Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (40) - τελευταίο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η αναλογία χρησιμοποιήθηκε από τους προσωκρατικούς ως λογική μέθοδος εξαγωγής συμπερασμάτων, προκειμένου να εξηγηθούν με επιστημονικό τρόπο τα φυσικά φαινόμενα, οι νόμοι και οι βαθύτερες αρχές του κόσμου. Με τους πυθαγόρειους η χρήση της αναλογίας μετατοπίζεται από τις φυσικές επιστήμες στα μαθηματικά και στη λογική. Διαμέσου των μαθηματικών, η αναλογία χρησιμοποιείται στη σφαίρα της μεταφυσικής για την ερμηνεία των πρώτων αρχών που διέπουν τους αριθμούς.
Ο Πλάτων θεωρούσε ότι η αναλογική σχέση ανάμεσα στα ανώτερα και στα κατώτερα είδη γνώσεως θεμελιώνεται στην ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά. Η αναλογία αποτελεί επίσης μεταφυσική αρχή συσχετισμού ανάμεσα στις ιδέες και στα αισθητά, αποτελώντας τον «κάλλιστο» δεσμό, το οποίου το παράγωγο λαμβάνει την επονομασία κόσμος.
Ο Αριστοτέλης μετέφερε την έννοια της αναλογίας από τα μαθηματικά στην έρευνα της ηθικής, χρησιμοποιώντας την με τη σημασία της ισότητας λόγων ανάμεσα σε ηθικά μεγέθη. Στην αναζήτηση των πρώτων αρχών που διέπουν τα όντα, η αναλογία διαδραματίζει ενεργό ρόλο, αφού θεωρείται ως η πιο καθολική αλλά και η πιο απροσδιόριστη μέθοδος συναγωγής των όντων σε μία ενότητα. Ως λογικός τρόπος σύνδεσης των πραγμάτων χρησιμοποιείται, όταν οι υπόλοιπες λογικές διεργασίες αδυνατούν να εξηγήσουν τον τρόπο λειτουργίας των όντων. Η αναλογία αποτελεί επίσης γνωσιολογική προϋπόθεση ώστε τα όντα να συνδέονται σε μία ενότητα παρά τη διαφορετικότητά τους. Ως μεταφυσική αρχή, τέλος, χρησιμοποιείται για την ερμηνεία της παρουσίας της ακίνητης ουσίας σε όλα τα όντα, και ως υπαρκτική ομοιότητα ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη νόηση.
Η αναλογία στη φιλοσοφία του Πλωτίνου δεν είναι μαθηματική-ποσοτική αλλά ποιοτική-υπαρκτική σχέση, η οποία βασίζεται στη μετάδοση του νοητού φωτός από τα ανώτερα επίπεδα του όντος στα κατώτερα. Παρά την πολλαπλότητα μέσα στην οποία υπάρχουν, τα όντα κατέχουν κάποια μορφή ζωής και ομορφιάς ανάλογη με εκείνη του υπέρτατου αγαθού. Η αναλογία αποτελεί ένα τρόπο με τον οποίο η ψυχή μπορεί να επιστρέψει στο θεό. Η άνοδος προς το Εν γίνεται με βάση την αναλογία η οποία οδηγεί την ψυχή στην απλότητα, δηλαδή στην προοδευτική αποφυγή του πλήθους και της διαίρεσης που υπάρχει στα όντα. Η αναλογία αποτελεί έτσι ένα φιλοσοφικό μέσο κάθαρσης της ψυχής και ομοίωσής της με το αγαθό.
Οι σχολαστικοί μετέφεραν την αριστοτελική προβληματική της αναφοράς των κατηγορημάτων του όντος προς μία αρχή στη θεολογία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αναφορά των «τελειοτήτων» στο Θεό δε συνιστά μία εμπειρική αλλά μία υπερβατική αναλογία, μία νοητική επέκταση των κατηγορημάτων αυτών πέρα από τα όρια της κοσμικής εμπειρίας, στο χώρο του υπερβατικά απολύτου. Αυτό που για τον Αριστοτέλη αποτελούσε αναφορά από το γνωσιολογικό στο μεταφυσικό επίπεδο, στα χέρια των σχολαστικών μετατρέπεται σε οντολογική μετοχή κατ’ αναλογία. Η αναλογική μετοχή των όντων στην ουσία τους, «νομιμοποιεί» την αξίωση της διάνοιας να αποκτήσει πρόσβαση στην ουσία των όντων, η οποία υπάρχει με τη μορφή ιδέας-παραδείγματος μέσα στην ουσία του ίδιου του Θεού. Σύμφωνα με τον Ακινάτη, χωρίς την ύπαρξη της αναλογίας ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των όντων, δεν υπάρχει δυνατότητα μετοχής και ένωσης των όντων με το Θεό. Η analogia entis, στο θεολογικό σύστημα του Ακινάτη, ανάγεται σε μέθοδο αποκαλύψεως του Θεού, διαμέσου του ανθρώπινου φυσικού λόγου. Η αναλογία καθίσταται έτσι ένα εργαλείο εξερεύνησης και χαρτογράφησης της θείας ουσίας, όχι μόνο μετά το θάνατο αλλά και σ’ αυτήν ακόμη τη ζωή.
Διαπιστώνουμε έτσι ότι η έννοια της αναλογίας του όντος δε μπορεί να θεμελιωθεί στην ελληνική αναλογία για τους εξής λόγους:
α. Αποτελεί μια γνωσιολογική αρχή η οποία δεν χρησιμοποιείται για την έρευνα και την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, όπως συμβαίνει με την ελληνική αναλογία, αλλά για την εξερεύνηση και την κατανόηση της ουσίας του Θεού.
β. Δεν αποτελεί διαλεκτικό τρόπο πρόσβασης στην αλήθεια των πραγμάτων με βάση την κοινή εμπειρία, αλλά διανοητική επέκταση της συνείδησης από τα αισθητηριακά δεδομένα στο Θεό, ο οποίος βρίσκεται έξω από την εμπειρία.
γ. Δεν αποτελεί μεταφυσικό μέσο συσχετισμού ανάμεσα στις ιδέες και στον κόσμο, αλλά οντολογικό μέσο σύνδεσης του κόσμου με το Θεό.
δ. Δεν αποτελεί μέθοδο προοδευτικής αποφυγής του πλήθους και της διαίρεσης που υπάρχει στα όντα, αλλά διανοητική ενοποίηση των πάντων σε μία ολότητα, με βάση την αιτιώδη αλυσίδα που ενώνει με φυσικό τρόπο τα άκτιστα με τα κτιστά.
ε. Δεν αποτελεί φιλοσοφικό μέσο κάθαρσης της ψυχής και ομοίωσής της με το Αγαθό, αλλά διανοητική προσπάθεια πρόσβασης στην ουσία του Θεού.
στ. Τέλος, αποτελεί υπαρκτική ομοιότητα και ανομοιότητα όχι μόνο ανάμεσα στα νοητά και στα αισθητά αλλά επιπλέον ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά.
Ο ρόλος της αναλογίας στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη αφορά στον τρόπο δομής και λειτουργίας τόσο του νοερού και αισθητού σύμπαντος, όσο και των καθ’ έκαστα όντων που υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν. Η διάκριση από τη σχολαστική αναλογία έγκειται στο γεγονός ότι τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ενώ η φύση του Θεού παραμένει παντελώς άγνωστη, οι δυνάμεις του ωστόσο μπορούν να γίνουν γνωστές διαμέσου των θείων παραδειγμάτων, τα οποία υπάρχουν αναλογικά μέσα στα κτιστά όντα. Ο άνθρωπος μπορεί έτσι να επιστρέψει στο Θεό και να ενωθεί μαζί του, ανάλογα προς την κάθαρση και το φωτισμό που θα πετύχει στη ζωή του, ανεβαίνοντας διαμέσου των τριών τάξεων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Εισάγοντας την αναλογία, τόσο μέσα στον τρόπο συσχέτισης των όντων με το Θεό, όσο και στη διδασκαλία περί θείου φωτισμού, ο Βαρλαάμ συμπληρώνει το έργο που άρχισαν οι Λατίνοι με την εισαγωγή της αναλογίας στο δόγμα της πίστεως, διαστρεβλώνοντας παντελώς τις διδασκαλίες της εκκλησίας για την αποκάλυψη του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο Βαρλαάμ παραδέχεται μαζί με τον Ακινάτη τρία βασικά σημεία: (α) ότι ο Θεός γνωρίζεται κατ’ αναλογία προς τα κτιστά όντα, (β) ότι η γνώση του Θεού είναι ζήτημα που αφορά μόνο τη διάνοια και όχι τον όλο άνθρωπο, (γ) ότι η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται κατ’ αναλογία προς τη γνώση των νοερών ουσιών ή λόγων των όντων, που υπάρχουν μέσα στο Θεό.
Η λειτουργία της αναλογίας στη φιλοσοφία του Νικηφόρου Γρηγορά, παραβιάζει τα εννοιολογικά πλαίσια της ελληνικής αναλογίας και εισχωρεί στο χώρο της χριστιανικής θεολογίας, όπως ακριβώς η λατινική analogia entis, διαστρεβλώνοντας έτσι το μυστήριο της πίστεως. Ο Γρηγοράς, κατάφερε με ένα δικό του τρόπο, να υπαγάγει τα κτιστά και τα άκτιστα στοιχεία σε μία ενιαία υπαρκτική αρχή, θέτοντας μία βάση για τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στη θεσμοποιημένη θεολογία και στις αφυπνιζόμενες ανθρωπιστικές επιστήμες.
Βασική θέση της παρούσας διατριβής είναι ότι στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, μπορούν να εντοπιστούν όλες οι προϋποθέσεις για την αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος», με σκοπό την αποκατάσταση της θεολογικής αλήθειας όπως αυτή θεμελιώθηκε από τους θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας.
Η αναλογία χρησιμοποιείται από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ως λογική μέθοδος συλλογισμού, η οποία δε στηρίζεται στις διάφορες γνώμες, αλλά στις αυτόδηλες προτάσεις της πίστεως. Ο συλλογισμός με βάση την αναλογία, αποτελεί μέρος της προσπάθειας του ανθρώπου να κατακτήσει το φυσικό δώρο της απλής σοφίας.
Αποτελεί χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια του ανθρώπου να οδηγηθεί διαμέσου των κτισμάτων, στη δοξολογία του Δημιουργού. Είναι βέβαια ένα απλό φυσικό μέγεθος και όχι δώρο της θείας χάριτος. Όταν χρησιμοποιείται υπό τη μορφή γεωμετρικής αναλογίας ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά, στηρίζεται αποκλειστικά σε εξωτερικές ομοιότητες και βασίζεται στο παράδειγμα και στον εικονισμό. Οι αναλογίες ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα είναι όλες εικονιστικές, περαπέμπουν δηλαδή στη θεία αλήθεια με τον ίδιο τρόπο που η εικόνα παραπέμπει στο πρωτότυπο. Ο συλλογισμός με βάση την αναλογία μπορεί να αποβεί χρήσιμος στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τη διαφορά ανάμεσα στο φυσικό και στο πνευματικό, καθώς επίσης ότι η έξω σοφία όταν χρησιμοποιείται σωστά μπορεί να οδηγήσει στη δοξολογία του Θεού. Η αναλογία ως μέρος της «απλής» σοφίας, γυμνάζει το νου για να κατανοεί τα μυστήρια του Θεού μέσα στον κόσμο. Αποτελεί, ωστόσο, ματαιοπονία μπροστά στη σοφία που προσφέρει στον άνθρωπο η παιδεία του Αγίου Πνεύματος.
Το είδος της αλήθειας, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι διπλό: άκτιστο και κτιστό. Το δεύτερο είδος ονομάζεται αλήθεια μόνο κατά διπλασιασμό του ονόματος. Δεν υπάρχει καμία αναλογία ανάμεσα στα δύο αυτά είδη αλήθειας, διότι είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρηματολογώντας ενάντια στην εξομοίωση των δύο αληθειών, αναιρεί ταυτόχρονα τόσο τη «βαρλααμική» όσο και τη «σχολαστική» αναλογία, οι οποίες στηρίζονται στη θεωρία ότι η «φυσική» αλήθεια είναι ενιαία με την «πνευματική», αφού η διαφορά τους είναι μόνο ποιοτική και όχι ριζική και απόλυτος.
Η ύπαρξη θείων τύπων και εικόνων του Τριαδικού Θεού μέσα στον άνθρωπο, δεν οδηγεί στην εγκαθίδρυση οποιασδήποτε αναλογίας ανάμεσα στην ύπαρξη του Θεού και στην ύπαρξη του ανθρώπου. Η αναλογία σ’ αυτή την περίπτωση, θα αποτελούσε μία φυσική ή υπαρκτική αντιστοιχία ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα (αναλογία του όντος), με βάση την οποία ο άνθρωπος θα μπορούσε να αποκτήσει φυσική πρόσβαση στο Θεό. Αν οι εικόνες και οι τύποι αναφέρονταν σε φυσικές ή υπαρκτικές αντιστοιχίσεις, συμμετρίες ή αναλογίες ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Θεό, τότε θα αποτελούσαν κάποιου είδους «ενδιάμεσα», ικανά να γεφυρώσουν το άπειρο χάσμα ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό. Μακριά από τέτοιου είδους αιρετικές αντιλήψεις, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αναφερόμενος στην ύπαρξη των τύπων και των εικόνων του Τριαδικού Θεού στον όλο άνθρωπο, θεωρεί ότι όταν τις αναγνωρίζει μέσα του ο άνθρωπος, αποκτά βέβαιη και ασφαλή γνώση για όσα έχει πει η Αγία Γραφή και έχουν ερμηνεύσει οι άγιοι Πατέρες. Μαθαίνει έτσι, ο άνθρωπος να χρησιμοποιεί τη γνώση του εαυτού του με τέτοιο τρόπο, ώστε να οδηγείται στη μνήμη του Θεού και στον πόθο για συνάντηση μαζί του.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, χρησιμοποιεί την αναλογία με σκοπό να αποδείξει ότι οι δυνάμεις και τα παραδείγματα των όντων προϋπάρχουν ως λόγοι, αλλά όχι ως ουσίες ούτε ως αυθυπόστατα, ούτε πάλι συντελούν με κάποιο τρόπο στην ύπαρξη του Θεού. Ο Θεός καθορίζει τα πράγματα ώστε να συνδέονται μεταξύ τους αρμονικά με λόγους αναλογίας, επειδή θέλει να κτίζει τα όντα ώστε να είναι καλά λίαν. Οι λόγοι των όντων πραγματώνουν την οργανική ενότητα ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό, χωρίς τη διαμεσολάβηση ενδιαμέσων, κτιστών αρχετύπων ή ιδεών. Με βάση την «αναλογία της μεθέξεως», είναι δυνατό να γνωρίσουμε ότι η ύπαρξη των λόγων αφορά σε εκείνο τον τρόπο ζωής, σύμφωνα τον οποίο μπορούμε να καταστούμε ένθεοι και να ενωθούμε πραγματικά με το Θεό. Η μετοχή στη θεία έλλαμψη χορηγείται από το Θεό στον άνθρωπο ανάλογα προς την αξία και το μέτρο της πνευματικής του κατάστασης. Αλλά και η γνώση των όντων που χορηγείται διαμέσου της θείας ελλάμψεως είναι ανάλογη προς το μέτρο της καθαρότητας και της αγιότητας που έχουν όσοι μετέχουν σ’ αυτήν.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρεί με κάθε τρόπο να αποδείξει ότι τα υπερφυσικά δεν έχουν καμία φυσική ομοιότητα ή αναλογία με τα φυσικώς συμβαίνοντα, γι’ αυτό δεν παύει διαρκώς να υπενθυμίζει ότι «οὐκ ἐκ τῶν ὄντων τὰ ὑπὲρ πάντα τὰ ὄντα στοχαζόμενοι, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἀρρήτως τελουμένων τὰ ὑπὲρ ἔννοιαν διδασκόμενοι». Οι Λατίνοι αντίθετα, στοχαζόμενοι τα θεία με βάση τη γνώση των όντων, «μιγνύουσι τὰ ἄμικτα, τοῖς ὑπὲρ χρόνον τὰ ὑπὸ χρόνον, τοῖς ὑπὲρ αἰτίαν τὰ δι᾿ αἰτίαν». Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αν και δε γνώριζε ότι ο τρόπος διαμέσου του οποίου οι Λατίνοι προβαίνουν στη «στοχαστική» αυτή ανάμιξη των «ὑπὲρ φύσιν» με τα «κατὰ φύσιν», αποτελεί ένα οργανωμένο σύστημα θεολογικο-φιλοσοφικών διδασκαλιών, το οποίο φέρει την επονομασία «αναλογία του όντος (analogia entis)», ήξερε ωστόσο ότι γενικότερα πίσω από όλες τις λατινικές κακοδοξίες, κρυβόταν η απροθυμία των Λατίνων να διακρίνουν ανάμεσα στη θεία ουσία και στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Διακρίνοντας ανάμεσα στη θεία ουσία και στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι αποφεύγει την εξομοίωση ανάμεσα στα «ὑπὲρ φύσιν» και στα «κατὰ φύσιν», απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και την ύπαρξη φυσικής ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά. Ακολουθώντας το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι η αναλογία αποτελεί νοερή ενέργεια και φυσική οδό κατανόησης των θείων μυστηρίων. Ως φυσική ενέργεια του νου είναι ολότελα διαφορετική από την υπερφυσική γνώση και την ακατάληπτη ένωση με το Θεό, γι’ αυτό θεωρεί ότι πρέπει να παύσει εντελώς η λειτουργία της, προκειμένου να γίνει ο νους δεκτικός των θεοποιών δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Η κατ’ αναλογία οδός, επειδή χρησιμοποιεί παραδείγματα, εικόνες και αναλογίες οι οποίες προέρχονται από την πεπερασμένη εμπειρία του κτιστού κόσμου, υστερεί από την αποφατική οδό, η οποία προχωρεί διαμέσου της άρνησης του κτιστού. Η νοερή ενέργεια με την οποία μπορούμε να απεικονίσουμε αναλογικά την αιτία των όλων διαμέσου παραδειγμάτων, αποτελεί ένα φυσικό τρόπο περιγραφής των θείων, ο οποίος αυτό που φανερώνει εν τέλει είναι ότι η θεία ένωση είναι άρρητη και εντελώς πέρα από τη φύση. Αντίθετα από την «αναλογία του όντος», η χρήση του παραδείγματος και της αναλογίας στη θεολογία, σκοπό έχει να διαφυλάξει τον απόκρυφο χαρακτήρα του μυστηρίου και να φανερώσει σε όσους νοούν σωστά ότι η θεία ένωση είναι άρρητη και παντελώς ανέκφραστη. Επιπλέον, για όσους επιθυμούν πραγματικά να γίνουν θεόμορφοι, η χρήση της αναλογίας και του παραδείγματος, αποτελεί ένδειξη για την ανάγκη παύσης από κάθε φυσική ενέργεια του νου, ούτως ώστε να οδηγηθεί στην κάθαρση και να προετοιμαστεί για τη θεία ένωση. Την απουσία των αναλογιών και των παραδειγμάτων αναπληρώνει, σε όσους έγιναν θεόμορφοι, η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Η χρήση της αναλογίας από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επεκτείνεται και στην περιγραφή του τρόπου, της στάσης και των ενεργειών στις οποίες πρέπει να προβεί ο άνθρωπος, συνεργώντας στο έργο της θείας χάριτος, προκειμένου να αξιωθεί της αρρήτου ελλάμψεως του θείου φωτός. Ο βαθμός θέασης των ακτίστων ενεργειών της χάριτος του Θεού εξαρτάται, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, από την «αναλογία της καθάρσεως», που υπάρχει στην καρδιά ενός προσώπου. Η «αναλογία της καθάρσεως» δεν οφείλεται στην ύπαρξη κάποιας φυσικής ή υπαρκτικής αναλογίας ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, αλλά στο βαθμό που επενεργεί στον άνθρωπο η θεοποιός χάρη του Αγίου Πνεύματος, με τη συνέργεια της ανθρώπινης προσωπικής θελήσεως. Ο δρόμος προς το όρος της μεταμορφώσεως, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, ξεκινά πρώτα από την εκούσια απόσπαση του νου και των αισθήσεων από κάθε αισθητή ή νοητή αναλογία του Θεού προς τον κόσμο. Η «αναλογία τῆς θεαρέστου πράξεως» αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της θέας του θείου φωτός. Αποτελεί δηλαδή το μέτρο της αποχής του νου από όλα τα άλλα (είτε αισθητά είτε νοητά), της προσοχής του νου κατά την προσευχή, καθώς και της ολοκληρωτικής στροφής της ψυχής προς το Θεό. Η απουσία οποιασδήποτε ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο φως είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία οδηγεί στην ολοκληρωτική ανάπλαση και αναγέννηση του ανθρώπου.
Λειτουργώντας αναλογικά και αναγωγικά, το θείο φως αποτελεί σύμβολο της ακαταλήπτου κρυφιότητας του Θεού. Η αναλογική και αναγωγική ιδιότητα του θεολογικού συμβόλου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, επιτελεί τρεις διαφορετικές λειτουργίες: (α) διαχωρίζει απόλυτα ανάμεσα στη φύση του αισθητού συμβόλου και του πνευματικώς συμβολιζόμενου (ομωνυμία), (β) ανάγει εικονιστικά και παραπεμπτικά από το αισθητό σύμβολο προς το συμβολιζόμενο (εικονισμός), (γ) διαφυλάσσει την ουσιαστική και πραγματική υπόσταση τόσο του αισθητού συμβόλου όσο και του πνευματικώς συμβολιζομένου (διπλή αλήθεια). Η χρήση των θεολογικών συμβόλων, ανυψώνει τον άνθρωπο στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων, ανάλογα με την αισθητική δύναμη της ανθρώπινης φύσης στον παρόντα αιώνα. Η νέα αίσθηση, ωστόσο, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό, είναι πέρα από κάθε αναλογία και συμβολισμό, διότι εκείνος που ενεργεί τότε δεν είναι ούτε η αισθητηριακή αντίληψη ούτε η νόηση που αντιστοιχεί στη φύση μας, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Ο αναλογικός χαρακτήρας του θεολογικού συμβόλου δεν προϋποθέτει άρα οποιαδήποτε σχέση φυσικής ομοιότητας ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη φύση, αλλά δηλώνει την ανάγκη μετασχηματισμού της ανθρώπινης φύσης από τη θεία χάρη, ούτως ώστε να αξιωθεί να μετάσχει στη δόξα του Θεού.
Ο βαθμός λαμπρότητας του προσώπου των δικαίων είναι ανάλογος προς το μέτρο των καλών τους πράξεων και όχι προς την καθαρότητα του αέρα που τους περιβάλλει. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το βαθμό θέασης του θείου φωτός: είναι ανάλογος προς το μέτρο των αρετών και της καρδιακής καθαρότητας και όχι προς το μέτρο της καθαρότητας του αέρα της αισθητής ατμόσφαιρας. Το σώμα γίνεται κι αυτό θεός μαζί με την ψυχή, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο μετέχει στη θεοποιό δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Η αναλογία της μετοχής του σώματος στη θεοποιό χάρη του Θεού εξαρτάται: α) από την παύση των φυσικών ενεργειών του σώματος, β) από την ησυχία όλων των κατά νου και κατά αίσθηση ενεργειών της ψυχής, με την οποία είναι συνδεδεμένο το σώμα. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο χωρισμός του νου και των αισθήσεων από κάθε αναλογία ανάμεσα στο Θεό και στα κτίσματα, είναι πράξη την οποία μπορεί να πετύχει με αρκετή προσπάθεια ο κάθε πιστός. Πρέπει να αποβληθεί από το νου κάθε αναλογία όπως και κάθε άλλη νοερή ενέργεια, με σκοπό να προετοιμαστεί η καρδιά του πιστού να υποδεχτεί μέσα της το Θεό. Η αναλογία μπορεί να σημάνει τη συμφωνία ανάμεσα στη ζωή του έσω ανθρώπου και στη ζωή που υπέρκειται των πάντων, η οποία επιτυγχάνεται διαμέσου της προσευχής που αφήνει πίσω όλο τον επίκτητο κόσμο και ανυψώνεται διαρκώς προς το Θεό κατά τρόπο ενιαίο και μοναδικό. Η ένωση με το Θεό, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν τελείται έμμεσα, αναλογικά ή ιεραρχικά, αλλά είναι άμεση και αυτοφανής. Η αναλογία δηλώνει τη διαφορά στην αντίληψη του θείου φωτός από το νου και από την αίσθηση, ύστερα από την κατάπαυση όλων των φυσικών ενεργειών τους. Το είδος, ο τρόπος και το μέτρο κάθε μυστικής θεωρίας η οποία προέρχεται από το Θεό, είναι ανάλογο αφενός προς τα μέτρα της δυνάμεως και της πνευματικής ωριμότητας του αποδέκτη της, αφετέρου προς την αιτία και το σκοπό τον οποίο υπηρετεί. Η φύση της ενέργειας, ωστόσο, και της χάριτος που παρέχεται, παραμένει εντελώς άλλης τάξεως, χωρίς να έχει καμιά ομοιότητα ή αναλογία με τη κτιστή φύση προς την οποία μεταδίδεται. Ο τρόπος με τον οποίο έρχεται σε κάθε άνθρωπο για να κατοικήσει ο Κύριος, είναι ανάλογος: (α) με τη πνευματική ιδιαιτερότητα ή «ετερότητα» του κάθε ανθρώπου, η οποία γίνεται φανερή από τον τρόπο με τον οποίο ζητά το Θεό, (β) με τα μέτρα της αρετής και της τελειότητας στην οποία αυτός έχει φτάσει.
Ο καθένας μπορεί να μετάσχει στον πλούτο της θεότητας, ανάλογα με το μέτρο εκείνης της καθαρότητας η οποία φέρνει το Θεό κοντά του, διαμέσου της υπέραγνης Θεοτόκου Μαρίας. Η «αναλογία της εκάστου καθαρότητας» αποτελεί μία βιωματική κατάσταση πίστεως στο Θεό, κατά την οποία η Θεοτόκος γίνεται η αιτία ώστε να κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο όλος ο πλούτος της θεότητας.

Η μετοχή των νοερών δυνάμεων στο θείο έρωτα και στην θεαρχική αυγή είναι ανάλογη με τον πόθο και την ανατατική τους όψη προς τη Θεοτόκο. Χωρίς να καταργείται η αναλογική μετοχή των ουρανίων ιεραρχιών στο φως της θεότητας, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, παρεμβάλλει πολύ διακριτικά τη μεσολάβηση ενός άλλου πολύ πιο βασικού παράγοντα για την επίτευξη της θεώσεως: την ανατατική προσήλωση στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Βασικότερη προϋπόθεση μετοχής στο φως της θεότητας, τόσο για τις νοερές δυνάμεις όσο και για τον άνθρωπο, δεν είναι η αναλογία της ιεραρχίας τους αλλά η μίμηση του τρόπου ζωής της Θεοτόκου. Ο θείος πόθος και ο άυλος έρωτας προς την αληθινά θεοειδή παρθένο, αποτελεί το μέτρο και την αναλογία της προς το Θεό ειλικρινούς εφέσεως και της καθαρότητας του θείου φωτισμού. Δι’ αυτής θεοποιείται ο άνθρωπος, «οὐ τῆς ἀπὸ τῶν λόγων ἤ τῆς τῶν ὁρωμένων στοχαστικῆς ἀναλογίας». Η «στοχαστική αναλογία» δεν οδηγεί στην κάθαρση της καρδιάς, αλλά σ’ αυτήν οδηγεί μόνο η ιερή ησυχία, της οποίας υπόδειγμα και σαφή απόδειξη αποτελεί η Παναγία Θεοτόκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου