Ο αρνητικός χαρακτήρας του πόνου φαίνεται να έχει και μια άλλη σημαντική διάσταση. Τούτη οφείλεται στο γεγονός ότι, εκτός από πηγή της αμαρτίας για τον πεπτωκότα άνθρωπο, αποτελεί τουλάχιστον αφορμή για τη διάπραξή της. Μάλιστα, με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα χρησιμοποιείται από τις δαιμονικές δυνάμεις που επιδιώκουν να ωθούν τον άνθρωπο στο να διαπράττει το κακό. Και το επιχειρούν αυτό είτε συγκεκριμένα και με ακρίβεια, είτε με τον συνήθη τρόπο, υποδαυλίζοντας, δημιουργώντας και συντηρώντας πονηρά πάθη μέσα του, με θεμέλιο ακριβώς αυτόν τον πόνο.
Στο ζεύγμα ηδονής-οδύνης αναπτύσσονται τα πονηρά πάθη
Από τα έργα των Ελλήνων Πατέρων, γνωρίζουμε το πολύ κακό όνομα και φήμη που έχει η ηδονή. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς καταφέρονται εναντίον της με πραγματικό μίσος (την κατηγορούν πρωτίστως ότι έχει στερήσει τον άνθρωπο από την πνευματική χαρά και μακαριότητα, τις ασύγκριτα μεγαλύτερες, υποκαθιστώντας αυτές με την παρουσία της· και δευτερευόντως τη μέμφονται για την εμπλοκή της στα πάθη). Σε μικρότερο βαθμό γνωρίζουμε ότι η οδύνη συχνά αντιμετωπίζεται από τους ίδιους Πατέρες με τρόπο εντελώς αρνητικό. Mερικοί από αυτούς υπογραμμίζουν ότι η ηδονή δεν λειτουργεί χωρίς την οδύνη, και αντίστροφα, και ότι και οι δύο προέρχονται από το παθητό στοιχείο του ανθρώπου και εμφανίζονται στη φύση του ως επακόλουθα του προπατορικού αμαρτήματος. Είναι συνδεδεμένες με την αμαρτία και μάλιστα στις απαρχές της, αφού το προπατορικό αμάρτημα είναι η πρωταρχή τους, αλλά απαντούν επίσης στη συνέχεια, ως δυνητικές πηγές αμαρτιών και παθών, πέρα από το γεγονός ότι αποτελούν ευνοϊκές ευκαιρίες για την εκδήλωσή τους. Με άλλα λόγια έχοντας ως αιτία το κακό, είναι δυνατόν και οι ίδιες με τη σειρά τους να αποτελούν πηγές του κακού. Κι έτσι ο άγιος Μάξιμος δεν διστάζει να υπενθυμίσει ότι «το κακό φώλιασε μέσα μας διά μέσου του παθητού της φύσης μας, δηλαδή του νόμου της αμαρτίας που οφειλόταν στην παρακοή». Και ο άγιος Πέτρος Δαμασκηνός με σαφήνεια επιβεβαιώνει ότι «από αυτές (δηλ. την ηδονή και την οδύνη) πηγάζει κάθε κακό».
Τούτο δεν σημαίνει ότι η παθητότητα (πηγή της ηδονής και της οδύνης για μας) είναι από μόνη της κακή ούτε ότι αποτελεί από μόνη της συστατικό στοιχείο της αμαρτίας ή των παθών που δημιουργούν ενοχές. Η αμαρτία, όπως και τα πονηρά πάθη, απαιτεί πάντα την ανάμειξη και εμπλοκή του αυτεξουσίου μας. Να γιατί ο άγιος Μάξιμος συμπληρώνει με ακρίβεια την προηγούμενη διατύπωσή του, δηλώνοντας ότι «το κακό που φώλιασε μέσα μας διά μέσου του παθητο;y της φύσης μας […] προέρχεται από τον παρά φύση προσανατολισμό του γνωμικού θελήματός μας, ο οποίος εισάγει το (πονηρό) πάθος στη φύση μας με τη νωθρότητα και τη χαλάρωση ή με τη βία».
Εντούτοις η παθητότητα (και επομένως τα φυσικά πάθη που προέρχονται από αυτή) αποτελεί ευνοϊκό χώρο για τη δημιουργία, ανάπτυξη και διατήρηση των πονηρών παθών. Τούτο συμβαίνει ιδιαίτερα, στην περίπτωση της έντονης απαίτησης και μάλιστα υπό την πίεση της παθητότητας, οπότε αποφασίζει το αυτεξούσιο να κάνει κάτι. Και χάρη στη ζώνη της ευαισθησίας και της αδυναμίας την οποία συνιστά στον άνθρωπο το παθητό στοιχείο, ένα κακό θέλημα ή μια κακή επιλογή πετυχαίνουν εύκολα τους στόχους τους. O Μάξιμος, λοιπόν, κάνει λόγο για «την κακίαν της προαιρέσεως» που ενεργοποιείται διά μέσου της αδυναμίας της φύσης μας (δηλαδή της παθητότητας).
Αποφασίζοντας να δράσει σε αναφορά με την οδύνη και την ηδονή, ο πεπτωκώς άνθρωπος εγκαταλείπει και αποφεύγει τις αρετές και, αντίθετα, φαίνεται να γοητεύεται από τα ψεκτά πάθη. Γι’ αυτό και ο σχολιαστής των Προς Θαλάσσιον … απόρων σημειώνει: «Εξαιτίας της ηδονής αγαπάμε τα πάθη και λόγω της οδύνης αποφεύγουμε την αρετή».
Ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος δείχνει αναλυτικά ότι στο ζεύγμα ηδονής-οδύνης αναπτύσσονται τα ψεκτά πάθη. Εξηγεί με ποιον τρόπο ο πεπτωκώς άνθρωπος κατευθύνει όλο τον ζήλο και τον πόθο του, από τη μια πλευρά στην αναζήτηση της ηδονής κι από την άλλη στην αποφυγή της οδύνης. Κι αυτή η τελευταία κίνηση συσχετίζεται με την πρώτη, καθώς, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στη σκέψη του αγίου Μαξίμου η οδύνη ακολουθεί αναπόφευκτα την ηδονή. Με τούτη τη διπλή κίνηση, ο άνθρωπος δημιουργεί τρεις ομάδες παθών: μια πρώτη διά της οποίας επιζητεί να εξασφαλίσει την ηδονή, μια δεύτερη διά της οποίας επιδιώκει να αποφύγει την οδύνη, και την τελευταία που αποτελείται από συνδυασμό των δύο τάσεων σε διάφορες αναλογίες: «[0 άνθρωπος] μετέφερε όλη την επιθυμία του προς την ηδονή και όλη την αποστροφή του προς την οδύνη, δείχνοντας όλο τον ζήλο του υπέρ της πρώτης και αγωνιζόμενος με όλες τις δυνάμεις του εναντίον της δεύτερης. […] Με αυτή την αφετηρία, το τεράστιο, αναρίθμητο πλήθος των παθών εισήχθη για την καταστροφή των ανθρώπων. Από τότε μας προέκυψε τούτη η ζωή που ξεχειλίζει από στεναγμούς, που μας κάνει να έχουμε σε υπόληψη αυτές τις ίδιες τις αιτίες της καταστροφής μας, που μας οδηγεί να επιζητούμε και να περιβάλλουμε με προσοχή τις αφορμές της φθοράς μας, αγνοώντας ποιοι είμαστε. Από τότε η μία φύση κομματιάστηκε σε αναρίθμητα τμήματα και μεις που έχουμε την ίδια φύση, δεν είμαστε παρά βλαβεροί οι μεν για τους δε, μοιάζοντας με ερπετά. Διεκδικώντας την ηδονή διά της φιλαυτίας και, με την ίδια αιτία, επιζητώντας διακαώς την αποφυγή της οδύνης, επινοούμε τις ατελείωτες πηγές των φθοροποιών παθών. Αν μεριμνούμε αποβλέποντας στην ηδονή διά της φιλαυτίας, γινόμαστε πρόξενοι της γαστριμαργίας, της υπερηφάνειας, της ματαιοδοξίας, της έπαρσης, της φιλαργυρίας, της απληστίας, της τυραννίας, της δεσποτικής κυριαρχίας, του κομπασμού, της αλαζονείας, της αποχαύνωσης, της μανίας, της αυταρέσκειας, της τύφλωσης από τους καπνούς της υπερηφάνειας, της περιφρόνησης, της ύβρης, της θηλυπρέπειας, των καμωμάτων, της ακολασίας, του φαντασμένου ύφους, του φουσκώματος του νου, της νωθρότητας, της σεμνοτυφίας, του χλευασμού, της πολυλογίας, των άκαιρων λόγων, των αισχρών λόγων και όλων των υπόλοιπων της ίδιας κατηγορίας. Στην περίπτωση που η φιλαυτία υποδαυλίζεται περισσότερο από την οδύνη, γεννάμε τον θυμό, τον φθόνο, το μίσος, την έχθρα, τη μνησικακία, τον χλευασμό, την κακολογία, τη συκοφαντία, τη λύπη, την απελπισία, την απόγνωση, τη δυσπιστία, τη διαβολή της πρόνοιας, την ακηδία, την αμέλεια, την αποθάρρυνση, την αθυμία, την ολιγοψυχία, το άκαιρο πένθος, τον θρήνο, τη ντροπή, τους στεναγμούς, την αντιπαλότητα, τη ζηλοφθονία, τη ζηλοτυπία και όλα τα υπόλοιπα που αναδύονται από την κατάσταση μιας ψυχής στερημένης από αφορμές για ηδονή. Από την ανάμειξη της ηδονής με την οδύνη (που οφείλεται σε άλλες αιτίες), δηλαδή από τη διαστροφή (αφού ορισμένοι αποκαλούν διαστροφή τούτη τη σύνθεση των αντίθετων στοιχείων της πονηρής διάθεσης) γεννάμε την υποκρισία, την ειρωνεία, τον δόλο, την κολακεία, την ανθρωπαρέσκεια και όλα τα υπόλοιπα εφευρήματα της μικτής κακίας».
Αφού γεννηθούν στην ψυχή, τα πάθη παραμένουν εκεί και αναπτύσσονται εκεί, ενώ στηρίζονται στην ηδονή (που ο άνθρωπος τείνει να αναζητεί) αλλά και στην οδύνη (την οποία φοβάται και τείνει να αποφεύγει). Εφόσον ο άνθρωπος αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα πάθη όπως θα ήθελε, δεν μπορεί να φτάσει τα επιθυμητά ή απολεσθέντα αισθητά πράγματα, εκείνα στα οποία προσκολλάτο, κάνει την εμφάνισή της η ψυχική οδύνη, με τη μορφή του πονηρού πάθους της λύπης, και εγκαθίσταται στην ψυχή του για να υποκινήσει εκεί και άλλα πάθη. Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής υπενθυμίζει λοιπόν ότι «τούτη την παράλογη οδύνη, αυτή που βρίσκουμε σε πολλούς [ανθρώπους], και η οποία αναστατώνει και βασανίζει την ψυχή ως προς τη στέρηση των παθών και καθαρά υλικών πραγμάτων, προκαλώντας την παρά φύση επιθυμία για όσα δεν πρέπει [να γίνουν] και την απόρριψη όσων πρέπει». Βλέπουμε καθαρά εδώ, με ποιον τρόπο μια συγκεκριμένη μορφή οδύνης υποδαυλίζει πάθη, αλλά και γεννά πάθη. Επομένως μοιάζει να συνδέεται με την αμαρτία με δύο τρόπους.
Η ηδονή και η οδύνη απστελούν αιτία αλλοίωσης της ηθικής συνείδησης
Ο αρνητικός χαρακτήρας τόσο της ηδονής όσο και της οδύνης διαπιστώνεται και από τον αρνητικό ρόλο που διαδραματίζουν στην ηθική συνείδηση του πεπτωκότα ανθρώπου. Αυτός πραγματικά άγεται αυθαίρετα στο να αξιολογεί τα πράγματα σε συνάρτηση με την ηδονή ή την οδύνη που του προκαλούν και στο να αναγνωρίζει, στο πλαίσιο της ηθικής του κρίσης, το αγαθό με κριτήριο την πρώτη και το κακό με τη δεύτερη.
Ο πεπτωκώς άνθρωπος κρίνει την αξία των πραγμάτων όχι, όπως θα όφειλε, με αφετηρία τον νου του, ο οποίος διακρίνει τα νοερά όντα και τις πνευματικές αξίες, αλλά την αίσθηση. Η τελευταία δεν είναι η απλή δύναμη ή ικανότητα να διακρίνουμε τα πράγματα· πρόκειται επιπλέον, όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος, για «τη δύναμη να διακρίνουμε την ηδονή του σώματος από την οδύνη», την οποία μπορούμε να ορίσουμε ακριβέστερα ως «μία δύναμη που εντοπίζεται στα έμψυχα και προικισμένα με αισθήσεις σώματα και η οποία τα ωθεί να έλκονται από την πρώτη και να αποφεύγουν τη δεύτερη». «Αν λοιπόν ο άνθρωπος δεν έχει τίποτε περισσότερο από το να διακρίνει τα σώματα με κριτήριο την αίσθηση της ηδονής και της οδύνης, έχοντας παραβεί τη θεία εντολή, τρώγει από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, δηλαδή από αυτό που είναι παράλογο για την αίσθηση, διατηρώντας μόνο τη διάκριση εκείνου που ωφελεί το σώμα, σύμφωνα με την οποία προσκολλάται στην ηδονή, θεωρώντας την ως το αγαθό, και απομακρύνεται από την οδύνη θεωρώντας την ως το κακό».
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο άνθρωπος αναπτύσσει μέσα του συγκεχυμένη γνώση του καλού και του κακού. «Το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού», για το οποίο μιλάει η Γένεσις (2,17) έχει αυτή τη συγκεκριμένη ονομασία, γιατί η βρώση του καρπού του (που συμβολίζει τη μακαριότητα της δημιουργίας από την αισθητή πλευρά της, μακαριότητα που όπως είδαμε, γεννάει αναπόφευκτα οδύνη) παράγει τέτοια συγκεχυμένη γνώση του καλού και του κακού στο ζεύγμα ηδονής-οδύνης που δοκιμάζονται ή υποκινούνται από την ύπαρξη. Και με αυτό τον τρόπο ο άγιος Μάξιμος εξηγεί ότι ο πεπτωκώς άνθρωπος, λατρεύοντας την κτίση αντί του Κτίστη, διά μέσου της φίλαυτης αγάπης που αποδίδει και αφιερώνει στο σώμα του, «επιτελούσε αδιάκοπα μέσα του το έργο της ηδονής και της οδύνης, συνεχίζοντας να τρώει από το δέντρο της ανυπακοής, έχοντας, με την πείρα που του έδινε η αίσθηση, τη συγκεχυμένη γνώση του καλού και του κακού». Εξάλλου, η συγκεχυμένη τούτη γνώση του καλού και του κακού, η γεννημένη από τη φιλαυτία και ορισμένη στο ζεύγμα της καθαρά αισθητής εμπειρίας ηδονής-οδύνης, συμβάλλει στη γένεση, όπως είδαμε προηγουμένως, του συνόλου των πονηρών παθών: «Η άγνοια του Θεού θεοποίησε το κτίσμα, του οποίου η προφανής λατρεία είναι η φιλαυτία, την οποία φέρει στο σώμα του το ανθρώπινο γένος. Πρόκειται για αγάπη γύρω από την οποία κινείται, τέτοια ανάμικτη γνώση, η εμπειρία της ηδονής και της οδύνης, η οποία εισάγει στην ανθρώπινη ζωή όλο τον βόρβορο των κακιών. Και αυτό γίνεται με τόσο ετερόκλητο και ποικίλο τρόπο, ώστε να μην επαρκεί ο λόγος για να περιγράφει το πόσες μορφές λαμβάνει τούτος ο βόρβορος».
Η ηδονή και η οδύνη ασκούν τυραννία στον πεπτωκότα άνθρωπο, ωθώντας τον στην αμαρτία και τα πάθη
O αρνητικός χαρακτήρας που αναγνωρίζεται τόσο στην οδύνη όσο και στην ηδονή προέρχεται παρόμοια από την κυριαρχία που ασκούν στον πεπτωκότα άνθρωπο. Και τούτη η κυριαρχία έχει δυσμενείς συνέπειες γι’ αυτόν: γιατί από τη μια πλευρά τον ωθεί, στο όνομα της αναζήτησης της ηδονής και της αποφυγής της οδύνης με κάθε τίμημα, στην αμαρτία και την ανάπτυξη των παθών μέσα του, και από την άλλη πλευρά γιατί είναι δυνατόν να πάρει τη μορφή πραγματικής τυραννίας που τον υποδουλώνει.
Γι’ αυτό τον λόγο, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής χρησιμοποιεί πολύ χαρακτηριστικό λεξιλόγιο, όταν παρατηρεί ότι στο παθητό του πεπτωκότα ανθρώπου «εντοπίζεται το κράτος της ηδονής και της οδύνης», και ότι στην ηδονή και την οδύνη «κατοικούν η τυραννίδα της αμαρτίας και η κυριαρχία του θανάτου».
O άγιος Μάξιμος υπογραμμίζει ειδικότερα την κυριαρχία που ασκεί η αμαρτία στη φύση λόγω του διαστρεβλωμένου παθητού που συνδέεται με τη βιολογική αναπαραγωγή – μια κυριαρχία που το παθητό την ενεργοποιεί και συνάμα τη μεταδίδει: «Από τη στιγμή που, εξαιτίας της παράβασης, μπήκε η αμαρτία στη φύση και, εξαιτίας της αμαρτίας, εισήλθε το παθητό στη φύση των ανθρώπων κατά τη γέννηση, και διαιωνιζόταν έτσι η πρώτη παράβαση μαζί με το παθητό της γέννησης, δεν υπήρχε ελπίδα ελευθερίας, καθώς η φύση ήταν άρρηκτα δεμένη με πονηρό δεσμό σύμφωνα με το γνωμικό θέλημα. Γιατί όσο η φύση έσπευδε προς τη δική της διαιώνιση διά μέσου της γέννησης, τόσο περισσότερο έσφιγγε τον εαυτό της στον νόμο της αμαρτίας, έχοντας ενεργή την παράβαση κατά το παθητό».
O ίδιος Πατέρας επιμένει και στον τυραννικό χαρακτήρα της φιλαυτίας στον πεπτωκότα άνθρωπο διά μέσου της ηδονής και της οδύνης. Σημειώνει ότι η πάθηση, με άλλα λόγια η φιλαυτία, «(που διαθέτει καθένας από όσους μετέχουν στην ανθρώπινη φύση και τη διαθέτει, ποσοτικά και ποιοτικά, με το σώμα του, δηλαδή το συγκεκριμένο ζωντανό και λειτουργικό τμήμα της ύπαρξής του που του είναι τόσο έκδηλο) τον εξαναγκάζει (όπως ένα δούλο, με την επιθυμία της ηδονής και τον φόβο της οδύνης) να φαντάζεται και να επινοεί πολλά σχήματα παθών, ανάλογα με όσα εμφανίζονται στις κατάλληλες στιγμές, στα πράγματα, και στον τρόπο υποδοχής τους, με τον οποίο θα μπορεί να επιλέγει να ζει πάντα στην ηδονή και να μένει απόλυτα προστατευμένος από την οδύνη». Ανάλογη άποψη εκφράζεται από τον άγιο Πέτρο Δαμασκηνό ο οποίος, περισσότερο από τη φιλαυτία, μιλάει για «τo ίδιον θέλημα». Σημειώνει ότι ο άφρονας «ούτε εγκράτεια στις ηδονές έχει, δηλ. στο θέλημά του να πράττει ό,τι του αρέσει ούτε υπομονή στις οδυνηρές καταστάσεις. Αλλά πότε-πότε, όταν ικανοποιείται το ίδιον θέλημα, φουσκώνει από ηδονή και έπαρση. Μερικές φορές, όταν αποτυγχάνει και όταν βασανίζεται από τούτη την οδύνη, βουλιάζει στη μικροψυχία και την ασφυξία της ψυχής του, οι οποίες αποτελούν εγγύηση για την κόλαση». O άγιος Πέτρος Δαμασκηνός, όπως και ο άγιος Μάξιμος, αναδεικνύει ότι η εξουσία που ασκούν στον άνθρωπο η ηδονή και η οδύνη επιβεβαιώνεται και ενισχύεται από τα πάθη, τα οποία αυτές υπηρετούν ως υποστήριξη και τροφοδοσία.
Η καταδυνάστευση και μάλιστα η τυραννία που η οδύνη, καθώς και η ηδονή, ασκούν άμεσα ή έμμεσα, στην ανθρώπινη φύση, διαπιστώνεται με τον ίδιο τρόπο και από τη δράση των δαιμόνων.
Το παθητικό [μέρος της ψυχής] είναι ο προνομιακός χώρος της δράσης των δαιμόνων στον άνθρωπο
Εφόσον αληθεύει ότι οι δαίμονες δεν μπορούν να εξαναγκάσουν άμεσα τον άνθρωπο, ωστόσο έχουν τη δυνατότητα με άνεση να τον δελεάσουν, χρησιμοποιώντας με επιδεξιότητα τις δύο αυθόρμητες και πολύ ισχυρές τάσεις του παθητικού στοιχείου της ψυχής του: την έλξη του από την ηδονή και τη φυσική απώθησή του ως προς την οδύνη. Το παθητικό γίνεται σε κάθε περίπτωση για τον πεπτωκότα άνθρωπο ζώνη αδυναμίας, ευάλωτο σημείο, μέσα από το οποίο βρίσκουν εύκολα πρόσβαση οι πειρασμοί και οι δαιμονικές ενέργειες.
0 άγιος Μάξιμος Ομολογητής δείχνει ότι στο παθητικό στοιχείο του ανθρώπου μπολιάζεται η ροπή προς την αμαρτία που κληρονομήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, και ότι σε αυτό επίσης στηρίζονται και οι δαίμονες για να υποκινήσουν, μέσω των φυσικών παθών, τα παρά φύση πάθη. Διατυπώνει με σαφήνεια ότι «στο παθητικό κατά τον Αδάμ [δηλαδή στο παθητό του οποίου την εμφάνιση ο Αδάμ προκάλεσε στη φύση του και το οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουμε κληρονομήσει από αυτόν], οι πονηρές δυνάμεις είχαν, εξαιτίας της αμαρτίας, τις ενέργειές τους κρυμμένες ώστε να είναι αόρατες, στον νόμο της φύσης». Επιπλέον σημειώνει ότι η ανθρώπινη φύση «έχοντας σε αυτό το ίδιο το παθητικό, εξαιτίας της κατάστασης της φύσης, την αύξηση της αμαρτίας, είχε σύμφωνα με την καθολική αμαρτία στο παθητικό, διά μέσου των παρά φύση παθών, τις ενέργειες όλων των αντίθετων εχθρικών δυνάμεων, αρχών και εξουσιών, κρυμμένες στα φυσικά πάθη. Δι’ αυτών [των ενεργειών] λειτουργούσε κάθε πονηρή δύναμη [δηλ. κάθε δαίμονας], σύμφωνα με το παθητικό της φύσης, ωθώντας το γνωμικό θέλημα στη φθορά που προκαλούν τα παρά φύση πάθη διά μέσου των κατά φύση παθών».
Ο διάβολος, κάνοντας τον άνθρωπο να υποφέρει, επιδιώκει να τον κάνει να χάσει την ελπίδα του στον Θεό, να υποκινήσει στην ψυχή του την επανάσταση εναντίον Του, και τελικά να τον οδηγήσει στην άρνησή Του. Αυτό το φανερώνει με σαφήνεια το βιβλίο του Ιώβ και προφανώς πολλοί Πατέρες οδηγούνται επίσης στην ίδια παρατήρηση. 0 άγιος Μάξιμος παρατηρεί λοιπόν ότι ο διάβολος «επινοώντας τις αλλεπάλληλες, αδιάκοπες εισαγωγές […] των παθών που δεν εξαρτώνται από τη θέλησή μας, επιφέρει με σκληρότητα και δίχως έλεος έναν καταστροφικό πόνο. […] Για να ικανοποιήσει το πάθος του μίσους του απέναντι μας, ώστε η ψυχή, καταρρέοντας λόγω της αδυναμίας της [να αντέξει] κάτω από το δυσβάσταχτο φορτίο αυτών των οδυνηρών συμφορών, να παραιτηθεί από αυτή την ικανότητα (δύναμή) της να ελπίζει στον Θεό, αποδίδοντας την αιτία άρνησης του Θεού στην εμφάνιση τούτων των οδυνηρών γεγονότων».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean Claude Larchet “Ο Θεός δεν θέλει τον πόνο των ανθρώπων“, Εκδόσεις “Εν πλω”. Στο βιβλίο μπορεί ο αναγνώστης να βρει τις παραπομπές του παρόντος αποσπάσματος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου