Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Σημειώσεις ἀπὸ τὸ «Ὑπόγειο» (μέρος δʹ)


Ἀρι­στε­ρά: Ὑπό­γειο, τοῦ Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι, ἐκδ. Ἴν­δι­κτος, ἐξώ­φυλ­λο. Δεξιά: Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Ντο­στο­γιέφ­σκι ἀπὸ τὸν Βα­σί­λι Περόφ (1872).
ΕΣΕΙΣ ΠΙ­ΣΤΕΥΕ­ΤΕ σὲ ἕνα κρυ­στάλ­λι­νο οἰ­κο­δό­μη­μα, ἐσαεὶ ἀκα­τά­λυ­το, δη­λα­δὴ σὲ κάτι στὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπο­ρεῖς οὔτε νὰ αὐ­θα­διά­σεις βγά­ζον­τας κρυφὰ τὴ γλώσ­σα σου οὔτε νὰ χει­ρο­νο­μή­σεις, ἔστω καὶ μὲ τὸ χέρι στὴν τσέπη σου. Ἔ, ἐγώ, ἴσως νὰ φο­βᾶ­μαι τὸ οἰ­κο­δό­μη­μα αὐτὸ ἀκρι­βῶς γιατὶ εἶναι κρυ­στάλ­λι­νο καὶ ἐσαεὶ ἀκα­τά­λυ­το καὶ γιατὶ δὲν θὰ ἐπι­τρέ­πε­ται οὔτε στὰ κρυφὰ νὰ βγά­λεις τὴ γλώσ­σα σὲ κά­ποιον.

Ξέ­ρε­τε κάτι; Ἂν στὴ θέση τοῦ πα­λα­τιοῦ βρί­σκε­ται ἕνα κο­τέ­τσι καὶ πέσει μιὰ βροχή, μπο­ρεῖ καὶ νὰ τρυ­πώ­σω στὸ κο­τέ­τσι γιὰ νὰ μὴ βραχῶ, ἀλλά, ὅπως καὶ νά ’χει, δὲν θὰ ἐκλά­βω τὸ κο­τέ­τσι γιὰ πα­λά­τι ἀπὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη ποὺ μὲ προ­φύ­λα­ξε ἀπὸ τὴ βροχή. Γε­λᾶ­τε, λέτε μά­λι­στα ὅτι στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐτὴ κο­τέ­τσι καὶ πα­λά­τι εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ναί, ἀπαν­τάω ἐγώ, ἀλλὰ μόνο γιὰ νὰ μὴ βρα­χεῖς.
Τί νὰ κά­νου­με, λοι­πόν, ἂν μοῦ κόλ­λη­σε ἡ ἰδέα ὅτι ζεῖ κα­νεὶς ὄχι μόνο γι’ αὐτὸ κι ὅτι ἂν εἶναι νὰ ζή­σεις, ἔ, τότε νὰ ζή­σεις σὲ μέ­γα­ρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπι­θυ­μία μου, ἡ βού­λη­σή μου. Θὰ μοῦ τὴν ἀφαι­ρέ­σε­τε μόνον ὅταν θὰ κα­τα­φέ­ρε­τε νὰ ἀλ­λά­ξε­τε τὶς ἐπι­θυ­μί­ες μου. Ἔ, λοι­πόν, ἀλ­λάξ­τε τις, δε­λε­ά­στε με μὲ ἄλλες, δῶστε μου ἕνα ἄλλο ἰδε­ῶ­δες. Πρὸς τὸ παρὸν ὅμως δὲν θὰ ἐκλαμ­βά­νω τὸ κο­τέ­τσι γιὰ πα­λά­τι. Ἂς ποῦμε ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅτι τὸ κρυ­στάλ­λι­νο οἰ­κο­δό­μη­μα εἶναι ψέμα, ὅτι σύμ­φω­να μὲ τοὺς νό­μους τῆς φύσης δὲν προ­βλέ­πε­ται κι ὅτι τὸ ἐπι­νόη­σα λόγῳ τῆς προ­σω­πι­κῆς μου βλα­κεί­ας, λόγῳ ὁρι­σμέ­νων πα­λιῶν, ἀνορ­θο­λο­γι­κῶν συ­νη­θειῶν τῆς γε­νιᾶς μας. Τί μὲ νοιά­ζει ὅμως ἂν δὲν προ­βλέ­πε­ται; Δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἂν ὑπάρ­χει μόνο στὶς ἐπι­θυ­μί­ες μου ἤ, γιὰ νὰ τὸ πῶ κα­λύ­τε­ρα, ὑπάρ­χει ὅσο ὑπάρ­χουν οἱ ἐπι­θυ­μί­ες μου; Ἴσως γε­λᾶ­τε πάλι. Γε­λά­στε· θὰ δεχτῶ κάθε εἰ­ρω­νεία, ὅμως, παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ πῶ ὅτι εἶμαι χορ­τά­τος ἐνῶ πει­νάω· παρ’ ὅλα αὐτά, ξέρω ὅτι δὲν θὰ ἐφη­συ­χά­σω μὲ ἕναν συμ­βι­βα­σμό, μὲ ἕνα ἀτέ­λειω­το, ἐπα­να­λαμ­βα­νό­με­νο τί­πο­τα, μόνο καὶ μόνο γιατὶ αὐτὸ ὑπάρ­χει σύμ­φω­να μὲ τοὺς νό­μους τῆς φύσης καὶ ὑπάρ­χει πραγ­μα­τι­κά. Δὲν θὰ δεχτῶ ὡς κο­ρω­νί­δα τῶν ἐπι­θυ­μιῶν μου ἕνα τε­ρά­στιο οἰ­κο­δό­μη­μα μὲ δω­μά­τια γιὰ τοὺς φτω­χοὺς ἐνοί­κους, μὲ συμ­βό­λαιο χι­λί­ων χρό­νων καί, γιὰ κάθε ἐν­δε­χό­με­νο, μὲ ἕναν ὀδον­το­για­τρὸ Βά­γκεν­χάιμ στὴν τα­μπέ­λα. Ἐξα­λεῖψ­τε τὶς ἐπι­θυ­μί­ες μου, σβῆ­στε τὰ ἰδε­ώ­δη μου, δεῖξ­τε μου κάτι κα­λύ­τε­ρο καὶ θὰ σᾶς ἀκο­λου­θή­σω. Θὰ μοῦ πεῖτε, μά­λι­στα, ὅτι δὲν ἀξί­ζει νὰ δε­σμεύ­ε­ται κα­νείς· ἐν τοιαύ­τῃ πε­ρι­πτώ­σει, μπορῶ νὰ σᾶς ἀπαν­τή­σω τὸ ἴδιο. Συ­ζη­τᾶ­με σο­βα­ρά· ἀλλὰ ἂν δὲν θέ­λε­τε νὰ μὲ τι­μή­σε­τε μὲ τὴν προ­σο­χή σας, δὲν πρό­κει­ται νὰ σᾶς κάνω καὶ τε­με­νά­δες. Ἔχω τὸ ὑπό­γειό μου.
Ὅσο ὅμως ζῶ κι ἐπι­θυ­μῶ, κα­λύ­τε­ρα νὰ μοῦ ξε­ρα­θεῖ τὸ χέρι ἂν συμ­βά­λω ἔστω καὶ μὲ ἕνα λι­θα­ρά­κι στὸ τε­ρά­στιο αὐτὸ οἴ­κη­μα![1] Μὴν κοι­τᾶ­τε ποὺ πρὸ ὀλί­γου ἀπέρ­ρι­ψα ὁ ἴδιος τὸ κρυ­στάλ­λι­νο οἰ­κο­δό­μη­μα, ἀπο­κλει­στι­κὰ καὶ μόνο γιατὶ δὲν θὰ μπορῶ νὰ τὸ κο­ροϊ­δέ­ψω βγά­ζον­τάς του τὴ γλώσ­σα. Ἴσως καὶ νὰ μὴν τὸ εἶπα αὐτὸ ἐπει­δὴ μ’ ἀρέ­σει νὰ βγάζω τὴ γλώσ­σα μου. Μπο­ρεῖ ἁπλῶς νὰ θύ­μω­σα μὲ τὸ ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ οἰ­κο­δο­μή­μα­τά σας δὲν ὑπάρ­χει μέχρι τώρα ἕνα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ πε­ρι­γε­λά­σεις βγά­ζον­τάς του τὴ γλώσ­σα σου. Ἀν­τι­θέ­τως, θὰ προ­τι­μοῦ­σα νὰ μοῦ κοπεῖ ἡ γλώσ­σα, ἀπὸ εὐ­γνω­μο­σύ­νη, ἂν τὰ πράγ­μα­τα ἔρ­χον­ταν ἔτσι ὥστε ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ μὴ θέλω ποτὲ νὰ τὴ δείξω. Καὶ τί μὲ ἐν­δια­φέ­ρει ποὺ δὲν γί­νε­ται νὰ ἔρ­θουν ἔτσι κι ὅτι θὰ πρέ­πει νὰ ἀρ­κε­στῶ στὰ ἁπλὰ δω­μά­τια; Γιατί εἶμαι φτιαγ­μέ­νος μὲ τέ­τοιες ἐπι­θυ­μί­ες; Εἶναι δυ­να­τὸν νὰ ἔχω φτια­χτεῖ μόνο γιὰ νὰ κα­τα­λή­ξω στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι ὅλη μου ἡ ὑπό­στα­ση εἶναι μιὰ φού­σκα; Εἶναι δυ­να­τὸν αὐτὸ νὰ εἶναι ὅλος ὁ σκο­πός; Δὲν τὸ πι­στεύω.
Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, νὰ ξέ­ρε­τε ὅτι εἶμαι πει­σμέ­νος πὼς αὐτὸν τὸν φίλο μας, τοῦ ὑπο­γεί­ου, πρέ­πει νὰ τὸν χα­λι­να­γω­γή­σου­με. Πα­ρό­τι εἶναι ἱκα­νὸς νὰ κά­τσει στὸ ὑπό­γειο σω­παί­νον­τας σα­ράν­τα χρό­νια, μόλις ἀνα­δυ­θεῖ στὸ φῶς, θὰ πάρει φόρα, καὶ θὰ λέει, θὰ λέει, θὰ λέει…
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι

Πηγές

Κείμενο

  • Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι. Ὑπό­γειο. Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ρω­σι­κά – πρό­λο­γος Ἑλένη Μπα­κο­πού­λου, ἐκ­δό­σεις Ἴν­δι­κτος, Ἀθῆ­ναι 2010, Μέ­ρος I «Ὑπό­γειο», Κε­φά­λαιο 10ο.

Εἰκόνες

  • Ὑπό­γειο, τοῦ Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι, ἐκ­δό­σεις Ἴν­δι­κτος, Ἀθῆ­ναι 2010, ἐξώ­φυλ­λο.
  • Βα­σί­λι Περόφ. Προ­σω­πο­γρα­φία τοῦ Φιό­ντορ Ντο­στο­γιέφ­σκι. 1872, ἐλαιο­γρα­φία, Πι­να­κο­θή­κη Τρε­τια­κόφ, Μόσχα. Πηγὴ εἰ­κό­νας: Wiki­me­dia Com­mons. Ἀρ­χι­κὴ πηγὴ εἰ­κό­νας: Google Cul­tural In­sti­tute.

Ὑποσημείωση

  1. [Σ.τ.Μ.]: Νύξη στὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ Β. Κον­σι­ντε­ράν: «Βάζω τὸ λι­θα­ρά­κι μου στὸ οἰ­κο­δό­μη­μα τῆς μελ­λον­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας». [↑]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου