Ἡ «ἐλευθερία τῆς βούλησης – θέλησης τοῦ προσώπου»
κατὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία
[B´]
Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
Α´ Μέρος: https://christianvivliografia.wordpress.com/2012/10/16/ἡ-ἐλευθερία-τῆς-βουλήσεως-θελήσεω/
. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν εἰσαγωγικὴ παρατήρηση θὰ δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Τριαδολογία.
. Τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος δὲν ἔχουν προσωπικὴ ἐλευθερία ἢ ὑποστατικὴ ἐλευθερία, γιατί ἂν
συνέβαινε αὐτό, τότε κάθε Πρόσωπο θὰ εἶχε τὸ δικό του θέλημα, τὴν δική
του ἐλευθερία, πράγμα ποὺ θὰ διασποῦσε τὴν ἑνότητα τῶν Προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο προκειμένου νὰ ἐξασφαλισθῆ ἡ «ἐλευθερία τοῦ προσώπου» δημιουργεῖ πρόβλημα τριθεΐας στὴν Ἁγία Τριάδα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀναφερόμενος στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀποδίδει μὲ σαφήνεια τὴν θέληση στὴν φύση καὶ ὄχι στὸ πρόσωπο. Γράφει ὅτι θὰ ρωτοῦσε εὐχαρίστως τοὺς μονοθελῆτες ἂν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων θέλη,ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ,ἢἐπειδὴ εἶναι Θεός, δηλαδὴἂν τὸ θέλημά Του συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρὸς ἢ μὲ τὴν θεότητά Του. Ἐὰν
θέλη ἐπειδὴ εἶναι Πατήρ, τότε θὰ εἶναι ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς καὶ
ἄλλο τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ, γιατί εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα. Ἂν ὅμως θέλη
ἐπειδὴ εἶναι Θεός, τότε ἐπειδὴ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι
Θεοί, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως, δηλαδὴ εἶναι θέλημα
φυσικό.
. Ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, εἶναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υἱὸς
καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὰ ὁποία ἔχουν μία φύση, μία ἐνέργεια, μία θέληση, μία
δόξα, μία βασιλεία. Ἡ περσοναλιστικὴ φιλοσοφία καὶ θεολογία ἐγκλωβίζεται στὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας καὶ γι᾽ αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτη ἡ ἀπόδοση τῆς θέλησης στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ὑποτιθέμενη «ἐν ἐλευθερίᾳ» βουλητικὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ βουλητικὴ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, ἡ ὁποία συνεπάγεται Ἀρειανισμό.
. Ὁ ἅγιος Μάξιμος, ὅμως, καὶ πάλι ἀποβαίνει
σαφέστατος. Γράφει ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα εἶναι «ὑπὲρ τὴν
θέλησιν», δηλαδὴ δὲν μεσολαβεῖ ἡ θέληση μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ,
οὔτε ἡ θέληση τοῦ Πατρὸς προεπινοεῖται τοῦ Υἱοῦ, ἐπειδὴ οὔτε προϋπῆρχε ὁ
Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς εἶχαν «ἅμα τὸ εἶναι», γι᾽
αὐτὸ ἔχουν καὶ μία θέληση, «ἁπλῆν τε καὶ ἀδιαίρετον», ὅπως ἔχουν καὶ μία
οὐσία καὶ μία φύση. Τὸ ὅτι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας Του δὲν
συνεπάγεται ἀναγκαιότητα ἢ ἀνελευθερία, διότι εἶναι ἀδιανόητη ἡ ἀπόδοση
ὁποιασδήποτε ἀναγκαιότητας στὴν ἄκτιστη φύση.
. Ὁ ἅγιος Μάξιμος παρατηρεῖ ὅτι ἐὰν τὸ φυσικὸ εἶναι καὶ
ἀναγκασμένο, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ φύση Θεός, κατὰ φύση ἀγαθὸς καὶ κατὰ
φύση δημιουργός, τότε ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ κατ᾽ ἀνάγκη Θεὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δημιουργός, πράγμα ποὺ εἶναι βλάσφημο καὶ νὰ τὸ σκεφθῆ κανείς. Γιατί «τίς γὰρ ὁ τὴν ἀνάγκην ἐπάγων;»,
δηλαδή, ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἀνάγκη; Παραπέμπει δὲ στὸ
χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας: «Μηδὲν φυσικὸν εἶναι ἐν τῇ νοερᾷ
φύσει ἀκούσιον».
. Τὴν ταύτιση φύσεως καὶ ἀναγκαιότητας, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς
Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι τὴν χρησιμοποιοῦσαν, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὴν
κτιστότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου διὰ τῆς ἐκ τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ Πατρὸς
γέννησή Του, τὴν χρησιμοποιοῦσαν καὶ οἱ φιλονεστοριανοὶ Ἀντιοχειανοί,
ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Θεοδώρητος Κύρου, προκειμένου νὰ ἀποδείξουν τὸ
ἀδύνατον τῆς καθ᾽ ὑπόστασιν ἑνώσεως θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ
πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
. Ἡ νεστοριανικὴ ἀντιπρόταση γιὰ τὴν ἕνωση θεότητας καὶ
ἀνθρωπότητας στὸν Χριστὸ ἦταν ἡ «συνάφεια», ἕνωση σχέσης δυὸ ξεχωριστῶν
ὑποστάσεων, ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔσωζε κατ᾽ αὐτοὺς τὴν ἐλευθερία
τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ μία ἀναγκαστικὴ ἕνωση, μὲ ἀποτέλεσμα ὡστόσο τὴν μὴ
πραγματικὴ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅμως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν
πέφτει σὲ τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ὅτι ἡ βούληση εἶναι ὄρεξη τῆς
φύσεως καὶ ὄχι τοῦ προσώπου.
Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ θέμα τῆς βουλήσεως-θελήσεως στὴν ἀνθρωπολογία.
. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε
κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ Πατέρες τὸν ὅρο κατ᾽
εἰκόνα τὸν προσδιορίζουν ὡς τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιο, «ἡ δὲ
αὐτεξουσιότης ἐστὶν αὐτοκρατὴς τοῦ θελήματος κίνησις». Πάντως, ὁ Ἀδὰμ
καὶ ἡ Εὕα εἶχαν τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς. Ὅμως, τὸ πρῶτο ἀνδρόγυνο
δὲν εἶχε τὴν τελειότητα, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ φθάση σὲ αὐτήν, ἦταν νήπιοι καὶ
ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθοῦν, ἡ φύση τους ἦταν ἀτελής. Ἡ
κακὴ χρήση τῆς προαίρεσης τοὺς ὁδήγησε στὴν πτώση. Ἔτσι, ἡ δυνατότητα
τῆς ἐπιλογῆς, τῆς προαίρεσης ἦταν ἔκφραση τῆς ἀτέλειάς τους.
. Ἑπομένως, καὶ στὸν ἄνθρωπο ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως, εἶναι φυσικὴ θέληση καὶ ὄχι ὑποστατική, ἡ θέληση δὲν κάνει ἐπιλογή, τὴν ὁποία ἐπιλογὴ κάνει ἡ προαίρεση.
Τὸ προοδευτικὸ σχῆμα ποὺ διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅπως τὸ
εἴδαμε καὶ προηγουμένως, εἶναι: θέληση-βουλὴ-γνώμη-προαίρεση. Τὸ
«θέλημα εἶναι φυσικὸν ἤγουν θέλησιν, δύναμιν τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος
ὀρεκτικήν». «Ἡ προαίρεσις περὶ ταῦτά ἐστι μετὰ τὴν κρίσιν, περὶ ἃ ἡ
βουλὴ πρὸ τῆς κρίσεως». Λέγοντας, ὅμως, ὅτι τὸ θέλημα εἶναι τῆς φύσεως,
δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι ὁρίζουμε τὴν ὑπόσταση ὡς οὐσία μετὰ ἰδιωμάτων, ὁπότε
δὲν μπορεῖ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ προτεραιότητα τῆς φύσεως ἔναντι τοῦ
προσώπου οὔτε γιὰ προτεραιότητα τοῦ προσώπου ἔναντι τῆς φύσεως.
. Οἱ Πατέρες διακρίνουν τὸ «θέλειν» ἀπὸ τὸ «πῶς θέλειν»,
γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται σύγχυση μεταξὺ τῆς θελήσεως, ποὺ
εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ πῶς ἐκφράζεται ἡ θέληση, ποὺ εἶναι τοῦ
προσώπου. Ὁ ἅγιος Μάξιμος γράφει ὅτι «οὐ ταὐτὸν τὸ θέλειν καὶ τὸ πῶς
θέλειν», ὅπως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο «τὸ ὁρᾶν καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν». Τὸ νὰ θέλη
καὶ νὰ βλέπη κανεὶς εἶναι τῆς φύσεως καὶ ὑπάρχει σὲ ὅλα τὰ ὁμοφυῆ καὶ
ὁμογενῆ, ἀλλὰ «τὸ πῶς θέλειν», ὅπως καὶ «τὸ πῶς ὁρᾶν», δηλαδὴ τὸ νὰ θέλη
νὰ περπατήση ἢ νὰ μὴ θέλη, τὸ νὰ βλέπη σὲ κάθε κατεύθυνση «τρόπος ἐστιν
τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν χρήσεως». Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ «πῶς θέλειν» εἶναι «τῷ
κεχρημένῳ προσὸν» ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους, κατὰ τὴν λεγομένη
κοινῶς διαφορά.
. Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ
γίνεται σύγχυση μεταξὺ τοῦ «θέλειν», ποὺ εἶναι τῆς φύσεως, καὶ τοῦ «πῶς
θέλειν» ποὺ εἶναι προσὸν αὐτοῦ ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴν θέληση. Αὐτὴ εἶναι ἡ
χρυσὴ τομὴ μεταξὺ τῆς οὐσιοκρατίας καὶ τοῦ περσοναλισμοῦ καὶ δείχνει
ὅτι ἡ Πατερικὴ διδασκαλία ἀποφεύγει τόσο τὴν σχολαστικὴ οὐσιοκρατία ὅσο
καὶ τὸν φιλοσοφικὸ περσοναλισμό.
Ἂς δοῦμε τὸ θέμα τῆς θελήσεως στὴν Χριστολογία.
. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν
ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἕνωσε μὲ τὴν
θεία φύση στὴν ὑπόστασή Του, τὴν θέωσε. Ἂν καὶ ἔγινε πρὸς Χάρη μας
ἄνθρωπος, Αὐτὸς ποὺ εἶναι «ὁ ποιητὴς τῶν ἀνθρώπων», ὅμως, «ἡμῖν δηλονότι
καὶ τὴν ἀτρεψίαν κατώρθωσε τῆς προαιρέσεως, ὡς ἀτρεψίας δημιουργός».
Ἔτσι, «τὸ ἀνθρώπινον τοῦ Θεοῦ» (τοῦ Χριστοῦ) «κατὰ προαίρεσιν ὡς ἡμεῖς
οὐ κεκίνηται», κάνοντας μὲ τὴν ἐξέταση καὶ τὴν κρίση τὸν διαχωρισμὸ τῶν
ἀντιθέτων, «ἵνα μὴ φύσει κατὰ προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν». Ἀλλά, ἀφοῦ
ἔλαβε τὸ εἶναι, ἀμέσως μετὰ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸν Λόγον «ἀδίστακτον,
μᾶλλον δὲ στάσιμον τὴν κατ᾽ ὄρεξιν φυσικήν, ἤτοι θέλησιν, κίνησιν
ἔσχεν». Ὁπότε, ἡ προαίρεση στὸν Χριστὸ δὲν κινήθηκε.
. Οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀτελεῖς, μὲ τὴν γέννησή τους, ἔχουν τὴν
προαίρεση, ἀφοῦ ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ κινηθοῦν πρὸς τὰ δύο, «τὰ καλά
τε λέγω καὶ τὰ κακά». Αὐτή, ὅμως, ἡ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς –τῆς
προαίρεσης– παύει νὰ ὑφίσταται στοὺς ἁγίους, ποὺ ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ
καὶ γίνονται μέλη τοῦ Σώματός Του, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἀποκτοῦν τὴν ἀτρεψία
τῆς προαίρεσης, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἡ ἀγάπη οὐδέποτε
ἐκπίπτει» (Α´ Κορ. ιγ´, 8). Στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ὑπάρχη
δυνατότητα ἐπιλογῆς, οἱ ἅγιοι θὰ ἔχουν ἐν Χριστῷ ἀτρεψία τῆς προαίρεσης,
ἀφοῦ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀντίθετες καταστάσεις.
. Ἑπομένως, τὰ Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν ἔχουν ἐλευθερία, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς δὲν ἔχει δυνατότητα ἐπιλογῆς, ἤτοι γνωμικὸ θέλημα, ἀφοῦ ἔχει ἀτρεψία προαίρεσης.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος στὴν πτωτικὴ κατάσταση ἔχει μὲν δυνατότητα προαίρεσης,
ἀλλὰ ὅταν φθάνη στὴν θέωση ἀποκτᾶ ἐν Χριστῷ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης
καὶ ὁδηγεῖται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἄσκηση καὶ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ
γνωμικὸ θέλημα στὸ φυσικὸ θέλημα.
. Ἔτσι, ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου, τὴν ὁποία οἱ θεολόγοι σήμερα ἐπαινοῦν ὑπερβαλλόντως, ὡς στοιχεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἔκφραση καὶ καθοριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνιστᾶ τὴν τελειότητά του, εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς.
. Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ὑποστατική, ἀλλὰ φυσική. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη σημασία, διότι ἔτσι διατρανώνεται ἡ καλὴ λίαν δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, τὸ
πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κάνοντας παράχρηση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας
τῆς φύσεως καταλήγει στὴν ἁμαρτία. Ἑπομένως, δὲν «ὑπερβαίνει τὸ πρόσωπο
διὰ τῆς ἐλευθερίας τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως», ἀλλὰ ἀντίστροφα, κάθε
ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος καὶ τὴν δική του συνέργεια
διὰ τῆς φυσικῆς θελήσεως, μπορεῖ νὰ ἀχθῆ πέραν τῶν ὁρίων τῆς φύσεώς του
καὶ νὰ φθάση στὴν θέωση. Ἀντίθετα, τὸ πρόσωπο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἂν δὲν
κάνη καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο τῆς ἁμαρτίας καὶ
ὑποδουλώνει τὴν φύση στὰ πάθη. Συνεπῶς, ἡ ἀπόδοση ἀναγκαιότητας
στὴν φύση δείχνει εἴτε ἄγνοια τῶν πατερικῶν κειμένων εἴτε ἑρμηνευτικὸ
ἐκβιασμό τους μὲ σκοπὸ τὴν ἐξαγωγὴ τῶν ποθουμένων περσοναλιστικῶν
συμπερασμάτων.
4. Οἱ συνέπειες τοῦ περσοναλισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ
. Πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ κάτι
πολὺ σημαντικὸ καὶ ἀξιοπρόσεκτο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν λεγομένη
μεταπατερικὴ θεολογία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Ἡ μεταφορὰ τῆς
συγκεκριμένης περσοναλιστικῆς τριαδολογικῆς ἀπόψεως στὴν σημερινὴ
χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία μὲ τὴν θρυλούμενη «ἐλευθερία τοῦ προσώπου», ἡ
ὁποία μάλιστα προβάλλεται καὶ ὡς οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης
Ἀνατολῆς σὲ σχέση μὲ τὴν οὐσιοκρατία τῆς χριστιανικῆς Δύσης, ἔχει
συγκεκριμένες προεκτάσεις, ὅπως τὴν συχνὴ κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται στὴν
ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ ὡς ἀντιστρατευόμενη τὴν «ἐλευθερία τοῦ προσώπου».
. Ὅπως πάντοτε, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἐσφαλμένη
δογματικὴ ἄποψη ὁδηγεῖ σὲ ποικίλες ἑρμηνευτικὲς παρεκτροπὲς ποὺ ἔχουν
συνέπεια στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζῆ ὁ
Χριστιανὸς ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
. Θὰ τονισθοῦν μερικὲς συγκεκριμένες παραχαράξεις τῆς
ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὴν λεγόμενη ἐλευθερία
τῆς βούλησης ἢ τῆς θέλησης καὶ τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου.
. Πρῶτον,
ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη τῶν πραγμάτων, ἑρμηνεύεται καὶ ἐκλαμβάνεται μέσα
ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου καὶ τῆς ἀγάπης, ὅπως
ἑρμηνεύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἀλέξη Χομιακὼφ καὶ τὸν Ἀφανάσιεφ. Σύμφωνα
μὲ τὶς θεωρίες αὐτὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἔχει μεγάλη σημασία ἡ βίωση
τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς κανονικὲς
προϋποθέσεις ποὺ ἔχουν θεσπίσει οἱ Πατέρες τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ἔτσι, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ κρίνεται στὴν πράξη μὲ ὅρους «ἀστικῆς δημοκρατίας», προκειμένου νὰ στοχοποιηθοῦν ἱεραρχικὲς δομὲς τῆς Ἐκκλησίας
καὶ νὰ κριθοῦν ὡς καταπιεστικὲς καὶ ἀπάδουσες τῆς πρώτης «δημοκρατικῶς
φερομένης» ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Στὴν συνέχεια χρησιμοποιεῖται ἡ ἐσφαλμένη
αὐτὴ δογματικὴ θέση στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας, ὥστε νὰ εἰσαχθοῦν
διάφορες οὐμανιστικὲς καὶ προτεσταντικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν μετοχὴ στὰ
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θεολογικὲς καὶ
κανονικὲς προϋποθέσεις, ὡσὰν ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι μία «δημοκρατία ἀστικοῦ τύπου», στὴν ὁποία ὅλοι ἀπολαμβάνουν τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπροϋποθέτως.
. Εἶναι βέβαιο ὅτι μὲ τέτοιες προϋποθέσεις
στοχοποιοῦνται καὶ ὑπονομεύονται Πατερικὰ ἔργα, ὅπως τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ
συγγράμματα, τὰ ὁποῖα ἑρμηνεύτηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ καὶ
τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ὅτι δῆθεν κατοπτρίζουν ἄκαμπτες
ἐκκλησιαστικὲς δομὲς ποὺ ἔγιναν ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως ἀπὸ τὸν
Κλῆρο.
. Δεύτερον, ἡ ἀσκητικὴ τοῦ ἡσυχασμοῦ κρίνεται ὅτι κατοπτρίζει τὴν λογικὴ τῆς ἀτομιστικῆς σωτηρίας,
ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἄμεση ἀναφορὰ στὴν «ὀντολογία τοῦ προσώπου», δηλαδὴ
στὸ «ὑπάρχειν ἐλευθέρως ἐν σχέσει», ἀλλὰ στὴν προοπτικὴ μιᾶς ἀτομιστικῆς
καθάρσεως τῶν παθῶν χωρὶς ἀναφορὰ στὸν Ἄλλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ
τὴν προϋποθετικὴ συνθήκη τοῦ «ὑπάρχειν προσωπικῶς».
. Ἔτσι, διασπᾶται ἡ ἑνότητα μεταξὺ Μυστηρίων καὶ ἀσκητικῆς
ζωῆς, ἡ ὁποία στὴν πράξη εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ ζωή, δηλαδὴ ἡ τήρηση τῶν
ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀμφισβητεῖται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἡ ἀσκητικὴ θεολογία
τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ὡς ὡριγενικὴ καὶ νεοπλατωνική, ἀλλὰ ὑπονομεύεται
ὕπουλα καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς «πνευματοκρατική».
. Τρίτον, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἀσκητικὴ εὐλάβεια, ποὺ ἐπαινεῖται ἀπὸ τοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρες, ἐπικρίνεται ἀπὸ τοὺς ἐκφραστὲς τῆς θεωρίας «τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου», ὡς ἀνελεύθερος δυτικὸς εὐσεβισμὸς καὶ ἠθικισμός, ἀλλὰ καὶ ὡς «θρησκειοποίηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος».
. Ἔτσι, παρατηρεῖται τὸ φαινόμενο νὰ κρίνεται καὶ νὰ
ὑπονομεύεται τὸ περιεχόμενο τῆς «Φιλοκαλίας τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Πατέρων»,
ὅτι δῆθεν συνιστᾶ μία «θεραπευτικὴ ἐκκλησιολογία», ἡ ὁποία ἀνέτρεψε τὴν
«εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία» τῆς πρώτης Ἐκκλησίας!
. Τέταρτον, ἡ ὑπακοὴ σὲ Πνευματικὸ Πατέρα κρίνεται ὡς κολόβωση τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ ἀπέκδυση τῆς εὐθύνης τῆς ὕπαρξης, «τοῦ ὑπάρχειν ἐλευθέρως», ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐξομολογούμενο καὶ μετάθεση αὐτῆς τῆς «προσωπικῆς εὐθύνης» στὸν Γέροντα.
. Βεβαίως, δὲν παραβλέπουμε
διάφορα λάθη τὰ ὁποῖα γίνονται στὸν τομέα αὐτό, εἴτε ἀπὸ Πνευματικοὺς
Πατέρες εἴτε ἀπὸ πνευματικὰ παιδιά, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τέτοια
λάθη νὰ ὑπονομεύεται ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν
ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ὅπως περιγράφεται στὴν πορεία τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μὲ τὴν θεοπτικὴ
καθοδήγηση τοῦ Μωϋσέως.
. Ἑπομένως, ἡ λανθασμένη θεωρία περὶ τῆς «ἐλευθερίας τῆς
βούλησης-θέλησης» καὶ τῆς «ἐλευθερίας τοῦ προσώπου» καὶ περὶ συνδέσεως
τῆς θέλησης μὲ τὸ πρόσωπο, ἔχει σημαντικὲς προεκτάσεις στὸν
ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.
. Μὲ τέτοιες θεωρίες ὑπονομεύεται ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ
οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἁγιασμοῦ, καὶ οὐσιαστικὰ παρερμηνεύεται ὁ ἴδιος ὁ
ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ποὺ κάνει λόγο γιὰ πρακτικὴ φιλοσοφία,
φυσικὴ θεωρία καὶ μυστικὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ποὺ
ὁμιλοῦν γιὰ κάθαρση, φωτισμὸ καὶ θέωση.
. Κατὰ συνέπεια, δὲν μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἐλεύθερη
βούληση τοῦ προσώπου ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς, διότι ἡ θέληση-βούληση
εἶναι χαρακτηριστικὸ τῆς φύσης καὶ ὄχι τοῦ προσώπου, ἐνῶ ἡ ἐπιλογὴ ἀπὸ
τὸν ἄνθρωπο γίνεται μὲ τὴν προαίρεση, ἡ ὁποία συνιστᾶ μὲν ἀτέλεια τῆς
φύσης, ἀλλὰ οἱ ἅγιοι ἀποκτοῦν ἐν Χριστῷ καὶ τὴν ἀτρεψία τῆς προαίρεσης.
Τὰ περὶ ὀντολογίας καὶ ἐλευθερίας τοῦ προσώπου, γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ δῆθεν ἡ
ἀναγκαιότητα τῆς φύσης, εἶναι δυτικὸς περσοναλισμός, μία «ψευδομόρφωση» στὴν σύγχρονη θεολογία, εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς λεγόμενης «μεταπατερικῆς θεολογίας».
(Σημείωση: Οἱ παραπομπὲς τοῦ κειμένου αὐτοῦ θὰ δημοσιευθοῦν στὸ βιβλίο ποὺ θὰ κυκλοφορήση προσεχῶς)
ΠΗΓΗ: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου