Από το χωριό Βοδίνο Αργυροκάστρου της Β. Ηπείρου που γεννήθηκε, ο κατά κόσμον Ευάγγελος Βαλοδήμος, το 1870, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάσθηκε ως μικροπωλητής και από εκεί ήλθε στο Άγιον Όρος, στην περιβόητη χερσόνησο των αγίων. Η τριετής φοίτησή του στο αθωνικό φροντιστήριο της οσιότητος, και η εδώ χειροτονία του, του έδωσε δύναμη ισχυρή, για ν’ αρχίσει ιεραποστολικό έργο στην πονεμένη πατρίδα του.
Σαν νέος άγιος Κοσμάς Αιτωλός προσπάθησε
να διατηρήσει την ελληνικότητα των τόπων του, που είχαν καταπατήσει
Τουρκαλβανοί. Για τους αγώνες του αυτούς δύο φορές αποφάσισαν, ημέτεροι
και ξένοι, να τον φονεύσουν, μα δεν τα κατάφεραν. Η ζωή του κυλούσε
μέσα από θαύματα. Δοσμένος όλος στον Θεό, δεν βαστούσε τίποτε για τον
εαυτό του. Από μικρός αγάπησε θερμά την πενία. Ήξερε, παντού όπου
βρισκόταν, να στήνει το άγιο θυσιαστήριο των προσευχών του.
Το μοναστηράκι του Προφήτη Ηλία στα
Ζαγοροχώρια έγινε το ορμητήριό του. Απέκτησε φήμη αγίου Πνευματικού.
Έλεγε στους νέους: «Να εξομολογείσθε παστρικά!». Συνήθιζε να
επαναλαμβάνει με πόνο βαθύ, κάτι που έλεγαν και άλλοι Αγιορείτες:
«Πολλοί εξομολογούνται, αλλά λίγοι μετανοούν»! Διωγμοί και θλίψεις δεν
τον λύγισαν ποτέ. Σαν τον διώχνουν από τον τόπο του, δεν έχει να πάρει
τίποτε μαζί του, αφού ποτέ δεν απόκτησε κάτι δικό του. Γυρίζει τα χωριά
της Ηπείρου και διδάσκει τον λαό τον λόγο του Θεού, με τη ζωντάνια του
παραδείγματός του και την απλή γλώσσα του, που περνά εύκολα στις καρδιές
των απλών ανθρώπων. Ήταν θεοφώτιστος, ήρεμος, ήπιος, γαλήνιος, πράος
και πολύ ταπεινός.
Όταν στην ιταλική κατοχή του πήραν ένα
ζώο που είχε, να τι είπε: «Ο Θεός μου το πήρε, γιατί είχα προσκόλληση σε
αυτό. Η καρδιά δεν πρέπει να προσκολλάται σε τίποτε γήινο εδώ κάτω!».
Είχε δώσει την καρδιά του στον Χριστό κι έλεγε: «Με αγαπά και μου έχει
δώσει το θάρρος να του ζητήσω χάρες, θα με ακούσει!». Μπροστά του και οι
φονιάδες, καθώς εξομολογούνταν τα κρίματά τους, αναγνώριζαν την αρετή
του. «Την ώρα εκείνη δεν βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν παπαδάκο, αλλά
μπροστά στον ίδιο, τον άγιο και Παντοκράτορα Θεό!» έλεγαν. Την
αδιάλειπτη ευχή του Ιησού, που είχε μάθει στον ιερό Άθωνα, δεν την
άφηνε, όπου και αν βρισκόταν. Ήταν τα βόλια της νίκης κατά των εχθρών
της αλήθειας. Ποτέ δεν άφηνε τις ιερές ακολουθίες. Στον ντορβά του
παντού και πάντοτε κουβαλούσε τα λειτουργικά βιβλία. Αγαπούσε τις
νυκτερινές ακολουθίες και με συνέκδημο την τυφλή μοναχή αδελφή του
λειτουργούσε σχεδόν καθημερινά, για να μεταλάβουν και οι δυό το σώμα και
το αίμα του Χριστού. Τις ώρες της προσευχής δεν βιαζόταν καθόλου. Ώρες,
μέρες και νύχτες, μόνοι, σ’ εκκλησίες μακρινές και λησμονημένες, πάνω
στα ψηλά βουνά, με μόνο τον Θεό. Γέροντας κουρασμένος και κυρτωμένος
δεν άφηνε τις αναίμακτες θείες ιερουργίες. «Για να πάρω λίγη δύναμη»,
έλεγε. Όλη νύχτα έμενε άγρυπνος, παλεύοντας με τον Χριστό.
Είχε δοθεί όλος στον Κύριο. Του δόθηκε
κι Εκείνος. Είχε το προορατικό χάρισμα, καθώς πολλοί διηγούνται. Πέντε
χρόνια πριν τον θάνατό του ήλθε πάλι στο Άγιον Όρος, που πάντα αγαπούσε
και με την ανάμνησή του ζούσε, για να θάψει τον επί σαράντα χρόνια
μοναχό αδελφό του, που ξεψύχησε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπο του
παπα-Ιάκωβου στις προσευχές του και στις θείες Λειτουργίες του ήταν
φωτεινό σαν ήλιος.
Ο ήλιος αυτός έδυσε στις 15.2.1960.
Ευάρεστος στον Θεό γενόμενος αγαπήθηκε και μετατέθηκε στα επουράνια
σκηνώματα της ατέρμονης ειρήνης και αγαλλιάσεως.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Χαραλάμπους Βασιλοπούλου αρχιμ.,
Ένας σύγχρονος άγιος, Αθήναι δ.χ. (απ’ όπου και η φωτογραφία). Ηλία, Ο
π. Ιάκωβος Μπαλοδήμος, Ορθόδοξη Μαρτυρία 16/1986, σσ. 26-27.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό, τ. Β΄, εκδ. Μυγδονία σ.631-633
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου