δια μιας εδέχθη τόσην ομορφιάν, ώστε παρ' ολίγον να είναι εφάμιλλος προς τον ουρανόν.
Διότι όπως ακριβώς εκείνος ύστερα οπό ολίγον πρόκειται να στολισθή με την ποικιλίαν των άστρων, έτσι και αυτή τόσον εστολίσθη με τα διάφορα άνθη ώστε και τον δημιουργόν της να οδηγή εις έπαινον. Διότι λέγει η Γραφή, «Είδεν ο Θεός, ότι ήτο καλόν».
5. Είδες πώς μας παρουσιάζει η Γραφή τον δημιουργόν να επαινή χωριστά κάθε ένα δημιούργημά του, ώστε ύστερα από αυτά το ανθρώπινον γένος, αφού διδάσκεται αυτά, να κατευθύνεται από τα δημιουργήματα προς τον δημιουργόν; Διότι εάν τα δημιουργήματα, που είναι τέτοια, υπερβάλλουν την ανθρωπίνην φύσιν και κανείς δεν θα ημπορέση να επαινέση αυτά σύμφωνα με την αξίαν των, τι θα ημπορέση να ειπή κανείς δια τον δημιουργόν; «Και είδε, λέγει, ο Θεός, ότι ήτο καλόν. Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη». Βλέπεις πώς με την συνέχειαν της διδασκαλίας θέλει να βάλη την δύναμιν των λεγομένων μέσα εις την διάνοιάν μας; Διότι έπρεπε να ειπή, και έγινεν ημέρα τρίτη.
Πρόσεξε όμως πώς διά κάθε ημέραν έτσι λέγει, «Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη», όχι απλώς, ούτε τυχαίως, αλλά διά να μη συγχέωμεν την τάξιν, ούτε να νομίζωμεν, ότι όταν έλθη το βράδυ, τελειώνει η ημέρα· αλλά να γνωρίζωμεν, ότι το μεν βράδυ είναι το τέλος του φωτός και η αρχή της νύκτας, το δε πρωί το τέλος της νύκτας και η ολοκλήρωσις της ημέρας. Αυτό λοιπόν θέλει να μας διδάξη ο μακάριος Μωυσής λέγων, «Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη». Και μη παραξενεύεσαι, αγαπητέ, εάν η Αγία Γραφή λέγη αυτά πολλάς φοράς και συνεχώς.
Διότι εάν και ύστερα από αυτήν την επανάληψιν οι Ιουδαίοι, oι οποίοι είναι προκατειλημμένοι από την πλάνην και έχουν πωρωμένην την καρδίαν των, προσπαθούν ακόμη να φιλονεικούν και θεωρούν, ότι το βράδυ είναι αρχή της επομένης ημέρας, παραπλανώμενοι και παραλογιζόμενοι και εξακολουθούντες να κάθωνται εις την σκιάν, ενώ η αλήθεια έχει γίνει τόσον φανερά εις όλους, και έχοντες ακόμη το λυχνάρι, ενώ ο ήλιος της δικαιοσύνης εκπέμπει παντού τας ακτίνας του, εάν δεν έχρησιμοποιούσε τόσον μεγάλην διδασκαλίαν με πολλήν ακρίβειαν, ποίος θα ημπορούσε να υποφέρη την φιλονεικίαν των αγνωμόνων;
Αλλά εκείνοι μεν ας αναμένουν την τιμωρίαν της ιδικής των μωρίας· ημείς δε οι οποίοι εκρίθημεν άξιοι να δεχθούμεν την λάμψιν του ηλίου της δικαιοσύνης, ας υπακούωμεν εις την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, και ακολουθούντες τον κανόνα αυτής, ας τοποθετήσωμεν έτσι τα ορθά δόγματα μέσα εις τα θησαυροφυλάκια της ιδικής μας διανοίας, και μαζί με την φύλαξιν αυτών ας φροντίζωμεν πολύ δια την σωτηρίαν μας, και ας αποφεύγωμεν εκείνα που καταστρέφουν την υγείαν της ψυχής μας, απέχοντες από όλα αυτά, όπως ακριβώς από τα δηλητηριώδη φάρμακα. Διότι είναι πολύ μεγαλύτερα αυτή η βλάβη, και τόσον μεγαλύτερα, όσον ανωτέρα είναι η ψυχή από το σώμα. Διότι εκείνα μεν τα φάρμακα επιφέρουν τον σωματικόν αυτόν θάνατον· εκείνα δε που βλάπτουν πολύ την υγείαν της ψυχής, μας προκαλούν τον αιώνιον θάνατον.
Ποία δε είναι εκείνα, που μας βλάπτουν; Πολλά και διάφορα, μάλιστα δε το να συγκινούμεθα από την ανθρωπίνην δόξαν και να μη γνωρίζωμεν να περιφρονούμεν αυτήν. Τούτο λοιπόν γίνεται η αιτία πολλών κακών εις ημάς, και εάν έχωμεν κάποιον πνευματικόν θησαυρόν, τον αφαιρεί και μας στερεί την ωφέλειαν, που προέρχεται από αυτόν. Τι λοιπόν θα ημπορούσε να γίνη καταστρεπτικώτερον από την βλάβην αυτήν, όταν και εκείνα, τα οποία νομίζομεν ότι έχομεν, μας τα εξαφανίζη; Έτσι εκείνος ο Φαρισαίος έγινε μικρότερος από τον τελώνην, επειδή δεν ημπόρεσε να συγκρατήση την γλώσσαν του, αλλά επειδή με αυτήν, ωσάν με κάποιαν μικράν θύραν, εξεστόμισεν όλον τον πλούτον του. Τόσον μέγα κακόν είναι η κενοδοξία.
6. Ειπέ μου λοιπόν, διά ποίον λόγον και διατί συγκινείσαι διά τον έπαινον των ανθρώπων; Δεν γνωρίζεις, ότι όπως ακριβώς η σκιά, και εάν υπάρχη κάτι ευτελέστερον από αυτήν, έτσι ο έπαινος από αυτούς, αφού διασκορπισθή εις τον αέρα, εξαφανίζεται; Άλλωστε η φύσις των ανθρώπων εύκολα και ανατρέπεται και μεταβάλλεται, και οι ίδιοι τώρα μεν επαινούν, ύστερα όμως επικρίνουν τον ϊδιον άνθρωπον.
Εις την απόφασιν όμως του θεού αυτό δεν ημπορεί να γίνη ποτέ. Ας μη είμεθα λοιπόν ανόητοι, ούτε να Εξαπατώμεν τους εαυτούς μας άσκοπα και μάταια. Διότι και αν κάνωμεν κάτι αγαθόν, χωρίς να καταγινώμεθα εις αυτό μόνον διά τούτο, δια να εκπληρώσωμεν δηλαδή την εντολήν του Κυρίου μας και να γίνωμεν γνώριμοι μόνον εις εκείνον, υπομένομεν τον κόπον άσκοπα, αφού στερούμεν από τους εαυτούς μας τον καρπόν, που προέρχεται από εκεί. Διότι εκείνος που κάνει κάτι αγαθόν διά να επιδιώξη, την δόξαν από τους ανθρώπους, ίσως θα ημπορέση να απολαύση αυτήν, ίσως όμως όχι· διότι πολλάς φοράς, αν και κάνη τα πάντα προς τον σκοπόν αυτόν, δεν θα ημπορέση να επιτύχη αυτήν· και είτε λοιπόν επιτύχη, είτε αποτύχη, έχει λάβει εδώ ικανοποιητικήν αμοιβήν και δεν θα λάβη εκεί καμμίαν ανταπόδοσιν δι' αυτό. Διατί; Διότι προκαταβολικώς εστέρησε τον εαυτόν του από την αγάπην του κριτού, επειδή επροτίμησε τα παρόντα αγαθά από τα μέλλοντα, και την δόξαν των ανθρώπων από την απόφασιν του δικαίου κριτού.
Εξ άλλου αν δι' αυτό μόνον πράττωμεν κάτι το πνευματικόν, διά να αρέσωμεν δηλαδή μόνον εις εκείνον τον άγρυπνον οφθαλμόν, ενώπιον του οποίου τα πάντα είναι γυμνά και ολοφάνερα, και ο θησαυρός μας παραμένει αδαπάνητος και η αμοιβή ακεραία και η αγαθή προσδοκία από εδώ ακόμη μας παρέχει μεγάλην παρηγορίαν και μαζί με το ότι η αμοιβή εκείνη φυλάσσεται δι' ημάς μέσα εις απαραβίαστον θησαυροφυλάκιον, θα ακολουθήση και η δόξα από τους ανθρώπους. Διότι τότε απολαμβάνομεν αυτήν με αφθονίαν, όταν την περιφρονούμεν, όταν δεν την επιζητούμεν, όταν δεν την επιδιώκωμεν.
Και διατί απορείς, εάν αυτό γίνεται εις εκείνους που καταγίνονται με την πνευματικήν φιλοσοφίαν, όπου βέβαια και εκείνους, που συγκινούνται πολύ διά τα πράγματα του κόσμου αυτού, oι περισσότεροι περιφρονούν και παραβλέπουν εκείνους, που επιθυμούν να αποκτήσουν τον έπαινον από τους ανθρώπους, και θα συναντήσης να εμπαίζωνται αυτά από όλους δια την σφοδράν των επιθυμίαν της κενοδοξίας; Τι λοιπόν θα ημπορούσε να γίνη αθλιώτερον από ημάς, που καταγινόμεθα με τα πνευματικά, εάν πρόκειται ομοίως με εκείνους να ανοίγωμεν το στόμα μας εις τας επευφημίας των ανθρώπων και να μη αρκούμεθα εις τον έπαινον από τον Θεόν; όπως ακριβώς και ο Παύλος λέγει, «του γνησίου δε πιστού ο έπαινος δεν προέρχεται από ανθρώπους, αλλά από τον Θεόν». Δεν βλέπεις, αγαπητέ, και εις τας ιπποδρομίας, πώς οι οδηγούντες τους ίππους, ενώ όλος ο λαός κάθεται και απευθύνει απείρους επευφημίας, δεν περιστρέφουν το κεφάλι των, ούτε απολαμβάνουν την ευχαρίστησιν από την επευφημίαν εκείνων, αλλά βλέπουν προς ένα μόνον, τον βασιλέα, ο οποίος κάθεται εις το μέσον και προσέχοντες εις το νεύμα αυτού, παραβλέπουν όλον το πλήθος, και τότε μόνον υπερηφανεύονται, όταν ο βασιλεύς στεφανωσει αυτούς;
Μιμούμενος λοιπόν και σύ αυτούς, να μη λογαριάζης πολύ τας επευφημίας των ανθρώπων, ούτε δι' αυτό να μετέρχεσαι την αρετήν, αλλά να περιμένης την απόφασιν από τον δίκαιον κριτήν και προσέχων εις το νεύμα εκείνου, έτσι να τακτοποιής όλην την ζωήν σου, ώστε και εις την παρούσαν ζωήν πάντοτε να τρέφεσαι με τας αγαθάς ελπίδας, και εις την μέλλουσαν να απολαύσης τα αιώνια αγαθά, τα οποία είθε όλοι ημείς να επιτύχωμεν, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίον εις τον Πατέρα και συγχρόνως εις το Άγιον Πνεύμα, ανήκει η δόξα, η δύναμις, η τιμή, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
πηγή: Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Σπυρίδων Μουστάκας, 1981.
Διότι εάν εκείνοι, οι οποίοι σκάπτουν εις χρυσοφόρα χώματα, όπου αν ιδούν μερικά στρώματα να περιέχουν ψήγματα χρυσού, δεν απομακρύνωνται πρωτύτερα, εκτός αν, αφού ανακατώσουν το χώμα και κατέλθουν εις αυτό το βάθος, λάβουν από εκεί πολύν πλούτον, πολύ περισσότερον πρέπει ημείς οι οποίοι δεν πρόκειται να εξετάσωμεν ψήγματα χρυσού, αλλά ελπίζομεν να ευρούμεν ανυπολόγιστον θησαυρόν, καθημερινώς να ανιχνεύωμεν αυτόν, ώστε, αφού απολαύσωμεν τον πολύν πλούτον της πνευματικής περιουσίας, να επιστρέψωμεν έτσι εις τα σπίτια μας. Διότι εκεί μεν ο αισθητός πλούτος πολλάς φοράς επροξένησε και κινδύνους εις τους κατόχους του, και ενώπιον των κινδύνων αφού παρέχη σύντομον ευχαρίστησιν εξαφανίζεται, είτε διότι επετέθησαν οι συκοφάνται, είτε οι λησταί, είτε οι διαρρήκται, είτε διότι οι φυλάσσοντες αυτόν υπηρέται τον υπεξήρεσαν και εδραπέτευσαν.
Εδώ όμως τίποτε τέτοιο δεν ημπορεί να πλησίαση· διότι ο πνευματικός αυτός θησαυρός είναι απρόσβλητος, και όταν τοποθετηθή μέσα εις τα θησαυροφυλάκια της διανοίας μας, γίνεται ανίκητος εις όλας τας επιθέσεις, εκτός εάν ημείς επειδή κατέστημεν αδιάφοροι δώσωμεν την ευκαιρίαν εις εκείνον, που επιθυμεί να μας αφαιρέση αυτόν. Διότι ο ιδικός μας εχθρός, δηλαδή ο πονηρός διάβολος, όταν ιδή πνευματικόν πλούτον συγκεντρωθέντα, καταλαμβάνεται από μανίαν και ακονίζει τα δόντια του και πάντοτε καιροφυλακτεί, ώστε να εύρη την κατάλληλον ευκαιρίαν και να αφαιρέση κάτι από τα φυλασσόμενα μέσα μας. Καμμία δε ευκαιρία δεν είναι κατάλληλος εις εκείνον, παρά μόνον η ιδική μας αδιαφορία· δια τούτο πρέπει διαρκώς να αγρυπνούμεν και να φράσσωμεν τελείως τας εισόδους εις εκείνον. Διότι εάν μας ιδή να είμεθα νηφάλιοι και συνεχώς άγρυπνοι, όταν παρατήρηση, αφού επιτεθή δια πρώτην και δευτέραν φοράν, ότι επιχειρεί ανώφελα πράγματα, θα απέλθη εις το εξής κατεντροπιασμένος, επειδή γνωρίζει, ότι δεν θα έχη πλέον κανένα κέρδος, όταν ημείς επιδεικνύωμεν μεγάλην επαγρύπνησιν.
Αφού λοιπόν γνωρίζομεν, ότι πρέπει να αγωνιζώμεθα εις όλην την ζωήν μας, έτσι πρέπει να εξοπλίζωμεν τους εαυτούς μας, ωσάν να έχωμεν ενώπιόν μας τον εχθρόν και διαρκώς να μας παρακολουθή, μήπως δώσωμεν εις αυτόν αφορμήν επιθέσεως, επειδή ηδιαφορήσαμεν δι' ελάχιστον χρόνον. Δεν βλέπεις τους έχοντας πολλά χρήματα, όταν αναμένουν επίθεσιν των εχθρών, πόσον φροντίζουν δια φύλαξιν αυτών· άλλοι μεν παρέχουν κάθε ασφάλειαν κλειδώνοντες αυτά με θύρας και μοχλούς· άλλοι δε κρύπτοντες μέσα εις αυτήν την γην, δια να ημπορέσουν να μείνουν απαρατήρητα από όλους; Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον πρέπει και ημείς, αφού συγκεντρώσωμεν τον πλούτον της αρετής, να φυλάσσωμεν αυτόν με πολλήν προσοχήν, και να μη τον εκθέτωμεν εις τα μάτια όλων, αλλά να αποκρύπτωμεν αυτόν εις το ασφαλέστατον θησαυροφυλάκιον της διανοίας μας, και να αποφράσσωμεν όλους τους δρόμους εις εκείνον, που προσπαθεί να αφαιρέση αυτόν, ώστε, αφού τον διαφυλάξωμεν ανέπαφον, να ημπορέσωμεν, όταν αποθάνωμεν, να έχωμεν μερικά εφόδια δια την αποδημίαν μας από εδώ.
Διότι όπως oι ευρισκόμενοι εις ξένην χώραν, όταν πρόκειται να επανέλθουν εις την ιδικήν των πατρίδα, από πολύν καιρόν σιγά σιγά ετοιμάζονται και σπεύδουν να συγκεντρώσουν τόσα εφόδια, όσα θα επαρκέσουν εις αυτούς κατά την απόστασιν του δρόμου, διά να μη παραμελήσουν τους εαυτούς των παραδίδοντες αυτούς εις την πείναν· κατά συνέπειαν και ημείς, ωσάν να ευρισκώμεθα εδώ εις ξένην χώραν (διότι όλοι είμεθα ξένοι και προσωρινοί), πρέπει να προσέχωμεν εδώ πλέον και να αποθηκεύωμεν από πριν δια τους εαυτους μας, με την πνευματικήν αρετήν, τα εφόδια· ώστε, όταν διατάξη ο Κύριος να επανέλθωμεν εις την ιδικήν μας πατρίδα, να είμεθα προετοιμασμένοι, και άλλα μεν να μεταφέρωμεν μαζί μας, άλλα δε να έχωμεν αποστείλει από πριν. Διότι τέτοια είναι η φύσις αυτών των εφοδίων· εκείνα ακριβώς που θα θελήσωμεν να αποθηκεύσωμεν από πριν δια τους εαυτούς μας με την εκτέλεσιν των αγαθών αυτών πράξεων, επειδή έφθασαν πριν από ημάς εκεί, μας ανοίγουν τας θύρας της παρρησίας προς τον Κύριον και προετοιμάζουν την είσοδόν μας, διά να εισέλθωμεν με κάθε ασφάλειαν και να εύρωμεν μεγάλην εύνοιαν ενώπιον του κριτού.
2. Και διά να μάθης, αγαπητέ, ότι αυτά συμβαίνουν κατ' αυτόν τον τρόπον, σκέψου, παρακαλώ, ότι εκείνος που κάνει πλουσιοπάροχα την ελεημοούνην και εδώ ζει με αγαθήν συνείδησιν συνεχώς, και όταν από εδώ απέλθη, ευρίσκει πλησίον του δικαστού μεγάλην φιλανθρωπίαν και θα ακούση τα μακάρια εκείνα λόγια μαζί με τους υπολοίπους· «Ελάτε σεις, που είσθε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, κληρονομήσατε την βασιλείαν, που έχει ετοιμασθή διά σας, αφ' ότου εθεμελιώνετο ο κόσμος· διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω». Το ίδιον βεβαίως θα ημπορέση να εύρη κανείς να συμβαίνη και με τας άλλας αρετάς. Έτσι θα συμβή και με την εξομολόγησιν των αμαρτιών και με τας προσευχάς, που είναι εκτενείς. Διότι όταν ημπορέσωμεν εις την παρούσαν ζωήν να καθαρίσωμεν εντελώς με την εξομολόγησιν τα αμαρτήματά μας και να λάβωμεν την συγχώρησιν από τον Κύριον, θα απέλθωμεν εκεί καθαροί από τα αμαρτήματα και θα μας χαρίση μεγάλην παρρησίαν.
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να εύρη κάποιαν παρηγορίαν εκεί εκείνος, που δεν εκαθάρισε εις την παρούσαν ζωήν τα αμαρτήματά του. «Διότι εις τον άδην, λέγει, ποίος θα εξομολογηθή εις σε;». Και είναι φυσικόν· διότι αυτός είναι ο καιρός των δοκιμασιών και των προσπαθειών και των αγωνισμάτων· εκείνος δε είναι ο καιρός των στεφάνων και των αμοιβών και των βραβείων. Ας αγωνισθούμεν λοιπόν, επειδή ακόμη ευρισκόμεθα εις το στάδιον, ώστε εις τον καιρόν, κατά τον οποίον πρέπει να λάβωμεν το βραβείον και την αμοιβήν των προσπαθειών μας, ας μη είμεθα από τους κατεντροπιασμένους, αλλά από εκείνους, που δέχονται με παρρησίαν το βραβείον εις το κεφάλι των.
Δεν αναφέραμεν εισαγωγικώς αυτά απλώς, ούτε χωρίς κάποιον σκοπόν εις την αγάπην σας, αλλά επειδή θέλομεν να ενθυμήσθε καθημερινώς τας αγαθάς πράξεις, ώστε γενόμενοι τέλειοι και ολοκληρωμένοι, και διαλάμποντες με την αρετήν της συμπεριφοράς σας, να γίνετε άμεμπτοι και ακέραιοι, άμωμα τέκνα του Θεού, και να φανήτε ως φωστήρες εις τον κόσμον, παρέχοντες υπόδειγμα ζωής, προς καύχησιν ίδικήν μας, κατά την ημέραν του Χριστού και δια να ωφελήτε και μόνον με την παρουσίαν σας εκείνους, που σάς συναναστρέφονται και να απολαμβάνουν την ιδικήν σας πνευματικήν ευωδίαν και την αρίστην συμπεριφοράν σας εκείνοι, οι οποίοι συμμετέχουν μαζί σας εις τας συζητήσεις. Διότι όπως ακριβώς η συναναστροφή με τους κακούς συνήθως βλάπτει τους συναναστρεφομένους, καθώς και ο μακάριος Παύλος λέγει, «Καταστρέφουν τα καλά ήθη αι κακαί συναναστροφαί»· έτσι και η συναναστροφή με τους αγαθούς ωφελεί πάρα πολύ τους συναναστρεφομένους. Διά τούτο και ο φιλάνθρωπος Κύριος μας επέτρεψε να αναμειγνύωνται οι αγαθοί με τους κακούς, δια να κερδίζουν κάτι από την συναναστροφήν και να μη παραμένουν διαρκώς εις την κακίαν, αλλά έχοντες συνεχή υπόμνησιν την θέαν εκείνων, να ωφεληθούν κάτι περισσότερον από την συναναστροφήν των με αυτούς. Διότι τέτοια είναι η δύναμις της αρετής, ώστε και εκείνοι, που δεν μετέρχονται αυτήν, να την σέβωνται υπερβολικά και να την επαινούν πολύ. Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον και η κακία πάλιν κατηγορείται διαρκώς από εκείνους, που την μετέρχονται· έτσι είναι εις όλους φανερά και σαφής, και δεν θα εύρης ποτέ κανένα να ομιλή σύντομα με παρρησίαν δι' αυτήν· αλλά και το παράδοξον είναι, ότι εκείνα που επιχειρούν να κάνουν με έργα, πολλάς φοράς κακίζουν με τα λόγια και επιθυμούν να διαφεύγουν τους πολλούς.
Και αυτό δε είναι δείγμα της φιλανθρωπίας του Θεού, την οποίαν επέδειξε δια το ανθρώπινον γένος, με το να θέση εις τον καθένα μας ως αδέκαστον κριτήριον την συνείδησιν, η οποία κάνει ακριβή διάγνωσιν των καλών και των κακών· αυτή λοιπόν κυρίως θα ημπορέση να μας στερήση κάθε δικαιολογίαν, επειδή δεν υποπίπτομεν εις τα αμαρτήματα εξ αιτίας της αγνοίας μας, αλλά εξ αιτίας της αδιαφορίας της ψυχής και αμελείας της αρετής.
3. Συλλογισμένοι αυτά καθημερινώς, ας φροντίζωμεν πολύ διά την σωτηρίαν μας, δια να μη λησμονήσωμεν τους εαυτούς μας, με την πάροδον του χρόνου, προκαλούντες μεγίστας ζημίας. Αλλά τα μεν εισαγωγικά είναι αρκετά. Ας ακούσωμεν όμως, εάν θέλετε, ποία είναι εκείνα, τα οποία και σήμερα θέλει να μας διδάξη, η χάρις του Πνεύματος με την γλώσσαν του Μωυσέως. «Και είπε, λέγει, ο Θεός, να συγκεντρωθούν τα ύδατα, τα ευρισκόμενα κάτω από τον ουρανόν εις ένα μέρος, διά να φανή η ξηρά· και έγινεν έτσι». Βλέπε, παρακαλώ αγαπητέ, εδώ τάξιν και αρίστην συνέπειαν. Αφού λοιπόν είπεν εις την αρχήν, ότι «η γη ήτο αόρατος και ασχημάτιστος», επειδή εσκεπάζετο από το σκοτάδι και τα ύδατα· έπειτα κατά την δευτέραν ημέραν αφού διέταξε να γίνη το στερέωμα, έκαμε τον χωρισμόν των υδάτων και ονόμασε το στερέωμα ουρανόν· τώρα πάλιν μας διδάσκει, ότι κατά την τρίτην ημέραν διέταξε το ύδωρ, το οποίον ευρίσκετο κάτω από τον ουρανόν, δηλαδή από το στερέωμα, αφού συγκεντρωθή εις ένα τόπον να αφήση μέρος και να εμφανισθή η ξηρά· και έγινεν έτσι.
Αφού λοιπόν τα πάντα ήσαν γεμάτα από ύδωρ, διατάσσει να συγκεντρωθή όλον εις ένα τόπον υδάτων, δια να εμφανισθή έτσι η ξηρά. Παρατήρησε πώς μας παρουσιάζει σιγά σιγά την αρμονικήν διάταξιν του σύμπαντος και την ομορφιάν αυτής. «Και έγινε, λέγει, έτσι». Πώς; Όπως διέταξεν ο Κύριος. Είπε μόνον και ηκολούθησε το έργον. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικόν γνώρισμα του Θεού, το να διευθύνη δηλαδή κατά την θέλησίν του τα δημιουργήματα.
«Και συνεκεντρώθησαν, λέγει, τα ύδατα, τα οποία ήσαν κάτω από τον ουρανόν εις τους ιδιαιτέρους τόπους των, και εφάνη η ξηρά». Όπως ακριβώς εις την περίπτωσιν του φωτός, ενώ ήτο παντού σκοτάδι, διέταξε να γίνη το φως και έκαμε τον χωρισμόν του φωτός από το δε σκοτάδι εις την νύκτα· και εις την περίπτωσιν των υδάτων πάλιν αφού εδημιούργησε το στερέωμα, διέταξεν άλλα μεν να καταλάβουν το άνω μέρος, άλλα δε να είναι κάτω από το στερέωμα· έτσι και τώρα αυτά τα ύδατα, τα οποία ήσαν κάτω από το στερέωμα, διατάσσει να συρρεύσουν εις μίαν θέσιν, δια να φανή η ξηρά, και τότε να δώση εις αυτήν το κατάλληλον όνομα, όπως και εις την περίπτωσιν του φωτός και του σκότους. «Συνεκεντρώθησαν λοιπόν, λέγει, τα ύδατα εις τας θέσεις των και εφάνη η ξηρά, και ονόμασεν ο Θεός την ξηράν γην».
Είδες, αγαπητέ, πώς ενώ ήτο αόρατος και ασχημάτιστος, ωσάν να εσκεπάζετο με κάποια παραπετάσματα αφού την απεγύμνωσεν από τα ύδατα, κατά κάποιον τρόπον, μας φανερώνει διά πρώτην φοράν το πρόσωπόν της, και έδωσεν εις αυτήν το κατάλληλον όνομα; «Και τα συγκεντρωθέντα, λέγει, ύδατα ονόμασε θαλάσσας». Ιδού και τα ύδατα έλαβον την κατάλληλον ονομασίαν. Όπως ακριβώς λοιπόν κάποιος άριστος τεχνίτης, όταν πρόκειται να κατασκευάση με την τέχνην του κάποιο αντικείμενον, δεν δίδει προηγουμένως εις αυτό το όνομά του, μέχρις ότου το αποτελειώσει, έτσι λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Κύριος δεν δίδει προηγουμένως εις τα στοιχεία τα ονόματα, μέχρις ότου με την προσταγήν του τοποθετήση αυτά εις κατάλληλον θέσιν. Αφού λοιπόν έλαβε και η γη το όνομά της και επανήλθε εις την ιδικήν της μορφήν, και τα συγκεντρωθέντα ύδατα πάλιν ηξιώθηοαν την ιδικήν των ονομασίαν.
«Ονόμασε λοιπόν, λέγει, το σύνολον των υδάτων θάλασσας», και επρόσθεσε πάλιν, «και είδεν ο Θεός, ότι ήτο καλόν». Επειδή βεβαίως η ανθρωπίνη φύσις, ως ασθενής, δεν ήτο ικανή να επαινέση επαξίως τα δημιουργήματα του Θεού, ομιλούσα προκαταβολικώς η Αγία Γραφή μας διδάσκει τον έπαινον από τον ίδιον τον δημιουργόν.
4. Όταν λοιπόν μάθης, ότι εις αυτόν τον δημιουργόν εφάνησαν καλά τα δημιουργήματα, αφ' ενός μεν θα θαυμάσης περισσότερον, αφ' ετέρου δε δεν θα ημπορέσης να εκφέρης περισσότερον κανένα έπαινον και εγκώμιον. Έχεις λοιπόν τέτοιον Κύριον, που κάνει τέτοια έργα, τα οποία δεν ημπορούν να δεχθούν ούτε τον ιδικόν μας έπαινον. Διότι πώς θα ημπορέση η ανθρωπίνη φύσις να επαινέση ή να υμνήση ποτέ επαξίως τα έργα του Θεού· και πρόσεχε, παρακαλώ, εις το εξής εδώ με όσα ακολουθούν την άπειρον σοφίαν του επινοητικού Θεού. Αφού λοιπόν μας εφανέρωσεν την επιφάνειαν της γης, εις την συνέχειαν με την εντολήν του χαρίζει εις αυτήν την αρμόζουσαν ομορφιάν, καλλωπίζων την επιφάνειάν της με την ποικιλίαν των φυτών.
«Και είπε, λέγει, ο Θεός· ας βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν, φυτά σπερματοφόρα και καρποφόρα δένδρα, τα οποία φέρουν τους καρπούς του είδους των, περιέχοντας τα σπέρματά των, επί της γης. Και έγινεν έτσι». Τι σημαίνει το, «Και έγινεν έτσι»; Επρόσταξε, λέγει, ο Κύριος, και αμέσως η γη αφού διήγειρε τας ωδίνας της, εστόλισε τον εαυτόν της με την βλάστησιν των φυτών. «Και η γη παρήγαγε χόρτον χλωρόν, τα διάφορα είδη των σπερματοφόρων φυτών και τα διάφορα είδη των καρποφόρων δένδρων, τα οποία περιέχουν μέσα των τους σπόρους αυτών επί της γης».
Κατανόησε εδώ, παρακαλώ αγαπητέ, πως με τον λόγον του Κυρίου τα πάντα έγιναν εις την γην. Διότι δεν ήτο ο εργαζόμενος ούτε άνθρωπος, ούτε αροτρον, ούτε εργασία βοδιών, ούτε καμμία άλλη φροντίδα ελήφθη δι' αυτήν, αλλά μόνον ήκουσε την εντολήν και αμέσως επαρουσίασε τα ιδικά της. Από αυτό πληροφορούμεθα, ότι και τώρα δεν μας χαρίζει την καρποφορίαν ούτε η ασχολία των γεωργών, ούτε ο κόπος και η υπόλοιπος εργασία, που καταβάλλεται κατά την καλλιέργειαν της γης, αλλά περισσότερον από όλα αυτά ο λόγος του Θεού, ο οποίος από την αρχήν ελέχθη προς αυτήν. Άλλωστε δε δια να διορθώση η Αγία Γραφή και την αχαριστίαν των ανθρώπων ύστερα από αυτά, μας διηγείται όλα με ακρίβειαν κατά την σειράν της δημιουργίας των, δια να σταματήση τας φλυαρίας εκείνων, που εξ ιδίων σκέψεων ομιλούν ανοήτως και επιχειρούν να λέγουν, ότι διά την ωρίμανσιν των καρπών της γης είναι αναγκαία η συνεργασία του ηλίου. Είναι δε και μερικοί, οι οποίοι επιχειρούν να αναφέρουν αυτά και εις κάποια άστρα.
Δι' αυτό μας διδάσκει το Άγιον Πνεύμα, ότι πριν από την δημιουργίαν των στοιχείων αυτών, υποχωρούσα η γη εις τον λόγον και την εντολήν του Θεού παράγει όλα τα φυτά, χωρίς να χρειασθή την βοήθειαν κανενός άλλου. Διότι ήτο αρκετός εις αυτήν, αντί όλων των άλλων, ο λόγος εκείνος, ο οποίος έλεγε· «να βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν». Ακολουθούντες λοιπόν πιστά την Αγίαν Γραφήν, ας μη ανεχώμεθα ποτέ εκείνους που λέγουν, ότι έγιναν μόνα των τα ευρισκόμενα γύρω μας. Διότι και αν ακόμη οι άνθρωποι καλλιεργούν την γην, και αν ακόμη έχουν την βοήθειαν των ζώων και φροντίσουν πολύ το χωράφι των, και αν πνεύσουν ευνοϊκοί άνεμοι και συνδράμουν όλα τα άλλα, εάν δεν θα υπάρξη η συγκατάθεσις του Κυρίου, όλα είναι άσκοπα και μάταια, και δεν θα προκύψη κανένα κέρδος από τους πολλούς κόπους και προσπαθείας, εάν το χέρι του Θεού δεν συνεργή και δεν χαρίζη την καρποφορίαν εις αυτά που γίνονται.
Ποίος δεν θα εκπλαγή και δεν θα θαυμάση, όταν κατανοή, πως ο λόγος του Κυρίου, που έλεγε, «να βλαστήση η γη χόρτον χλωρόν», αφού κατήλθεν εις αυτά τα σπλάγχνα της γής, ωσάν με κάποιο θαυμαστόν πέπλον, έτσι με την ποικιλίαν των ανθέων κατεστόλισε την επιφάνειαν της γης; Και ήτο δυνατόν να ιδούμεν ότι η γη, η οποία προηγουμένως ήτο χωρίς μορφήν και σχήμα, δια μιας εδέχθη τόσην ομορφιάν, ώστε παρ' ολίγον να είναι εφάμιλλος προς τον ουρανόν.
Διότι όπως ακριβώς εκείνος ύστερα οπό ολίγον πρόκειται να στολισθή με την ποικιλίαν των άστρων, έτσι και αυτή τόσον εστολίσθη με τα διάφορα άνθη ώστε και τον δημιουργόν της να οδηγή εις έπαινον. Διότι λέγει η Γραφή, «Είδεν ο Θεός, ότι ήτο καλόν».
5. Είδες πώς μας παρουσιάζει η Γραφή τον δημιουργόν να επαινή χωριστά κάθε ένα δημιούργημά του, ώστε ύστερα από αυτά το ανθρώπινον γένος, αφού διδάσκεται αυτά, να κατευθύνεται από τα δημιουργήματα προς τον δημιουργόν; Διότι εάν τα δημιουργήματα, που είναι τέτοια, υπερβάλλουν την ανθρωπίνην φύσιν και κανείς δεν θα ημπορέση να επαινέση αυτά σύμφωνα με την αξίαν των, τι θα ημπορέση να ειπή κανείς δια τον δημιουργόν; «Και είδε, λέγει, ο Θεός, ότι ήτο καλόν. Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη». Βλέπεις πώς με την συνέχειαν της διδασκαλίας θέλει να βάλη την δύναμιν των λεγομένων μέσα εις την διάνοιάν μας; Διότι έπρεπε να ειπή, και έγινεν ημέρα τρίτη.
Πρόσεξε όμως πώς διά κάθε ημέραν έτσι λέγει, «Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη», όχι απλώς, ούτε τυχαίως, αλλά διά να μη συγχέωμεν την τάξιν, ούτε να νομίζωμεν, ότι όταν έλθη το βράδυ, τελειώνει η ημέρα· αλλά να γνωρίζωμεν, ότι το μεν βράδυ είναι το τέλος του φωτός και η αρχή της νύκτας, το δε πρωί το τέλος της νύκτας και η ολοκλήρωσις της ημέρας. Αυτό λοιπόν θέλει να μας διδάξη ο μακάριος Μωυσής λέγων, «Και έγινε βράδυ, και έγινε πρωί, ημέρα τρίτη». Και μη παραξενεύεσαι, αγαπητέ, εάν η Αγία Γραφή λέγη αυτά πολλάς φοράς και συνεχώς.
Διότι εάν και ύστερα από αυτήν την επανάληψιν οι Ιουδαίοι, oι οποίοι είναι προκατειλημμένοι από την πλάνην και έχουν πωρωμένην την καρδίαν των, προσπαθούν ακόμη να φιλονεικούν και θεωρούν, ότι το βράδυ είναι αρχή της επομένης ημέρας, παραπλανώμενοι και παραλογιζόμενοι και εξακολουθούντες να κάθωνται εις την σκιάν, ενώ η αλήθεια έχει γίνει τόσον φανερά εις όλους, και έχοντες ακόμη το λυχνάρι, ενώ ο ήλιος της δικαιοσύνης εκπέμπει παντού τας ακτίνας του, εάν δεν έχρησιμοποιούσε τόσον μεγάλην διδασκαλίαν με πολλήν ακρίβειαν, ποίος θα ημπορούσε να υποφέρη την φιλονεικίαν των αγνωμόνων;
Αλλά εκείνοι μεν ας αναμένουν την τιμωρίαν της ιδικής των μωρίας· ημείς δε οι οποίοι εκρίθημεν άξιοι να δεχθούμεν την λάμψιν του ηλίου της δικαιοσύνης, ας υπακούωμεν εις την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής, και ακολουθούντες τον κανόνα αυτής, ας τοποθετήσωμεν έτσι τα ορθά δόγματα μέσα εις τα θησαυροφυλάκια της ιδικής μας διανοίας, και μαζί με την φύλαξιν αυτών ας φροντίζωμεν πολύ δια την σωτηρίαν μας, και ας αποφεύγωμεν εκείνα που καταστρέφουν την υγείαν της ψυχής μας, απέχοντες από όλα αυτά, όπως ακριβώς από τα δηλητηριώδη φάρμακα. Διότι είναι πολύ μεγαλύτερα αυτή η βλάβη, και τόσον μεγαλύτερα, όσον ανωτέρα είναι η ψυχή από το σώμα. Διότι εκείνα μεν τα φάρμακα επιφέρουν τον σωματικόν αυτόν θάνατον· εκείνα δε που βλάπτουν πολύ την υγείαν της ψυχής, μας προκαλούν τον αιώνιον θάνατον.
Ποία δε είναι εκείνα, που μας βλάπτουν; Πολλά και διάφορα, μάλιστα δε το να συγκινούμεθα από την ανθρωπίνην δόξαν και να μη γνωρίζωμεν να περιφρονούμεν αυτήν. Τούτο λοιπόν γίνεται η αιτία πολλών κακών εις ημάς, και εάν έχωμεν κάποιον πνευματικόν θησαυρόν, τον αφαιρεί και μας στερεί την ωφέλειαν, που προέρχεται από αυτόν. Τι λοιπόν θα ημπορούσε να γίνη καταστρεπτικώτερον από την βλάβην αυτήν, όταν και εκείνα, τα οποία νομίζομεν ότι έχομεν, μας τα εξαφανίζη; Έτσι εκείνος ο Φαρισαίος έγινε μικρότερος από τον τελώνην, επειδή δεν ημπόρεσε να συγκρατήση την γλώσσαν του, αλλά επειδή με αυτήν, ωσάν με κάποιαν μικράν θύραν, εξεστόμισεν όλον τον πλούτον του. Τόσον μέγα κακόν είναι η κενοδοξία.
6. Ειπέ μου λοιπόν, διά ποίον λόγον και διατί συγκινείσαι διά τον έπαινον των ανθρώπων; Δεν γνωρίζεις, ότι όπως ακριβώς η σκιά, και εάν υπάρχη κάτι ευτελέστερον από αυτήν, έτσι ο έπαινος από αυτούς, αφού διασκορπισθή εις τον αέρα, εξαφανίζεται; Άλλωστε η φύσις των ανθρώπων εύκολα και ανατρέπεται και μεταβάλλεται, και οι ίδιοι τώρα μεν επαινούν, ύστερα όμως επικρίνουν τον ϊδιον άνθρωπον.
Εις την απόφασιν όμως του θεού αυτό δεν ημπορεί να γίνη ποτέ. Ας μη είμεθα λοιπόν ανόητοι, ούτε να Εξαπατώμεν τους εαυτούς μας άσκοπα και μάταια. Διότι και αν κάνωμεν κάτι αγαθόν, χωρίς να καταγινώμεθα εις αυτό μόνον διά τούτο, δια να εκπληρώσωμεν δηλαδή την εντολήν του Κυρίου μας και να γίνωμεν γνώριμοι μόνον εις εκείνον, υπομένομεν τον κόπον άσκοπα, αφού στερούμεν από τους εαυτούς μας τον καρπόν, που προέρχεται από εκεί. Διότι εκείνος που κάνει κάτι αγαθόν διά να επιδιώξη, την δόξαν από τους ανθρώπους, ίσως θα ημπορέση να απολαύση αυτήν, ίσως όμως όχι· διότι πολλάς φοράς, αν και κάνη τα πάντα προς τον σκοπόν αυτόν, δεν θα ημπορέση να επιτύχη αυτήν· και είτε λοιπόν επιτύχη, είτε αποτύχη, έχει λάβει εδώ ικανοποιητικήν αμοιβήν και δεν θα λάβη εκεί καμμίαν ανταπόδοσιν δι' αυτό. Διατί; Διότι προκαταβολικώς εστέρησε τον εαυτόν του από την αγάπην του κριτού, επειδή επροτίμησε τα παρόντα αγαθά από τα μέλλοντα, και την δόξαν των ανθρώπων από την απόφασιν του δικαίου κριτού.
Εξ άλλου αν δι' αυτό μόνον πράττωμεν κάτι το πνευματικόν, διά να αρέσωμεν δηλαδή μόνον εις εκείνον τον άγρυπνον οφθαλμόν, ενώπιον του οποίου τα πάντα είναι γυμνά και ολοφάνερα, και ο θησαυρός μας παραμένει αδαπάνητος και η αμοιβή ακεραία και η αγαθή προσδοκία από εδώ ακόμη μας παρέχει μεγάλην παρηγορίαν και μαζί με το ότι η αμοιβή εκείνη φυλάσσεται δι' ημάς μέσα εις απαραβίαστον θησαυροφυλάκιον, θα ακολουθήση και η δόξα από τους ανθρώπους. Διότι τότε απολαμβάνομεν αυτήν με αφθονίαν, όταν την περιφρονούμεν, όταν δεν την επιζητούμεν, όταν δεν την επιδιώκωμεν.
Και διατί απορείς, εάν αυτό γίνεται εις εκείνους που καταγίνονται με την πνευματικήν φιλοσοφίαν, όπου βέβαια και εκείνους, που συγκινούνται πολύ διά τα πράγματα του κόσμου αυτού, oι περισσότεροι περιφρονούν και παραβλέπουν εκείνους, που επιθυμούν να αποκτήσουν τον έπαινον από τους ανθρώπους, και θα συναντήσης να εμπαίζωνται αυτά από όλους δια την σφοδράν των επιθυμίαν της κενοδοξίας; Τι λοιπόν θα ημπορούσε να γίνη αθλιώτερον από ημάς, που καταγινόμεθα με τα πνευματικά, εάν πρόκειται ομοίως με εκείνους να ανοίγωμεν το στόμα μας εις τας επευφημίας των ανθρώπων και να μη αρκούμεθα εις τον έπαινον από τον Θεόν; όπως ακριβώς και ο Παύλος λέγει, «του γνησίου δε πιστού ο έπαινος δεν προέρχεται από ανθρώπους, αλλά από τον Θεόν». Δεν βλέπεις, αγαπητέ, και εις τας ιπποδρομίας, πώς οι οδηγούντες τους ίππους, ενώ όλος ο λαός κάθεται και απευθύνει απείρους επευφημίας, δεν περιστρέφουν το κεφάλι των, ούτε απολαμβάνουν την ευχαρίστησιν από την επευφημίαν εκείνων, αλλά βλέπουν προς ένα μόνον, τον βασιλέα, ο οποίος κάθεται εις το μέσον και προσέχοντες εις το νεύμα αυτού, παραβλέπουν όλον το πλήθος, και τότε μόνον υπερηφανεύονται, όταν ο βασιλεύς στεφανωσει αυτούς;
Μιμούμενος λοιπόν και σύ αυτούς, να μη λογαριάζης πολύ τας επευφημίας των ανθρώπων, ούτε δι' αυτό να μετέρχεσαι την αρετήν, αλλά να περιμένης την απόφασιν από τον δίκαιον κριτήν και προσέχων εις το νεύμα εκείνου, έτσι να τακτοποιής όλην την ζωήν σου, ώστε και εις την παρούσαν ζωήν πάντοτε να τρέφεσαι με τας αγαθάς ελπίδας, και εις την μέλλουσαν να απολαύσης τα αιώνια αγαθά, τα οποία είθε όλοι ημείς να επιτύχωμεν, με την χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίον εις τον Πατέρα και συγχρόνως εις το Άγιον Πνεύμα, ανήκει η δόξα, η δύναμις, η τιμή, τώρα και πάντοτε, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
πηγή: Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 2, Πατερικαί Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς", μτφρ. Σπυρίδων Μουστάκας, 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου