Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Η Αίρεση του Ζηζιούλα


Η αίρεση του Ζηζιούλα

Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας και τα μυστήρια της Ιστορίας
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΡΑΒΕΝΝΑ
Bishopoque

Ο Καρδινάλιος Κάσπερ έχει τον λόγο

Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ – ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

«Τα “Διαμάντια” είναι παντοτινά»! Έστω και σαν Φω Μπιζού! Αναταράξεις ή Ιστορικές αναλογίες στη Μεταπολεμική θεολογία! “Τα Διαμάντια είναι παντοτινά” είναι τίτλος έργου του πράκτορα James Bond. Ως τίτλος των σχολίων μας στο βιβλίο “Η θεολογία του 60” θέλει να σημαίνει ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από πράκτορες. Κατά δεύτερο λόγο ότι σκοπός των πρακτόρων αυτών είναι η απόλαυση των εξουσιών που απορρέουν από τη δύναμη του κ. Ζηζιούλα. Γι' αυτό και ο τίτλος σημαίνει και τον σκοπό των πρακτόρων αυτών, την απόλαυση του επίγειου βίου τους, διότι τα διαμάντια είναι οι παντοτινοί φίλοι της γυναίκας.
«Τα Διαμάντια είναι παντοτινά» (συνέχεια) “Η ανακάλυψη της Ελληνικότητας και ο θεολογικός αντιδυτικισμός” του Παντελή Καλαϊτζίδη
«Τα Διαμάντια είναι παντοτινά» (συνέχεια II) “Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία και Μοναστική πνευματικότητα” του Σταύρου Γιαγκάζογλου

Το τελευταίο θεολογικό ανέκδοτο!

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΜΕΤΑΛΛΑΣΕΤΑΙ ΣΕ ΠΙΣΤΗ

Θεολογικά Παραλειπόμενα

Ο Πάπας

H ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΒΡΗΚΕ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ

Το διάβασμα μπορεί να ισούται με την εμπειρία; (Κατά Φλωρόφσκι)

ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΜΕΣΑ

ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (2)

KATI ΣAN IΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (3)

Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ (2)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ (3)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ (4)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ (5)

ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ "ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ" ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Η ατέρμονη... καθαιρεσιολογία

Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ - Η ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ

ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ (2)

ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ (3)

Η ταύτιση Θείας Ευχαριστίας και Εκκλησίας. Μητροπ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟΥ

H ΣΧΕΔΙΑΖΟΜΕΝΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ο ΘΕΟΣ ΠΑΤΗΡ - ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

«Ο Θεός αγάπη εστί» του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα

ΙΔΟΥ ΜΕ ΚΕΝΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΠΛΗΡΩ ΠΑΝΤΑ - ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ

Καί κατά τῶν τιθεμένων τό πρῶτον ἐπί τοῦ Πατρός


ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ – Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ!! ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΑΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ;

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛ. ΣΠΟΥΔΩΝ ΒΟΛΟΥ (1)

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΘΕΟΛ. ΣΠΟΥΔΩΝ ΒΟΛΟΥ (2)

Η ΑΤΥΠΗ ΙΕΡΑ ΚΛΗΡΙΚΟΛΑΪΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟΥ ΑΝΕΚΗΡΥΞΕ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟ ΘΕΟΛΟΓΟ ΤΟΝ κ.ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΤΑΥΤΟΝ ΓΑΡ ΕΣΤΙΝ ΘΕΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ - ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΑΝΘΕΙ ΚΑΙ ΦΕΡΕΙ ΚΙ ΑΛΛΟ!

ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Ποιος είναι ο Παλαιός Των Ημερών της όρασης του Δανιήλ;

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ - Ἐπιστολή πρός μοναχόν ἐρωτήσαντα˙ Πῶς χωρίζεις τόν Υἱόν ἀπό τοῦ Πατρός, ἐπινοίᾳ ἤ πράγματι; Ἐν ᾗ εὑρήσεις πλοῦτον θεολογίας ἀνατρεπούσης τήν αὐτοῦ βλασφημίαν.

Φωτογραφίες από τη διαθρησκειακή συμπροσευχή στο Βέλγιο με την ευκαιρία της «Ημέρας του βασιλιά».

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΓΑΜΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ γιὰ τὶς αἱρετικὲς θέσεις τοῦ Μητροπ. Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα

Ιωάννης (Ζηζιούλας), μητρ. Περγάμου: "Το βάπτισμα της μετανοίας και το βάπτισμα του Πνεύματος"

ΜΕΤΑ - ΦΑΡΙΣΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η "Μεταπατερική αίρεση", οι "υγιείς χριστιανοί" και οι σιωπηλοί Ιεράρχες!

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ

Κατά Γιαγκάζογλου

Το θέμα της μετάφρασης των λειτουργικών κειμένων - Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ

Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ) ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ (2)

Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), Η αγιότητα ως εκκλησιαστική εμπειρία

Η ΦΡΙΚΤΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΗ

Βαρθολομαίος: "Η διαφορά της πίστης και του πολιτισμού δεν απειλούν την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων"

Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΜΑΣ: Ο ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ - ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΥΦΥΪΑΣ - ΘΕΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΤΡΙΑΔΙΚΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΔΙ’ΕΥΧΩΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ

ΧΩΜΑΤΑΔΕΣ. Ο κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΜΑΣ ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΗ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ» ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Και πάλιν περί Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα

Περί της Δογματικής του Ζηζιούλα

ΝΟΣΟΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

Το βάπτισμα της μετανοίας και το βάπτισμα του Πνεύματος

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ

"Διότι δέν είναι ατομικά κατορθώματα αλλά οδηγούν στήν ολοκλήρωση τής ανθρώπινης φύσεως καί όχι μόνον. Κάι όχι στήν ολοκλήρωση τής ουσίας. Ο Κύριος δέν ένωσε δύο ουσίες. Ποια η διαφορά ουσίας και Φύσεως;" 

Ο πολεμος του Οικουμενισμού εναντίον της ΝΕΟ-ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Κακοδοξίες Ζηζιούλα καί ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης

Η αίρεση του Ζηζιούλα

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ: ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ.

Βίντεο: Η προσφώνηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς τον Πάπα Φραγκίσκο

ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ - Ή πώς εισήγαγε ο Ζηζιούλας τον νοητό κόσμο στην Αγία Τριάδα και τα ταύτισε

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Όταν αγαπάς το Χριστό, τους αγαπάς όλους

"ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ" αρχιμ.Ζαχαρία τού Έσσεξ

Η παρεξηγημένη “Αγιότητα”

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΚΑΝΑΛΙ ZDF

Ο ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

Ας προσεγγίζουμε με φόβο Θεού τόσο τη δική μας προσφορά όσο και την προσφορά των άλλων - Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας)

Oντολογία και Hθική

ΠΕΡΙ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ. Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ

ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

ZΗΖΙΟΥΛΙΣΜΟΣ

Αμέθυστος

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΘΕΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ



Ο άνθρωπος είναι ένα γνωστικό ον. Η γνώση καθορίζει, μεταξύ άλλων, όλους

τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι, λέει ο Αριστοτέλης, έχουν εκ φύσεως πόθον προς

την μάθηση, προς την γνώση. 1 Επομένως, η γνώση είναι μια σφράγιση και μια

ιδιότητα του ανθρώπου από την πρώτη στιγμή της υπάρξεως αυτού. Είναι ένα δομικό

στοιχείο της ίδιας της φύσης αυτού.

Ότι είναι έτσι, το αποδεικνύει όλη η ιστορία της ανθρωπότητας. Πάντα και

παντού αυτός ασχολήθηκε με υπαρξιακά ερωτήματα, προσπάθησε να γνωρίζει την

φύση και το είναι του. Αυτή η απασχόληση δεν είχε πάντα την ίδια μορφή. Ήταν είτε

μια φυσική ενέργεια του απομακρυσμένου ανθρώπου από τον Θεό, είτε ένα

θεολογικό έργο του εν Θεώ ανθρώπου. Κατά συνέπεια, αντιλαμβανόμαστε σχετικά με

την κατάσταση του ανθρώπου δυο μορφές γνώσεως- μια φιλοσοφική (φυσική) και

μια άλλη θεολογική, μια γνώση της φιλοσοφίας που μιλάει περί του Οντος και μια

της θεολογίας μέσου της οποίας ο άνθρωπος μιλάει με το Θεό ως το Απόλυτο Ον.

Η φιλοσοφία συγκεντρώνει και συστηματοποιεί όλα τα συμπεράσματα στα

οποία έφτασε μόνος του ο άνθρωπος σ`αυτή την γνωσιολογική πορεία. Ο άνθρωπος

επιθύμησε δια των φυσικών του δυνάμεων στο περιβάλλον της φιλοσοφίας να

απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα περί του όντος, περί της δικής του ύπαρξης. Δια

μέσου της φιλοσοφίας, αυτός προσπάθησε να αντιμετωπίσει τα γνωσιολογικά

προβλήματα ως εξής:

Ασματικό και μοναχικό τυπικό και η στουδιτική μεταρρύθμιση του Αιδεσιμολογιώτατου Πρωτοπρεσβύτερου κ. Κωνσταντίνου Καραϊσαρίδη,



Επίκουρου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Εἰσαγωγὴ

Ὅσο εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε βίωσε κάποιο

λειτουργικὸ κενό, ἀφοῦ εἶναι πλέον διαπιστωμένο ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ

βίου της ἔχει λειτουργικὴ ζωή 1, τὸ ἴδιο εἶναι βέβαιο ὅτι πολὺ νωρίς,

τουλάχιστον ἀπὸ τὴν ἑδραίωση καὶ ὀργάνωση τοῦ μοναχικοῦ

κοινοβιακοῦ βίου ἐπὶ Παχωμίου τοῦ Μεγάλου, ἡ Ἐκκλησία βίωσε

ταυτόχρονα μία διαφοροποιημένη λειτουργικὴ πραγματικότητα, ποὺ

ἀνταποκρίνονταν στὶς ἰδιαίτερες ἀνάγκες τόσο τῶν ἐν τῷ κόσμῳ

διαβιούντων ὅσο καὶ τῶν ἐν ἀσκήσει καὶ στὰ μοναστήρια ἐγκατα-

βιούντων χριστιανῶν.

Καὶ τοῦτο, γιατί ἡ ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη νὰ ὑμνήσει ὁ ἄνθρωπος τὸ

Θεὸ καὶ νὰ ἀγωνιστεῖ διὰ μέσου καὶ τῆς λατρευτικῆς του ζωῆς νὰ

πετύχει τὴν «κρείττονα ἀλλοίωση» 2 εἶναι κάτι ποὺ ἀνήκει στὰ

ὀντολογικὰ δεδομένα κάθε ἀνθρώπου ἀνεξάρτητα μὲ τὸν τρόπο τῆς

ζωῆς του. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ

Θεοῦ καὶ ὀφείλει νὰ ἀγωνιστεῖ προκειμένου νὰ θεραπεύσει τὴν

ἀρρωστημένη φύση του. Τὸ γνωστὸ ἀσκητικό-θεραπευτικὸ πλαίσιο

τῆς Ἐκκλησίας: κάθαρση-φωτισμός- θέωση εἶναι κοινὴ πνευματικὴ

ὑποχρέωση γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε αὐτοὶ εἶναι μοναχοὶ εἴτε

Ἐν προκειμένῳ, ἡ θεία λατρεία ἀνέκαθεν λειτούργησε ὡς τὸ

ἄριστο πνευματικὸ θεραπευτικὸ πλαίσιο 3, τὸ ἀληθινὸ πνευματικὸ

1Πρβλ. Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α’, Εἰσαγωγή στή θεία λατρεία, Θεσσαλονίκη

2 Βλ. α΄ στιχηρό προσόμοιο μικροῦ Ἑσπερινού τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως

3 Πρβλ. Κ. Καραϊσαρίδη, Ἀναβαθμοί Λειτουργικῆς ζωῆς, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα

2

ἰατρεῖο. Ὅμως, πολὺ πρώιμα, στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης , Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος- Οι απόψεις του για την παιδεία


 
 Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος
Οι απόψεις του για την παιδεία
π. Θεόδωρος Ζήσης Ομ. καθηγητής Α.Π.Θ
        Θα τελειώσουμε την ενδεικτική αυτή αναφορά μας με ορισμένες από τις θέσεις του για την παιδεία. Ήταν όντως μέγας διδάσκαλος του Γένους ο Αθανάσιος. Κατηνάλωσε τη ζωή του στο έργο της σχολικής διδασκαλίας, όπου διακρίθηκε για την ευρύτητα του πνεύματός του. Στην Αντιφώνηση γράφει: «Δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν ότι είναι φυσικός ο πόθος της μαθήσεως και αξιωματική φωνή είναι εκείνη του Αριστοτέλους η λέγουσα ότι πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται». Στο έργο του Ρητορική πραγματεία, όπου, στηριζόμενος κυρίως σε αρχαίους ρήτορες, Ερμογένη, Δημοσθένη και άλλους, αναλύει τα είδη του ρητορικού λόγου και εκτιμά ότι η γνώση των κανόνων της Ρητορικής είναι απαραίτητη για τον κήρυκα του Ευαγγελίου, εκφράζει στον πρόλογο τον ενθουσιασμό του γιατί βρήκε την Ρητορική του Ερμογένους, για την οποία λέγει ότι είναι πολυτιμότερη και από το χρυσούν δέρας του Ιάσωνος: «Εκείνο τε γαρ χρυσού ποίησιν, ως ο λόγος, διά χημείας εδίδασκε, και τούτο τους χρυσού τιμιωτέρους και κρείττονας λόγους, οιονεί διά χημείας, της ευμεθόδου γυμνασίας, ως άριστα υποτίθησιν γίνεσθαι. Αγαλλιασάμενος ουν επί τούτοις ως ο ευρίσκων σκύλλα πολλά, την βίβλον μεταγραψάμενος είχον, εγκολπίου παντός τιμαλφέστερον περιφέρων».

       Άριστος χειριστής της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, όπως φαίνεται από τα διασωθέντα επιγράμματα και τις ακολουθίες που συνέθεσε, εξόπλιζε τους μαθητάς του, στους τόπους που εδίδαξε, με τέτοια αρχαιομάθεια, που θα την ζήλευαν σήμερα και οι καθηγητές των Φιλοσοφικών Σχολών, αφού ούτε οι ίδιοι, ούτε πολύ περισσότερο οι μαθητές τους, ημπορούν να χρησιμοποιούν αρχαΐζουσα γλώσσα, όπως εκείνος. Εντυπωσιασμένος από την ευρυμάθεια του διδασκάλου του ο μαθητής του στην Χίο, Άγιος Νικηφόρος ο Χίος εχάραξε τα εξής επάνω στην επιτάφια πλάκα:
Υπήρξε και γαρ μαθήσεως παντοίας
ταμείον σεπτόν της θύραθεν και θείας.
Θείων εννοιών πανσεβάσμιος θήκη
και των ιερών θεολόγων προθήκη.
         Αυτή η εκτίμηση, ότι ενδιαφερόταν για το σύνολο της σοφίας, την θύραθεν και την θεία, που τις δίδασκε στους μαθητές του με βάση τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, αποδίδει καλώς το παιδευτικό έργο του Παρίου, με την συμπλήρωση ότι ήθελε και επεδίωκε η παιδεία και η μάθηση να είναι συνδεδεμένα με την ευσέβεια και τον φόβο του Θεού, για να έχει καρπούς αγαθούς. Η έξω σοφία, η κοσμική, δεν είναι αυτοαγαθόν από την καλή ή κακή χρήση της, εξαρτάται ο θετικός ή αρνητικός χαρακτήρας της, όπως γράφει πάλι στην Αντιφώνηση: «Οι έχοντες την έξω σοφίαν πολύ ωφέλησαν την Εκκλησίαν. Και πάλιν άλλοι αυτήν μεταχειριζόμενοι εκ του εναντίου, πολλήν βλάβην και ταραχήν επροξένησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Ώστε η έξω σοφία δεν είναι από την εδικήν της φύσιν, ούτε κακή ούτε καλή. Αλλά από την μεταχείρισιν των εχόντων αυτήν γίνεται καλή ή κακή».
       Στον Αδαμάντιο Κοραή γράφει, όπως απέδωσε το κείμενο της επιστολής ο π. Νικόλαος Αρκάς: «Πρέπει να ξέρης και να παραδέχεσαι, αγαπητέ μου, πώς εμείς κάθε σοφία και γνώσι, που είναι, συνδυασμένη με την ευσέβεια, τη θεωρούμε μέγα απόκτημα και απ' όλα τα αγαθά το κάλλιστο και υπέρτερο. Και γιατί όχι; Είναι πράγμα που κι' αυτοί οι θείοι κι' εξαίρετοι άγιοι Πατέρες πάρα πολύ εκαλλιέργησαν σ' όλη τη ζωή τους. Και κείνοι εδιάλεξαν ό,τι καλόν ευρήκαν και στους άλλους το μετέδωκαν για νάρχεται η ωφέλεια κοινή. Δίχως όμως την ευσέβεια όχι μόνο δεν την θαυμάζουμε τη σοφία, αλλά τη θεωρούμε μισητή και απόβλητη... Σοφία πραγματική είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού και η κάθαρση της ψυχής από τα αισχρά πάθη. Σοφία είναι η όσο το δυνατόν προσκόλλησι στο Θεό, η απόκτησι της δικής του σοφίας που είναι και τροφή της ψυχής και η οποία εικονίζει την μέλλουσα ευδαιμονία, χορηγεί δε και την προσωρινή εδώ. Για τούτο και ο Χριστός που ήλθε στον κόσμο να μας ανοίξη το δρόμο προς εκείνη την κατάσταση, τη μακαρία, δεν έκαμε αυτό διδάσκοντάς μας γεωμετρία ή αστρονομία ή αποκαλύπτοντάς μας της φύσεως απόκρυφες δυνάμεις»15. Στις θέσεις του αυτές χωρίς αμφιβολία ο Άγιος Αθανάσιος είχε ως βάση τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και όλη την προηγουμένη πατερική παράδοση, γι' αυτό και είναι τελείως άδικες οι κρίσεις συγχρόνων λογίων, σύμφωνα με τις οποίες «ανήκει εις την παράταξιν των υπερσυντηρητικών καλογήρων και λαϊκών, των μετά πείσματος και φανατισμού εμμενόντων εις την διατήρησιν της κακώς υπ' αυτών εννο­ουμένης "παραδόσεως", καταπολεμούντων δε πάσαν πρόοδον και εξέλιξιν» και ότι δήθεν κατά τον Άγιο Αθανάσιο «απόβλητος από την λογικήν του Χριστού ποίμνην θεωρείται πας αναγινώσκων, πλην των θείων Γραφών και των Πατέρων, βιβλία προερχόμενα εκ της Ευρώπης».

Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (Β' Μέρος)ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (Β' Μέρος)
Αγιος Αθανάσιος ο Πάριος Μέρος Β'
 
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Β'. Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΟΥ


 
 
1. Κολλυβάδες ή Ησυχασταί;
       Η επιλογή του θέματος αυτού στο παρόν συνέδριο της Πάρου, που οργανώθηκε με την εμπνευσμένη πρωτοβουλία του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Παροναξίας κ. Αμβροσίου και της Διοικούσης Επιτροπής του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας Εκατονταπυλιανής, έχει διπλό στόχο. Να παρουσιάσει εν πρώτοις τον βαθμό, την έκταση της χρησιμοποιήσεως του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στα συγγράμματα και στην διδασκαλία του μεγάλου Παρίου θεολόγου.
       Δεν κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας. Είναι σχεδόν γνωστά τα στοιχεία εις τους ερευνητάς και ως προς τον Άγιο Αθανάσιο, αλλά και ως προς τους δύο άλλους μεγάλους συγχρόνους του θεολόγους, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά και τον Άγιο Νικόδημο Αγιορείτη. Εργάσθηκαν και οι τρεις για την ενίσχυση της ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας, για την προστασία της Παραδόσεως, απέναντι σε ισχυρές αλλοτριωτικές επιδράσεις, απέναντι στο νεωτεριστικό πνεύμα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επαναστάσεως, το οποίο εσάρωσε την Ευρώπη κατά τον 18ο αιώνα, πέρασε όμως, εξασθενημένο βέβαια λόγω άλλου κλίματος, και στην Ορθόδοξη Ανατολή. Βασικά γνωρίσματά του η αθεΐα, ο αντικληρικαλισμός, ο ορθολογισμός και η εκκοσμίκευση. Ολόκληρο το οικοδόμημα του χριστιανικού πολιτισμού σείσθηκε εκ θεμελίων. Η εμμονή σε θρησκευτικές παραδόσεις του παρελθόντος χαρακτηρίσθηκε ως δεισιδαιμονία και σκοταδισμός, κάθε είδους αυθεντία γελοιοποιήθηκε, όπως και κάθε παραδοσιακό παιδαγωγικό μέσο, ως μοναδικό δε κριτήριο αληθείας, ως αληθινό φως, που φωτίζει και ανυψώνει, προεβλήθη η νέα θεότης, η ratio, ο ορθός λόγος, η επιστημονική γνώση. Σε επίπεδο επίσης πρακτικής εφαρμογής αυτών των αρχών του υλισμού και της αθεΐας γελοιοποιήθηκαν οι παραδοσιακές αρετές της νηστείας, της εγκράτειας, της σωφροσύνης, και προεβλήθη ένας χονδροειδής ευδαιμονισμός που απέβλε­πε στην ικανοποίηση του στομάχου και της σάρκας, η κοιλιοδουλεία δηλαδή και ο πανσεξουαλισμός. Κάθε τι το εκκλησιαστικό απορρίφθηκε ως μεσαιωνικό και αναχρονιστικό, ενώ κάθε τι το κοσμικό αξιολογήθηκε ως πρόοδος και εκσυγχρονισμός. Η εκκοσμίκευση θρονιάσθηκε μεγαλόπρεπα και στον θεωρητικό και στον πρακτικό βίο, στην θεωρία και στην πράξη.
       Οι αρχές αυτές του «Διαφωτισμού» προσδιώρισαν έκτο­τε και εξακολουθούν να προσδιορίζουν μέχρι σήμερα την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού, με εμφανή βέβαια τα μελανά τους σημεία και με πικρή τη γεύση των ποικίλων αδιεξόδων για τους λαούς της Δύσεως και για τους εκδυτικισθέντας ή εκδυτικιζομένους λαούς, όπως είναι σε προχωρημένη μάλιστα φάση ο ελληνικός λαός, αλλά και άλλοι ορθόδοξοι λαοί που επιθυμούν δικαιολογημένα, για τους έχοντας κοσμικά κριτήρια, να απαλλαγούν από την υλική φτώχεια και να εισέλθουν στον παράδεισο της υλικής ευημερίας, με το σκληρό τίμημα της αλλοτριώσεως και του αφανισμού της ιδιοπροσωπείας των.
       Στην Ευρώπη παρόμοιες διεργασίες είχαν αρχίσει ήδη από του τέλους της πρώτης χιλιετίας, που ενισχύθηκαν στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας, μετά το σχίσμα, ερήμην της Ορθοδοξίας, η οποία θα μπορούσε συνθετικά να αποτρέψει και για λογαριασμό της Δύσεως την ολοκληρωτική αποδέσμευση από την Παράδοση και την άμβλυνση των νεωτεριστικών τάσεων μέσα στο χωνευτήρι της αγιοπνευματικής εμπειρίας και της αληθινής φιλοσόφου ζωής, του αληθινού φωτισμού, που βιώνεται εμφαντικά στον Μοναχισμό, αλλά και στην καθημερινή λειτουργική ζωή και πράξη της κοινότητος, της συνάξεως. Αυτονομημένη όμως τώρα η Δύση και ξεκομμένη από την Ανατολή, στην οποία επί χίλια χρόνια μαθήτευε, έδωσε κατ' αρχήν και σε επίπεδο εκκλησιαστικό κακό παράδειγμα με τις καινοτομίες στο δόγμα και στα ήθη, ενίσχυσε τον ανθρωποκεντρισμό και τον αυταρχισμό στο πρόσωπο του αλαθήτου πάπα, καταξίωσε τον ορθολογισμό με την αριστοτελική φιλοσοφία και τον σχολαστικισμό και έστρεψε τον Μοναχισμό προς κοινωνικές και επιστημονικές δραστηριότητες.

ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ Ο θαυματουργός άγιος των Μύλων Σάμου


Στο νοτιοανατολικό τμήμα του ακριτικού αιγαιοπελαγίτικου νησιού της Σάμου με τις απαράμιλλες φυσικές ομορφιές και την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται το ιστορικό και γραφικό χωριό Μύλοι ανάμεσα σε φημισμένους πορτοκαλεώνες και πυκνούς ελαιώνες. Το μικρό αυτό χωριό της Σάμου, το οποίο κτίσθηκε κατά τον 16ο αιώνα στη διάρκεια του επαναποικισμού από τους πρώτους εποικιστές που ήρθαν από την Πάτμο μαζί με τον Νικόλαο Σαρακίνη και που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, συνδέθηκε στη μακραίωνη ιστορική του πορεία και παράδοση με τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 – 1805), τον ακλινή και αμετακίνητο στην ορθόδοξη πίστη και την εκκλησιαστική παράδοση ευκλεή ιεράρχη και θεοφόρο ασκητή, ο οποίος αναδείχθηκε Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, ένθερμος αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος. 

Ο Άγιος Μακάριος, ο εκλεκτός αυτός γόνος της παλαιάς αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων από τα Τρίκαλα Κορινθίας, μετά την αυθαίρετη εκθρόνισή του από τον μητροπολιτικό θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου το 1768 εξαιτίας της κήρυξης του ρωσοτουρκικού πολέμου, επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία, την Ύδρα, την Πάτμο, τους Λειψούς και την Ικαρία, όπου συνέδραμε τον Όσιο Νήφωνα τον Χίο (1736-1809) στην ανέγερση και αποπεράτωση της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου στην τοποθεσία Λευκάδα του Αγίου Κηρύκου. Μετά την παραμονή του στο Άγιον Όρος, όπου κατέστη αρχηγέτης του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων, της περίφημης φιλοκαλικής αναγέννησης, μαζί με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809) και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721-1813), υποστηρίζοντας με ένθερμο ζήλο τον αναστάσιμο χαρακτήρα της Κυριακής και την ανάγκη για ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, διήλθε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα κατά τη μετάβασή του προς τη Χίο και την Πάτμο από το ιστορικό και εύανδρο νησί της Σάμου. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Σάμιο ιερομόναχο Ισίδωρο Κυριακόπουλο (1819-1882), ο οποίος στη συνταχθείσα υπ’ αυτού Ακολουθία των Χαιρετισμών του Αγίου κάνει σχετική αναφορά: «Ὄρος σύ τό τοῦ Ἄθω καταλείψας, τρισμάκαρ, μετέβης πρός τήν Χίον καί Πάτμον· καί τήν Σάμον ἐν παρόδῳ ἰδών,… Χαῖρε, δι’ὅν καί ἡ Σάμος τιμᾶται·». Φτάνοντας στο νησί της Σάμου αναζήτησε κατάλληλο τόπο για προσευχή και άσκηση. Έτσι εγκαταστάθηκε σε ήσυχη και απομονωμένη τοποθεσία πλησίον του χωριού Μύλοι, ακτινοβολώντας με τη φιλόθεη βιοτή και την αγιαστική του χάρη. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Αγ. Μακάριος Νοταράς, γενάρχης του Φιλοκαλισμού

 
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (1731-1805) Ο ευκλεής ιεράρχης της Κορίνθου και Γενάρχης του Φιλοκαλισμού
Φορητή εικόνα του Αγίου
Μακαρίου Κορίνθου του 19ου αιώνα.
Φυλάσσεται πίσω από τον τάφο
του Αγίου στον Βροντάδο της Χίου
Μία από τις πιο λαμπρές και χαρισματικές φυσιογνωμίες του αγιολογίου των νεοτέρων χρόνων, που αναδείχθηκε ευκλεής και ταπεινός ιεράρχης, Γενάρχης του Φιλοκαλισμού, φωτεινός ασκητής με χάρισμα θεοσημειών, ονομαστός αλείπτης νεομαρτύρων, πολύτιμος συγγραφέας και θαυματουργός άγιος είναι ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου, ο οποίος στις 17 Απριλίου 1805 παρέδωσε το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό στο μυροβόλο και αγιοτόκο νησί της Χίου. Προικισμένος από τον Θεό με βαθιά πίστη και ευλάβεια, αλλά και με ζωηρό αγωνιστικό φρόνημα, ταξιδεύει ακαταπόνητα όσο κανείς άλλος στα νησιά του Αιγαίου και αφήνει παντού τη φιλόθεη βιοτή και αγιαστική του χάρη, ώστε αναδεικνύεται σκεύος εκλογής του Κυρίου μας.
Ο Άγιος Μακάριος (κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς) γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ήταν γιος του Γεωργαντά και της Αναστασίας και καταγόταν από την επιφανή και αριστοκρατική οικογένεια των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ. Από την ονομαστή αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (+1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) και Χρύσανθος (+1731). Από τα παιδικά του χρόνια διακρίθηκε για την ευσέβεια, τη σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή, έχοντας ως φωτεινό πρότυπο τον συγγενή και συντοπίτη του, Άγιο Γεράσιμο Νοταρά. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Κοιμήσεως Θεοτόκου στη Μεσαία Συνοικία των Τρικάλων. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιερά Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα για να λάβει το αγγελικό σχήμα. Η επιθυμία του όμως μένει ανεκπλήρωτη, αφού η έλλειψη της συγκατάθεσης του πατέρα του τον αναγκάζει να επιστρέψει στα Τρίκαλα. Διορίζεται από τον πατέρα του επιστάτης των γύρω χωριών για να συγκεντρώνει τα οφειλόμενα χρήματα. Όμως ο νεαρός Μιχαήλ όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του, αλλά μοιράζει τα χρήματα στους φτωχούς και τους αδυνάτους. Έτσι ο πατέρας του του αφαιρεί την οικονομική διαχείριση και ο Μιχαήλ παραμένει στη πατρική οικία μελετώντας την Αγία Γραφή και διάφορα ψυχωφελή βιβλία. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, Ευσταθίου αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου αμισθί εργάζεται ακατάπαυστα για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του.
Το 1764 εκδημεί εις Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθένιος και σύσσωμος ο κλήρος και ο λαός επιθυμεί τον Μιχαήλ ως διάδοχο στον θρόνο της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. Γι’ αυτό και ζητούν ομόφωνα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ τον Α΄ την εκλογή του ενάρετου και σεμνού Μιχαήλ Νοταρά στη Μητρόπολη Κορίνθου. Ο Μιχαήλ μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη με τις απαραίτητες συστατικές επιστολές και χειροτονείται διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Μακάριος, στη συνέχεια πρεσβύτερος και τον Ιανουάριο του 1765 σε ηλικία 34 ετών Μητροπολίτης Κορίνθου.

Άγιος Μακάριος Νοταράς, Επίσκοπος Κορίνθου


agios-makarios(17 Απριλίου)
Ο Άγιος Μακάριος ( κατά κόσμον Μιχαήλ) γεννήθηκε το 1731 στα Τρίκαλα της Κορινθίας και καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια των Νοταράδων. Ο πατέρας του Γεωργαντάς (ή Γεώργιος), πρόκριτος της περιοχής Κορινθίας, απέκτησε από το γάμο του με την ενάρετη Αναστασία εννιά παιδιά. Από τον Ευστάθιο, δάσκαλο από την Κεφαλληνία, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο μοναστήρι της Παναγίας. Έδειξε την κλήση του προς τα έργα της ευσέβειας και την αγάπη του προς την Εκκλησία από μικρός. Ως επιστάτης των οικογενειακών κτημάτων απέτυχε αφού όχι μόνο δεν μπορούσε να εισπράξει τα ενοίκια από τους χωρικούς αλλά μοίραζε και τα δικά του στους φτωχούς. Ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να γίνει μοναχός στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και έτσι επιδόθηκε στη μελέτη των θείων γραφών και πατερικών κειμένων.
Μετά το θάνατο του δασκάλου του ανέλαβε δωρεάν για έξι χρόνια να διδάξει τους μαθητές της Κορίνθου. Αυτό δημιούργησε το μεγάλο θαυμασμό και την εκτίμηση των συμπολιτών του με αποτέλεσμα το 1764 όλος ο κλήρος και ο λαός της περιοχής να ζητήσει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να τον χειροτονήσει ως επίσκοπο Κορίνθου μετά τη χηρεία του μητροπολιτικού θρόνου. Ο άγιος Μακάριος θεώρησε την ομόφωνη γνώμη κλήρου και λαού ως κλήση Θεού και δέχθηκε το αξίωμα της Αρχιεροσύνης. Κατά την χειροτονία του ονομάσθηκε Μακάριος.

H πρόκληση του Διαφωτισμου και οι Κολλυβαδες π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός Ιστορικός - καθηγητής Παν/μίου Αθηνών Φωνή βοώντος αμαρτωλού ιερέως



π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Ιστορικός - καθηγητής Παν/μίου Αθηνών


Ίσως θες να δεις πρώτα το (συντομότερο) Το κίνημα των Κολλυβάδων & η προσφορά του

Το 18ο αιώνα συντελείται νέα περιπετειώδης συνάντηση της Ορθόδοξης Ανατολής με τη Δύση, που στα βασικά της σημεία συνιστά επανάληψη της ανάλογης διαδικασίας του 14ου αιώνα. Συνεχιστές, άλλωστε, των Ησυχαστών του φθίνοντος Βυζαντίου ήσαν οι αγιορείτες Κολλυβάδες Πατέρες, ενώ στη θέση του Καλαβρού «Λατινέλληνος» Βαρλαάμ, του φορέα δηλαδή και εκφραστού της «ευρωπαϊκής» συνειδήσεως, κατέλαβαν οι επισημότεροι εκπρόσωποι του Ελληνικού Διαφωτισμού, κληρικοί και μοναχοί στην πλειονότητα τους, όπως και εκείνοι. Πρόκειται για μια νέα φάση του μακραίωνος εθνικού διχασμού μας, του μακρόσυρτου δηλαδή «πνευματικού δυϊσμού», που κατατρώγει μόνιμα την εθνική μας σάρκα.Η πνευματική αυτή κρίση κατανοείται -δίκαια ως ένα σημείο- ως κρίση ταυτότητας του Γένους. Σημασία όμως έχει, ότι και πάλι το Αγιον Όρος, χώρος περισσότερο ευαισθητοποιημένος σε ζητήματα παραδόσεως, γίνεται επίκεντρο και της νέας συγκρούσεως, εφ' όσον έχει γίνει πια παραδεκτό (π.χ. Δημ. Αποστολόπουλος), ότι το Αγιον Όρος, στα πρόσωπα των Κολλυβάδων, όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και κατευθύνει τον αγώνα του Εθναρχικού Κέντρου στις κρίσιμες πράγματι εκείνες ιστορικές επιλογές του.

Το κίνημα των Κολλυβάδων και η προσφορά του Του π. Θεοδώρου Ζήση



Του π. Θεοδώρου Ζήση

Οι μεγάλοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και του Γένους Μακάριος Νοταράς, Νικόδημος Αγιορείτης και Αθανάσιος Πάριος, που έζησαν και έδρασαν τον 18ον αιώνα και στις αρχές του 19ου, αποτελούν μία νέα τριάδα μεγίστων φωστήρων, όπως οι παλαιοί Τρεις Ιεράρχαι, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών και λαμβανομένων υπ' όψιν των ιστορικών συγκυριών στις οποίες έζησαν με τις διαφορές και τις ομοιότητες. Σ' αυτούς προστίθεται και ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, πρωτουργός χρονικά του κινήματος, όχι όμως με την προσφορά και δραστηριότητα που οι τρεις άλλοι επέδειξαν στη συνέχεια, η οποία άλλωστε ήταν και η αιτία να συγκαταριθμηθούν στη χορεία των αγίων. 

 
Ονομάσθηκαν ειρωνικά Κολλυβάδες[1] από τους αντιπάλους τους στο Άγιο Όρος, εξ αιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσυνών από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί ορθά και δίκαια εξετίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρ της ημέρας.
Αυτό βέβαια ήταν εντελώς μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και φωτιστικό τους έργο - απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η άλλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνται με πράγματα μικρά και ασήμαντα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Υπάρχουν μέχρι των ημερών μας ερευνηταί, οι οποίοι σμικρύνουν το έργο και την προσφορά τους, βλέποντάς το μέσα από αυτό το παραμορφωτικό πρίσμα της έριδος γύρω από τα μνημόσυνα. Ευτυχώς που τις τελευταίες δεκαετίες, κατά τις οποίες άρχισε η ελληνική ιστορική και θεολογική έρευνα να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τα δεσμά, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές των Δυτικών, αποκαταστάθηκε η εικόνα της προσφοράς τους ως μιας ευρύτερης φιλοκαλικής αναγέννησης, που σημειώθηκε τον 18ο αιώνα. Η αναγέννηση αυτή είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας των υποδούλων ορθοδόξων λαών και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας των, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών μισσιοναρίων [εξήγηση "Νεκρού": δηλ. προτεσταντών & καθολικών ιεραποστόλων] που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προ παντός όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των ορθοδόξων πιστών.


Ο κίνδυνος του εξισλαμισμού και του εκλατινισμού [=αλλοτρίωσης από πκαθολικισμό και προτεσταντισμό] ήταν εξ ίσου μεγάλος, μεγαλύτερος μάλιστα ο δεύτερος, λόγω της ομοιότητος στη θρησκεία και του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου των Δυτικών, που διευκόλυναν την αφομοίωση, ενώ ως προς το αλλόθρησκο Ισλάμ η αίσθηση της διαφοράς και της υπεροχής δημιουργούσε κάποιους φραγμούς και επιφυλάξεις. Έχει καταντήσει κλασική η ρήση του άλλου επίσης μεγάλου διδασκάλου και αγίου της ιδίας εποχής, του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, με την οποία εξηγεί γιατί επέτρεψε ο Θεός να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, «Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν και το είχαν Χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους Χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε διά ιδικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους (1453+320=1773). Και διατί έφερεν ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερεν άλλο γένος; Διά ιδικόν μας συμφέρον διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Για να αποφευχθούν πάντως οι εξισλαμισμοί και οι εκλατινισμοί και να μη γίνουν ποτάμι από μικροί χείμαροι και αφανίσουν το Γένος στην πορεία τους, χρειαζόταν ο φραγμός και οι ρίζες της παιδείας, μετά μάλιστα από το βαθύ σκοτάδι της απαιδευσίας και της αμάθειας των προηγουμένων αιώνων. Ό,τι έκανε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός με τις περιοδείες του και την ίδρυση σχολείων σε λαϊκό επίπεδο, έκαναν σε υψηλότερη βαθμίδα οι Κολλυβάδες Άγιοι εκδίδοντας και ερμηνεύοντας κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, βίους και ακολουθίες αγίων, ύμνους της Εκκλησίας, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας και μάλιστα θύραθεν συγγραφέων, αρχαίων Ελλήνων και Δυτικών. 

Ο άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς διδασκάλους του Νεότερου Ελληνισμού. Φυσικά οι "ευρωλιγούρηδες" και οι νεο-ειδωλολάτρες τον μισούν θανάσιμα... Η φωτο από εδώ, όπου απόσπασμα από το έργο του Αόρατος Πόλεμος.

ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ - ΑΝΤΙΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ


Χαρ. Γ. Σωτηρόπουλου, Αντίδωρον Πνευματικόν,
Τιμητικός Τόμος επί τη 50ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρίδι καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως του Γεράσιμου Κονιδάρη,
Αθήνα 1981, σελ. 461-466
Εισαγωγή.
Η κίνησις των κολλυβάδων (1) διετάραξεν, ως γνωστόν, επί ένα περίπου αιώνα (1754-1845) την ηρεμίαν και, ειρήνην των μοναχών του άγιου Όρους, τους οποίους διεχώρισεν εις δύο αντιμαχόμενας μερίδας, των κολλυβάδων και των α ντικολλυβάδων. Η κίνησις αύτη συνίστατο εις την απαγόρευσην της κατά τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς τελέσεως μνημόσυνου μετά κολλύβων (2) και ενεφανίσθη μάλλον τυχαίως · ουδείς δε ηδύνατο να πρόβλεψη την μεγάλην εκτασιν, την οποίαν έμελλε να λάβη, και τας δυσμενείς επιπτώσεις, τας οποίας έμελλε να έχη επί των εν αγίω Όρει εφησυχαζόντων μοναχών.
Αφορμήν εις την κίνησιν, ως μας πληροφορεί ο Χ. Τζώγας (3), έδωκε το γεγονός ότι, ένεκα τυπικών δυσχερειών (4), τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων δεν ηδύναντο να τελώνται κατά Σάββατον, ως ετελούντο έως τότε, άλλα κατά Κυριακήν. Η καινοτομία αύτη δεν εύρε σύμφωνους άπαντας τους μοναχούς της σκήτης της αγίας ’ννης, οπού ηνήφθη το πρώτον η φλοξ της έριδος, και ούτω ήρχισεν η περί των μνημοσύνων έρις, ήτις από τας σκήτας και τα κελλία επεξετάθη αργότερον εις άπασαν την αγιορεοτικήν αδελφότητα.
Αιτία της έριδος υπήρξεν η εμμονή των κολλυβάδων (5) εις την επάνοδον της τελέσεως των μνημοσυνών κατά το Σάββατον ή καθ' οιανδήποτε άλλην ημέραν, εξαιρουμένου της Κυριακής και των δεσποτικών εορτών.
Οι πρωταγωνισταί της μερίδος των κολλυβάδων ήσαν κατά χρονολογικήν σειράν τέσσαρες (6):
α) Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (1713-1784),
β) Αθανάσιος Πάριος (1722/25-1831),
γ) Μακάριος Νοταράς (Μητροπολίτης Κορίνθου) (1731-1805) και
δ) Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809).
Οι πρωταγωνισταί της αντιθέτου μερίδος, των αντικολλυβάδων, ήσαν δύο (7):
α) Μοναχός Βησσαρίων εκ Ραψάνης (1738 αρχαί ΙΘ'αι.) και β) Αρχ. Θεοδώρητος εξ Ιωαννίνων (μέσα ΙΗ' αι. 1823).
Η έρις των δύο παρατάξεων υπήρξεν οξυτάτη·τούτο φαίνεται εκ των φράσεων και των χαρακτηρισμών, των παραδιδομένων υπό των διαφόρων συγγραφών και επιστολών αυτών αλλά και εκ του όλου ύφους αυτών (8).
Οι κολλυβάδες υπεστήριζον ότι τα μνημόσυνα μετά κολλύβων δεν πρέπει να τελώνται κατά Κυριακήν και τας δεσποτικάς έορτάς, αλλά κατά παν Σάββατον ή τας άλλας ημέρας. Ισχυρότερα δε δικαιολογία (9) ήτο ότι δια των κολλύβων αμαυρούται ο αναστάσιμος χαρακτήρ της Κυριακής. Δι' αυτήν την θέσιν των είχον υπέρ εαυτών το γεγονός ότι μέχρι της ενάρξεως της έριδος τα κόλλυβα ετελούντο απαρεγκλίτως εν Σαββάτω · διο και διετείνοντο ότι αυτοί εκράτουν την αρχαίαν παράδοσιν και όχι οι αντικολλυβάδες. Αντιθέτως προς τους κολλυβάδες οι αντικολλυβάδες υπεστήριζον ότι τα μνημόσυνα δύνανται να τελώνται και εν Κυριακή, καθότι η ύπαρξις αυτών «εδράζεται και επί της αναστάσεως του Κυρίου και συνεπώς η κατά Κυριακήν τέλεσις αυτών δεν αντιβαίνει εις τον χαρμόσυνον χαρακτήρα αυτής, καθότι η ανάστασις του Κυρίου είναι αξίωμα και τεκμήριον της ιδίας ημών αναστάσεως».
Ταύτης της διενέξεως αποτέλεσμα ήτο η καταδίκη των κολλυβάδων (1776) (11) εις καθαίρεσιν και αφορισμόν, δοθέντος μάλιστα ότι και το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως είχε ταχθή υπέρ των αντικολλυβάδων (12). Επειδή όμως μετά την καταδίκην η θέσις των κολλυβάδων είχε καταστή δυσχερής, ιδίως εις τας προς τους πιστούς σχέσεις των, καθόσον ούτοι ουδεμίαν αξιοπιστίαν έδιδον εις τας αντιλήψεις αυτών, ηναγκάσθησαν πάντες οι κολλυβάδες να συντάξουν ομολογίαν πίστεως προς την μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν, ήτις κατόπιν τούτου ήρε την καταδίκην και ηθώωσε τους κολ­λυβάδε ς (13).
Εις αυτήν ακριβώς την έριν αναφέρονται αι επιστολαί, τας οποίας ενταύθα το πρώτον εκδίδομεν και αι οποίαι συγκροτούν αλληλογραφίαν μεταξύ του πρώην πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου, του Αθανασίου Πάριου, του πνευματικού και διδασκάλου Κυρίλλου και των μοναχών του αγίου Όρους. Αντικείμενον ταύτης, ως φυσικόν, είναι η περί των μνημοσυνών έρις. Αι μεν επιστολαί του πατριάρχου έχουν χαρακτήρα νουθετικόν, συμβουλευτικόν και, όχι σπανίως, επιτιμητικόν, αι δε επιστολαί των άλλων προσώπων έχουν χαρακτήρα απολογητικόν και πληροφοριακόν.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Κίνδυνος σχίσματος εν όψει της Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου μελλούσης να συγκληθεί τον Ιούνιο στην Κρήτη


Επισημαίνεται σε θεολογική ημερίδα με θέμα την σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου.
Του Αλέξανδρου Στεφανόπουλου 
"H μέλλουσα να συγκληθεί «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων"...  Στην διαπίστωση αυτή, που μεταξύ άλλων κρούει και τον κώδωνα του κινδύνου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να οδηγηθεί και σε ένα νέο μεγάλο σχίσμα καταλήγει στα συμπεράσματα της Θεολογική ημερίδα που οργανώθηκε στις 23 Μαρτίου από την Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς με συνδιοργανωτές τις Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γορτυνίας και Ναυπάκτου. Στην ημερίδα παρουσίασαν εισηγήσεις και επιστημονικές αναλύσεις  γνωστοί και διακεκριμένοι Αρχιερείς και Θεολόγοι υψηλότατου  κύρους και διεθνούς  αποδοχής στον Ορθόδοξο κόσμο. Κατά την διάρκεια υπήρξαν ευθείες βολές και κατά την Ελλαδικής εκκλησίας ως προς το θέμα της ορθής ενημέρωσης όλων των Αρχιερέων για τα ζητήματα όχι μόνο της Μεγάλης Συνόδου αλλά και για το ζήτημα των θεολογικών διαλόγων που διεξάγει το οικουμενικό πατριαρχείο στο πλαίσιο της οικουμενικής κίνησης. Από αρκετούς ομιλητές εξαπολύθηκαν βαρύτατες καταγγελίες εναντίον προσωπικά του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ενώ δεν έλειψαν και τα καρφιά –και μάλιστα από αρχιερείς – και για τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο για έλλειψη αξιοκρατίας ως προς το ζήτημα της επιλογής Αρχιερέων και θεολόγων που εκπροσωπούν την Ελλαδική Εκκλησία στους διμερείς ή πολυσχιδείς θεολογικούς διαλόγους που οργανώνονται και εποπτεύονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.   Η ημερίδα διεξήχθη στην αίθουσα Μελίνα Μερκούρη του Σταδίου ειρήνης και φιλίας. Κατά την διάρκεια της ημερίδας ακούστηκαν και καταγράφηκαν  Σκληρές αλήθειες για την Πανορθόδοξη Σύνοδο Συχνότατα από τους εισηγητές έγινε λόγος με  θεολογική τεκμηρίωση  για έλλειμμα συνοδικότητας, θεολογική ασυνέπεια, για επηρεασμό από πολιτικούς παράγοντες, για προσπάθεια νομιμοποίησης του Οικουμενισμού, έλλειψη ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας. Στο στόχαστρο των εισηγητών βρέθηκε το κείμενο που ήδη έχει προ εγκριθεί από την σύναξη των προκαθημένων τον Ιανουάριο στο Σαμπεζύ της Γενεύης και αφορά τις «σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο». Μεταξύ των εισηγητών ήσαν οι Μητροπολίτες Ναυπάκτου Ιερόθεος, Γορτυνίας Ιερεμίας Γλυφάδος κ. Παύλος και Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Επίσης οι καθηγητές Θεολογικής σχολής Θεσσαλονίκης κ. Τσελεγγίδης και ο πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης καθώς και ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών π. Γεώργιος Μεταλληνός, επίσης ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος από την Μητρόπολη Πατρών και άλλοι έγκριτοι θεολόγοι και κληρικοί.  Ολόκληρο το ψήφισμα – πόρισμα αναφέρει : 
 
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ – ΨΗΦΙΣΜΑ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ- ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΗΜΕΡΙΔΟΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.
       Με τη Χάρη και την ευλογία του Αγίου Τριαδικού Θεού, σήμερα Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, πραγματοποιήθηκε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς, Θεολογική - Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».
Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οι Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων και Πειραιώς, καθώς και η Σύναξις Κληρικών και Μοναχών, ετίμησαν με την παρουσία τους σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι χριστιανικών Σωματείων και Οργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής Επιστημονική Επιτροπή: α) ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, β) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, Ομ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) ο Αρχιμανδρίτης π. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος της Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) ο κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. Στην Ημερίδα παρέστη και απηύθυνε χαιρετισμό ο Επίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας και ο προϊστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Μητροπολίτης Λόσετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και ανέγνωσε τον χαιρετισμό του.
Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες από τους εισηγητές: τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεον, Γλυφάδας κ. Παύλον, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμίαν, τους πανεπιστημιακούς καθηγητές, τον πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνόν, τον πρωτ. π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τον πανοσ. αρχιμ. π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Αθανάσιο Αναστασίου, τον πρωτ. π. Πέτρο Heers, διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., τον πρωτ. π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), εφημέριο Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Πατρών, τον πανοσ. αρχιμ. π. Παύλο Δημητρακόπουλο, Θεολόγο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου Αιρέσεων της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, τον κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ» και τον πρωτ. π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, Θεολόγο, κληρικό της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.
Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε και εγκρίθηκε ομοφώνως το παρά κάτω Ψήφισμα- Πόρισμα:
1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι. Όταν μια Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτή από το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, η επηρεάζονται από πολιτικές, η άλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε, ότι σήμερα πολλά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μη όφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές επίσης περιπτώσεις δημιουργούνται στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις αντιπαλότητες, ή κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετά από μια μακρά ιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας και ακρίβειας των προς συζήτησιν κειμένων και ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογική ορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:
3) Η μη συμμετοχή όλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνον εικοσιτεσσέρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τα υπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή επισκόπων από όλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμό, ότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οι οποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της να έχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο και ισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά ούτε και Πανορθόδοξος, μπορεί να αποκληθεί η εν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.
Εξ’ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτό απαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, με απαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται να έχει ιδική του ψήφο, και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων, να ισχύσει η αρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε επίσης να προαποφασίζονται τα θέματα και ο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών να έχει εκφράσει συνοδικώς την επί των θεμάτων αυτών τοποθέτησή των.
4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγική αποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οι ίδιοι οι πρωτεργάτες των. Η δήθεν προσφερόμενη βοήθεια μέσω των Διαλόγων για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώ αλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται και αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της Νέας Εποχής και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό που παρουσιάζουν τα προς συζήτησιν εν τη μελλούση Συνόδω προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός, ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτά η κριτική αξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενική Κίνηση και το Π.Σ.Ε., η οποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής.
5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογική ασυνέπεια, ή και αντίφαση. Έτσι, το άρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας αυτήν –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Όμως, στο άρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά, ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικό ερώτημα: Αν η Εκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Άρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος για άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές, ότι αυτές οι άλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οι ετερόδοξες όμως «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσω οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικά ορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».
Στο ίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογική αντίφαση. Στην αρχή του άρθρου αυτού σημειώνεται το εξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, του ίδιου άρθρου γράφεται, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία με την συμμετοχή της στην Οικουμενική Κίνηση έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται το ερώτημα: Εφόσον η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενικής Κινήσεως; Μήπως υπονοείται η επιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα σύνολου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται η εντύπωση, ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.
6) Το ως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, η οποία έχει εκφραστεί ήδη κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Αυτή η νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών ομολογιών, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονική εγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτή Εκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Οικουμενικής. Ωστόσο οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών, και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς, υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε η Εκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων» για την οποία ομιλούν οι εν λόγω Ιεροί Κανόνες βρίσκεται μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στην αίρεση. Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στους Δυτικούς (Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται να αρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, να εγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την δια του Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία.
7) Το ίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες, ή πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμία αίρεση, και καμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές, η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται η Ορθόδοξη Εκκλησία και η ετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι η ενότητα των «Εκκλησιών» και όχι η ενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σε άρνηση και καταδίκη των πλανών και ετεροδιδασκαλιών που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.
8) Το ως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο Π.Σ.Ε. (§§ 16-21) και αποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενική Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο η εικόνα που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το Π.Σ.Ε. είναι ψευδής και επίπλαστη. Κατ’ αρχήν αυτή καθ’ εαυτήν η ένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό που εμφανίζεται ως υπερεκκλησία και η συνύπαρξη και συνεργασία της με την αίρεση συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της και αθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότης του Π.Σ.Ε. είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε, όπως φαίνεται από την 70ετη ιστορία του. Όλα δείχνουν, ότι το επιδιωκόμενο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίηση των ομολογιών -μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές ομολογίες-μέλη του Π.Σ.Ε. και το αδιέξοδο στο οποίο αυτοί έχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου δεν καταδικάζονται, τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε, (Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) και επί πλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμού από πολλές ομολογίες κλπ.
9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματική ενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργική ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν και ώθησαν ετερόδοξες ομολογίες και μυστικές εταιρείες, μέσω του πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονή όλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και να επιλύσει το θέμα. Δυστυχώς κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινό εορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τα εκεί το ενδιαφέρον και να ατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντική ανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα του Ημερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώ ήταν το κατ’ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.
10) Η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων, μας βεβαιώνει ότι αυτές συνεκαλούντο κάθε φορά που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματική εμπειρία της εκκλησιαστικής αλήθειας και την έκφρασή της από το εκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται όχι για να οριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμική αναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή και η θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιας εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, που εκφράζει μια ακαδημαϊκή, αποστεωμένη, άνευρη και αποπνευμάτιστη θεολογία, αποκεκομμένη από το εκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής, της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού, ο οποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση επικυρώνει, η απορρίπτει τις αποφάσεις των. Όμως στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, καθ’ ότι, εκφράστηκε επισήμως, ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα και όχι το Ορθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η αναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου και της Θ΄ (1351), επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά, συγκληθεισών, οι οποίες είχαν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και είχαν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.
12) Η ορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμία σύντμηση, η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. Η ορθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης την οικονομία σε όλο το μεγαλείο της. Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός που υφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιοτου Παπισμού, το οποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικά ακόμα και την οικονομία.
13) Κατά την διάρκεια του 20 αιώνος ο Οικουμενισμός εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατέλειωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων με ηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη), μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σε ένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, η οποία επιδιώκει να εκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14).Επίσης το ιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, το οποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν», (Ιω.15,20), και με τον λόγον του αποστόλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται», (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω και ένα αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα μάλιστα έφθασαν στο αξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντες στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλούντες έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ο ισλαμικός φανατισμός, όχι μόνον δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο,
14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν για την διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαϊκής θρησκείας, παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή, χαναανϊτικά και αργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοί άρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαϊκής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οι οποίοι αναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας τα παρά πάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και ότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικά όρια της Εκκλησίας. Ωστόσο, καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί να οριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν επίσης ενδείξεις, ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί Αγία και Μεγάλη Σύνοδος επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι οδόποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα είμαστε απολύτως βέβαιοι, ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.

π. Θεόδωρος Ζήσης - Οὔτε αἵρεσις οὔτε σχίσμα ὁ παπισμός (Πλέον τολμηροὶ οἱ νέοι Λατινόφρονες)



1. Μικρὲς ἢ μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν;

Στὰ «Ἀπομνημονεύματα» τοῦ Συλβέστρου Συροπούλου, τὴν πιὸ αὐθεντικὴ καὶ ἀξιόπιστη πηγὴ γιὰ ὅσα συνέβησαν στὴν «Ἑνωτικὴ» ψευδοσύνοδο τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ὑπάρχει ἕνα ἐπεισόδιο, ὅπου πρωταγωνιστοῦν οἱ λατινόφρονες τῆς συνόδου καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, τὸ ὁποῖο προβαλλόμενο στὴ σημερινὴ συγκυρία τῶν ἀγαπητικῶν ἀσπασμῶν καὶ θεολογικῶν ἀνοιγμάτων πρὸς τὸν Παπισμό, φανερώνει ὅτι οἱ σημερινοὶ λατινόφρονες ἔχουν προχωρήσει στὸν φιλολατινισμό, ἑπομένως καὶ στὴν ἀποστασία καὶ προδοσία τῆς πίστεως, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ παλαιὰ πρότυπά τους, τὸν Βησσαρίωνα Νικαίας, τὸν Ἰσίδωρο Κιέβου, κ.ἄ...
Εἶχε ἤδη συγκροτηθεῖ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς συνόδου ἡ ἰσχυρὴ ὁμάδα τῶν λατινοφρόνων, οἱ ὁποῖοι ἐξεβίασαν ἀκόμη καὶ τὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου. Ὁ μόνος ἄκαμπτος καὶ ἀνυποχώρητος ἦταν ὁ μητροπολίτης τῆς Ἐφέσου Ἅγιος Μάρκος Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος ἐπέμενε ὅτι ἔπρεπε πρῶτα οἱ Λατίνοι νὰ παραδεχθοῦν τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις τους, νὰ συμφωνήσουν στὶς ἀλήθειες τῆς βασιζόμενης στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Πατερικὴ Παράδοση κοινῆς μέχρι τοῦ σχίσματος διδασκαλίας, καὶ κατόπιν νὰ ὑπογραφεῖ ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως, ὥστε ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἑνότητα νὰ εἶναι ἀληθινὴ καὶ σταθερή, ὄχι εἰκονικὴ καὶ εὔθραυστη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πλάνη, ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ αἵρεση;
Στὴ συνάφεια αὐτὴ μᾶς διηγεῖται ὁ Συρόπουλος ὅτι «οἱ τοῦ λατινικοῦ ἐφιέμενοι», οἱ λατινόφρονες δηλαδὴ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, ἐπαινοῦσαν τὴν ὁμόνοια καὶ τὴν εἰρήνη, χωρὶς δογματικὲς προϋποθέσεις, ὅπως κάνουν καὶ σήμερα οἱ Οἰκουμενισταί, ποὺ παρασύρουν τὸν ἀκατήχητο καὶ ἀπληροφόρητο λαὸ μὲ παχειὰ λόγια περὶ ἀγάπης, ὡσὰν νὰ εἶναι αὐτοὶ ἀγαπητικώτεροι καὶ φιλανθρωπότεροι τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων, ποὺ καταδικάζουν μὲ αὐστηρότητα τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση, τοὺς ψευδοπροφῆτες καὶ ψευδοδιδασκάλους. Ἐσχεδίαζαν μάλιστα καὶ ἐχάλκευσαν μὲ κρυφὲς συμφωνίες τὴν ἕνωση, χωρὶς νὰ ἐνημερώνουν ὅλα τὰ μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις, ὅπως δὲν ἐνημερώνεται καὶ σήμερα ὁ πιστὸς λαὸς καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται γι᾿ αὐτὸ ὅτι ἡ ἕνωση γίνεται ἤδη σταδιακά, ἔχει προχωρήσει οὐσιαστικὰ μὲ συμπροσευχές, συλλείτουργα καὶ ἀμοιβαία ἐκκλησιολογικὴ ἀναγνώριση, εἰς τρόπον ὥστε τὸ κοινὸ ποτήριο, ὅταν ἔλθει ἐπισήμως, νὰ ἀποτελεῖ ἁπλῶς μιὰ ἐπισφράγιση καὶ ἐπικύρωση τῆς γενόμενης ἤδη ἑνώσεως. Ἄλλωστε, μήπως δὲν ὑπάρχει καὶ σήμερα κοινὸ ποτήριο μὲ τοὺς Μονοφυσίτες στὴν Ἀντιόχεια, στὴν Ἀμερικὴ καὶ ἀλλαχοῦ, ὅπως καὶ μὲ τοὺς Λατίνους σὲ μεμονωμένες γνωστὲς περιπτώσεις; Ὅταν στὸ ἐπεισόδιο ὁ μητροπολίτης Ἡρακλείας ζήτησε νὰ ἔχουν στὰ χέρια τους τὸ ἑνωτικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασαν ὁ Βησσαρίων καὶ ἡ ὁμάδα του, ὥστε νὰ τὸ μελετήσουν προσεκτικά, γιατὶ ἀπὸ μία ἁπλὴ ἀκρόασή του δὲν μποροῦσαν νὰ σχηματίσουν γνώμη, δέχθηκε αὐστηρὴ καὶ εἰρωνικὴ τὴν παρατήρηση ὅτι εἶναι ντροπὴ νὰ ἰσχυρίζονται μερικοὶ ὅτι δὲν συνεκράτησαν καὶ ἐλησμόνησαν τὰ ἀναγνωσθέντα. Μὲ τέτοια βιασύνη, ἐπιπολαιότητα καὶ κρυψίνοια προχωροῦσαν οἱ λατινόφρονες στὴν συμφωνία σὲ θέματα πίστεως: «Τοιαύτας διασκέψεις καὶ μελέτας ἠξίουν γίνεσθαι εἰς τὰς περὶ τῆς πίστεως ἐκθέσεις τε καὶ συγκαταθέσεις». [1]
Ἰσχυρίζονταν ἐπίσης οἱ λατινόφρονες ὅτι οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τοὺς Λατίνους εἶναι μικρές, καὶ ἂν οἱ δικοί μας θελήσουν νὰ γίνει ἡ ἕνωση, εὔκολα θὰ διορθωθοῦν. Ὅταν ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀντέτεινε ὅτι εἶναι μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν, τοῦ ἀπήντησαν, ὅτι δὲν εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Λατίνοι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ὀνομάζει αἱρετικούς, γιατὶ οὔτε καὶ οἱ προηγούμενοι λόγιοι καὶ ἅγιοι ἄνδρες ὀνόμαζαν τὸν Λατινισμὸ αἵρεση. Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀποκρίθηκε ὅτι εἶναι αἵρεση, καὶ ἔτσι τοὺς θεωροῦσαν καὶ οἱ προηγούμενοι ἀλλὰ δὲν θέλησαν νὰ διακηρύξουν φανερὰ καὶ νὰ καταδικάσουν τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, γιατὶ ἤλπισαν καὶ περίμεναν, ὅτι θὰ ἐπιστρέψουν, καὶ γιατὶ εἶχαν ἀνάγκη τῆς φιλίας τους· ἂν ἀμφέβαλλαν γι᾿ αὐτό, θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀποδείξει μὲ μαρτυρίες ἀπὸ τὰ κείμενα ὅτι τοὺς θεωροῦσαν ὡς αἱρετικούς: «Αἵρεσίς ἐστι, καὶ οὕτως εἶχον αὐτὴν καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, πλὴν οὐκ ἠθέλησαν θριαμβεύειν τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, τὴν ἐπιστροφὴν αὐτῶν ἐκδεχόμενοι καὶ τὴν φιλίαν πραγματευόμενοι· εἰ δὲ βούλεσθε, δείξω ὑμῖν ἐγὼ ὅπως εἶχον τούτους αἱρετικούς». [2]

2. Εἶναι αἱρετικοὶ οἱ Λατίνοι, γιατὶ σφάλλουν στὴν πίστη

Στὴν περίφημη «Ἐγκύκλιο τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς», ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Μάρκος ἕνα χρόνο περίπου μετὰ τὴν σύνοδο (1440/41), ἀπὸ τὴν Λῆμνο, ὅπου εἶχε ἐξορισθεῖ, γιὰ νὰ ἐνημερώσει τοὺς Ὀρθοδόξους γιὰ ὅσα συνέβησαν καὶ συζητήθηκαν στὴν Φλωρεντία, παρουσιάζει καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Λατινοφρόνων. Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ ἔλεγε, ὅπως μᾶς παρουσίασε καὶ ὁ Συρόπουλος, ὅτι οὐδέποτε θεωρούσαμε τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον ὡς σχισματικούς: «Οὐδέποτε φησί, τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικοὺς εἴχομεν, ἀλλὰ μόνον σχισματικούς» [3]. Ἐδῶ ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Μάρκος ὅτι τὸ νὰ ὀνομάζουμε τοὺς Λατίνους σχισματικοὺς τὸ δανεισθήκαμε ἀπὸ ἐκείνους· μᾶς ὀνομάζουν ἐκεῖνοι σχισματικούς, γιατὶ δὲν ἔχουν νὰ μᾶς κατηγορήσουν κάτι ὡς πρὸς τὴν πίστη, ὡς πρὸς τὰ δόγματα, ἀλλὰ γιατὶ δὲν δεχθήκαμε τὴν ὑποταγὴ στὸν πάπα, τὴν ὁποία ὀφείλουμε, ὅπως πιστεύουν. Πρέπει ὅμως νὰ σκεφθοῦμε ἂν εἶναι σωστὸ νὰ ἀνταποδίδουμε καὶ ἐμεῖς χαριζόμενοι τὸν ἴδιο χαρακτηρισμὸ τοῦ σχισματικοῦ καὶ ὄχι τοῦ αἱρετικοῦ, ὅπως εἶναι σωστό, ἀφοῦ πλανῶνται στὴν πίστη.
Γνωρίζει ὁ Ἅγιος Μάρκος, ὅπως ὀφείλουν νὰ γνωρίζουν ὅλοι οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι, ὅσα κλασσικὰ καὶ κοινῶς ἀποδεκτὰ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση διετύπωσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξηγώντας τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἐκκλησιολογικὲς παραβάσεις, στὴν αἵρεση, στὸ σχίσμα καὶ στὴν παρασυναγωγή. Γράφοντας στὸν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου σχετικά με τὴν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν διευκρινίζει ὅτι τῶν μὲν αἱρετικῶν τὸ βάπτισμα εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο, ὄχι ὅμως καὶ τῶν σχισματικῶν καὶ παρασυναγώγων. Λέγει λοιπόν, ὅτι οἱ παλαιοὶ διακρίνουν ἀνάμεσα στὶς αἱρέσεις, στὰ σχίσματα καὶ στὶς παρασυναγωγές. Στὶς αἱρέσεις ἀνήκουν οἱ ἐντελῶς ἀποκεκομμένοι καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν πίστη, ὅσοι σφάλλουν στὴν πίστη, στὰ σχίσματα ἐκεῖνοι, ποὺ διαφοροποιήθηκαν γιὰ κάποια ἐκκλησιαστικὰ θέματα, διοικητικά, ἑορτολογικά κ.ἄ., ποὺ ὅμως εἶναι ἰάσιμα, στὶς παρασυναγωγὲς δὲ οἱ συνάξεις μερικῶν ἀνυπότακτων πρεσβυτέρων ἢ ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ λαϊκῶν: «Ἐκεῖνο γὰρ ἔκριναν οἱ παλαιοὶ δέχεσθαι βάπτισμα, τὸ μηδὲν τῆς πίστεως παρεκβαῖνον. Ὅθεν τὰ μέν, αἱρέσεις ὠνόμασαν, τὰ δέ, σχίσματα, τὰ δὲ παρασυναγωγάς. Αἱρέσεις μὲν τοὺς παντελῶς ἀπερρηγμένους καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν πίστην ἀπηλλοτριωμένους. Σχίσματα δέ, τοὺς δι᾿ αἰτίας τινας ἐκκλησιαστικὰς καὶ ζητήματα ἰάσιμα πρὸς ἀλλήλους διενεχθέντας. Παρασυναγωγὰς δὲ τὰς συνάξεις, τὰς παρὰ τῶν ἀνυποτάκτων Πρεσβυτέρων ἢ Ἐπισκόπων, καὶ παρὰ τῶν ἀπαιδεύτων λαῶν γινομένας». [4]
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ αὐτὴν τὴν ἱεράρχηση καὶ διαβάθμιση τῶν ἐκκλησιολογικῶν παρεκκλίσεων ἡ αἵρεση, ποὺ σημαίνει παρέκκλιση καὶ ἀποξένωση στὴν πίστη, ἀποξενώνει παντελῶς τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ καθιστᾶ τὸ βάπτισμα καὶ ὅλα τὰ μυστήριά τους ἄκυρα καὶ ἀνυπόστατα, ὥστε ὅταν κάποιος αἱρετικὸς θελήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἐκκλησία βαπτίζεται ἐξ ἀρχῆς, σὰν νὰ ἦταν ἀβάπτιστος. Οἱ τότε λοιπὸν λατινόφρονες χαριζόμενοι στοὺς Λατίνους, τοὺς κατέτασσαν ὄχι στοὺς αἱρετικούς, στὴν χειρότερη δηλαδὴ τάξη τῶν ἐκκλησιολογικῶν παρεκκλίσεων, ἀλλὰ στὸ σχίσμα, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ἰάσιμες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν καὶ μποροῦν νὰ διορθωθοῦν.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναφερόμενος στὴν αἵρεση τοῦ filioque - στὴν βλάσφημη δηλαδὴ προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς φράσεως «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» - προκειμένου περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγει ὅτι τοὺς ἀποκόψαμε ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας «ὡς ἄτοπα καὶ δυσσεβῆ φρονοῦντας καὶ παραλόγως τὴν προσθήκην ποιήσαντας». Καὶ προσθέτει: «Οὐκοῦν ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεστράφημεν, καὶ διὰ τοῦτο αὐτῶν ἐχωρίσθημεν. Διατί γὰρ ἄλλο; Φασὶ γὰρ οἱ φιλευσεβεῖς νόμοι· "αἱρετικός ἐστι καὶ τοῖς κατὰ τῶν αἱρετικῶν νόμοις ὑπόκειται ὁ καὶ μικρὸν γοῦν τι παρεκκλίνων τῆς ὀρθῆς πίστεως". Εἰ μὲν οὖν οὐδέν τι παρεκκλίνουσιν οἱ Λατίνοι τῆς ὀρθῆς πίστεως, μάτην αὐτοὺς ὡς ἔοικεν, ἀπεκόψαμεν εἰ δὲ καὶ παρεκκλίνουσιν ὅλως, καὶ ταῦτα περὶ τὴν θεολογίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς ὃ βλασφημῆσαι κινδύνων ὁ χαλεπώτατος, αἱρετικοὶ εἴσιν ἄρα, καὶ ὡς αἱρετικοὺς αὐτοὺς ἀπεκόψαμεν». [5]

3. Οἱ Λατίνοι οὔτε αἱρετικοὶ οὔτε σχισματικοί, ἀλλὰ ἀδελφοὶ ἄλλου δόγματος

Οἱ Λατινόφρονες, λοιπόν, τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ καὶ τῆς ψευδοσυνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, δὲν ἀμνήστευσαν παντελῶς τοὺς Λατίνους. Τοὺς ἔκαναν ἁπλῶς τὴν χάρη νὰ τοὺς ἐπιρρίπτουν ὄχι τὴν βαρύτατη καὶ πρώτη ἐκκλησιολογικὰ παράβαση τῆς αἱρέσεως, ὅπως πρέπει μὲ βάση τὶς ἀποφάσεις τῶν συνόδων καὶ τὶς πάμπολλες γνῶμες μεγάλων καὶ ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἀνὰ πάσαν στιγμὴν ἦταν ἕτοιμος νὰ παρουσιάσει ὁ μεγάλος Ὁμολογητής, ἀλλὰ τὴν ἐλαφρότερη καὶ δεύτερη ἐκκλησιολογικὴ παράβαση τοῦ σχίσματος, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ συσκευαζόμενη καὶ χαλκευόμενη ἐν κρυπτῷ ἕνωση, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα, μὲ τολμηρότερα μάλιστα καὶ πιὸ ρηξικέλευθα βήματα στὴν ὁδὸ τῆς ἀποστασίας.
Σήμερα «οἱ τοῦ Λατινισμοῦ ἐφιέμενοι», οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς λατινόφρονες ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, στοὺς ὁποίους προσετέθησαν μετὰ τὴν ἀρχιεπισκοπίαν τοῦ μακαριστοῦ Σεραφεὶμ «ἀγαλλομένῳ ποδί» οἱ διοικοῦντες τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κηρύττουν καὶ αὐτοὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὅτι δὲν εἶναι μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ὅτι τὸ βλάσφημο, αἱρετικὸ καὶ συνοδικὰ καταδικασμένο filioque δὲν εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἕνωση, εἶναι ἀνύπαρκτο ζήτημα [6], ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ τὰ μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα, ὅτι ξεπεράσθηκε πλέον ἡ ἐκκλησιολογία ὄχι μόνο της αἱρέσεως, ἀλλὰ καὶ τοῦ σχίσματος· οἱ Λατίνοι δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, εἶναι «ἀδελφὴ ἐκκλησία», ὅπως ἀδελφὲς ἐκκλησίες εἶναι οἱ κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες, ὀρθόδοξες ἐκκλησίες.
Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς διαστρέφοντες τὶς πηγὲς καὶ τὰ κείμενα, ὅπως ἔπρατταν πάντα οἱ αἱρετικοί, ἰσχυρίζονται ὅτι τὸ filioque δὲν προκάλεσε ποτὲ διαιρέσεις καὶ σχίσματα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἁπλῶς μιὰ θεολογικὴ γνώμη, ποὺ διατυπώθηκε στὴ Δύση, ἕνα «θεολογούμενο». Ἄλλα ἦταν τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος, πολιτικά, ὄχι θεολογικά. Κάποιος ἐπίσκοπος, μάλιστα, ἐπικαλέσθηκε -ἀμαθῶς ἢ σκοπίμως- ἔγκυρο ἐν πολλοῖς ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικό, τὸν Β. Στεφανίδη, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴν ἄποψη ὅτι στὸ filioque δὲν πρέπει νὰ δίνουμε καὶ μεγάλη σημασία, γιατὶ εἶναι ἕνα «θεολογούμενο» ζήτημα. Καὶ τὸ λέγει βέβαια αὐτὸ ὁ ἐν λόγῳ ἱστορικὸς [7]. Στὴ συνέχεια ὅμως λέγει ὅτι «ἡ περὶ τοῦ filioque διδασκαλία, εἰσαχθεῖσα ἐπισήμως εἰς τὴν Βουλγαρικὴν Ἐκκλησίαν (=ὑπὸ τῶν Φράγκων ἱεραποστόλων), ἔπαυσεν εἰς τὰς μεταξὺ δυτικῆς καὶ ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας σχέσεις νὰ εἶναι θεολογούμενον ζήτημα· παρουσιάζετο πλέον ὡς ἐκκλησιαστικὸν δόγμα. Διὰ τοῦτο πρῶτος ὁ Φώτιος ἐπολέμησε τὴν διδασκαλίαν ταύτην ὡς αἱρετικὴν ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἐποχὴν ταύτην, ἐν τῇ πρὸς τοὺς Πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς ἐγκυκλίῳ αὐτοῦ, βραδύτερον δὲ δι᾿ ἰδιαιτέρας πραγματείας». [8]
Ἐκδηλώνονται, πάντως, διαρκῶς περισσότερο οἱ σύγχρονοί μας λατινόφρονες, γιατὶ τοὺς εὐνοεῖ ἡ περιρρέουσα οἰκουμενιστικὴ καὶ συγκρητιστικὴ ἀτμόσφαιρα, ποὺ τείνει νὰ κυριαρχήσει στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ Θεολογία, ἀλλὰ καὶ γιατὶ σιωποῦν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι. Οὔτε ἕνας διαμαρτύρεται γιὰ τὴν λατινοφροσύνη, γιὰ τὴν συμπόρευση καὶ συνύπαρξή μας μὲ τὴν αἵρεση καὶ τὸ σχίσμα. Δὲν τολμᾶ κανεὶς νὰ χαρακτηρίσει τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες ὡς αἱρετικούς, οὔτε κἂν ὡς σχισματικούς. Βρίσκουμε τώρα ἄλλες ὀνομασίες. Οἱ ἐπίσκοποι διαμαρτύρονται μόνον γιὰ τοὺς θρόνους καὶ τὶς ἐξουσίες, γιὰ τὴν καρέκλα, ὅπως λέει ὁ λαός. Ὅταν δὲν κατορθώσουν νὰ ἐκλέξουν κάποιον δικό τους ἐπίσκοπο ἢ νὰ προωθήσουν διοικητικὰ καὶ οἰκονομικὰ θέματα τῶν ἐπισκοπῶν τους, τότε καταγγέλλουν ὅτι δὲν λειτουργεῖ τὸ συνοδικὸ σύστημα, ὅτι νοθεύεται τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι ὅμως νοθεύεται ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὰς καὶ λατινόφρονες, μὲ ἐπίσημες μάλιστα ἀποφάσεις, ὅπως ἡ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ἡ διορθόδοξη ἀποδοχὴ τοῦ κειμένου τοῦ Balamand, ὅπου ὑπάρχει ἀμοιβαία ἐκκλησιολογικὴ ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν μυστηρίων τῶν Παπικῶν ὡς ἐγκύρων, ἡ πρόσφατη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος τῶν Λουθηρανῶν στὴ Γερμανία ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως καὶ πολλὰ ἄλλα, ὧν οὐκ ἔστι ἀριθμός, αὐτὰ δὲν εὐαισθητοποιοῦν τὶς ἐπισκοπικὲς συνειδήσεις, καὶ ἀφήνουν νὰ γκρεμίζεται ἡ Ὀρθοδοξία, νὰ καταργοῦνται τὰ ὅρια «ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», νὰ ἀπαυθαδιάζουν ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη, νὰ χορεύει ὁ Διάβολος.
Ὁ λόγος πάντως, ποὺ μᾶς παρακίνησε νὰ ζωντανέψουμε τὴν Ὀρθόδοξη μνήμη, νὰ τονώσουμε τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, νὰ ξαναεμφανίσουμε τὴν πρόοδο τοῦ Λατινισμοῦ, ἂν ἀφυπνίσουμε κοιμωμένους κληρικοὺς καὶ θεολόγους, ἀλλὰ καὶ νὰ προφυλάξουμε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν ἀγαπολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Λατινοφρόνων εἶναι ὅσα ἐλέχθησαν αὐτὸν τὸν καιρὸ ἀπὸ ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ χείλη.

4. Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ τοῦ μητροπολίτου Καλαβρύτων

Συγκεκριμένα Ἱερὰ Μητρόπολη Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας ἐξέδωσε δελτίο τύπου στὶς 4 Ὀκτωβρίου, ποὺ πέρασε καὶ στὸ διαδίκτυο [9], στὸ ὁποῖο ἀναλαμβάνει νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐρώτημα τί εἶναι οἱ Παπικοί, αἱρετικοὶ ἢ σχισματικοί. Ἡ ἀπάντηση βέβαια δὲν στηρίζεται στὴν καθολικὴ καὶ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, βάσει τῆς ὁποίας οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοί, ἀλλὰ ποῦ νομίζετε; Στὰ ὅσα εἶπε ὁ ἀρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος στὴν παπίζουσα καὶ λατινίζουσα, σὲ ἐπίπεδο ἡγεσίας, Τῆνο, ἐν μέσῳ πανηγυρικῆς συνάξεως Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν. Λέγει, λοιπόν, τὸ κείμενο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων: «Στὸ ἐρώτημα: τί εἶναι οἱ Παπικοί; Αἱρετικοί, ὅπως θέλει ὁ κ. Σημάτης, ἢ Σχισματικοί, ὅπως ὑποστήριξε ὁ Σέβ. Μητροπολίτης μας, ἔδωσε ἀπάντηση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Χριστόδουλος κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Προσκυνηματικοῦ Διάπλου σε Κύθηρα - Πάρο καὶ Τῆνο, ποὺ ὁλοκληρώθηκε χθὲς Δευτέρα 2 Ὀκτωβρίου.
Στὸ Δελτίο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ποὺ ἐκδόθηκε σήμερα, διαβάσαμε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:
1. Εὑρισκόμενος στὴν Τῆνο ὅπου τὸν ὑποδέχθηκαν οἱ Τοπικὲς Ἀρχὲς «ὁ Μακαριώτατος ἀναφέρθηκε στὶς ἀγαστὲς σχέσεις συνεργασίας καὶ συναλληλίας μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τοῦ διαρκῶς μεταβαλλόμενου διεθνοῦς γίγνεσθαι.
Ἀναφερόμενος δὲ στὶς ἐπίσημες ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπισήμανε μὲ ἔμφαση. Μία τελευταία ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι νὰ τείνουμε τὸ χέρι στοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ δόγματος. Ἔχουμε τὶς δογματικές μας διαφορές, ἀλλὰ αὐτὲς συζητῶνται (sic) στὸν θεολογικὸ Διάλογο, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε καὶ πάλι προσφάτως...».
Εἶναι σαφὲς ποιὰ ἀπάντηση δίδει ὁ ἀρχιεπίσκοπος στὸ ἐρώτημα τί εἶναι οἱ Παπικοί, αἱρετικοὶ ἢ σχισματικοί. Δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Εἶναι ἀδελφοί μας τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ δόγματος. Ἡ Ἐκκλησιολογία τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἐξίσωση τῶν ὁμολογιῶν, ποὺ σημαίνει ταύτιση καὶ ἐξίσωση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς αἱρέσεις, ἐκφράζονται μέσα σὲ λίγα λόγια: Ὑπάρχουν πολλὰ χριστιανικὰ δόγματα, τὸ Ὀρθόδοξο, τὸ Ρωμαιοκαθολικό, τὸ Προτεσταντικό, τὸ Μονοφυσιτικὸ κ.ἄ. Οἱ πιστοί, ὅλων τῶν δογμάτων εἶναι ἀδελφοί, ἔχουν ἀγαστὲς σχέσεις συνεργασίας καὶ συναλληλίας μεταξύ τους. Υἱοθετεῖται πλέον ἡ χειρότερη ἐκκλησιολογικὴ πλάνη καὶ αἵρεση. Δὲν ὑπάρχουν ὅμως πολλὰ δόγματα, οὔτε πολλὲς ἐκκλησίες. Ὑπάρχει μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ ἕνα μόνο ὀρθὸ δόγμα, τὸ ὀρθόδοξο δόγμα· μόνον γιὰ τὸ ὀρθὸ δόγμα, γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη ὁμιλοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, καὶ αὐτὴν τὴν ὀρθὴ πίστη ἀγωνίσθηκαν νὰ διασώσουν καὶ νὰ διαφυλάξουν ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν διαφόρων ἄλλων δογμάτων, κατηγορηθέντες καὶ προπηλακισθέντες, ἐξορισθέντες καὶ συκοφαντηθέντες ἀπὸ τοὺς «ἀδελφούς» τῶν ἄλλων δογμάτων καὶ τοὺς ἀδελφὰ φρονοῦντες, ὅπως εἶναι οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενισταὶ καὶ λατινόφρονες. Σὲ ποιὸ ἁγιογραφικὸ καὶ πατερικὸ κείμενο μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐκκλησιολογία τῆς ἀγαστῆς συναλληλίας μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς πλάνες [10]; Μόνον στοὺς θεολόγους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ κίνημα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ ὁποῖο υἱοθετεῖ ἀπὸ τὸ 1998, ὄχι ἀναγκαζόμενη καὶ οἰκονομοῦσα, ἀλλὰ χαίρουσα καὶ θεολογοῦσα ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία.

5. Συκοφαντίες καὶ διώξεις τῶν ἀγωνιστῶν

Τὸ ἐπεισόδιο μεταξὺ τῶν Λατινοφρόνων καὶ τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ὅπου μὲ σταθερότητα ὁ Ἅγιος Μάρκος ὑποστήριζε ὅτι οἱ Λατίνοι εἶναι αἱρετικοί, κατέληξε σὲ ὕβρεις καὶ προπηλακισμοὺς ἐναντίον του ἐκ μέρους τῶν «ἀδελφῶν» Ὀρθοδόξων ποὺ ἐλατινοφρόνουν. Ποιὸς εἶσαι σὺ τοῦ εἶπαν ποὺ ὀνομάζεις τοὺς Λατίνους αἱρετικούς; Καὶ μπροστὰ στὸν πατριάρχη «ἀδεῶς καὶ ἀναιδῶς ἔβαλλον αὐτὸν λόγοις καὶ σκώμμασιν». Ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τὸν κατασπαράξουν μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ δόντια τους· «Καὶ μόνον οὐκ ὀδοῦσι καὶ χερσὶν ὤρμων διασπαράξαι αὐτόν». Καὶ προεξοφλοῦντες τὴν ἕνωση, ποὺ τὴν εἶχαν στὰ κρυφὰ ἑτοιμάσει, μὲ ἀναγνώριση τῆς δικαιοδοσίας τοῦ πάπα καὶ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας, τὸν ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν πάπα, γιὰ νὰ πάθει αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀξίζει: «Ἐροῦμεν ἡμεῖς τῷ πάπᾳ, ὅπως λέγεις αὐτὸν αἱρετικὸν καὶ ἢ ἀποδείξεις αὐτό, ἢ πείσει καθὼς εἶ ἄξιος». Ὁ μεγάλος μάλιστα ἀποστάτης, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Λατινοφρόνων Βησσαρίων Νικαίας, ποὺ τὸν ἀντάμειψε στὴ συνέχεια ὁ πάπας καὶ τὸν ἔκανε καρδινάλιο, καὶ παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἐξελέγετο καὶ πάπας —ἐλπίζουμε νὰ μὴ φθάνουν μέχρις ἐκεῖ οἱ φιλοδοξίες τῶν νέων Λατινοφρόνων— μὲ ἀναίδεια εἰρωνευόταν τὸν Ἅγιο Μάρκο, ἀποκαλώντας τον δαιμονισμένο καὶ τρελλό: «Ἀναίδην ἔσκωπτε τὸν Ἐφέσου, καὶ μετὰ πολλὴν φιλονεικίαν ἀναστὰς ἔφη· Περισσὸν ποιῶ καὶ φιλονεικῶ μετὰ ἀνθρώπου δαιμονιαρίου· αὐτὸς γὰρ ἔνι μαινόμενος καὶ οὐ θέλω ἵνα φιλονεικῶ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ» [11].
Θυμωμένος καὶ ὀργισμένος ἐμφανίζεται καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος μετὰ τῶν περὶ αὐτὸν ἐναντίον ὅλων, ὅσοι ἀγωνιῶντες γιὰ τὴν ἀποθράσυνση καὶ ἐπέκταση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἐπανόδου τῶν Λατινοφρόνων, κατὰ τὸ μέτρο τῆς εὐθύνης τους ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, μερικῶν δὲ καὶ ὡς διδασκάλων τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ ἐντίμων ἡγουμένων, ἱερέων καὶ μοναχῶν προσπαθοῦν νὰ ἀφυπνίσουν καὶ νὰ ἀποτρέψουν τὸν συμφυρμὸ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν κατίσχυση τῆς αἱρέσεως. Τοὺς ἔχει στολίσει κατὰ καιροὺς μὲ πολλοὺς χαρακτηρισμούς, ὅπως ταλιμπὰν τῆς Ὀρθοδοξίας, γραφικούς, φονταμενταλιστές, ὀρθοδοξαμύντορες, εἰσαγγελεῖς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ πολλὰ ἄλλα, ἀβάσιμα καὶ συγκεχυμένα, ποὺ ἐπανέλαβε πρόσφατα καὶ στὴν Τῆνο, ὡς καὶ στὴν ὁμιλία του στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας. Ὀρθώνει διαρκῶς μὲ τοὺς πειθηνίους εἰς αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοὺς ἕνα τεῖχος ἀπομονώσεως, τοὺς δυσφημεῖ, ὥστε νὰ μὴ ἀκούγεται ὁ λόγος τους, οὔτε στὸ ἐκκλησιαστικὸ ραδιόφωνο, οὔτε στὴν μοναδικὴ ἐκκλησιαστικὴ τηλεόραση τῆς Θεσσαλονίκης, ἐνῶ ἔχουν κλείσει γι᾿ αὐτοὺς οἱ αἴθουσες τῶν μητροπόλεων καὶ τῶν ἐνοριῶν. Στὴ Λῆμνο ἐξόρισαν τὸν Ἅγιο Μάρκο, γιὰ νὰ τὸν ἀπομονώσουν, τὸν μόνο ὀρθοφρονοῦντα «τρελλό». Ἂς ἐρευνήσει νὰ βρεῖ ἀλλοῦ τοὺς «ἐθελοτυφλοῦντες» [12], ἐκεῖ ποὺ παραβλέπεται καὶ περιφρονεῖται ἡ Παράδοση τῶν Ἁγίων καὶ ἀμνηστεύονται οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα.
Δὲν βλέπουμε μὲ τὰ δικά μας μάτια οὔτε ὁμιλοῦμε ἐκ κοιλίας. Παρουσιάζουμε αὐτὰ ποὺ βλέπουν καὶ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι. Αὐτὰ ποὺ λέγει ἁπλοϊκὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «Τὸν πάπαν νὰ καταράσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία» [13], καὶ τὸ ἄλλο: «Ἐγὼ ἐδιάβασα πολλὰ περὶ Ἑβραίων, ἀσεβῶν, αἱρετικῶν καὶ ἀθέων. Τὰ βάθη τῆς σοφίας ἠρεύνησα. Ὅλες οἱ πίστες εἶναι ψεύτικες. Τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινά· μόνον ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία... Τοῦτο σᾶς λέγω εἰς τὸ τέλος, νὰ εὐφραίνεσθε ὅπου εἶσθε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ νὰ κλαῖτε διὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος» [14]. Ἐθελοτυφλεῖ λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, μαζὶ μὲ πλῆθος Ἁγίων, ποὺ μᾶς συνιστοῦν νὰ καταρώμεθα τὸν πάπα; Εἶναι ταλιμπὰν καὶ φονταμενταλιστής, ὅταν λέγει πὼς μόνον ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, ἐνῶ οἱ ἄλλοι περιπατοῦν εἰς τὸ σκότος; Θὰ μποροῦσε νὰ τὰ ἐπαναλάβει αὐτὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος στὴν Τῆνο καὶ στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας; Ἂν ὄχι, ἂς παύσουν μερικοί, σὰν τοὺς Οὐνίτες, νὰ παρασύρουν τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐμφανιζόμενοι πὼς τάχα τιμοῦν τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ μὲ πανηγύρεις καὶ λιτανεῖες τῶν τιμίων λειψάνων του.

Ἐπίλογος

Ἡ προσπάθεια νὰ τρομοκρατηθοῦν οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ ἀπομονώσουν ὅσους ἀγωνίζονται γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν θὰ ἀποδώσει. Ἀπέδωσε ἡ ἀπότομή της κεφαλῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, οἱ διωγμοὶ καὶ τὰ μαρτύρια τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς αἱρετικούς; Τὸ ἀντίθετο συνέβη, διότι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» [15]. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν μᾶς ἀπομονώσουν οἱ ἄνθρωποι· ὁ Θεὸς νὰ μὴ μᾶς ἀπομονώσει καὶ οἱ Ἅγιοι νὰ μὴ μᾶς ἀποδιώξουν, γιατὶ προδίδουμε τοὺς ἀγῶνες καὶ τὴν κληρονομιά τους. Προτιμοῦμε νὰ εἴμαστε μὲ τοὺς Ἁγίους, «σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις», παρὰ νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν φιλία, τὶς διευκολύνσεις καὶ τὴν παραδοχὴ τῶν Λατινοφρόνων καὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἦταν πεπεισμένος πὼς ὅσο ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὸν λατινόφρονα πατριάρχη Μητροφάνη καὶ τοὺς λοιποὺς λατινίσαντες, τόσο περισσότερο προσήγγιζε πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ἁγίους, καὶ χωριζόμενος ἀπὸ αὐτοὺς ἑνωνόταν μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καὶ ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, τοῖς Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας» [16].

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ

[1] Βλ. Les «Mémoires» du Grande Ecclesiarque de l᾿ Eglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439) τοῦ V. Laurent, Paris 1971, σελ.144 (βιβλ.9, 10).
[2] Αὐτόθι
[3] Βλ. Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ.1, σελ.423 ἔ.
[4] Βλ. τὸ κείμενο ἐν PG 32, 665 καὶ ἐν Πηδάλιον, Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, Ἀθῆναι, 1990, σελ.587.
[5] Ἐγκύκλιος, ἐν Ἰ. Καρμίρῃ, αὐτόθι, σελ. 423-425.
[6] Βλ. π.χ. δήλωση τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα: «Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εὐχώμεθα εἰς τοὺς Ναοὺς "ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως" καὶ νὰ ἀποφεύγωμεν τὴν ἕνωσιν. Ἢ εἴμεθα ἀληθινοὶ ἢ ὑποκρινόμεθα, ὅταν παρακαλοῦμεν δι᾿ ἕνωσιν Ἐκκλησιῶν. Οἱ θεολόγοι καλοῦνται νὰ εὕρουν λύσιν. Ὅσον διὰ τὸ filioque δὲν νομίζω ὅτι εἶναι κώλυμα»· ἐν «Ὀρθόδοξος Τύπος» φύλ. 121 (10-6-1970) σελ. 5, καὶ Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ἡ Αἵρεσις τοῦ filioque, τόμος Α´, Ἱστορικὴ καὶ κριτικὴ θεώρησις τοῦ filioque, Ἀθῆναι, 1972, σελ.11.
[7] Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθήναι 1959, σελ.344, «Εἰς τὰς μεταξὺ τῆς Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας σχέσεις ἡ διδασκαλία αὕτη παρέμεινεν ὡς «θεολογούμενον ζήτημα», ἤτοι συζητήσιμον».
[8] Αὐτόθι, 354.
[9] http://www.im-ka.gr/Pages/Epikairothta.asp
[10] Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς στὴν Ὁμολογία πίστεως ποὺ κατέθεσε στὴ σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας λέγει σχετικῶς ἐπικαλούμενος μάλιστα χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου στὸ ὁποῖο λέγει ὅτι ὅσους κοινωνοῦν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ὄχι μόνον πρέπει νὰ τοὺς θέτουμε σὲ ἀκοινωνησία, «ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν»· καὶ προσθέτει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διίστασθαι», ἐν Ἰ. Καρμίρῃ, Αὐτόθι, σελ. 425.
[11] V. Laurent, Les «Mémoires» du Sylvestre Syropulos, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 444 - 446.
[12] Ἔτσι ὀνόμασε στὴν Τῆνο «ἐκείνους ποὺ ἐπιμένουν νὰ ἐθελοτυφλοῦν παραγνωρίζοντας τὶς πρωτοβουλίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας ὑπὲρ τῆς συνδιαλλαγῆς καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ μὲ τὰ ἄλλα Χριστιανικὰ δόγματα καὶ θρησκεῖες». Δελτίο Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (3/10/2006).
[13] Σώζεται ἀνάμεσα στὶς προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ. Βλ. Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 2005, σελ. 348.
[14] Βλ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχές (καὶ βιογραφία), Ἀθῆναι 1979, σελ. 142 - 143 (Διδαχὴ 1, 37 - 38) καὶ ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 38.
[15] Β´ Τιμ. 2, 9.
[16] Ἀπολογία πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ PG 160, 536. Σὲ ἐπιστολή του Πρὸς τὸν ἱερομόναχον Θεοφάνη εἰς τὸν Εὔριπον γράφει ἐπίσης: «Μανθάνω δὲ ὅτι ἐχειροτονήθη παρὰ τῶν λατινοφρόνων μητροπολίτης Ἀθηνῶν κοπελύδριον τι τοῦ Μονεμβασίας, ὅπερ αὐτόθι διάγον συλλειτουργεῖ τοῖς Λατίνοις ἀδιακρίτως καὶ χειροτονεῖ παρανόμως ὅσους ἂν εὕρῃ καὶ οἴους. Ἀξιῶ οὖν τὴν ἁγιωσύνην σου, ἵνα τὸν ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ ζῆλον ἀναλαβὼν ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀληθείας φίλος καὶ τοῦ ἁγίου Ἰσιδώρου γνήσιος μαθητής, παραινέσης τοῖς τοῦ Θεοῦ ἱερεῦσιν ἐκφεύγειν ἅπασι τρόποις τὴν κοινωνίαν αὐτοῦ, καὶ μήτε συλλειτουργεῖν αὐτῷ, μήτε μνημονεύειν ὅλως αὐτοῦ, μήτε ἀρχιερέα τοῦτον, ἀλλὰ λύκον καὶ μισθωτὸν ἡγεῖσθαι, μήτε λειτουργεῖν ὅλως ἐν ταῖς λατινικαῖς ἐκκλησίαις, ἵνα μὴ ἔλθη καὶ ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ ἐπελθοῦσα ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τῇ Κωνσταντινουπόλει διὰ τὰς ἐκεῖ γινομένας παρανομίας». Τῷ ὁσιωτάτῳ ἐν Ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς καὶ ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ποθεινοτάτῳ καὶ σεβασμιωτάτῳ δεσπότῃ καὶ ἀδελφῷ κὺρ Θεοφάνη εἰς τὸν Εὔριπον, Patrologia Orientalis 17, 481.