Είναι γεγονός, ότι κατά τους πνευματοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας, η αλήθεια περί του τριαδικού Θεού είναι για τον άνθρωπο εμφανώς δυσπρόσιτη και δυσκατανόητη, καθώς ανέρχεται τα πνευματικά στάδια της θεογνωσίας.
Πως μπορεί, αλήθεια, ο φθαρτός και χοικός άνθρωπος, ο κτιστός και πεπερασμένος, να εκφρασθεί αρκούντως για τον Άκτιστο και Άπειρο Θεό; Προσφυώς έχει γραφεί ότι «το θείο είναι ακατονόμαστο. Τα κατηγορούμενα που αποδίδονται στον Θεό, όπως, ασώματος, αγέννητος, άναρχος, άφθαρτος, δηλώνουν τι δεν είναι ο Θεός και όχι τι είναι».2 Πρωτίστως, οι Άγιοι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς υπογραμμίζουν την θεμελιώδη για την ορθόδοξη Θεολογία διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, προκειμένου να κάνουν λόγο περί Θεού. Μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, δηλ. Θεού και κτίσεως, υφίσταται μέγα οντολογικό χάσμα, και ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία ομοιότητα, καμία σύγκριση, καμία αναλογία. Πάλι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναγνωρίζοντας την τεράστια ποιοτική και ποσοτική διαφοροποίηση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, θα γράψει σε μία επιστολή του ότι η ανθρώπινη φύση, συγκρινόμενη με τη θεία, δεν είναι ούτε μια μικρή λάμψη που μπορεί να συγκριθεί με τον ήλιο, ούτε λίγη δροσιά που μπορεί να συγκριθεί με ποταμό, «ουδέ γαρ αυγή τις προς ήλιον, ουδέ νοτίς ολίγη προς ποταμόν».3 Καί τούτο διότι, «ουχ η αυτή φύσις, Θεού και ανθρώπων» .4 Τότε, πως μπορούμε να ομιλήσουμε για τον Θεό, τι μπορούμε να πούμε γι᾿ Αυτόν και πως θα τον γνωρίσουμε; Στα επόμενα, θα δούμε με κάθε δυνατή συντομία την απάντηση στα ερωτήματα αυτά. Εξαρχής, ωστόσο, θα υπογραμμίσουμε ότι τα όσα θα διατυπωθούν στη συνέχεια, απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή προς κατανόησιν, διότι είναι πράγματα υψηλά και προσεγγίζονται «ταίς υψηλαίς φρεσί», με νού «υψηλό» και διαυγή, με διάθεση πνευματική, με καρδιά φλεγόμενη από το άυλον πυρ. Γιατί ο εν Τριάδι Θεός μας δεν είναι γνώση κοσμική, αλλά εμπειρία πνευματική, γνώση άλλου είδους, μυστική. Δεν κατακτάται διανοητικά, αλλά φανερώνεται εσωτερικά και με αγιοπνευματικό φωτισμό. Δεν αποτελεί προιόν της λογικής, αλλά συνιστά αποκάλυψη καθαρής καρδιάς και κρατείται ένδοθεν μυστικά.
ΔΥΟ ΟΔΟΙ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τι γνωρίζουμε και τι αγνοούμε από τον Δημιουργό του παντός, «ορατών τε πάντων και αοράτων»; Σε τι συνίσταται το μυστήριό Του; Τι είναι το άκτιστο φως του Θεού; Τι καλείται γνόφος και πως ερμηνεύεται θεολογικά; Σε όλα αυτά θα καταθέσουμε κατ᾿ επιλογήν την Πατερική, θεολογική μαρτυρία της Εκκλησίας μας, ώστε να γίνει έστω κατά το ελάχιστο καταληπτός αυτός ο αστείρευτος και αναφαίρετος πνευματικός πλούτος της Πίστεως του Χριστού. Υπάρχουν, βεβαίως, και άλλες πτυχές γύρω από το εξεταζόμενο θέμα, αλλά δεν αναλύονται στο κείμενο αυτό.
Αρχικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι για τον Τριαδικό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα κάνουμε λόγο και καταφατικά και αποφατικά. Τονίζουμε δηλαδή τι είναι, αλλά και τι δεν είναι ο Θεός. Υπάρχουν δύο οδοί. Η καταφατική λεγομένη οδός, ή καταφατική θεολογία, που αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του Θεού. Υπάρχει και η αποφατική οδός, ή αποφατική θεολογία, που αναφέρεται στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη Του. Καί έχει παρατηρηθεί ορθά, πως η ανάπτυξη των δύο αυτών θεολογικών οδών συνδέεται στενά με την ακμή της πατερικής θεολογίας και χαρακτηρίζει σχεδόν όλους τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Μάλιστα, «καμμία διαλεκτική αντίθεση δεν είναι νοητή μεταξύ καταφατικής και αποφατικής θεολογίας, υπάρχει, μεταξύ τους και μια άρρηκτη και λειτουργική ενότητα. Ποτέ μέσα στην ορθόδοξη παράδοση δεν γίνεται χρήση της μιάς αυτόνομα και ανεξάρτητα από την άλλη» 5. Ο δε άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, θεωρεί ότι ο καταλληλότερος τρόπος για την απόδοση των διαφόρων ονομάτων στον Θεό δεν είναι η αυτόνομη καταφατική ή αποφατική θεώρηση του Θεού, αλλά η λειτουργική συνάφεια και ταυτόχρονη χρήση της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας. Αυτήν ο Άγιος χαρακτηρίζει ως «γλυκυτάτη…εξ αμφοίν συνάφεια».6
Ο ΓΝΟΦΟΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΟΣ
Η ορθόδοξη Θεολογία 7 μας καταθέτει ότι η θεία Φύση «υπέρκειται παντός φυσικού είναι», ξεπερνά κάθε κατάληψη και γνώση κτιστή. Γι᾿ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θα εκφράσει με δύο μόνο λέξεις αυτή την υπερβατικότητα του θείου Όντος και θα πεί ότι ο Θεός μας είναι ο «πάντων επέκεινα». Δηλαδή, πάνω και πέρα απ᾿ όλα. Ο τριαδικός Θεός, ως το απόλυτο, άκτιστο και αιώνιο πνεύμα, είναι φύσει ακατάληπτος και ακατανόητος. Αυτό θα διατυπώσει με την περιεκτική ρήση του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άριστος Δογματολόγος της Εκκλησίας μας: «Άπειρον ούν το θείον και ακατάληπτον, και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και ακαταληψία» 8.
Ησυχία και σιωπή περιβάλλουν το θείο σ᾿ εκείνη την αδιερεύνητη και απόκρυφη κατάσταση της υπερβατικότητος, την οποία ο μεν Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης χαρακτηρίζει ως «κρυφιόμυστον σιγήν», ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής ως «θείαν αφθεγξίαν». 9 Επίσης, η κατάσταση αυτή της υπερβατικότητας του Θεού, χαρακτηρίζεται και από την γνωστή λέξη «γνόφος». Είναι μάλιστα «υπέρφωτος γνόφος», πάλι κατά τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη 10. Γνόφος, κατά τον ιερό Πατέρα, είναι το υπέρλαμπρο και απρόσιτο εκείνο φως στο οποίο λέγεται ότι κατοικεί ο Θεός. «Ο θείος γνόφος εστι το απρόσιτον φως, εν ω κατοικείν ο Θεός λέγεται».