Το μυστήριο της
μετάνοιας ή εξομολόγησης είναι η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο Θεός δια
μέσου του ιερέα συγχωρεί εκείνες τις αμαρτίες, οι οποίες έχουν διαπραχθεί μετά
το βάπτισμα του πιστού και για τις οποίες έχει μετανοήσει ειλικρινά και τις
έχει εξομολογηθεί στον ιερέα. Το μυστήριο αυτό αν και έχει επικρατήσει να
ονομάζεται εξομολόγηση, είναι προτιμότερο να ονομάζεται μυστήριο της μετάνοιας,
εφόσον η απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ειλικρινής μετάνοια. Άλλωστε
επιγραμματικά η λέξη μετάνοια (μετά + νοός = νους), αυτό φανερώνει: «Αλλάζω
τρόπο ζωής και σκέψης». Η αληθινή λοιπόν μετάνοια, οδηγεί στην «εξαγόρευση» των
σφαλμάτων ως εξομολόγηση ενώπιον του ιερέα. Η μετάνοια, η απόφαση δηλαδή του
πιστού να αλλάξει τρόπο ζωής και σκέψης, πρέπει να πηγάζει από την πίστη και
την αγάπη του προς τον Θεό και ειλικρινή διάθεση προς διόρθωση και όχι – όπως
δυστυχώς συμβαίνει τις περισσότερες φορές – από φόβο για τις «ποινές» που
θεωρεί πως θα υποστεί στην μετά θάνατο ζωή (Άδη). Γι’ αυτό και ο καταναγκαστικός χαρακτήρας αυτής είναι
δυνατόν να μειώσει την θεραπευτική της αξία, διότι οδηγεί σε υποκρισία και στον
τύποις «καλό Χριστιανό». Στην εξομολόγηση προσέρχεται ο πιστός αυθόρμητα, από
την ώθηση των ψυχικών του και πνευματικών του αναγκών. Συνεπώς η εξομολόγηση
αποτελεί έκφραση της ειλικρινούς μετάνοιας.
Ακολουθεί μετά
από αυτήν, η απόλυση, η πλήρης δηλαδή συγχώρεση των αμαρτιών και η επάνοδος του
πιστού στην κατάσταση της χάριτος, την οποία προσφέρει ο Θεός μέσω του
επισκόπου ή του ιερέα. Όλες οι αμαρτίες συγχωρούνται, εφόσον υφίσταται η
μετάνοια.
Η εξομολόγηση αποτελεί
ψυχική ανάγκη του ανθρώπου, την οποία η Εκκλησία ικανοποιεί δια του μυστηρίου
αυτού. Η απλή ανάγνωση της συγχωρητικής ευχής χωρίς μετάνοια και εξομολόγηση,
δεν έχει καμιά σημασία και ουσιαστικά δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στον πιστό,
αφού καθίσταται ένα είδος μαγείας, χωρίς ουσιαστική επαναφορά τής ισορροπίας τής
ψυχής.
Δεν αρκεί η
απλή και κρυφή ομολογία ενώπιον του Θεού για τα σφάλματα του ανθρώπου, αλλά και
η καθοδήγηση από τον ιερέα, η οποία δίδεται κατά την ώρα της εξομολόγησης.
Εξάλλου ο εξομολογούμενος αποκτά την βεβαιότητα τής υπό του Θεού συγχώρεσης του
δια του ιερέα, γεγονός που ενισχύει αυτόν στον περαιτέρω πνευματικό αγώνα του.
Ο ιερέας δεν
πρέπει ουδέποτε να λησμονεί πως η σχέση του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο
είναι ανάλογη με τη σχέση του πατέρα με το παιδί του. Για να ασκήσει κάποιος
ιερέας το έργο της εξομολόγησης χρειάζεται η άδεια του οικείου επισκόπου. Ο
χαρακτήρας της σχέσης του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο, το γεγονός πως ο
εξομολογούμενος εμπιστεύεται στον πνευματικό του με συντριβή και μετάνοια τις
αμαρτίες και τα σφάλματά του επιβάλλουν απολύτως το απόρρητο της εξομολόγησης. Ο
πνευματικός πρέπει να αποφεύγει τις ερωτήσεις προς τον εξομολογούμενο με σκοπό
να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Ασφαλώς και οφείλει ο πνευματικός να
εξακριβώσει τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα σφάλματα, προς
αποτελεσματικότερη πνευματική βοήθεια του εξομολογούμενου. Όμως οι ερωτήσεις
που υποβάλλονται γι’ αυτό το σκοπό, οφείλουν να διακατέχονται από διάκριση και
πολλή λεπτότητα. Η καθόλου στάση του πνευματικού οφείλει να είναι στάση αγάπης
και στοργής προς τον μετανοούντα και ιδιαίτερα προς τους νέους και όχι στάση
κριτή. Στο μυαλό του πνευματικού πρέπει να είναι πάντοτε χαραγμένα τα λόγια του
Χριστού: «Δεν ήλθα να κρίνω τον κόσμο
αλλά να σώσω τον κόσμο» Κατά Ιωάννη
12:47. Επομένως η σωστή στάση του πνευματικού προς τον εξομολογούμενο είναι
να αφήνεται αυτός να ομιλεί ελεύθερα και ο πνευματικός να κάνει μόνο μικρές
παρεμβάσεις όπου αυτός κρίνει σκόπιμο. Έτσι θα βοηθηθεί ο εξομολογούμενος να
εκφρασθεί ελεύθερα και να πει εκείνα τα οποία τον ενοχλούν.
Οι συμβουλές πρέπει
να είναι κατάλληλες σε κάθε περίσταση δηλαδή οφείλουν να ενισχύουν τον
εξομολογούμενο στον πνευματικό του αγώνα, να είναι ορθές και να δημιουργούν
αυτοπεποίθηση σ’ αυτόν. Αν ο πνευματικός δεν γνωρίζει την κατάλληλη συμβουλή, είναι
προτιμότερο να σιωπήσει και να μην τίποτε, παρά μόνο «ο Θεός σε συγχωρεί, πράξε το καλλίτερο στο μέλλον κατά το θέλημα του
Θεού και την συνείδησή σου».
Ο πνευματικός
οφείλει εκτός από πνευματική κατάρτιση να γνωρίζει και ψυχολογία και τα
σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι ανά εποχή και τις συνθήκες
της ζωής. Να μην είναι ανεδαφικός εκτός τόπου και εκτός χρόνου.
Όσον αφορά τώρα
τα επιτίμια δεν πρέπει να λησμονεί ο πνευματικός πως έχουν παιδαγωγικό
χαρακτήρα και σκοπό. Για τους μη γνωρίζοντας σημειώνουμε πως τα επιτίμια είναι
οι πράξεις τις οποίες προτείνει ο ιερέας στον εξομολογούμενο για να αισθανθεί
το σφάλμα του και να προσπαθήσει στο μέλλον να μην το επαναλάβει. Συνήθως είναι
η εντατικότερη προσευχή, η νηστεία, η αγαθοεργία, η μελέτη ψυχωφελών βιβλίων
και σε κάποιες περιπτώσεις η αποχή από τη Θεία Μετάληψη. Τα επιτίμια δεν
αποτελούν μέρος του μυστηρίου της μετάνοιας γι’ αυτό και δεν ζητούνται τις
περισσότερες φορές από τον πιστό, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν
αποτελούν τιμωρία του αμαρτωλού, ούτε εκδίκηση. Γι’ αυτό και ο πνευματικός
οφείλει να τα επιβάλει με σύνεση και μόνον όταν φρονεί πως πράγματι μπορεί να
βοηθήσουν τον εξομολογούμενο.
Προσοχή: Κάτι το οποίο έχει παρεξηγηθεί από πολλούς πιστούς και ιερείς. Τα
μυστήρια της Ιεράς Εξομολόγησης και της Θείας Ευχαριστίας είναι διάφορα, μη
εξαρτώμενα το ένα από το άλλο, ούτε υπηρετούντα το ένα με το άλλο. Και τα δύο
όμως είναι απαραίτητα για την πνευματική ζωή των πιστών.
Πολλές φορές ο
ποιμένας στην εξομολόγηση ή και σε άλλες περιστάσεις αντιμετωπίζει ανθρώπους
υπό το κράτος της κατάθλιψης και η αντιμετώπιση αυτών αποτελεί πράγματι
πρόβλημα. Τι μπορεί να κάνει για να τους βοηθήσει; Να χειριστεί μόνος του αυτή
την κατάσταση ή να την παραπέμψει στον πλέον ειδικό; Και αν υποτεθεί πως ο
πιστός που κατέφυγε σ’ αυτόν δεν επιθυμεί να επισκεφτεί τον ψυχίατρο ή να
υποστεί ιατρική θεραπεία;
Κατ’ αρχάς
πρέπει να έχει υπόψη του, πως δεν αποτελεί έργο του πνευματικού η διάγνωση μιας
ψυχικής ανωμαλίας ή η αυθεντική απόφανση για την προέλευσή της. Μόνο οι ειδικοί
επιστήμονες μπορούν να το πράξουν αυτό. Ποιμένας χωρίς την κατάλληλη μόρφωση στην
θεραπεία του βάθους και ανίκανος να αναγνωρίσει τις επικίνδυνες εκδηλώσεις της
ψυχικής ανωμαλίας, είναι δυνατόν να προξενήσει κακό παρά καλό. Είναι δυνατόν να
αυξήσει την κατάθλιψη του εξομολογούμενου ακόμη περισσότερο και να τον οδηγήσει
σε αυτοκαταστροφικές τάσεις ή εκτός πραγματικότητας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις
χρειάζεται η βοήθεια των ειδικών για βοήθεια με τη χορήγηση φαρμακευτικής
αγωγής μετά ψυχοθεραπείας.
Δεν πρέπει
επίσης ο πνευματικός να παρουσιάζει με ρόδινα χρώματα καταστάσεις εμφανώς
αρνητικές, γιατί το ασθενές πρόσωπο το αντιλαμβάνεται αυτό και οδηγείται σε
μεγαλύτερη κατάθλιψη. Είναι προτιμότερο να ενισχύονται οι υγιείς και δυνατές
πλευρές της προσωπικότητας του πιστού με εκφράσεις επιδοκιμασίας εκ μέρους του
ιερέα – και αυτές με μέτρο, χωρίς υπερβολές – σε θέματα στα οποία το άτομο
δείχνει δύναμη και υγεία.
Πολύ λεπτό
είναι και το ζήτημα που αφορά την ερωτική ζωή των πιστών. Η στάση του ποιμένα
πρέπει και εδώ να είναι υπεύθυνη και να δώσει να καταλάβει ο πιστός, πως τα
διάφορα λεγόμενα “σαρκικά αμαρτήματα” δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις άλλες
ανθρώπινες ατέλειες. Αλλά ας αφήσουμε το πατέρα Φιλόθεο Φάρο, να μας τα πει
καλύτερα. Αντιγράφουμε από το εξαίρετο βιβλίο του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία», σελίδες 264 – 266.
«Πολλοί
κληρικοί και πνευματικοί απασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τις ατέλειες της
ερωτικής ζωής εκείνων που καθοδηγούν παραβλέποντας σχεδόν εντελώς άλλες
ανθρώπινες ατέλειες και μάλιστα με διάφορες διανοητικές αλχημείες προσπαθούν να
τους πείσουν ότι τα “σαρκικά αμαρτήματα” έχουν μια καίρια και κεντρική σημασία
για την πνευματική ζωή και σωτηρία του ανθρώπου και ότι είναι πολύ σοβαρότερα
από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο αμάρτημα. Ότι αυτή η άποψη δεν έχει έρεισμα στην
χριστιανική διδασκαλία και την εκκλησιαστική παράδοση θα μπορούσε να είναι
εμφανές και στον πιο αμύητο, εφόσον η ψυχοπαθολογία του δεν του δημιουργεί την
ανάγκη γι’ αυτή την έμμονη ενασχόληση με το σεξ, που είναι βασικό
χαρακτηριστικό πολλών θρησκευομένων και πάρα πολλών κληρικών και πνευματικών. Έτσι
γι’ αυτούς η παράθεση οποιωνδήποτε μαρτυριών από την παράδοση δεν θα είχε
κανένα νόημα, για όποιον όμως υγιαίνει ψυχικά είναι εμφανές ότι ο Ιησούς
Χριστός ένα μόνο αμαρτωλό απέρριπτε διαρκώς και ολοκληρωτικά, και αυτός ήταν ο
υποκριτής, και ότι απείλησε με την φρικτότερη τιμωρία της κολάσεως όχι τον
πόρνο αλλά τον φίλαυτο, που είναι τόσο αυτοαπασχολούμενος ώστε όχι μόνο δεν
αγαπά, αλλά ούτε παρατηρεί τον άλλο, όπως φαίνεται από την παραβολή του πλουσίου
και του Λαζάρου.
Όσον αφορά το
περίφημο χωρίο από την Α΄ Επιστολή του Παύλου προς τους Κορινθίους: “ουκ οίδατε ότι άδικοι βασιλείαν Θεού ου
κληρονομήσουσι; Μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε
μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε κλέπται, ούτε πλεονέκται, ούτε μέθυσοι, ου
λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι” (Α΄ Κορ. 6,9), στο
χωρίο αυτό όχι μόνο δεν θεωρούνται οι ερωτικές παρεκτροπές ιδιαίτερα σοβαρές,
αλλά εξομοιώνονται με την πλεονεξία, την κλοπή και τη λοιδορία και το ακόμη
σπουδαιότερο είναι ότι, σύμφωνα με το χωρίο αυτό, κανένας άνθρωπος που διαθέτει
την πιο στοιχειώδη αυτογνωσία δεν μπορεί να πιστεύη ότι δεν συμπεριλαμβάνεται
σ’ αυτό τον κατάλογο των αμαρτωλών που δεν θα κληρονομήσουν την βασιλεία του
Θεού, έτσι ώστε να κτυπιέται καίρια κάθε αυτοδικαιωτική διάθεση.
Παρόμοιες
διαπιστώσεις προκύπτουν και από την μελέτη της μετέπειτα εκκλησιαστικής
παραδόσεως. Λέει ο Ιωάννης ο Χρυσοστόμος: “Μη
μου πεις ότι δεν πορνεύω. Γιατί ποιο το όφελος, αν δεν πορνεύης, αλλά είσαι
φιλοχρήματος; Το σπουργίτι, και αν ακόμη δεν είναι πιασμένο από όλο το σώμα του
αλλά μόνο από το πόδι του, και έτσι έχει χαθή, ευρίσκεται μέσα στην παγίδα, και
δεν ωφελείται καθόλου από τα φτερά, αφού το πόδι του είναι πιασμένο. Έτσι κι
εσύ δεν κυριεύθηκες από την πορνεία, αλλά κυριεύθηκες από τη φιλαργυρία,
οπωσδήποτε όμως κυριεύθηκες. Το ζητούμενο δε δεν είναι το πώς κυριεύθηκες αλλά το ότι κυριεύθηκες” και “Τίποτε λοιπόν δεν αποξενώνει (τον άνθρωπο)
από τη φιλανθρωπία του Θεού και δεν το παραδίδει στο πυρ της κολάσεως όπως η
τυρρανίδα της υπερηφάνειας. Όταν υπάρχη αυτή, γίνεται ακάθαρτη ολόκληρη η ζωή
μας, οτιδήποτε κάνουμε, είτε σωφροσύνη είτε παρθενία είτε νηστεία είτε
προσευχές είτε ελεημοσύνη”.»
Μέλημα πάντα
του ποιμένα πρέπει να είναι πως δια μέσου του μυστηρίου της εξομολόγησης ο
πιστός πρέπει να κερδίσει την αυτογνωσία. Αν δεν συμβεί αυτό, η εξομολόγηση θα
παραμείνει κάτι αποσπασματικό και χωρίς μόνιμα αποτελέσματα, ώστε να ασκείται
ως έργο ρουτίνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου