ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ («Ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν Πατερικὸ λόγο, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ζοῦμε σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή».
Ἡ Πατερικὴ θεολογία
τοῦ Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
περιοδ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ»
Ἰούνιος 2012, ἀρ. τ. 191
. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι
ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στοὺς ἁγίους Πατέρες ποὺ συνεκρότησαν τὴν Δ´
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Χαλκηδόνα τὸ ἔτος 451 μ.Χ., ἡ ὁποία
ἀντιμετώπισε τὴν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν αἵρεση
ἐκείνη ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ –θεία καὶ
ἀνθρωπίνη– ἑνώθηκαν σὲ μία φύση καὶ συγκεκριμένα ἡ ἀνθρώπινη φύση
ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση. Αὐτὴ ἡ ἄποψη ἀνέτρεπε ὅλη τὴν διδασκαλία
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι διατηρεῖται ἡ ἀνθρώπινη φύση
στὸν Χριστὸ καὶ μετὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὴν θεία φύση.
. Ἡ αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ εἶναι συνέχεια τῆς μεγάλης
αἱρέσεως τοῦ ἀρειανισμοῦ, ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα καὶ
ὄχι Θεός. Ἡ βάση τῶν πρώτων αὐτῶν αἱρέσεων ἦταν ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ
ἑρμηνεύουν μὲ τὴν λογικὴ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι
οἱ αἱρετικοὶ καὶ ὅλοι οἱ ὁμόφρονές τους θεολόγησαν χρησιμοποιώντας τὴν
ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν στοχασμό, ἐνῶ οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν τὴν
ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, ὅπως διατυπώθηκε μέσα στὴν Ἁγία
Γραφή, ἀλλὰ καὶ ὅπως ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὴν δική τους πνευματική,
ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν αἱρετικῶν
καὶ τῶν Πατέρων. Οἱ αἱρετικοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν σχέση τοῦ
Πατρὸς μὲ τὸν Λόγο, καὶ τὴν σχέση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, μὲ τὴν
χρήση φιλοσοφικῶν προϋποθέσεων, ἐνῶ οἱ Πατέρες ἐγνώριζαν ἀπὸ τὴν πείρα
τους ὅτι ὁ Λόγος εἶναι Θεός, γιατί κατὰ τὴν ἐμφάνισή Του στοὺς
Ἀποστόλους καὶ σὲ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους ἔλαμπε ὡς Φῶς, ὅπως ὁ ἥλιος. Ἔτσι, ὁ
Λόγος ἔχει τὴν ἴδια οὐσία καὶ ἐνέργεια μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα. Ἐπίσης, ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε
«ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως», «ἀδιαιρέτως» καὶ «ἀχωρίστως».
. Πράγματι, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ ὄρος
Θαβώρ, οἱ τρεῖς Μαθητὲς εἶδαν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ λάμπη ὅπως ὁ
ἥλιος, καὶ τὰ ἱμάτιά Του νὰ εἶναι λευκὰ ὅπως τὸ φῶς, ἄκουσαν καὶ τὴν
φωνὴ τοῦ Πατρός, ποὺ ἐμαρτύρησε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀγαπητὸς Υἱός Του
καὶ εἶδαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὡς νεφέλη φωτεινή. Ὁ ἀρχιδιάκονος καὶ
πρωτομάρτυρας Στέφανος στὸ Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων εἶδε μεγάλη δόξα-λάμψη
Θεοῦ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός. Ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος εἶδε τὸν Χριστὸ μέσα στὸ Φῶς, καὶ μάλιστα ἕνα Φῶς τοῦ ὁποίου ἡ
λαμπρότητα ὑπερεῖχε τῆς λαμπρότητος τοῦ ἡλίου. Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία εἶχαν
οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ὁ θεοπτης Μωϋσῆς, ἀλλὰ καὶ οἱ
θεοφόροι Πατέρες διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Σὲ μιὰ τέτοια ἐμπειρικὴ θεολογία
δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ὁποιαδήποτε φιλοσοφία καὶ ὁποιοσδήποτε στοχασμός. Ὁ
Ἀπόστολος Πέτρος ποὺ παρευρέθηκε κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στὸ
ὄρος Θαβώρ, γράφει ὅτι ἔγινε «ἐπόπτης» τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ καὶ
δὲν Τὸν γνώρισε μὲ «σεσοφισμένους μύθους», δηλαδὴ μὲ παραμύθια τὰ ὁποῖα
παρουσιάζονται μὲ σοφοὺς λόγους καί, ἀσφαλῶς, ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἀρχαία
ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ποὺ χαρακτηρίζεται μεταφυσικὴ (Β´ Πέτρ. α´ 16-21).
. Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ ὄχι ὀρθολογιστική, ἐκφράζεται ἀπὸ αὐτόπτες
μάρτυρες τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσόφους ποὺ
χρησιμοποιοῦν τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν φιλοσοφία. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο
εἶναι διακριτικὸ γνώρισμα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀναμειγνύουν τὴν
λογικὴ μὲ τὸν νοῦ, τὴν φαντασία μὲ τὴν πραγματικότητα, τὴν φιλοσοφία μὲ
τὴν ἀλήθεια, τὸν στοχασμὸ μὲ τὴν Ἀποκάλυψη. Γι’ αὐτὸ τιμᾶμε τοὺς Πατέρας
τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀπλανεῖς διδασκάλους, ὡς μεγάλους θεολόγους, ὡς
ἀστέρες πολύφωτους τοῦ νοητοῦ στερεώματος, ὡς ἄνθη τοῦ Παραδείσου, ὡς
πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα ἀκούσαμε νὰ ψάλλωνται
σήμερα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ὄρθρου στὸν Ναό.
. Καὶ αὐτὸ εἶναι σημαντικό, γιατί ὑπάρχουν
σήμερα πολλοὶ ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν Πατερικὸ λόγο, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ζοῦμε
σὲ μιὰ ἄλλη ἐποχή, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων, ὁπότε κάνουν
λόγο γιὰ μεταπατερικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ τὸν παρερμηνεύουν μὲ περίπλοκο
τρόπο, ὥστε νὰ τὸν ὑπονομεύουν. Εἶναι ὀδυνηρὲς αὐτὲς οἱ
παρερμηνεῖες, καὶ στὴν οὐσία τους ἀντιεκκλησιαστικές, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία
τιμᾶ μὲ ὕμνους καὶ προσευχὲς τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι τοὺς φιλοσόφους.
. Τιμᾶμε κι ἐμεῖς τοὺς Πατέρες, ὅταν ἀποδεχόμαστε τὸν λόγο
τους καὶ ἐφαρμόζουμε τὴν διδασκαλία τους, ἡ ὁποία εἶναι πάντα ἐπίκαιρη.
ΠΗΓΗ: parembasis.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου