Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Οι τρεις Εγκύκλιοι. Συγκριτική μελέτη και ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών. Η Εγκύκλιος του 1895.


Θεωρούμε ότι ένα ζωντανό παράδειγμα ραγδαίας αλλοτρίωσης της ορθόδοξης πίστης από το φαινόμενο του Οικουμενισμού, εκτυλίσσεται από τις αρχές του 20ου αιώνα και μέχρι τις ημέρες μας στον χώρο της χαρακτηρισμένης ως Ορθόδοξης Ανατολής ή στον χώρο που παραδοσιακά ενεργούσε και συνεχίζει να ενεργεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαίτερα δε η ελληνόφωνη.
Μνημονεύουμε την προαναφερθείσα Εγκύκλιο για δυο λόγους: α) διότι στην συγκεκριμένη Εγκύκλιο το Πατριαρχείο συνοψίζει σύντομα και περιεκτικά το σύνολο σχεδόν των αιρετικών δοξασιών και νεωτερισμών της Παπικής κακοδοξίας και β) διότι μπορούμε εμφανώς να δούμε ότι, ενώ το Πατριαρχείο μας δίνει μια ανάγλυφη Ορθόδοξη μαρτυρία με την υπάρχουσα Εγκύκλιο, εν τούτοις εικοσιπέντε χρόνια αργότερα με την Εγκύκλιο του 1920, πραγματοποιεί μια ολική μεταστροφή στις θέσεις του, σαν να ήταν οι θέσεις που παρουσιάζονται στην Εγκύκλιο του 1895 υπόθεση του Πατριάρχη της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και όχι το αποκαλυπτικό απόσταγμα της σχεδόν δισχιλιόχρονης πορείας της Εκκλησίας του Χριστού.

Η Εγκύκλιος του 1895 αναφέρεται στην υπάρχουσα ομοφωνία της Εκκλησίας της Ρώμης με τις εν Χριστώ Εκκλησίες του Ανατολικού τμήματος, της παλαιότερα ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι και τον ένατο αιώνα και όχι το 1054 όπως έχει πλέον επικρατήσει να λέγεται σε ένα κλίμα πλειοδοσίας καλών προθέσεων. Το μη επιδεχόμενο δεύτερη ερμηνεία, προς Εβραίους 13,7-8, καταλήγει με την προτροπή: «διδαχαῖς ποικίλαις καί ξέναις μη περιφέρεσθε», μας εισάγει και μας προϊδεάζει για το κλίμα της εγκυκλίου αλλά και της στάσης του Πατριαρχείου για τα θέματα που αφορούν στην παρακαταθήκη της πίστεως. Ευθύς τονίζει το παράλογο των παπικών απαιτήσεων (ένωση παπικής εμπνεύσεως) και του άκρατου κληρικαλιστικού πνεύματος του παπικού θεσμού (ο Πάπας κοσμικός άρχων της Εκκλησίας, αντιπρόσωπος του Κυρίου και μόνος χορηγός της χάριτος) καθώς και τη δαιμονική ουνιτική πρακτική της Ρώμης, ιδιαίτερα απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι μας διευκρινίζει ότι αίτια της Πατριαρχικής εγκυκλίου είναι η ευανάγνωστη αλλαγή πλεύσης του Πάπα, όπως φαίνεται με Εγκύκλιο του που εξαποστέλλει προς τις αποκαλούμενες από τους παπικούς Ανατολικές ΄΄Εκκλησίες΄΄, το 1894 («ἐγκαταλιποῦσα τήν ὁδόν τῆς πειθοῦς καί τῆς συζητήσεως», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά) και η ενεργοποίηση της ουνίας. Χαρακτηρίζει τον Πάπα ψευδαπόστολο, που μετασχηματίζεται σε απόστολο Χριστού, κάνοντας αναφορά και στην ανακολουθία που παρουσιάζει η παπική στάση στο θέμα της  ενώσεως των εκκλησιών. Βέβαια, κι εδώ φαίνεται μια αλλοίωση που παρείσφρησε στο σώμα της Εκκλησίας, καθώς το Πατριαρχείο κάνει λόγο για ένωση, ενώ πιο κάτω θέτει την σωστή διάσταση της ένωσης ως επιστροφή της παπικής κακοδοξίας στην αλήθεια του Κυρίου την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία διακονεί. Στη συνέχεια παραθέτοντας  τις κακοδοξίες της Ρώμης αναφέρει επιγραμματικά το ζήτημα του filioque, της τριπλής κατάδυσης, του άζυμου άρτου στην Θεία Ευχαριστία, τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και όχι κατά την εκφώνηση «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου», την αποστέρηση από τους λαϊκούς του κοινού ποτηρίου, τα περί καθαρτηρίου πυρός καθώς και τα περί ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης, το δόγμα της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου. Το Πατριαρχείο εστιάζει σ’ αυτό που ο Πάπας θεωρεί ως κύρια και βασική αιτία της διαφωνίας: στη θέση του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία. Το γνωστό «πρωτείο» που, για τον Πάπα, έχει αγιογραφική βάση στη στιχομυθία του Κυρίου με τον Απόστολο Πέτρο. Ο Πάπας διατείνεται ότι και η εκκλησιαστική ιστορία μας εφοδιάζει με πλείστες μαρτυρίες οι οποίες συμπορεύονται με τις απόψεις της Ρώμης εννοώντας κυρίως την ομολογία του Αποστόλου Πέτρου. Αξίζει να αναφέρουμε μια από τις πολλές μαρτυρίες του Αποστόλου Παύλου: «θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» που κονιορτοποιεί οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, πολύ περισσότερο μια ερμηνεία που υποδηλώνει εξουσιαστική λαγνεία. Λαμβάνοντας οι Πατέρες, λοιπόν, τις παραπάνω μαρτυρίες, καθώς και πολλές άλλες αγιογραφικές, ουδέποτε θεώρησαν ότι ο  Απόστολος Πέτρος είχε ένα ιδιαίτερο πρωτείο έναντι των άλλων Αποστόλων. Η ΄΄Εκκλησία΄΄ της Ρώμης πλανά και πλανάται κηρύσσοντας ένα κατεξουσιαστικό κατά βάση πρωτείο, στηριζόμενη σε απόκρυφα του 2ου αιώνα βιβλία, τα λεγόμενα Ψευδοκλημέντια, καθώς και στις μεταγενέστερες, «αναβαθμισμένες», Ψευδοισιδώρειες διατάξεις όπου εντοπίζεται ο ισχυρισμός ότι πρώτος επίσκοπος και ιδρυτής της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ήταν ο Πέτρος. Τα παραπάνω συνεπάγονται ότι ο διάδοχος του Πέτρου είναι ο έχων το πρωτείο, νοούμενο ως δυνατότητα άσκησης και επιβολής εξουσίας και όχι ως πρωτείο τιμής, το οποίο οι Πατέρες ούτως ή άλλως απέδιδαν στον Επίσκοπο Ρώμης, ως Επίσκοπο της πρωτεύουσας πόλης του πολιτειακού μορφώματος, κάτι το οποίο συνέβη αργότερα και με την Κωνσταντινούπολη όταν αυτή παρέλαβε τα σκήπτρα της πρωτεύουσας πόλης. Η ισοτιμία των επισκόπων των εν Χριστώ Εκκλησιών για τους Πατέρες είναι δεδομένη και ουδείς υπαινιγμός γίνεται εξ’ αυτών περί πρώτου Επισκόπου και κριτή των άλλων Εκκλησιών. Κατά την Πατριαρχική Εγκύκλιο, το συνοδικό σύστημα διοικήσεως με κορυφή την Οικουμενική Σύνοδο, σύγκλιση της οποίας γινόταν για θέματα που αφορούσαν το σύνολο των εν Χριστώ Εκκλησιών, είναι το «πολίτευμα» της Εκκλησίας, το οποίο και καταστρατηγεί ο Πάπας ορεγόμενος και την κοσμική εξουσία. Κι ενώ, κατά την Εγκύκλιο, υπάρχει πληθώρα παπών με αιρετικές περγαμηνές όπως οι: Λιβέριος ο οποίος κατά 4ο αιώνα υπέγραψε αρειανή ομολογία, ο Ζώσιμος που κατά τον 5ο αιώνα επιδοκίμασε αιρετική ομολογία, ο Βιγίλιος που καταδικάστηκε τον 6ο αιώνα από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο και ο Ονώριος που ως υποστηρικτής του Μονοθελητισμού καταδικάστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο και λογική συνέπεια αυτών θα ήταν η ζεστή μεταμέλεια και επιστροφή του Πάπα στα παραδεδομένα, ατυχώς όμως η παπική σύνοδος του 1870 εμμένοντας στις αιρετικές υπερπτήσεις της Ρώμης ανακήρυξε και αλάθητο τον Πάπα. Λαμβάνοντας τα δεδομένα αυτά το Πατριαρχείο δικαίως καυχάται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία Άγια και Αποστολική Εκκλησία η δε Ρωμαϊκή κατέστη ΄΄Εκκλησία΄΄ των καινοτομιών και νοθεύσεων και άρα δίκαια αποκηρύχθηκε και αποκηρύσσεται. Η δόλια αγαπητική διάθεση που εκδηλώνει ο Πάπας προς τα σλαβικά έθνη, επαναλαμβάνοντας τις πάγιες ουνίτικες πρακτικές, αναγκάζει το Πατριαρχείο να μεμφθεί την υποκριτική στάση του Πάπα έναντι των σλαβικών εθνών και υπενθυμίζει την περιπέτεια των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου την περίοδο της ιεραποστολικής τους δράσης στην Μοραβία.
Κλείνοντας την Εγκύκλιο το Πατριαρχείο απευθύνεται στους λαούς της Δύσης τονίζοντας τους ότι δεν αρκεί η πίστη στο Χριστό αλλά οφείλουν να πιστεύουν ορθά. Ορθή πίστη δε, είναι αυτή η οποία ακολουθεί Αυτόν που είναι: «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας». Βλέπουμε ότι ο ομολογιακός παλμός του Πατριαρχείου, παρά το τραχύ ιστορικό περιβάλλον, δεν κάμπτεται ούτε γίνεται αυτό αιτία μιας ελαστικότερης στάσης έναντι των παπικών αξιώσεων. Αφού δε ξεκαθαρίζει ποια είναι τα πράγματα της πίστεως, κινούμενο από ιεραποστολικό ζήλο και τιμώντας την ιστορία του, προβαίνει σε έκκληση για επιστροφή στην πίστη των Πατέρων. Βέβαια δεν θα μπούμε στη διαδικασία να εξετάσουμε τη στάση του Πατριαρχείου, αλλά σε κάθε περίπτωση όλη η ποιμαντική εικόνα μας αποκαλύπτει ότι μια ρωμαλέα παράδοση υφίσταται.

1.3 Η Εγκύκλιος του 1902-1904.


    Με την Εγκύκλιο του 1902 το Πατριαρχείο φαίνεται να υφαίνει μια στροφή στις θέσεις του, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες της εγκυκλίου του 1895, όσον αφορά τα θέματα των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις δυτικές χριστιανικές ομολογίες. Δεν θα ήταν αδόκιμο να υποστηρίξουμε, με βάση και τα εκκλησιαστικά-ιστορικά δεδομένα ότι η συγκεκριμένη Εγκύκλιος λειτουργεί ως ενδιάμεσος και προλειαίνει το έδαφος για την Εγκύκλιο του 1920, όπως θα φανεί στα επόμενα. Η Εγκύκλιος απευθύνεται στο σύνολο σχεδόν των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και σε αυτήν το Πατριαρχείο προτρέπει προς: α) την εξεύρεση των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την προαγωγή και εμπέδωση της διορθόδοξης ενότητας, β) τις προσπάθειες για μια ενδεχόμενη εξομάλυνση των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με τις ΄΄Εκκλησίες΄΄ της Δύσης, (ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο ζήτημα της ενώσεως με τους παλαιοκαθολικούς), γ) την ρύθμιση του ημερολογιακού ζητήματος. Όσον αφορά τις διαχριστιανικές σχέσεις, το Πατριαρχείο διευκρινίζει  εξαρχής ότι επιζητεί να πληροφορηθεί τις απόψεις των υπολοίπων Ορθόδοξων Εκκλησιών για τις σύγχρονες και τις μελλοντικές σχέσεις της Ορθοδοξίας «μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ χριστιανισμοῦ ᾀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο της Εγκυκλίου και φυσικά θα ήταν αστοχία να μην οσμιστούμε μια πρωτόλεια, περιεκτικότατη δε, διατύπωση της περιβόητης θεωρίας των κλάδων. Ακολούθως υπενθυμίζει, «ὃτι διηνεκοῦς εὐχής καί δεήσεως ὑποκείμενον διατελεῖ ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία καί παντός γνήσιου χριστιανοῦ τῇ εὐαγγελικῇ τῆς ἑνότητος διδασκαλίᾳ στοιχοῦντος πόθος εὐσεβής καί ἐγκάρδιος ἡ ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει μεθ' ἡμῶν ἕνωσις αὐτῶν καί πάντων τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων» και αφού στη συνέχεια περιγράφει τις δυσκολίες συνεννόησης που υπάρχουν ανάμεσα στις Εκκλησίες, τόνιζει ότι «ἡ Ἐκκλησία μία ἐστί πράγματι ἐν ταὐτότητι πίστεως καί ὁμοιότητι ἠθών καί ἐθίμων συνῳδά ταῖς ἀποφάσεσι τῶν ἑπτά Οἰκουμενικών Συνόδων, καί μία ὀφείλει εἶναι, ἀλλ' οὐ πολλαί καί διαφέρουσαι πρός ἀλλήλας κατά τε τά δόγματα καί τούς θεμελιώδεις θεσμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως». Δεν παραλείπει επίσης να υπενθυμίσει ότι καθώς τα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό έτσι, «καί περί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐλπίζειν ἔνεστιν ὡς δυνατῆς ποτέ ἐσομένης, τῆς θείας μέν χάριτος ἐπιφοιτώσης καί συνερομένης, τῶν ἀνθρώπων δ' εἰς τρίβους εὐαγγελικής ἀγάπης καί εἰρήνης κατευθυνόμενων». Αντιλαμβανόμαστε ότι το Πατριαρχείο παραβλέποντας όλα τα θεολογικά (δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στις τραγικές σωτηριολογικές εκτροπές των δυτικών ομολογιών, ίδιαιτέρως οι ερωτοτροπίες με την παν-εξουσία, του και πρόσφατα αλάθητου ανακηρυγμένου Πάπα), και ιστορικά δεδομένα, θεωρεί την στιγμή κατάλληλη για προσέγγιση με τις δυτικές ομολογίες και αναζητά τρόπους «πῶς ἂν εἴη δυνατόν προλεᾶναι τήν πρός τοιοῦτο τέρμα ἂγουσαν ἀνώμαλον, τό γε νῦν, ὁδόν, ἐξευρεῖν τέ σημεῖα συναντήσεως καί ἐπαφής, ἢ καί ἀμοιβαίων θεμιτῶν παροράσεων, μέχρι τῆς διά τοῦ χρόνου τοῦ ὅλου ἔργου τελειώσεως, δι’ ἧς πληρωθήσεται πρός κοινήν εὐφροσύνην καί ὠφέλειαν ἡ περί μιᾶς ποίμνης καί ἑνός ποιμένος ρῆσις τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ και Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Οι απαντήσεις των Εκκλησιών (όσων απάντησαν) θα ορίσουν την σωστή διάσταση των πραγμάτων. Απαντώντας στη συντριπτική τους πλειοψηφία αρνητικά, άφησαν μετέωρες ενδεχόμενες παρορμητικές προσεγγίσεις οι οποίες, όπως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, το μόνο που θα μπορούσαν να κομίσουν ήταν η προσκρούστεια θεολογική κλίνη. Στην ανταπάντηση του, το 1904, το Πατριαρχείο επιμένει για τους ετερόδοξους: «...οἱ ὁποῖοι τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καὶ αὐτοὶ πιστεύοντες καὶ τῷ ὁνόματι τοῦ Κυρίου ἡμὼν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθήναι ἑλπίζουσι», αφήνοντας λύπης κατάλοιπο και ενέχυρο αυτήν την πίστη στους μετέπειτα διαχειριστές της άνικμης εξουσίας, και οδοδείκτη για την μακράν του Κυρίου φθοροποιό πορεία.

1.4 Οικουμενισμός και Ελληνόφωνη Ορθόδοξη

Εκκλησία. Η Εγκύκλιος του 1920.

        Το Πατριαρχείο μας προτρέπει: «Ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς», και με αυτό τον τρόπο μας εισάγει στο θέμα της εγκυκλίου.     Αυτό που η Εγκύκλιος του 1902 άρχισε να ιχνογραφεί ως το νέο μονοπάτι που η Πατριαρχική βακτηρία αποφάσισε να οδεύσει, έχοντας μεταφράσει την έμπονη ευαγγελική αγάπη ως εμπαθή αγάπη—η οποία γνωρίζεται ως αγαπολογία—ενός αυτονομημένου ουμανισμού, υποστασιάζει η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920.
Το κείμενο τιτλοφορείται και απευθύνεται «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Από την πρώτη γραμμή και χωρίς περιστροφές οι ετερόδοξες θρησκευτικές οργανώσεις χαρακτηρίζονται ως χριστιανικές εκκλησίες, οι οποίες οφείλουν να αντιπαρέλθουν τις υφιστάμενες δογματικές τους διαφορές και να εργαστούν προς την κατεύθυνση της ενώσεως, η οποία είναι και το «καλῶς ἐννοούμενον συμφέρον ἑκάστης τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν». Με αυτή την ισοπεδωτική εισαγωγή το Πατριαρχείο καταφέρνει να διαγράψει πορεία αιώνων και αυτό που πριν μερικά χρόνια αποκαλούταν «ἀναδενδράδες» χαρακτηρίζεται τώρα ως «Εκκλησίες του Χριστού». Αρχίζει λοιπόν, να αχνοφαίνεται μεταξύ των δυο εγκυκλίων (1902 και 1920) μια λειτουργική συνέχεια. Καταδικάζονται οι παλαιές προλήψεις και έξεις, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν δυσχέρειες στο έργο της ενώσεως. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιες είναι αυτές οι προλήψεις και έξεις, οι οποίες αποτελούν σοβαρό πρόσκομμα στην πρόοδο που το Πατριαρχείο επιθυμεί, αλλά θεωρείται ότι όλα αυτά είναι δυνατόν να ξεπεραστούν από την αγαθή θέληση. Για να τελεσφορήσει όμως μια τέτοια πορεία, πρέπει να οικοδομηθούν, κατά το Πατριαρχείο, δυο βασικοί πυλώνες  («δύο τάδε τα μέγιστα») πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχθεί η συνολική προσπάθεια. Σύμφωνα με το Πατριαρχείο, λοιπόν: «πρῶτον ἀναγκαίαν καί ἀπαραίτητον ὑπολαμβάνομεν τήν ἄρσιν καί ἀπομάκρυνσιν πάσης ἀμοιβαίας δυσπιστίας καί δυσφορίας μεταξύ τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν». Είναι μια παρακαταθήκη η οποία το 1965 έλαβε σάρκα και οστά μετά από μια πορεία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ιδιωτική», καθώς ο τότε Πατριάρχης εν πολλοίς, ενεργούσε αφ’ εαυτού. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι ενέργειες οδηγούσαν στην απαξίωση του συνοδικού συστήματος διοίκησης της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο. Θα τολμούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η ποιότητα αυτών των ενεργειών μας οδήγησε στη σημερινή προσπάθεια του Πατριαρχείου να ερμηνεύσει το Πρωτείο τιμής ως Πρωτείο εξουσίας θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα θεμέλια του  ορθοδόξου πρωτείου. Στη συνέχεια το Πατριαρχείο μας αποκαλύπτει την ουσία της πρώτης προϋπόθεσης. Λέγει χαρακτηριστικά: «Οὕτω δέ τῆς εἰλικρινείας καί τῆς ἐμπιστοσύνης πρό παντός ἀποκαθισταμένης μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, νομίζομεν δεύτερον ὅτι ἐπιβάλλεται ἴνα ἀναζωπυρωθῇ καί ἐνισχυθῇ πρό παντός ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, μή λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλ΄ ὡς συγγενείς και  οἰκείας ἐν Χριστώ καί "συγκληρονόμους καί συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστῷ"». Τα παραπάνω είναι δυνατό να επιτευχθούν: α) με την αποδοχή ενός ΄΄ἑνιαίου ἡμερολογίου΄΄, β) ΄΄τῆς ἀνταλλαγῆς ἀδελφικῶν γραμμάτων κατά τάς μεγάλας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑνιαυτοῦ ἑορτάς΄΄, γ) ΄΄διά τῆς οἰκειοτέρας συσχετίσεως τῶν ἑκασταχού εὑρισκομένων ἀντιπροσώπωντῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν΄΄, δ) με την επικοινωνία των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήμης των εκκλησιών, ε) με την ανταλλαγή σπουδαστών, στ) ΄΄διά τῆς συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων  πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος΄΄, ζ) ΄΄διά τῆς ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν΄΄, η) ΄΄διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἐν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων΄΄. Η εκκλησιαστική ιστορία μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε με ασφάλεια ότι όλοι οι στόχοι που τέθηκαν, απαρέγκλιτα εφαρμόστηκαν με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Η έλλειψη της δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας που αποκάλυψε η δριμύτητα του 1ου παγκοσμίου πολέμου, καθώς και μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων που αυτός επισώρευσε, θεωρούνται από το Πατριαρχείο θέματα δεκτικά μιας κοινής, όλων των εκκλησιών, προσπάθειας. Μετά από την παράθεση των ανωτέρω και αφού διαπιστώσει ότι οι εκκλησίες υστερούν των «πολιτικῶν ἀρχῶν» στην αντιμετώπιση καίριων κοινωνικών ζητημάτων, προτείνει κατ’ αντιστοιχία της πολιτικής Κοινωνίας των Εθνών την ίδρυση της θρησκευτικής Κοινωνίας των Εκκλησιών προς: «συμπήξεως τοιαύτης τινός τουλάχιστον τό κατ’ ἀρχάς συνάφειας καί κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν».
Το Πατριαρχείο επανατοποθετεί τη βάση επί της οποίας θα διεξαχθεί πλέον ο διάλογος. Τον αλιευτικό χαρακτήρα, με τον οποίο οι ορθόδοξοι συζητούσαν μετά το σχίσμα, και ο οποίος είχε ως βασικό στόχο την αναγνώριση και την καταδίκη των κακοδοξιών των ετεροδόξων και την επιστροφή τους στην Εκκλησία του Κυρίου, η  καινοφανής σύλληψη της «ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν», μας προτρέπει να τον παραβλέψουμε. Να παραβλέψουμε τις σοβαρές δογματικές αποκλίσεις προς διευκόλυνση της ενώσεως των «ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν καί τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ σώματος». Ουσιαστικά έχουμε μετατόπιση της ευχής σε επιδίωξη.
Συνοπτικά θα λέγαμε ότι στο κείμενο ιστορούνται βασικές κατευθύνσεις του Οικουμενισμού έστω και αν αυτές ακόμη δεν αποσαφηνίζονται πλήρως. Έτσι: α) μας εισάγει στην διευρυμένη εκκλησία αποκαλώντας τις διάφορες εκκλησίες ΄΄Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ΄΄, β) η ένωση αφορά τις επιμέρους εκκλησίες, όπως ομολογείται, πράγμα που δικαιώνει την θεωρία των «κλάδων» μιας και η ένωση δεν λογίζεται ως επιστροφή στην ενότητα της Εκκλησίας του Κυρίου, αλλά είναι ένωση εξωτερική και κατά βάση έχει ηθικό χαρακτήρα, είναι μια νεστοριανικού τύπου ένωση και όχι λειτουργική και εν Αγίω Πνεύματι, γ) αποκαλεί  τις εκκλησίες ΄΄συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ΄΄. Κατά τον Απόστολο Παύλο όμως: «Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ. Εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν». Η διατύπωση είναι μια πρωτόλεια μορφή του κειμένου Β.Ε.Μ, δ) επικεντρώνουν τις προσπάθειες τους σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα ο δε θεολογικός λόγος δεν είναι ευπρόσδεκτος, ε) επικροτείται η ενίσχυση της αγάπης χωρίς αυτή να συνεπικουρείται και από την δογματική αλήθεια. Η αυτονόμηση της αγάπης εις βάρος της αληθείας έρχεται σαφέστατα σε αντίθεση με αυτό το οποίο ο ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης λέει: «Ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν», στ) η γέννηση του Π.Σ.Ε κινείται πάνω στις γραμμές της πρότασης ΄΄συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος΄΄, ζ)΄΄διά τῆς οἰκειοτέρας συσχετίσεως τῶν ἑκασταχού εὑρισκομένων ἀντιπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν΄΄ γίνεται φανερό ότι είναι επιθυμητές οι πνευματικές συνευρέσεις, τέλος η)΄΄διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἐν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων΄΄ αναγνωρίζουμε την «ποικιλομορφία εν τη ενότητι».
Συμπερασματικά, μπορεί κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι η εκκλησιολογία του Πατριαρχείου του έτους 1920 δεν συνάδει με την εκκλησιολογία, του ίδιου Πατριαρχείου, του έτους 1895. Κι ενώ στην Εγκύκλιο του 1895 είχαμε μια ξεκάθαρη εκκλησιολογία, η οποία έθετε τα όρια μεταξύ της Εκκλησίας και της κακοδοξίας, στην Εγκύκλιο του 1920, η εκκλησιολογία  μεταπίπτει σε κοινωνιολογία και πολίτικη, η ανθρωπολογία κανοναρχεί την ιδέα της δημιουργίας μιας Κοινωνίας των Εκκλησιών ο δε θεολογικός λόγος δεν ανιχνεύεται πουθενά εντός της εγκυκλίου. Είναι σαφές ότι η Εγκύκλιος προκρίνει έναν εκκοσμικευμένο χριστιανισμό. Φυσικό αποτέλεσμα της έκπτωσης της εκκλησιολογίας είναι η διολίσθηση της σε νεόκοπα εκκλησιολογικά κακοτεχνήματα, σύμφωνα με τα οποία μπορούμε πλέον να μιλάμε για «εκκλησίες του Χριστού», όταν αναφερόμαστε στις κακόδοξες αιρέσεις (εμφανής η νέα ερμηνεία και νοηματοδότηση των λέξεων και των εννοιών). Εγκαταλείποντας το δογματικό κριτήριο το Πατριαρχείο και υιοθετώντας μια πολιτική-κοσμική προσέγγιση, στην ουσία υιοθετεί και προάγει ένα μονοφυσιτιστικό παράγωγο, το οποίο παραβλέπει την παρακαταθήκη του Κυρίου προς όφελος των εφήμερων ανθρωπίνων διανοητικών συλλήψεων. Σε κάθε περίπτωση η αποκεκαλυμμένη αλήθεια και οι ζωές των Αγίων της Εκκλησίας καθίστανται μη ικανοποιητικά κριτήρια. Στην ουσία ο εκκλησιαστικός λόγος διολισθαίνει και οικειοποιείται το πρωταγόρειο «΄΄πάντων χρημάτων μέτρον΄΄ ἄνθρωπον εἶναι, ΄΄τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστι, τῶν δὲ μὴ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν΄΄.», σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος και ο λόγος του, είναι το κριτήριο για τα πράγματα και τον κόσμο γιατί μόνο αυτός λέει και κατανοεί το «Είναι» των όντων. Στην ουσία ο ανθρωπος καθίσταται το μέτρο των όντων και των μη-όντων. Εισάγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας ακραίος σχετικισμός και υποκειμενισμός. Η ύστερη ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων δείχνει ότι ο υποκειμενισμός αυτός δεν είναι παθητικός, αλλά ο άνθρωπος οικειοποιείται και μεταμορφώνει τον κόσμο σύμφωνα με τον λόγο του. Η ίδια ανάγνωση μας βεβαιώνει για την σχέση σχετικισμού και αλλοτρίωσης του όντος. Ο άκρατος σχετικισμός οδηγεί το υποκείμενο στην αυτονόμηση από τον Δημιουργό του, ελλείψει δε αναφοράς το ον οδεύει στην αποθεωσή του ή με άλλα λόγια στην αέναη αμαύρωση του κατ’ εικόνα ή με άλλα λόγια στον μηδενισμό. Το μέτρο-Θεάνθρωπος αντικαθίσταται από το μέτρο-άνθρωπος με προοπτική τον ανθρωπο-Θεό. Απαλείφεται αυτός ο οποίος μας έχει βεβαιώσει ότι: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Μάλλον η θεανθρωπότητα του Κυρίου δεν ευνοεί τέτοιου είδους εκκλησιολογικές θεωρήσεις. Ως εκ τούτου διαφαίνονται οι πρώτες απόπειρες εξοστρακισμού του Κυρίου από το ορθόδοξο γίγνεσθαι.   

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ


2.1 Κληρικαλισμός.


        2.1.1 Κληρικαλισμός και Οικουμενισμός.


    Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε μερικά από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν, αλλά αποτελούν και εκφραστικές οδούς της αίρεσης του Οικουμενισμού.
    Ο κληρικαλισμός ως έκφραση εξουσίας του κλήρου και ταύτισης του κλήρου με την Εκκλησία είναι μία από τις ισχυρότερες συνιστώσες του Οικουμενισμού. Εν πρώτοις διαφαίνεται μια ισχυρή σχέση αν όχι ταύτιση του κληρικαλιστικού πνεύματος με αυτό του οικουμενιστικού. Θα έλεγε κανείς ότι ο ΄΄ζών κληρικαλισμός΄΄, με όση τραγικότητα κρύβει αυτή η διατύπωση, μετασχηματίζεται και επαναπροσδιορίζει την εξουσιαστική του φύση εντός του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός εμφανίζεται ως ο φυσικός διάδοχος του κληρικαλιστικού εξουσιαστικού μοντέλου ή αλλιώς υιοθετών και εξελίσσων μια ιεραρχκή δομή. Αυτό επ’ ουδενί δεν σηματοδοτεί απόρριψη. Παρακρατεί αυτό το οποίο ευνοεί την εξελιξή του και απορρίπτει αυτό το οποίο είναι πρόσκομμα. Ο Οικουμενισμός αξιώνει τον τρόπο του και τον χώρο του εντός της Εκκλησίας του Κυρίου απροκάλυπτα. Ο κληρικαλισμός είναι το παλαιό το οποίο εξελλίσεται σε νέο και λαμβάνει χώρο εντός του οικουμενιστικού συστήματος. Οι βασικές δομές του κληρικαλισμού: α) ο επισκοποκεντρισμός, β) η εξουσία της Θείας Κοινωνίας, γ) η εξουσία του «δεσμείν και λυείν», δ) η πίστη ότι ο ιερέας αγιάζει τα Μυστήρια και τα Δώρα της Ευχαριστίας, ε)  η πίστη ότι με τήν χειροτονία κληρονομείται η χάρις, στ) η ταύτιση εξομολόγου καί πνευματικού, ζ) η πολεμική εναντίον τού ησυχασμού, η) η ερμηνεία του διακονήματος ως εξουσία και κατ’ επέκταση της εξουσίας ως κύριο χαρακτηριστικό του προφητικού χαρίσματος, υιοθετούνται από τον δογματικά ελαστικό Οικουμενισμό. Αυτό το οποίο ερμηνεύθηκε ως παραδοσιακή εκκλησία, (η εκκλησία του κλήρου, η εκκλησία των Ιερών Κανόνων) προσφέρεται ως γόνιμο έδαφος και μετασχηματίζεται πλέον από τον Οικουμενισμό. Η ηθικολογία του κληρικαλισμού δεν εξυπηρετεί την φιλελεύθερη πορεία του Οικουμενισμού, ο οποίος εμφανίζει ένα ΄΄χαρισματικό΄΄ προσωπείο ένεκα της απύλωτης πνευματοκρατίας του ενώ έχει ανάγει την πρόσληψη των πάντων άνευ προυποθέσεων σε κεντρικό του δόγμα—από τη στιγμή που η αντικειμενικότητα χάθηκε από την αυτονομημένη επέλαση του υποκειμένου—ένεκα της ένωσης των χριστιανικών ή και άλλων θρησκευτικών ομολογιών, ακόμη και των πιο εκφυλισμένων. Και επ’ αυτού δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αποδείξεις αρκεί να δει κανείς τα τεκταινόμενα στις περιοδικές συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. Ο Κύριος επανερμηνεύεται και τίθεται στο περιθώριο με σκοπό να αντικατασταθεί. Έτσι ο Οικουμενισμός επιχειρεί να κινηθεί πέραν των ασφυκτικών ορίων του κακοποιημένου πνεύματος των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, δείχνοντας μια διάθεση παράβλεψης του γράμματος και του πνεύματος των Ιερών Κανόνων χάριν της ΄΄χαρισματικής΄΄ διάστασης της Εκκλησίας. Αποδέχεται ως εκ τούτου την απροϋπόθετη πνεύση του Αγίου Πνεύματος.
    Κι όμως το φανταχτερό ένδυμα το οποίο επιδεικνύει δεν είναι το ένδυμα του Κυρίου, άλλα ενδύεται και μεταλλάσει το σεμνότυφο, ηθικολογικό, και λάγνα προσκείμενο στην άσκηση εξουσίας, ένδυμα του κληρικαλισμού. Στην ουσία ο κληρικαλισμός εργάστηκε και εργάζεται γι’ αυτόν τον μετασχηματισμό, γι’ αυτήν την εξέλιξη ή την μεταφορά εξουσίας. Μία άγονη και στείρα πίστη, η οποία απεκδύεται το προσωπείο της σεμνότητας και ενδύεται το προσωπείο της συγκατάβασης, της εμπαθούς αγάπης της γνωστής αγαπολογίας. Μία πίστη αυτονομημένη, η οποία με ηδυπάθεια, εσχάτως, στρέφεται προς το πρωτότυπο, τον παπικό κληρικαλισμό αναζητώντας το άλλο μισό της κτιστής εξουσίας: τη δόξα. Ο παπικός κληρικαλισμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γεννήτορας των χριστιανικών κληρικαλισμών και ένας εκ των συντελεστών της αίρεσης του Οικουμενισμού.
    Αξιομνημόμευτη είναι και η στάση αυτών οι οποίοι αντιτάσσονται στην αίρεση του Οικουμενισμού. Στην προσπαθειά τους να πολεμήσουν την ολετήρια πορεία της αιρέσεως, αντί να αποσαφηνίσουν πλήρως και ευκρινώς τα χαρακτηριστικά (διδασκαλία, σκοπός, τρόπος) της αιρέσεως αναλίσκονται σε μία αδιέξοδη αντιπαράθεση. Συστατικό στοιχείο αυτής της αντιπαράθεσης είναι η αδιάκοπη επίκληση της καταστρατήγησης των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Εύλογα όμως θα μπορουσαμε να ρωτήσουμε: η καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων ή μέρους τους (διότι παρατηρειται μια επιλεκτική τήρησή τους από τους εμφορούμενους με το πνεύμα του Οικουμενισμού) είναι αίρεση; Διαφορετικά: το γεγονός ότι καταπατούνται κατ’ εξακολούθηση και με προκλητικό τρόπο οι Ιεροί Κανόνες από την πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων συνιστά αίρεση; Σαφώς και η καταπάτηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας είναι δείγμα ότι έχουμε παρέκκλιση, τουλάχιστον εκκλησιολογική, καθώς κατά τον Άγιο Νικόδημο οι Ιεροί Κανόνες «εὐθεῖς καί ἴσοι ἀποβάλλουσι μέν ἀπό τούς ἱερωμένους, κληρικούς τέ καί λαϊκούς, κάθε ἀταξίαν καί στρεβλότητα, τῶν ἠθῶν προξενοῦσι δέ εἰς αὐτούς κάθε εὐταξίαν καί ἰσότητα ἐκκλησιαστικῆς, καί χριστιανικῆς καταστάσεως καί ἀρετῆς». Αν και οι Ιεροί Κανόνες διαφέρουν των όρων της πίστεως, εν τούτοις ορίζεται να αναθεματίζονται ακόμη και μετά θάνατο αυτοί οι οποίοι έσφαλαν είτε στην πίστη είτε στους Κανόνες. Επιπρόσθετα τα επιτίμια τα οποία ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες στην ουσία προστάζουν την σύνοδο ζώντων Επισκόπων να τα εφαρμόσει. Σε περίπτωση δε που η σύνοδος δεν ενεργήσει εμπράκτως τότε τα επιτίμια δεν εφαρμόζονται, παραμένουν όμως δυνάμει υπόδικοι οι παραβαίνοντες τους Ιερούς Κανόνες. Θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι για το ζήτημα των Ιερών Κανόνων ο Άγιος Νικόδημος μας πληροφορεί ότι προχώρησαν στην σύνταξη βιβλίου για τους παρακάτω λόγους α) εξαιτίας των πολλών ψευδεπίγραφων κανόνων στα τότε νομοκανονικά χειρόγραφα, β) για λόγους που άπτονται της διοίκησης της Εκκλησίας και γ) προς πνευματική οικοδομή του λαού του Θεού. Ο Άγιος Φώτιος στον πρόλογο του Νομοκάνονα σημειώνει: «Τούς ἱερούς θεσμούς εὕρημα μέν και δῶρον εἶναι τοῦ Θεοῦ, δόγμα δέ φρονίμων τέ καί θεοφόρων ἀνθρώπων, ἐπανόρθωμα δε τῶν τέ ἑκουσίων καί παρά βούλησιν ἁμαρτημάτων καί πολιτείας εὐσεβους τέ καί πρός ἀτελεύτητον ζωήν ἀγούσης κανόνα». Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο καθώς είναι εμφανές ότι οι Πατέρες θεωρούν τους Ιερούς Κανόνες «δῶρον Θεοῦ». Απλά οφείλουμε να εφιστήσουμε την προσοχή στο γεγόνος ότι όλα αυτά εκπορεύονται από θεφόρους ανθρώπους και άρα και η επίκληση ή η εφαρμογή των Ιερών Κανόνων πρέπει να καθρεφτίζει το πνεύμα των Πατέρων. Και επειδή ο Κύριος δεν προσθέτει στην αποκάλυψή Του, διότι τότε η πρώτη αποκάλυψη θα ήταν ελλειμματική, ως εκ τούτου οι Ιεροί Κανόνες δεν μπορούν να έχουν τον χαρακτήρα της προσθήκης αλλά του προδρόμου των εντολών και υπό αυτήν την έννοια είναι δώρο Θεού. Χωρίς να έχουμε απαντήσει ακόμη στο ερώτημα, έχουμε όμως σκιαγραφήσει εν μέρει την θέση των Πατέρων, νιώθουμε την ανάγκη να διαφοροποιήσουμε το ερώτημα: η κατάχρηση των Ιερών Κανόνων από την εκάστοτε, δυνάμενη να τους καταχραστεί, Ιεραρχία για λόγους άσκησης εξουσίας επί του πληρώματος των πιστών, η αυτονομησή τους από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, ή ο παραγκωνισμός των εντολών του Κυρίου με τον υπερτονισμό των Ιερών Κανόνων, που μπορεί να οδηγήσει; Και τα δύο ερωτήματα σαφέστατα αφορούν σε Ιεραρχίες που εχουν εκτραπεί από τον σκοπό τους, ταυτίζουν την ύπαρξή τους με την Εκκλησία του Κυρίου, αυτοαναφέρονται ως η Εκκλησία του Κυρίου και χτίζουν την εξουσία τους˙ αλλιώς, το πρώτο ερώτημα μας παραπέμπει στην τακτική των οικουμενιστών, το δε δεύτερο στην τακτική των κληρικαλιστών οι οποίοι για καθαρά λόγους άσκησης εξουσίας, παραποιούν και διαστρέφουν το νόημα και τον σκοπό των Ιερών Κανόνων. Γνωρίζουμε ότι, οι Κανόνες είναι υποστηρικτικοί του δόγματος και δεν νοούνται χωρίς το δόγμα και πολύ περισσότερο χωρίς το χαρισματικό βίωμα, η αυτονομησή τους ορίζει παρέκκλιση και οδηγεί σε στείρο ηθικισμό, αποβάλλει δε ή καταπνίγει οποιαδήποτε χαρισματική έκφραση στο Σώμα του Κυρίου. Οι ανάγκες υπεράσπισης της αλήθειας έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας τους Ιερούς Κανόνες και λειτουργούν επικουρικά στην προάσπιση της αλήθειας. Δεν είναι η κάθ’ εαυτού αλήθεια. Οι Κανόνες των συνόδων θωρακίζουν την Εκκλησία και τους πιστούς από την αίρεση. Μας προφυλλάσουν από την αίρεση, δεν αποκαλυπτουν την αίρεση και δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στον Κύριο. Ούτε μπορούμε να τύχουμε της υιοθεσίας με την αποκλειστκή τήρησή τους. Δεν έχουν αυτόν τον σκοπό και πολύ περισσότερο δεν ταυτίζονται με τις εντολές του Κυρίου. Ούτε θα ήταν άτοπο, να υποστηρίξουμε ότι οι Ιεροί Κανόνες δεν δύναται να αντικαταστήσουν τις εντολές του Κυρίου. Οι Πατέρες ακολουθούν κατά πόδας την εντολή του Κυρίου «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε». Για το λόγο αυτό και όλη τους η πορεία ήταν μια συνεχής έμπρακτη εργασία, τήρηση, φύλαξη, εφαρμογή των εντολών του Κυρίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης «Εκείνος που ζητεί να εμβαθύνει στους λόγους των εντολών, χωρίς να εργάζεται τις εντολές, κι επιθυμεί να το πετύχει  με την ανάγνωση και τη μάθηση, είναι όμοιος μ' εκείνον που φαντάζεται αντί για την αλήθεια, τη σκιά της», διότι «Εκείνοι που δεν μετέχουν στην αλήθεια κι είναι αμύητοι σ' αυτήν, ζητούν ωστόσο τους λόγους της, βρίσκουν τους λόγους της κοσμικής σοφίας που αποδείχθηκε μωρία». Ο Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος θεωρεί ότι «Είναι αδύνατο ο αγωνιστής να επιτύχει την κατά το δυνατό ομοίωσή του με το Θεό, αν πρωτύτερα δεν καθαρίσει με θερμά δάκρυα την ασχήμια του βούρκου των κακών που τον εμποδίζει και δεν καταπιαστεί με την ιερουργία των εντολών του Χριστού». Αλλά τι είναι η ομοίωση γι’ αυτόν που κοπιάζει στις εντολες του Κυρίου; Ο ίδιος ο Πατήρ μας το αποκαλύπτει «Όταν, ενώ κανείς κοπιάζει πρακτικά στην εργασία των εντολών, βρεθεί ξαφνικά σε μια ανεκλάλητη και ανέκφραστη χαρά, ώστε να υποστεί μια παράδοξη και υπέρλογη αλλοίωση, έτσι που να αποβάλει το βάρος του σώματος και να λησμονήσει φαγητό, ύπνο και τις άλλες ανάγκες της φύσεως, ας γνωρίζει ότι αυτή είναι επίσκεψη του Θεού σ' αυτόν, η οποία προξενεί στους αγωνιζόμενους τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει σ' αυτούς από εδώ ήδη την κατάσταση των Ασωμάτων. Αυτής της μακάριας ζωής, πρόξενος είναι η ταπείνωση· τροφός και μητέρα, η αγία κατάνυξη· φίλη και αδελφή, η θεωρία του θείου φωτός· θρόνος, η απάθεια˙ και τέλος, η Αγία Τριάδα, ο Θεός».
    Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μια αντίφαση υποβόσκει, σε αυτά τα οποία έχουμε εκθέσει για τους Πατέρες, όσον αφορά τις θέσεις τους για τους Ιερούς  Κανόνες και τις εντολές του Κυρίου. Αυτό όμως δείχνει μία ρασιοναλιστική θέαση των πραγμάτων παρά μία αγιοπνευματική. Περί αυτού ο Κύριος δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι». Ο Κύριος δεν ανήγγειλε την κατάλυση του νόμου, αλλά τη συμπλήρωσή του. Ο Απόστολος Παύλος δικαίως αναρωτιέται: «Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη», και απαντά «νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν». «Ο Νόμος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του Θεού, αφού έκαμε τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Όχι βέβαια. Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νόμος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα ήτο έργον του Νόμου. Τέτοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα δεν καταργεί ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού». Ο προδρομικός χαρακτήρας του νόμου είναι δεδομένος για τον Απόστολο Παύλο γι’ αυτό και τονίζει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του, «Ώστε ο Νόμος έγινε παιδαγωγός μας, ο οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκεύαζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν». Περαιτέρω αποκαλύπτει «ὅτι δὲ ἐν νόμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον· ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» και «…εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς διατάξεις του μωσαϊκού Νόμου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”». Ο νόμος όμως δεν έχει εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους διότι «εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον» και «εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις».
    Ο νόμος ο οποίος παραδόθηκε από τον Κύριο στον Μωϋση έκανε γνωστή την αμαρτία και λειτουργούσε ως αποτρεπτικός της αμαρτίας. Δεν μπορούσε όμως να προσφέρει την χαρισματική «δικαίωση». Ήταν προστάδιο της χάριτος. Ήταν τα αντίστοιχα σύνορα που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι επίσης δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στον Κύριο. Δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι οι Πατέρες μιλούν αποκλειστικά για εφαρμογή των εντολών. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «…η έλλαμψη της χάρης δεν είναι ασφαλής πριν από την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών» και «…ούτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς την εργασία των εντολών, ούτε η εργασία των εντολών χωρίς τη χάρη του Θεού είναι χρήσιμη και ωφέλιμη» διότι «…εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και σήκωσε τοίχους υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος με θεωρία και γνώση ψυχής, είναι ατελής και άξιος να τον οικτείρουν οι τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τη χάρη οπωσδήποτε από δυο αιτίες. Ή αμέλησε τη μετάνοια, ή, βλέποντας το σύνολο των αρετών, αποθαρρύνθηκε από το άπειρο πλήθος τους…». Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι παραβλέπουν τους Ιερούς Κανόνες, πράγμα το οποίο είδαμε ότι δεν υφίσταται, αλλά το ζητούμενο για τους Πατέρες, πέραν της ενότητας του Σώματος του Κυρίου, είναι η υιοθεσία και αυτό οι Κανόνες δεν μπορούν να το προσφέρουν για τον απλό λόγο πως, όπως ο νόμος δεν μπορούσε να δικαιώσει τον άνθρωπο κατά τον ίδιο τρόπο και οι Ιεροί Κανόνες δεν το μπορούν. Ως εκ τούτου για τα ασθενέστερα μέλη ο νόμος είναι αρωγός και προαγωγός της χάριτος, όχι όμως και για τους δικαίους. Το πρόβλημα διογκώνεται όταν μεταπίπτουμε στον Φαρισαϊσμό. Σε αυτή την περίπτωση η καταδίκη του Κυρίου είναι καθολική διότι η στείρα εφαρμογή ανθρωπογενών κανονιστικών διατάξεων, αυτονομημένων από το γράμμα και το πνεύμα αυτών που τις εισήγαγαν, έχει καθαρά ατομικό ψυχολογικό αντίκτυπο, παράγει ηθικιστικά στερεότυπα, συμπαγείς ανελεύθερες συμπεριφορές που οδηγούν σε μια εθελούσια κατάργηση του αυτεξουσίου προς δόξα των ατομικών βεβαιοτήτων αποκλείοντας την μετάνοια, το κατ’ εξοχήν κήρυγμα του Κυρίου. Αποκλείει τον Κύριο μιας και «Καὶ κατὰ τὸν πρόχειρον τῶν πολλῶν νοῦν, διὰ τὸ ἄδηλον καὶ τὸ τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως εὐόλισθον, οὐ χρὴ μακαρίζειν τινὰ μέχρις διὰ πάσης ἀρετῆς διελθὼν ἀναντιρρήτῳ τέλει τὴν ζωὴν κατακλείσει. Πρὸς δὲ τὸν ὑψηλότερον νοῦν, ὁ ἀρξάμενος διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἀσκήσεως τὸ ζῶν ἐν αὐτῷ γήϊνον φρόνημα ταπεινοῦν καὶ ἀσθενῆ ποιεῖν οὔπω μακαριστὸς μέχρις ἂν διὰ τοῦ συντόνου τῆς ἀσκήσεως πόνου νεκρωθῇ καὶ συντέλειαν λάβῃ· ὁ γὰρ τοιοῦτος μακάριος, ὡς τῷ Χριστῷ συναποθανὼν διὰ τῆς τῶν κακῶν ἀπραξίας καὶ συνανιστάμενος πάλιν διὰ τοῦ ὕψους τῶν ἀρετῶν». Το «γενηθήτω το θέλημά σου» είναι το δικαίωμα του Κυρίου και όχι αυτών που ασκούν εξουσία ή αυτών που μοιράζουν δικαιώματα.
    Αυτό το οποίο ο Κύριος καταδικάζει απερίφραστα, δυστυχώς ο κληρικαλισμός και οι εμφορούμενοι από το πνεύμα του, το έχουν ανάγει σε εκκλησιαστική πρακτική και ΄΄δογματική αλήθεια΄΄ στα όρια της εξουσίας τους. Διότι χειρίζονται ως δογματικό φόβητρο τα ελλάσονα (τους Ιερούς Κανόνες, με όλες τις επιμέρους προσθήκες και συνεπαγωγές της απροϋπόθετης κατάχρησής τους, που εξασφαλίζουν το θρησκευτικό εξουσιαστικό τους μοντέλο) με σκοπό να αποτρέψουν τον άνθρωπο από τα μείζονα (την έμπρακτη τήρηση των εντολών του Κυρίου) που οδηγούν τον άνθρωπο στην βίωση της ελευθερίας που μας χάρισε ο Κύριος και τελικά να τύχει της υιοθεσίας. Η αγιοπνευματική στάση των Πατέρων δεν έβρισκε και συνεχίζει να μην βρίσκει μιμητές στο χώρο του κληρικαλισμού, δεδομένου δε ότι οι Πατέρες είναι οι κατ’ εξοχήν βιωματικοί ερμηνευτές του Ευαγγελίου, συμπεραίνουμε ότι ο κληρικαλισμός τηρούσε και τηρεί μία αλλοτριωμένη στάση μακράν των εντολών του Κυρίου. Σε κάθε περίπτωση δεν συνάδει με εκκλησιαστικό ήθος και δεν συντελεί στην οικοδομή του Σώματος του Κυρίου ή διαφορετικά ένα άλλο ήθος σφυρηλατείται και μία άλλη εκκλησία ζει παράλληλα, μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε πολλές δε περιπτώσεις ριζοσπαστικοποιείται, αυτονομείται και αποκόπτεται από το Σώμα του Κυρίου ή μεταμορφώνεται σε οικουμενιστικό ρευστό μίγμα δοξασιών και αξιώνει την υποταγή αποτασσόμενη τον Κύριο.
    Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η ζωή των Αγίων μας είναι εμπειρία Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας. Έτσι Ιεροί Κανόνες και εντολές του Κυρίου όταν οικοδομούν το Σώμα του Κυρίου αποτελούν ενιαίο σώμα. Όταν όμως υπάρχει εκτροπή η οποία εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς τότε σαφέστατα πρέπει να ελεγχθεί. Η εκτροπή από την οποία μας προφυλάσσουν οι Κανόνες, είναι το σχίσμα και η αίρεση. Και δεν αφορούν τον τρόπο της σωτηρίας μας, τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσουμε ως χριστιανοί. Αυτός ρυθμίζεται από τις εντολές του Κυρίου, από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Σε αυτή την περίπτωση οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η πίστη δεν καλύπτεται από τούς Κανόνες. «Βιαστές θα κερδίσουν τη Βασιλεία των Ουρανών». Οδηγός είναι η εμπειρία των Αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι πρόσεχαν και προσέχουν ως «κόρην ὀφθαλμοῦ», την αρραγή ενότητα της Εκκλησίας μας. Διότι έχουν αλάνθαστο οδηγό, τήν χάρη τού Κυρίου. Οι Πατέρες, γνήσιοι φορείς της πνευματικής παράδοσης, αντιμετώπισαν και διέλυσαν τις κακοδοξίες. Έθεσαν Κανόνες οι οποίοι προστατεύουν την Εκκλησία από την προσπάθεια της εκλογίκευσης της πίστης, την ουσία των αιρέσεων. Αυτή την πνευματική παράδοση προστατεύουν. Στη συνάφεια των δυο παραπάνω ερωτημάτων θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι αν κάποιος τηρεί τους Κανόνες δεν είναι αιρετικός, ή τουλάχιστον δεν αποκλίνει της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Το ερώτημα όμως παραμένει: Είναι Χριστιανός; Αν υποθέσουμε ότι εφαρμόζουμε απολύτως τους Ιερούς Κανόνες, είναι δυνατόν να εκχυθεί η χάρις του Κυρίου; Είναι δυνατόν να αγιαστούμε; Και αν ναι τότε ο Απόστολος Παύλος ψεύδεται;
    Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά του κληρικαλισμού, τα οποία επιγραμματικά έχουμε αναφέρει παραπάνω, για να δούμε πως αυτά λειτουργούν ανασταλτικά στην πορεία μας προς τον Κύριο και έτσι τροφοδοτούν τον συνεχώς εξελισσόμενο Οικουμενισμό.  

2.1.1.1 Ο Επισκοποκεντρισμός.


Α. Ευχαριστία και θέση του Επισκόπου.


    Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας κατευθυνόμενος «πρός τάς πηγάς τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας» μας προτρέπει να υιοθετήσουμε μία νέα ομολογιακή νοοτροπία. «Ανάγκη, λοιπόν, να καταστεί η ορθόδοξη θεολογία όχι μια θεολογία έκφραση της Μίας Ορθόδοξης Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, αλλά θεολογία της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», άποψη η οποία μας αναγκάζει να υποθέσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Κυρίου. Αυτό αποδεικνύει η σύγκριση της με την αρχαία και ΄΄αδιαίρετη΄΄ Εκκλησία.
Στη συνέχεια ανατρέχει στην πρωτοχριστιανική περίοδο για να μπορέσει να συλλέξει εκείνα τα στοιχειά που δομούν την μια κοινή και ΄΄αδιαίρετη΄΄ Εκκλησία. Προφανώς η αναφορά στην  αρχέγονη Εκκλησία  αλλά και η συλλογή των στοιχείων και του τρόπου εκείνης της περιόδου δεν δίνει μεγαλύτερη εγκυρότητα στο εγχείρημα. Η Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία των Αποστόλων και των Πατέρων δεν έπαψε να είναι η Εκκλησία του Κυρίου. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι το προέχον στην εκκλησιολογία δεν είναι αυτή ή η άλλη διδασκαλία, ή ιδέα, ή αξία τις οποίες αποκάλυψε ο Κύριος αλλά αυτό το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού και η μετ’ Αυτού ένωση του ανθρώπου. Έτσι, τονίζει, νοείται μια εκκλησιολογία χριστολογική. Η ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται δια της αισθητής συσσωματώσεως των πιστών εν τω Χριστώ, γεγονός που λαμβάνει χώρα κατά τρόπο μοναδικό στην Ευχαριστία. Αν η Ευχαριστία είναι η ορατή και ιστορική αποκάλυψη της ενώσεως των πιστών με τον Χριστό τότε σημαίνον είναι το πρόσωπο του Επισκόπου, του και προεστώτος. Η ευχαριστιακή λατρεία δεν αποτελεί πραγματικότητα παράλληλη της επουρανίου αλλά είναι αυτή η ίδια η επουράνιος λατρεία. Σημαίνει δε αυτό ότι όπως ο Χριστός λατρεύεται στην επουράνια Θεία Ευχαριστία, ομοίως μυστικώς λατρεύεται και στην επί γης. Έχουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θειας Ευχαριστίας. Τα λειτουργήματα δεν στερούνται εξουσίας αλλά είναι δέκτες της εξουσίας του Χριστού. Έτσι ο Επίσκοπος είναι «εἰς τόπον» Θεού. Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, τον οποίο ο Μητροπολίτης Περγάμου επικαλείται, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, διότι το σώμα του Χριστού είναι ο αυτός ιστορικός Χριστός. Ο δε ιστορικός Χριστός είναι η σαρξ της Θείας Ευχαριστίας. Ο ίδιος ο Χριστός είναι Επίσκοπος και ό,τι γίνεται στον ορατό Επίσκοπο της Εκκλησίας μεταβιβάζεται στον Χριστό. Είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εικόνα του Χριστού ο Επίσκοπος πραγματικά και όχι συμβολικά. Συνεπώς η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι απλά ευχαριστιακή αλλά ιεραρχική και προφανώς επισκοπική. Συνεχίζοντας, ο Μητροπολίτης Περγάμου ερμηνεύει  τον Άγιο Ιγνάτιο και τονίζει ότι η ενότητα περί τον Επίσκοπο είναι θέλημα Θεού και όχι ανθρώπου, οδηγώντας έτσι το πρόσωπο του επισκόπου στην απόλυτη έξαρση.

Β. Επισκοπικό Μανιφέστο


Στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου «Διάβαση» δημοσιεύθηκε άρθρο του Μητροπολίτη Περγάμου με θέμα «Ο επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας». Κατά την ταπεινή μας άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ΄΄Επισκοπικό Μανιφέστο΄΄ και πεμπτουσία του κληρικαλισμού. Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι, ΄΄επισκοποκεντρική΄΄. Επιγραμματικά, τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε στους ως άνω χαρακτηρισμούς αλιεύονται από τα παρακάτω:
1. Η επισκοπική προεδρεία της Θείας Ευχαριστίας είναι το κύριο και κατ’ εξοχήν έργο του Επισκόπου. Από την ιδιότητα του αυτή «πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η λεγόμενη διοικητική». Έτσι ο Επίσκοπος «έχει ως κύριον έργον του πρωταρχικόν να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας, όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα».
2. Ο Επίσκοπος, συνεπώς, «όταν διοικεί, δεν ασκεί διοίκησιν, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας, της οποίας προΐσταται». «Όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου», εφ’ όσον ο Επίσκοπος «είναι προεστώς της Θείας Ευχαριστίας» .
3. Ο Επίσκοπος εικονίζει, ως προεστώς της Εκκλησίας, «τον Βασιλέα Χριστόν όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του», με λαμπρότητα και ακτινοβολία.
4. Η Θεία Λειτουργία είναι εντελώς αδιανόητος χωρίς την έννοια του εικονισμού. Αλλά όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος στη Θεία Ευχαριστία είναι εικών του Χριστού, «δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό, διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνος της εκκλησιαστικής ζωής».
5. Πάντως, εφ’ όσον «ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα του και να πάμε απευθείας στο πρωτότυπο … Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να προσευχόμαστε στον Χριστό,αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του Επισκόπου». «Υπάρχουν βέβαια ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό, αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας».
6. «Εάν η επικοινωνία μας με τον Θεό παρακάμπτει τον άνθρωπο (Επίσκοπο), τότε η επικοινωνία αυτή πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας».
7. «Το μνημόσυνο του Επισκόπου κατά τη Θεία Λειτουργία αποτελεί το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει τη Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας».
8. «Το γεγονός ότι ο ιερεύς, όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία, λαμβάνει καιρόν… και από τον θρόνο του Επισκόπου, έστω και αν είναι κενός, δείχνει ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρο της Θείας Ευχαριστίας».
Ο καθηγητής κ. Κορναράκης σχολιάζοντας τις παραπάνω απόψεις σημειώνει ότι: α) η πρόσκληση του λαού γίνεται δια των λόγων του Κυρίου «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου·….πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», β) για την καθαγίαση των Τιμίων Δώρων ο ιερέας λειτουργός απευθύνεται προς τον Κύριον «Καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Τό δε ἐν τῷ ποτηριῷ τούτῷ τίμιον Αἷμα τυῦ Χριστοῦ σου», γ) προ της Θείας Μεταλήψεως ο ιερέας απευθύνεται πάλι στον Κύριο «…ἐλθέ εἰς τό ἁγιάσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρί συγκαθήμενος καί ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών». Της αναιμάκτου, λοιπόν, θυσίας του Χριστού προεστώς και ηγέτης και πρόεδρος και κέντρο είναι ο ίδιος ο Χριστός και κανένας άλλος. Ο Επίσκοπος είναι τελετουργικώς ανύπαρκτος!!! Ως προς το τελευταίο συνομολογεί και ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «Οὐ γὰρ πάντες οἷς δίδωσιν ὁ ἱερεὺς ἀληθῶς μεταλαμβάνουσιν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μόνοι πάντως οἷς αὐτὸς δίδωσιν ὁ Χριστός. Ὁ μὲν γὰρ ἱερεὺς πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς προσιοῦσιν· ὁ δὲ Χριστὸς τοῖς ἀξίοις τοῦ μετασχεῖν. Ὅθεν δῆλον ὡς ὁ τελῶν τὰς ψυχὰς τὸ μυστήριον
καὶ ἁγιάζων καὶ ζῶντας καὶ τεθνηκότας μόνος τις αὐτός ἐστιν ὁ Σωτήρ». Εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Θεία Ευχαριστία είναι από πάσης απόψεως, ακραιφνώς χριστοκεντρική, ουδόλως δε επισκοποκεντρική. Έπειτα η μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου έχει χαρακτήρα ικετευτικό και όχι ευχαριστιακό. Δεν ευχαριστούμε τον Θεό για τον Επίσκοπο, τον ευχαριστούμε για τους Αγίους και εξαιρέτως για τη Θεοτόκο. Για τον Επίσκοπο προσευχόμαστε ώστε να τον βοηθήσει ο Κύριος να σταθεί στο ύψος του αξίωματός του. Ένα αξίωμα διακονίας. "Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν... ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Η ομολογία πίστεως στη Θεία Λειτουργία είναι το Σύμβολο της Πίστεως, το "Πιστεύω". Πάνω σε αυτήν την ομολογία μας καλεί να σταθούμε ο ιερεύς: "Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου". Η μνημόνευση του Επισκόπου, ούτε ομολογία πίστεως είναι, ούτε αναγνώριση πως ο Επίσκοπος ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. Ο ιερέας απευθυνόμενος στον Κύριο τον προτρέπει να χαρίσει στον Επίσκοπο αυτά που είναι απαραίτητα για να επιτελέσει τη διακονία του. Η μνημόνευση του Επισκόπου είναι ουσιαστικά μια προσευχή για τον Επίσκοπο. Ας δούμε πάλι τι λέει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «Ἵνα μάθῃς ὅτι τὸ ἁγιάζειν ὁ Σωτὴρ οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἔχει, ἀλλ᾿ ὡς Θεός· καὶ διὰ τὴν δύναμιν τὴν θείαν, ἣν κοινὴν κέκτηται μετὰ τοῦ Πατρός», καθώς και «…εἴ τις οἴεται τὸν ἱερέα αὐτὸν εἶναι τὸν κύριον τῆς τῶν δώρων τούτων προσαγωγῆς· οὐκ ἔστι δέ· ἀλλὰ τὸ μὲν τὴν προσαγωγὴν αὐτῶν κυρίως ἐργαζόμενον ἡ χάρις ἐστὶν ἡ ἁγιάζουσα…ὁ δ᾿ ἑκάστοτε ἱερουργῶν ὑπηρέτης ἐστὶν ἐκείνης».
Για τον Μητροπολίτη Περγάμου δεν είναι δυνατό να απευθυνθούμε στον Κύριο παρά μόνο δια του Επισκόπου. Καθίσταται ο Επίσκοπος η απόλυτη πηγή εξουσίας, αυθεντίας και ερμηνείας του Θείου Λόγου. Έτσι θα τολμούσαμε να πούμε ότι από ολόκληρη την προσέγγιση του Μητροπολίτη Περγάμου μένει στην θέση της Θείας Ευχαριστίας ένας Επίσκοπος-Πάπας, ο δε Κύριος είναι απών. Ο λαός εθισμένος σε μια επισκοπικοκεντρική θεώρηση της Θείας Ευχαριστίας, μνημείο ενός άκρατου κληρικαλισμού, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Σώμα του Χριστού είναι η ιεραρχία και αυτός απλά παρίσταται.
«Η ευχαριστιακή εκκλησιολoγία στην ορθόδοξη παράδοση, βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο εχθρούς ταυτόχρονα. Με τον σχολαστικισμό της δύσης ο οποίος έχει την τάση να ξεχωρίζει την Ευχαριστία από την Εκκλησία και με τον ησυχασμό όπου φαίνεται να δίνεται έμφαση περισσότερο στην άσκηση και στην νοερά προσευχή από την συμμετοχή στην κοινωνία της κοινότητος της Εκκλησίας» μας δηλώνει ο Μητροπολίτης Περγάμου. Η ευχάριστη έκπληξη όμως για  τον Μητροπολίτη Περγάμου είναι ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Χαρακτηριζοντας τον ΄΄προκλητικά ευχαριστιακό΄΄, θεωρεί ότι με τον Άγιο Νικόλαο η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία διατυπώνεται ευκρινώς και εκφράζει την συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο τέλος της βυζαντινής περιόδου.
Ας δούμε όμως τι ακριβώς εννοεί ο Μητροπολίτης Περγάμου. Επιστρέφουμε στον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο οποίος σημειώνει τα εξής: «Σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις... Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδείν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἢ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα... Διά ταῦτα οὐδέν ἀπεικός (τίποτε το παράλογο) ἐνταύθα διά τῶν μυστηρίων τήν Ἐκκλησίαν σημαίνεσθαι» πράγμα που για τον Μητροπολίτη Περγάμου δηλώνει ότι εδώ βρίσκουμε τον καθεαυτό Ευχαριστιακό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία συνιστά την ευχαριστία και η ευχαριστία την Εκκλησία ταυτόχρονα.  Όμως για τον Άγιο Νικόλαο: «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς  ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον ἢ ἀναλογίας ὁμοιότης, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης», σημαίνεται δηλαδή, η Εκκλησία στα Μυστήρια, και όχι στο μυστήριο, όχι σαν σε σύμβολα, αλλά σαν τα μέλη απέναντι στη καρδιά και σαν τους κλάδους απέναντι στη ρίζα του φυτού, σαν τα κλήματα στην άμπελο. Τα Μυστήρια δεν συμβολίζουν τον Κύριο, δεν έχουμε κοινωνία μαζί Του με κάποια αναλογική ομοιότητα, αλλά έχουμε Αυτόν Τον Ίδιο Τον Κύριο. Ο συμβολίσμος διώχνει τον Κύριο και αφήνει τον Επίσκοπο. Για την Εκκλησία τα αγιασμένα Τίμια Δώρα είναι τροφή αληθινή και ποτό αληθινό, και μετέχοντας σε αυτά δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, σαν οποιαδήποτε άλλη τροφή, αλλά αυτή (η Εκκλησία) μεταβάλλεται σε Εκείνα καθώς τα ανώτερα νικούν τα κατώτερα. Αυτή είναι η Εκκλησία. Οι πιστοί. Ανάμεσά τους και ο Επίσκοπος και ο ιερεύς, οι οποίοι θυσιάζουν και ικετεύουν για την άφεση των αμαρτιών τους και κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο ιερεύς είναι του λαού ο προβεβλημένος ως πρεσβευτής αυτών και μεσίτης. Δεν είναι ο εκπρόσωπος του Θεού ή ο μεταφορέας της Θείας Χάρης.  
Στο έργο του «Περί της εν Χριστώ ζωής», ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει ότι μία είναι η δύναμη της Ιεράς Τραπέζης, ένας και ο οικοδεσπότης που παραθέτει το Δείπνο. Το Δείπνο αυτό είναι ο Νυμφώνας και η προετοιμασία για τον Νυμφώνα και ο ίδιος ο Νυμφίος. Το έργο επιτελεί ο αρχιερέας με την αρωγή του Θεού. Στην ουσία τίποτε δεν γίνεται χωρίς την βοήθεια του Θεού. Πολύ περισσότερο για τα μυστήρια στα οποία ό,τι επιτελείται είναι έργο του Θεού.
Στο ερώτημα γιατί η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία έρχεται να υποσκελίσει την εκκλησιαστική ευχαριστία, ικεσία και θυσία, την απάντηση την παίρνουμε από τον Μητροπολίτη Περγάμου: «Το ερώτημα περί του πρωτείου του επισκόπου της Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να ρυθμιστεί κατάλληλα μόνο με τη βοήθεια της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας». Και συνεχίζει: «Κατά τους πρώτους αιώνες, η κανονική δομή της Εκκλησίας αναγνώρισε στον επίσκοπο Ρώμης το status του πρώτου…Εάν οι αρχές της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας εφαρμοστούν στο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ρόλος της συνοδικότητας καθίσταται καθοριστικός… Όταν αυτό συμβεί, τα πιο σοβαρά εμπόδια για την αποδοχή του ρωμαϊκου πρωτείου από τους Ορθοδόξους θα υπερβαθούν». Κλείνοντας το άρθρο του ο Μητροπολίτης Περγάμου μας υπενθυμίζει ότι «Υπάρχει μία τάξη και ιεραρχία στην Εκκλησία, η οποία ωστόσο, δεν συνεπάγεται μία εξουσία και μία potestas, που να ανήκει σε κάποιο άτομο, αλλά νοείται μόνο στο πλαίσιο της κοινωνίας εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Κάθε είδος πυραμιδικής ιεραρχίας και ατομικής εξουσίας εξαφανίζεται στο πλαίσιο της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας».
Ο επισκοποκεντρισμός που, δυστυχώς έχει αλλοιώσει το χαρακτήρα της λατρείας μας, είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά του κληρικαλισμού. Εξάρει το πρόσωπο του Επισκόπου και αυτονομεί την παρουσία του, στην λειτουργική σύναξη αλλά και συνολικά στην ζωή της Εκκλησίας την οποία κλήθηκε να διακονήσει. Σαφέστατα έχει εξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Από τον Επίσκοπο εξαρτώνται όλα όσα αφορούν τον χώρο της επισκοπικής του δικαιοδοσίας. Βλέπουμε δε, τον τρόπο με τον οποίο μια βασική κληρικαλιστική θέση υπηρετεί ταυτόχρονα και το όραμα του Οικουμενισμού (ο Μητροπολίτης Περγάμου εκφράζει κατά βάση μία οικουμενιστική εκκλησιολογία). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις θέσεις του Μητροπολίτη Περγάμου για το πρόσωπο του Επισκόπου, ως ΄΄κληρικαλισμό του πρωτείου΄΄. Ο δύσκαμπτος επίσκοπος του κληρικαλισμού, εμβαπτισμένος στην κολυμβήθρα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας εμφανίζεται έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα και να αποδεχθεί το παπικό πρωτείο που είναι η κοιτίδα όλων των κληρικαλισμών. Ο ΄΄κληρικαλισμός του πρωτείου΄΄ όπως είδαμε τροφοδοτεί τον Οικουμενισμό. Διαγράφεται έτσι μια δράση που χαρακτηρίζεται, πρώτον από την καταπάτηση των Ιερών Κανόνων από την ιεραρχία και δεύτερον την υιοθέτηση ευέλικτων θεωριών, οι οποίες εμφορούνται από μια απύλωτη πνευματοκρατία και δίνουν χαρακτηριστικά χαρισματικά σε ένα ηθικολογικό και κανονικό μοντέλο που επικράτησε στον εκκλησιαστικό χώρο. Όμως όσο κακέκτυπη είναι η χρήση των Ιερών κανόνων από τους κληρικαλιστές, το ίδιο κακέκτυπη είναι και η τάνυσή τους προς τα Αγιοπνευματικά χαρίσματα. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πορείας είναι η κατάργηση του Κυρίου. Αυτό το οποίο έκανε ο Πάπας, τώρα πλέον ο Οικουμενισμός το επιχειρεί σε παν-χριστιανική κλίμακα με απώτερο στόχο τον παγκόσμιο εξοστρακισμό του Κυρίου.    
Ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας της πιστεώς μας μόνο με την εξαφάνιση του Κυρίου θα πάψει να ενεργεί στο σώμα των πιστών. Προς τούτο θα λέγαμε ότι ο επισκοποκεντρισμός έχει έντονο άρωμα ιδεολογίας παρά θεολογίας.

2.1.1.2 Η εξουσία της Θείας Κοινωνίας.


Α. Η πρακτική της μη συχνής μετάληψης.


«Έχω τη γνώμη ότι ο προβληματισμός για τη συμμετοχή του λαού στα Μυστήρια είναι στην πραγματικότητα το κλειδί για την είσοδο στην καθολικότητα της εκκλησιαστικής ζωής, στη λύση αυτού του προβλήματος στηρίζεται εν τέλει το μέλλον της Εκκλησίας, η αναγέννηση ή η αποσύνθεσή της» αποφαίνεται ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Ενώ όπου η ενοριακή ζωή δεν θεμελιώνεται πάνω απ’ όλα στον Κύριο Ιησού Χριστό, που σημαίνει πάνω σε μια ζωντανή και σταθερή κοινωνία μαζί Του, εκεί αργά ή γρήγορα κάτι διαφορετικό θα αναδυθεί και θα επικρατήσει: τα περιουσιακά, θέματα δικαιοδοσιών, πολιτικές σκοπιμότητες, εθνικιστικά φρονήματα, υλικές επιτυχίες, ακτιβισμός, εν τέλει η ΄΄καύχηση΄΄ της κοινότητας για την δυνατότητά της να παράγει έργο ηθικό. Έργο κοσμικό και όχι αγιοπνευματικό που να φέρει την σφραγίδα της δωρεάς.
Στην πρώτη Εκκλησία η κοινωνία όλων των πιστών, σε κάθε Λειτουργική σύναξη, ήταν αυταπόδεικτος κανόνας. Η συμμετοχή νοούταν όχι μόνο ως πράξη προσωπικής ευσέβειας και αγιασμού, αλλά πάνω απ’ όλα, ως πράξη που πηγάζει από την ίδια την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας. Απηχούσε την εντολή του Κυριου «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ». Η κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ήταν η άμεση συνέπεια του βαπτίσματος: του μυστηρίου της εισόδου στην Εκκλησία, όπου δεν τίθενταν πλέον άλλοι “όροι” για τη μετοχή των χριστιανών. Οι πιστοί «ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς». Το κείμενο των «Αποστολικών Διαταγών» αναφέρει, ότι ο σκοπός της συμμετοχής των πιστών στην Θεία Λειτουργία, ήταν η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων. Συνέρχονται, οι πιστοί «…ἵνα μεταλαβόντες αὐτοῦ, βεβαιωθῶσι πρός εὐσέβειαν, ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τύχωσι, τοῦ διαβόλου καί τῆς πλάνης ῥυσθῶσι, Πνεύματος Ἁγίου πληρωθῶσιν, ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ Σου γένωνται, ζωῆς αἰωνίου τύχωσι, Σοῦ καταλλαγγέντος αὐτοῖς, Δέσποτα Παντοκράτωρ». Η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριο της αφέσεως των αμαρτιών μιας και οι πιστοί πληρούνται Πνεύματος Αγίου και συμφιλιώνονται με τον Κύριο. Οι αμαρτίες δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην πορεία του πιστού προς τον Κύριο. Και προϋπόθεση απαραίτητη είναι να εφαρμόσουμε την εντολή του Κυρίου «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Είναι όμως και το μυστήριο της υιοθεσίας μιας και ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας, ανοίγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον δρόμο προς την υιοθεσία.
Στην Κυριακή προσευχή η παράκληση μας είναι και για «τον ἄρτον ἡμῶν τον ἐπιούσιον», ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι ο «ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Κατά τον Άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, «οὗτος ὁ ἄρτος ἐστίν ἡ ἀπαρχή τοῦ μέλλοντος ἄρτου, ὅς ἐστιν ἐπιούσιος· τό γάρ ἐπιούσιος δηλοῖ ἤ τόν μέλλοντα, τουτέστιν τόν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἤ τόν πρός συντήρησιν τῆς ἡμετέρας οὐσίας λαμβανόμενον· εἴτε οὖν οὕτως, εἴτε οὕτως, τό τοῦ Κυρίου σῶμα προφανῶς λεχθήσεται». Κατά τον Μέγα Βασίλειο η καθημερινή κοινωνία είναι επωφελής μιας και είναι μετοχή στη Ζωή. Ο Μέγας Βασίλειος σχετικά με την Θεία Κοινωνία και τον τρόπο μετοχής στο Μυστήριο σε καιρό διωγμού αλλά και εν καιρό ειρήνης, αναφέρει ότι οι πιστοί κοινωνούσαν και χωρίς την παρουσία ιερέα, τορπιλίζοντας όλες τις καινοφανείς διδασκαλίες της Επισκοποκεντρικής Ευχαριστιακής εκκλησιολογίας.  
Ο π. Αλεξανδρος Σμέμαν αναρωτιέται «Πώς έγινε κι απομακρυνθήκαμε τόσο απ’ αυτήν την πρακτική, ώστε ακόμα κι η απλή αναφορά της να φαίνεται σε μερικούς—ιδιαίτερα κληρικούς—σαν ανήκουστη καινοτομία, σαν τριγμός στα θεμέλια. Γιατί, εδώ και αιώνες, εννιά στις δέκα Λειτουργίες τελούνται χωρίς την προσέλευση κοινωνούντων;—γεγονός που δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κανέναν φόβο. Ενώ αντιθέτως, η επιθυμία για συχνή θεία Κοινωνία ξεσηκώνει αληθινό τρόμο; Πώς είναι δυνατόν η διδασκαλία περί άπαξ του έτους κοινωνίας να καλλιεργείται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, ως μία αποδεκτή συνήθεια, η απομάκρυνση από την οποία σηματοδοτεί μόνο την εξαίρεση; Πώς, με άλλα λόγια, η κατανόηση του μυστηρίου της Ευχαριστίας έφθασε να γίνει τόσο εξατομικευμένη, τόσο ξένη προς την Εκκλησία, τόσο αλλότρια προς την ίδια την προσευχή της θείας Μετάληψης;». Το αίτιο για όλα αυτά, ο π. Αλέξανδρος ισχυρίζεται ότι, αν και πολύπλοκο ιστορικά, είναι απλό: Είναι ο φόβος της βεβήλωσης της ιερότητας του μυστηρίου, η ανησυχία για την ανάξια μετοχή, την καταπάτηση της μυσταγωγίας των ιερών και οσίων. Αναξιότητα η οποία δημιουργεί την ανάγκη για κάποιες συμπληρωματικές εγγυήσεις. Είναι ένας φόβος, βέβαια, πνευματικά ορθός, αφού «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου».
Η περιδεής αυτή αντιμετώπιση εμφανίστηκε αρκετά νωρίς, αμέσως μετά τη νίκη της Εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορία των Εθνικών, μία νίκη που μεταμόρφωσε την χριστιανοσύνη σε σύντομο σχετικά διάστημα σε μία θρησκεία του κόσμου και οδήγησε στην ίδρυση Κρατικής Εκκλησίας—ουσιαστικά υποτελής στην κοσμική εξουσία—και στην εκλαΐκευση της λατρείας. Έτσι ενώ, πρωτύτερα, η ίδια η ένταξη στην Εκκλησία είχε προϋποθέσεις τώρα, με την απροϋπόθετη συμπερίληψη ουσιαστικά του καθενός μέσα στους κόλπους της, κατέστη αναγκαίο να θεσμοθετηθούν κάποιοι έλεγχοι και περιορισμοί. Πέρα από διοικητικές ρυθμίσεις—στους 20 κανόνες που διατύπωσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκαν σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με την οργάνωση της Εκκλησίας, όπως διοικήσεις, ιεραρχία μεταξύ των αρχιεπισκόπων και των επισκοπών κ.λπ.— οι ρυθμίσεις αφορούσαν και στα μυστήρια. Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Η έννοια της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο. Ωστόσο οι Πατέρες ενθαρρύνουν τη συμμετοχή στα Μυστήρια, μάλιστα δεν επιτρέπουν να εννοηθεί το αντίθετο. Δίνοντας έμφαση στην ιερότητα της Θείας Κοινωνίας καλούν σε ανάλογη πνευματική ετοιμότητα. Οι Πατέρες ούτε υποστήριξαν, ούτε ενέκριναν την ευρέως διαδεδομένη σύγχρονη αντίληψη ότι εφ’ όσον το Μυστήριο είναι ιερό και μεγαλοπρεπές, οι πιστοί δεν πρέπει να προσέρχονται συχνά σ’ αυτό. Για τον Άγιο Κασσιανό «Πολύ καλύτερο θα ήταν εάν, με ταπείνωση καρδιάς, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι των θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακή προς ίαση των ασθενειών μας, παρά τυφλωμένοι από περηφάνια να νομίζουμε ότι μετά την πάροδο ενός χρόνου αποχής γινόμαστε άξιοι της θείας Μετάληψης». Αναφορικά δε, με την εξίσου διαδεδομένη θεωρία που διακρίνει την Θεία Μετάληψη ανάμεσα σε κληρικούς και λαό, κηρύσσοντας ότι οι πρώτοι πρέπει να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία, ενώ οι λαϊκοί να αποθαρρύνονται από παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θα ήταν να ακούσουμε τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που επιμένει στην μετοχή στη Θεία Κοινωνία: «Υπάρχουν περιπτώσεις», γράφει, «όπου ο ιερέας δεν διαφέρει από τον λαϊκό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσέλευση στα θεία Μυστήρια. Εκεί, τα δεχόμαστε όλοι ισότιμα σε αντίθεση με την πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης όπου άλλη τροφή προορίζονταν για τους ιερείς και διαφορετική για τον λαό, ενώ στα των ιερέων δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση από τους λαϊκούς. Τώρα δεν συμβαίνει πλέον έτσι, αλλά σε όλους προσφέρεται το ίδιο Σώμα και το ίδιο Αίμα...».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις μαρτυρούν μία αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, μία απόκλιση από τα παραδεδομένα και τις πρακτικές της Εκκλησίας. Το δέος που προκαλεί η ανάξια προσέλευση θα έπρεπε να ένσταλλάζει μια πικρία και λύπη στους μη κοινωνούντες και μια διάθεση αγωνιστικότητας να «βάλλουν αρχή» προς συνάντηση του Κυρίου. Τα πράγματα όμως μαρτυρούν περί του αντιθέτου. Οι Ορθόδοξοι ΄΄παρακολουθούν΄΄ τη Θεία Λειτουργία απόλυτα πεπεισμένοι ότι η παρουσία τους εκεί είναι αρκετή και ότι απλούστατα η Θεία Κοινωνία δεν προορίζεται γι’ αυτούς. Και μία-δύο φορές το χρόνο εκπληρώνουν το ΄΄καθήκον΄΄ τους προσερχόμενοι στο Μυστήριο ύστερα από μία σύντομη εξομολόγηση, με το πέρας της οποίας νιώθουν ότι είναι άξιοι να προσέλθουν στο μυστήριο. Ουσιαστικά επιτυγχάνεται το εντελώς αντίθετο. Αντί να βιώνουν την αναξιότητα ως το γόνιμο έδαφος στο οποίο θα καλλιεργήσουν την μετάνοια, η οποία θα τους οδηγήσει στην μετοχή του Μυστηρίου με πνεύμα ταπείνωσης και διάθεσης αποδοχής της θείας δωρεάς, βιώνουν την μετοχή ως επιβράβευση ατομικής προσπάθειας δικαιωματικού χαρακτήρα. Πρόκειται για μια μετοχή-ηθική ανταμοιβή-με νομιναλιστικά χαρακτηριστικά.

Β. Η εξουσία του «δεσμείν και λύειν».


    Όπως αντιλαμβανόμαστε, όλα τα προαναφερθέντα, εγείρουν το ερώτημα για την πνευματική προετοιμασία πριν τη Θεία Κοινωνία και τη σχέση της εξομολόγησης με το μυστήριο. Το ζήτημα της εξομολόγησης και κατ’ επέκταση το ζήτημα της μετάνοιας είναι ένα φλέγον θέμα μιας και απασχολεί το σύνολο των πιστών, οι οποίοι θέλουν να εφαρμόσουν τις εντολές του Κυρίου. Αυτό που οφείλουμε να εξετάσουμε πρωτίστως είναι η σχέση εξομολόγησης και μετάνοιας.
    Ο καθηγητής κ. Γ. Πατρώνος παρατηρεί ότι στην Καινή Διαθήκη, ενώ έχουμε πληθώρα αναφορών στην πνευματική ανάγκη της μετάνοιας, απεναντίας σπανίζουν οι αναφορές στην εξομολόγηση, τουλάχιστον όπως την εννοούμε σήμερα. Υπογραμμίζει το ενδιαφέρον της πρώτης Εκκλησίας για το εσωτερικό και ουσιαστικό στοιχείο της μετάνοιας και της αλλαγής, ως πραγματικού γεγονότος και το αντιδιαστέλλει με τη σημερινή αντίληψη για την εξομολόγηση, ως μιας εξωτερικής πράξης που δεν συνεπάγεται πάντοτε την μετάνοια και την αλλαγή, αλλά, μπορεί να  επέχει θέση ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής επικοινωνίας. Ενδέχεται δε να γίνεται και για λόγους εφάμαρτης σκοπιμότητας. Γνωρίζουμε ότι χωρίς μετάνοια είναι ανέφικτη οποιαδήποτε αλλαγή και ασφαλώς απραγματοποίητη κάθε μορφή πνευματικής ζωής. Η μετάνοια δεν μπορεί να στριμωχτεί μέσα στα στενά όρια της ανθρώπινης μεταμέλειας, που είναι ένα συνηθισμένο ψυχολογικό γεγονός. Στην Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες εκήρυτταν μετάνοια και καλούσαν τους πλανημένους σε επιστροφή. Δεν είναι η μετάνοια μια απόφαση ηθικής τάξης. Στην Καινή Διαθήκη η μετάνοια σχετίζεται με την έλευση της Βασιλείας του Θεού και θεωρείται βασική προϋπόθεση εισόδου σε αυτήν. Η μετάνοια γεννά και τρέφει την πίστη. Μπορούμε να δούμε ότι «…ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν», και σαφώς εδώ το κήρυγμα του Ιωάννη του Προδρόμου έχει την έννοια της μετάνοιας και της επιστροφής εν όψει της έλευσης του Κυρίου και της Βασιλείας του Θεού, ενώ στο «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», το θέμα της εξομολόγησης λαμβάνει εκκλησιολογικές διαστάσεις. Έτσι η εξομολόγηση, ως εκκλησιαστικό γεγονός, γινόταν κατά την διάρκεια της σύναξης όλων των πιστών. Ήταν μία πράξη μετάνοιας, συμφιλίωσης και επανένταξης στην κοινότητα των πιστών. Ήταν μυστήριο που γινόταν δημόσια, φανέρωνε το εκκλησιαστικό, λειτουργικό γεγονός και όχι ενέργεια ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής καθοδήγησης. Η ουσία του μυστηρίου, ήταν η μετάνοια, ενώ για μας η εξομολόγηση λειτουργεί ως ανακοίνωση των αμαρτιών μας, και κατ’ επέκταση αντί να επιφέρει την μεταστροφή και την μετάνοια έχει έναν ψυχολογικό παιδαγωγικό προσανατολισμό. Σημαίνουν δε όλα αυτά ό,τι ουσιαστικά μεταμορφωτικά αποτελέσματα δεν μπορούν να υπάρχουν, είτε από την συχνή εξομολόγηση, είτε ακόμη και από την συχνή μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν βαπτίζεται κανείς γίνεται μέλος της Εκκλησίας και μετέχει στο «όλον» της σωτηρίας. Μετέχοντας κανείς σε ένα μυστήριο, μετέχει στην ολότητα της σωτηρίας. Πάντα όμως, θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι για διαφόρους λόγους δεν θα μετάσχουν σε κάποιο από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτό, δεν σημαίνει ότι αυτοί οι ανθρωποι έχουν «έλλειμα» στην υπόθεση της σωτηρίας. Αν π.χ. για διαφόρους λόγους κάποιος δεν εξομολογηθεί, δεν λειτουργηθεί, δεν κοινωνήσει ποτέ, όπως σε πολλές περιπτώσεις μαρτυρείται από τα μνημεία του ασκητικού μοναχισμού, αυτός τι θα πούμε ότι είναι ασεβής; Στην Ορθοδοξία η σωτηρία είναι χαρισματικό γεγονός. Ο άνθρωπος καθαγιάζεται από κάθε εκκλησιαστική πράξη, διακονία ή πνευματική εμπειρία. Η εξομολόγηση στην σύγχρονη απολυτοποιημένη εκδοχή της—απλή αρίθμηση-εξαγόρευση των αμαρτιών—και αυτονομημένη από το μυστήριο της μετανοίας, δεν είναι η ασφαλέστερη οδός προς την μετοχή στην Θεία Ευχαριστία.
    Οσμίζεται κανείς το ζήτημα που υφέρπει και οφείλεται στην σχέση εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Είναι ένα ζήτημα διάκρισης αφ’ ενός του μυστηρίου της μετανοίας και αφ’ ετέρου πνευματικής καθοδήγησης. Τον 7ο αιώνα, ο Αναστάσιος Σιναϊτης συμβουλεύει: «ἐξομολογῆσαι τῷ Θεῷ διά τῶν ἱερέων τάς ἁμαρτίας σου», και για το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης συνιστά, παράλληλα, όπως ο πιστός ερευνήσει να βρεί κατάλληλον «πνευματικόν ἄνδρα», χωρίς να αναφέρει εάν αυτός θα είναι λαϊκός, μοναχός ή ιερωμένος, κάνοντας έτσι σαφή διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών, τής μυστηριακής μετανοίας και τής παιδαγωγικής πνευματικής καθοδήγησης. Η σύγχυση των δύο λειτουργιών δυστυχώς δημιουργεί προβλήματα. Και το πρόβλημα δεν αφορά το μυστήριο καθεαυτό της μετάνοιας και τη ιεράς εξομολογήσης—όταν αυτή είναι λειτουργικό μέρος του μυστηρίου της μετανοίας—αλλά η άσκηση εξουσίας που αλλοιώνει τη φύση της πνευματικής καθοδήγησης, κι’αυτή σε βάρος του μυστηρίου της μετανοίας. Έτσι παρατηρείται ο κάθε πνευματικός να συμβουλεύει και πολλες φορές να επιβάλλει, προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις, ως ορθές και αληθινές. Να ταυτίζει τον καθοδηγητικό του λόγο με τη θεία θέληση και άρα δέν επιδέχεται σχολιασμό και αμφισβήτηση. Στον δε καθοδηγούμενο πιστό να καλλιεργείται η πεποίθηση, ότι όλα όσα διαμείβονται σε αυτή τη σχέση έχουν το στοιχείο του «αλάθητου», αφού στηρίζονται στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Προάγεται επομένως η πλήρης υποταγή παρά η υπακοή. Διότι δέν πρόκειται για ανθρώπινες αντιλήψεις και συμβουλές αλλά για «εντολές» του Θεού!. Νομίζουμε ότι είναι μια πολύ επικίνδυνη πνευματικά υπόθεση να ταυτίζει κάποιος τον δικό του προσωπικό λόγο με τις εντολές του Θεού.
    Είναι ανάγκη λοιπόν, η εξομολόγηση να επανέλθει και πάλι στον λειτουργικό και μυστηριακό της χαρακτήρα, της μετάνοιας, και η πνευματική καθοδήγηση να θέσει ώς πρώτιστο αξίωμα τόν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ιδιαιτερότητας του κάθε καθοδηγημένου. Η πνευματική ελευθερία, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε, δέν απεμπολείται. Ο κάθε πιστός οφείλει να συνειδητοποιήσει πώς καλείται να εισέλθει «ες τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Μια ελεγχόμενη πνευματική ζωή υπό στενή και καθημερινή καθοδήγηση ουσιαστικά απονευρώνει τον άνθρωπο και τον διατηρεί σε μια ανούσια πνευματική νηπιότητα, χωρίς εσωτερική υγεία.
    Κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν μια αυτονομημένη εξομολόγηση, μεταμορφωμένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Θείας Κοινωνίας, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Θεία Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια.
    Κατά τον π. Αλεξάνδρο Σμέμαν «ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία, ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας, μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί, σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς… Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς, κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς
    Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος τῶν πιστῶν», εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.
    Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί…».
    «Πραγματικά, στη σημερινή λειτουργική ευσέβεια το ιερό θεωρείται σαν ανεξάρτητο ιερό, προσιτό μόνο στον χειροτονημένο, σαν εξαιρετικά ιερός χώρος, που με την ιερότητα του, τονίζει την βεβήλωση απο την παρουσία των λαϊκών μέσα στα όρια του.
    Αυτή η ιεροποίηση του ιερού είναι ίσως η κυριότερη πηγή του κληρικαλισμού, ο οποίος υποβιβάζει τους λαϊκούς στη θέση κάποιων αποστερημένων που προσδιορίζονται μόνον αρνητικά. Δέν μπορούν να μπούν κάπου, να αγγίξουν οτιδήποτε , να συμμετέχουν.
    Ταυτόχρονα με τον παθητικό λαϊκό δημιουργείται και ο καινούργιος τύπος Ιερέως που γνωρίζουμε σήμερα. Ο οποίος στην διαρκή προστασία του ιερού απο τους λαικούς, βλέπει σχεδόν την ουσία της ιερωσύνης και σε αυτό βεβαίως βρίσκει μια ευδαιμονική ικανοποίηση».
    Για τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο η εξομολόγηση είναι αναγνώριση των σφαλμάτων και της αφροσύνης. Αφροσυνή την οποία δείξαμε διότι αμελήσαμε τις εντολές του Θεού. Οι εντολές είναι οι φύλακες των χαρισμάτων των οποίων τύχαμε με το Βαπτισμά μας. Δεν είμαστε εμείς που φυλάμε τις εντολές αλλά αυτές φυλάνε εμάς. Όποιος όμως αθετεί μια των εντολών, αθετεί όλες τις εντολές. Και αιτία για αυτό είναι η αμαρτία, η δουλεία στον διάβολο, διότι «οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην;». Πως θα μπορέσουμε λοιπόν, να διαγράψουμε το χρέος και να επιτύχουμε ανάκληση της πτώσης; Εάν πραγματικά θέλουμε την σωτηρία μας οφείλουμε να βρούμε μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, που θα μας συμφιλιώσει. Πράγμα δύσκολο διότι πολλοί από αυτούς που θέλουν να ονομάζονται δάσκαλοι οικειοποιούνται και αρπάζουν αδιάντροπα το αξίωμα των Αποστόλων. Μεσίτες είναι μόνο αυτοί που έχουν γεμίσει με άγιο Πνεύμα και έχουν γνωρίσει και συμφιλιωθεί με συνοχή καρδιάς με τον Θεό. Διότι αυτοί δεν έχουν ανάγκη μεσιτείας και μπορούν να συνομιλούν μαζί Του πρόσωπο με πρόσωπο. Όπως μαρτυρεί ο Άγιος Συμεών αρχικά το δικαίωμα να λύνουν και να δένουν το ελάμβαναν μόνο αρχιερείς, ως διάδοχοι των θείων Αποστόλων, καθώς όμως περνούσε ο χρόνος και οι αρχιερείς διαφθειρόταν, το φοβερό αυτό λειτούργημα μεταβιβάστηκε και σε ιερείς οι οποίοι είχαν άμεμπτη ζωή και είχαν τιμηθεί με τη θεία χάρη. Τέλος, και επειδή η διαφθορά και τα πνεύματα πλάνης εμπλέκοταν με πολλούς από αυτούς το χάρισμα μεταβιβάστηκε στους μοναχούς.  
    Το δώρο αυτό ανήκει μόνο στο Θεό, μόνο Αυτός το είχε και έπειτα το άφησε στους μαθητές του. Όταν τους έδωσε το δώρο δεν τους έδωσε καμμία εντολή να βάζουν επιτίμια, διότι επρόκειτο να τα διδαχθούν αυτά από το Άγιο Πνεύμα.Όμως η εξουσία να συγχωρούν δεν δόθηκε από τον Θεό σε όλους τους χειροτονημένους αλλά παραχωρείται μόνο στους ιερουργούς. Και πάλι δεν δίνεται σε όλους αυτούς, αλλά δίνεται μόνο σε εκείνους από τους ιερείς, αρχιερείς και μοναχούς, οι οποίοι συγκαταλέγονται στην χορεία των μαθητων του Χριστού. Από πού όμως θα το καταλάβουν αυτό εκείνοι που συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών, και από πού θα τους αναγνωρίσουν αυτοί που τους αναζητούν; Από τους καρπούς του Πνεύματος και από τον τρόπο της ζωής τους. Αυτοί είναι το φως του κόσμου. Οι Άγιοι. Σε αυτούς δίνεται η εξουσία να δένουν και να λύνουν από τον Θεό, σ’αυτούς οι οποίοι είναι υιοθετημένοι υιοί και άγιοι υπηρέτες του. Ο Άγιος Συμεών αναφέρει ότι και ο ίδιος μαθήτευσε σε τέτοιον πατέρα, ο οποίος δεν είχε χειροτονία από τους ανθρώπους, αλλά από το χέρι του Θεού, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα.
    Στον 79ο λόγο του ο Άγιος Συμεών μας λεέι: «Ἀλλά τῶν ἱερέων (λέγουν) εἶναι ἐξουσία αὐτή˙ τό ἰξεύρω καί ἐγώ, πῶς εἶναι τῶν ἱερέων, ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς ὅλων τῶν ἱερέων, ἀμή ἐκείνων ὁποῦ ἱερουργοῦν τό Ἐυαγγέλιον μέ Πνεῦμα ταπεινώσεως, καί πολιτεύονται μέ ἀκατηγόρητον, καί ἐνάρετον πολιτείαν. Ἐκείνων ὁποῦ ἐπαράστησαν προτήτερα τόν ἑαυτόν τους εἰς τόν Κύριον, καί ἔδειξαν πνευματικῶς μέσα εἰς τόν ναόν τοῦ σῶματος τους τήν καθαράν τους λατρείαν, θυσίαν τελείαν, Ἁγίαν καί ἐνάρετον εἰς τόν Κύριον, καί ἐδέχθησαν εἰς τό ἄνωθεν θυσιαστήριο, καί ἐπροσφέρθησαν ἀπό τόν μεγάλον Ἀρχιερέα Χριστόν προσφορά τελεία εἰς τόν Θεόν, καί Πατέρα, καί ἐμεταβλήθησαν, καί ἠλλοιώθησαν μέ τήν δύναμην τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καί ἐμεταμορφώθησαν εἰς τόν Χριστόν τόν ἀποθανόντα δι’ ἡμᾶς, καί ἀναστάντα ἐν δόξῃ Θεότητος». Αυτών είναι το δεσμείν και λύειν και όχι εκείνων που χειροτονήθηκαν από τους ανθρώπους. «Οὐ γάρ ἀφ’ ἑαυτοῦ τίς τήν τιμήν λαμβάνει ἀλλ’ ἀπό Κυρίου καλούμενος». Δέν εἶπεν ἐκεῖνος ὁποῦ λαμβάνει τήν ψῆφον καί χειροτονίαν ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπροωρίσθη, καί ἐπροχειρίσθη εἰς τοῦτο ἀπό τόν Θεόν, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γίνονται ἀπό ἀνθρώπους, καί διά μεσιτείας ἀνθρώπων, εἶναι κλέπται, καί λησταί, καθώς εἶπεν ὁ Κύριος. «Ἐγώ εἰμί ἡ Θύρα, πάντες ὅσοι ἦλθον και ἔρχονται, ου δι ἐμοῦ, ἀλλά ἀναβαίνουν ἀλλαχόθεν, κλέπται εἰσι καί λησταί».   
    Η εξομολόγηση δέν είναι σε λειτουργική σχέση με το μυστήριο της Μετανοίας, και αυτή η αλλοτρίωση έχει σοβαρές συνέπειες και στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
    Είδαμε, επίσης, ότι η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία κινείται προς την αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα. Ο άκρατος κληρικαλισμός φροντίζει ώστε η Εκκλησία να είναι λιγότερο του Εσταυρωμένου Κυρίου και των Αγίων, και περισσότερο η Εκκλησία του Δοξασμένου Κυρίου. Στην ουσία αυτονομεί την Ανάσταση από τον Σταυρό. Ως εκ τούτου αντιλαμβανόμαστε την Λατρεία ως σύναξη σεσωσμένων και όχι μετανοημένων. Σε μια τέτοια πορεία οφείλουμε να θυμηθούμε ότι πίνουμε το ποτήριο του Κυρίου. Επίσης ότι ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας δηλώνει ότι η ενότητα είναι επισκοπική. Είναι ενότητα που πηγάζει από την παρουσία του Επισκόπου. Ακόμη κι αν έτσι είναι, δεν την μεταφέρει όμως στον Κύριο αλλά την ιδιοποιείται μιας και, κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου, έχουμε μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θείας Ευχαριστίας. Το πρωτείο του Επισκόπου πηγάζει απ’ ευθείας από τον Κύριο. Ευχαριστηριακὴ εκκλησιολογία και πρωτείο του Επισκόπου, στην ουσία εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Το πρωτείο του Πάπα. Το πρωτείο του Πέτρου είναι και πρωτείο του προεστώτος της ευχαριστιακής σύναξης. Όμως το πρωτείο είναι ανάλογο του πρωτείου του Πατρός στην Αγία Τριάδα. Φυσικό επόμενο το πρωτείο του Πάπα να αποκτά κατά αυτόν τον τρόπο τριαδολογικά ερείσματα. Μια πατροκεντική Αγία Τριάδα που γεννά αναλογικά την παποκεντρική εκκλησία.
    Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου η Σύνοδος της Κων/πόλεως τού 381μ.Χ. με την προτροπή τού Γρηγορίου Ναζιανζηνού, άλλαξε το σύμβολο της Νίκαιας. Το σημείο στο οποίο γινόταν αναφορά στον Υιό σαν υπάρχοντα από τήν ουσία τού Πατρός γράφτηκε ως εκ τού Πατρός. Αυτή η αλλαγή θεωρεί ο Μητροπολίτης Περγάμου είναι έκφραση τού ενδιαφέροντος των Καππαδόκων Πατέρων να τονίσουν ότι το πρόσωπο τού Πατρός κι όχι η Θεία ουσία είναι η πηγή και η αιτία της Τριάδος. Σαφέστατα το δίλλημα που αναφύεται είναι ψευδεπίγραφο. Αλλού διαβάζουμε ότι: «Αναλυτικότερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως ουσία, με το να είναι διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέρα θέλησή του να υπάρχει και την διαβεβαίωση αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική του ύπαρξις. Ο Πατήρ από αγάπη δηλαδή ελεύθερα, γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το πνεύμα. Αν υπάρχει θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλ. εκείνος ο οποίος από αγάπη ελευθέρα γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα». Αλλά, η θέληση στον Θεό συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου. Οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι η θέληση δεν είναι ουσία, αλλά της ουσίας. Σε αυτή ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει ο Άρειος: Ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βουλήσεως του Πατρός, πράγμα που ισχύει μόνο για την δημιουργία της κτίσης κατά τον Μ. Αθανάσιο. Επομένως ο Μ. Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αΐδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη την διάκριση.
    Η Θεία Κοινωνία, την οποία οι κολλυβάδες πατέρες προσπάθησαν να την κάνουν συχνή, είναι αυτή που μας ενώνει με τον Κύριο, δίνει άφεση αμαρτιών, εφ’ όσον με μετάνοια προσερχόμαστε, και μας οδηγεί στην υιοθεσία. Η μη συχνή προσελευση των πιστών λόγω της άσκησης εξουσίας, όπως είδαμε, εκ μέρους των κληρικαλιστών, αποξενώνει τον πιστό από τον Κύριο. Εμφανίζονται δε στην θέση του Κυρίου οι έχοντες πνεύμα εξουσίας προς αντικαταστασή Του. Έτσι ο πιστός καθίσταται ανελεύθερος και στην ουσία αντί να αυξάνει τον Κύριο, μέσα του, καταφάσκει στην απεμπόληση του εναπομείναντος αυτεξουσίου του.

2.2 Πολιτιστικός Μαρξισμός (cultural marxism).

Α. Πολιτική Ορθότητα και πολυπολιτισμός.


O William S. Lind σχολιάζοντας το βιβλίο του Paul E. Gottfried ΄΄The Strange Death of Marxism: The European Left in the New Millenium΄΄’ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο Gottfried, αντί να γράψει την νεκρολογία του Μαρξισμού, αυτό που πραγματικά έχει γράψει είναι η ιστορία της μεταλλαξής του. Εκείνο που παρουσιάζει ο Gottfried είναι η ιστορία του παιδιού του Μαρξισμού: της Πολιτικής Ορθότητας και της Σχολής της Φρανκφούρτης (εφ’ εξής: Σχολή), κύριο υπεύθυνο της γεννησής της. Θεωρεί ότι ο πολιτιστικός μαρξισμός αποτελεί τη βάση της Πολιτικής Ορθότητας και του πολυπολιτισμού τα οποία σήμερα έχουν καταστεί η κυρίαρχη ιδεολογία στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Ο Gottfried παρακολουθεί την άνοδο της Πολιτικής Ορθότητας και του πολυπολιτισμού μέσω του Antonio Gramsci, του Georg Lukasc, καθώς και άλλων της Σχολής, δείχνοντας πως ο οικονομικός ντετερμινισμός του Μαρξ εξελίχθηκε σε μια εμμονή με την «ανόσια τριάδα» του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας, μια εμμονή που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι απαιτεί πολλές «θυσίες» και εγκατάλειψη όλων των θεανθρώπινων ερεισμάτων της ανθρωπότητας. Ο Gottfried καταλήγει ότι ο «δεσποτισμός» του πολιτιστικού μαρξισμού είναι μια πολιτική θρησκεία. Ένα είδος ψευδο-χριστιανισμού που υπόσχεται, όπως άλλωστε όλες οι ιδεολογίες, τον παράδεισο επί γης μέσω των ανθρώπινων προσπαθειών.
Στο 10ο κεφάλαιο, του ΄΄The Culture-wise Family΄΄ ο William S. Lind μας δίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή του φαινομένου. Νομίζουμε ότι ιχνογραφεί μέρος της πραγματικότητας που βιώνουμε. Ας την παρακολουθήσουμε. Για την κλασσική μαρξιστική θεωρία η εργατική τάξη όφειλε να επαναστατήσει με σκοπό την ανατροπή των ευρωπαϊκών αστικών κυβερνήσεων—μιας και οι εργάτες είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους, πέρα και πάνω από εθνικά σύνορα, παρά με την αστική και άρχουσα τάξη της χώρας τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη, κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από εθνικές σημαίες βάδισαν στη μάχη εναντίον άλλων εργατών άλλων χωρών. Αυτό, για την μαρξιστική θεωρία, ήταν μη ορθό. Την ΄΄ανακολουθία΄΄ της εργατικής «τάξης» ανέλαβαν να αποκωδικοποιήσουν ο Antonio Gramsci στην Ιταλία και ο Georg Lukacs στην Ουγγαρία. Έτσι, κατά τον Gramsci, οι εργάτες δεν αναγνωρίζουν τα αληθινά, ταξικά συμφεροντά τους διότι βρίσκονται υπό την επιρροή του δυτικού ιμπεριαλιστικού πολιτισμού ενώ ο Lukacs, το 1919, αναρωτιόταν: «Ποιος θα μας σώσει από τον δυτικό πολιτισμό;». Θεωρούσε πως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην δημιουργία του μαρξιστικού παραδείσου ήταν ο δυτικός ιμπεριαλιστικός πολιτισμός. Η πολεμική εναντίον του δυτικού ιμπεριαλιστικού πολιτισμού, γέννημα του μαρξισμού, υιοθετήθηκε από τον πολιτιστικό μαρξισμό. Μολαταύτα θα λέγαμε ότι, ο πολιτιστικός μαρξισμός, ενσωματώθηκε πλήρως ή ήταν και είναι βασικός παράγων στην μεταλλαγμένη μορφή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Gramsci αναπτύσοντας την έννοια της ηγεμονίας, υπεδείκνυε, με ποιον τρόπο οι αστοί αποκτούν την ηγεμονία και ελέγχουν τους μηχανισμούς του κράτους και κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα μιας τακτικής αντί-ηγεμονίας από τις εργατικές τάξεις. Η ηγεμονία περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο η κυριαρχία μιας τάξης πάνω στις άλλες επιτυγχανόταν μέσα από ένα συνδυασμό πολιτικών και ιδεολογικών μέσων. Η αστική ηγεμονία αντιπροσωπεύει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, αλλά και την ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να προβάλλει τη δική της κοσμοθεωρία ως «λογική» και «φυσική» σε όσους είναι υποτελείς, οδηγώντας τους έτσι σε μια ενεργό συναίνεση. Η ηγεμονία αυτή που είναι μια πολιτιστική ηγεμονία, όπως περιγράφεται από τον Gramsci, θα λέγαμε πως διαπλάθεται και νομιμοποιείται στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Θεσμοί όπως  το σχολείο, τα αστικά ΜΜΕ, τα κόμματα, η εκκλησία, διαμορφώνουν το κλίμα συναίνεσης προς την αστική εξουσία. Φυσικά, αυτή η ικανότητα της κυρίαρχης αστικής τάξης να ηγεμονεύει ιδεολογικά, γεννιέται, κατά τον Gramsci, από το κύρος που αντλεί η κυρίαρχη ομάδα από τη θέση της στην παραγωγή. Η ηγεμονία δεν αποτελεί καθαρά πολιτιστικό φαινόμενο αλλά υλικό και οικονομικό. Ο Gramsci ασχολείται με την δυνατότητα και την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να καταστρέψει την αστική ηγεμονία και να δημιουργήσει την καινούργια, δική της ηγεμονία, ξεκινώντας με τη δημιουργία αντί-ηγεμονικών θεσμών στο άμεσο παρόν. Η εργατική τάξη, οφείλει να ηγεμονεύσει στις άλλες υποτελείς κοινωνικές ομάδες και να  κατακτήσει συνολικά  την ηγεμονία, μέσω του πολέμου θέσεων, δηλαδή με αρχικό στόχο την σταδιακή αποδυνάμωση της ιδεολογικής, πνευματικής, πολιτιστικής και αξιακής ηγεμόνευσης της αστικής τάξης. Προς τούτο θα πρέπει να αναλάβει την πολιτική εξουσία μετά από «μία μακρά πορεία μέσα από τα θεσμικά όργανα»—στα σχολεία, στα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και στις εκκλησίες, σε κάθε ίδρυμα που θα μπορούσε να επηρεάζει και να παράγει πολιτισμό.
Το 1923 δημιουργείται στην Φρανκφούρτη το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών». Σε σύντομο χρονικό διάστημα η γνωστή ως «Σχολή της Φρανκφούρτης» (FrankfurterSchule), το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, θα γίνει ο τόπος όπου η Πολιτική Ορθότητα, όπως την ξέρουμε σήμερα, θα γνωρίσει την θεωρητική της θεμελίωση. Την ενασχόληση του Ινστιτούτου με κλασσικά μαρξιστικά θέματα (εργατικό κίνημα κ.α.), διαδέχθηκε το 1930 μια έντονη αλλαγή στη θεματολογία του. Τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Max Horkeimer. Νεαρός μαρξιστής σκηνοθέτης, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από τον Georg Lukacs. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε στην ανάπτυξη της θεωρίας του Lukasc και στο πως ο πολιτιστικός μαρξισμός θα μπορούσε να δομηθεί ως πλήρης και αυτοδύναμη ιδεολογία. Προς επίτευξη του στόχου επιστράτευσε νέα μέλη. Ίσως ο σημαντικότερος να ήταν ο Theodor Adorno. Ο Erich Fromm, o Wilhelm Reich, ψυχολόγοι και γνωστοί υποστηρικτές του φεμινισμού και της μητριαρχίας, και ο Herbert Marcuse ήταν από τα γνωστότερα νέα μέλη της Σχολής. Με τη βοήθεια των νέων μελών ο Horkeimer όρισε τρεις νέες συνθήκες στοχεύοντας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη του πολιτιστικού μαρξισμού απογαλακτιζοντάς τον από τον κλασσικό μαρξισμό. Πρώτον, ήρθε σε σύγκρουση με την άποψη του Μαρξ ότι ο πολιτισμός είναι απλώς μέρος του ΄΄εποικοδομήματος΄΄ της κοινωνίας, η πορεία της οποίας καθορίζεται από οικονομικούς παράγοντες. Ο Horkeimer θεωρεί ότι ο πολιτισμός είναι ένας ανεξάρτητος και πολύ σημαντικός παράγοντας στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Δεύτερον, και πάλι σε αντίθεση με τον Μαρξ, θεωρεί ότι στο μέλλον, η εργατική τάξη δεν θα είναι παράγοντας της επανάστασης. Τρίτον, αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της ψυχολογίας, και της προσφοράς του Φρόυντ. Υποστήριξε ότι όπως οι εργάτες ήταν καταπιεσμένοι από τον καπιταλισμό, έτσι και ο δυτικός πολιτισμός δημιουργεί μια κατάσταση συνεχούς ψυχολογικής πίεσης σε όσους ζουν υπ’ αυτόν. Η ΄΄απελευθέρωση΄΄ του καθενός από την καταπίεση ανήχθη σε κύριο στόχο του πολιτιστικού μαρξισμού. Επίσης, συνειδητοποίησαν ότι η ψυχολογία τους προσέφερε ένα πολύ πιο ισχυρό εργαλείο: τους ψυχολογικούς όρους.

Β. Η Κριτική Θεωρία.

Από τις θεωρητικές εργασίες τού Horkeimer καθορίστηκε το πολιτικό και φιλοσοφικό πρόγραμμα της Σχολής με την ονομασία «Kριτική Θεωρία». Μολαταύτα η Κριτική Θεωρία δεν είναι γέννημα ενός ανθρώπου αλλά μιας ομάδας ανθρώπων που εργάστηκαν στη Σχολή. Για τον Horkeimer είναι αναγκαίος ο συγκερασμός κοινωνικής φιλοσοφίας και κοινωνικών επιστημών (ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, ιστορίας), καθώς και ο εμπλουτισμός της μαρξιστικής ανάλυσης με τη φροϋδική ψυχανάλυση. Αντίθετα από τον κλασσικό μαρξισμό, που υποστηρίζει ότι την ιστορία καθορίζει αυτός ο οποίος κατέχει τα μέσα παραγωγής, για την Σχολή η ιστορία καθορίζεται από τις ομάδες—άνδρες, γυναίκες, φυλές, θρησκείες κ.τ.λ.— οι οποίες έχουν την εξουσία ή την «δεσπόζουσα θέση». Έτσι το παρόν μπορεί να ερμηνεύεται με μαρξιστικούς όρους αλλά οι κοινωνικές επιστήμες είναι προϋποθέση στην ερμηνεία. Ενσωμάτωσαν έτσι στον πολιτιστικό μαρξισμό τους αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε «επαναξιολόγηση όλων των αξιών». Αυτό με απλά λόγια σήμαινε ότι το σύνολο των αξιών που επιδημούσε στον δυτικό κόσμο, θα έπρεπε να υποστούν κριτική ανατομία η οποία θα οδηγούσε σε ανα-νοηματοδότηση τους. Για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία είναι κάτι λεπτό και δείγμα ιδιαίτερης ευαισθησίας, αλλά όποιος νομίζει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν διαφορετική κοινωνική αποστολή ή διαφορετικούς γενετήσιους σκοπούς—θέσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι έτσι έχουν δημιουργηθεί—τότε είναι ένας κακός «φασίστας».
    Η πρακτική κυριαρχία της αστικής τάξης είχε και αυτή στον πυρήνα της την εκμετάλλευση και ως εκ τούτου αρνήθηκε την ουσία και την καθολικότητα των συνθημάτων της. Η καθολικότητα αυτή ήταν ιδεολογική και κάλυπτε τη συγκεκριμένη ανελευθερία, ανισότητα και αδικία. Ο Horkeimer υποστήριζε ότι με μια τέτοια κριτική «από μέσα» κρίνεται η αλήθεια των εννοιών. Το αληθινό είναι αυτό που δεν καλύπτει τις κοινωνικές αντιφάσεις προς όφελος μιας κυρίαρχης τάξης και η αληθινή δράση είναι αυτή που προωθεί την κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση μιας έλλογης κοινωνίας. Έτσι, βασικό στοιχείο της Κριτικής Θεωρίας και της αντίληψης της για την αλήθεια είναι η άρνηση. Μέσω της άρνησης άλλων φιλοσοφικών επιχειρημάτων καθίσταται δυνατή η γνώση.
    Ο κεντρικός σκοπός της Κριτικής Θεωρίας, αντλώντας από την παράδοση του γερμανικού ανθρωπισμού, ήταν η αποκατάσταση του Λόγου ως Vernunft. Ο κλασσικός γερμανικός ιδεαλισμός χώριζε τη σκέψη σε Verstand και  Vernunft. Το πρώτο επίπεδο Verstand αναφερόταν σε μια κατώτερη λειτουργία της σκέψης που αντιλαμβανόταν τη φαινομενικότητα του κόσμου με βάση τις αρχές της ταυτότητας. Το δεύτερο επίπεδο Vernunft περιέγραφε την ανώτερη φιλοσοφική διαλεκτική σκέψη που κατανοούσε την ουσία της πραγματικότητας ξεπερνώντας την επιφανειακή και αισθητηριακή αντίληψη της ύπαρξης της, κατανοώντας την ως προς τις εσωτερικές της δυνατότητες, την ουσία της. Η Κριτική Θεωρία επιθυμούσε να αποκαταστήσει τη Vernunft και να κατανοήσει τις δυνατότητες που ενυπήρχαν στο κοινωνικό Είναι, δυνατότητες που επέτρεπαν την προσδοκία μιας έλλογης κοινωνίας. Οι δυνατότητες αυτές συνδεόταν με τις δυνάμεις της άρνησης.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Ινστιτούτο επανιδρύθηκε από τα επαναπατρισθέντα μέλη της Σχολής. Ο Herbert Marcuse παρέμεινε στις ΗΠΑ και ξεκίνησε να μεταφράζει τα συγγράμματα των μελών της Σχολής.
Κεντρικό σημείο στη σκέψη του Marcuse αποτελεί η διατύπωση των προϋποθέσεων της ανθρώπινης ευτυχίας. Επιδιώκει να συμφιλιώσει το Λόγο με την ευτυχία διαμορφώνοντας έτσι μια ενότητα Λόγου-ευτυχίας ενάντια στον διαχρονικό τους διαχωρισμό από την ιδεολογία των ταξικών κοινωνιών, που υποτίμησαν την υλική ευτυχία αναγνωρίζοντας ως «καθαρή» ηδονή μόνο την πνευματικότητα. Για να διοχετεύσει την ιδεολογία της η αστική τάξη σε πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού χρησιμοποίησε την τέχνη. Η τέχνη δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ευτυχίας κι έτσι εξυπηρετεί τη διατήρηση της κατεστημένης κοινωνίας καθώς βοηθάει στην εσωτερίκευση των αξιών από τους ανθρώπους. Στην απόλαυση της τέχνης, ο δέκτης μπορεί να αναπαράγει για πάντα μια τέτοια ευτυχία. Αν ο ηδονισμός είχε ηθική αξία, οι άνθρωποι θα επιθυμούσαν εξίσου τις σωματικές απολαύσεις. Η αδυναμία όμως της απόλαυσης λόγω των οικονομικών δυσκολιών θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τις κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγουν την φτώχεια και τη δυσάρεστη εργασία με προοπτική την ανατροπή τους. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την κυριαρχία της αστικής τάξης. Έτσι η αυξημένη ηδονή θα ήταν άμεσα αυξημένη απελευθέρωση του ατόμου, διότι θα απαιτούσε ελευθερία στην επιλογή, στη γνώση και στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων του. Θα ανέκυπτε το ερώτημα «αυτοί που παράγουν τις αξίες έχουν περισσότερο ηδονή ή πόνο;». Σκοπός της καταφατικής κουλτούρας είναι η καταστολή των επιθυμιών, οι οποίες μπορούν να έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες επιθυμίες είναι οι σεξουαλικές, και ως τέτοιες η αστική τάξη δεν θέλει την ελεύθερη έκφραση τους διότι οδηγούν στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας της. Η τέχνη κατευνάζει την επιθυμία για εξέγερση εξωραΐζει την παραίτηση καθώς ωθεί τον άνθρωπο σε μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, λέγοντάς του ότι το σημαντικό είναι το εσωτερικό, το ψυχικό και όχι το υλικό, το σωματικό. Με αυτόν τον τρόπο, η ελευθερία της ψυχής χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί η αθλιότητα, το μαρτύριο και η υποδούλωση του σώματος. Υπηρέτησε την ιδεολογική παράδοση της ύπαρξης στην οικονομία του καπιταλισμού. Προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η ελεύθερη, ορθολογική, αναδιοργάνωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Στο βιβλίο ΄΄Έρως και Πολιτισμός΄΄ γράφει: «Πολύμορφος σεξουαλισμός» ήταν ο όρος που χρησιμοποίησα, για να δείξω ότι η νέα κατευθυνσή της προόδου θα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την ευκαιρία της ενεργοποίησης απωθημένων ή αναχαιτισμένων οργανικών, βιολογικών αναγκών: Της αλλαγής του ανθρώπινου σώματος σε όργανο ηδονής μάλλον παρά εργασίας». Ενώ «Όταν το σώμα δεν χρησιμοποιείται πια όλη την ώρα σαν όργανο εργασίας, θα ξαναφορτίζοταν με σεξουαλισμό»… «Ολόκληρο το σώμα θα γινόταν αντικείμενο καθεξής, πράγμα προορισμένο για απόλαυση—όργανο ηδονής. Αυτή η αλλαγή στην αξία και την έκταση των λιμπιντικών σχέσεων θα οδηγούσε σε μια διάσπαση των θεσμών στους οποίους έχουν οργανωθεί οι ιδιωτικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, ιδιαίτερα η μονογαμική και πατριαρχική οικογένεια». Ας σημειώσουμε ότι το «Έρως και Πολιτισμός» έγινε ένα από τα βασικά κείμενα της Νέας Αριστεράς στη δεκαετία του 1960. Ο Marcuse διεύρυνε επίσης το πνευματικό έργο της Σχολής. Στις αρχές του 1930 ο Horkeimer είχε αφήσει ανοιχτό το ερώτημα για το ποιος θα αντικαταστήσει την εργατική τάξη ως το υποκείμενο της άρνησης στην εξέλιξη της επανάστασης. Στην δεκαετία του 1950 ο Marcuse ορίζει ότι ένας συνασπισμός φοιτητών, μαύρων,φεμινιστριών και ομοφυλόφυλων—ο πυρήνας της εξέγερσης των φοιτητών της δεκαετίας του 1960, και οι ιερές ΄΄ομάδες θύματα΄΄ της Πολιτικής Ορθότητας σήμερα, θα αντικαταστήσουν το υποκείμενο της εν δυνάμει επανάστασης. Η λέξη «ανοχή» (tolerance) στάθηκε αφορμή για να ορίσει ο Marcuse την «απελευθερωτική ανεκτικότητα». Την προσδιόρισε ως ανοχή για όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την αριστερά, και χαρακτήρισε «μισαλλοδοξία» όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την δεξιά. Όταν οι πολιτιστικοί μαρξιστές κάνουν έκκληση για «ανοχή», ενοούν την «απελευθερωτική ανεκτικότητα» του Marcuse. Όπως όταν μιλούν για «ποικιλομορφία» (diversity), εννοούν την ομοιομορφία και την αποδοχή της δικής τους πίστης. Στην ουσία ευνοούν μια σταδιακή συρρίκνωση της δημιουργικής και πολιτισμικής πολλαπλότητας. Έναν συνεχή αποχρωματισμό του φύσει διαφορετικού και αντικαταστασή του, όπου είναι δυνατόν, από το τεχνηέντως διαφορετικό. Αν η ετερότητα ορίζεται ως ανουσία υπόσταση, τότε είναι σίγουρο ότι η ετερότητα, την οποία προπαγανδίζει η Πολιτική Ορθότητα, είναι αυτή ακριβώς η ισοπεδωτική ανούσια ομοιομορφία που βλεπουμε στην εποχή μας.

Γ. Χαρακτηριστικά πολιτιστικού μαρξισμού.

    Όταν αναφερόμαστε στην Πολιτική Ορθότητα, συνειρμικά οδηγούμαστε σε ιδέες ή πολιτικές οι οποίες γεννούν διακρίσεις εναντίον μειονοτήτων που προσδιορίζονται από το φύλο, την φυλή, την θρησκεία, την εθνότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή κάποιου είδους ανικανότητα. Η απόπειρα καταπολέμησης των διακρίσεων απέναντι σε θεωρούμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (μαύρους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες κτλ.) μοιάζει να είναι ο κύριος στόχος της Πολιτικής Ορθότητας. Ζητήματα για τα οποία ουδείς λογικός άνθρωπος αντιλέγει. Αλλά, όπως είδαμε, όλη αυτή η κριτική δεν είναι παρά η κριτική της άρνησης. Αυτό που κατατίθεται ως αλήθεια είναι ένα πελώριο ψέμα που εξυπηρετεί τον οπορτουνιστικό μεσσιανισμό του πολιτιστικού μαρξισμού.
Κάποιοι από τους βασικούς άξονες του πολιτιστικού μαρξισμού, όπως η επικράτηση του θηλυκού στοιχείου, η αποδόμηση της οικογένειας ως «καταπιεστικού θεσμού», η απόρριψη της έννοιας της ιεραρχίας στις κοινωνικές δομές και η απαλλαγή της σεξουαλικότητας απ’ την «τυραννία της γεννητικότητας» καί την στροφή της σε καταστάσεις «διεστραμμένες—πολυμορφικές» μαρτυρούν  γνωστικές δοξασίες. Ο Lodovici ισχυρίζεται ότι οι πολυάριθμες «γνωστικές συμπεριφορές ποτέ δεν σταμάτησαν να διατρέχουν υπογείως σε όλη την Χριστιανική και Εβραϊκή παράδοση». Οι «Adorno-Horkheimer επιδιώκουν τη γνωστική έκσταση της διάλυσης-συγχώνευσης με το απροσδιόριστο όλο. Στην αποκατάσταση, στη «Λύση» δεν δίνουν όνομα και μορφή, αντανακλώντας την άρνηση της «Κριτικής Θεωρίας» να συγκεκριμενοποιήσει την ουτοπιστική της οπτική. Όπως, πράγματι, είχε επισημάνει ο Jurgen Habermas, η άρνηση της Ιδεαλιστικής Γερμανικής φιλοσοφίας να δώσει μορφή στις ουτοπιστικές της ιδέες ήταν αρκετά όμοια με τους καββαλιστές που τόνιζαν περισσότερο τις λέξεις παρά τις εικόνες».
Άλλωστε η σκιά του καββαλιστικού γνωστικισμού συνοδεύει τις ερμηνευτικές διαδικασίες του Ινστιτούτου: Η επίδραση όμως της εβραϊκής σκέψης και των συνηθειών πάνω στον Walter Benjamin ήταν, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετική. Το πιο βαθύ ενδιαφέρον του Benjamin ήταν για την Καββάλα, το πιο μυστηριώδες έργο του εβραϊκού μυστικισμού. Σ’ αυτό το ενδιαφέρον καθοριστική ήταν η φιλία του με τον Scholem. Όταν ο Max Bychner, εκδότης της  Schweizer Rundscau ζήτησε από τον Benjamin εξηγήσεις πάνω στην εισαγωγή, ιδιαίτερα δύσκολη, στο βιβλίο του  Ursprung des deutschen Trauerspiels (Η καταγωγή της Γερμανικής Τραγωδίας), ο Benjamin του είπε να μελετήσει την Καββάλα. Σε μία επιστολή του προς τον Bychner το 1931, πολύ καιρό αφότου άρχισε να ενδιαφέρεται για τον μαρξισμό, ο Walter Benjamin παρατήρησε: «Δεν μπόρεσα ποτέ να μελετήσω και να σκεφτώ διαφορετικά από ένα τρόπο που θα μπορούσα να τον ορίσω ως θεολογικό—δηλαδή σε συμφωνία με την Ταλμουδική διδασκαλία των σαρανταεννέα εννοιολογικών επιπέδων κάθε χωρίου της Torah». Ο Walter Benjamin αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να κάνει χρήση εργαλείων όπως το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και αργότερα η τηλεόραση, επηρεάζοντας και διαμορφόνωντας την ψυχολογία των πολιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι η βιομηχανία του θεάματος, είναι στο δευτερο μισό του 20ου αιώνα και μέχρι της ημέρες μας, το πιο ισχυρό όπλο του πολιτιστικού μαρξισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεσπούν εξεγέρσεις νέων στην Αμερική και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους εκδόσεις που έχουν ως στόχο τους την αλλαγή των ηθών και υπηρετούν τον ακαθόριστο, αλλά πολιτικά ορθό όρο, «απελευθέρωση». Εστιάζουν στην σεξουαλική απελευθέρωση, στην θρησκευτική απελευθέρωση, στην αποδόμηση της οικογένειας, στον φεμινισμό κ.α. Κάνουν την εμφανισή τους συγκροτήματα μουσικής, οι μουσικοί των οποίων, δημιουργούν μουσικές συνθέσεις επηρεασμένοι από ψυχοδιεγερτικές ουσίες και σκληρά ναρκωτικά. Για αρκετούς μελετητές αυτή είναι η περίοδος που η μετανεωτερικότητα δίνει έντονα το στίγμα της.
Όλη αυτήν την αφήγηση θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε ως εξής:
παραδοσιακή κοινωνία → νεωτερικότητα → απομυθοποίηση παραδοσιακών θεσμών και ηθών (π.χ. διαφωτισμός, μαρξιστική θεωρία) → πολιτιστικός μαρξισμός → μετανεωτερικότητα.
Επιγραμματικά η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τον έντονο ανθρωποκεντρισμό, την πόλωση στο Διαφωτιστικό όραμα του  ορθολογικού εκσυγχρονισμού και την υπόσχεση της καθολικής χειραφέτησης. Θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας είναι η αυτονομία και η αυτοδιάθεση του υποκειμένου, η πίστη στον προοδευτισμό και τον επιστημονισμό και γενικά σε όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν στην απομάγευση του κόσμου· στη διάρρηξη, δηλαδή, της σχέσης του ανθρώπου με το  Θείο και τη συνακόλουθη καλλιέργεια της εντύπωσης πως η μόνη αλήθεια είναι αυτή που προέρχεται από την ανθρώπινη νόηση.
Ενώ η μετάνεωτερικότητα μας εισάγει στην περίοδο μετά την νεωτερικότητα. Παρατηρείται, σε αντίθεση με την νεωτερικότητα, μια προσπάθεια επιστροφής στον ανορθολογισμό «και στην επαναμάγευση του κόσμου, αλλά σε μία μάγευση χωρίς αντικειμενικότητα, εφόσον, στα πλαίσια της μετά-νεωτερικότητας υπάρχουν τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι». Μία μάγευση, με άλλα λόγια, που δεν έχει στο κεντρό της τον Χριστό, αλλά το βύθισμα στην άβυσσο του New Age, της Θεοσοφίας και των συναφών αιρέσεων.
Συμπερασματικά στην νεωτερικότητα το υποκείμενο αυτονομείται και ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης αλλά και της καθυπόταξης του ετέρου. Για τη νεωτερικότητα ο αυτοπροσδιορισμός συνεπάγεται τον προσδιορισμό και τον έλεγχο του ετέρου. Αντίθετα η μετανεωτερικότητα μάς ωθεί να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από το πρίσμα των άλλων. Η μετανεωτερικότητα αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο την αλλαγή προτεραιότητας και την πριμοδότηση του έτερου, γιατί αντιστρέφοντας την ιεραρχία εαυτού και άλλου ορίζει την υποκειμενικότητα λαμβάνοντας υπόψη την ετερότητα και αναγνωρίζοντας τις υποχρεώσεις της έναντι τρίτων, είτε πρόκειται για τους ανθρώπους, τη φύση ή την ιστορία.
Η Πολιτική Ορθότητα λοιπόν, παρά τις, ενδεχόμενες, αρχικές καλές προθέσεις, εξετράπη σε υπερβολές, για να εξελιχτεί τελικά σε de facto φίμωση της γλώσσας. Προβλήθηκαν και προβάλλονται κατά κόρον ορισμένες αρνητικά φορτισμένες και άκρως δυσφημιστικές λέξεις (ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, τρανσοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός, ισλαμοφοβία κτλ). Ταυτόχρονα οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως ανεξίτηλα κοινωνικοπολιτικά στίγματα, το καθένα από τα οποία ήταν και είναι αρκετό για να καταδικάσει κάθε ανυπακοή ή παρέκκλιση. Έτσι απαγορεύει και ποινικοποιεί προφορικές εκφράσεις ή συμπεριφορές που μπορούν να χαρακτηρισθούν προσβλητικές. Για το λόγο αυτό έχουν διαμορφώθει άκαμπτοι κώδικες ομιλίας και συμπεριφοράς, με νομοσχέδια ανά την υφήλιο. Έχει γίνει ένα δόγμα ακόμα πιο μισαλλόδοξο από τις μισαλλόδοξες ιδέες που υποτίθεται ότι αντιμάχεται.
    Ο Alfred W. Clark, γράφει ότι οι χριστιανοί πάσχοντας από έναν εθνομαζοχισμό και έναν «παθολογικό αλτρουισμό», βασιζόμενοι στον συναισθηματισμό και έχοντας μια παραποιημένη εικόνα της χριστιανικής αγάπης οδηγούν τον χριστιανισμό σε μια «εκθήλυνση». Ο σύγχρονος δυτικός χριστιανισμός, ακόμα και στις λεγόμενες «συντηρητικές» εκφάνσεις του, έχει γίνει δυσδιάκριτος από τις βασικές ΄΄αξίες΄΄ του Πολιτιστικού Μαρξισμού που έχουν εισχωρήσει μέσα του. Η παραπάνω διαπίστωση αφορά και την σύγχρονη ορθόδοξη πραγματικότητα.
    Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η περίοδος μετάβασης από τον κληρικαλισμό—που οικοδόμησε μια παραδοσιακή Εκκλησία στηριζόμενος στην έξαρση των Ιερών Κανόνων, στην εξουσία της Θείας Κοινωνίας κ.α.—στον Οικουμενισμό, στον Επισκοποκεντρισμό και την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία συνακόλουθα, μάλλον έχει τελειώσει. Ο Οικουμενισμός εχθρικός προς τον ησυχασμό—την πεμπτουσία της Ορθόδοξης πίστης—αγνοεί ή καλύτερα είναι απρόθυμος στο κήρυγμα της μετανοίας. Το έδαφος όμως είναι ήδη καλλιεργημένο. Δεν είναι παράξενο που δεν ζούμε την μετάνοια. Η επικράτηση του πνεύματος της νοησιαρχείας δεν μας επέτρεψε και δεν μας επιτρέπει να γίνουμε τα «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου». Ο Οικουμενισμός εμφανίστηκε ως ένα είδος μεταμοντέρνου στην καρδιά της νεωρετικότητας. Τον στήριξε ο ορθός λόγος αλλά η ψυχή του είναι η άρνηση του Λόγου. Ανδρώθηκε στην νεωτερικότητα αλλά ζει και αναπνέει από την μετανεωτερικότητα, τα προτάγματα της οποίας υιοθετεί και εξελλίσει. Είδαμε ότι η μετανεωτερικότητα «ως ένα σύνολο ιδεών, θέτει σε αμφισβήτηση τόσο την απεριόριστη πίστη στον ορθό λόγο και την πρόοδο, όσο και τις μεγάλες αφηγήσεις», άποψη την οποία ο Οικουμενισμός εγκολπώνεται διότι μέσα από την καθολική αμφισβήτηση καθίσταται η νέα μεγάλη αφήγηση. Είναι η μεγάλη αφήγηση της άρνησης. Η μεγάλη αφήγηση της άρνησης της αφήγησης. Είναι η αφήγηση της συγχύσεως. Δεν εμφορείται από πνεύμα διακρίσεως. Δεν είναι νοησιαρχικός αλλά ποτισμένος από το πνεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού εμφανίζεται ως «ένας πανθεϊσμός, ένας μονισμός που έφτασε ως την ταύτιση του Θεού και του κόσμου, της ψυχής και του σώματος, του υποκειμένου και του αντικειμένου». Ένας μονισμός του πνεύματος. Ως δύναμη άρνησης, αντιμάχεται την πατερική πίστη, αναζητώντας την ακαθόριστη μεταπατερική πραγματικότητα. Θέλει να συνδράμει έτσι στην απελευθερωσή του ανθρώπου από τον ίδιο τον Κύριο—διότι τους Πατέρες ο Κύριος μας τους χάρισε ως αγιοπνευματικούς άξονες. Αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως σώμα πολιτισμού παρά ως το Σώμα του Κυρίου και αποδίδοντας συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά στην κάθε τοπική Εκκλησία αμφισβητεί την οικουμενικοτητά της. (Θα σημειώσουμε ότι η Εκκλησία ως σώμα Κυρίου είναι σφοδρός ελεγκτής της αιρέσεως, αντιθέτως όταν σχετικοποιείται και μεταπίπτει σε πολιτισμικό φαινόμενο, με άλλα λόγια όταν εκκοσμικεύεται, είναι τροφός της αιρέσεως. Είναι σαφές ότι μία τέτοια Εκκλησία απλά δεν είναι η Εκκλησία του Κυρίου.) Υποβαθμίζει έτσι την Εκκλησία σε πολιτιστικό διαχειριστή, ενώ είναι η πύλη της σωτηρίας. Ως εκ τούτου μιλάει για ιστορική Εκκλησία που πορεύεται προς τα έσχατα έχοντας καταστήσει τον Κύριο και την Θεοτόκο θεατές αυτής της πορείας, λες και δεν ενανθρώπισε ο Κύριος στον χώρο της Θεοτόκου. Μια εσχατολογική πορεία που καταργεί την κατακόρυφη διάσταση της σωτηρίας μας και μας καθιστά δούλους της ιστορίας του χρόνου. Στην ουσία η ιστορία του χρόνου καταργεί το σχέδιο της ενανθρώπισης, το σχέδιο της σωτηρίας μας. Ο Οικουμενισμός είναι ο εκφραστής ενός ακαθόριστου κοσμικού μεσσιανισμού, μιας Βασιλείας της αποκατάστασης,  που θα βραβεύσει την καλή μας πίστη κάποτε, κάπου και πουθενά. Το τέλος της ιστορίας το μόνο που μπορεί να επιβεβαιώσει είναι το τέλος της ιστορίας της σωτηρίας μας. Αυτό που η νεωτερικότητα δεν κατάφερε, έναν έλλογο κοσμικό μεσσιανισμό, το υπόσχεται ο Οικουμενισμός. Η πολυπολιτισμική ουτοπία, φορτωμένη με την μετανεωτερική αφήγηση της άρνησης (ομοφυλοφιλία, ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός, ισλαμοφοβία, αγαπολαγνεία) αναζητεί τόπο μέσα από την ενότητα στην πολυμορφία (κλαδική θεωρία) και την έξαρση του ετεροπροσδιοριζόμενου υποκειμένου. Είναι φυσικό ο Οικουμενισμός να μην αποδέχετε την Μια Αγία Καθολική Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία, μιας και ο Κύριος ενεργεί ως καταλύτης κάθε είδους αυτοαναφορικής υποκειμενικότητας. Ο Κύριος ως η καθεαυτού αυτοαλήθεια δεν αναγνωρίζεται από τον Οικουμενισμό, παρά μόνο ως πρόσχημα επαναμάγευσης του κόσμου. Έτσι η αγάπη αυτονομημένη από τον Κύριο και ερμηνευμένη ως εμπαθής αγάπη καθίσταται το όχημα, το εργαλείο επαναμάγευσης του κόσμου και οπώς είδαμε η επαναμάγευση μάλλον νοείται ως αποδοχή του εξελιγμένου γνωστικισμού. Είδαμε ότι η πολιτική ορθότητα εννοεί ως αγάπη οτιδήποτε δεν αναιρεί τον κόσμο της άρνησης τον οποίο χτίζει. Η άρνηση ερμηνευεται ως αγάπη στην πολιτικη ορθότητα ενώ η αγαπολογία εννοείται ως η αγάπη των χριστιανικών εκκλησιών χωρίς τον Κύριο. Στην ουσία χτίζουν τον ίδιο κόσμο.
    Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο με τα λόγια της Ida Magli η οποία μιλάει για «υποβοηθούμενη αυτοκτονία ενός ολόκληρου πολιτισμού». Η θέαση της Ida Magli είναι κοσμική, δυτικοευρωπαϊκή. Με αυτές τις αφετηρίες αναλύει τα φαινόμενα που διαδραματίζονται στον οικείο χώρο της Ευρώπης. Μολαταύτα έχει αξία η κριτική της προσέγγιση. Για την Ida Magli «Η ’’Πολιτική Ορθότητα’’ αποτελεί την πιο ριζική μορφή πλύσης εγκεφάλου που οι κυβερνήτες επέβαλαν ποτέ στους υπηκόους τους. Η αντιστοιχία σκέψης-γλώσσας είναι, πράγματι, πρακτικά αυτόματη, η εισαγωγή μιας εννοιολογικής στρέβλωσης σε αυτήν την αντιστοιχία, σημαίνει ότι κατάσχουμε το φυσικό όργανο της ζωής στο οποίο έχει εναποτεθεί το ανθρώπινο είδος: την προσαρμογή του εγκεφαλικού λογικού συστήματος στην αντίληψη της πραγματικότητας κατά την γλωσσική διατύπωση των εννοιών, εμποδίζοντας έτσι και την οποιαδήποτε αλλαγή ή μετασχηματισμό». Για το ζήτημα της μετανάστευσης γράφει: «Η αμφιβολία ότι, πράγματι, κανένας δεν θα συλλέξει τα ίχνη της ύπαρξης μας (=του πολιτισμού μας) έγινε με το πέρασμα του χρόνου σχεδόν μία βεβαιότητα. Η Ευρώπη, ιδιαίτερα το πιο ελκυστικό, το πιο πλούσιο, το πιο ευάλωτο στις  επιδρομές  μέρος  της (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία) θα κατοικηθεί στην πλειοψηφία από μουσουλμάνους εξ Αφρικής, οι οποίοι θα έχουν την ευχαρίστηση και το καθήκον να εξαλείψουν όλα αυτά που μας ανήκουν. Όταν πλέον θα είναι οι κυρίαρχοι της Ευρώπης, οι μουσουλμάνοι ΄΄δικαίως΄΄ θα καταστρέψουν την Ευρωπαϊκότητα, όπως συνέβη πάντα όταν ένας πολιτισμός  εισέβαλε μέσα σε έναν άλλο. Πρώτες θα αφανιστούν οι εκκλησίες  με όλα όσα περιέχουν. Έργα ζωγραφικής, αγάλματα, τοιχογραφίες, απαγορευμένα από την Παλαιά διαθήκη ως οποιαδήποτε ΄΄αναπαράσταση΄΄ ή ΄΄εικόνα΄΄, θα εξαφανιστούν μαζί με αυτές. Επίσης τα μουσεία, ο Τζιότο, ο Ραφαήλ…. Ο τρόπος ζωής των μουσουλμάνων, ρυθμισμένος από τους Κανόνες που υπαγορεύτηκαν στην αρχαιότητα από  τον Μωυσή στο λαό του, και που ο Μωάμεθ επιβεβαίωσε στο Κοράνι, το οποίο όντας ΄΄ιερό΄΄ πρέπει να τηρείται κατά γράμμα,  θα εμποτίσει το ευρωπαϊκό  περιβάλλον, σβήνοντας  οποιοδήποτε ίχνος  του δικού μας». Η Ida Magli συνεχίζει μιλώντας για την παρακμή του δυτικού πνεύματος: «Η Ευρώπη έγινε θηλυκό· η ανικανότητα της να υπερασπίσει τον εαυτό της οφείλεται στην ολική απώλεια εκείνης της Πυγμής, που στο παρελθόν την καθιστούσε μία γεωγραφική-πολιτική-πολιτισμική οντότητα ΄΄διεισδυτική΄΄ στον υπόλοιπο κόσμο, και όχι ΄΄διεισδυμένη΄΄ από αυτόν…. Ο σχετικισμός της Εκκλησίαςείναι ένα άλλο από τα στοιχεία της παρακμής. Οι κυβερνήτες, οι δημοσιογράφοι και ο ευρωπαϊκός κλήρος, σπρώχνουν κάθε ημέρα την ήπειρο τους στο να χάσει τα χαρακτηριστικά της, για να την ενοποιήσουν και να την ομολογοποιήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά αυτό σημαίνει ότι θέλουν το τέλος όχι μόνον του Χριστιανισμού, αλλά όλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το τέλος των ΄΄λευκών΄΄».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου