Η εμπειρική γνώση του Θεού
«Θεολόγος ἐστίν ὁ τόν Θεόν ἐκ Θεοῦ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί εἰς δόξαν Θεοῦ λέγων»
Η γνώση του Θεού: Η ησυχαστική θεολογία ως εμπειρική γνώση του Τριαδικού Θεού
Η γνώση των ανθρώπων σε θέματα της
κτιστής πραγματικότητας είναι αποκλειστικά υπόθεση νοησιαρχικής
διαδικασίας. Όμως κάνοντας λόγο συγκεκριμένα για την κατεξοχήν θεολογία
ως χαρισματική λειτουργία, δηλαδή ως Αληθειο-λογία και όχι ως ακαδημαϊκή
σπουδή, η οποία πολλάκις εκτροχιάζεται και περιπλανάται σε ειδυλλιακές
ουτοπίες, τα πράγματα δεν ακολουθούν αυτή τη φόρμουλα. Καθετί δηλαδή που αναφέρεται στη θεία πραγματικότητα αν δεν ταυτίζεται με την αποκάλυψη του Χριστού δεν αποτελεί θεολογία.
Η Αλήθεια ως ενυπόστατη στον Λόγο, δεν αποτελεί μετρήσιμο μέγεθος και
επομένως δεν αποτελεί αντικείμενο γνώσης κατά τη μέθοδο της θύραθεν
γνωσιολογίας, η οποία ισχύει για όλα τα επιστητά και νοητά πράγματα. Ο
απ. Παύλος με την φράση, «νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ»,
αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει. Πως ο Θεός, ακόμη και στην διαδικασία
που ο άνθρωπος τον αναζητεί να τον ψηλαφήσει ώστε να τον γνωρίσει, δεν
παύει να είναι το δρών και το κατεξοχήν Υποκείμενο. Κατά την βιβλική
άποψη, πρώτα ο άνθρωπος γινώσκεται υπό του Θεού, αποκαλυπτομένου εν
Χριστώ, και ακολούθως ο πιστός διά της καταφάσεώς του γνωρίζει το Θεό.
Άλλωστε ο απ. Παύλος κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο και θέλοντας να
εκφράσει την άμεση εξάρτηση της γνώσης ως εμπειρίας, με την αγάπη προς
τον Θεό γράφει «εἰ δέ τις ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, οὗτος ἔγνωσται ὑπ᾿ αὐτοῦ».
Υπάρχει μια απέραντη απόσταση μεταξύ Θεού και δημιουργίας, κι αυτή είναι απόσταση φύσεων.
«Πάντα ἀπέχει Θεοῦ, οὐ τόπῳ ἀλλὰ φύσει»
κατά τον μέγα δογματολόγο Ιωάννη Δαμασκηνό. Κι όμως, παρά τη χαώδη
αυτή οντολογική ετερότητα του ανθρώπου εν σχέσει με το άκτιστο, είναι
εφικτή η γνώση του Θεού (θεολογική γνωσιολογία), η οποία όμως νοείται
πάντοτε στο πλαίσιο της κατ΄ενέργειαν σχέσης του ανθρώπου με τον
Τριαδικό Θεό. Επομένως, μεταπτωτικά αυτή η «θέα του Θεού» δεν είναι
δεδομένη και ούτε φυσικά απροϋπόθετη, όπως κατά κανόνα ισχύει γύρω μας
στην κτιστή πραγματικότητα, αλλά τουναντίον, στη φράση «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται», τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση από τον ίδιο τον Χριστό η καθαρότητα της καρδιάς, νοουμένης πάντοτε ως του όλου ανθρώπου.
Ο μεταπτωτικός άνθρωπος όμως, έρμαιο των αισθήσεων και του φαινόμενου κόσμου, έχει ανάγκη οντολογικής απελευθέρωσης, ως αποδέσμευσης από τα πάθη.
Η ελευθερία αυτή δεν είναι άπιαστο και απατηλό όνειρο αλλά αντίθετα δύναται να γίνει βιούμενη πραγματικότητα. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»
διδάσκει ο Χριστός. Η τήρηση των εντολών του Θεού αυτό ακριβώς
δηλώνει. Ακολουθώντας ο άνθρωπος τη βούληση του Θεού, δηλαδή αλλάζοντας
και ζώντας εν Χριστώ με την εν γένει μυστηριακή ζωή,
μέσω της αυτοπαράδοσής του στον ίδιο το Χριστό, ελευθερώνεται
πραγματικά και οντολογικά από τον υλώδη και κοσμικό τρόπο ζωής και
αντιλήψεως. Βέβαια ο γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ θα μας πει, ότι «ο
κτιστός άνθρωπος, δεν μπορεί μόνο με τις φυσικές του δυνάμεις να ζει
σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Η επιδίωξή του αυτή θα παρέμενε
απραγματοποίητη αν δεν συνεργούσε η θεία Χάρη, η οποία άλλωστε είναι και
το ζητούμενο». Η ορθόδοξη θεώρηση της συνεργίας για τη σωτηρία,
έγκειται ακριβώς στην αυτογνωσία του ανθρώπου ότι αδυνατεί να την
πετύχει μόνος του, ως ταπεινή ομολογία των πεπερασμένων δυνατοτήτων της.
Με τη συνεργία ο άνθρωπος όχι μόνο δεν αυτονομείται, αλλά πρακτικώς
βιώνει το «ἐν Χριστῷ» είναι του και δεν επαναλαμβάνει πλέον στη ζωή του
το προπατορικό αμάρτημα.
Για να συνδέσουμε όλα τα ανωτέρω, θα
πρέπει να τονίσουμε πως η γνώση του Θεού είναι γνώση υπαρξιακή και
περιλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν
αποτελεί καθαρό γνωσιολογικό πρόβλημα, αλλά είναι οντολογική αλλοίωση,
μετοχή στην αγαθή και ζωοποιό θεία ενέργεια. Αυτή η ενέργεια όμως, δεν
παύει να είναι ο ίδιος ο Θεός, αφού παρότι σαφώς διαφέρει και
διακρίνεται από τη θεία ουσία, εν τούτοις δεν διασπάται από αυτήν.
Υπάρχει δυναμικός και όχι στατικός χαρακτήρας σε αυτού του είδους τη γνώση του Θεού που προϋποθέτει κίνηση και τάση προς το άπειρο.
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κορεσμός
της επιθυμίας γνώσεως του Θεού και της αγαπητικής σχέσεως μεταξύ Θεού
και ανθρώπου, αφού ‘’στάση’’ της επιθυμίας σημαίνει διακοπή της μετοχής
στην αγαθή και ζωοποιό ενέργεια του Θεού. «Εὕρεσις ἐστίν αὐτό τό ἀεί ζητεῖν»
θα μας πεί ο Γρηγόριος Νύσσης. Φορέας της γνώσεως είναι ο νους του
ανθρώπου. Μάλιστα όλοι οι νηπτικοί χαρακτηρίζουν τον νου ως το ηγεμονικό
μέρος και τον οφθαλμό της ψυχής, ο οποίος προπτωτικά στην κατά φύση
κατάστασή του ήταν «ενοειδής» και «μονοειδής» . Είχε δηλαδή εκείνα τα
χαρακτηριστικά του φωτισμού, της καθαρότητας και της «αμορφίας» που
αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις της απερίσπαστης προσευχής και
ένωσης με τον Θεό. Μετά την πτώση όμως, ο νους του ανθρώπου εξέρχεται
από την καρδιά και παραδίδεται στους εμπαθείς λογισμούς, πράγμα το οποίο
δηλώνει τη δέσμευση και την αιχμαλωσία του στα αισθητά και ορατά της
κτίσεως, οπότε και αδυνατεί να συναντηθεί με τον Θεό «ἐν τῇ προσευχῇ».
Ο συνδυασμός όλων αυτών τον καθιστά ευάλωτο στις δαιμονικές δυνάμεις.
Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία που κάνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς στην
παραβολή του ασώτου Υιού, όπου ταυτίζει τον άσωτο υιό με το νου του
ανθρώπου και την πατρική οικία με την καρδία του, από την οποία και
εξήλθε «εἰς χώραν μακράν»
για τη μάταιη και ψυχοφθόρα περιπλάνηση και στην οποία επανέρχεται μόνο
κατόπιν μετανοίας, για να συναντηθεί και να κοινωνήσει αγαπητικά και
ευχαριστιακά με τον πατέρα του. Άλλωστε, μετάνοια σημαίνει επάνοδος από
το παρά φύση στο κατά φύση και από το διάβολο στο Θεό.
Ο άγ. Νικόδημος Αγιορείτης στον πρόλογο
της Φιλοκαλίας, υπογραμμίζει ότι η συλλογή αυτή απευθύνεται τόσο σε
μοναχούς, όσο και σε λαϊκούς, αφού όλοι έχουν κληθεί για τον αγιασμό και
την χαρισματική βίωση της αγιοτριαδικής ενότητας του «ἵνα ὦσιν ἓν».
Η κοινωνία της ζωοποιού ενέργειας του Θεού δεν είναι η ίδια από όλους
τους πιστούς. «Κυμαίνεται μεταξύ τῆς εἰς θάνατον κατακρίσεως καί τῆς εἰς
ζωήν αἰώνιον ἀφθαρτοποιήσεως». Οπότε ο κάθε πιστός βιώνει αυτή την
ενότητα κατά το μέτρον της δεκτικότητάς του, σε μία έμπονη κλιμακωτή
πορεία, κατά την οποία «ὁ νοῦς καθαίρεται, φωτίζεται καί τελειοῦται». Εδώ ακριβώς, στο ζήτημα της δεκτικότητας στηρίζεται η διάκριση των ανθρώπων που κάνει ο απ. Παύλος σε «σαρκικό, ψυχικό και πνευματικό»,
όπου το επίπεδο της γνώσης διαβαθμίζεται αντιστοίχως με το επίπεδο της
πνευματικής αλλοίωσης που υφίσταται ένεκα της αυτοπαράδοσής του στην
αγάπη του Θεού. Ο αγιασμός, η καθολική εξυγίανση του ανθρώπου ως ακέραιο
ψυχόσωμα και η θεογνωσία, ξεκινά με την κάθαρση των παθών μέσω
ασκητικής μεθόδου στην οποία συνεργούν οπωσδήποτε όλες οι σωματικές αλλά
καί οι πνευματικές δυνάμεις του, ενώ συνεχίζει με τον φωτισμό του νοός,
ο οποίος δεν «εξαφανίζεται αλλά αναγεννάται, αγιάζεται, θεούται
τελικώς, καθιστάμενος ικανός και άξιος δέκτης της αληθογνωσίας εν
Χριστώ» . Η μετατροπή του σταδίου του φωτισμού σε αυτό της θεώσεως, δεν
λογίζεται κατά τα κριτήρια της εμβάθυνσης της φυσικής γνώσης, αλλά είναι
η διάβαση από τα ρητά της Γραφής και των Πατέρων, στην υπεροχική
αγνωσία που υπερβαίνει τη φυσική γνώση και νόηση.
Συγκεχυμένη γνώση περί των όντων μπορεί να έχει και ο εκτός χάριτος άνθρωπος.
Άλλωστε, κοσμική γνώση είχαν και έχουν οι αιρετικοί όλων των εποχών. Δεν είναι όμως γνώση με σωτηριολογικές διαστάσεις δυνάμενη να μεταμορφώσει.
Η γνώση του Θεού είναι αποτέλεσμα και καρπός της θείας ελλάμψεως ως
άρρητη ενέργεια της τρισηλίου θεότητος που λέγεται και είναι αόρατη
όραση, άγνωστη γνώση και αμέθεκτη μετοχή, ώστε «να διαφανεί μέσα από τις
εννοιολογικές αντιθέσεις η δυνατότητα εμπειρικής μέθεξης ολόκληρου του
ανθρώπου (και όχι μόνο της σκέψης) στην εκφραζόμενη αλήθεια» .
Γι΄αυτό το λόγο το «νῆφε ἐν πᾶσι», ως νήψη, ως διαρκής εγρήγορση και αδιάλλειπτη προσευχή είναι απαραίτητη στάση ζωής δια το «μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Έτσι κατανοούμε καλύτερα τον λόγο του Ευαγρίου του Ποντικού που σημειώνει χαρακτηριστικά, «εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς. Καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ».
Χωρίς αδιάλλειπτη και θερμή προσευχή, δεν μπορεί ο άνθρωπος να ανέλθει
στον σιωπηλό γνόφο του θαβωρίου όρους, ο οποίος ταυτόχρονα είναι
σκοτεινός και υπέρφωτος, αφού η ίδια η προσευχή ταυτίζεται με την
υψηλότερη και εγκυρότερη εκδοχή της θεολογίας. Γίνεται εμφανής η
οργανική ενότητα που υπάρχει μεταξύ μυστηρίων, προσευχής και ασκήσεως.
Η διά της προσευχής όμως απελευθέρωση του ανθρώπου από την υλικότητα του κόσμου, διακρίνεται σαφώς από την «έκσταση», όπως αυτή νοηματοδοτείται και προσδιορίζεται από τα διάφορα ρεύματα των ανατολικών θρησκειών και μεθόδων.
Στην περίπτωση των φιλοσοφικών και
υπόλοιπων θρησκευτικών αντιλήψεων περί εκστάσεως, έχουμε μια
σχιζοφρενική «πνευματικότητα», η οποία κατανοεί τον άνθρωπο ως μια
φυλακισμένη ψυχή μέσα σε ένα επικίνδυνο σάρκινο όστρακο, καταδικασμένο
στη φθορά. Η λύτρωση της ψυχής από αυτό, επιτυγχάνεται μέσω μιας
μυστικιστικής διαδικασίας, η οποία αποβλέπει στην έξοδό της από το σώμα
και στην «ταύτισή της με μια συμπαντική πραγματικότητα […] στην
αναζήτηση μιας προσωρινά χαμένης ταυτότητας».
Όμως, η διάσπαση αυτή είναι
χαρακτηριστικό γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου. Το κακό διαιρεί και
φθείρει τα ενωμένα, ενώ το αγαθό ενοποιεί και συνέχει τα διηρημένα. Στην
Ορθόδοξη παράδοση σε καμία περίπτωση δεν εννοείται κάτι τέτοιο, διότι
προοπτική είναι το θαβώριο όρος της Θείας Μεταμορφώσεως, το όρος της
θεοπτίας, στο οποίο καμιά αίσθηση και λειτουργία δεν αφανίζεται.
Σύμφωνα με τη διήγηση του Ευαγγελίου κατά την ώρα της Μεταμόρφωσης του
Χριστού, ακούστηκε η φωνή του Πατρός, ενώ επίσης εθεάθησαν «Μωσῆς καὶ ᾿Ηλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες».
Υπάρχει δηλαδή καί ακοή καί όραση. Όμως, εκτός από την αποκαλυπτική
μεταμόρφωση του Χριστού, συνέβη και μεταμόρφωση, δηλαδή πνευματική
αλλοίωση των αισθήσεων των μαθητών, καθώς διαφορετικά δεν θα ήταν
δυνατόν να αντικρύσουν τη δόξα του Θεού. Στην πραγματικότητα, κατά την
ώρα της θεοπτίας όλες οι αισθήσεις ενοποιούνται και ο άνθρωπος βλέπει το
Θεό διά της θεώσεώς του. Αυτήν ακριβώς τη μεταμόρφωση ως «ἀλλοίωσιν τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου» επιδιώκει ο ενσυνείδητος χριστιανός παρακαλώντας το Θεό «λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον»,
κατά την οποία καταξιώνεται στην ακρότατη βαθμίδα της θεογνωσίας και
γνωρίζει όχι τον Θεόν ως προς το είναι, αλλά τα περί τον Θεόν. Γι΄ αυτό
και κάθε γνήσια πνευματική εμπειρία μπορεί να θεωρηθεί ως μια επαλήθευση
ή συνέχιση της μεταμόρφωσης στο Όρος Θαβώρ.
Η Αλήθεια είναι Φως, είναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν».
Και αυτό το Φως δεν προσεγγίζεται μέσα
σε πλαίσια στείρας συμβατικότητας. Προσεγγίζεται και μετέχεται μόνο δια
του ιδίου του φωτός, σε μια προσπάθεια του ανθρώπου να ομοιάσει
χαρισματικά προς αυτό, στην δυναμική πορεία του «καθ᾿ ὁμοίωσιν ». «Σημειωθήτω ἐφ’ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον». Δικαίως λοιπόν έχει γραφεί ότι ο ησυχασμός αποτελεί τέχνη και επιστήμη του φωτός.
Αν ο άνθρωπος δεν βιώσει εμπειρικά την Αλήθεια δεν μπορεί να θεολογήσει
με την υπαρξιακή έννοια του όρου, εφόσον ο θεόπτης θεολόγος είναι ο
κατεξοχήν Αληθειο-λόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου