Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 1.ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΝΑΡΕΤΟΙ



 “Θέλεις νά γίνεις ἐνάρετος; Κάνε μόνο τήν ἀρχή. Ἀλήθεια, πές μου, στήν περίπτωση ὅλων τῶν τεχνῶν, ὅταν θέλουμε ν’ ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτές, ἀρκούμαστε μόνο στή θέληση, ἤ καί ἐπιδιδόμαστε μέ δραστηριότητα στά ἔργα; ... δέν ἀρκεῖ μόνο τό νά θέλης, ἀλλά πρέπει νά προστεθῆ καί τό ἔργο, ἐνῶ ἐδῶ θέλοντας ν’ ἀνεβῆς στόν οὐρανόν, λές «θέλω», μόνο; Πῶς τότε, λέγει, ἔλεγες, ὅτι ἀρκεῖ τό νά θέλη κανείς; Ἡ θέλησις πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τά ἔργα, πρέπει καί νά ἐπιχειρῆται τό πρᾶγμα, πρέπει καί νά κοπιάση κανείς. Ἔχουμε βέβαια συνεργό καί συμβοηθό τό Θεό, μόνο νά τό ἐπιχειρήσουμε, μόνο νά καταπιαστοῦμε μ’ αὐτό τό ἔργο, μόνο νά ἐνδιαφερθοῦμε, μόνο νά τό βάλουμε στό μυαλό μας, καί ὅλα τά ἄλλα ἀκολουθοῦν. Ἐάν ὅμως κοιμώμαστε καί περιμένουμε ροχαλίζοντας νά μποῦμε στόν οὐρανό, τότε θά μπορέσουμε νά κατακτήσουμε τήν κληρονομία τῶν οὐρανῶν;”[1]


              2. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΕΛΕΗΜΟΝΕΣ

“Παρ’ ὅλο πού ἡ παρθενία, ἡ νηστεία καί τό νά κοιμᾶται κανείς στό χῶμα ἔχουν πιό δύσκολο κόπο ἀπό τήν ἐλεημοσύνη, ὅμως τίποτε δέν εἶναι τόσο δυνατό στό νά σβήνει τή φωτιά τῶν ἁμαρτημάτων, ὅσο αὐτή. Αὐτή εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα, στήνει τούς ἐραστές της κοντά στόν ἴδιο τό βασιλιᾶ. Καί πολύ σωστά. Γιατί ἡ παρθενία, ἡ νηστεία καί τό νά κοιμᾶται κανείς στό χῶμα σταματάει μόνο γύρω ἀπ’ αὐτόν πού τήν ἀσκεῖ καί δέν σώνει κανέναν ἄλλο, ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως ἁπλώνεται σέ ὅλους καί ἀγκαλιάζει τά μέλη τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε τά κατορθώματα ἐκεῖνα πού ἁπλώνονται σέ πολλούς εἶναι πολύ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτά πού σταματοῦν γύρω ἀπό ἕναν.
Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ μητέρα τῆς ἀγάπης, τῆς ἀγάπης πού χαρακτηρίζει τό χριστιανισμό, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλα τά θαύματα, μέ τά ὁποῖα φαίνονται οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι φάρμακο γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, σαπούνι γιά τήν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς μας, σκάλα στηριγμένη στόν οὐρανό, αὐτή συνδέει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Θέλετε νά μάθετε πόσο μεγάλο ἀγαθό εἶναι αὐτή; Στήν ἐποχή τῶν ἀποστόλων ὅλοι πουλοῦσαν τά ὑπάρχοντά τους καί ἔφερναν σ’ αὐτούς τά χρήματα, τά ὁποῖα καί μοιράζονταν... “Ὅλοι εἶχαν μιά καρδιά καί μιά ψυχή”[1] καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐπάνω σέ ὅλους αὐτούς καί ζοῦσαν μέ πολύ ὄφελος.”[2]
“Γιατί βέβαια αὐτό κυρίως σημαίνει νά περιφρονεῖς τά χρήματα, αὐτό σημαίνει νά θρέψεις ἀληθινά τό Χριστό, ὅταν δέν τό κάνεις αὐτό μέ ἀλαζονεία καί ἐγωϊσμό, ὅταν δίνεις σάν νά εὐεργετεῖς τόν ἑαυτό σου περισσότερο παρά ἐκεῖνον πού τά παίρνει. Γιατί ἄν θεωρεῖς ὅτι δίνεις μᾶλλον παρά παίρνεις, μή δίνεις.[i]
Γι’ αὐτό θαυμάζουμε καί τόν Ἀβραάμ, ὄχι μόνον γιατί θυσίασε μοσχάρι οὔτε γιατί ζύμωσε ἀλεύρι, ἀλλά γιατί μέ πολλή εὐχαρίστηση καί ταπεινοφροσύνη ὑποδεχόταν τούς ξένους, τρέχοντας κοντά του, ἐξυπηρετώντας τους, ἀποκαλώντας τους κυρίους, νομίζοντας πώς βρῆκε θησαυρό ἀπείρων ἀγαθῶν, ἄν κάποτε ἔβλεπε νά πλησιάζει ξένος. Ἔτσι λοιπόν γίνεται διπλή ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν καί δίνουμε καί δίνοντας τά προσφέρουμε μέ προθυμία. Γιατί λέγει “Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός”[3]. Γιατί καί ἄν ἀκόμη ἄπειρα τάλαντα προσφέρεις μέ ἀλαζονείς καί ἐγωϊσμό καί ματαιοδοξία, ἔχασες τά πάντα, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος πού πρόσφερε τό ἕνα δέκατο ἀπό τά ὑπάρχοντά του, ἐπειδή ὑπερηφανευόταν καί φούσκωνε ἀπό ὑπερηφάνεια γι’ αὐτό, ἀφοῦ τά ἔχασε ὅλα, ἔτσι κατέβηκε ἀπό τό ναό.”[4]

3. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΕΙΤΕ

“καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν”. Τρία ἀγαθά διακηρύττει μέ τά λόγια αὐτά. Τούς ἄριστους στήν ἀρετή τούς διδάσκει μετριοφροσύνη καί τούς συμβουλεύει νά μήν ὑπερηφανεύονται γιά τά κατορθώματά τους ἀλλά νά φοβοῦνται καί νά τρέμουν καί νά μνημονεύουν τά προηγούμενα ἁμαρτήματά τους ὅπως ὁ θεσπέσιος Παῦλος, λέγοντας ὕστερα ἀπό τά ἄπειρα κατορθώματά του “ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς καί πρῶτος ἀνάμεσά τους εἶμαι ἐγώ” (Α΄ Τιμ. α΄ 15). Τούς ἄριστους λοιπόν στήν ἀρετή τούς ἀσφάλισε μέ τήν ταπεινοφροσύνη, λέγοντας τά λόγια αὐτά. Ἐκείνους ὅμως πού ἔσφαλαν ὕστερα ἀπό τή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος δέν τούς ἀφήνει νά ἀπελπίζονται γιά τή σωτηρία τους, ἀλλά τούς διδάσκει νά ζητοῦν ἀπό τό γιατρό τῶν ψυχῶν τά φάρμακα τῆς συγχώρησης. Μαζί ὅμως μ’ αὐτά ὁ λόγος προϋποθέτει καί διδασκαλία φιλανθρωπίας. Γιατί μᾶς θέλει νά εἴμαστε ἥμεροι στούς ἐνόχους, ἀμνησίκακοι σ’ αὐτούς πού σφάλουν σέ μᾶς καί μέ τή συγγνώμη μας σ’ αὐτούς νά χαρίζουμε στόν ἑαυτό μας συγγνώμη, καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτα νά προσφέρουμε τά μέτρα τῆς φιλανθρωπίας. Γιατί τόσο ζητοῦμε νά λάβουμε, ὅσο παρέχουμε στούς συνανθρώπους μας καί ἀξιώνουμε νά ἐπιτύχουμε τόση συγγνώμη, ὅση χαρίζουμε στούς ὀφειλέτες μας.”[1]
“Ἐσύ ὅμως ἐνῶ στέκεσαι καί μεριμνᾶς γιά τά ἁμαρτήματά σου, δέ φρίττεις πού θυμᾶσαι τά ξένα; καί πῶς παρακαλεῖς τό Θεό; γιατί αὐτά πού ζητᾶς ἀπό τό Θεό ἐναντίον ἐκείνου, μέ αὐτά ἑτοιμάζεις γιά σένα φοβερότερα, μή ἀφήνοντας τό Θεό νά συγχωρήσει τά δικά σου ἁμαρτήματα. Πῶς λοιπόν, λέγει, ἐάν θέλεις νά γίνω αὐστηρός ἐξεταστής τῶν πλημμελημάτων πού ἔγιναν σέ βάρος σου, ζητᾶς νά συγχωρήσω αὐτά πού ἔκαμες ἐσύ σέ μένα; Ἄς μάθουμε κάποτε νά εἴμαστε χριστιανοί; Ἄν δέ γνωρίζουμε νά προσευχόμαστε, πράγμα πού εἶναι εὔκολο καί πολύ ἁπλό, τί θά γνωρίσουμε ἀπό τά ἄλλα; Ἄς μάθουμε νά προσευχόμαστε σάν χριστιανοί, ἐκεῖνες οἱ προσευχές εἶναι τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐκεῖνες οἱ δεήσεις εἶναι τῶν Ἰουδαίων, ἐνῶ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἀντίθετες, μέ αὐτές ζητοῦμε ἄφεση καί ἀμνηστία τῶν σφαλμάτων πού ἔγιναν σέ μᾶς. “Ὅταν μᾶς βρίζουν, εὐλογοῦμε, ὅταν μᾶς καταδιώκουν, δείχνουμε ἀνοχή, ὅταν μᾶς βλασφημοῦν, παρακαλοῦμε”[2]. Ἄκου τόν Στέφανο πού λέγει “Κύριε, μή λογαριάσεις σέ αὐτούς αὐτό τό ἁμάρτημα”. Ὄχι μόνο δέν καταριόταν, ἀλλά καί προσευχόταν γιά αὐτούς, ἐνῶ ἐσύ ὄχι μόνο δέν προσευχήθηκες ὑπέρ αὐτῶν, ἀλλά καί τούς καταράστηκες. Ὅσο θαυμάσιος λοιπόν ἦταν ἐκεῖνος, τόσο πιό κακός εἶσαι ἐσύ... Θέλεις νά πλήξεις τόν ἐχθρό σου; Προσευχήσου γιά αὐτόν, ὄχι ὅμως μέ τέτοια διάθεση, ὄχι σάν νά πλήττεις, αὐτό βέβαια γίνεται, ἐσύ ὅμως μήν τό κάνεις μέ αὐτό τό σκοπό. Ἄν καί βέβαια ἐκεῖνος ὁ μακάριος ὅλα τά πάθαινε ἄδικα, κι ὅμως προσευχόταν γι’ αὐτούς, ἐνῶ ἐμεῖς πολλά καί δίκαια τά παθαίνουμε ἀπό τούς ἐχθρούς. Ἄν λοιπόν αὐτός πού ἔπαθε ἄδικα δέν τόλμησε νά μήν προσευχηθεῖ ὑπέρ αὐτῶν, ἐμεῖς πού πάσχουμε δίκαια, κι ὄχι μόνο δέν προσευχόμαστε, ἀλλά καί καταριόμαστε, ποιάς τιμωρίας δέν εἴμαστε ἄξιοι; Νομίζεις βέβαια ὅτι δίνεις σέ ἐκεῖνον τό χτύπημα, ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι τραβᾶς τό ξίφος ἐναντίον σου, μή ἀφήνοντας τό δικαστή νά γίνει πρᾶος γιά τά ἁμαρτήματά σου μέ τά ὁποῖα τόν ἐξοργίζεις μέ τήν προσευχή σου ἐναντίον τῶν ἄλλων. Γιατί λέγει “μέ ὅποιο μέτρο μετρᾶτε, μέ τό ἴδιο θά μετρηθεῖτε καί σεῖς, καί μέ ὅποιο κριτήριο κρίνετε, θά κριθῆτε”[3]. Ἄς γίνουμε λοιπόν συγχωρητικοί, γιά νά ἔχουμε τέτοιον καί τό Θεό.”[4]
“Αὐτός πού εὐλογεῖ τόν ἐχθρό, εὐλογεῖ τόν ἑαυτό του, καί αὐτός πού καταριέται, καταριέται τόν ἑαυτό του, καί αὐτός πού προσεύχεται γιά τόν ἐχθρό, προσεύχεται γιά τόν ἑαυτό του, ὄχι γιά ἐκεῖνον.”[5]

4. ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ


“Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε, πραγματικά τίποτε, πού νά μπορεῖ νά μᾶς συγκρατεῖ καί νά μᾶς διαφυλάσσει τόσο, ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη καί τό νά εἴμαστε μετριόφρονες καί συνεσταλμένοι καί νά μή σχηματίζουμε ποτέ καμμιά μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Αὐτό τό πρᾶγμα γνωρίζοντας καλά καί ὁ Χριστός καί ἀρχίζοντας τήν πνευματική ἐκείνη διδασκαλία, ἄρχισε πρῶτα τήν παραίνεση ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη, καί ὅταν ἄνοιξε τό στόμα του, αὐτόν τόν νόμο παρουσίασε πρῶτα, λέγοντας αὐτό “μακάριοι οἱ φτωχοί τῷ πνεύματι” (Ματθ. ε΄ 3).
Ὅπως λοιπόν ὅταν πρόκειται κάποιος νά χτίσει ἕνα μεγάλο καί ἐπιβλητικό σπίτι, βάζει καί ἀνάλογο θεμέλιο, ὥστε νά μπορέσει νά βαστάξει τό προστιθέμενο ἀργότερα βάρος, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ Χριστός, σηκώνοντας στίς ψυχές τους τή μεγάλη ἐκείνη οἰκοδομή τῆς πίστης, βάζει πρῶτα, σάν κάποιο θεμέλιο καί ἀρχή σταθερή καί βάση μόνιμη καί ἀκίνητη, τήν παραίνεση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐπειδή γνώριζε πώς ὅταν αὐτή ριζώσει στίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν, ὅλα τά ἄλλα μέρη τῆς ἀρετῆς μποροῦν νά χτίζονται μέ ἀσφάλεια. Ὅπως λοιπόν ὅταν αὐτή ἀπουσιάζει καί ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάποιος ὅλη τήν ὑπόλοιπη ἀρετή, κοπίασε ἄσκοπα καί μάταια καί ἄχρηστα, σάν ἐκεῖνον πού ἔχτισε τό σπίτι του ἐπάνω στή ἄμμο, ὁ ὁποῖος βέβαια ὑπέμεινε τόν κόπο, ἀλλά δέ χάρηκε τό κέρδος, γιατί δέν ἔβαλε σταθερό θεμέλιο, ἔτσι καί αὐτός πού χωρίς ταπεινοφροσύνη ἐπιδιώκει ὁποιοδήποτε ἀγαθό, τά ἔχασε καί τά κατέστρεψε ὅλα.
Καί λέγοντας ταπεινοφροσύνη δέν ἐννοῶ τήν ταπεινοφροσύνη πού βρίσκεται στά λόγια, οὔτε ἐκείνη πού βρίσκεται πάνω στή γλώσσα, ἀλλά τήν ταπεινοφροσύνη πού βρίσκεται μέσα σττό νοῦ, πού προέρχεται ἀπό τήν ψυχή, πού βρίσκεται μέσα στή συνείδηση, πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τή βλέπει. Φθάνει αὐτή ἡ ἀρετή, καί ὅταν παρουσιάζεται μόνη της πολλές φορές, νά ἐξιλεώσει τό Θεό. Καί αὐτό τό φανέρωσε ὁ τελώνης. Γιατί αὐτόν παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε κανένα ἀγαθό καί δέν μποροῦσε νά παρουσιασθεῖ ἀπό τά κατορθώματά του, λέγοντας μόνο “ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό”, κατέβηκε ἀπό τό ναό δικαιωμένος, παρά ὁ φαρισαῖος, μολονότι βέβαια τά λόγια ἐκεῖνα δέν ἦταν ἀπόδειξη ταπεινοφροσύνης ἀλλά μόνο εὐγνωμοσύνης. Γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἄν καί ἀναγνωρίζει στόν ἑαυτό του μεγάλη ἀξία, δέ φαντάζεται γιά τόν ἑαυτό του τίποτε μεγάλο, ἐνῶ εὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἐνῶ εἶναι ἁμαρτωλός, τό ὁμολογεῖ αὐτό. Ἄν ὅμως ἐκεῖνος πού δέν ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του κανένα ἀγαθό ἀπέσπασε τόση εὔνοια ἀπό τό Θεό ἐπειδή ὁμολόγησε αὐτό ἀκριβῶς πού ἦταν, πόση παρρησία θ’ ἀπολαύσουν αὐτοί πού μποροῦν νά ποῦν τά πολλά τους κατορθώματα ἀλλά ὅλα τά ξεχνοῦν καί συγκαταλέγουν τόν ἑαυτό τους ἀνάμεσα στούς τελευταίους; Ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαμε καί ὁ Παῦλος. Γιατί, ἄν καί ἦταν πρῶτος ἀπ’ ὅλους τούς δικαίους, ἔλεγε ὅτι αὐτός ἦταν πρῶτος ἀπό τούς ἁμαρτωλούς (Α΄ Τιμ. α΄ 15) καί ὄχι μόνο τό ἔλεγε ἀλλά τό εἶχε πιστέψει. Ἐπειδή ἀπό τό δάσκαλό του διδάχθηκε πώς ὅταν τά κάνουμε ὅλα, πρέπει νά ὀνομάζουμε τούς ἑαυτούς μας ἄχρηστους δούλους (Λουκ. ιζ΄ 10).
... Γιατί ἄν συμπεριφερόμαστε ἔστι, μᾶς ἀρκεῖ αὐτό γιά προσφορά καί θυσία, ὅπως καί ὁ Δαυΐδ ἔλεγε “θυσία τῷ θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ θεός οὐκ ἐξουδενώσει”. Δέν εἶπε ἁπλῶς ταπεινωμένη, ἀλλά καί συντριμμένη, γιατί τό συντριμμένο εἶναι καί θρυμματισμένο, οὔτε βέβαια, ἄν θέλει, μπορεῖ νά ὑπερηφανευθεῖ. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἄς μή ταπεινώνουμε μόνο τήν ψυχή μας, ἀλλά καί ἄς τή συντρίψουμε καί ἄς τή θρυμματίσουμε καί συντρίβεται ὅταν θυμᾶται συνέχεια τά δικά της ἁμαρτήματα. Ἄν τήν ταπεινώσουμε ἔτσι, δέν θά μπορέσει, ἔστω καί νά τό θέλει νά ὑπερηφανευθεῖ, γιατί ἡ συνείδηση σάν κάποιο χαλινάρι τή σταματάει ὅταν σηκώνεται καί τή συγκρατεῖ καί τήν πείθει νά εἶναι μετρημένη σέ ὅλα.
Ἔτσι θά μπορέσουμε νά βροῦμε καί χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. “ὅσω γάρ μέγας εἶ”, λέγει ἡ Γραφή, “τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν, καί ἐναντίον Κυρίου εὑρήσεις χάριν” (Σοφ. Σειρ. 3, 18). Ἐκεῖνος ὅμως πού βρῆκε χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέ θά αἰσθανθεῖ καμμιά δυσκολία, ἀλλά καί ἐδῶ θά μπορέσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ξεπεράσει εὔκολα ὅλα ἐκεῖνα τά δεινά καί νά ξεφύγει τίς τιμωρίες πού ὑπάρχουν στή ζωή γιά τούς ἁμαρτωλούς, γιατί ἡ χάρη πηγαίνει παντοῦ πρίν ἀπ’ αὐτόν καί τοῦ ἐξευμενίζει τά πάντα”.[6]
“Ὅλοι ὅμως ἄς ταπεινώσουμε τίς ψυχές μας μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τό νά συγχωροῦμε τίς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων μας, μέ τό νά μή μνησικακοῦμε καί μέ τό νά μήν ἐκδικούμαστε. Ἄν ἐνθυμούμαστε συνέχεια τά σφάλματά μας, δέ θά μπορέσει κανένα ἀπό τά ἔξω πράγματα νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἀλαζονεία, οὔτε τά πλούτη, οὔτε ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ τιμή, ἀλλά, καί ἄν ἀκόμη καθίσουμε στό βασιλικό ὄχημα, θά στενάξουμε πικρά. Γιατί καί ὁ μακάριος Δαβίδ ἦταν βασιλιάς καί ἔλεγε “θά λούζω κάθε νύχτα τό κρεββάτι μου”[7], καί δέ ζημιώθηκε καθόλου ἀπό τή βασιλική πορφύρα καί τό στέμμα καί δέν ἀλαζονεύθηκε, καί ἐπειδή εἶχε συντετριμμένη τήν καρδιά του θρηνοῦσε”.[8]
“Τί λοιπόν εἶναι τά ἀνθρώπινα πράγματα; Στάχτη καί σκόνη, καί σάν χνούδι μπροστά στόν ἄνεμο, καπνός καί σκιά, φύλλο περιφερόμενο ἐδῶ καί ἐκεῖ καί ἄνθος, ὄνειρο καί μῦθος καί παραμύθι, ἄνεμος καί ἀέρας ἁπλῶς σιγανός πού φεύγει καί χάνεται, φτερό πού δέ στέκεται, φύσημα ἀέρα πού τρέχει καί ὁτιδήποτε ἄλλο ὑπάρχει πιό μηδαμινό ἀπό αὐτά.”[9]
“Καί ἄν ἀκόμη ἀνεβοῦμε στήν ἴδια κορυφή τῆς ἀρετῆς, ἄς θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας τελευταίους ἀπ’ ὅλους, ἀφοῦ μάθαμε ὅτι καί ἀπό τούς ἴδιους τούς οὐρανούς ἡ ἀλαζονεία μπορεῖ νά καταρρίψει ἐκεῖνον πού δέν προσέχει, καί ὅτι ἀπό τήν ἴδια τήν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτημάτων ἡ ταπεινοφροσύνη μπορεῖ νά ἀνεβάσει ὑψηλά ἐκεῖνον πού ξέρει νά συμπεριφέρεται μέ μετριοφροσύνη. Γιατί αὐτή ἔστησε τόν τελώνη μπροστά ἀπό τό φαρισαῖο, ἐνῶ ἐκείνη, δηλαδή ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ὑπερηφάνεια, νίκησε καί ἀσώματη δύναμη, τό διάβολο, ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων του εἰσήγαγε τόν ληστή στόν παράδεισο πρίν ἀπό τούς ἀποστόλους. Ἄν ὅμως αὐτοί πού ὁμολογοῦν τά δικά τους ἁμαρτήματα χαρίζουν στόν ἑαυτό τους τόση μεγάλη παρρησία, ἐκεῖνοι πού ἀναγνωρίζουν στόν ἑαυτό τους πολλά ἀγαθά καί ταπεινώνουν τήν ψυχή τους, πόσα στεφάνια δέ θά ἐπιτύχουν; Γιατί ὅταν ἡ ἁμαρρτία εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ταπεινοφροσύνη, τρέχει μέ τόση εὐκολία ὥστε νά ξεπερνάει καί νά προλαβαίνει τή δικαιοσύνη πού συνυπάρχει μέ τήν ἀλαζονεία. Ἄν λοιπόν τή συνδέσεις μέ τή δικαιοσύνη ποῦ δέ θά φθάσει; Πόσους οὐρανούς δέ θά περάσει; Ὁπωσδήποτε θά σταθεῖ κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους μέ πολλή παρρησία. Ἄν πάλι ἡ ἀλαζονεία πού συνδέθηκε μέ τή δικαιοσύνη μπόρεσε μέ τήν ὑπερβολή καί τή βαρύτητα τῆς δικῆς της κακίας νά ταπεινώσει τήν παρρησία ἐκείνης, ἄν εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ἁμαρτία, σέ πόση γέεννα δέ θά μπορέσει νά γκρεμίσει αὐτόν πού τήν ἔχει;
Αὐτά τά λέγω ὄχι γιά νά ἀδιαφοροῦμε γιά τή δικαιοσύνη, ἀλλά γιά νά ἀποφύγουμε τήν ἀλαζονεία, ὄχι γιά νά ἁμαρτάνουμε, ἀλλά γιά νά εἴμαστε μετριόφρονες. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεμέλιο τῆς δικῆς μας ἀρετῆς. Καί ἄν ἀκόμη οἰκοδομήσεις ἐπάνω ἄπειρα, εἴτε ἐλεημοσύνη εἴτε προσευχές, εἴτε νηστεία, εἴτε κάθε ἀρετή, ἄν δέν τεθεῖ αὐτή πρῶτα, ὅλα θά οἰκοδομηθοῦν ἄσκοπα καί μάταια, καί θά πέσουν εὔκολα κάτω, ὅπως ἡ οἰκοδομή ἐκείνη πού κτίσθηκε πάνω στήν αμμο. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς αὐτήν. Ἀλλά, εἴτε τή σωφροσύνη πεῖς, εἴτε τήν παρθενία, εἴτε τήν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅλα εἶναι ἀκάθαρτα καί μολυσμένα καί βδελυρά ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ταπεινοφροσύνη. Παντοῦ λοιπόν ἄς τήν ἔχουμε μαζί μας, στά λόγια, στίς πράξεις, στίς σκέψεις, καί μαζί της ἄς τά κτίζουμε αὐτά.”[10]
“Εἶσαι ταπεινός καί μάλιστα ταπεινότερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους; Νά μήν ὑπερηφανεύεσαι γι’ αὐτό οὔτε νά κατηγορεῖς τούς ἄλλους, γιά νά μή χάσεις τό καύχημά σου. Γι’ αὐτό δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ἀλαζονεία. Ἄν λοιπόν μ’ αὐτήν πέσεις σέ ἀλαζονεία, καλύτερα νά μή δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιατί ἄκου τόν Παῦλο πού λέγει “μέσω τοῦ καλοῦ μέ ὁδηγεῖ στό θάνατο, γιά νά γίνει ἡ ἁμαρτία ὑπερβολικά ἁμαρτωλή χρησιμοποιώντας τήν ἐντολή”[11]. Ὅταν σοῦ ἔρθει ἡ σκέψη νά θαυμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ταπεινοφροσύνη σου, σκέψου τόν Κύριό σου ποῦ κατέβηκε, καί δέ θά θαυμάσεις πιά τόν ἑαυτό σου οὔτε θά τόν ἐπαινέσεις, ἀλλά καί θά τό περιγελάσεις, γιατί δέν ἔκανε τίποτε. Ὁπωσδήποτε νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ὀφειλέτη. Ὅ,τι καί ἄν κάνεις, θυμήσου ἐκείνη τή παραβολή “ποιός ἀπό σᾶς”, λέγει, “πού ἔχει ἕνα δοῦλο, θά τοῦ πεῖ, ὅταν ἐπιστρέψει στό σπίτι, «κάθισε να φᾶς»; Δέ θά τοῦ πεῖ αὐτό, σᾶς λέγω, ἀλλά «σήκω καί ὑπηρέτησέ με»”[12].”[13]

5. ΝΑ ΕΧΕΤΕ ΚΑΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ


“Γιατί τίποτε δέν ὑπάρχει πιό κόσμιο ἀπό τήν καλή συμπεριφορά, τίποτε πιό εὐχάριστο καί πιό γλυκό ἀπό τήν καλωσύνη, τήν πραότητα καί τήν ὑπακοή. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ὠφέλιμος. Καί αὐτοί πού εἶναι τέτοιοι οὔτε τή δουλεία ντρέπονται, οὔτε τόν φτωχό ἀποφεύγουν, οὔτε τόν ἄρρωστο καί στενοχωρημένο, γιατί ὅλα τά ἐξουσιάζει ἡ ἀρετή καί ὅλα τά νικάει... Αὐτά λοιπόν ἄς ἀσκοῦμε καί οἱ δοῦλοι καί οἱ ἐλεύθεροι, καί οἱ γυναῖκες καί οἱ ἄνδρες. Ἔτσι θά γίνουμε ἀγαπητοί καί στούς ἀνθρώπους καί στό Θεό, καί στούς ἀνθρώπους ὄχι μόνο στούς καλούς ἀλλά καί στούς κακούς, καί πρό πάντων σ’ ἀυτούς, γιατί αὐτοί τιμοῦν καί σέβονται πιό πολύ. Γιατί ὅπως οἱ ἀρχόμενοι τρέμουν τούς ἐπιεικεῖς, ἔτσι καί τούς ἐναρέτους οἱ ἀκόλαστοι, γιατί γνωρίζουν τί ἔχουν χάσει”.[14]
“Σέ κακολόγησε κάποιος; Ἐσύ ἀγάπησέ τον. Καί πῶς εἶναι δυνατον; Εἶναι δυνατό, καί πάρα πολύ δυνατό, ἐάν θέλεις. Ἐάν τόν ἀγαπήσεις ὅταν λέγει καλά λόγια γιά σένα, δέν ὑπάρχει πιά χάρη σέ σένα, γιατί αὐτό τό ἔκαμες ὄχι γιά τόν Κύριο, ἀλλά γιά τήν καλή σου φήμη. Σέ ἔβλαψε κάποιος; Εὐεργέτησέ τον, ἄν ὠφελήσεις κάποιον πού σέ ὠφέλησε, δέν ἔχεις κάμει τίποτε σπουδαῖο. Ἀδικήθηκες καί ζημιώθηκεες σέ πολύ μεγάλο βαθμό, φρόντισε τά ἀντίθετα νά ἀνταποδώσεις. Ναί, σᾶς παρακαλῶ, ἔτσι νά διευθετοῦμε τά ὅσα ἔχουν σχέση μέ μᾶς. Ἄς παύσουμε νά ἀδικοῦμε καί νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς. Αὐτός προτρέπει νά ἀγαποῦμε τούς ἔχθρούς, ἐμεῖς ὅμως καταδιώκουμε καί αὐτόν πού τούς ἀγαπάει. Μή γένοιτο, λέγει. Τά λόγια αὐτά ὅλοι τά λέμε, μέ τά ἔργα ὅμως δέν τό κάμνουμε ὅλοι. Τόσος εἶναι ὁ σκοτισμός τῆς ἁμαρτίας, ὥστε μ’ αὐτά πού δέν μποροῦμε νά ὑποφέρουμε μέ λόγια, αὐτά τά ὑποφέρουμε στήν πράξη”[15].
“Τήν εὐγένεια συνήθως δέν τήν κάνει ἡ λάμψη τοῦ πλούτου οὔτε ἡ ἀφθονία τῶν χρημάτων, ἀλλά ἡ εὐγένεια τῶν τρόπων, ἐνῶ ἀντίθετα ἐκεῖνοι πού στεροῦνται αὐτήν καί ὑπερηφανεύονται ἀπό τή δόξα τῶν γονέων τους, στολίζονται μόνο μέ τό ἁπλό ὄνομα τῆς εὐγένειας καί ὄχι μέ τήν οὐσία τοῦ πράγματος, ἤ καλύτερα τό ἴδιο αὐτό τό ὄνομα ἀποκαλύπτεται πολλές φορές χωρίς σημασία ἄν κανείς ἀνατρέξει στούς παλαιότερους προγόνους αὐτῶν τῶν εὐγενῶν... Ὁ Παῦλος ζητοῦσε τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς καί δίδασκε τούς ἄλλους αὐτήν νά θαυμάζουν. Δέν εἶναι λοιπόν μικρό αὐτό πού τώρα κερδίζουμε ἀπό δῶ, δηλαδή τό νά μήν ντρεπόμαστε γιά κανένα ἀπό τούς ἀσήμαντους, τό νά ἐπιζητοῦμε τήν ἀρετή τῆς ψυχῆς, τό νά θεωροῦμε περιττά καί ἀνώφελα ὅλα τά πράγματα πού μᾶς περιβάλλουν.”[16]
“Νά εἶσαι φίλος μέ ὅλους, νά εἶσαι ἐπιεικής, νά ἀγαπιέσαι ἀπό ὅλους, νά μή φιλονικεῖς μέ κανένα ἄδικα καί μάταια, τίμα τόν πατέρα σου, τίμα τή μητέρα σου, ἀπολάμβανε ἀγαθή φήμη, γίνε ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλά ἄγγελος, μή πεῖς τίποτε τό ἀδιάντροπο, τίποτε τό ψεύτικο, ἀλλά οὔτε καί νά τό σκεφθεῖς, βοήθα ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη, νά μήν ἔχεις ἁρπαγμένα πράγματα, νά μήν εἶσαι ὑβριστής, οὔτε θρασύς καί κανένας δέν ἀκούει... Μέχρι πότε θά σπρώχνουμε τούς ἑαυτούς μας στούς γκρεμούς; Μέχρι πότε θά βαδίζουμε στά ἀγκάθια; Μέχρι πότε θά πληγώνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ καρφιά καί θά ὁμολογοῦμε καί χάρη;
Ἄς ἀφυπνισθοῦμε κάποτε, ἄς μετατρέψουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς τούς συγκροτήσουμε, ἄς ἀγαπήσουμε τό Θεό ὅπως πρέπει, γιά νά ἀξιωθοῦμε τά ἀγαθά πού ὑποσχέθηκε σέ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν, μέ τή χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ”.[17]
“Οἰκοδομεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον” (Α΄ Θεσ. ε΄ 11). Οὔτε βεβαίως θέλει ὁ Θεός νά βοηθεῖ ὁ χριστιανός μόνον τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά οἰκοδομεῖ καί ἄλλους ὄχι μόνο μέ τή διδασκαλία, ἀλλά καί μέ τή συμπεριφορά του, διότι τίποτε δέν φέρει τόσον πρός τό δρόμο τῆς ἀληθείας, ὅσον ἡ συνέπεια τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε βεβαίως προσέχουν τόσον εἰς τά λόγια μας, ὅσον εἰς τά ἔργα μας... Καί ὁ Χριστός ἐμακάρισε αὐτούς λέγων “εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού θά ἐκτελέσει τάς ἐντολάς καί θά διδάξει” (Ματθ. ε΄ 19). Πρόσεξε ότι πρῶτα ἔθεσε τήν πράξιν και μετά τήν διδασκαλίαν. Διότι ὅταν προηγεῖται ἡ πρᾶξις, καί ἄν ἀκόμη δέν ἀκολουθεῖ ἡ διδασκαλία, εἶναι ἀρκετόν νά διδάξουν τά ἔργα λαμπρότερα ἀπό τήν φωνήν ἐκείνους πού μᾶς παρακολουθοῦν. Αὐτό λοιπόν ἄς ἐπιζητοῦμεν, παντοῦ νά διδάσκωμεν πρῶτα μέ τά ἔργα μας καί ὕστερα μέ τά λόγια, διά νά μήν ἀκούσωμεν καί ἡμεῖς ἀπό τόν Παῦλον, “Σύ πού διδάσκεις ἄλλον, τόν ἑαυτό σου δέν διδάσκεις;” (Ρωμ. β΄ 21). Καί ὅταν θέλωμεν νά συμβουλεύσωμεν κάποιον, διά νά ἐπιτύχει κάτι ἀναγκαῖον, προηγουμένως ἄς προσπαθοῦμεν νά ἐπιτύχωμεν ἡμεῖς αὐτό, ὥστε νά διδάσκωμεν μέ μεγαλυτέραν παρρησίαν καί κάθε μας μέριμνα ἄς ἀποβλέπει εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς καί ἀφοῦ ἠμπορέσωμεν νά χαλιναγωγήσωμεν τάς σαρκικάς ὁρμάς, νά ἐπιδείξωμεν τήν ἀληθινή νηστεία, ἐννοῶ βεβαίως τήν ἀποχή ἀπό τά κακά, διότι αὐτό εἶναι νηστεία. Διότι καί ἡ ἀποχή ἀπό τά φαγητά διά τοῦτο ἔχει ὁρισθεῖ, διά νά χαλιναγωγήσει τήν δύναμη τῆς σάρκας καί νά καταστήσει εὐπειθῆ τόν ἵππον τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Ἐκεῖνος πού νηστεύει πρέπει περισσότερο ἀπό ὅλους νά χαλιναγωγεῖ τόν θυμόν, νά διδάσκει τήν ἐπιείκειαν καί τήν πραότητα, νά ἔχει συντετριμμένη τήν καρδίαν, νά ἀπομακρύνει τάς σκέψεις τῶν νοητῶν ἐπιθυμιῶν, ἔχων ὑπ’ ὄψιν του τόν ἄγρυπνον ἐκεῖνον ὀφθαλμόν καί τό ἀδέκαστον δικαστήριον, πρέπει νά γίνεται ἀνώτερος ἀπό τά χρήματα, νά ἐπιδεικνύει μέ μεγάλη γενναιοδωρία τήν ἐλεημοσύνη καί νά ἐκδιώκει ἀπό τήν ψυχή του κάθε κακία πρός τόν πλησίον.”[18]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου