Αναρρίχηση
Ιμαλαϊων προς τον Χριστό
Από
την κενότητα στην Ορθοδοξία
Tού
Ρασοφόρου Μοναχού Αδριανού
Βρέθηκα
περιστοιχισμένος από τις πέντε ψηλότερες κορυφές των Ιμαλαΐων, στα 14.000 πόδια
υψόμετρο. Χάζευα την οροσειρά Αναπούρνα
καθώς ανέτειλε πάνω τους ο ήλιος. Το
ταξίδι μου στο Νεπάλ είχε αρχίσει πριν λίγες εβδομάδες, και το αποκορύφωμά του
ήταν αυτό. Στεκόμουν έκθαμβος ενώπιον
της αδιάφθορης ομορφιάς που απλωνόταν πάνω από μένα, όταν μια σκέψη τρύπωσε στο
νου και δεν έλεγε να φύγει: «Ε και, λοιπόν, ποιος ο σκοπός;» Ο εγωισμός μου αμέσως ανταπάντησε στο τυχαίο
αυτό σχόλιο: «Ποιος ο σκοπός; Τι εννοείς, ποιος ο σκοπός; Ο σκοπός είναι πως
έκανες τόση πεζοπορία για να δεις αυτά τα βουνά. Λοιπόν, απόλαυσέ τα
τώρα!» Και όμως, η σκέψη εκείνη ταλάνιζε
τον νου μου. Ναι, ήταν όντως από τα
ωραιότερα θεάματα που είχα δει ποτέ, και χαιρόμουν την στιγμή αυτή, αλλά, πού
θα βρίσκονται τα συναισθήματα αυτά αύριο, που δεν θα είμαι πια τόσο πολύ
εμπνευσμένος; Η χαρά του κόσμου αυτού
ποτέ δεν μπόρεσε να μου δώσει ικανοποίηση.
Θα έπρεπε να το είχα αντιληφθεί κατά την διάρκεια της ζωής μου, άλλα
χρειάστηκε να σκαρφαλώσω στην κορυφή του κόσμου για να το παραδεχθώ. Και αυτό ακριβώς, ήταν το πρώτο βήμα μου προς
τον Χριστό και την Ορθοδοξία.
Μέχρι
εκείνο τη σημείο, ολόκληρη η ενήλικη ζωή μου υπήρξε κοσμική, αφιερωμένη στην
απόλαυση ποικίλων παθών. Είχα
αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο στα 21 μου χρόνια, με σχέδια να γίνω
επιχειρηματίας, ενώ παράλληλα θα επιδίωκα καριέρα στην ζωγραφική. Εντός ενός έτους, φάνηκε πως πλησίαζα να
πετύχω τον στόχο μου. Ζούσα τότε στο Λονδίνο, απασχολούμενος από την εταιρεία
Ι.Β.Μ. Η εργασιακή μου θέση ήταν
εξασφαλισμένη και μια προαγωγή ήταν καθ’ οδόν.
Η προσωπική μου ζωή έμοιαζε με αυτή των περισσοτέρων της γενιάς
μου: περιστασιακές σχέσεις, κυνήγι της
άνεσης και συνεχείς περισπασμούς, για να προστατεύω τον εαυτό μου από τυχόν
ενδοσκόπηση.
Περίπου
τον ίδιο καιρό, η αδελφή μου έγινε Ορθόδοξη μοναχή στην Αλάσκα. Αν αυτό ήταν
σύμπτωση ή όχι, δεν είμαι βέβαιος. Πάντως, από εκείνη την στιγμή και μετά, το
πάθος μου για εγκόσμιες αναζητήσεις άρχισε να φθίνει. Εξετάζοντας τους συνεργάτες μου, έβλεπα πως
κανείς τους δεν φαινόταν πραγματικά χαρούμενος ή ικανοποιημένος. Εκείνη η διαφεύγουσα ποιότητα της
ικανοποίησης ποτέ δεν βρισκόταν εκεί, αλλά πάντοτε, σαγηνευτικά, μας περίμενε
μετά την στροφή. Ταξίδια, αθλήματα, ποτά
με τα «παιδιά»…όλα αυτά φάνταζαν περισσότερο καθημερινά μέρα με την μέρα. Κάθε Δευτέρα, η ίδια ερώτηση: «Πώς πήγε το
Σαββατοκύριακό σου;» Κάθε Παρασκευή
πάλι: «Τίποτε σχέδια για το Σαββατοκύριακο αυτό;» Το Λονδίνο γινόταν όλο και πιο γκρίζο, και το
σιγανό, επίμονο ψιλόβροχο ποτέ δεν κατάφερε να ξεπλύνει ολότελα την βρωμιά…
Αντί
να εμβαθύνω στα αίτια της πλήξης μου, έριχνα το φταίξιμο σταθερά επάνω στους
ώμους της εταιρικής κουλτούρας. Υπέθετα
πως η δυσφορία μου προς τον κόσμο οφειλόταν στο κυνηγητό του χρηματικού
κέρδους. Έτσι, παραιτήθηκα από την ΙΒΜ,
ετοίμασα τις βαλίτσες μου και επέστρεψα στην Αμερική. Κρατώντας γερά την δυσφορία μου αυτή για την
ευμάρεια και την κοινωνική αποδοχή, άρχισα να κατηφορίζω προς την… Βοημία. Περιέργως, παρέλειψα να παρατηρήσω έγκαιρα
πως οι ίδιοι κανόνες που διέπουν την αποδοχή στον εταιρικό βίο, ισχύουν και
στον εναλλακτικό βίο. Αντί για κοστούμι,
δερμάτινο σακάκι. Αντί του Rolex στο χέρι, ένα τατουάζ. Αντί για
μανικετόκουμπα, τρύπημα στο φρύδι για σκουλαρίκι. Και πάλι, είχες μπροστά σου τον ίδιο άνθρωπο.
Άρχισα
να επιδιώκω την απόκτηση ενός πτυχίου Μάστερ στην σχολή καλών τεχνών, και βρήκα
δουλειά στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Τα
έργα μου αποτελούσαν κάτι τεράστιοι –επί παραγγελία- καμβάδες, σκεπασμένοι με
παχιές στρώσεις πίσσας. Η πίσσα δεν είχε
ξαναχρησιμοποιηθεί σαν μέσο τέχνης μέχρι τότε, έτσι η δουλειά μου έγινε
ταχύτατα δημοφιλής. Έβαλα τα δυνατά μου,
να δείχνω παθιασμένος με τους αφανείς μοντέρνους φιλοσόφους, τα μετά-πανκ έργα
και τα καληνυχτίσματα αργά την νύχτα, αλλά όλα αυτά με κούραζαν. Υπέθεσα πως κάτι λάθος υπήρχε σε μένα. Γιατί να το βρίσκω υπεράνω των δυνάμεών μου,
να κάνω σοβαρή συζήτηση για μια επίδειξη σε γκαλερί, που στα εκθέματά της είχε
σαν επίκεντρο ένα καλάθι γεμάτο από τσαλακωμένα τενεκεδάκια αλουμινίου, και
εσώρουχα τεντωμένα πάνω σε κομμάτια σύρματος;
Γιατί δεν μπορούσα να αντλήσω χαρά, παρακολουθώντας ένα ανερχόμενο
καλλιτέχνη να κρώζει σαν κότα επί δεκαπέντε λεπτά; Ευτυχώς, πολύ γρήγορα
εξαντλήθηκα από αυτόν τον «εναλλακτικό» τρόπο ζωής, και ήταν ακριβώς τότε, που μου τηλεφώνησε
ένας φίλος, να με ρωτήσει αν ήθελα να πάω στην Ιαπωνία. Πάντα με ενδιέφεραν οι Ασιατικές κουλτούρες,
και, μιας και θεωρούσα τον εαυτόν μου ένα κατ’ εξοχήν περιπλανώμενο, βρέθηκα,
μέσα σ’ ένα μήνα, στο Κυότο της Ιαπωνίας.
Εγκλιματίστηκα
γρήγορα στο νέο περιβάλλον. Μέσα σε δύο εβδομάδες, είχα γραφτεί σε μαθήματα
γλώσσας, και μάλιστα βρήκα εργασία διδάσκοντας Αγγλικά. Ήταν αλλόκοτο, να ζεις σε μια χώρα όπου
μπορεί κανείς να αφήσει το αυτοκίνητό του με την μηχανή αναμμένη μέχρι να πάει
να ψωνίσει κάτι από ένα μαγαζί, χωρίς να ανησυχεί πως θα του το κλέψουν. Η τιμιότητα ήταν το μέτρο, και αυτό
ενεργοποίησε μια αλλαγή μέσα μου. Η
συνείδησή μου άρχισε να επανέρχεται στη ζωή.
Ένοιωσα τρομερή ανακούφιση, όταν άρχισα να κάνω απλά πράγματα όπως να
πληρώνω το σωστό αντίτιμο στα διόδια.
Ήταν η απλή τήρηση των νόμων, χωρίς καμία βαθύτερη κατανόηση, όμως ήταν
ο καταλύτης για λεπτές αλλαγές, και μπορούσα να ανασάνω πιο εύκολα.
Ζώντας
μέσα στην αρχαία πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, βρέθηκα εκτεθειμένος καθημερινά σε
μια παράδοση δύο χιλιάδων χρόνων. Είχα
ανατραφεί στα προάστια της Νοτίου Καλιφόρνιας (το γηραιότερο κτίριο της
γειτονιάς μου ήταν δέκα μόλις ετών), και τώρα βρέθηκα να κατοικώ δίπλα σε ένα
ναό χιλίων ετών, που είχε υπηρετήσει αμέτρητους αυτοκράτορες. Οι ναοί, οι κήποι, και τα έθιμα, άρχισαν να
δίνουν τροφή σε μια ψυχή που είχε καταναλώσει υπερβολικές ποσότητες
πίσσας. Καθώς ένοιωθα να με προσελκύει
με φυσικότητα η ομορφιά των παραδόσεων, μπήκα σε μια φάση ενασχόλησης με τον
Βουδισμό του Ζεν. Για ένα μυαλό εύκολα αποσπώμενο και ανυπόμονο, μου φάνηκε
υπερβολικά δύσκολος δρόμος. Σε ένα ναό
Ζεν, υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος να κάνεις κάθε πράξη, και πρέπει να
γίνεται με ακρίβεια. Οι υποκλίσεις μου
ήταν πολύ απότομες, και οι κάλτσες μου ποτέ δεν ήταν αρκετά καθαρές. Ο ιερέας ένοιωθε φρίκη με την εμφάνισή μου. Η τελειότητα ήταν απαίτηση, και εγώ ήμουν
εξαιρετικά ανεπαρκής. Τελικά διέκοψα,
όχι λόγω της ανεπάρκειάς μου, αλλά λόγω της τελείας απουσίας της χαράς που
ένοιωθα εκεί πέρα. Παραήταν όλα
μηχανικά: πάτα τα σωστά κουμπιά, και λάβε διαφωτισμό. Υπήρχε μια σχετική γαλήνη που την ένοιωθα
μετά τον διαλογισμό, αλλά αυτό βοηθούσε άραγε και τους άλλους εκεί; Σκεφτόμουν, πως μπορούσα να επιτύχω την ίδια
γαλήνη με λιγότερο κόπο, καταπίνοντας ένα ηρεμιστικό χάπι…
Πέρασαν
τρία χρόνια, τα Ιαπωνικά μου ήταν επαρκή, και ένοιωθα πως είχα ξεκοκαλίσει όλα
όσα ήταν χρήσιμα από την κουλτούρα αυτή.
Η πρόκληση της επιβίωσης σε μια ξένη κουλτούρα είχε εξατμιστεί, ο μισθός
μου ήταν υψηλός, η δουλειά μου εύκολη… διέκρινα τον εαυτό μου να γίνεται
χαλαρός. Άνετα θα μπορούσα να περάσω τα
επόμενα σαράντα χρόνια σ’ αυτήν την γεμάτη θαλπωρή γωνιά που είχα σμιλέψει
μόνος μου. Όμως, παράτησα την δουλειά
μου, παρέδωσα το σπίτι μου και άρχισα το αργό ταξίδι επιστροφής στην Αμερική.
Γύρισα
όλη την Ασία, από το Βιετνάμ μέχρι κάτω στην Σιγκαπούρη, χωρίς κανένα σαφή
προορισμό κατά νουν. Ο ενθουσιασμός για
νέους τόπους και συνταξιδιώτες με αποσπούσε τον περισσότερο καιρό, όμως, πριν πάω για ύπνο, ο βουβός πόνος της
κενότητας πάντα επέστρεφε. Συνέχιζα να
αναζητώ διακαώς εκείνο το στοιχείο που έλειπε από την ζωή μου. Ταξίδεψα ως τις πιο απόμερες τοποθεσίες των
Βουδιστών και των Ινδουιστών. Μέχρι να φτάσω εκεί, είχα ήδη προγραμματίσει τον
επόμενο σταθμό του ταξιδιού μου. Διασχίζοντας
την Βιρμανία, επισκέφθηκα ένα ναό έξω από την πόλη Μανταλάη. Χιλιάδες σκαλοπάτια πάνω στην πλαγιά του
βουνού οδηγούσαν στον ναό που αγνάντευε
πάνω από ολόκληρη την πόλη. Καθώς άρχισα
να ανηφορίζω, αντιλήφθηκα ένα Βουδιστή μοναχό να προχωράει δίπλα μου,
συντονισμένος με το δικό μου βήμα. Ήταν
πενηντάρης, κοντός, κάπως παχουλός, με ένα ροδαλό, χαρούμενο
παρουσιαστικό. Μου συστήθηκε, και
συνεχίσαμε την ανάβασή μας. Φτάνοντας
στην κορυφή, καθίσαμε σε ένα τοιχείο του ναού να κουβεντιάσουμε, καθώς ο ήλιος
βασίλευε πάνω από την Μανταλάη. Αφού
είπαμε τα τυπικά, ευχάριστα εισαγωγικά μας, γύρισα την κουβέντα στην πολιτική
κατάσταση της Βιρμανίας (η χώρα αυτή βρίσκεται υπό ένα σκληρό στρατιωτικό
καθεστώς, όπου δολοφονήθηκε μεγάλο μέρος του πληθυσμού ύστερα από αναταραχές
ενάντια στις διαβρωμένες πολιτικές, στα τέλη της δεκαετίας του 80).
Αναστέναξε, και μου έριξε μια απογοητευμένη
ματιά, λέγοντας: «Γιατί θέλεις να μιλήσουμε για αυτό το θέμα;» Μουρμούρισα κάποια δικαιολογία για να καλύψω
τον πραγματικό λόγο της ερώτησης, ο οποίος ήταν η επίδειξη πως έχω άποψη επί
σοβαρών θεμάτων. Εκείνος γύρισε την
κουβέντα προς μια τελείως αλλιώτικη κατεύθυνση. «Την περασμένη εβδομάδα, είδα
μια ταινία με τίτλο ‘Ιησούς από την Ναζαρέτ’. Τι υπέροχη ζωή!» Για τα επόμενα δέκα λεπτά, εξυμνούσε τις
αρετές του Χριστού. Προσηλυτιζόμουν από
ένα Βουδιστή μοναχό, όχι για να μεταστραφώ στην δική του θρησκεία, αλλά στον
Χριστιανισμό! Με αποστόμωσε… Είχα μια ιδέα του εαυτού μου, πως βρίσκομαι
πολύ πιο πάνω από τον Χριστιανισμό, από τον καιρό που πήγαινα στο γυμνάσιο, και
νάσου τώρα ένας παγανιστής που μου ξαναδίνει πίσω αυτά που είχα απορρίψει. Εξ αιτίας των λόγων ενός απλοϊκού Βιρμανού
μοναχού, αφυπνίστηκα στο ενδεχόμενο να υπάρχει κάτι περισσότερο στον
Χριστιανισμό από το εξωτερικό περίβλημα που είχα απορρίψει. Δεν είχα ακόμα νοιώσει την ανάγκη εκείνη την
στιγμή να κάνω σοβαρή εξερεύνηση του Χριστιανισμού, πάντως το έδαφος του
φυτώριου ετοιμαζόταν.
Πέρασε
λίγος καιρός, και προχώρησα στο Νεπάλ, όπου θα συναντιόμουν με κάτι φίλους για
μια εκστρατεία πεζοπορίας στα Ιμαλάϊα.
Έφτασα λίγο πριν από αυτούς, έτσι, αποφάσισα να μείνω εν τω μεταξύ σε
ένα Βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ.
Βρήκα ένα, σε μικρή απόσταση από το Κατμαντού, που πρόσφερε μαθήματα στα
Αγγλικά. Πήγα εκεί σαν πολιτισμικός τουρίστας, γευόμενος έτσι το επόμενο πιάτο
στον μπουφέ των ποικίλων θρησκειών του κόσμου.
Έφτασα,
γεμάτος σκεπτικισμό για τα πάντα, περιμένοντας να βρω πολλούς «φευγάτους»
νεο-εποχίτες εκεί μέσα. Μετά τις πρώτες λίγες μέρες, οι γνώμες μου άλλαξαν
εντελώς. Εδώ δεν ήταν καμία «αναπαυτική»
χιλιαστική θρησκεία. Οι άνθρωποι αυτοί στ’ αλήθεια έπασχαν να αποκτήσουν την
αλήθεια. Προς μεγάλη μου έκπληξη, έμαθα
πως πίστευαν στην ύπαρξη κολάσεως. Μα,
ποιος άνθρωπος σ’ αυτή την μοντέρνα εποχή πιστεύει στην κόλαση; Και όμως, για τους ανθρώπους αυτούς, η κόλαση
ήταν η φυσική κατάληξη μιας σπαταλημένης ζωής.
Κατακυριεύτηκα από περιέργεια. Άρχισα
να ακούω πιο προσεκτικά, καθώς ανέλυαν τις περαιτέρω διδαχές. Ο πυρήνας της θρησκείας είναι η ιδέα πως όλα
τα όντα ζουν σε ένα παροδικό κόσμο επιθυμιών και δοκιμασιών. Κάθε δοκιμασία πηγάζει από το κυνήγημα των
προσωρινών πραγμάτων: αντ’ αυτού, πρέπει να στραφούμε προς αυτά που είναι
μόνιμα, όπως η αλήθεια. Ο μόνος τρόπος
να το αποκτήσουμε αυτό, είναι να πάψουμε να γαντζωνόμαστε πάνω στο εγώ μας, και
να ζούμε για τους άλλους. Ο μόνος τρόπος
που μπορούμε εμείς να αποκτήσουμε την χαρά, είναι όταν βάλουμε την χαρά των
άλλων πάνω από την δική μας.
Αποσβολώθηκα! Μετά από 27 χρόνια
που συνεχώς ακούς: «Κάνε, ό,τι αισθάνεσαι να είναι ευχάριστο», οι Θιβετιανοί
μου έλεγαν τώρα πως αυτά που σου δίνουν ευχαρίστηση θα σε κάνουν μάλλον δυστυχή
σ’ αυτή την ζωή ή την επόμενη. Η ιδέα
αυτή μου φάνηκε τόσο επαναστατική, και όμως, κάτι μου έλεγε πως την είχα
ξανακούσει, κάπου, παλιότερα…
Μετά
από λίγες εβδομάδες στο μοναστήρι, έφυγα με τους φίλους μου, που εν τω μεταξύ
είχαν φτάσει στο Νεπάλ. Πήραμε ένα
λεωφορείο υπεραστικό, και μετά αρχίσαμε την πεζοπορία μας στην οροσειρά
Αναπούρνα. Με τα σακίδιά μας γεμάτα,
σκαρφαλώσαμε μέχρι τα 14.000 πόδια μέσα σε 2 εβδομάδες. Το τοπίο ήταν απερίγραπτο, το περιβάλλον
άλλαζε, από γόνιμες πεδιάδες, σε πυκνά δάση, σε χιονοσκέπαστες κορυφές.. Η πεζοπορία ήταν βαρετή μερικές φορές, καθ’
όσον ανηφορίζαμε για 1.000 μέτρα, και μετά φτάναμε σε πεδιάδα, όπου
κατηφορίζαμε την ίδια απόσταση. Η
ομορφιά της δημιουργίας ήταν μεν εκπληκτική, όμως, κάθε βράδυ όταν έπεφτα για
ύπνο, εκείνο το παλιό συναίσθημα πως κάτι μου λείπει ξαναεμφανιζόταν. Πίστευα πως θα εξαφανιζόταν, μόλις θα έφτανα
στους πρόποδες των Αναπούρνα.
Φτάσαμε
στον προορισμό μας κάποιο απόγευμα, λαχανιάζοντας και αρκετά
απογοητευμένοι. Ολόκληρη η περιοχή ήταν
βυθισμένη σε ένα ανάχωμα νέφους, εντός του οποίου βρεθήκαμε και εμείς. Εξερευνήσαμε τους παγετώνες και περάσαμε την
ώρα μας σκυμμένοι πάνω από μια σόμπα σε μια μικρή καλύβα. Έφτασε το βράδυ, αλλά δεν φαινόταν να
διαλύεται το σύννεφο. Πήγαμε για ύπνο,
και ξυπνήσαμε λίγο πριν την ανατολή, διαπιστώνοντας πως ο καιρός είχε
ανοίξει. Βγήκα έξω, και τα μάτια μου
αντίκρυσαν ένα από τα πιο καταπληκτικά θεάματα του κόσμου.
Αργά-αργά, ο ήλιος ανέτειλε πάνω από την
κορυφή του κόσμου, και πίστευα πως αν άπλωνα το χέρι, θα τον ακουμπούσα. Εκείνη την στιγμή, ξεπρόβαλλε πάλι εκείνη η
ποταπή σκέψη στο νου: «Ποιος ο σκοπός;»
Τότε άστραψε μέσα μου ο λόγος:
ολόκληρο αυτό το ταξίδι είχε γίνει για την προσωπική μου
ευχαρίστηση. Μόλις θα έφευγε εκείνος ο
στιγμιαίος ενθουσιασμός, θα επανερχόμουν στην πρότερη, κανονική μου κατάσταση. Βασανίστηκα με φουσκάλες, πονεμένα γόνατα,
εντερικά, και για ποιο σκοπό; Για να δω
ένα τιμημένο αλλά τελικά ένα ακόμα… όμορφο τοπίο. Λοιπόν; Μήπως αυτό με είχε βελτιώσει σαν
άνθρωπο, ή μήπως βοηθήθηκε κάποιος άλλος;
Όχι. Είχε απλώς ταΐσει τον
εγωισμό μου. Είχα συγκεντρώσει
εξαιρετική τροφή για κουβέντα σε φιλικά πάρτυ.
Πού πήγαν όλα τα υψηλά Βουδιστικά ιδανικά μου; Εκείνη την στιγμή, διέκρινα πως η ζωή μου
έπρεπε να αφιερωθεί σε κάποια υψηλότερη αρχή από τις επίγειες απολαύσεις. Αποφάσισα να επιστρέψω στο μοναστήρι.
Πέρασα
τους επόμενους λίγους μήνες μελετώντας Βουδιστική φιλοσοφία του Θιβέτ και
τεχνικές διαλογισμού. Πάλι όμως, υπήρχαν
ορισμένα στοιχεία που δυσκολευόμουν να δεχθώ.
Το δόγμα περί Κάρμα φαινόταν να μην αφήνει περιθώρια για ελεύθερη
βούληση στον άνθρωπο. Οι αποφάσεις για
την διάπραξη καλού ή κακού πάντοτε κυβερνώνται από προηγούμενες ενέργειες. Πώς ήταν δυνατόν να απαγκιστρωθεί κανείς, αν
η κάθε απόφασή μας είναι προκαθορισμένη;
Αν κάποιος είχε αμαρτήσει προ αμνημονεύτων χρόνων καθώς πιστεύουν, πώς
θα μπορούσε κανείς να καθαρθεί, μέσα σε ένα τόσο μικρό διάστημα ζωής; Κατά κάποιον τρόπο, αυτό που ήταν πιο
δύσκολο, ήταν ότι φάνταζε τόσο λογικό. Λες και είχε επινοηθεί από ανθρώπινο
νου. Πάντως, η φιλοσοφία της αυτοθυσίας
είχε ριζώσει μέσα μου, άσχετα αν είχα αμελήσει να πράξω ανάλογα. Ήξερα πως δεν μπορούσα πια να κάνω την ζωή
που έκανα.
Όσο
έμεινα στο Βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ, άρχισα να διαβάζω το βιβλίο «Οι
Περιπέτειες ενός Προσκυνητή». (σ.τ.μ. στην Ελλάδα εκδίδεται από τις
Εκδόσεις Παπαδημητρίου) Στον προσκυνητή είδα την πραγμάτωση της
αυταπαρνήσεως και συμπόνοιας που είχα βρει στον Θιβετανικό Βουδισμό, μόνο που
προερχόταν από την Χριστιανική παράδοση με την οποία είχα ανατραφεί. Γιατί άραγε δεν είχα ακούσει για αυτά,
μεγαλώνοντας μέσα στην Καθολική Εκκλησία; Ακόμα πιο παράδοξο ήταν το γεγονός
πως η αδερφή μου ήταν Ρωσσο-Ορθόδοξη μοναχή, και όμως, εγώ δεν είχα ιδέα για
τις μυστηριακές ιδιότητες αυτής της θρησκείας.
Αποφάσισα πως ίσως δεν είμαι έτοιμος να γίνω Βουδιστής και πως θα έπρεπε
να ερευνήσω την δική μου κληρονομιά περισσότερο.
Αφού
δέχθηκα αρκετές ξυλιές στο κεφάλι, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα τα ταξίδια
μου ήταν μάλλον μάταια και πως έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι και να ρίξω άγκυρα.
Είχα κάνει σχέδια να συναντηθώ με φίλους στην Αίγυπτο τα Χριστούγεννα, όμως
βρήκα μια πιο φτηνή πτήση για Κωνσταντινούπολη, και θεώρησα πως θα ήταν ένα πιο
καλό σημείο αναχώρησης για Δυτική Ευρώπη και μετά Αμερική. Ο αερομεταφορέας ήταν η Aeroflot. Λίγες μέρες αργότερα, μου ήρθε η έμπνευση πως
η αεροπορική εταιρία Aeroflot ήταν Ρωσική, και πως η αδελφή μου έμενε στην
Μόσχα. Σκέφθηκα, μήπως υπάρχει ενδιάμεση
στάση στην Μόσχα. Κατά τύχη υπήρχε. Σε λίγες μέρες, βρέθηκα με άδεια παραμονής
τριών εβδομάδων και βίζα για την Ρωσία.
Η πτήση μου έφτασε στην Μόσχα την ημέρα του Αγίου Γερμανού (της Αλάσκα).
Με
περίμενε στο αεροδρόμιο η αδελφή μου, και εκεί ξεκίνησε η 20ήμερη σειρά
μαθημάτων-εξπρές για την Ορθοδοξία.
Άρχισε να ανοίγεται ένας νέος κόσμος για μένα. Βρέθηκα σε ένα τόπο όπου οι άνθρωποι πέθαιναν
για τον Χριστό, και η διαμεσολάβηση αγίων ήταν ένα σύνηθες γεγονός. Ετούτο δεν ήταν μια κενή Χριστιανοσύνη, που
την έβλεπε κανείς σαν κοινωνική υποχρέωση. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν υπομείνει
απίστευτα βάσανα και ταλαιπωρίες για την αλήθεια.
Άρχισα
να διαβάζω ολόκληρους τόμους για την Ορθοδοξία. Επισκεπτόμουν εκκλησίες.
Συζητούσα πολιτισμένα με την αδελφή μου τις διαφορές μεταξύ των όσων
υποστηρίζουν η Ορθοδοξία και ο Βουδισμός. Εκείνη επανερχόταν στο ίδιο σημείο: Ο
Χριστιανισμός έχει την αλήθεια σε μορφή ενός Προσώπου (σ.τ.μ.: Του Ιησού
Χριστού). Δεν μπορούσα να καταλάβω την
σημασία. Είτε ήταν δύναμις, είτε ήταν Πρόσωπο, δεν έβλεπα καμία διαφορά.
Τότε
γνώρισα τον πατέρα Αρτέμιο, γνωστό Μοσχοβίτη ιερέα με τεράστιο ποίμνιο. Είναι άνθρωπος της αυτοθυσίας, που έχει
αφιερώσει ολόκληρη την ζωή του στον Χριστό και την εξάπλωση του
Ευαγγελίου. Φτάσαμε στην εκκλησία του
κατά την αγρυπνία του Σαββάτου. Τον βρήκαμε να εξομολογεί, με ένα πλήθος
πενήντα έως εκατό ανθρώπων να περιμένουν για εξομολόγηση. Στάθηκα στην άκρη του κύκλου, και, πριν
περάσει πολλή ώρα, τραβήχτηκα στο κέντρο του από τον πατέρα Αρτέμιο. Με μάτια κλειστά, και τα χέρια του πάνω στους
ώμους μου, άρχισε να μου μιλάει. Όταν ήθελε να τονίσει κάποιο σημείο, «εμβόλιζε»
το μέτωπό μου με το δικό του. Καθώς μου μιλούσε με αρκετά διανθισμένα
Αγγλικά, μου δόθηκε η εντύπωση πως αυτός ο ιερέας – που δεν είχα γνωρίσει ποτέ
– γνώριζε πολλά περισσότερα για το άτομό μου απ’ όσα θα έπρεπε. Αυτό όμως που με συγκλόνισε, ήταν η εντύπωση
πως είχε ένα πιεστικό ενδιαφέρον για την ψυχή μου, λες και είχε προσωπικό
μερίδιο σ’ αυτήν.
Μου μιλούσε συνεχώς
επί δέκα λεπτά, ενώ οι αδημονούσες μπάμπουσκα (γιαγιάδες) έσφιγγαν τον κλοιό
τους γύρω μας. Συνέχιζε να μου μιλά, εξηγώντας πως η εμπειρία μου στο Νεπάλ μου
είχε παραχωρηθεί από τον Θεό, για να με
βγάλει έξω από τον υλισμό. Μετά μου
εξήγησε γιατί ο Χριστιανισμός ήταν η αληθινή πίστη: μόνο αυτός, είχε ένα
προσωπικό Θεό. Και πάλι δεν μπορούσα να
καταλάβω την σημασία αυτού του γεγονότος, όμως, έφυγα ξαλαφρωμένος και ας μην
είχα μιλήσει σχεδόν καθόλου.
Μέσα
στο γυμνό τάφο της Μόσχας, μου ανοιγόταν ένας καινούργιος κόσμος. Η καταπίεση της πόλης με βάραινε ελάχιστα,
καθώς αντιλαμβανόμουν πως η ουράνια βασιλεία του Θεού και των αγίων Του ήταν
στην πραγματικότητα πιο κοντά από τους γκρίζους όγκους των κτιρίων που πλάκωναν
την πόλη. Επισκέφθηκα την Λαύρα του
Αγίου Σεργίου, και για πρώτη φορά, αξιώθηκα να προσκυνήσω τα λείψανα ενός
αγίου. Εκείνα τα «νεκρά οστά» περιείχαν
περισσότερη ζωή μέσα τους, από ολόκληρη την Νότιο Καλιφόρνια. Η παραμονή μου αποκορυφώθηκε, με τα
Χριστούγεννα στο Μετόχι του Βαλαάμ.
Ένοιωθα πως ήμουν περιστοιχισμένος από απλούς –φαινομενικά- ανθρώπους,
όμως το ένα πόδι τους πατούσε στον ουρανό.
Ο Χριστιανισμός μπορεί να είναι θρησκεία μιας μη απτής πίστεως, εγώ όμως
ελάμβανα απτές επαληθεύσεις, όπου και αν βρισκόμουν.
Λίγες
μέρες αργότερα, αναχώρησα από την Μόσχα. Πριν φύγω, η αδελφή μου με επέπληξε,
λέγοντας: «Αγαπημένε μου, αν μπορείς να περάσεις τρεις μήνες καθισμένος με
Βουδιστές, τουλάχιστον πέρασε ένα μήνα στέκοντας όρθιος με τους Ορθοδόξους.»
Αυτό ακριβώς έκανα. Επισπεύδοντας την
επιστροφή μου, έφτασα στην Καλιφόρνια μετά από δύο μήνες. Την παραμονή του Ευαγγελισμού, πήρα τον
χωματόδρομο που οδηγεί στην Μονή του Αγίου Γερμανού της Αλάσκα. Το πρώτο που
μου έκανε εντύπωση, άρτι αφιχθείς από το Σαν Ντιέγκο, ήταν το αναχρονιστικό των
μοναχών μέσα στον εικοστό αιώνα. Που ακούστηκε, να εγκαταλείπει κανείς την
άνεση και την ιδιοκτησία στην εποχή μας;
Ήταν το μέσον της Σαρακοστής, και ήταν ολοφάνερο πως αυτοί οι άνδρες
ευρίσκονταν εν μέσω πνευματικού πολέμου.
Η σοβαρότητα διαπότιζε το μοναστήρι. Φάνηκαν έτοιμοι να πεθάνουν για την
αλήθεια, και τέτοιο φαινόμενο δεν το είχα συναντήσει, ούτε στην ΙΒΜ, ούτε στην
Σχολή Καλών Τεχνών ή στην Ιαπωνία.
Έβλεπα τον πόνο στα μέρη αυτά, αλλά ήταν όντως πρόθυμοι να τα δώσουν όλα
για το ένα το χρειαζούμενο; Παρά τα τόσα
που είχα δει, ακόμα δεν είχα στερεώσει την πίστη μου στον Θεό, όμως ήξερα πως
οι μοναχοί αυτοί έβλεπαν κάτι, και το ήθελα και εγώ.
Το
Σαββάτο του Λαζάρου έφτασε. Την ημέρα αυτή, μνημονεύεται η ανάσταση του Λαζάρου
από τον Χριστό, τέσσερις μέρες μετά από τον θάνατό του. Με ξύπνησαν πολύ νωρίς το πρωί για να πάμε
στην Θεία Λειτουργία σε ένα κοντινό μοναστήρι, και εν συνεχεία στο γεύμα
εκεί. Ξύπνησα, αλλά ξανακοιμήθηκα
αμέσως. Όταν τελικά σηκώθηκα από το κρεβάτι, βρήκα όλο το μοναστήρι άδειο. Ψυχή δεν είχε μείνει μέσα. Καθώς τριγυρνούσα μέσα στους χώρους του
μοναστηριού, ο ύμνος «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και
μακάριος εκείνος, ον ευρήσει γρηγορούντα…» αντηχούσε μέσα στο κεφάλι μου. Κατάλαβα, πως αυτό ακριβώς μου είχε συμβεί,
σωματικά και πνευματικά. Ο Κύριος με κάλεσε και μου πρόσφερε ένα γεύμα, αλλά
εγώ είχα μείνει συγκρατημένος… Μου είχε κλείσει τελικά ο Θεός την πόρτα; Πήρα τον χωματόδρομο της επιστροφής,
κατηφορίζοντας στην βουνοπλαγιά, ελπίζοντας σε ωτο-στοπ προς το μοναστήρι. Στο δρόμο μελετούσα τα γεγονότα της ημέρας
και ήταν προφανές ότι ο Θεός είχε επιτρέψει να μείνω πίσω, για να με βγάλει από
την αναποφασιστικότητά μου.
Και αμέσως
τότε, μου ήρθε σαν κεραυνός, τι ακριβώς εννοούσαν με τα λόγια «προσωπικός
Θεός»! Γιατί να μου έστελνε μια
«απρόσωπη δύναμη» ένα τόσο ξεκάθαρο μήνυμα σωτηρίας για την ψυχή μου; Σαν απρόσωπη, θα είχε την έγνοια τι θα
απογινόμουν εγώ; Άρα, η αγάπη δεν μπορεί
να υπάρχει, ειμί μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους.
Μια «δύναμη» δεν μπορεί να αγαπήσει (και σας προκαλώ να αγαπήσετε εσείς
μια απρόσωπη δύναμη). Έτσι, έφτασα στο
συμπέρασμα πως ο Θεός έπρεπε να είναι Πρόσωπο.
Μόλις κατέληξα στο συμπέρασμα αυτό, άκουσα τον ήχο ενός αυτοκινήτου να
πλησιάζει από πίσω. Ήταν ο γείτονάς μας στο βουνό. Του έκανα σινιάλο να σταματήσει και, κατά
περίεργη «σύμπτωση», συνέβαινε να πηγαίνει στην εβδομαδιαία επίσκεψή του στο
κατάστημα που γειτόνευε στο μοναστήρι. Έφτασα εγκαίρως για την Θεία Λειτουργία.
Πέρασαν
δύο χρόνια από τότε, και σήμερα είμαι ρασοφόρος μοναχός, ένας αναχρονισμός αν
θέλετε. Οι αγώνες μου δεν έπαψαν, όμως
οι ημέρες περιπλάνησης έχουν τελειώσει πια.
Μερικές φορές θρηνώ για το σπαταλημένο παρελθόν μου, αλλά όταν κοιτάξω
πιο προσεκτικά, βλέπω το χέρι του Θεού να με καθοδηγεί μέσα από τις πιο έρημες
περιόδους της ζωής μου. Με έφερε εδώ για
κάποιο σκοπό, αλλά αυτό θα αποκαλυφθεί εν καιρώ.
Του
Ρασοφόρου Μοναχού Αδριανού
Πρωτοδημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Orthodox Word», έκδοση Νο. 190
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου