ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
ΤΟ 8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ : ΣΧΕΣΕΙΣ & ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
π. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Μέσα
από την προοπτική της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης θα επιχειρηθεί στη
συνέχεια η προσέγγιση του θέματος αυτού. Με αυτό τον τρόπο ανοίγει μια
ιστορικό-πνευματική προοπτική, πού φανερώνει συνάμα την ετερότητα και
διαφορότητα του κόσμου, στον οποίο εκούσια ενταχθήκαμε, από τον κόσμο
της ρωμαίικης (ελληνορθόδοξης) παράδοσης μας.
α. Πρόβλημα ή ψευδοπρόβλημα
Η αντίθεση και κατά συνέπεια η σύγκρουση πίστης και επιστήμης συνιστά πρόβλημα μεν για τη δυτική (φραγκο-λατινική) σκέψη και ψευδοπρόβλημα για την ορθόδοξη πατερική παράδοση. Η επισήμανση αυτή θεμελιώνεται στα ιστορικά δεδομένα των δύο χώρων.
Η διλημματική (δήθεν) σχέση "πίστη ή επιστήμη" εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη το 17ο αι.. συγχρόνως
με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών. Τότε περίπου αρχίζουν και οι
πρώτες ορθόδοξες τοποθετήσεις στο θέμα. Είναι δε γεγονός ότι όλες οι
εξελίξεις στη Δύση γίνονται πια ερήμην της Ορθοδοξίας. Στους τελευταίους
αιώνες έχει συντελεσθεί η πνευματική διαφοροποίηση της Δύσης από την
Ορθόδοξη Ανατολή, πράγμα πού σημαίνει την από-ορθοδοξοποίηση και
απο-εκκλησιοποίηση του δυτικού ευρωπαϊκού χώρου, με την εκφιλοσόφηση και
εκνομίκευση της πίστης και τελικά τη θρησκειοποίησή της (για τις
εξελίξεις αυτές βλ. Χρ. Γιανναρά. Ορθοδοξία και Δύση. Αθήνα 1992). Έτσι,
η Ορθοδοξία μένει ιστορικά αμέτοχη στη γένεση του
σημερινού δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος είναι "άλλο και άλλο" σε
σχέση με τον πολιτισμό της Ορθόδοξης Ανατολής.
Σταθμοί στην αλλοτριωτική πορεία της Δυτικής Ευρώπης είναι: ο σχολαστικισμός (13ος αι.), ο νομιναλισμός (14ος αι.), ο ουμανισμός/αναγέννηση (15ος αι.), η μεταρρύθμιση (16ος αι.) και ο διαφωτισμός
(17ος αι,). Πρόκειται για σειρά επαναστάσεων και συγχρόνως ρηγμάτων
στον ιστό του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, πού γεννήθηκε από τη
διαλεκτική σχέση των ρευμάτων αυτών.
Ο
σχολαστικισμός ερείδεται γνωσιολογικά στην αποδοχή των πλατωνικών
αρχετύπων ειδών (realia).Ο κόσμος μας νοείται ως απεικόνιση των
υπερβατικών αρχετύπων (ρεαλισμός). Όργανο της γνώσης είναι η
διάνοια-λογική. Η γνώση -και του Θεού-συντελείται με τη διείσδυση του λογικού στην ουσία των όντων.
Πρόκειται για θεμελίωση της μεταφυσικής θεολόγησης, που προϋποθέτει,
την analogiam entis (αναλογία του όντος),την οντολογική κατά συνέπεια
σχέση Θεού και κόσμου.
Ο νομιναλισμός (ονοματοκρατία) δέχεται, ότι τα υπερβατικά αρχέτυπα (universalia) είναι απλά ονόματα και όχι οντότητες, όπως στο ρεαλισμό. Πρόκειται για διαπάλη πλατωνισμού και αριστοτελισμού στην ευρωπαϊκή σκέψη. Ο νομιναλισμός όμως απέβη κατά κάποιο τρόπο το DNA του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ουσιαστικά στοιχεία του οποίου είναι ο δυαλισμός (φιλοσοφικά) και ο ατομισμός
(ωφελιμισμός) κοινωνικά. Η ευδαιμονία θα αποβεί το βασικό αίτημα του
ευρωπαίου ανθρώπου, θεμελιωμένη θεολογικά στη σχολαστική θεολογία του
μεσαίωνα. Ο νομιναλισμός (δυαλισμός δηλαδή) είναι το υπόβαθρο της
επιστημονικής ανάπτυξης του ευρωπαϊκού κόσμου, των θετικών δηλαδή
επιστημών.
Η
"καθ' ημάς Ανατολή" (ιστορική συνέχεια της Ρωμανίας ή αυτοκρατορίας της
Νέας Ρώμης) είχε άλλη πνευματική εξέλιξη. Στα πρόσωπα των πνευματικών
ηγετών της (Αγίων) - και όσων τους ακολουθούσαν- έμεινε πιστή στην προφητική- αποστολική-πατερική παράδοση,
πού βρίσκεται στους αντίποδες του σχολαστικισμού και όλων των
ιστορικοπνευματικών εξελίξεων του ευρωπαϊκού χώρου. Στην Ανατολή
επικρατεί πάντα ο ησυχασμός (η ραχοκοκαλιά της πατερικής παράδοσης), δηλαδή η ασκητική-εμπειρική μετοχή στην Αλήθεια, ως κοινωνία με το Άκτιστο. Διατηρείται η πίστη στη δυνατότητα ένωσης Θεού και κόσμου (άκτιστου και κτιστού),
ενδοϊστορικά. Αυτό όμως σημαίνει απόρριψη κάθε είδους δυαλισμού. Μέσα
σ' αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν οι επιστήμες στο "Βυζάντιο"/ Ρωμανία,
στο βαθμό φυσικά πού αναπτύχθηκαν.
Η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη συνέβαλε στη διάσταση των χώρων πίστης και γνώσης, με απόληξη την ακόλουθη αξιωματική αρχή: από
τη νέα φιλοσοφία (θετική) γίνονται δεκτές μόνο οι αλήθειες πού
επιβεβαιώνονται από τον ορθό λόγο, την απολυτοποιημένη πια αυθεντία της
δυτικής σκέψης (νοησιαρχία). Οι αλήθειες αυτές είναι: Η ύπαρξη Θεού, ψυχής, αρετής, αθανασίας, κρίσης. Η αποδοχή τους, βέβαια, έχει χώρα μόνο στο θεϊστικό διαφωτισμό, αφού υπάρχει παράλληλα και ο αθεϊσμός, ως δομικό στοιχείο της νεώτερης σκέψης. Τα εκκλησιαστικά όμως δόγματα απορρίπτονται λογικά (π.χ. τριαδικότητα Θεού, ενσάρκωση, "εν Χριστώ" σωτηρία κ.τ.ό.). Πρόκειται για τη "φυσική" (λογική) θρησκεία, πού από πλευράς πατερικότητας όχι μόνο δεν διαφέρει από την αθεΐα, άλλ' είναι η χειρότερη μορφή της. Η απόρριψη της "πίστης" είναι λιγότερο επικίνδυνη από τη διαστρέβλωσή της.
β. Διπλή γνωσιολογία
Ειπώθηκε όμως, ότι στην Ανατολή η αντίθεση πιστης- επιστήμης είναι ψευδοπρόβλημα. Γιατί; Διότι η γνωσιολογία στην Ανατολή προσδιορίζεται από το γνωριζόμενο "αντικείμενο", το οποίο είναι διπλό: άχτιστο και κτιστό. Άκτιστο είναι (μόνο) ο Τριαδικός Θεός, του όποιου η τριαδικότητα δεν ορίζεται μεταφυσικά, άλλα γνωρίζεται εμπειρικά. Κτιστό
είναι το σύμπαν (ή τα "σύμπαντα"), στο οποίο πραγματώνεται η ύπαρξη
μας. Πίστη είναι η γνώση του ακτίστου και επιστήμη είναι η γνώση του
κτιστού. Πρόκειται, συνεπώς, για δύο διαφορετικές γνώσεις, κάθε μία από
τις οποιες έχει τη μέθοδο και το όργανο της.
Ο
πιστός, κινούμενος στο χώρο της υπερφυσικής γνώσης ή γνώσης του
ακτίστου, δεν καλείται να μάθει κάτι (μεταφυσικά) ή να αποδεχθεί κάτι
(λογικά), αλλά να "πάθει" κάτι, κοινωνώντας μαζί του. Αυτό συντελείται με την ένταξη του ο έναν τρόπο ζωής (μέθοδος), πού οδηγεί στη θεία γνώση. Εδώ,
ακριβώς, τεκμηριώνεται η αποστολή της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού, ο
λόγος ύπαρξης της στον κόσμο. Ορθά έχει λεχθεί, ότι αν εμφανιζόταν για
πρώτη φορά ο Χριστιανισμός στην εποχή μας, θα έπαιρνε τη μορφή ενός
θεραπευτηρίου/νοσοκομείου για την απο-κατάσταση της λειτουργίας του
ανθρώπου, ως ψυχοσωματικού όντος. Γι΄ αυτό ονομάζει την Εκκλησία ο Ι. Χρυσόστομος "ιατρείον πνευματικόν"
(πνευματικό νοσοκομείο). Η υπερφυσική-θεολογική γνώση νοείται ορθόδοξα
ως πάθος/πάθημα, ως μετοχή-κοινωνία με την υπερβατική μεν, αλλ" όχι
απρόσιτη, προσωπική Αλήθεια, το Άκτιστο, και όχι, ως μάθημα. Η
χριστιανική πίστη, έτσι, δεν είναι αφηρημένη (θεωρητική) παραδοχή
"μεταφυσικών αληθειών", άλλ' εμπειρική θέα του "όντως Όντος", της
Υπερουσίου Τριάδος. Έτσι όμως γίνεται κατανοητό, γιατί στην "Ορθοδοξία
αυθεντία είναι η εμπειρία της μετοχής στο Άκτιστο, ως θέα του Άκτιστου
(θέωση-δοξασμός) και όχι τα κείμενα, οι Γραφές (το δόγμα sola
scriptura είναι προτεσταντικό, δηλαδή δυτικό). Η πρόταξη των κειμένων -
δείγμα θρησκειοποίησης της πίστης- οδηγεί στην ιδεολογικοποίησή τους
και κατ' ούσίαν στην ειδωλοποίηση των κειμένων, δηλαδή την απολυτοποίησή
τους (Funtamentalismus)με όλες τις ευνόητες συνέπειες.
Προϋπόθεση
της λειτουργίας της γνώσης του Άκτιστου για την Ορθοδοξία είναι η
απόρριψη κάθε "αναλογίας" (entis ή fidei) στη συνάντηση και σχέση
κτιστού-Ακτίστου. Κατά τον Ι. Δαμασκηνό, πού συνοψίζει και στο σημείο αυτό την προηγούμενη πατερική παράδοση: "Αδύνατον
ευρεθήναι εν τη κτίσει εικόνα απαραλλάκτως εν εαυτή τον τρόπον της
αγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν. Το γαρ κτιστόν, και σύνθετον και ρευστόν
και περιγραπτόν και σχήμα έχον και φθαρτόν, πώς σαφώς δηλώσει την πάντων
τούτων απηλλαγμένην υπερούσιον θείαν ουσίαν". (ΡG 94, 821/24).
Μετά από αυτά γίνεται φανερό, γιατί η παιδεία (σχολική) και η φιλοσοφία, ειδικότερα, δεν συνιστούν στην πατερική παράδοση προϋπόθεση της θεογνωσίας.
Δίπλα στον πανεπιστήμονα Μέγα Βασίλειο (+379) τιμάται ως Μέγας ο άσοφος
(κατά κόσμο), άλλ' εξίσου κάτοχος της "άνω" (θείας) σοφίας (γνώσης του
Ακτίστου), Αντώνιος (+350). Παρέκκλιση (οδυνηρή για τη Δύση) στο σημείο
αυτό συνιστά ο Ι. Αυγουστίνος (+430), αγνοώντας τη γραφική και πατερική
γνωσιολογία και νεοπλατωνικός στην ουσία. Με το αξίωμα του "credo, ut
intelligam" (πιστεύω, για να κατανοήσω) έθεσε την αρχή, ότι με την πίστη
οδηγείται ο άνθρωπος στη λογική σύλληψη της Αποκάλυψης.
Έτσι όμως δίνεται προτεραιότητα στη διάνοια, που εκλαμβάνεται ως γνωστικό όργανο τόσο στη φυσική, όσο και στην υπερφυσική γνώση. Ο Θεός νοείται ως "αντικείμενο" γνωστικό, πού "συλλαμβάνεται," από τη διάνοια του ανθρώπου, όπως συλλαμβάνεται το φυσικό γνωστικό αντικείμενο της. Μετά τον Αυγουστίνο το επόμενο βήμα (με την παρέμβαση του Θωμά Ακινάτη, +1274), θα κάνει ο Καρτέσιος
(+1650) με το δικό του αξίωμα: cogito, ergo sum (σκέπτομαι, αρά
υπάρχω), με το όποιο διακηρύσσεται η διάνοια ως κύριο συστατικό της ύπαρξης.
γ. 0ι δύο γνώσεις
Η
άρση της (φαινομενικής) αντινομίας στο χώρο της γνωσιολογίας
επιτυγχάνεται αγιογραφικά-πατερικά με τη σαφή διάκριση δύο
γνώσεων/σοφιών, της "θείας" ή "άνω" και της "κάτω" ή "θύραθεν".
Η πρώτη είναι υπερφυσική, ενώ η δεύτερη η φυσική γνώση, πού
ανταποκρίνεται στη σαφή διάκριση Ακτίστου και κτιστού, Θεού και κτίσης.
Οι δύο αυτές γνώσεις απαιτούν και δύο γνωστικές μεθόδους.
Μέθοδος της θειας σοφίας-γνώσης είναι η καρδιακή κοινωνία του ανθρώπου με το Άκτιστο, η οποία συντελείται με την παρουσία της άκτιστης ενέργειας του Τριαδικού Θεού μέσα στην καρδιά. Μέθοδος της ενδοκοσμικής σοφίας-γνώσης είναι η επιστήμη, η οποία λειτουργεί με την άσκηση της διανοητικής/λογικής δύναμης του ανθρώπου. Ορθόδοξα οι δύο γνώσεις και οι μέθοδοι τους ιεραρχούνται.
Η μέθοδος της υπερφυσικής γνωσιολογίας ονομάζεται στην Ορθόδοξη παράδοση η σ υ χ α σ μ ό ς και ταυτίζεται με τη νήψη-κάθαρση της καρδιάς. Ο ησυχασμός ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Ορθοδοξία έξω από την ησυχαστική πράξη είναι πατερικά αδιανόητη. Ο ησυχασμός στην ουσία του είναι ασκητική-θεραπευτική αγωγή, κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη για την αναζωπύρηση της νοερής λειτουργίας μέσα στην καρδιά. Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι η
μέθοδος του ησυχασμού ως θεραπευτική αγωγή είναι καθαρά
επιστημονική-θετική. Γι' αυτό και η θεολογία υπό τις ορθές προϋποθέσεις,
ανήκει στις θετικές επιστήμες (π. Ι. Ρωμανίδης). Η κατάταξη της πανεπιστημιακά, από το 12ο αι. στις θεωρητικές επιστήμες,
οφείλεται στη μεταβολή της θεολογίας στη Δύση σε μεταφυσική. Όσοι,
συνεπώς, ανατολικοί απορρίπτουν τη θεολογία, φανερώνουν τον εκδυτικισμό
τους, διότι στην ουσία καταδικάζουν και απορρίπτουν ένα παραμόρφωμα
(καρικατούρα), πού εκλαμβάνεται ως θεολογία. Ποια όμως είναι πατερικά η
θεολογική λειτουργία; Ήδη στην Αγία Γραφή υπάρχει η διάκριση πνεύματος
(του ανθρώπου) και διανοίας (λόγου). Το πνεύμα (πρβλ. "πνευματικός"
άνθρωπος) πατερικά ονομάζεται νους για τη διάκρισή του από το (άγιο) Πνεύμα. Το πνεύμα, ο νους, είναι ο "οφθαλμός της ψυχής" (πρβλ. Ματθ. 6.22 έ.).
Πτώση,
χριστιανικά, θεωρείται η αδρανοποίηση της λειτουργίας του νου, ο οποίος
στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται μέσα στην καρδιά και είναι πλήρης
χάριτος (άκτιστης ενέργειας) και λέγεται γι' αυτό "ναός Θεού", διότι το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται αδιάλειπτα μέσα σ' αυτόν ("αέναη μνήμη" του Θεού). Αυτή είναι η αρχή της θέωσης
(δοξασμού). (Για τη σημασία αυτών των όρων και τη λειτουργία τους στην
Ορθόδοξη παράδοση βλ. το σπουδαίο βιβλίο του π. Ιεροθέου Βλάχου -
Μητροπ. Ναυπάκτου- Μικρά είσοδος στην ορθόδοξη πνευματικότητα, Αθήνα
1992.)
"Νοερή
λειτουργία" ονομάζεται η λειτουργία του νου μέσα στην καρδιά και είναι η
πνευματική λειτουργία της καρδιάς, παράλληλα με τη φυσική της
λειτουργία (αντλία αίματος). (Ειδική ανάλυση όλων αυτών βλ. στο
Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο του άγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη, στο βιβλίο
του π. Ιεροθέου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Έδεσσα 1986 και στην
εισαγωγή του βιβλίου του π. Ιω. Ρωμανίδη, Το προπατορικό αμάρτημα, Αθήνα
1989).
"Νοερή
λειτουργία" είναι ένα μνημονικό σύστημα, πού υπάρχει παράλληλα με το
κυτταρικό και το εγκεφαλικό. Τα δύο τελευταία είναι γνωστά και
ανιχνεύσιμα από την ανθρώπινη επιστήμη, το πρώτο όμως δεν μπορεί να το
συλλάβει. Όταν φθάσει ο άνθρωπος στο φωτισμό του αγίου Πνεύματος (ναός
Θεού), μεταβάλλεται η ‘'ψιλή''- εξωτερική πίστη (πιστότητα στο λόγο του
Θεού) σε "ενδιάθετη "- εσωτερική βεβαιότητα, αφού ο Θεός (ή άκτιστη
Ενέργειά Του) οράται (θεοπτία). Τότε μεταβάλλεται και η ιδιοτελής αγάπη
σε ανιδιοτελή και γίνεται, δυνατή η δόμηση αληθινών κοινωνικών σχέσεων,
ερειδομένων στην ανιδιοτελή αμοιβαιότητα (θυσία για τον άλλο) και όχι
στην ιδιοτελή διεκδίκηση "ατομικών δικαιωμάτων", κατά το πνεύμα της
δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας.
Έτσι κατανοούνται κάποια σημαντικά συνακόλουθα:
Κατ' αρχάς, ότι ο Χριστιανισμός στην αυθεντικότητα του είναι υπέρβαση της θρησκείας και κάθε έννοιας θρησκευτικής καθηκοντολογίας.
Η Ορθοδοξία, εξάλλου, δεν μπορεί να νοηθεί ως αποδοχή κάποιων
αρχών-αληθειών, άνωθεν επιβαλλομένων. Αυτή είναι η μη ορθόδοξη εκδοχή
των δογμάτων (απόλυτες αρχές-αλήθειες επιβαλλόμενες). Τα νοήματα στην
Ορθοδοξία ελέγχονται με την εμπειρική επακρίβωσή τους
(παρατήρηση-πείραμα). Ο διαλεκτικός-νοησιαρχικός στοχασμός περί
θεολογίας, όπως και ο δογματισμός, είναι ξένα στην αυθεντική ορθόδοξη
παράδοση.
Γι' αυτό ελέχθη, ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι αντίστοιχο προς τις θετικές
επιστήμες. Διότι και σ' αυτήν η προτεραιότητα δεν δίνεται στα
κείμενα-βιβλία, αλλά στην παρατήρηση και το πείραμα. Πείραμα είναι η
διαδικασία της νήψης (πνευματική ζωή) και παρατήρηση η θέα, δια του
φωτισμού και του δοξασμού (θέωσης).
Ο επιστήμων-καθηγητής της γνώσης του Ακτίστου είναι στην Ορθόδοξη παράδοση ο Γέροντας-πνευματικός καθηγητής (πρβλ. τη φράση "καθηγητής της ερήμου"
για τους μεγάλους ασκητές). Η καταγραφή της γνώσης -και στις δύο
περιπτώσεις- προϋποθέτει την εμπειρική γνώση του φαινομένου. Στο σημείο
δε αυτό θεμελιώνεται, η ορθοδοξοπατερική ερμηνευτική. Οι Άγιοι, (άνδρες
και γυναίκες) γίνονται ερμηνευτές αυθεντικοί της Γραφής (δηλαδή των
εμπειριών των Προφητών και των Αποστόλων), διότι είναι εξίσου με αυτούς
"θεόπνευστοι", μέτοχοι των ίδιων με αυτούς εμπειριών. Το ίδιο και στο
χώρο της επιστήμης, μονό ο ειδικός κατανοεί τις έρευνες άλλων ειδικών
του ίδιου χώρου. Η αποδοχή των πορισμάτων ενός επιστημονικού κλάδου από
τους μη ειδικούς (=τούς μη δυναμένους να ελέγξουν πειραματικά την ερευνά
των ειδικών) γίνεται με βάση την εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία των
ειδικών.
Διαφορετικά
δεν θα μπορούσε να υπάρξει πρόοδος στην επιστήμη. Το ίδιο συμβαίνει και
στην "επιστήμη" της πίστης. Με την ίδια εμπιστοσύνη γίνεται και εκεί
δεκτή η εμπειρική γνώση των Αγίων (Προφητών, Αποστόλων, Πατέρων και
Μητέρων όλων των αιώνων). Με βάση αυτή την αποδείξιμη εμπειρία,
λειτουργούν η αγιοπατερική παράδοση και οι Σύνοδοι (οικουμενικές) της
Εκκλησίας. Χωρίς "θεουμένους" (θεόπτες) δεν υπάρχει οικουμενική σύνοδος.
Από αυτή τη σχέση προκύπτει η (ορθόδοξη) σημασία του δόγματος. Η
ορθόδοξη πίστη είναι τόσο δογματική όσο και η επιστήμη.
Και
όσοι κάνουν λόγο για "προκατάληψη" στο χώρο της πίστης, δεν θα πρέπει
να λησμονούν το λόγο του Marc Bloch, ότι και κάθε επιστημονική ερευνά
είναι εξ αρχής "προκατειλημμένη", διότι διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η
έρευνα. Το ίδιο και η πίστη.
Η Ορθοδοξία, κάνοντας διάκριση των δύο γνώσεων (σοφιών), των μεθόδων και των οργάνων τους, αποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξύ τους, αλλά και κάθε σύγκρουση.
Μόνο εκεί, οπού έχουν χαθεί οι προϋποθέσεις και η ουσία του Χριστιανισμού, μένει ανοικτός ο δρόμος προς τη σύγ-χυση
και τη σύγκρουση. Ορθόδοξα όμως λειτουργούν και κάποιες "παράλογες"
αναλογίες, όπως λ.χ. η δυνατότητα να είναι κανείς κορυφή επιστημονικά
και νήπιος πνευματικά (στη Θεία γνώση). Ή το αντίστροφο· να είναι μέγας
στη Θεία γνώση και τελείως αγράμματος στην ανθρώπινη σοφία (Μ. Αντώνιος
κ.α.). Τίποτε δεν αποκλείει όμως τη δυνατότητα κατοχής και των δύο
σοφιών-γνώσεων, όπως συμβαίνει στους Μεγάλους Πατέρες (και Μητέρες) της
Εκκλησίας. Αυτό ψάλλει η Εκκλησία (25 Νοεμβρίου) για τη μεγάλη
μαθηματικό του 3ου αι. αγία Αικατερίνη, τη "σοφή", ως κάτοχο και των δύο
γνώσεων: "Την εκ Θεού σοφίαν λαβούσα παιδιόθεν η Μάρτυς, και την έξω
καλώς σοφίαν πάσαν μεμάθηκε...".
δ. Διαλεκτική θεανθρώπινη
Έτσι, ο ορθόδοξος πιστός βιώνει στη συσχέτιση των δύο γνώσεων-σοφιών μία διαλεκτική θεανθρώπινη. Για να χρησιμοποιήσουμε τη χριστολογική ορολογία, "εκάστη γνώσις τελεί τα εαυτής", κινούμενη "εν τοις ιδίοις αυτής όροις τε και λόγοις". Κάθε
γνώση δηλαδή (πρέπει να) μένει και να κινείται στα όριά της. Τίθεται
δηλαδή πρόβλημα ορίων για κάθε γνώση. Η υπέρβαση των ορίων αυτών οδηγεί
στη σύγχυση των λειτουργιών τους και τελικά στη σύγκρουση τους. Γρηγόριος ο Θεολόγος: "ούκουν ατιμαστέον την παίδευση, επεί ούτω δοκεί τισιν...". Ο ίδιος όμως στο Β' θεολογικό Λόγο του δίνει και τα όρια κάθε σοφίας. Ο αρχαίος σοφός (=Πλάτων στον "Τίμαιο") -δηλώνει ο Γρηγόριος- έλεγε: "θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν, φράσαι δε αδύνατον". Ο χριστιανός όμως Έλληνας (ο Γρηγόριος) κατανοεί ότι: "θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον". Ήδη,
δηλαδή, ο Πλάτων επισημαίνει τα όρια του ανθρώπινου λόγου και γι' αυτό
δεν υπάρχει "ρασιοναλισμός" στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ο
αναγεννημένος όμως στην άκτιστη θεία Χάρη Γρηγόριος διατρανώνει την
αδυναμία υπέρβασης αυτών τωνορίων και τη σύλληψη του Ακτίστου με τη
βοήθεια των οργάνων γνώσης και έκφρασης του κτιστού. Οι άγιοι Πατέρες υπεραμύνονται της (ορθής, σύμφωνα με τα παραπάνω) χρήσης της επιστήμης και παιδείας.
Τη διάκριση και ιεράρχηση συγχρόνως των δύο γνώσεων έχει επισημάνει ο Μ. Βασίλειος:
"Πίστις ηγείσθω των περί Θεού λόγων πίστις και μη απόδειξις. Πίστις, η
υπέρ τας λογικάς μεθόδους την ψυχήν εις συγκατάθεσιν έλκουσα, πίστις,
ούχ η γεωμετρικαίς ανάγκαις, άλλ' η ταίς του Πνεύματος ενεργείαις
εγγινομένη [...] Και όλως, ει η πίστις ελπιζομένων εστίν υπόστασις
πραγμάτων και έλεγχος ου βλεπομένων, μη φιλονείκει ιδείν ήδη τα μακράν
αποκείμενα. μηδέ τα ελπιζόμενα αμφίβολα καταστήσης, δια το μήπως αυτών
δύνασθαι κατά την γνώσιν εξάπτεσθαι" (PG 30.104 Β/105 Β).
Ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος δίνει στην "Εξαήμερο" του (ΡG 29. 3-208) κλασσικό παράδειγμα ορθόδοξης χρήσης των επιστημονικών γνώσεων. Αποκρούει τις κοσμολογικές θεωρίες των φιλοσόφων (περί αιωνιότητας και αυθύπαρκτου του κόσμου), προχωρεί δε στη σύνθεση των βιβλικών και επιστημονικών δεδομένων μέσω μιας συνεχούς υπέρβασης της επιστήμης. Αναιρώντας
δε τις υλιστικές θεωρίες και τις αιρετικές διδασκαλίες, περνά στη
θεολογική (άλλ' όχι μεταφυσική) ερμηνεία. Κεντρικό μήνυμα του έργου
είναι, ότι είναι αδύνατη η λογική στήριξη του δόγματος (επιστη-
μοφάνεια). Το δόγμα ανήκει σε άλλη σφαίρα, είναι υπέρλογο. "επιστημονικό" στα όρια μιας άλλης γνώσης.
Η χρήση του "δόγματος" στην ενδοκοσμική γνώση οδηγεί στη μεταβολή της
επιστήμης σε μεταφυσική, ενώ η χρήση της λογικής στο χώρο της πίστης
αποδεικνύει την αδυναμία και σχετικότητα της. Δεν υπάρχει,
συνεπώς, κανένα "πίστευε και μη ερεύνα" στην ορθόδοξη γνωσιολογία, αλλά
κάθε γνωστικός χώρος ερευνάται με τις δικές του- επιστημονικές και στις
δύο περιπτώσεις-προϋποθέσεις.
Η τραγικότερη έκφραση της αλλοτριωμένης χριστιανοσύνης είναι η εκκλησιαστική αντιμετώπιση στη Δύση του Γαλιλαίου, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η περίπτωση ως υπέρβαση ορίων δικαιοδοσίας, αν δεν ήταν κάτι σοβαρότερο; σύγχυση των ορίων των γνώσεων και σύγκρουση τους. Γεγονός όμως είναι, ότι η απώλεια της "άνω" σοφίας στη Δύση και του τρόπου απόκτησης της, μετέβαλε τη διάνοια σε όργανο θείας και ανθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη
δε η διάνοια στο χώρο της επιστήμης, οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη
του υπερφυσικού, ως ακατανόητου, η χρήση της δε στο χώρο της "πίστης"
είναι δυνατόν να απορρίψει την επιστήμη, όταν θεωρείται αντίθετη προς
την "πίστη". Την ίδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει η απόρριψη του
κοπερνίκειου συστήματος στην καθ' ημάς Ανατολή (1794-1821) και την ίδια
απώλεια των κριτηρίων. Τη revanche της καταδίκης του Γαλιλαίου θα πάρει η επιστήμη στο πρόσωπο του Δαρβίνου με τη θεωρία της εξελίξεως.
ε. "Μετακένωση" του δυτικού προβληματισμού στην Ορθόδοξη Ανατολή
Με την εμφάνιση του Διαφωτισμού
στη Δύση, κλονίσθηκαν τα θεμέλια του αμετάβλητου στη μεταφυσική
ον-τολογία. Διότι η επιστήμη βεβαίωσε ότι αυτό το αμετάβλητο δεν υπάρχει
(βλ. Παν. Κονδύλη. Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη. Από τον
όψιμο Μεσαίωνα ως το τέλος του Διαφωτισμού. Αθήνα 1983). Με την πτώση
δε της Μεταφυσικής έπεσε και η ηθική, αφού διαλύθηκαν τα δήθεν
μεταφυσικά θεμέλια της. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, αποδείξεις ή ενδείξεις
για ύπαρξη αμετάβλητων κριτηρίων του νόμου και της ηθικής. Η
Ορθοδοξία γι' αυτό δεν μιλά για "ηθική", προσαρμογή δηλαδή σε νομικούς-
ηθικούς κανόνες, αλλά για "ήθος", ως καρπό της παρουσίας του Αγίου
Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο (Γαλ. 5, 22 έ.). Ο ευρωπαϊκός
διαφωτισμός συνιστά πάλη εμπειρισμού και μεταφυσικής (αριστοτελικής). Οι
διαφωτιστές είναι philosophes, αλλά και rationalists.
Οι Έλληνες διαφωτιστές, με πρώτο τον πατριάρχη τους Aδ. Κοραή, ήσαν στη θεολογία μεταφυσικοί
και μετέφεραν τη σύγκρουση εμπειριστών-μεταφυσικών στην Ελλάδα. Οι
ορθόδοξοι όμως ησυχαστές του Αγίου Όρους, οι Κολλυβάδες, παρέμεναν στη
θεολογική τους μέθοδο εμπειριστές. Στον Κοραή κυρίως
οφείλεται η εισαγωγή της μεταφυσικής (του στοχασμού) στη θεολογία, λαϊκή
και Ακαδημαϊκή. Γι' αυτό ο Κοραής έγινε η αυθεντία τόσο των Ακαδημαϊκών
θεολόγων μας, όσο και των ευσεβιστικών λαϊκών κινημάτων. Αυτό σημαίνει,
ότι έπαυσε η νήψη (κάθαρση) να θεωρείται προϋπόθεση της θεολόγησης, τη
θέση της δε έλαβε η σχολαστική παιδεία. Οι Πατέρες θεωρούνται έτσι
φιλόσοφοι (κυρίως νεοπλατωνικοί, όπως ο Αυγουστίνος) με κοινωνική δράση.
Αυτό έγινε το πρότυπο των ευσεβιστών του χώρου μας. ο ησυχασμός
απορρίπτεται ως σκοταδισμός! Η δήθεν προοδευτικότητα του Κοραή
συνίσταται στο ότι ήταν υποστηρικτής της καλβινικής χρήσης της
μεταφυσικής και όχι της παπικής. Στα θεολογικά του έργα είναι έντονος ο
καλβινικός ευσεβισμός (ηθικισμός) του.
Η πατερική όμως Ορθοδοξία είναι αντιμεταφυσική, διότι
αναζητεί συνεχώς την εμπειρική «βεβαιότητα», με τη χρήση της
ησυχαστικής μεθόδου. Γι' αυτό και ο ησυχασμός των Κολλυβάδων είναι
εμπειρικός-επιστημονικός. Ορθός λόγος για τον άγιο Νικόδημο τον
Αγιορείτη είναι ο εμπειρικός λόγος. Δεν πρέπει γι' αυτό να παραπλανά η
απολογητική μέθοδός τους, που επηρεάζεται από το πνεύμα της εποχής τους
και εμφανίζει τα μειονεκτήματα του μεταφυσικου φουνταμενταλισμού. Το Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο του Αγίου Νικοδήμου, όπως και τα κηρυγματικά κείμενα του Παρίου, με κορύφωση τη Φιλοκαλία
(για την έκδοση της οποίας συνεργάστηκαν οι κορυφαίοι Κολλυβάδες:
Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος), φανερώνουν
την ησυχαστική φιλοκαλική συνείδησή τους και την ασκητική βιωτή τους.
Οι προϋποθέσεις αυτές των Κολλυβάδων-ησυχαστών του 18ου αιώνα είναι εμφανείς στον τρόπο, με τον οποίο δέχονται την επιστημονική πρόοδο της Δύσης. Ο Ευγένιος Βούλγαρης είναι μεν κριτικός, άλλα γενικά ανοικτός στην επιστήμη και θετικός, με πατερική διάθεση. Οι Κολλυβάδες αποδέχονται επιστημονικές θέσεις (π.χ. τις νεώτερες θεωρίες περί λειτουργίας της καρδιάς ο Νικόδημος στο Συμβουλευτικό του Εγχειρίδιο). Ο Αθανάσιος Πάριος δεν πολεμάει την επιστήμη καθαυτή, αλλά τη χρήση της από τους δυτικόπληκτους διαφωτιστές του ελλαδικού χώρου.
Την επιστήμη θεωρούν έργο του Θεού και προσφορά προς τον άνθρωπο για τη
διευκόλυνση της ζωής του. Η χρήση όμως της επιστήμης σε μια μεταφυσική
πολεμική κατά της πίστης, όπως έγινε στη Δύση και μεταφέρθηκε στην
Ανατολή, ορθά πολεμείται από τους παραδοσιακούς θεολόγους μας το 18ο και
19ο αιώνα. Το λάθος δε, έγκειται στην πλευρά των Ελλήνων
διαφωτιστών, οι οποίοι μη έχοντας σχέση με την πατερική θεώρηση της
γνώσης, μολονότι κληρικοί οι περισσότεροι ή μοναχοί, μεταφέρουν στο χώρο
μας την ενδοευρωπαΐκή σύγκρουση μεταφυσικών-εμπειριστών,
φθάνοντας να ομιλούν περί "ανορθολογικής θρησκείας", ενώ η πατερική
Ορθοδοξία, κάνοντας διάκριση των δύο γνώσεων, διακρίνει συνάμα το λογικό
από το υπέρλογο.
Το
πρόβλημα της σύγκρουσης πίστης και επιστήμης πέρα από τη σύγχυση των
γνώσεων, έχει ως αιτία και την ιδεολογικοποίηση των δύο όψεων της
γνώσης. Χριστιανικά προέκυψε, έτσι, μια νοσηρή απολογητική (Έλληνας
καθηγητής της Απολογητικής προέτεινε πριν από χρόνια "μαθηματική
απόδειξη περί της υπάρξεως του Θεού"!). Κάποτε λησμονείται ο αξιωματικός
λόγος, ότι η επιστήμη είναι εγκλωβισμένη στα όρια της φθοράς και δεν
μπορεί να υπερβεί τη λογική της φθοράς. Η έπαρση των επιστημόνων (ο κ.
Κ. Ζουράρις έχει πει πολύ ορθά, ότι "η επιστήμη είναι ο παιδισμός των
ενήλικων") οδηγεί στο "θετικισμό" και τον "οικονομισμό", απολυτοποιημένα μεγέθη. Ορθόδοξα όμως, αυτός ο δυαλισμός δεν είναι αυτονόητος. Τίποτε
δεν αποκλείει τη συνύπαρξη πίστης και επιστήμης, όταν η πίστη δεν είναι
φαντασιώδης μεταφυσική και η Επιστήμη δεν νοθεύει το θετικό της
χαρακτήρα με τη χρήση της μεταφυσικής.
Στην
αλληλοκατανόηση επιστήμης και πίστης βοήθα και η σημερινή επιστημονική
γλώσσα. Η γλώσσα της θεολογίας είναι από τη φυση της εικονολογική, αφού
είναι αδύνατη η ταύτιση σημαίνοντος και σημαινόμενου (αποφατισμός). Η επιστήμη, εξ αλλού, (σύγχρονη φυσική) λειτουργεί αποφατικά: αρχή της απροσδιοριστίας (αποφατισμός της επιστήμης).
Η επιστροφή, συνεπώς, στην πατερικότητα βοηθά στην υπέρβαση της
σύγκρουσης (βλ. Χρ. Γιανναρά. Περιεχόμενο και έργο της Απολογητικής
σήμερα. Αθήνα 1975).
Η
αναγνώριση των ορίων των δύο γνώσεων (κτιστού και Ακτίστου) και η χρήση
του κατάλληλου για την καθεμία από αυτές οργάνου είναι στοιχείο της
πατερικής Ορθοδοξίας, η οποία ιεραρχεί την "κάτω" ή "έξω" σοφία στην
"άνω" ή "θεία "γνώση. Αντίθετα, η σύγχυση τους διαιωνίζει τις εκατέρωθεν
παρερμηνείες και συντηρεί τη σύγκρουσή τους. Μια "Εκκλησία", πού
επιμένει στη μεταφυσική θεολόγηση, θα αναγκάζεται να αποκαθιστά συνεχώς
κάποιο Γαλιλαίο, αλλά και μια "Επιστήμη", πού αγνοεί τα όριά της, θα
αλλοτριώνεται σε μεταφυσική και θα ασχολείται με την ύπαρξη του Θεού ή
την απόρριψη του Μαρξ - Μαρξισμός).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου