Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ-ΘΕΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-1


«λευθερία τς βούλησης – θέλησης το προσώπου»
κατ
τν φιλοσοφία κα τν πατερικ θεολογία

[Α´]

 Τοῦ  Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
(γιὰ τὴν Romfea.gr)

.              Τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης ἢ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, ὅπως παρουσιάζεται στὶς ἡμέρες μας, δὲν στηρίζεται στὴν πατερικὴ-ὀρθόδοξη θεολογία, ἀλλὰ εἶναι κυρίως ὑπόθεση τῆς σύγχρονης φιλοσοφίας καὶ μεταφέρεται ἀπὸ μερικοὺς στὴν θεολογία.
.              Θὰ ἐντοπισθοῦν μερικὰ σημεῖα γύρω ἀπὸ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα, γιὰ νὰ φανῆ τὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς πατερικῆς θεολογίας καὶ οἱ συνέπειες ποὺ ἔχει αὐτὴ ἡ θεωρία στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή.

 1. Ἡ θέληση-βούληση στὴν δυτικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία

.              Ὁ καθηγηγὴς Γεώργιος Παναγόπουλος, ἀναλύοντας τὰ σχετικὰ μὲ τὴν δυτικὴ θεολογία, ἐπισημαίνει ὅτι ὁ σχολαστικὸς θεολόγος Ἰωάννης Δοὺνς Σκῶτος, ἐκφραστὴς τῆς Φραγκισκανικῆς θεολογίας, εἰσήγαγε τὸν βολονταρισμὸ (βουλησιοκρατία) σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὀντολογία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη.
.              Ὁ Δοὺνς Σκῶτος ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «θεία παντοδυναμία», τὴν «ἀπόλυτη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀπουσία κάθε ἐξαναγκασμοῦ ἀπὸ τὸ θεῖο εἶναι». Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἄνοιξε «μιὰ καινούργια ἀτραπὸ σκέψης στὴν δυτικὴ θεολογία», ἀφοῦ «τὸ βουλητικὸ στοιχεῖο ἀνατιμᾶται σὲ σχέση μὲ τὸ ὀντολογικὸ» καὶ προοιώνισε «ἕνα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ αἰτήματα τῆς Μεταρρύθμισης, τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ προτεραιότητα τοῦ Θεοῦ στὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου».
.              Ἔτσι, ὁ βολονταρισμὸς-βουλησιοκρατία ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία πέρασε στὴν Μεταρρύθμιση καὶ τὸν Προτεσταντικὸ κόσμο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε καὶ στὴν δυτικὴ φιλοσοφία, στὴν ὁποία ἄλλοτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς ὀντολογίας καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν προτεραιότητα τῆς βουλησιοκρατίας.
.              Ὁ καθηγητὴς Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο γιὰ τὴν βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ φιλοσοφικὸ ἐκεῖνο σύστημα «στὸ ὁποῖο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει ἡ βούληση, κατ᾽ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ λόγο».  Ἐπίσης, γράφει ὅτι ἐνῶ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἀντιμετώπιζαν τὰ διάφορα ζητήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦσαν ἔχοντας ὡς γνώμονα τὸν λόγο, ὁ Ἀριστοτέλης ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὸν ρόλο τῆς βουλήσεως «στὸ πλαίσιο τοῦ πρακτικοῦ συλλογισμοῦ». Ὅμως, ἰδιαίτερα στὴν νεώτερη ἐποχὴ διάφοροι φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ντεκάρτ, ὁ Κάντ, ὁ Σοπενχάουερ, ὁ Νίτσε καὶ ὁ Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στὴν βούληση καὶ μάλιστα στὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως.
.              Κατὰ τὸν Σωκράτη Γκίκα ἡ βουλησιοκρατία ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ βούληση ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τὸ πιὸ δυναμικό της στοιχεῖο, γιατί κατευθύνει τὴν δράση τοῦ ἀτόμου. Ἡ νόηση καὶ τὸ συναίσθημα ἔρχονται σὲ δεύτερη μοίρα».
.              Ἡ ψυχολογικὴ βουλησιοκρατία ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Βούντ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ βούληση ἐπιδιώκει νὰ πραγματοποιήση τοὺς σκοποὺς ποὺ ἐπιλέγει ἡ νόηση, καὶ τὸ συναίσθημα ἢ παρωθεῖ τὴν βούληση ἢ στέκεται ἐμπόδιο στὴν βουλητικὴ προσπάθεια.
.              Ἐπίσης, ἀπὸ τὸν Σοπενχάουερ ὑποστηρίχθηκε «ὁ μεταφυσικὸς βουλητισμός», σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει «ἡ παγκόσμια τυφλὴ βούληση», ἀφοῦ «ὅλα στὸν κόσμο κατευθύνονται ἀπὸ τὴν θεϊκὴ βούληση» καὶ ἡ ὁποία «βρίσκεται πίσω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς καὶ βιολογικοὺς νόμους». Ἐπίσης, ἡ ἐλευθερία, κατὰ τὴν σύγχρονη φιλοσοφία, εἶναι «ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου ἢ μίας ὁμάδας νὰ αὐτοορίζεται, νὰ μὴν πιέζεται ἢ καταδυναστεύεται, νὰ κινεῖται ὅπως θέλει, νὰ ἀναπτύσσει δράση, νὰ πραγματώνει τοὺς σκοποὺς ποὺ θέλει». Ὁ Κὰντ ἔκανε λόγο γιὰ «τὴν ἠθικὴ ἐλευθερία» ὡς δυνατότητα ἐπιλογῆς.  Ὁ Φίχτε ὁμίλησε «γιὰ τὴν ἀπεριόριστη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τελικὰ ὅμως θεώρησε μία τέτοια ἐλευθερία ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Σάρτρ ὑποστήριζε ὅτι «ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης», εἶναι ἀσταμάτητη καὶ «ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος σὲ ἐλευθερία», ἀφοῦ «μὲ τὴν ἐλευθερία του δημιουργεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μηδέν».
.           Ἀκόμη, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ἄποψη «εἶναι ἡ ἀπουσία ἐσωτερικῶν συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, ἔμμονων ἰδεῶν καὶ συνηθειῶν, καταναγκαστικῶν πράξεων καὶ ψυχαναγκαστικῶν τάσεων».

.              Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν βούληση τοῦ ἀτόμου ἢ τοῦ προσώπου ἔγινε ἰδιαίτερος λόγος τὰ τελευταῖα χρόνια ἀπὸ πλευρᾶς φιλοσοφίας, ὑπαρξισμοῦ καὶ ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τὰ ἀτομικὰ δικαιώματα ἀπὸ ποικιλώνυμες ἐξουσίες. Κανεὶς δὲν ἀρνεῖται τὴν ἀξία τῆς κοινωνικῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ καθήκοντα, καὶ μάλιστα σὲ περιόδους ποὺ καταπιέζονται οἱ πολίτες. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅταν σύγχρονοι θεολόγοι ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὰ ρεύματα αὐτὰ καὶ προσπαθοῦν νὰ δοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ τὴν προοπτική τῆς ἐλεύθερης βούλησης καὶ κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀλλοιώνεται ἢ ὑπονομεύεται ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

 2. Ἡ θέληση στὴν ὀρθόδοξη θεολογία

.              Τὸ θέμα τῆς βούλησης-θέλησης ἐτέθη ἐπανειλημμένως στὶς θεολογικὲς συζητήσεις ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα καὶ μετά, ὅταν τὸ ρεῦμα τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἰσῆλθε μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὁπότε οἱ Πατέρες προσπάθησαν νὰ ἀντικρούσουν τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, γιὰ νὰ κατανοήσουν τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ δόγμα τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό.
.              Κυρίως ὅμως δυὸ φορὲς ἔγινε σοβαρὴ συζήτηση καὶ ἐλήφθησαν ἀποφάσεις. Τὴν πρώτη φορὰ ἦταν κατὰ τὸν 4ο αἰώνα καί, βεβαίως, ἀπεφάνθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε τὸ θέμα ἐὰν ὁ Πατὴρ ἐγέννησε τὸν Λόγο ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ὁπότε εἶναι ὁμοούσιος καὶ ἄκτιστος, ἢ ἐὰν ὁ Λόγος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ Πατρός, ὅπως ὅλη ἡ κτίση, ὅποτε ἦταν κτίσμα.
.              Ὁ ὅρος τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι σαφής: «Καὶ εἰς ἕναν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός». Αὐτὸ στρεφόταν ἐναντίον τῶν Ἀρειανῶν, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Χριστὸς «οὐκ ἐστιν ἴδιος τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ἀλλὰ εἶναι κτίσμα καὶ δημιουργήθηκε ἐν χρόνῳ «ἀλλότριος δὲ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτὸς τὴν φύσιν».
.              Στὶς ἀποφάσεις τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς προσθῆκες στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔγινε ἀλλαγὴ ὁρολογίας (ἐπειδὴ διακρίθηκε ἡ ὑπόσταση ἀπὸ τὴν οὐσία), δὲν ἔγινε ὅμως ἀλλαγὴ θεολογίας.  Στὸ τελικὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει τὸ «τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ἀλλὰ σαφέστατα ὑπονοεῖται, ἄλλωστε ὑπάρχει ἡ λέξη «ὁμοούσιος», καὶ ὁπωσδήποτε οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐκ τῆς οὐσίας Του καὶ δὲν εἶναι δημιούργημα τῆς βουλήσεώς Του. Ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τῆς γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ κατὰ τὴν εὔστοχη φράση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: «ὁ Πατὴρ κοινωνεῖ τὴν οὐσία Του στὸν Υἱὸ διὰ τῆς γεννήσεως καὶ στὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῆς ἐκπορεύσεως».

.              Τὴν δεύτερη φορὰ ποὺ ἔγινε συζήτηση γιὰ τὴν θέληση ἦταν τὸν 7ο αἰώνα καὶ μάλιστα στὴν Χριστολογία. Οἱ Μονοθελῆτες ἔλεγαν ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχει μία θέληση. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς δίδασκαν ὅτι ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργεια εἶναι γνωρίσματα τῆς φύσεως, καὶ ἐφ᾽ ὅσον ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις, ἔχει καὶ δύο θελήσεις, τὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρωπίνη. Ἔτσι, κάθε φύση στὸν Χριστὸ ἤθελε καὶ ἐνεργοῦσε τὰ δικά της, ἀλλὰ σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἄλλη, ἑνωμένες στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου.
.              Ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητὴς ἀναπτύσσοντας τὸ θέμα τῶν δύο θελήσεων στὸν Χριστὸ θὰ πῆ ὅτι τὸ θέλημα θὰ εἶναι ἢ φυσικὸ ἢ ὑποστατικὸ ἢ παρὰ φύσιν. Ἂν τὸ θέλημα χαρακτηριστῆ ὑποστατικό, τότε ὁ Χριστὸς θὰ παρουσιασθῆ «ἐτερόβουλος» ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ τὸ ὑποστατικὸ θέλημα θὰ εἶναι γνώρισμα μόνον τῆς ὑπόστασης. Ἂν τὸ θέλημα τὸ χαρακτηρίσουν παρὰ φύσιν, τότε δογματίζουν τὴν ἔκπτωση τῶν οὐσιῶν, ἀφοῦ τὰ παρὰ φύσιν εἶναι φθαρτικὰ τῶν κατὰ φύσιν. Ἑπομένως, τὸ θέλημα εἶναι φυσικό, δηλαδὴ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσεως, καὶ ὄχι ὑποστατικό, δηλαδὴ δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ὑπόστασης.
.              Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ἀποφάνθηκε ἡ ϛ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία μεταξὺ τῶν ἄλλων, δογμάτισε:  «Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ, καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν.  Καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ᾽ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καὶ μὴ ἀντιπῖπτον, ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι…».  Ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φυσικὰ θελήματα στὸ ἕνα πρόσωπό Του, τὰ ὁποῖα φυσικὰ θελήματα δὲν ἀντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τ θέλημα δν εναι γνώρισμα το προσώπου, γιατί τότε Χριστς θ εχε να θέλημα, λλ εναι διότητα τς φύσεως.
.              Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀποδέχονται πλήρως τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ γι᾽ αὐτὸ κάνουν τὴν διάκριση μεταξὺ θελήσεως-βουλήσεως ποὺ συνδέεται μὲ τὴν φύση, καὶ τῆς προαιρέσεως, ποὺ κάνει τὴν ἐπιλογὴ στοὺς ἀνθρώπους. Δηλαδή, στος Πατέρες θέληση-βούληση δν εναι ἡ λευθερία, πως τν ρίζουν ο σύγχρονοι φιλόσοφοι κα φιλοσοφοντες θεολόγοι.
.              Γιὰ νὰ μὴ γίνη καμμία σύγχυση καὶ παρεξήγηση στὰ ὅσα θὰ λεχθοῦν στὴν συνέχεια, πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν ὑπάρχει ὑπόσταση χωρὶς οὐσία, οὔτε οὐσία χωρὶς ὑπόσταση, ἀλλὰ ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο ὁρίζεται ὡς οὐσία μὲ τὰ ἰδιώματα. Ἔτσι, ἡ ἐνέργεια εἶναι οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσης, ἀλλὰ ὁ ἐνεργῶν εἶναι τὸ πρόσωπο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀποφαίνεται: «ἄλλο ἐστὶν ἐνέργεια καὶ ἄλλο ἐνεργητικὸν καὶ ἄλλο ἐνέργημα καὶ ἄλλο ἐνεργῶν». Ἐνέργεια εἶναι «ἡ δραστικὴ καὶ οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις». Ἐνεργητικὸ εἶναι «ἡ φύσις ἐξ ἧς ἡ ἐνέργεια πρόεισιν». Ἐνέργημα εἶναι «τὸ τῆς ἐνεργείας ἀποτέλεσμα». Καὶ ἐνεργῶν εἶναι «ὁ κεχρημένος τῇ ἐνεργείᾳ ἤτοι ἡ ὑπόστασις».
.              Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς δίνει τοὺς ὁρισμοὺς γιὰ τὴν θέληση, τὴν βούληση, τὸ θελητό, τὸ θελητικὸ καὶ τὸν θέλοντα. Θέληση εἶναι «ἡ ἁπλὴ δύναμις τοῦ θέλειν». Βούληση εἶναι «ἡ περί τι θέλησις», δηλαδὴ ἡ θέληση γιὰ κάτι. Θελητὸ εἶναι «τὸ ὑποκείμενον τῇ θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ δείξη τὴν διαφορά. Ἡ ἁπλὴ ὄρεξη γιὰ βρώση εἶναι ἡ θέληση, ἡ ὄρεξη πρὸς βρώση εἶναι ἡ βούληση, ἡ τροφὴ εἶναι τὸ θελητό. Ἀκόμη, θελητικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴν θελητικὴ δύναμη, ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Καὶ θέλων εἶναι «ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει».
.              Ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν τὶς βασικὲς θεολογικὲς αὐτὲς ἀρχές, γνωρίζουμε ὅτι ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς μιᾶς ἑνιαίας φύσεως καὶ κοινὴ στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ θέλων εναι κα τ τρία πρόσωπα τς γίας Τριάδος. Ἔτσι, ὁ θέλων εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, ἡ θέληση ἀνάγεται στὴν φύση, ὅμως ἡ θεία φύση εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τὶς ὑποστάσεις καὶ τὸ ἀντίστροφο.  Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ αἰτιότητα τοῦ Πατρός, ὅτι αὐτὸς εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν θέληση, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ κοινὴ εἶναι ἡ φύση καὶ ἡ ἐνέργεια.
.              Ἐπίσης, στὸν ἄνθρωπο ὑπάρχει ἡ βούληση τῆς φύσης καὶ ἡ προαίρεση «ἤγουν ἐπιλογὴ» ἀνάμεσα σὲ δύο διαφορετικὰ πράγματα. Ἔτσι, ὑφίσταται διαφορὰ μεταξὺ βούλησης καὶ προαίρεσης στὸν ἄνθρωπο. Ὅμως, στὸν Θεὸ «βούλησιν μὲν λέγομεν, προαίρεσιν δὲ κυρίως οὐ λέγομεν· οὐ γὰρ βουλεύεται ὁ Θεός».
.              Οὔτε ἀκόμη μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶχε βουλὴ ἢ προαίρεση, γιατί δὲν εἶχε ἄγνοια καὶ γνωμικὸ θέλημα, λόγῳ τῆς ἑνώσεως τῆς ἀνθρώπινης μὲ τὴν θεία φύση στὴν ὑπόσταση τοῦ Λόγου.  Ἔτσι, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ἐναντίον τοῦ θείου θελήματος οὔτε παρὰ τὸ θεῖον θέλημα.

 3. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ
γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν θέληση καὶ τὴν προαίρεση

.              Ἀναλύοντας τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θέλησης καὶ τῆς προαίρεσης, θὰ περιορισθῶ στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ὁποῖος ἰδιαιτέρως κωδικοποίησε τὴν θεολογία τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος.
.              Κατ᾽ ἀρχὰς ὁ ἅγιος Μάξιμος δὲν κάνει ἰδιαίτερο λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ τὴν ἐκλαμβάνουν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Στὰ σχόλιά του στὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου «περὶ θείων ὀνομάτων» κάνει λόγο γιὰ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ γράφει: «ἁμαρτίαν γὰρ πάντῃ ἁγνοήσας, κατηξίωσεν ὑπὲρ ἠμῶν, μὴ ἐκστὰς τῶν οἰκείων, ἀναμαρτήτως ἁμαρτία διὰ τῆς δι᾽ ἑαυτοῦ ἡμῶν υἱοθεσίας εἰς τὴν ἀρχαίαν ἐπαναγάγῃ ἐλευθερίαν». Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ Πατέρες δὲν ἀναφέρονται στὴν «ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν θεότητά Του», μὲ τὴν «δυνατότητά Του νὰ ἐνανθρωπίζει», ἀφοῦ ὁ Χριστός, γενόμενος ἄνθρωπος, δὲν ἐξίσταται τῆς θείας φύσεώς Του, «τῶν οἰκείων». Δηλαδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν προσδιορίζουν τὴν ἐλευθερία ὡς δυνατότητα ἐκστάσεως ἀπὸ τὴν θεία φύση, ἀλλὰ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχαία ἐλευθερία, ποὺ εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
.              Καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐλευθερία ὄχι ὡς δικαίωμα ἢ δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἀλλὰ ὡς ἀναμαρτησία, ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη.
.              Ἀναφερόμενος στὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ γράφει: «τῇ μὲν γενέσει φυσικῶς εἰς ταὐτὸν τῷ ἀνθρώπῳ κατὰ τὴν ζωτικὴν ἀγόμενος ἔμπνευσιν, ἐξ ἧς τὸ κατ᾿ εἰκόνα λαβὼν ὡς ἄνθρωπος ἄπρατον διέμεινεν ἔχων τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀναμαρτησίας καί ἄχραντον». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου ἦταν ἐλεύθερη, ἀπαθής, αὐτοπροαίρετη καὶ ἁγνή. Ἀκόμη, συνδέει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ «ἀνείδεον κάλλος».  Ὅμως, σὲ ἄλλο σημεῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὸ ὅτι δοῦλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει τὰ πάθη, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἀρετὴ εἶναι «ψυχῆς ἐλευθερία».
.              Ἔπειτα, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐνῶ δὲν κάνει λόγο γιὰ ἐλευθερία, ἀλλὰ ὁμιλεῖ γιὰ προαίρεση, ὅμως θεωρεῖ ὅτι ἡ προαίρεση δὲν εἶναι θέληση-βούληση, ἡ ὁποία εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἀλλὰ εἶναι ὄρεξη διασκεπτικὴ γιὰ ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς, δηλαδὴ ἡ προαίρεση εἶναι ἕνα κράμα, ἀπὸ ὄρεξη, βουλὴ καὶ κρίση. Γράφει: «τὴν προαίρεσιν ὄρεξιν βουλευτικὴν τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν. Οὐκ ἔστι οὖν προαίρεσις ἡ θέλησις», «ἡ προαίρεσις ὀρέξεως καὶ βουλῆς καὶ κρίσεως σύνοδος» «οὐκ ἔστιν οὖν θέλησις ἡ προαίρεσις». Ἐπίσης, κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀμέσως μὲ τὴν πρόσληψή της, ὁδήγησε τὴν προαίρεση σὲ ἀτρεψία, πράγμα τὸ ὁποῖο τὸ ζοῦν ἐν Χριστῷ καὶ οἱ ἅγιοι.
.              Ἑπομένως, στὴν πατερικὴ διδασκαλία, ἀπ᾽ ὅ,τι γνωρίζω, δὲν ἀνευρίσκεται ἡ ἔκφραση «ἐλευθερία τῆς βούλησης» ἢ «ἐλεύθερη βούληση τοῦ προσώπου», ἀφοῦ ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, ἐνῶ ἡ προαίρεση συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο-ὑπόσταση, καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖται μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ ὅ,τι στὴν σύγχρονη φιλοσοφία. Καὶ ὁπωσδήποτε ἡ πατερικὴ διδασκαλία περὶ ἐλευθερίας καὶ προαιρέσεως δὲν μπορεῖ νὰ συνδυασθῆ μὲ τὴν ἐλευθερία, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία καὶ ἡ σύγχρονη φιλοσοφοῦσα θεολογία.
.            Θὰ πρέπει νὰ δοῦμε μὲ συντομία ὅλα αὐτὰ στὴν Τριαδολογία, τὴν Χριστολογία καὶ τὴν ἀνθρωπολογία, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ποὺ ἔκανε μεγάλο ἀγώνα γιὰ τὰ θέματα αὐτά.

 .              Εἰσαγωγικὰ πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ὑπάρχουν πολλὰ χωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὶς σχέσεις μεταξὺ ὑποστάσεως, φύσεως καὶ ἐνεργείας, ὅμως ἐδῶ θὰ γίνη ἁπλῶς μία νύξη.
.              Ὁ Θεοδόσιος, Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Βιθυνίας, μεταξὺ ἄλλων, ὑποστήριζε ὅτι πρέπει νὰ λέμε «μίαν ἐνέργειαν τοῦ Χριστοῦ ὑποστατικήν», δηλαδὴ συνέδεε τὴν ἐνέργεια μὲ τὴν ὑπόσταση. Ὅμως, ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε ὅτι μία τέτοια ἄποψη «μόνων γὰρ αἱρετικῶν πολυθεούντων ἐστιν». Ἡ ἐνέργεια εἶναι φυσικὴ καὶ ὄχι ὑποστατική.
.              Ὅταν κανεὶς ἀπονέμη ὑποστατικὲς ἐνέργειες στὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε ἡ μακαρία θεότητα θὰ ἔχη τέσσερεις ἐνέργειες, δηλαδὴ τρεῖς ἐνέργειες ποὺ χωρίζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ μία φυσικὴ ἐνέργεια ποὺ δηλώνει τὴν κατὰ φύση κοινότητα τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Ὅποιος ὑποστηρίζει μία τέτοια ἄποψη νοσεῖ τὴν νόσο τῆς τετραθεΐας. Ὅμως, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο οἱ Πατέρες διδάσκουν: «φυσικὴν γάρ, ἀλλ᾽ οὐχ ὑποστατικὴν πᾶσαν εἶναι ἐνέργειαν». Ἐννοεῖται ὅτι κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀναφερόμαστε στὴν φυσικὴ καὶ ὄχι ὑποστατικὴ θέληση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου