Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ο κληρικαλισμός και Οικουμενισμός.

2.1.1


    Θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε μερικά από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν, αλλά αποτελούν και εκφραστικές οδούς της αίρεσης του Οικουμενισμού.
    Ο κληρικαλισμός ως έκφραση εξουσίας του κλήρου και ταύτισης του κλήρου με την Εκκλησία είναι μία από τις ισχυρότερες συνιστώσες του Οικουμενισμού. Εν πρώτοις διαφαίνεται μια ισχυρή σχέση αν όχι ταύτιση του κληρικαλιστικού πνεύματος με αυτό του οικουμενιστικού. Θα έλεγε κανείς ότι ο ΄΄ζών κληρικαλισμός΄΄, με όση τραγικότητα κρύβει αυτή η διατύπωση, μετασχηματίζεται και επαναπροσδιορίζει την εξουσιαστική του φύση εντός του Οικουμενισμού. Ο Οικουμενισμός εμφανίζεται ως ο φυσικός διάδοχος του κληρικαλιστικού εξουσιαστικού μοντέλου ή αλλιώς υιοθετών και εξελίσσων μια ιεραρχκή δομή. Αυτό επ’ ουδενί δεν σηματοδοτεί απόρριψη. Παρακρατεί αυτό το οποίο ευνοεί την εξελιξή του και απορρίπτει αυτό το οποίο είναι πρόσκομμα. Ο Οικουμενισμός αξιώνει τον τρόπο του και τον χώρο του εντός της Εκκλησίας του Κυρίου απροκάλυπτα. Ο κληρικαλισμός είναι το παλαιό το οποίο εξελλίσεται σε νέο και λαμβάνει χώρο εντός του οικουμενιστικού συστήματος. Οι βασικές δομές του κληρικαλισμού: α) ο επισκοποκεντρισμός, β) η εξουσία της Θείας Κοινωνίας, γ) η εξουσία του «δεσμείν και λυείν», δ) η πίστη ότι ο ιερέας αγιάζει τα Μυστήρια και τα Δώρα της Ευχαριστίας, ε)  η πίστη ότι με τήν χειροτονία κληρονομείται η χάρις, στ) η ταύτιση εξομολόγου καί πνευματικού, ζ) η πολεμική εναντίον τού ησυχασμού, η) η ερμηνεία του διακονήματος ως εξουσία και κατ’ επέκταση της εξουσίας ως κύριο χαρακτηριστικό του προφητικού χαρίσματος, υιοθετούνται από τον δογματικά ελαστικό Οικουμενισμό. Αυτό το οποίο ερμηνεύθηκε ως παραδοσιακή εκκλησία, (η εκκλησία του κλήρου, η εκκλησία των Ιερών Κανόνων) προσφέρεται ως γόνιμο έδαφος και μετασχηματίζεται πλέον από τον Οικουμενισμό. Η ηθικολογία του κληρικαλισμού δεν εξυπηρετεί την φιλελεύθερη πορεία του Οικουμενισμού, ο οποίος εμφανίζει ένα ΄΄χαρισματικό΄΄ προσωπείο ένεκα της απύλωτης πνευματοκρατίας του ενώ έχει ανάγει την πρόσληψη των πάντων άνευ προυποθέσεων σε κεντρικό του δόγμα—από τη στιγμή που η αντικειμενικότητα χάθηκε από την αυτονομημένη επέλαση του υποκειμένου—ένεκα της ένωσης των χριστιανικών ή και άλλων θρησκευτικών ομολογιών, ακόμη και των πιο εκφυλισμένων. Και επ’ αυτού δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αποδείξεις αρκεί να δει κανείς τα τεκταινόμενα στις περιοδικές συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. Ο Κύριος επανερμηνεύεται και τίθεται στο περιθώριο με σκοπό να αντικατασταθεί. Έτσι ο Οικουμενισμός επιχειρεί να κινηθεί πέραν των ασφυκτικών ορίων του κακοποιημένου πνεύματος των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, δείχνοντας μια διάθεση παράβλεψης του γράμματος και του πνεύματος των Ιερών Κανόνων χάριν της ΄΄χαρισματικής΄΄ διάστασης της Εκκλησίας. Αποδέχεται ως εκ τούτου την απροϋπόθετη πνεύση του Αγίου Πνεύματος.
    Κι όμως το φανταχτερό ένδυμα το οποίο επιδεικνύει δεν είναι το ένδυμα του Κυρίου, άλλα ενδύεται και μεταλλάσει το σεμνότυφο, ηθικολογικό, και λάγνα προσκείμενο στην άσκηση εξουσίας, ένδυμα του κληρικαλισμού. Στην ουσία ο κληρικαλισμός εργάστηκε και εργάζεται γι’ αυτόν τον μετασχηματισμό, γι’ αυτήν την εξέλιξη ή την μεταφορά εξουσίας. Μία άγονη και στείρα πίστη, η οποία απεκδύεται το προσωπείο της σεμνότητας και ενδύεται το προσωπείο της συγκατάβασης, της εμπαθούς αγάπης της γνωστής αγαπολογίας. Μία πίστη αυτονομημένη, η οποία με ηδυπάθεια, εσχάτως, στρέφεται προς το πρωτότυπο, τον παπικό κληρικαλισμό αναζητώντας το άλλο μισό της κτιστής εξουσίας: τη δόξα. Ο παπικός κληρικαλισμός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί γεννήτορας των χριστιανικών κληρικαλισμών και ένας εκ των συντελεστών της αίρεσης του Οικουμενισμού.
    Αξιομνημόμευτη είναι και η στάση αυτών οι οποίοι αντιτάσσονται στην αίρεση του Οικουμενισμού. Στην προσπαθειά τους να πολεμήσουν την ολετήρια πορεία της αιρέσεως, αντί να αποσαφηνίσουν πλήρως και ευκρινώς τα χαρακτηριστικά (διδασκαλία, σκοπός, τρόπος) της αιρέσεως αναλίσκονται σε μία αδιέξοδη αντιπαράθεση. Συστατικό στοιχείο αυτής της αντιπαράθεσης είναι η αδιάκοπη επίκληση της καταστρατήγησης των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Εύλογα όμως θα μπορουσαμε να ρωτήσουμε: η καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων ή μέρους τους (διότι παρατηρειται μια επιλεκτική τήρησή τους από τους εμφορούμενους με το πνεύμα του Οικουμενισμού) είναι αίρεση; Διαφορετικά: το γεγονός ότι καταπατούνται κατ’ εξακολούθηση και με προκλητικό τρόπο οι Ιεροί Κανόνες από την πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων συνιστά αίρεση; Σαφώς και η καταπάτηση των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας είναι δείγμα ότι έχουμε παρέκκλιση, τουλάχιστον εκκλησιολογική, καθώς κατά τον Άγιο Νικόδημο οι Ιεροί Κανόνες «εὐθεῖς καί ἴσοι ἀποβάλλουσι μέν ἀπό τούς ἱερωμένους, κληρικούς τέ καί λαϊκούς, κάθε ἀταξίαν καί στρεβλότητα, τῶν ἠθῶν προξενοῦσι δέ εἰς αὐτούς κάθε εὐταξίαν καί ἰσότητα ἐκκλησιαστικῆς, καί χριστιανικῆς καταστάσεως καί ἀρετῆς». Αν και οι Ιεροί Κανόνες διαφέρουν των όρων της πίστεως, εν τούτοις ορίζεται να αναθεματίζονται ακόμη και μετά θάνατο αυτοί οι οποίοι έσφαλαν είτε στην πίστη είτε στους Κανόνες. Επιπρόσθετα τα επιτίμια τα οποία ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες στην ουσία προστάζουν την σύνοδο ζώντων Επισκόπων να τα εφαρμόσει. Σε περίπτωση δε που η σύνοδος δεν ενεργήσει εμπράκτως τότε τα επιτίμια δεν εφαρμόζονται, παραμένουν όμως δυνάμει υπόδικοι οι παραβαίνοντες τους Ιερούς Κανόνες. Θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι για το ζήτημα των Ιερών Κανόνων ο Άγιος Νικόδημος μας πληροφορεί ότι προχώρησαν στην σύνταξη βιβλίου για τους παρακάτω λόγους α) εξαιτίας των πολλών ψευδεπίγραφων κανόνων στα τότε νομοκανονικά χειρόγραφα, β) για λόγους που άπτονται της διοίκησης της Εκκλησίας και γ) προς πνευματική οικοδομή του λαού του Θεού. Ο Άγιος Φώτιος στον πρόλογο του Νομοκάνονα σημειώνει: «Τούς ἱερούς θεσμούς εὕρημα μέν και δῶρον εἶναι τοῦ Θεοῦ, δόγμα δέ φρονίμων τέ καί θεοφόρων ἀνθρώπων, ἐπανόρθωμα δε τῶν τέ ἑκουσίων καί παρά βούλησιν ἁμαρτημάτων καί πολιτείας εὐσεβους τέ καί πρός ἀτελεύτητον ζωήν ἀγούσης κανόνα». Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο καθώς είναι εμφανές ότι οι Πατέρες θεωρούν τους Ιερούς Κανόνες «δῶρον Θεοῦ». Απλά οφείλουμε να εφιστήσουμε την προσοχή στο γεγόνος ότι όλα αυτά εκπορεύονται από θεφόρους ανθρώπους και άρα και η επίκληση ή η εφαρμογή των Ιερών Κανόνων πρέπει να καθρεφτίζει το πνεύμα των Πατέρων. Και επειδή ο Κύριος δεν προσθέτει στην αποκάλυψή Του, διότι τότε η πρώτη αποκάλυψη θα ήταν ελλειμματική, ως εκ τούτου οι Ιεροί Κανόνες δεν μπορούν να έχουν τον χαρακτήρα της προσθήκης αλλά του προδρόμου των εντολών και υπό αυτήν την έννοια είναι δώρο Θεού. Χωρίς να έχουμε απαντήσει ακόμη στο ερώτημα, έχουμε όμως σκιαγραφήσει εν μέρει την θέση των Πατέρων, νιώθουμε την ανάγκη να διαφοροποιήσουμε το ερώτημα: η κατάχρηση των Ιερών Κανόνων από την εκάστοτε, δυνάμενη να τους καταχραστεί, Ιεραρχία για λόγους άσκησης εξουσίας επί του πληρώματος των πιστών, η αυτονομησή τους από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και το πνεύμα των Αγίων Πατέρων, ή ο παραγκωνισμός των εντολών του Κυρίου με τον υπερτονισμό των Ιερών Κανόνων, που μπορεί να οδηγήσει; Και τα δύο ερωτήματα σαφέστατα αφορούν σε Ιεραρχίες που εχουν εκτραπεί από τον σκοπό τους, ταυτίζουν την ύπαρξή τους με την Εκκλησία του Κυρίου, αυτοαναφέρονται ως η Εκκλησία του Κυρίου και χτίζουν την εξουσία τους˙ αλλιώς, το πρώτο ερώτημα μας παραπέμπει στην τακτική των οικουμενιστών, το δε δεύτερο στην τακτική των κληρικαλιστών οι οποίοι για καθαρά λόγους άσκησης εξουσίας, παραποιούν και διαστρέφουν το νόημα και τον σκοπό των Ιερών Κανόνων. Γνωρίζουμε ότι, οι Κανόνες είναι υποστηρικτικοί του δόγματος και δεν νοούνται χωρίς το δόγμα και πολύ περισσότερο χωρίς το χαρισματικό βίωμα, η αυτονομησή τους ορίζει παρέκκλιση και οδηγεί σε στείρο ηθικισμό, αποβάλλει δε ή καταπνίγει οποιαδήποτε χαρισματική έκφραση στο Σώμα του Κυρίου. Οι ανάγκες υπεράσπισης της αλήθειας έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας τους Ιερούς Κανόνες και λειτουργούν επικουρικά στην προάσπιση της αλήθειας. Δεν είναι η κάθ’ εαυτού αλήθεια. Οι Κανόνες των συνόδων θωρακίζουν την Εκκλησία και τους πιστούς από την αίρεση. Μας προφυλλάσουν από την αίρεση, δεν αποκαλυπτουν την αίρεση και δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στον Κύριο. Ούτε μπορούμε να τύχουμε της υιοθεσίας με την αποκλειστκή τήρησή τους. Δεν έχουν αυτόν τον σκοπό και πολύ περισσότερο δεν ταυτίζονται με τις εντολές του Κυρίου. Ούτε θα ήταν άτοπο, να υποστηρίξουμε ότι οι Ιεροί Κανόνες δεν δύναται να αντικαταστήσουν τις εντολές του Κυρίου. Οι Πατέρες ακολουθούν κατά πόδας την εντολή του Κυρίου «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε». Για το λόγο αυτό και όλη τους η πορεία ήταν μια συνεχής έμπρακτη εργασία, τήρηση, φύλαξη, εφαρμογή των εντολών του Κυρίου. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης «Εκείνος που ζητεί να εμβαθύνει στους λόγους των εντολών, χωρίς να εργάζεται τις εντολές, κι επιθυμεί να το πετύχει  με την ανάγνωση και τη μάθηση, είναι όμοιος μ' εκείνον που φαντάζεται αντί για την αλήθεια, τη σκιά της», διότι «Εκείνοι που δεν μετέχουν στην αλήθεια κι είναι αμύητοι σ' αυτήν, ζητούν ωστόσο τους λόγους της, βρίσκουν τους λόγους της κοσμικής σοφίας που αποδείχθηκε μωρία». Ο Όσιος Νικήτας ο Στηθάτος θεωρεί ότι «Είναι αδύνατο ο αγωνιστής να επιτύχει την κατά το δυνατό ομοίωσή του με το Θεό, αν πρωτύτερα δεν καθαρίσει με θερμά δάκρυα την ασχήμια του βούρκου των κακών που τον εμποδίζει και δεν καταπιαστεί με την ιερουργία των εντολών του Χριστού». Αλλά τι είναι η ομοίωση γι’ αυτόν που κοπιάζει στις εντολες του Κυρίου; Ο ίδιος ο Πατήρ μας το αποκαλύπτει «Όταν, ενώ κανείς κοπιάζει πρακτικά στην εργασία των εντολών, βρεθεί ξαφνικά σε μια ανεκλάλητη και ανέκφραστη χαρά, ώστε να υποστεί μια παράδοξη και υπέρλογη αλλοίωση, έτσι που να αποβάλει το βάρος του σώματος και να λησμονήσει φαγητό, ύπνο και τις άλλες ανάγκες της φύσεως, ας γνωρίζει ότι αυτή είναι επίσκεψη του Θεού σ' αυτόν, η οποία προξενεί στους αγωνιζόμενους τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει σ' αυτούς από εδώ ήδη την κατάσταση των Ασωμάτων. Αυτής της μακάριας ζωής, πρόξενος είναι η ταπείνωση· τροφός και μητέρα, η αγία κατάνυξη· φίλη και αδελφή, η θεωρία του θείου φωτός· θρόνος, η απάθεια˙ και τέλος, η Αγία Τριάδα, ο Θεός».
    Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μια αντίφαση υποβόσκει, σε αυτά τα οποία έχουμε εκθέσει για τους Πατέρες, όσον αφορά τις θέσεις τους για τους Ιερούς  Κανόνες και τις εντολές του Κυρίου. Αυτό όμως δείχνει μία ρασιοναλιστική θέαση των πραγμάτων παρά μία αγιοπνευματική. Περί αυτού ο Κύριος δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι». Ο Κύριος δεν ανήγγειλε την κατάλυση του νόμου, αλλά τη συμπλήρωσή του. Ο Απόστολος Παύλος δικαίως αναρωτιέται: «Τί οὖν ὁ νόμος; τῶν παραβάσεων χάριν προσετέθη», και απαντά «νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν». «Ο Νόμος, λοιπόν, είναι εναντίον των επαγγελιών του Θεού, αφού έκαμε τους ανθρώπους εξ αιτίας των παραβάσεών των καταραμένους; Όχι βέβαια. Διότι εάν εδόθη τέτοιος Νόμος, ο οποίος θα ηδύνατο να παρέχη αιωνίαν ζωήν, τότε θα ημπορούσαμεν να είπωμεν, ότι η δικαίωσις του ανθρώπου θα ήτο έργον του Νόμου. Τέτοιαν δικαίωσιν όμως δεν δίδει ο Νομος και άρα δεν καταργεί ούτε και αντιτίθεται εις τας επαγγελίας του Θεού». Ο προδρομικός χαρακτήρας του νόμου είναι δεδομένος για τον Απόστολο Παύλο γι’ αυτό και τονίζει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα του, «Ώστε ο Νόμος έγινε παιδαγωγός μας, ο οποίος μας εξεπαίδευε και μας προπαρασκεύαζε να ποθήσωμεν και γνωρίσωμεν τον Χριστόν, ώστε να πάρωμεν την δικαίωσιν από την πίστιν». Περαιτέρω αποκαλύπτει «ὅτι δὲ ἐν νόμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον· ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται» και «…εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς διατάξεις του μωσαϊκού Νόμου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις την Παλαιάν Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”». Ο νόμος όμως δεν έχει εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους διότι «εἰ δὲ Πνεύματι ἄγεσθε, οὐκ ἐστὲ ὑπὸ νόμον» και «εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις».
    Ο νόμος ο οποίος παραδόθηκε από τον Κύριο στον Μωϋση έκανε γνωστή την αμαρτία και λειτουργούσε ως αποτρεπτικός της αμαρτίας. Δεν μπορούσε όμως να προσφέρει την χαρισματική «δικαίωση». Ήταν προστάδιο της χάριτος. Ήταν τα αντίστοιχα σύνορα που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, οι οποίοι επίσης δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στον Κύριο. Δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι οι Πατέρες μιλούν αποκλειστικά για εφαρμογή των εντολών. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «…η έλλαμψη της χάρης δεν είναι ασφαλής πριν από την εργασία των εντολών και την απόκτηση των αρετών» και «…ούτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς την εργασία των εντολών, ούτε η εργασία των εντολών χωρίς τη χάρη του Θεού είναι χρήσιμη και ωφέλιμη» διότι «…εκείνος που έβαλε τα θεμέλια της εργασίας των εντολών και σήκωσε τοίχους υψηλών αρετών, αν δεν λάβει και τη χάρη του Πνεύματος με θεωρία και γνώση ψυχής, είναι ατελής και άξιος να τον οικτείρουν οι τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τη χάρη οπωσδήποτε από δυο αιτίες. Ή αμέλησε τη μετάνοια, ή, βλέποντας το σύνολο των αρετών, αποθαρρύνθηκε από το άπειρο πλήθος τους…». Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι παραβλέπουν τους Ιερούς Κανόνες, πράγμα το οποίο είδαμε ότι δεν υφίσταται, αλλά το ζητούμενο για τους Πατέρες, πέραν της ενότητας του Σώματος του Κυρίου, είναι η υιοθεσία και αυτό οι Κανόνες δεν μπορούν να το προσφέρουν για τον απλό λόγο πως, όπως ο νόμος δεν μπορούσε να δικαιώσει τον άνθρωπο κατά τον ίδιο τρόπο και οι Ιεροί Κανόνες δεν το μπορούν. Ως εκ τούτου για τα ασθενέστερα μέλη ο νόμος είναι αρωγός και προαγωγός της χάριτος, όχι όμως και για τους δικαίους. Το πρόβλημα διογκώνεται όταν μεταπίπτουμε στον Φαρισαϊσμό. Σε αυτή την περίπτωση η καταδίκη του Κυρίου είναι καθολική διότι η στείρα εφαρμογή ανθρωπογενών κανονιστικών διατάξεων, αυτονομημένων από το γράμμα και το πνεύμα αυτών που τις εισήγαγαν, έχει καθαρά ατομικό ψυχολογικό αντίκτυπο, παράγει ηθικιστικά στερεότυπα, συμπαγείς ανελεύθερες συμπεριφορές που οδηγούν σε μια εθελούσια κατάργηση του αυτεξουσίου προς δόξα των ατομικών βεβαιοτήτων αποκλείοντας την μετάνοια, το κατ’ εξοχήν κήρυγμα του Κυρίου. Αποκλείει τον Κύριο μιας και «Καὶ κατὰ τὸν πρόχειρον τῶν πολλῶν νοῦν, διὰ τὸ ἄδηλον καὶ τὸ τῆς ἀνθρωπίνης προαιρέσεως εὐόλισθον, οὐ χρὴ μακαρίζειν τινὰ μέχρις διὰ πάσης ἀρετῆς διελθὼν ἀναντιρρήτῳ τέλει τὴν ζωὴν κατακλείσει. Πρὸς δὲ τὸν ὑψηλότερον νοῦν, ὁ ἀρξάμενος διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἀσκήσεως τὸ ζῶν ἐν αὐτῷ γήϊνον φρόνημα ταπεινοῦν καὶ ἀσθενῆ ποιεῖν οὔπω μακαριστὸς μέχρις ἂν διὰ τοῦ συντόνου τῆς ἀσκήσεως πόνου νεκρωθῇ καὶ συντέλειαν λάβῃ· ὁ γὰρ τοιοῦτος μακάριος, ὡς τῷ Χριστῷ συναποθανὼν διὰ τῆς τῶν κακῶν ἀπραξίας καὶ συνανιστάμενος πάλιν διὰ τοῦ ὕψους τῶν ἀρετῶν». Το «γενηθήτω το θέλημά σου» είναι το δικαίωμα του Κυρίου και όχι αυτών που ασκούν εξουσία ή αυτών που μοιράζουν δικαιώματα.
    Αυτό το οποίο ο Κύριος καταδικάζει απερίφραστα, δυστυχώς ο κληρικαλισμός και οι εμφορούμενοι από το πνεύμα του, το έχουν ανάγει σε εκκλησιαστική πρακτική και ΄΄δογματική αλήθεια΄΄ στα όρια της εξουσίας τους. Διότι χειρίζονται ως δογματικό φόβητρο τα ελλάσονα (τους Ιερούς Κανόνες, με όλες τις επιμέρους προσθήκες και συνεπαγωγές της απροϋπόθετης κατάχρησής τους, που εξασφαλίζουν το θρησκευτικό εξουσιαστικό τους μοντέλο) με σκοπό να αποτρέψουν τον άνθρωπο από τα μείζονα (την έμπρακτη τήρηση των εντολών του Κυρίου) που οδηγούν τον άνθρωπο στην βίωση της ελευθερίας που μας χάρισε ο Κύριος και τελικά να τύχει της υιοθεσίας. Η αγιοπνευματική στάση των Πατέρων δεν έβρισκε και συνεχίζει να μην βρίσκει μιμητές στο χώρο του κληρικαλισμού, δεδομένου δε ότι οι Πατέρες είναι οι κατ’ εξοχήν βιωματικοί ερμηνευτές του Ευαγγελίου, συμπεραίνουμε ότι ο κληρικαλισμός τηρούσε και τηρεί μία αλλοτριωμένη στάση μακράν των εντολών του Κυρίου. Σε κάθε περίπτωση δεν συνάδει με εκκλησιαστικό ήθος και δεν συντελεί στην οικοδομή του Σώματος του Κυρίου ή διαφορετικά ένα άλλο ήθος σφυρηλατείται και μία άλλη εκκλησία ζει παράλληλα, μέσα στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σε πολλές δε περιπτώσεις ριζοσπαστικοποιείται, αυτονομείται και αποκόπτεται από το Σώμα του Κυρίου ή μεταμορφώνεται σε οικουμενιστικό ρευστό μίγμα δοξασιών και αξιώνει την υποταγή αποτασσόμενη τον Κύριο.
    Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η ζωή των Αγίων μας είναι εμπειρία Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας. Έτσι Ιεροί Κανόνες και εντολές του Κυρίου όταν οικοδομούν το Σώμα του Κυρίου αποτελούν ενιαίο σώμα. Όταν όμως υπάρχει εκτροπή η οποία εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς τότε σαφέστατα πρέπει να ελεγχθεί. Η εκτροπή από την οποία μας προφυλάσσουν οι Κανόνες, είναι το σχίσμα και η αίρεση. Και δεν αφορούν τον τρόπο της σωτηρίας μας, τον τρόπο με τον οποίο θα ζήσουμε ως χριστιανοί. Αυτός ρυθμίζεται από τις εντολές του Κυρίου, από τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Σε αυτή την περίπτωση οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η πίστη δεν καλύπτεται από τούς Κανόνες. «Βιαστές θα κερδίσουν τη Βασιλεία των Ουρανών». Οδηγός είναι η εμπειρία των Αγίων Πατέρων μας, οι οποίοι πρόσεχαν και προσέχουν ως «κόρην ὀφθαλμοῦ», την αρραγή ενότητα της Εκκλησίας μας. Διότι έχουν αλάνθαστο οδηγό, τήν χάρη τού Κυρίου. Οι Πατέρες, γνήσιοι φορείς της πνευματικής παράδοσης, αντιμετώπισαν και διέλυσαν τις κακοδοξίες. Έθεσαν Κανόνες οι οποίοι προστατεύουν την Εκκλησία από την προσπάθεια της εκλογίκευσης της πίστης, την ουσία των αιρέσεων. Αυτή την πνευματική παράδοση προστατεύουν. Στη συνάφεια των δυο παραπάνω ερωτημάτων θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι αν κάποιος τηρεί τους Κανόνες δεν είναι αιρετικός, ή τουλάχιστον δεν αποκλίνει της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Το ερώτημα όμως παραμένει: Είναι Χριστιανός; Αν υποθέσουμε ότι εφαρμόζουμε απολύτως τους Ιερούς Κανόνες, είναι δυνατόν να εκχυθεί η χάρις του Κυρίου; Είναι δυνατόν να αγιαστούμε; Και αν ναι τότε ο Απόστολος Παύλος ψεύδεται;
    Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά του κληρικαλισμού, τα οποία επιγραμματικά έχουμε αναφέρει παραπάνω, για να δούμε πως αυτά λειτουργούν ανασταλτικά στην πορεία μας προς τον Κύριο και έτσι τροφοδοτούν τον συνεχώς εξελισσόμενο Οικουμενισμό.  

2.1.1.1 Ο Επισκοποκεντρισμός.


Α. Ευχαριστία και θέση του Επισκόπου.


    Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας κατευθυνόμενος «πρός τάς πηγάς τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας» μας προτρέπει να υιοθετήσουμε μία νέα ομολογιακή νοοτροπία. «Ανάγκη, λοιπόν, να καταστεί η ορθόδοξη θεολογία όχι μια θεολογία έκφραση της Μίας Ορθόδοξης Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, αλλά θεολογία της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», άποψη η οποία μας αναγκάζει να υποθέσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Κυρίου. Αυτό αποδεικνύει η σύγκριση της με την αρχαία και ΄΄αδιαίρετη΄΄ Εκκλησία.
Στη συνέχεια ανατρέχει στην πρωτοχριστιανική περίοδο για να μπορέσει να συλλέξει εκείνα τα στοιχειά που δομούν την μια κοινή και ΄΄αδιαίρετη΄΄ Εκκλησία. Προφανώς η αναφορά στην  αρχέγονη Εκκλησία  αλλά και η συλλογή των στοιχείων και του τρόπου εκείνης της περιόδου δεν δίνει μεγαλύτερη εγκυρότητα στο εγχείρημα. Η Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων, η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία των Αποστόλων και των Πατέρων δεν έπαψε να είναι η Εκκλησία του Κυρίου. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι το προέχον στην εκκλησιολογία δεν είναι αυτή ή η άλλη διδασκαλία, ή ιδέα, ή αξία τις οποίες αποκάλυψε ο Κύριος αλλά αυτό το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού και η μετ’ Αυτού ένωση του ανθρώπου. Έτσι, τονίζει, νοείται μια εκκλησιολογία χριστολογική. Η ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται δια της αισθητής συσσωματώσεως των πιστών εν τω Χριστώ, γεγονός που λαμβάνει χώρα κατά τρόπο μοναδικό στην Ευχαριστία. Αν η Ευχαριστία είναι η ορατή και ιστορική αποκάλυψη της ενώσεως των πιστών με τον Χριστό τότε σημαίνον είναι το πρόσωπο του Επισκόπου, του και προεστώτος. Η ευχαριστιακή λατρεία δεν αποτελεί πραγματικότητα παράλληλη της επουρανίου αλλά είναι αυτή η ίδια η επουράνιος λατρεία. Σημαίνει δε αυτό ότι όπως ο Χριστός λατρεύεται στην επουράνια Θεία Ευχαριστία, ομοίως μυστικώς λατρεύεται και στην επί γης. Έχουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θειας Ευχαριστίας. Τα λειτουργήματα δεν στερούνται εξουσίας αλλά είναι δέκτες της εξουσίας του Χριστού. Έτσι ο Επίσκοπος είναι «εἰς τόπον» Θεού. Κατά τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, τον οποίο ο Μητροπολίτης Περγάμου επικαλείται, η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, διότι το σώμα του Χριστού είναι ο αυτός ιστορικός Χριστός. Ο δε ιστορικός Χριστός είναι η σαρξ της Θείας Ευχαριστίας. Ο ίδιος ο Χριστός είναι Επίσκοπος και ό,τι γίνεται στον ορατό Επίσκοπο της Εκκλησίας μεταβιβάζεται στον Χριστό. Είναι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εικόνα του Χριστού ο Επίσκοπος πραγματικά και όχι συμβολικά. Συνεπώς η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι απλά ευχαριστιακή αλλά ιεραρχική και προφανώς επισκοπική. Συνεχίζοντας, ο Μητροπολίτης Περγάμου ερμηνεύει  τον Άγιο Ιγνάτιο και τονίζει ότι η ενότητα περί τον Επίσκοπο είναι θέλημα Θεού και όχι ανθρώπου, οδηγώντας έτσι το πρόσωπο του επισκόπου στην απόλυτη έξαρση.

Β. Επισκοπικό Μανιφέστο


Στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου «Διάβαση» δημοσιεύθηκε άρθρο του Μητροπολίτη Περγάμου με θέμα «Ο επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας». Κατά την ταπεινή μας άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ΄΄Επισκοπικό Μανιφέστο΄΄ και πεμπτουσία του κληρικαλισμού. Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι, ΄΄επισκοποκεντρική΄΄. Επιγραμματικά, τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε στους ως άνω χαρακτηρισμούς αλιεύονται από τα παρακάτω:
1. Η επισκοπική προεδρεία της Θείας Ευχαριστίας είναι το κύριο και κατ’ εξοχήν έργο του Επισκόπου. Από την ιδιότητα του αυτή «πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η λεγόμενη διοικητική». Έτσι ο Επίσκοπος «έχει ως κύριον έργον του πρωταρχικόν να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας, όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα».
2. Ο Επίσκοπος, συνεπώς, «όταν διοικεί, δεν ασκεί διοίκησιν, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας, της οποίας προΐσταται». «Όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου», εφ’ όσον ο Επίσκοπος «είναι προεστώς της Θείας Ευχαριστίας» .
3. Ο Επίσκοπος εικονίζει, ως προεστώς της Εκκλησίας, «τον Βασιλέα Χριστόν όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του», με λαμπρότητα και ακτινοβολία.
4. Η Θεία Λειτουργία είναι εντελώς αδιανόητος χωρίς την έννοια του εικονισμού. Αλλά όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος στη Θεία Ευχαριστία είναι εικών του Χριστού, «δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε αυτό, διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνος της εκκλησιαστικής ζωής».
5. Πάντως, εφ’ όσον «ο Επίσκοπος είναι εικών του Χριστού, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα του και να πάμε απευθείας στο πρωτότυπο … Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να προσευχόμαστε στον Χριστό,αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του Επισκόπου». «Υπάρχουν βέβαια ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό, αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας».
6. «Εάν η επικοινωνία μας με τον Θεό παρακάμπτει τον άνθρωπο (Επίσκοπο), τότε η επικοινωνία αυτή πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας».
7. «Το μνημόσυνο του Επισκόπου κατά τη Θεία Λειτουργία αποτελεί το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει τη Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας».
8. «Το γεγονός ότι ο ιερεύς, όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία, λαμβάνει καιρόν… και από τον θρόνο του Επισκόπου, έστω και αν είναι κενός, δείχνει ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρο της Θείας Ευχαριστίας».
Ο καθηγητής κ. Κορναράκης σχολιάζοντας τις παραπάνω απόψεις σημειώνει ότι: α) η πρόσκληση του λαού γίνεται δια των λόγων του Κυρίου «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου·….πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», β) για την καθαγίαση των Τιμίων Δώρων ο ιερέας λειτουργός απευθύνεται προς τον Κύριον «Καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου. Τό δε ἐν τῷ ποτηριῷ τούτῷ τίμιον Αἷμα τυῦ Χριστοῦ σου», γ) προ της Θείας Μεταλήψεως ο ιερέας απευθύνεται πάλι στον Κύριο «…ἐλθέ εἰς τό ἁγιάσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνω τῷ Πατρί συγκαθήμενος καί ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών». Της αναιμάκτου, λοιπόν, θυσίας του Χριστού προεστώς και ηγέτης και πρόεδρος και κέντρο είναι ο ίδιος ο Χριστός και κανένας άλλος. Ο Επίσκοπος είναι τελετουργικώς ανύπαρκτος!!! Ως προς το τελευταίο συνομολογεί και ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «Οὐ γὰρ πάντες οἷς δίδωσιν ὁ ἱερεὺς ἀληθῶς μεταλαμβάνουσιν· ἀλλ᾿ ἐκεῖνοι μόνοι πάντως οἷς αὐτὸς δίδωσιν ὁ Χριστός. Ὁ μὲν γὰρ ἱερεὺς πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς προσιοῦσιν· ὁ δὲ Χριστὸς τοῖς ἀξίοις τοῦ μετασχεῖν. Ὅθεν δῆλον ὡς ὁ τελῶν τὰς ψυχὰς τὸ μυστήριον
καὶ ἁγιάζων καὶ ζῶντας καὶ τεθνηκότας μόνος τις αὐτός ἐστιν ὁ Σωτήρ». Εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Θεία Ευχαριστία είναι από πάσης απόψεως, ακραιφνώς χριστοκεντρική, ουδόλως δε επισκοποκεντρική. Έπειτα η μνημόνευση του ονόματος του Επισκόπου έχει χαρακτήρα ικετευτικό και όχι ευχαριστιακό. Δεν ευχαριστούμε τον Θεό για τον Επίσκοπο, τον ευχαριστούμε για τους Αγίους και εξαιρέτως για τη Θεοτόκο. Για τον Επίσκοπο προσευχόμαστε ώστε να τον βοηθήσει ο Κύριος να σταθεί στο ύψος του αξίωματός του. Ένα αξίωμα διακονίας. "Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν... ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Η ομολογία πίστεως στη Θεία Λειτουργία είναι το Σύμβολο της Πίστεως, το "Πιστεύω". Πάνω σε αυτήν την ομολογία μας καλεί να σταθούμε ο ιερεύς: "Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου". Η μνημόνευση του Επισκόπου, ούτε ομολογία πίστεως είναι, ούτε αναγνώριση πως ο Επίσκοπος ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. Ο ιερέας απευθυνόμενος στον Κύριο τον προτρέπει να χαρίσει στον Επίσκοπο αυτά που είναι απαραίτητα για να επιτελέσει τη διακονία του. Η μνημόνευση του Επισκόπου είναι ουσιαστικά μια προσευχή για τον Επίσκοπο. Ας δούμε πάλι τι λέει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας «Ἵνα μάθῃς ὅτι τὸ ἁγιάζειν ὁ Σωτὴρ οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἔχει, ἀλλ᾿ ὡς Θεός· καὶ διὰ τὴν δύναμιν τὴν θείαν, ἣν κοινὴν κέκτηται μετὰ τοῦ Πατρός», καθώς και «…εἴ τις οἴεται τὸν ἱερέα αὐτὸν εἶναι τὸν κύριον τῆς τῶν δώρων τούτων προσαγωγῆς· οὐκ ἔστι δέ· ἀλλὰ τὸ μὲν τὴν προσαγωγὴν αὐτῶν κυρίως ἐργαζόμενον ἡ χάρις ἐστὶν ἡ ἁγιάζουσα…ὁ δ᾿ ἑκάστοτε ἱερουργῶν ὑπηρέτης ἐστὶν ἐκείνης».
Για τον Μητροπολίτη Περγάμου δεν είναι δυνατό να απευθυνθούμε στον Κύριο παρά μόνο δια του Επισκόπου. Καθίσταται ο Επίσκοπος η απόλυτη πηγή εξουσίας, αυθεντίας και ερμηνείας του Θείου Λόγου. Έτσι θα τολμούσαμε να πούμε ότι από ολόκληρη την προσέγγιση του Μητροπολίτη Περγάμου μένει στην θέση της Θείας Ευχαριστίας ένας Επίσκοπος-Πάπας, ο δε Κύριος είναι απών. Ο λαός εθισμένος σε μια επισκοπικοκεντρική θεώρηση της Θείας Ευχαριστίας, μνημείο ενός άκρατου κληρικαλισμού, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Σώμα του Χριστού είναι η ιεραρχία και αυτός απλά παρίσταται.
«Η ευχαριστιακή εκκλησιολoγία στην ορθόδοξη παράδοση, βρίσκεται αντιμέτωπη με δυο εχθρούς ταυτόχρονα. Με τον σχολαστικισμό της δύσης ο οποίος έχει την τάση να ξεχωρίζει την Ευχαριστία από την Εκκλησία και με τον ησυχασμό όπου φαίνεται να δίνεται έμφαση περισσότερο στην άσκηση και στην νοερά προσευχή από την συμμετοχή στην κοινωνία της κοινότητος της Εκκλησίας» μας δηλώνει ο Μητροπολίτης Περγάμου. Η ευχάριστη έκπληξη όμως για  τον Μητροπολίτη Περγάμου είναι ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Χαρακτηριζοντας τον ΄΄προκλητικά ευχαριστιακό΄΄, θεωρεί ότι με τον Άγιο Νικόλαο η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία διατυπώνεται ευκρινώς και εκφράζει την συνείδηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο τέλος της βυζαντινής περιόδου.
Ας δούμε όμως τι ακριβώς εννοεί ο Μητροπολίτης Περγάμου. Επιστρέφουμε στον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο οποίος σημειώνει τα εξής: «Σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις... Τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδείν δυνηθείη... οὐδέν ἕτερον ἢ αὐτό μόνον τό Κυριακόν ὄψεται σῶμα... Διά ταῦτα οὐδέν ἀπεικός (τίποτε το παράλογο) ἐνταύθα διά τῶν μυστηρίων τήν Ἐκκλησίαν σημαίνεσθαι» πράγμα που για τον Μητροπολίτη Περγάμου δηλώνει ότι εδώ βρίσκουμε τον καθεαυτό Ευχαριστιακό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία συνιστά την ευχαριστία και η ευχαριστία την Εκκλησία ταυτόχρονα.  Όμως για τον Άγιο Νικόλαο: «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς  ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾿ ὡς ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καὶ καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα. Οὐ γὰρ ὀνόματος ἐνταῦθα κοινωνία μόνον ἢ ἀναλογίας ὁμοιότης, ἀλλὰ πράγματος ταυτότης», σημαίνεται δηλαδή, η Εκκλησία στα Μυστήρια, και όχι στο μυστήριο, όχι σαν σε σύμβολα, αλλά σαν τα μέλη απέναντι στη καρδιά και σαν τους κλάδους απέναντι στη ρίζα του φυτού, σαν τα κλήματα στην άμπελο. Τα Μυστήρια δεν συμβολίζουν τον Κύριο, δεν έχουμε κοινωνία μαζί Του με κάποια αναλογική ομοιότητα, αλλά έχουμε Αυτόν Τον Ίδιο Τον Κύριο. Ο συμβολίσμος διώχνει τον Κύριο και αφήνει τον Επίσκοπο. Για την Εκκλησία τα αγιασμένα Τίμια Δώρα είναι τροφή αληθινή και ποτό αληθινό, και μετέχοντας σε αυτά δεν τα μεταβάλλει σε ανθρώπινο σώμα, σαν οποιαδήποτε άλλη τροφή, αλλά αυτή (η Εκκλησία) μεταβάλλεται σε Εκείνα καθώς τα ανώτερα νικούν τα κατώτερα. Αυτή είναι η Εκκλησία. Οι πιστοί. Ανάμεσά τους και ο Επίσκοπος και ο ιερεύς, οι οποίοι θυσιάζουν και ικετεύουν για την άφεση των αμαρτιών τους και κοινωνούν των Αχράντων Μυστηρίων. Ο ιερεύς είναι του λαού ο προβεβλημένος ως πρεσβευτής αυτών και μεσίτης. Δεν είναι ο εκπρόσωπος του Θεού ή ο μεταφορέας της Θείας Χάρης.  
Στο έργο του «Περί της εν Χριστώ ζωής», ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας σημειώνει ότι μία είναι η δύναμη της Ιεράς Τραπέζης, ένας και ο οικοδεσπότης που παραθέτει το Δείπνο. Το Δείπνο αυτό είναι ο Νυμφώνας και η προετοιμασία για τον Νυμφώνα και ο ίδιος ο Νυμφίος. Το έργο επιτελεί ο αρχιερέας με την αρωγή του Θεού. Στην ουσία τίποτε δεν γίνεται χωρίς την βοήθεια του Θεού. Πολύ περισσότερο για τα μυστήρια στα οποία ό,τι επιτελείται είναι έργο του Θεού.
Στο ερώτημα γιατί η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία έρχεται να υποσκελίσει την εκκλησιαστική ευχαριστία, ικεσία και θυσία, την απάντηση την παίρνουμε από τον Μητροπολίτη Περγάμου: «Το ερώτημα περί του πρωτείου του επισκόπου της Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να ρυθμιστεί κατάλληλα μόνο με τη βοήθεια της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας». Και συνεχίζει: «Κατά τους πρώτους αιώνες, η κανονική δομή της Εκκλησίας αναγνώρισε στον επίσκοπο Ρώμης το status του πρώτου…Εάν οι αρχές της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας εφαρμοστούν στο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ρόλος της συνοδικότητας καθίσταται καθοριστικός… Όταν αυτό συμβεί, τα πιο σοβαρά εμπόδια για την αποδοχή του ρωμαϊκου πρωτείου από τους Ορθοδόξους θα υπερβαθούν». Κλείνοντας το άρθρο του ο Μητροπολίτης Περγάμου μας υπενθυμίζει ότι «Υπάρχει μία τάξη και ιεραρχία στην Εκκλησία, η οποία ωστόσο, δεν συνεπάγεται μία εξουσία και μία potestas, που να ανήκει σε κάποιο άτομο, αλλά νοείται μόνο στο πλαίσιο της κοινωνίας εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας. Κάθε είδος πυραμιδικής ιεραρχίας και ατομικής εξουσίας εξαφανίζεται στο πλαίσιο της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας».
Ο επισκοποκεντρισμός που, δυστυχώς έχει αλλοιώσει το χαρακτήρα της λατρείας μας, είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά του κληρικαλισμού. Εξάρει το πρόσωπο του Επισκόπου και αυτονομεί την παρουσία του, στην λειτουργική σύναξη αλλά και συνολικά στην ζωή της Εκκλησίας την οποία κλήθηκε να διακονήσει. Σαφέστατα έχει εξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Από τον Επίσκοπο εξαρτώνται όλα όσα αφορούν τον χώρο της επισκοπικής του δικαιοδοσίας. Βλέπουμε δε, τον τρόπο με τον οποίο μια βασική κληρικαλιστική θέση υπηρετεί ταυτόχρονα και το όραμα του Οικουμενισμού (ο Μητροπολίτης Περγάμου εκφράζει κατά βάση μία οικουμενιστική εκκλησιολογία). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις θέσεις του Μητροπολίτη Περγάμου για το πρόσωπο του Επισκόπου, ως ΄΄κληρικαλισμό του πρωτείου΄΄. Ο δύσκαμπτος επίσκοπος του κληρικαλισμού, εμβαπτισμένος στην κολυμβήθρα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας εμφανίζεται έτοιμος να κάνει το μεγάλο άλμα και να αποδεχθεί το παπικό πρωτείο που είναι η κοιτίδα όλων των κληρικαλισμών. Ο ΄΄κληρικαλισμός του πρωτείου΄΄ όπως είδαμε τροφοδοτεί τον Οικουμενισμό. Διαγράφεται έτσι μια δράση που χαρακτηρίζεται, πρώτον από την καταπάτηση των Ιερών Κανόνων από την ιεραρχία και δεύτερον την υιοθέτηση ευέλικτων θεωριών, οι οποίες εμφορούνται από μια απύλωτη πνευματοκρατία και δίνουν χαρακτηριστικά χαρισματικά σε ένα ηθικολογικό και κανονικό μοντέλο που επικράτησε στον εκκλησιαστικό χώρο. Όμως όσο κακέκτυπη είναι η χρήση των Ιερών κανόνων από τους κληρικαλιστές, το ίδιο κακέκτυπη είναι και η τάνυσή τους προς τα Αγιοπνευματικά χαρίσματα. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πορείας είναι η κατάργηση του Κυρίου. Αυτό το οποίο έκανε ο Πάπας, τώρα πλέον ο Οικουμενισμός το επιχειρεί σε παν-χριστιανική κλίμακα με απώτερο στόχο τον παγκόσμιο εξοστρακισμό του Κυρίου.    
Ο αποκαλυπτικός χαρακτήρας της πιστεώς μας μόνο με την εξαφάνιση του Κυρίου θα πάψει να ενεργεί στο σώμα των πιστών. Προς τούτο θα λέγαμε ότι ο επισκοποκεντρισμός έχει έντονο άρωμα ιδεολογίας παρά θεολογίας.

2.1.1.2 Η εξουσία της Θείας Κοινωνίας.


Α. Η πρακτική της μη συχνής μετάληψης.


«Έχω τη γνώμη ότι ο προβληματισμός για τη συμμετοχή του λαού στα Μυστήρια είναι στην πραγματικότητα το κλειδί για την είσοδο στην καθολικότητα της εκκλησιαστικής ζωής, στη λύση αυτού του προβλήματος στηρίζεται εν τέλει το μέλλον της Εκκλησίας, η αναγέννηση ή η αποσύνθεσή της» αποφαίνεται ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν. Ενώ όπου η ενοριακή ζωή δεν θεμελιώνεται πάνω απ’ όλα στον Κύριο Ιησού Χριστό, που σημαίνει πάνω σε μια ζωντανή και σταθερή κοινωνία μαζί Του, εκεί αργά ή γρήγορα κάτι διαφορετικό θα αναδυθεί και θα επικρατήσει: τα περιουσιακά, θέματα δικαιοδοσιών, πολιτικές σκοπιμότητες, εθνικιστικά φρονήματα, υλικές επιτυχίες, ακτιβισμός, εν τέλει η ΄΄καύχηση΄΄ της κοινότητας για την δυνατότητά της να παράγει έργο ηθικό. Έργο κοσμικό και όχι αγιοπνευματικό που να φέρει την σφραγίδα της δωρεάς.
Στην πρώτη Εκκλησία η κοινωνία όλων των πιστών, σε κάθε Λειτουργική σύναξη, ήταν αυταπόδεικτος κανόνας. Η συμμετοχή νοούταν όχι μόνο ως πράξη προσωπικής ευσέβειας και αγιασμού, αλλά πάνω απ’ όλα, ως πράξη που πηγάζει από την ίδια την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας. Απηχούσε την εντολή του Κυριου «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ». Η κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Κυρίου ήταν η άμεση συνέπεια του βαπτίσματος: του μυστηρίου της εισόδου στην Εκκλησία, όπου δεν τίθενταν πλέον άλλοι “όροι” για τη μετοχή των χριστιανών. Οι πιστοί «ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς». Το κείμενο των «Αποστολικών Διαταγών» αναφέρει, ότι ο σκοπός της συμμετοχής των πιστών στην Θεία Λειτουργία, ήταν η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων. Συνέρχονται, οι πιστοί «…ἵνα μεταλαβόντες αὐτοῦ, βεβαιωθῶσι πρός εὐσέβειαν, ἀφέσεως ἁμαρτημάτων τύχωσι, τοῦ διαβόλου καί τῆς πλάνης ῥυσθῶσι, Πνεύματος Ἁγίου πληρωθῶσιν, ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ Σου γένωνται, ζωῆς αἰωνίου τύχωσι, Σοῦ καταλλαγγέντος αὐτοῖς, Δέσποτα Παντοκράτωρ». Η Θεία Ευχαριστία είναι το μυστήριο της αφέσεως των αμαρτιών μιας και οι πιστοί πληρούνται Πνεύματος Αγίου και συμφιλιώνονται με τον Κύριο. Οι αμαρτίες δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο στην πορεία του πιστού προς τον Κύριο. Και προϋπόθεση απαραίτητη είναι να εφαρμόσουμε την εντολή του Κυρίου «Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Είναι όμως και το μυστήριο της υιοθεσίας μιας και ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας, ανοίγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τον δρόμο προς την υιοθεσία.
Στην Κυριακή προσευχή η παράκληση μας είναι και για «τον ἄρτον ἡμῶν τον ἐπιούσιον», ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι ο «ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Κατά τον Άγιο Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, «οὗτος ὁ ἄρτος ἐστίν ἡ ἀπαρχή τοῦ μέλλοντος ἄρτου, ὅς ἐστιν ἐπιούσιος· τό γάρ ἐπιούσιος δηλοῖ ἤ τόν μέλλοντα, τουτέστιν τόν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἤ τόν πρός συντήρησιν τῆς ἡμετέρας οὐσίας λαμβανόμενον· εἴτε οὖν οὕτως, εἴτε οὕτως, τό τοῦ Κυρίου σῶμα προφανῶς λεχθήσεται». Κατά τον Μέγα Βασίλειο η καθημερινή κοινωνία είναι επωφελής μιας και είναι μετοχή στη Ζωή. Ο Μέγας Βασίλειος σχετικά με την Θεία Κοινωνία και τον τρόπο μετοχής στο Μυστήριο σε καιρό διωγμού αλλά και εν καιρό ειρήνης, αναφέρει ότι οι πιστοί κοινωνούσαν και χωρίς την παρουσία ιερέα, τορπιλίζοντας όλες τις καινοφανείς διδασκαλίες της Επισκοποκεντρικής Ευχαριστιακής εκκλησιολογίας.  
Ο π. Αλεξανδρος Σμέμαν αναρωτιέται «Πώς έγινε κι απομακρυνθήκαμε τόσο απ’ αυτήν την πρακτική, ώστε ακόμα κι η απλή αναφορά της να φαίνεται σε μερικούς—ιδιαίτερα κληρικούς—σαν ανήκουστη καινοτομία, σαν τριγμός στα θεμέλια. Γιατί, εδώ και αιώνες, εννιά στις δέκα Λειτουργίες τελούνται χωρίς την προσέλευση κοινωνούντων;—γεγονός που δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κανέναν φόβο. Ενώ αντιθέτως, η επιθυμία για συχνή θεία Κοινωνία ξεσηκώνει αληθινό τρόμο; Πώς είναι δυνατόν η διδασκαλία περί άπαξ του έτους κοινωνίας να καλλιεργείται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, ως μία αποδεκτή συνήθεια, η απομάκρυνση από την οποία σηματοδοτεί μόνο την εξαίρεση; Πώς, με άλλα λόγια, η κατανόηση του μυστηρίου της Ευχαριστίας έφθασε να γίνει τόσο εξατομικευμένη, τόσο ξένη προς την Εκκλησία, τόσο αλλότρια προς την ίδια την προσευχή της θείας Μετάληψης;». Το αίτιο για όλα αυτά, ο π. Αλέξανδρος ισχυρίζεται ότι, αν και πολύπλοκο ιστορικά, είναι απλό: Είναι ο φόβος της βεβήλωσης της ιερότητας του μυστηρίου, η ανησυχία για την ανάξια μετοχή, την καταπάτηση της μυσταγωγίας των ιερών και οσίων. Αναξιότητα η οποία δημιουργεί την ανάγκη για κάποιες συμπληρωματικές εγγυήσεις. Είναι ένας φόβος, βέβαια, πνευματικά ορθός, αφού «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου».
Η περιδεής αυτή αντιμετώπιση εμφανίστηκε αρκετά νωρίς, αμέσως μετά τη νίκη της Εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορία των Εθνικών, μία νίκη που μεταμόρφωσε την χριστιανοσύνη σε σύντομο σχετικά διάστημα σε μία θρησκεία του κόσμου και οδήγησε στην ίδρυση Κρατικής Εκκλησίας—ουσιαστικά υποτελής στην κοσμική εξουσία—και στην εκλαΐκευση της λατρείας. Έτσι ενώ, πρωτύτερα, η ίδια η ένταξη στην Εκκλησία είχε προϋποθέσεις τώρα, με την απροϋπόθετη συμπερίληψη ουσιαστικά του καθενός μέσα στους κόλπους της, κατέστη αναγκαίο να θεσμοθετηθούν κάποιοι έλεγχοι και περιορισμοί. Πέρα από διοικητικές ρυθμίσεις—στους 20 κανόνες που διατύπωσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκαν σημαντικές ρυθμίσεις σχετικά με την οργάνωση της Εκκλησίας, όπως διοικήσεις, ιεραρχία μεταξύ των αρχιεπισκόπων και των επισκοπών κ.λπ.— οι ρυθμίσεις αφορούσαν και στα μυστήρια. Στην πρώτη εκκλησία οι βαρέως αμαρτάνοντες αποκόπτονταν από το σώμα της εκκλησίας. Με την πάροδο του χρόνου όμως, τη χαλάρωση των ενθουσιαστικών τάσεων καθώς και την εισροή πλήθους πιστών στις τάξεις τις εκκλησίας περιορίστηκε ο αριθμός των βαρέων αμαρτημάτων στο φόνο, την ακολασία και την έκπτωση από το χριστιανισμό. Η έννοια της μετάνοιας συνδέθηκε άρρηκτα με το μυστήριο της εξομολόγησης, αφού η μεν εξομολόγηση ήταν κίνητρο για μετάνοια, η δε μετάνοια κίνητρο για το μυστήριο. Ωστόσο οι Πατέρες ενθαρρύνουν τη συμμετοχή στα Μυστήρια, μάλιστα δεν επιτρέπουν να εννοηθεί το αντίθετο. Δίνοντας έμφαση στην ιερότητα της Θείας Κοινωνίας καλούν σε ανάλογη πνευματική ετοιμότητα. Οι Πατέρες ούτε υποστήριξαν, ούτε ενέκριναν την ευρέως διαδεδομένη σύγχρονη αντίληψη ότι εφ’ όσον το Μυστήριο είναι ιερό και μεγαλοπρεπές, οι πιστοί δεν πρέπει να προσέρχονται συχνά σ’ αυτό. Για τον Άγιο Κασσιανό «Πολύ καλύτερο θα ήταν εάν, με ταπείνωση καρδιάς, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι των θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακή προς ίαση των ασθενειών μας, παρά τυφλωμένοι από περηφάνια να νομίζουμε ότι μετά την πάροδο ενός χρόνου αποχής γινόμαστε άξιοι της θείας Μετάληψης». Αναφορικά δε, με την εξίσου διαδεδομένη θεωρία που διακρίνει την Θεία Μετάληψη ανάμεσα σε κληρικούς και λαό, κηρύσσοντας ότι οι πρώτοι πρέπει να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία, ενώ οι λαϊκοί να αποθαρρύνονται από παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θα ήταν να ακούσουμε τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που επιμένει στην μετοχή στη Θεία Κοινωνία: «Υπάρχουν περιπτώσεις», γράφει, «όπου ο ιερέας δεν διαφέρει από τον λαϊκό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσέλευση στα θεία Μυστήρια. Εκεί, τα δεχόμαστε όλοι ισότιμα σε αντίθεση με την πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης όπου άλλη τροφή προορίζονταν για τους ιερείς και διαφορετική για τον λαό, ενώ στα των ιερέων δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση από τους λαϊκούς. Τώρα δεν συμβαίνει πλέον έτσι, αλλά σε όλους προσφέρεται το ίδιο Σώμα και το ίδιο Αίμα...».
Οι παραπάνω διαπιστώσεις μαρτυρούν μία αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, μία απόκλιση από τα παραδεδομένα και τις πρακτικές της Εκκλησίας. Το δέος που προκαλεί η ανάξια προσέλευση θα έπρεπε να ένσταλλάζει μια πικρία και λύπη στους μη κοινωνούντες και μια διάθεση αγωνιστικότητας να «βάλλουν αρχή» προς συνάντηση του Κυρίου. Τα πράγματα όμως μαρτυρούν περί του αντιθέτου. Οι Ορθόδοξοι ΄΄παρακολουθούν΄΄ τη Θεία Λειτουργία απόλυτα πεπεισμένοι ότι η παρουσία τους εκεί είναι αρκετή και ότι απλούστατα η Θεία Κοινωνία δεν προορίζεται γι’ αυτούς. Και μία-δύο φορές το χρόνο εκπληρώνουν το ΄΄καθήκον΄΄ τους προσερχόμενοι στο Μυστήριο ύστερα από μία σύντομη εξομολόγηση, με το πέρας της οποίας νιώθουν ότι είναι άξιοι να προσέλθουν στο μυστήριο. Ουσιαστικά επιτυγχάνεται το εντελώς αντίθετο. Αντί να βιώνουν την αναξιότητα ως το γόνιμο έδαφος στο οποίο θα καλλιεργήσουν την μετάνοια, η οποία θα τους οδηγήσει στην μετοχή του Μυστηρίου με πνεύμα ταπείνωσης και διάθεσης αποδοχής της θείας δωρεάς, βιώνουν την μετοχή ως επιβράβευση ατομικής προσπάθειας δικαιωματικού χαρακτήρα. Πρόκειται για μια μετοχή-ηθική ανταμοιβή-με νομιναλιστικά χαρακτηριστικά.

Β. Η εξουσία του «δεσμείν και λύειν».


    Όπως αντιλαμβανόμαστε, όλα τα προαναφερθέντα, εγείρουν το ερώτημα για την πνευματική προετοιμασία πριν τη Θεία Κοινωνία και τη σχέση της εξομολόγησης με το μυστήριο. Το ζήτημα της εξομολόγησης και κατ’ επέκταση το ζήτημα της μετάνοιας είναι ένα φλέγον θέμα μιας και απασχολεί το σύνολο των πιστών, οι οποίοι θέλουν να εφαρμόσουν τις εντολές του Κυρίου. Αυτό που οφείλουμε να εξετάσουμε πρωτίστως είναι η σχέση εξομολόγησης και μετάνοιας.
    Ο καθηγητής κ. Γ. Πατρώνος παρατηρεί ότι στην Καινή Διαθήκη, ενώ έχουμε πληθώρα αναφορών στην πνευματική ανάγκη της μετάνοιας, απεναντίας σπανίζουν οι αναφορές στην εξομολόγηση, τουλάχιστον όπως την εννοούμε σήμερα. Υπογραμμίζει το ενδιαφέρον της πρώτης Εκκλησίας για το εσωτερικό και ουσιαστικό στοιχείο της μετάνοιας και της αλλαγής, ως πραγματικού γεγονότος και το αντιδιαστέλλει με τη σημερινή αντίληψη για την εξομολόγηση, ως μιας εξωτερικής πράξης που δεν συνεπάγεται πάντοτε την μετάνοια και την αλλαγή, αλλά, μπορεί να  επέχει θέση ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής επικοινωνίας. Ενδέχεται δε να γίνεται και για λόγους εφάμαρτης σκοπιμότητας. Γνωρίζουμε ότι χωρίς μετάνοια είναι ανέφικτη οποιαδήποτε αλλαγή και ασφαλώς απραγματοποίητη κάθε μορφή πνευματικής ζωής. Η μετάνοια δεν μπορεί να στριμωχτεί μέσα στα στενά όρια της ανθρώπινης μεταμέλειας, που είναι ένα συνηθισμένο ψυχολογικό γεγονός. Στην Παλαιά Διαθήκη οι Προφήτες εκήρυτταν μετάνοια και καλούσαν τους πλανημένους σε επιστροφή. Δεν είναι η μετάνοια μια απόφαση ηθικής τάξης. Στην Καινή Διαθήκη η μετάνοια σχετίζεται με την έλευση της Βασιλείας του Θεού και θεωρείται βασική προϋπόθεση εισόδου σε αυτήν. Η μετάνοια γεννά και τρέφει την πίστη. Μπορούμε να δούμε ότι «…ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν», και σαφώς εδώ το κήρυγμα του Ιωάννη του Προδρόμου έχει την έννοια της μετάνοιας και της επιστροφής εν όψει της έλευσης του Κυρίου και της Βασιλείας του Θεού, ενώ στο «ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη», το θέμα της εξομολόγησης λαμβάνει εκκλησιολογικές διαστάσεις. Έτσι η εξομολόγηση, ως εκκλησιαστικό γεγονός, γινόταν κατά την διάρκεια της σύναξης όλων των πιστών. Ήταν μία πράξη μετάνοιας, συμφιλίωσης και επανένταξης στην κοινότητα των πιστών. Ήταν μυστήριο που γινόταν δημόσια, φανέρωνε το εκκλησιαστικό, λειτουργικό γεγονός και όχι ενέργεια ψυχολογικής εκτόνωσης και πνευματικής καθοδήγησης. Η ουσία του μυστηρίου, ήταν η μετάνοια, ενώ για μας η εξομολόγηση λειτουργεί ως ανακοίνωση των αμαρτιών μας, και κατ’ επέκταση αντί να επιφέρει την μεταστροφή και την μετάνοια έχει έναν ψυχολογικό παιδαγωγικό προσανατολισμό. Σημαίνουν δε όλα αυτά ό,τι ουσιαστικά μεταμορφωτικά αποτελέσματα δεν μπορούν να υπάρχουν, είτε από την συχνή εξομολόγηση, είτε ακόμη και από την συχνή μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν βαπτίζεται κανείς γίνεται μέλος της Εκκλησίας και μετέχει στο «όλον» της σωτηρίας. Μετέχοντας κανείς σε ένα μυστήριο, μετέχει στην ολότητα της σωτηρίας. Πάντα όμως, θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι για διαφόρους λόγους δεν θα μετάσχουν σε κάποιο από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτό, δεν σημαίνει ότι αυτοί οι ανθρωποι έχουν «έλλειμα» στην υπόθεση της σωτηρίας. Αν π.χ. για διαφόρους λόγους κάποιος δεν εξομολογηθεί, δεν λειτουργηθεί, δεν κοινωνήσει ποτέ, όπως σε πολλές περιπτώσεις μαρτυρείται από τα μνημεία του ασκητικού μοναχισμού, αυτός τι θα πούμε ότι είναι ασεβής; Στην Ορθοδοξία η σωτηρία είναι χαρισματικό γεγονός. Ο άνθρωπος καθαγιάζεται από κάθε εκκλησιαστική πράξη, διακονία ή πνευματική εμπειρία. Η εξομολόγηση στην σύγχρονη απολυτοποιημένη εκδοχή της—απλή αρίθμηση-εξαγόρευση των αμαρτιών—και αυτονομημένη από το μυστήριο της μετανοίας, δεν είναι η ασφαλέστερη οδός προς την μετοχή στην Θεία Ευχαριστία.
    Οσμίζεται κανείς το ζήτημα που υφέρπει και οφείλεται στην σχέση εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Είναι ένα ζήτημα διάκρισης αφ’ ενός του μυστηρίου της μετανοίας και αφ’ ετέρου πνευματικής καθοδήγησης. Τον 7ο αιώνα, ο Αναστάσιος Σιναϊτης συμβουλεύει: «ἐξομολογῆσαι τῷ Θεῷ διά τῶν ἱερέων τάς ἁμαρτίας σου», και για το θέμα της πνευματικής καθοδήγησης συνιστά, παράλληλα, όπως ο πιστός ερευνήσει να βρεί κατάλληλον «πνευματικόν ἄνδρα», χωρίς να αναφέρει εάν αυτός θα είναι λαϊκός, μοναχός ή ιερωμένος, κάνοντας έτσι σαφή διάκριση μεταξύ των δύο λειτουργιών, τής μυστηριακής μετανοίας και τής παιδαγωγικής πνευματικής καθοδήγησης. Η σύγχυση των δύο λειτουργιών δυστυχώς δημιουργεί προβλήματα. Και το πρόβλημα δεν αφορά το μυστήριο καθεαυτό της μετάνοιας και τη ιεράς εξομολογήσης—όταν αυτή είναι λειτουργικό μέρος του μυστηρίου της μετανοίας—αλλά η άσκηση εξουσίας που αλλοιώνει τη φύση της πνευματικής καθοδήγησης, κι’αυτή σε βάρος του μυστηρίου της μετανοίας. Έτσι παρατηρείται ο κάθε πνευματικός να συμβουλεύει και πολλες φορές να επιβάλλει, προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις, ως ορθές και αληθινές. Να ταυτίζει τον καθοδηγητικό του λόγο με τη θεία θέληση και άρα δέν επιδέχεται σχολιασμό και αμφισβήτηση. Στον δε καθοδηγούμενο πιστό να καλλιεργείται η πεποίθηση, ότι όλα όσα διαμείβονται σε αυτή τη σχέση έχουν το στοιχείο του «αλάθητου», αφού στηρίζονται στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Προάγεται επομένως η πλήρης υποταγή παρά η υπακοή. Διότι δέν πρόκειται για ανθρώπινες αντιλήψεις και συμβουλές αλλά για «εντολές» του Θεού!. Νομίζουμε ότι είναι μια πολύ επικίνδυνη πνευματικά υπόθεση να ταυτίζει κάποιος τον δικό του προσωπικό λόγο με τις εντολές του Θεού.
    Είναι ανάγκη λοιπόν, η εξομολόγηση να επανέλθει και πάλι στον λειτουργικό και μυστηριακό της χαρακτήρα, της μετάνοιας, και η πνευματική καθοδήγηση να θέσει ώς πρώτιστο αξίωμα τόν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και της προσωπικής ιδιαιτερότητας του κάθε καθοδηγημένου. Η πνευματική ελευθερία, για την οποία ο ίδιος ο Χριστός σταυρώθηκε, δέν απεμπολείται. Ο κάθε πιστός οφείλει να συνειδητοποιήσει πώς καλείται να εισέλθει «ες τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». Μια ελεγχόμενη πνευματική ζωή υπό στενή και καθημερινή καθοδήγηση ουσιαστικά απονευρώνει τον άνθρωπο και τον διατηρεί σε μια ανούσια πνευματική νηπιότητα, χωρίς εσωτερική υγεία.
    Κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν μια αυτονομημένη εξομολόγηση, μεταμορφωμένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Θείας Κοινωνίας, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Θεία Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια.
    Κατά τον π. Αλεξάνδρο Σμέμαν «ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία, ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας, μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί, σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς… Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς, κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς
    Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος τῶν πιστῶν», εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.
    Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί…».
    «Πραγματικά, στη σημερινή λειτουργική ευσέβεια το ιερό θεωρείται σαν ανεξάρτητο ιερό, προσιτό μόνο στον χειροτονημένο, σαν εξαιρετικά ιερός χώρος, που με την ιερότητα του, τονίζει την βεβήλωση απο την παρουσία των λαϊκών μέσα στα όρια του.
    Αυτή η ιεροποίηση του ιερού είναι ίσως η κυριότερη πηγή του κληρικαλισμού, ο οποίος υποβιβάζει τους λαϊκούς στη θέση κάποιων αποστερημένων που προσδιορίζονται μόνον αρνητικά. Δέν μπορούν να μπούν κάπου, να αγγίξουν οτιδήποτε , να συμμετέχουν.
    Ταυτόχρονα με τον παθητικό λαϊκό δημιουργείται και ο καινούργιος τύπος Ιερέως που γνωρίζουμε σήμερα. Ο οποίος στην διαρκή προστασία του ιερού απο τους λαικούς, βλέπει σχεδόν την ουσία της ιερωσύνης και σε αυτό βεβαίως βρίσκει μια ευδαιμονική ικανοποίηση».
    Για τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο η εξομολόγηση είναι αναγνώριση των σφαλμάτων και της αφροσύνης. Αφροσυνή την οποία δείξαμε διότι αμελήσαμε τις εντολές του Θεού. Οι εντολές είναι οι φύλακες των χαρισμάτων των οποίων τύχαμε με το Βαπτισμά μας. Δεν είμαστε εμείς που φυλάμε τις εντολές αλλά αυτές φυλάνε εμάς. Όποιος όμως αθετεί μια των εντολών, αθετεί όλες τις εντολές. Και αιτία για αυτό είναι η αμαρτία, η δουλεία στον διάβολο, διότι «οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην;». Πως θα μπορέσουμε λοιπόν, να διαγράψουμε το χρέος και να επιτύχουμε ανάκληση της πτώσης; Εάν πραγματικά θέλουμε την σωτηρία μας οφείλουμε να βρούμε μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, που θα μας συμφιλιώσει. Πράγμα δύσκολο διότι πολλοί από αυτούς που θέλουν να ονομάζονται δάσκαλοι οικειοποιούνται και αρπάζουν αδιάντροπα το αξίωμα των Αποστόλων. Μεσίτες είναι μόνο αυτοί που έχουν γεμίσει με άγιο Πνεύμα και έχουν γνωρίσει και συμφιλιωθεί με συνοχή καρδιάς με τον Θεό. Διότι αυτοί δεν έχουν ανάγκη μεσιτείας και μπορούν να συνομιλούν μαζί Του πρόσωπο με πρόσωπο. Όπως μαρτυρεί ο Άγιος Συμεών αρχικά το δικαίωμα να λύνουν και να δένουν το ελάμβαναν μόνο αρχιερείς, ως διάδοχοι των θείων Αποστόλων, καθώς όμως περνούσε ο χρόνος και οι αρχιερείς διαφθειρόταν, το φοβερό αυτό λειτούργημα μεταβιβάστηκε και σε ιερείς οι οποίοι είχαν άμεμπτη ζωή και είχαν τιμηθεί με τη θεία χάρη. Τέλος, και επειδή η διαφθορά και τα πνεύματα πλάνης εμπλέκοταν με πολλούς από αυτούς το χάρισμα μεταβιβάστηκε στους μοναχούς.  
    Το δώρο αυτό ανήκει μόνο στο Θεό, μόνο Αυτός το είχε και έπειτα το άφησε στους μαθητές του. Όταν τους έδωσε το δώρο δεν τους έδωσε καμμία εντολή να βάζουν επιτίμια, διότι επρόκειτο να τα διδαχθούν αυτά από το Άγιο Πνεύμα.Όμως η εξουσία να συγχωρούν δεν δόθηκε από τον Θεό σε όλους τους χειροτονημένους αλλά παραχωρείται μόνο στους ιερουργούς. Και πάλι δεν δίνεται σε όλους αυτούς, αλλά δίνεται μόνο σε εκείνους από τους ιερείς, αρχιερείς και μοναχούς, οι οποίοι συγκαταλέγονται στην χορεία των μαθητων του Χριστού. Από πού όμως θα το καταλάβουν αυτό εκείνοι που συγκαταλέγονται στη χορεία των μαθητών, και από πού θα τους αναγνωρίσουν αυτοί που τους αναζητούν; Από τους καρπούς του Πνεύματος και από τον τρόπο της ζωής τους. Αυτοί είναι το φως του κόσμου. Οι Άγιοι. Σε αυτούς δίνεται η εξουσία να δένουν και να λύνουν από τον Θεό, σ’αυτούς οι οποίοι είναι υιοθετημένοι υιοί και άγιοι υπηρέτες του. Ο Άγιος Συμεών αναφέρει ότι και ο ίδιος μαθήτευσε σε τέτοιον πατέρα, ο οποίος δεν είχε χειροτονία από τους ανθρώπους, αλλά από το χέρι του Θεού, δηλαδή από το Άγιο Πνεύμα.
    Στον 79ο λόγο του ο Άγιος Συμεών μας λεέι: «Ἀλλά τῶν ἱερέων (λέγουν) εἶναι ἐξουσία αὐτή˙ τό ἰξεύρω καί ἐγώ, πῶς εἶναι τῶν ἱερέων, ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς ὅλων τῶν ἱερέων, ἀμή ἐκείνων ὁποῦ ἱερουργοῦν τό Ἐυαγγέλιον μέ Πνεῦμα ταπεινώσεως, καί πολιτεύονται μέ ἀκατηγόρητον, καί ἐνάρετον πολιτείαν. Ἐκείνων ὁποῦ ἐπαράστησαν προτήτερα τόν ἑαυτόν τους εἰς τόν Κύριον, καί ἔδειξαν πνευματικῶς μέσα εἰς τόν ναόν τοῦ σῶματος τους τήν καθαράν τους λατρείαν, θυσίαν τελείαν, Ἁγίαν καί ἐνάρετον εἰς τόν Κύριον, καί ἐδέχθησαν εἰς τό ἄνωθεν θυσιαστήριο, καί ἐπροσφέρθησαν ἀπό τόν μεγάλον Ἀρχιερέα Χριστόν προσφορά τελεία εἰς τόν Θεόν, καί Πατέρα, καί ἐμεταβλήθησαν, καί ἠλλοιώθησαν μέ τήν δύναμην τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καί ἐμεταμορφώθησαν εἰς τόν Χριστόν τόν ἀποθανόντα δι’ ἡμᾶς, καί ἀναστάντα ἐν δόξῃ Θεότητος». Αυτών είναι το δεσμείν και λύειν και όχι εκείνων που χειροτονήθηκαν από τους ανθρώπους. «Οὐ γάρ ἀφ’ ἑαυτοῦ τίς τήν τιμήν λαμβάνει ἀλλ’ ἀπό Κυρίου καλούμενος». Δέν εἶπεν ἐκεῖνος ὁποῦ λαμβάνει τήν ψῆφον καί χειροτονίαν ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά ἐκεῖνος ὁποῦ ἐπροωρίσθη, καί ἐπροχειρίσθη εἰς τοῦτο ἀπό τόν Θεόν, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γίνονται ἀπό ἀνθρώπους, καί διά μεσιτείας ἀνθρώπων, εἶναι κλέπται, καί λησταί, καθώς εἶπεν ὁ Κύριος. «Ἐγώ εἰμί ἡ Θύρα, πάντες ὅσοι ἦλθον και ἔρχονται, ου δι ἐμοῦ, ἀλλά ἀναβαίνουν ἀλλαχόθεν, κλέπται εἰσι καί λησταί».   
    Η εξομολόγηση δέν είναι σε λειτουργική σχέση με το μυστήριο της Μετανοίας, και αυτή η αλλοτρίωση έχει σοβαρές συνέπειες και στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
    Είδαμε, επίσης, ότι η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία κινείται προς την αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα. Ο άκρατος κληρικαλισμός φροντίζει ώστε η Εκκλησία να είναι λιγότερο του Εσταυρωμένου Κυρίου και των Αγίων, και περισσότερο η Εκκλησία του Δοξασμένου Κυρίου. Στην ουσία αυτονομεί την Ανάσταση από τον Σταυρό. Ως εκ τούτου αντιλαμβανόμαστε την Λατρεία ως σύναξη σεσωσμένων και όχι μετανοημένων. Σε μια τέτοια πορεία οφείλουμε να θυμηθούμε ότι πίνουμε το ποτήριο του Κυρίου. Επίσης ότι ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας δηλώνει ότι η ενότητα είναι επισκοπική. Είναι ενότητα που πηγάζει από την παρουσία του Επισκόπου. Ακόμη κι αν έτσι είναι, δεν την μεταφέρει όμως στον Κύριο αλλά την ιδιοποιείται μιας και, κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου, έχουμε μια μετάθεση της εξουσίας του Χριστού στους λειτουργούς της «επί γής» Θείας Ευχαριστίας. Το πρωτείο του Επισκόπου πηγάζει απ’ ευθείας από τον Κύριο. Ευχαριστηριακὴ εκκλησιολογία και πρωτείο του Επισκόπου, στην ουσία εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Το πρωτείο του Πάπα. Το πρωτείο του Πέτρου είναι και πρωτείο του προεστώτος της ευχαριστιακής σύναξης. Όμως το πρωτείο είναι ανάλογο του πρωτείου του Πατρός στην Αγία Τριάδα. Φυσικό επόμενο το πρωτείο του Πάπα να αποκτά κατά αυτόν τον τρόπο τριαδολογικά ερείσματα. Μια πατροκεντική Αγία Τριάδα που γεννά αναλογικά την παποκεντρική εκκλησία.
    Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου η Σύνοδος της Κων/πόλεως τού 381μ.Χ. με την προτροπή τού Γρηγορίου Ναζιανζηνού, άλλαξε το σύμβολο της Νίκαιας. Το σημείο στο οποίο γινόταν αναφορά στον Υιό σαν υπάρχοντα από τήν ουσία τού Πατρός γράφτηκε ως εκ τού Πατρός. Αυτή η αλλαγή θεωρεί ο Μητροπολίτης Περγάμου είναι έκφραση τού ενδιαφέροντος των Καππαδόκων Πατέρων να τονίσουν ότι το πρόσωπο τού Πατρός κι όχι η Θεία ουσία είναι η πηγή και η αιτία της Τριάδος. Σαφέστατα το δίλλημα που αναφύεται είναι ψευδεπίγραφο. Αλλού διαβάζουμε ότι: «Αναλυτικότερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως ουσία, με το να είναι διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέρα θέλησή του να υπάρχει και την διαβεβαίωση αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική του ύπαρξις. Ο Πατήρ από αγάπη δηλαδή ελεύθερα, γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το πνεύμα. Αν υπάρχει θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλ. εκείνος ο οποίος από αγάπη ελευθέρα γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα». Αλλά, η θέληση στον Θεό συνδέεται με την φύση, είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου. Οφείλουμε να διευκρινήσουμε ότι η θέληση δεν είναι ουσία, αλλά της ουσίας. Σε αυτή ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει ο Άρειος: Ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βουλήσεως του Πατρός, πράγμα που ισχύει μόνο για την δημιουργία της κτίσης κατά τον Μ. Αθανάσιο. Επομένως ο Μ. Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αΐδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη την διάκριση.
    Η Θεία Κοινωνία, την οποία οι κολλυβάδες πατέρες προσπάθησαν να την κάνουν συχνή, είναι αυτή που μας ενώνει με τον Κύριο, δίνει άφεση αμαρτιών, εφ’ όσον με μετάνοια προσερχόμαστε, και μας οδηγεί στην υιοθεσία. Η μη συχνή προσελευση των πιστών λόγω της άσκησης εξουσίας, όπως είδαμε, εκ μέρους των κληρικαλιστών, αποξενώνει τον πιστό από τον Κύριο. Εμφανίζονται δε στην θέση του Κυρίου οι έχοντες πνεύμα εξουσίας προς αντικαταστασή Του. Έτσι ο πιστός καθίσταται ανελεύθερος και στην ουσία αντί να αυξάνει τον Κύριο, μέσα του, καταφάσκει στην απεμπόληση του εναπομείναντος αυτεξουσίου του.

2.2 Πολιτιστικός Μαρξισμός (cultural marxism).

Α. Πολιτική Ορθότητα και πολυπολιτισμός.


O William S. Lind σχολιάζοντας το βιβλίο του Paul E. Gottfried ΄΄The Strange Death of Marxism: The European Left in the New Millenium΄΄’ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο Gottfried, αντί να γράψει την νεκρολογία του Μαρξισμού, αυτό που πραγματικά έχει γράψει είναι η ιστορία της μεταλλαξής του. Εκείνο που παρουσιάζει ο Gottfried είναι η ιστορία του παιδιού του Μαρξισμού: της Πολιτικής Ορθότητας και της Σχολής της Φρανκφούρτης (εφ’ εξής: Σχολή), κύριο υπεύθυνο της γεννησής της. Θεωρεί ότι ο πολιτιστικός μαρξισμός αποτελεί τη βάση της Πολιτικής Ορθότητας και του πολυπολιτισμού τα οποία σήμερα έχουν καταστεί η κυρίαρχη ιδεολογία στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Ο Gottfried παρακολουθεί την άνοδο της Πολιτικής Ορθότητας και του πολυπολιτισμού μέσω του Antonio Gramsci, του Georg Lukasc, καθώς και άλλων της Σχολής, δείχνοντας πως ο οικονομικός ντετερμινισμός του Μαρξ εξελίχθηκε σε μια εμμονή με την «ανόσια τριάδα» του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας, μια εμμονή που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι απαιτεί πολλές «θυσίες» και εγκατάλειψη όλων των θεανθρώπινων ερεισμάτων της ανθρωπότητας. Ο Gottfried καταλήγει ότι ο «δεσποτισμός» του πολιτιστικού μαρξισμού είναι μια πολιτική θρησκεία. Ένα είδος ψευδο-χριστιανισμού που υπόσχεται, όπως άλλωστε όλες οι ιδεολογίες, τον παράδεισο επί γης μέσω των ανθρώπινων προσπαθειών.
Στο 10ο κεφάλαιο, του ΄΄The Culture-wise Family΄΄ ο William S. Lind μας δίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή του φαινομένου. Νομίζουμε ότι ιχνογραφεί μέρος της πραγματικότητας που βιώνουμε. Ας την παρακολουθήσουμε. Για την κλασσική μαρξιστική θεωρία η εργατική τάξη όφειλε να επαναστατήσει με σκοπό την ανατροπή των ευρωπαϊκών αστικών κυβερνήσεων—μιας και οι εργάτες είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους, πέρα και πάνω από εθνικά σύνορα, παρά με την αστική και άρχουσα τάξη της χώρας τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη, κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από εθνικές σημαίες βάδισαν στη μάχη εναντίον άλλων εργατών άλλων χωρών. Αυτό, για την μαρξιστική θεωρία, ήταν μη ορθό. Την ΄΄ανακολουθία΄΄ της εργατικής «τάξης» ανέλαβαν να αποκωδικοποιήσουν ο Antonio Gramsci στην Ιταλία και ο Georg Lukacs στην Ουγγαρία. Έτσι, κατά τον Gramsci, οι εργάτες δεν αναγνωρίζουν τα αληθινά, ταξικά συμφεροντά τους διότι βρίσκονται υπό την επιρροή του δυτικού ιμπεριαλιστικού πολιτισμού ενώ ο Lukacs, το 1919, αναρωτιόταν: «Ποιος θα μας σώσει από τον δυτικό πολιτισμό;». Θεωρούσε πως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην δημιουργία του μαρξιστικού παραδείσου ήταν ο δυτικός ιμπεριαλιστικός πολιτισμός. Η πολεμική εναντίον του δυτικού ιμπεριαλιστικού πολιτισμού, γέννημα του μαρξισμού, υιοθετήθηκε από τον πολιτιστικό μαρξισμό. Μολαταύτα θα λέγαμε ότι, ο πολιτιστικός μαρξισμός, ενσωματώθηκε πλήρως ή ήταν και είναι βασικός παράγων στην μεταλλαγμένη μορφή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Gramsci αναπτύσοντας την έννοια της ηγεμονίας, υπεδείκνυε, με ποιον τρόπο οι αστοί αποκτούν την ηγεμονία και ελέγχουν τους μηχανισμούς του κράτους και κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα μιας τακτικής αντί-ηγεμονίας από τις εργατικές τάξεις. Η ηγεμονία περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο η κυριαρχία μιας τάξης πάνω στις άλλες επιτυγχανόταν μέσα από ένα συνδυασμό πολιτικών και ιδεολογικών μέσων. Η αστική ηγεμονία αντιπροσωπεύει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, αλλά και την ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να προβάλλει τη δική της κοσμοθεωρία ως «λογική» και «φυσική» σε όσους είναι υποτελείς, οδηγώντας τους έτσι σε μια ενεργό συναίνεση. Η ηγεμονία αυτή που είναι μια πολιτιστική ηγεμονία, όπως περιγράφεται από τον Gramsci, θα λέγαμε πως διαπλάθεται και νομιμοποιείται στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Θεσμοί όπως  το σχολείο, τα αστικά ΜΜΕ, τα κόμματα, η εκκλησία, διαμορφώνουν το κλίμα συναίνεσης προς την αστική εξουσία. Φυσικά, αυτή η ικανότητα της κυρίαρχης αστικής τάξης να ηγεμονεύει ιδεολογικά, γεννιέται, κατά τον Gramsci, από το κύρος που αντλεί η κυρίαρχη ομάδα από τη θέση της στην παραγωγή. Η ηγεμονία δεν αποτελεί καθαρά πολιτιστικό φαινόμενο αλλά υλικό και οικονομικό. Ο Gramsci ασχολείται με την δυνατότητα και την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να καταστρέψει την αστική ηγεμονία και να δημιουργήσει την καινούργια, δική της ηγεμονία, ξεκινώντας με τη δημιουργία αντί-ηγεμονικών θεσμών στο άμεσο παρόν. Η εργατική τάξη, οφείλει να ηγεμονεύσει στις άλλες υποτελείς κοινωνικές ομάδες και να  κατακτήσει συνολικά  την ηγεμονία, μέσω του πολέμου θέσεων, δηλαδή με αρχικό στόχο την σταδιακή αποδυνάμωση της ιδεολογικής, πνευματικής, πολιτιστικής και αξιακής ηγεμόνευσης της αστικής τάξης. Προς τούτο θα πρέπει να αναλάβει την πολιτική εξουσία μετά από «μία μακρά πορεία μέσα από τα θεσμικά όργανα»—στα σχολεία, στα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και στις εκκλησίες, σε κάθε ίδρυμα που θα μπορούσε να επηρεάζει και να παράγει πολιτισμό.
Το 1923 δημιουργείται στην Φρανκφούρτη το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών». Σε σύντομο χρονικό διάστημα η γνωστή ως «Σχολή της Φρανκφούρτης» (FrankfurterSchule), το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, θα γίνει ο τόπος όπου η Πολιτική Ορθότητα, όπως την ξέρουμε σήμερα, θα γνωρίσει την θεωρητική της θεμελίωση. Την ενασχόληση του Ινστιτούτου με κλασσικά μαρξιστικά θέματα (εργατικό κίνημα κ.α.), διαδέχθηκε το 1930 μια έντονη αλλαγή στη θεματολογία του. Τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Max Horkeimer. Νεαρός μαρξιστής σκηνοθέτης, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από τον Georg Lukacs. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε στην ανάπτυξη της θεωρίας του Lukasc και στο πως ο πολιτιστικός μαρξισμός θα μπορούσε να δομηθεί ως πλήρης και αυτοδύναμη ιδεολογία. Προς επίτευξη του στόχου επιστράτευσε νέα μέλη. Ίσως ο σημαντικότερος να ήταν ο Theodor Adorno. Ο Erich Fromm, o Wilhelm Reich, ψυχολόγοι και γνωστοί υποστηρικτές του φεμινισμού και της μητριαρχίας, και ο Herbert Marcuse ήταν από τα γνωστότερα νέα μέλη της Σχολής. Με τη βοήθεια των νέων μελών ο Horkeimer όρισε τρεις νέες συνθήκες στοχεύοντας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη του πολιτιστικού μαρξισμού απογαλακτιζοντάς τον από τον κλασσικό μαρξισμό. Πρώτον, ήρθε σε σύγκρουση με την άποψη του Μαρξ ότι ο πολιτισμός είναι απλώς μέρος του ΄΄εποικοδομήματος΄΄ της κοινωνίας, η πορεία της οποίας καθορίζεται από οικονομικούς παράγοντες. Ο Horkeimer θεωρεί ότι ο πολιτισμός είναι ένας ανεξάρτητος και πολύ σημαντικός παράγοντας στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Δεύτερον, και πάλι σε αντίθεση με τον Μαρξ, θεωρεί ότι στο μέλλον, η εργατική τάξη δεν θα είναι παράγοντας της επανάστασης. Τρίτον, αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της ψυχολογίας, και της προσφοράς του Φρόυντ. Υποστήριξε ότι όπως οι εργάτες ήταν καταπιεσμένοι από τον καπιταλισμό, έτσι και ο δυτικός πολιτισμός δημιουργεί μια κατάσταση συνεχούς ψυχολογικής πίεσης σε όσους ζουν υπ’ αυτόν. Η ΄΄απελευθέρωση΄΄ του καθενός από την καταπίεση ανήχθη σε κύριο στόχο του πολιτιστικού μαρξισμού. Επίσης, συνειδητοποίησαν ότι η ψυχολογία τους προσέφερε ένα πολύ πιο ισχυρό εργαλείο: τους ψυχολογικούς όρους.

Β. Η Κριτική Θεωρία.

Από τις θεωρητικές εργασίες τού Horkeimer καθορίστηκε το πολιτικό και φιλοσοφικό πρόγραμμα της Σχολής με την ονομασία «Kριτική Θεωρία». Μολαταύτα η Κριτική Θεωρία δεν είναι γέννημα ενός ανθρώπου αλλά μιας ομάδας ανθρώπων που εργάστηκαν στη Σχολή. Για τον Horkeimer είναι αναγκαίος ο συγκερασμός κοινωνικής φιλοσοφίας και κοινωνικών επιστημών (ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, ιστορίας), καθώς και ο εμπλουτισμός της μαρξιστικής ανάλυσης με τη φροϋδική ψυχανάλυση. Αντίθετα από τον κλασσικό μαρξισμό, που υποστηρίζει ότι την ιστορία καθορίζει αυτός ο οποίος κατέχει τα μέσα παραγωγής, για την Σχολή η ιστορία καθορίζεται από τις ομάδες—άνδρες, γυναίκες, φυλές, θρησκείες κ.τ.λ.— οι οποίες έχουν την εξουσία ή την «δεσπόζουσα θέση». Έτσι το παρόν μπορεί να ερμηνεύεται με μαρξιστικούς όρους αλλά οι κοινωνικές επιστήμες είναι προϋποθέση στην ερμηνεία. Ενσωμάτωσαν έτσι στον πολιτιστικό μαρξισμό τους αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε «επαναξιολόγηση όλων των αξιών». Αυτό με απλά λόγια σήμαινε ότι το σύνολο των αξιών που επιδημούσε στον δυτικό κόσμο, θα έπρεπε να υποστούν κριτική ανατομία η οποία θα οδηγούσε σε ανα-νοηματοδότηση τους. Για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία είναι κάτι λεπτό και δείγμα ιδιαίτερης ευαισθησίας, αλλά όποιος νομίζει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν διαφορετική κοινωνική αποστολή ή διαφορετικούς γενετήσιους σκοπούς—θέσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι έτσι έχουν δημιουργηθεί—τότε είναι ένας κακός «φασίστας».
    Η πρακτική κυριαρχία της αστικής τάξης είχε και αυτή στον πυρήνα της την εκμετάλλευση και ως εκ τούτου αρνήθηκε την ουσία και την καθολικότητα των συνθημάτων της. Η καθολικότητα αυτή ήταν ιδεολογική και κάλυπτε τη συγκεκριμένη ανελευθερία, ανισότητα και αδικία. Ο Horkeimer υποστήριζε ότι με μια τέτοια κριτική «από μέσα» κρίνεται η αλήθεια των εννοιών. Το αληθινό είναι αυτό που δεν καλύπτει τις κοινωνικές αντιφάσεις προς όφελος μιας κυρίαρχης τάξης και η αληθινή δράση είναι αυτή που προωθεί την κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση μιας έλλογης κοινωνίας. Έτσι, βασικό στοιχείο της Κριτικής Θεωρίας και της αντίληψης της για την αλήθεια είναι η άρνηση. Μέσω της άρνησης άλλων φιλοσοφικών επιχειρημάτων καθίσταται δυνατή η γνώση.
    Ο κεντρικός σκοπός της Κριτικής Θεωρίας, αντλώντας από την παράδοση του γερμανικού ανθρωπισμού, ήταν η αποκατάσταση του Λόγου ως Vernunft. Ο κλασσικός γερμανικός ιδεαλισμός χώριζε τη σκέψη σε Verstand και  Vernunft. Το πρώτο επίπεδο Verstand αναφερόταν σε μια κατώτερη λειτουργία της σκέψης που αντιλαμβανόταν τη φαινομενικότητα του κόσμου με βάση τις αρχές της ταυτότητας. Το δεύτερο επίπεδο Vernunft περιέγραφε την ανώτερη φιλοσοφική διαλεκτική σκέψη που κατανοούσε την ουσία της πραγματικότητας ξεπερνώντας την επιφανειακή και αισθητηριακή αντίληψη της ύπαρξης της, κατανοώντας την ως προς τις εσωτερικές της δυνατότητες, την ουσία της. Η Κριτική Θεωρία επιθυμούσε να αποκαταστήσει τη Vernunft και να κατανοήσει τις δυνατότητες που ενυπήρχαν στο κοινωνικό Είναι, δυνατότητες που επέτρεπαν την προσδοκία μιας έλλογης κοινωνίας. Οι δυνατότητες αυτές συνδεόταν με τις δυνάμεις της άρνησης.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Ινστιτούτο επανιδρύθηκε από τα επαναπατρισθέντα μέλη της Σχολής. Ο Herbert Marcuse παρέμεινε στις ΗΠΑ και ξεκίνησε να μεταφράζει τα συγγράμματα των μελών της Σχολής.
Κεντρικό σημείο στη σκέψη του Marcuse αποτελεί η διατύπωση των προϋποθέσεων της ανθρώπινης ευτυχίας. Επιδιώκει να συμφιλιώσει το Λόγο με την ευτυχία διαμορφώνοντας έτσι μια ενότητα Λόγου-ευτυχίας ενάντια στον διαχρονικό τους διαχωρισμό από την ιδεολογία των ταξικών κοινωνιών, που υποτίμησαν την υλική ευτυχία αναγνωρίζοντας ως «καθαρή» ηδονή μόνο την πνευματικότητα. Για να διοχετεύσει την ιδεολογία της η αστική τάξη σε πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού χρησιμοποίησε την τέχνη. Η τέχνη δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ευτυχίας κι έτσι εξυπηρετεί τη διατήρηση της κατεστημένης κοινωνίας καθώς βοηθάει στην εσωτερίκευση των αξιών από τους ανθρώπους. Στην απόλαυση της τέχνης, ο δέκτης μπορεί να αναπαράγει για πάντα μια τέτοια ευτυχία. Αν ο ηδονισμός είχε ηθική αξία, οι άνθρωποι θα επιθυμούσαν εξίσου τις σωματικές απολαύσεις. Η αδυναμία όμως της απόλαυσης λόγω των οικονομικών δυσκολιών θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τις κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγουν την φτώχεια και τη δυσάρεστη εργασία με προοπτική την ανατροπή τους. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την κυριαρχία της αστικής τάξης. Έτσι η αυξημένη ηδονή θα ήταν άμεσα αυξημένη απελευθέρωση του ατόμου, διότι θα απαιτούσε ελευθερία στην επιλογή, στη γνώση και στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων του. Θα ανέκυπτε το ερώτημα «αυτοί που παράγουν τις αξίες έχουν περισσότερο ηδονή ή πόνο;». Σκοπός της καταφατικής κουλτούρας είναι η καταστολή των επιθυμιών, οι οποίες μπορούν να έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες επιθυμίες είναι οι σεξουαλικές, και ως τέτοιες η αστική τάξη δεν θέλει την ελεύθερη έκφραση τους διότι οδηγούν στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας της. Η τέχνη κατευνάζει την επιθυμία για εξέγερση εξωραΐζει την παραίτηση καθώς ωθεί τον άνθρωπο σε μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, λέγοντάς του ότι το σημαντικό είναι το εσωτερικό, το ψυχικό και όχι το υλικό, το σωματικό. Με αυτόν τον τρόπο, η ελευθερία της ψυχής χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί η αθλιότητα, το μαρτύριο και η υποδούλωση του σώματος. Υπηρέτησε την ιδεολογική παράδοση της ύπαρξης στην οικονομία του καπιταλισμού. Προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η ελεύθερη, ορθολογική, αναδιοργάνωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Στο βιβλίο ΄΄Έρως και Πολιτισμός΄΄ γράφει: «Πολύμορφος σεξουαλισμός» ήταν ο όρος που χρησιμοποίησα, για να δείξω ότι η νέα κατευθυνσή της προόδου θα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την ευκαιρία της ενεργοποίησης απωθημένων ή αναχαιτισμένων οργανικών, βιολογικών αναγκών: Της αλλαγής του ανθρώπινου σώματος σε όργανο ηδονής μάλλον παρά εργασίας». Ενώ «Όταν το σώμα δεν χρησιμοποιείται πια όλη την ώρα σαν όργανο εργασίας, θα ξαναφορτίζοταν με σεξουαλισμό»… «Ολόκληρο το σώμα θα γινόταν αντικείμενο καθεξής, πράγμα προορισμένο για απόλαυση—όργανο ηδονής. Αυτή η αλλαγή στην αξία και την έκταση των λιμπιντικών σχέσεων θα οδηγούσε σε μια διάσπαση των θεσμών στους οποίους έχουν οργανωθεί οι ιδιωτικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, ιδιαίτερα η μονογαμική και πατριαρχική οικογένεια». Ας σημειώσουμε ότι το «Έρως και Πολιτισμός» έγινε ένα από τα βασικά κείμενα της Νέας Αριστεράς στη δεκαετία του 1960. Ο Marcuse διεύρυνε επίσης το πνευματικό έργο της Σχολής. Στις αρχές του 1930 ο Horkeimer είχε αφήσει ανοιχτό το ερώτημα για το ποιος θα αντικαταστήσει την εργατική τάξη ως το υποκείμενο της άρνησης στην εξέλιξη της επανάστασης. Στην δεκαετία του 1950 ο Marcuse ορίζει ότι ένας συνασπισμός φοιτητών, μαύρων,φεμινιστριών και ομοφυλόφυλων—ο πυρήνας της εξέγερσης των φοιτητών της δεκαετίας του 1960, και οι ιερές ΄΄ομάδες θύματα΄΄ της Πολιτικής Ορθότητας σήμερα, θα αντικαταστήσουν το υποκείμενο της εν δυνάμει επανάστασης. Η λέξη «ανοχή» (tolerance) στάθηκε αφορμή για να ορίσει ο Marcuse την «απελευθερωτική ανεκτικότητα». Την προσδιόρισε ως ανοχή για όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την αριστερά, και χαρακτήρισε «μισαλλοδοξία» όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την δεξιά. Όταν οι πολιτιστικοί μαρξιστές κάνουν έκκληση για «ανοχή», ενοούν την «απελευθερωτική ανεκτικότητα» του Marcuse. Όπως όταν μιλούν για «ποικιλομορφία» (diversity), εννοούν την ομοιομορφία και την αποδοχή της δικής τους πίστης. Στην ουσία ευνοούν μια σταδιακή συρρίκνωση της δημιουργικής και πολιτισμικής πολλαπλότητας. Έναν συνεχή αποχρωματισμό του φύσει διαφορετικού και αντικαταστασή του, όπου είναι δυνατόν, από το τεχνηέντως διαφορετικό. Αν η ετερότητα ορίζεται ως ανουσία υπόσταση, τότε είναι σίγουρο ότι η ετερότητα, την οποία προπαγανδίζει η Πολιτική Ορθότητα, είναι αυτή ακριβώς η ισοπεδωτική ανούσια ομοιομορφία που βλεπουμε στην εποχή μας.

Γ. Χαρακτηριστικά πολιτιστικού μαρξισμού.

    Όταν αναφερόμαστε στην Πολιτική Ορθότητα, συνειρμικά οδηγούμαστε σε ιδέες ή πολιτικές οι οποίες γεννούν διακρίσεις εναντίον μειονοτήτων που προσδιορίζονται από το φύλο, την φυλή, την θρησκεία, την εθνότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή κάποιου είδους ανικανότητα. Η απόπειρα καταπολέμησης των διακρίσεων απέναντι σε θεωρούμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (μαύρους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες κτλ.) μοιάζει να είναι ο κύριος στόχος της Πολιτικής Ορθότητας. Ζητήματα για τα οποία ουδείς λογικός άνθρωπος αντιλέγει. Αλλά, όπως είδαμε, όλη αυτή η κριτική δεν είναι παρά η κριτική της άρνησης. Αυτό που κατατίθεται ως αλήθεια είναι ένα πελώριο ψέμα που εξυπηρετεί τον οπορτουνιστικό μεσσιανισμό του πολιτιστικού μαρξισμού.
Κάποιοι από τους βασικούς άξονες του πολιτιστικού μαρξισμού, όπως η επικράτηση του θηλυκού στοιχείου, η αποδόμηση της οικογένειας ως «καταπιεστικού θεσμού», η απόρριψη της έννοιας της ιεραρχίας στις κοινωνικές δομές και η απαλλαγή της σεξουαλικότητας απ’ την «τυραννία της γεννητικότητας» καί την στροφή της σε καταστάσεις «διεστραμμένες—πολυμορφικές» μαρτυρούν  γνωστικές δοξασίες. Ο Lodovici ισχυρίζεται ότι οι πολυάριθμες «γνωστικές συμπεριφορές ποτέ δεν σταμάτησαν να διατρέχουν υπογείως σε όλη την Χριστιανική και Εβραϊκή παράδοση». Οι «Adorno-Horkheimer επιδιώκουν τη γνωστική έκσταση της διάλυσης-συγχώνευσης με το απροσδιόριστο όλο. Στην αποκατάσταση, στη «Λύση» δεν δίνουν όνομα και μορφή, αντανακλώντας την άρνηση της «Κριτικής Θεωρίας» να συγκεκριμενοποιήσει την ουτοπιστική της οπτική. Όπως, πράγματι, είχε επισημάνει ο Jurgen Habermas, η άρνηση της Ιδεαλιστικής Γερμανικής φιλοσοφίας να δώσει μορφή στις ουτοπιστικές της ιδέες ήταν αρκετά όμοια με τους καββαλιστές που τόνιζαν περισσότερο τις λέξεις παρά τις εικόνες».
Άλλωστε η σκιά του καββαλιστικού γνωστικισμού συνοδεύει τις ερμηνευτικές διαδικασίες του Ινστιτούτου: Η επίδραση όμως της εβραϊκής σκέψης και των συνηθειών πάνω στον Walter Benjamin ήταν, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετική. Το πιο βαθύ ενδιαφέρον του Benjamin ήταν για την Καββάλα, το πιο μυστηριώδες έργο του εβραϊκού μυστικισμού. Σ’ αυτό το ενδιαφέρον καθοριστική ήταν η φιλία του με τον Scholem. Όταν ο Max Bychner, εκδότης της  Schweizer Rundscau ζήτησε από τον Benjamin εξηγήσεις πάνω στην εισαγωγή, ιδιαίτερα δύσκολη, στο βιβλίο του  Ursprung des deutschen Trauerspiels (Η καταγωγή της Γερμανικής Τραγωδίας), ο Benjamin του είπε να μελετήσει την Καββάλα. Σε μία επιστολή του προς τον Bychner το 1931, πολύ καιρό αφότου άρχισε να ενδιαφέρεται για τον μαρξισμό, ο Walter Benjamin παρατήρησε: «Δεν μπόρεσα ποτέ να μελετήσω και να σκεφτώ διαφορετικά από ένα τρόπο που θα μπορούσα να τον ορίσω ως θεολογικό—δηλαδή σε συμφωνία με την Ταλμουδική διδασκαλία των σαρανταεννέα εννοιολογικών επιπέδων κάθε χωρίου της Torah». Ο Walter Benjamin αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να κάνει χρήση εργαλείων όπως το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και αργότερα η τηλεόραση, επηρεάζοντας και διαμορφόνωντας την ψυχολογία των πολιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι η βιομηχανία του θεάματος, είναι στο δευτερο μισό του 20ου αιώνα και μέχρι της ημέρες μας, το πιο ισχυρό όπλο του πολιτιστικού μαρξισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεσπούν εξεγέρσεις νέων στην Αμερική και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους εκδόσεις που έχουν ως στόχο τους την αλλαγή των ηθών και υπηρετούν τον ακαθόριστο, αλλά πολιτικά ορθό όρο, «απελευθέρωση». Εστιάζουν στην σεξουαλική απελευθέρωση, στην θρησκευτική απελευθέρωση, στην αποδόμηση της οικογένειας, στον φεμινισμό κ.α. Κάνουν την εμφανισή τους συγκροτήματα μουσικής, οι μουσικοί των οποίων, δημιουργούν μουσικές συνθέσεις επηρεασμένοι από ψυχοδιεγερτικές ουσίες και σκληρά ναρκωτικά. Για αρκετούς μελετητές αυτή είναι η περίοδος που η μετανεωτερικότητα δίνει έντονα το στίγμα της.
Όλη αυτήν την αφήγηση θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε ως εξής:
παραδοσιακή κοινωνία → νεωτερικότητα → απομυθοποίηση παραδοσιακών θεσμών και ηθών (π.χ. διαφωτισμός, μαρξιστική θεωρία) → πολιτιστικός μαρξισμός → μετανεωτερικότητα.
Επιγραμματικά η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τον έντονο ανθρωποκεντρισμό, την πόλωση στο Διαφωτιστικό όραμα του  ορθολογικού εκσυγχρονισμού και την υπόσχεση της καθολικής χειραφέτησης. Θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας είναι η αυτονομία και η αυτοδιάθεση του υποκειμένου, η πίστη στον προοδευτισμό και τον επιστημονισμό και γενικά σε όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν στην απομάγευση του κόσμου· στη διάρρηξη, δηλαδή, της σχέσης του ανθρώπου με το  Θείο και τη συνακόλουθη καλλιέργεια της εντύπωσης πως η μόνη αλήθεια είναι αυτή που προέρχεται από την ανθρώπινη νόηση.
Ενώ η μετάνεωτερικότητα μας εισάγει στην περίοδο μετά την νεωτερικότητα. Παρατηρείται, σε αντίθεση με την νεωτερικότητα, μια προσπάθεια επιστροφής στον ανορθολογισμό «και στην επαναμάγευση του κόσμου, αλλά σε μία μάγευση χωρίς αντικειμενικότητα, εφόσον, στα πλαίσια της μετά-νεωτερικότητας υπάρχουν τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι». Μία μάγευση, με άλλα λόγια, που δεν έχει στο κεντρό της τον Χριστό, αλλά το βύθισμα στην άβυσσο του New Age, της Θεοσοφίας και των συναφών αιρέσεων.
Συμπερασματικά στην νεωτερικότητα το υποκείμενο αυτονομείται και ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης αλλά και της καθυπόταξης του ετέρου. Για τη νεωτερικότητα ο αυτοπροσδιορισμός συνεπάγεται τον προσδιορισμό και τον έλεγχο του ετέρου. Αντίθετα η μετανεωτερικότητα μάς ωθεί να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από το πρίσμα των άλλων. Η μετανεωτερικότητα αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο την αλλαγή προτεραιότητας και την πριμοδότηση του έτερου, γιατί αντιστρέφοντας την ιεραρχία εαυτού και άλλου ορίζει την υποκειμενικότητα λαμβάνοντας υπόψη την ετερότητα και αναγνωρίζοντας τις υποχρεώσεις της έναντι τρίτων, είτε πρόκειται για τους ανθρώπους, τη φύση ή την ιστορία.
Η Πολιτική Ορθότητα λοιπόν, παρά τις, ενδεχόμενες, αρχικές καλές προθέσεις, εξετράπη σε υπερβολές, για να εξελιχτεί τελικά σε de facto φίμωση της γλώσσας. Προβλήθηκαν και προβάλλονται κατά κόρον ορισμένες αρνητικά φορτισμένες και άκρως δυσφημιστικές λέξεις (ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, τρανσοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός, ισλαμοφοβία κτλ). Ταυτόχρονα οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως ανεξίτηλα κοινωνικοπολιτικά στίγματα, το καθένα από τα οποία ήταν και είναι αρκετό για να καταδικάσει κάθε ανυπακοή ή παρέκκλιση. Έτσι απαγορεύει και ποινικοποιεί προφορικές εκφράσεις ή συμπεριφορές που μπορούν να χαρακτηρισθούν προσβλητικές. Για το λόγο αυτό έχουν διαμορφώθει άκαμπτοι κώδικες ομιλίας και συμπεριφοράς, με νομοσχέδια ανά την υφήλιο. Έχει γίνει ένα δόγμα ακόμα πιο μισαλλόδοξο από τις μισαλλόδοξες ιδέες που υποτίθεται ότι αντιμάχεται.
    Ο Alfred W. Clark, γράφει ότι οι χριστιανοί πάσχοντας από έναν εθνομαζοχισμό και έναν «παθολογικό αλτρουισμό», βασιζόμενοι στον συναισθηματισμό και έχοντας μια παραποιημένη εικόνα της χριστιανικής αγάπης οδηγούν τον χριστιανισμό σε μια «εκθήλυνση». Ο σύγχρονος δυτικός χριστιανισμός, ακόμα και στις λεγόμενες «συντηρητικές» εκφάνσεις του, έχει γίνει δυσδιάκριτος από τις βασικές ΄΄αξίες΄΄ του Πολιτιστικού Μαρξισμού που έχουν εισχωρήσει μέσα του. Η παραπάνω διαπίστωση αφορά και την σύγχρονη ορθόδοξη πραγματικότητα.
    Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η περίοδος μετάβασης από τον κληρικαλισμό—που οικοδόμησε μια παραδοσιακή Εκκλησία στηριζόμενος στην έξαρση των Ιερών Κανόνων, στην εξουσία της Θείας Κοινωνίας κ.α.—στον Οικουμενισμό, στον Επισκοποκεντρισμό και την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία συνακόλουθα, μάλλον έχει τελειώσει. Ο Οικουμενισμός εχθρικός προς τον ησυχασμό—την πεμπτουσία της Ορθόδοξης πίστης—αγνοεί ή καλύτερα είναι απρόθυμος στο κήρυγμα της μετανοίας. Το έδαφος όμως είναι ήδη καλλιεργημένο. Δεν είναι παράξενο που δεν ζούμε την μετάνοια. Η επικράτηση του πνεύματος της νοησιαρχείας δεν μας επέτρεψε και δεν μας επιτρέπει να γίνουμε τα «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου». Ο Οικουμενισμός εμφανίστηκε ως ένα είδος μεταμοντέρνου στην καρδιά της νεωρετικότητας. Τον στήριξε ο ορθός λόγος αλλά η ψυχή του είναι η άρνηση του Λόγου. Ανδρώθηκε στην νεωτερικότητα αλλά ζει και αναπνέει από την μετανεωτερικότητα, τα προτάγματα της οποίας υιοθετεί και εξελλίσει. Είδαμε ότι η μετανεωτερικότητα «ως ένα σύνολο ιδεών, θέτει σε αμφισβήτηση τόσο την απεριόριστη πίστη στον ορθό λόγο και την πρόοδο, όσο και τις μεγάλες αφηγήσεις», άποψη την οποία ο Οικουμενισμός εγκολπώνεται διότι μέσα από την καθολική αμφισβήτηση καθίσταται η νέα μεγάλη αφήγηση. Είναι η μεγάλη αφήγηση της άρνησης. Η μεγάλη αφήγηση της άρνησης της αφήγησης. Είναι η αφήγηση της συγχύσεως. Δεν εμφορείται από πνεύμα διακρίσεως. Δεν είναι νοησιαρχικός αλλά ποτισμένος από το πνεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού εμφανίζεται ως «ένας πανθεϊσμός, ένας μονισμός που έφτασε ως την ταύτιση του Θεού και του κόσμου, της ψυχής και του σώματος, του υποκειμένου και του αντικειμένου». Ένας μονισμός του πνεύματος. Ως δύναμη άρνησης, αντιμάχεται την πατερική πίστη, αναζητώντας την ακαθόριστη μεταπατερική πραγματικότητα. Θέλει να συνδράμει έτσι στην απελευθερωσή του ανθρώπου από τον ίδιο τον Κύριο—διότι τους Πατέρες ο Κύριος μας τους χάρισε ως αγιοπνευματικούς άξονες. Αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως σώμα πολιτισμού παρά ως το Σώμα του Κυρίου και αποδίδοντας συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά στην κάθε τοπική Εκκλησία αμφισβητεί την οικουμενικοτητά της. (Θα σημειώσουμε ότι η Εκκλησία ως σώμα Κυρίου είναι σφοδρός ελεγκτής της αιρέσεως, αντιθέτως όταν σχετικοποιείται και μεταπίπτει σε πολιτισμικό φαινόμενο, με άλλα λόγια όταν εκκοσμικεύεται, είναι τροφός της αιρέσεως. Είναι σαφές ότι μία τέτοια Εκκλησία απλά δεν είναι η Εκκλησία του Κυρίου.) Υποβαθμίζει έτσι την Εκκλησία σε πολιτιστικό διαχειριστή, ενώ είναι η πύλη της σωτηρίας. Ως εκ τούτου μιλάει για ιστορική Εκκλησία που πορεύεται προς τα έσχατα έχοντας καταστήσει τον Κύριο και την Θεοτόκο θεατές αυτής της πορείας, λες και δεν ενανθρώπισε ο Κύριος στον χώρο της Θεοτόκου. Μια εσχατολογική πορεία που καταργεί την κατακόρυφη διάσταση της σωτηρίας μας και μας καθιστά δούλους της ιστορίας του χρόνου. Στην ουσία η ιστορία του χρόνου καταργεί το σχέδιο της ενανθρώπισης, το σχέδιο της σωτηρίας μας. Ο Οικουμενισμός είναι ο εκφραστής ενός ακαθόριστου κοσμικού μεσσιανισμού, μιας Βασιλείας της αποκατάστασης,  που θα βραβεύσει την καλή μας πίστη κάποτε, κάπου και πουθενά. Το τέλος της ιστορίας το μόνο που μπορεί να επιβεβαιώσει είναι το τέλος της ιστορίας της σωτηρίας μας. Αυτό που η νεωτερικότητα δεν κατάφερε, έναν έλλογο κοσμικό μεσσιανισμό, το υπόσχεται ο Οικουμενισμός. Η πολυπολιτισμική ουτοπία, φορτωμένη με την μετανεωτερική αφήγηση της άρνησης (ομοφυλοφιλία, ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός, ισλαμοφοβία, αγαπολαγνεία) αναζητεί τόπο μέσα από την ενότητα στην πολυμορφία (κλαδική θεωρία) και την έξαρση του ετεροπροσδιοριζόμενου υποκειμένου. Είναι φυσικό ο Οικουμενισμός να μην αποδέχετε την Μια Αγία Καθολική Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία, μιας και ο Κύριος ενεργεί ως καταλύτης κάθε είδους αυτοαναφορικής υποκειμενικότητας. Ο Κύριος ως η καθεαυτού αυτοαλήθεια δεν αναγνωρίζεται από τον Οικουμενισμό, παρά μόνο ως πρόσχημα επαναμάγευσης του κόσμου. Έτσι η αγάπη αυτονομημένη από τον Κύριο και ερμηνευμένη ως εμπαθής αγάπη καθίσταται το όχημα, το εργαλείο επαναμάγευσης του κόσμου και οπώς είδαμε η επαναμάγευση μάλλον νοείται ως αποδοχή του εξελιγμένου γνωστικισμού. Είδαμε ότι η πολιτική ορθότητα εννοεί ως αγάπη οτιδήποτε δεν αναιρεί τον κόσμο της άρνησης τον οποίο χτίζει. Η άρνηση ερμηνευεται ως αγάπη στην πολιτικη ορθότητα ενώ η αγαπολογία εννοείται ως η αγάπη των χριστιανικών εκκλησιών χωρίς τον Κύριο. Στην ουσία χτίζουν τον ίδιο κόσμο.
    Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο με τα λόγια της Ida Magli η οποία μιλάει για «υποβοηθούμενη αυτοκτονία ενός ολόκληρου πολιτισμού». Η θέαση της Ida Magli είναι κοσμική, δυτικοευρωπαϊκή. Με αυτές τις αφετηρίες αναλύει τα φαινόμενα που διαδραματίζονται στον οικείο χώρο της Ευρώπης. Μολαταύτα έχει αξία η κριτική της προσέγγιση. Για την Ida Magli «Η ’’Πολιτική Ορθότητα’’ αποτελεί την πιο ριζική μορφή πλύσης εγκεφάλου που οι κυβερνήτες επέβαλαν ποτέ στους υπηκόους τους. Η αντιστοιχία σκέψης-γλώσσας είναι, πράγματι, πρακτικά αυτόματη, η εισαγωγή μιας εννοιολογικής στρέβλωσης σε αυτήν την αντιστοιχία, σημαίνει ότι κατάσχουμε το φυσικό όργανο της ζωής στο οποίο έχει εναποτεθεί το ανθρώπινο είδος: την προσαρμογή του εγκεφαλικού λογικού συστήματος στην αντίληψη της πραγματικότητας κατά την γλωσσική διατύπωση των εννοιών, εμποδίζοντας έτσι και την οποιαδήποτε αλλαγή ή μετασχηματισμό». Για το ζήτημα της μετανάστευσης γράφει: «Η αμφιβολία ότι, πράγματι, κανένας δεν θα συλλέξει τα ίχνη της ύπαρξης μας (=του πολιτισμού μας) έγινε με το πέρασμα του χρόνου σχεδόν μία βεβαιότητα. Η Ευρώπη, ιδιαίτερα το πιο ελκυστικό, το πιο πλούσιο, το πιο ευάλωτο στις  επιδρομές  μέρος  της (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία) θα κατοικηθεί στην πλειοψηφία από μουσουλμάνους εξ Αφρικής, οι οποίοι θα έχουν την ευχαρίστηση και το καθήκον να εξαλείψουν όλα αυτά που μας ανήκουν. Όταν πλέον θα είναι οι κυρίαρχοι της Ευρώπης, οι μουσουλμάνοι ΄΄δικαίως΄΄ θα καταστρέψουν την Ευρωπαϊκότητα, όπως συνέβη πάντα όταν ένας πολιτισμός  εισέβαλε μέσα σε έναν άλλο. Πρώτες θα αφανιστούν οι εκκλησίες  με όλα όσα περιέχουν. Έργα ζωγραφικής, αγάλματα, τοιχογραφίες, απαγορευμένα από την Παλαιά διαθήκη ως οποιαδήποτε ΄΄αναπαράσταση΄΄ ή ΄΄εικόνα΄΄, θα εξαφανιστούν μαζί με αυτές. Επίσης τα μουσεία, ο Τζιότο, ο Ραφαήλ…. Ο τρόπος ζωής των μουσουλμάνων, ρυθμισμένος από τους Κανόνες που υπαγορεύτηκαν στην αρχαιότητα από  τον Μωυσή στο λαό του, και που ο Μωάμεθ επιβεβαίωσε στο Κοράνι, το οποίο όντας ΄΄ιερό΄΄ πρέπει να τηρείται κατά γράμμα,  θα εμποτίσει το ευρωπαϊκό  περιβάλλον, σβήνοντας  οποιοδήποτε ίχνος  του δικού μας». Η Ida Magli συνεχίζει μιλώντας για την παρακμή του δυτικού πνεύματος: «Η Ευρώπη έγινε θηλυκό· η ανικανότητα της να υπερασπίσει τον εαυτό της οφείλεται στην ολική απώλεια εκείνης της Πυγμής, που στο παρελθόν την καθιστούσε μία γεωγραφική-πολιτική-πολιτισμική οντότητα ΄΄διεισδυτική΄΄ στον υπόλοιπο κόσμο, και όχι ΄΄διεισδυμένη΄΄ από αυτόν…. Ο σχετικισμός της Εκκλησίαςείναι ένα άλλο από τα στοιχεία της παρακμής. Οι κυβερνήτες, οι δημοσιογράφοι και ο ευρωπαϊκός κλήρος, σπρώχνουν κάθε ημέρα την ήπειρο τους στο να χάσει τα χαρακτηριστικά της, για να την ενοποιήσουν και να την ομολογοποιήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά αυτό σημαίνει ότι θέλουν το τέλος όχι μόνον του Χριστιανισμού, αλλά όλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το τέλος των ΄΄λευκών΄΄».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

3.1 Πρόσωπο ως σχέση.

Οι διαφορές επιστήμες που επιχειρούν να ιχνηλατήσουν τη δομή του «προσώπου», θεωρούν ότι αυτό συνιστά μια ολότητα, ένα κράμα από συστατικά βιολογικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά και πνευματικά που συνταιριάζονται πολλές φορές με τους πιο παράδοξους και απροσδιόριστους τρόπους. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχει πολλές φορές τονισθεί ότι στον πολυπρισματικό, πολύτροπο κόσμο που ζούμε, αυτόν των πολλών πολιτισμών, των πληροφοριών, των αντίρροπων δυνάμεων, για να «γίνουμε περισσότερο ο εαυτός μας» ή κατ’ άλλους να «γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας», απαιτείται πάνω απ’ όλα να «διευρύνουμε την ύπαρξή μας», να ανοιχθούμε προς τον άλλο, τον διαφορετικό από εμάς. Μια τέτοια θεώρηση δεν θα μπορούσε να παραβλέψει την κατ’ εξοχή εφαρμοσμένη πρακτική της γνωριμίας του πλησίον, την χριστιανική—η χριστιανική αγάπη βέβαια, ποτέ δεν κατανοήθηκε ως μία κενή περιεχομένου αφηρημένη έννοια, αλλά γνωρίζεται ως ενέργεια του  Κυρίου. Φυσική κατάληξη των παραπάνω: αυτή η ανεπανάληπτη μοναδικότητα που λέγεται πρόσωπο να πραγματώνεται και να ορίζεται μόνο εντός της σχέσης. Ακόμη και αν γνωρίζουμε όλα του τα χαρακτηριστικά, μορφολογικά, ψυχολογικά και πνευματικά, δε θα γνωρίσουμε ποτέ το πρόσωπο, παρά μόνο εάν σχετιστούμε μαζί του, σε μια σχέση αγαπητική και εν ελευθερία. Η υπόσταση, είναι ιδιότητα ετεροκαθοριζόμενη. Το «εγώ» για να υπάρχει, προϋποθέτει το «εσύ». Διαφορετικά, δεν υφίσταται διάκριση προσώπων, και η υπόσταση δεν έχει νόημα, καθώς ταυτίζεται απόλυτα με την ουσία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός είναι Τριαδικός επειδή έτσι θέλησε ως «αγάπη» που είναι. Αν ο Θεός δεν ήταν Κοινωνία Προσώπων, θα αυτοκαταργούταν, γιατί μόνο ως "Αγάπη" ο Θεός μπορεί να υφίσταται ως Θεός.

3.2 Θεολογικοί άξονες.

Συνειρμικά και με βάση τις παραπάνω απόψεις, θεωρούμε ό,τι οι διανοητικές κατακτήσεις, κατατεθημένες ως επιστέγασμα φιλοσοφικών στοχασμών, εμβάζουν στην ανθρώπινη αγωνία και απορία τον πειρασμό της διατύπωσης μιας γενικής θεωρίας της αιτίας των όντων. Έτσι η απόπειρα: α. στη νεωτερική περίοδο να εξάρει το υποκείμενο (Εγώ) και β. στην μετανεωτερική να εδραιώσει τη δυνατότητα υπαρξής του στη διαλεκτική ανάφορα προς έτερο υποκείμενο-αντικείμενο (Εσύ), προσέφερε αναμφισβήτητα μια ΄΄ικανή΄΄ διέξοδο στο οντολογικό ερωτήμα το οποίο η ανθρώπινη ύπαρξη ορέγεται να ερμηνεύσει. Κατ΄αυτόν τον τρόπο στη Δύση, η αναζήτηση αυθεντικής χριστιανικής κληρονομιάς εστιάστηκε στην απόλυτη προσωπική αξία του ανθρώπου. Αντίστοιχες αναζητήσεις—ενδιαφέρον για το πρόσωπο—εμφανίστηκαν και στον χώρο της ορθοδόξου θεολογίας. Η σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία αναζητώντας θεολογικό λόγο, ορμώμενη από τα αντίστοιχα συμβαίνοντα στον Δυτικό κόσμο (φιλοσοφικός οργασμός), και πιεζόμενη από το ιστορικό υπόβαθρο της καθ’ ημάς Ανατολής, είδε στο πρόσωπο του προσώπου την δυνατότητα εκείνη να διατυπώσει μια θεολογία που θα της επέτρεπε να συμμετάσχει στα θεολογικά πράγματα της εποχής. Έτσι στράφηκε προς τους Πατέρες του 4ου αιώνα και στις τριαδολογικές τους συζητήσεις και προσπάθησε να κατανοήσει την έννοια του προσώπου. Θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε τις βασικές θέσεις της θεολογίας του προσώπου και να αντλήσουμε κάποια συμπεράσματα.
Κατά τον Χρήστο Γιανναρά εφόσον πρόσωπο σημαίνει: «έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι», γι' αυτό «η λέξη λειτούργησε αφετηριακά ως προσδιορισμός μιας άμεσης αναφοράς, μιας σχέσης» και είναι αυτό το «πρωταρχικό νοηματικό περιεχόμενο της λέξης που αποκλείει να ερμηνεύσουμε το πρόσωπο ως ατομικότητα καθεαυτήν, έξω από το χώρο της σχέσης». Θα σημειώσουμε ότι δεν είναι το νοηματικό περιεχόμενο—της λέξης πρόσωπο—που θα εκβιάσει την στανική προσληψή του από τον φορέα στον οποίο αναφέρεται. Δηλαδή αν ο άνθρωπος π.χ. οριστεί ως πρόσωπο αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως ορίζεται και ως φορέας σχέσης αλλά είναι αυτή αύτη η στροφή του ανθρώπου προς τα έξω που ορίζει τη σχέση και ως εκ τούτου αποδίδεται από τη λέξη, εν προκειμένω, πρόσωπο. Η σχέση, λοιπόν, είναι αποκλειστική δυνατότητα του προσώπου που «εκφράζεται καταρχήν με τη λειτουργία της συνείδησης». Η λειτουργία της συνείδησης είναι αναφορική, σημαίνει μία a priori σχέση προς τα αντικείμενα. Έτσι η συνείδηση είναι μία «προσωπική» ιδιότητα. Εν τούτοις δεν αρκεί για να ερμηνεύσει την καθολικότητα του προσώπου, και άρα οφείλουμε να κάνουμε την διάκριση «ανάμεσα στην υποκειμενικότητα της γνώσης και στην αντικειμενικότητα του συνειδησιακού περιεχομένου της γνώσης». Η διαφορά  αυτή δεν είναι θεωρητική αλλά πραγματική, «ορίζει την πραγματικότητα του προσώπου, την προτεραιότητα του προσώπου ως προς την συνείδηση». «Είναι» ως πρόσωπο σημαίνει μια «δυνατότητα επίγνωσης πριν από κάθε «σημαντική» διαμόρφωση των περιεχομένων της συνείδησης». Τελικά, «το πρόσωπο προηγείται από κάθε νοηματικό-αντικειμενικό καθορισμό» πράγμα που σημαίνει ότι «η αφετηριακή προϋπόθεση του οντολογικού ερωτήματος (για τα όντα και το είναι, τη σχέση και τη διαφορά τους) δεν είναι η συλλογιστική ικανότητα του ανθρώπου, αλλά η καθολική πραγματικότητα του προσώπου». Η ανθρωπολογική αυτή θεώρηση του προσώπου κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου δεν είναι δυνατό να νοηθεί άνευ της θεολογίας «τὸ πρόσωπον ὡς ἔννοια καὶ ὡς βίωμα εἶναι γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πατερικῆς θεολογίας. Χωρὶς αὐτὴν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθῆ οὔτε νὰ δικαιωθῆ τὸ βαθύτατον περιεχόμενόν του».

Α. Το πρόσωπο στην Αγία Τριάδα.

    Συνοπτικά οι εισηγητές της θεολογίας του προσώπου διατύπωσαν τα εξής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διέκριναν μεταξὺ «φύσεως» ή «ουσίας» και «υποστάσεως» ή προσώπου. Για τους Πατέρες ουσία ανυπόστατη δεν υφίσταται. «Ὅτι φύσις μὲν οὐκ ἂν εἴη ποτὲ ἀνυπόστατος, οὐ μὴν ἡ φύσις ὑπόστασις· οὐδὲ τὸ μὴ ἀνυπόστατον εἰς ὑπόστασιν θεωρεῖται. Ἐπειδὴ οὐδὲ ἀντιστρέφει. Ἡ μὲν γὰρ ὑπόστασις, πάντως καὶ φύσις· ὥσπερ καὶ τὸ σχῆμα, πάντως σῶμα. Οὐκ ἔστιν γὰρ ὑπόστασιν νοῆσαι ἄνευ φύσεως· οὐ δὲ πάλιν σχῆμα ἢ χρῶμα ἄνευ σώματος· ἡ δὲ φύσις, οὐ πάντως καὶ ὑπόστασις». Ο Άγιος Μάξιμος δηλώνει ότι: «ἡ μὲν φύσις τὸν τοῦ εἶναι λόγον κοινὸν ἐπέχει, ἡ δὲ ὑπόστασις, καὶ τὸν τοῦ καθ' ἑαυτὸ εἶναι... ἡ μὲν φύσις εἴδους λόγον μόνον ἐπέχει, ἡ δὲ ὑπόστασις καὶ τοῦ τινός ἐστι δηλωτική». Άρα η ουσία δηλώνει το γενικό, το καθολικό, το κοινό με όλους, ενώ η υπόσταση δηλώνει και το ιδιαίτερο, το ατομικό, τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως της ίδιας φύσεως. Όμως, κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου, αυτό το οποίο στάθηκε τομή στις συζητήσεις ήταν η ταύτιση από τους Πατέρες του όρου «πρόσωπο» με τον όρο «υπόσταση». Ο Μητροπολίτης Περγάμου ισχυρίζεται ότι η βαθυτερή σημασία αυτού του ταυτισμού συνίσταται στα εξής: α) Το πρόσωπο είναι «αὐτή αὕτη ἡ ὑπόστασις τοῦ ὄντος», και β) τα όντα ανάγουν το είναι τους στο πρόσωπο, το «ὁποῖον συνιστᾶ τό εἶναι, δηλαδή κάμει τά ὄντα νά εἶναι ὄντα». Με άλλα λόγια το πρόσωπο γίνεται το «ὄν καθ’ ἑαυτό καί συγχρόνως τό συστατικόν (ἡ «ἀρχή» ἤ ἡ «αἰτία») τῶν ὄντων». Κατά τον Γιανναρά «Το οντολογικό περιεχόμενο, που έδωσε στον όρο (πρόσωπο) η ελληνική πατερική γραμματεία, είναι, ακριβώς, η απόλυτη ετερότητα ως υπαρκτική διαφορά από την ουσία. Συλλαμβάνουμε την ουσία ως το γεγονός του καθόλου, ως είδος, ως κοινότητα γνωρισμάτων, αλλά, προκειμένου περί του Θεού και του ανθρώπου, η ουσία υπαρχει μόνο «ἐν προσώποις», και το πρόσωπο είναι η απολυτη ετερότητα ως προς τα κοινά γνωρίσματα της ουσίας». Ενώ ο Μητροπολίτης Περγάμου ισχυρίζεται ό,τι οι Έλληνες Πατέρες θεωρούν πως «Ο ένας Θεός δεν είναι η μία ουσία, αλλ’ ο Πατήρ, ο οποίος είναι και η ΄΄αιτία΄΄ της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Πνεύματος. Η οντολογική αρχή του Θεού ανάγεται, συνεπώς, και πάλιν εις το πρόσωπον. Έτσι όταν λέγωμεν ότι ο Θεός ΄΄είναι΄΄, δεν δεσμεύομεν την προσωπικήν ελευθερίαν του Θεού—το είναι του Θεού δεν είναι ένα οντολογικόν ΄΄δεδομένον΄΄ ή μια απλή ΄΄πραγματικότης΄΄ δια τον Θεόν—αλλά ανάγομεν το είναι του Θεού εις την προσωπικήν ελευθερίαν Του. Αναλυτικώτερα αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως Πατήρ και όχι ως ΄΄ουσία΄΄, με το να ΄΄είναι΄΄ διαρκώς επιβεβαιώνει την ελευθέραν θέλησίν του να υπάρχη, και την διαβεβαίωσίν αυτήν συνιστά ακριβώς η Τριαδική Του ύπαρξις: «ο Πατήρ από αγάπην—δηλαδή ελεύθερα—γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα. Αν υπάρχει Θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, δηλαδή Εκείνος, ο οποίος από αγάπην ελευθέρα γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα. Έτσι ο Θεός ως πρόσωπον—ως υπόστασις του Πατρός—κάμει την μίαν θείαν ουσίαν να είναι αυτό που είναι: ο ένας Θεός». Ο Πατήρ είναι αιτία, ο Υιός το αιτιατόν, άρα ο Πατήρ είναι μείζων. Ως εκ τούτου η οντολογική αρχή ανάγεται στο πρόσωπο του Πατρός.

Β. Οντολογική προτεραιότητα και απόλυτη ετερότητα του προσώπου.

Τα παραπάνω συγκεφαλαιώνουν και όλη την Θεολογία του Προσώπου. Ο καθηγητής κ. Χρυσόστομος Σταμούλης στην κριτική του προσέγγιση, θεωρεί ότι δύο είναι οι προβληματικοί πυρήνες της συγκεκριμένης σύνθεσης: 1. η ανερμάτιστη ταύτιση τόσο σε θεολογικό, όσο και σε ανθρωπολογικό επίπεδο της φύσης με την ανάγκη και του προσώπου με την ελευθερία. 2. η ακατανόητη κειμενικά ταύτιση υποστάσεως και όντος στον Θεό και η εικονική προβολή της στον άνθρωπο. Σχολιάζοντας, ο Σταμούλης, τα παραπάνω κάνει λόγο για εισαγωγή διαλεκτικής στις σχέσεις φύσεως και προσώπου, και συμπεραίνει ότι η οντολογική προτεραιότητα οδηγεί στην διάλυση του όντος. Η παραπάνω ερμηνευτική εκτροπή εισέρευσε πολλά δεινά. Η οντολογική προτεραιότητα του προσώπου που επιστρατεύτηκε για να αποτελέσει έρεισμα για την μοναρχία του Πατρός λειτούργησε εις βάρος του ομοουσίου και άρα λησμόνησε και όσα απορέουν από αυτό.
Ο Ιωάννης Παναγόπουλος ισχυρίζεται ότι αν δεχθούμε την εκδοχή του προσώπου του Πατρός ως «ὀντολογικής αἰτίας» της τριαδικής υπάρξεως του Θεού τότε αυτή η άποψη διαφοροποιεί τη θεία ουσία από το προσωπικό ιδίωμα του Πατρός και προσάπτει στην πατρότητα του Θεού Πατρός την οντολογική αιτία των τριαδικών προσώπων. Όπως όμως ειδαμε ο Θεός Πατήρ δεν είναι «ὀντολογική αἰτία» των τριαδικών προσώπων αλλά των υποστατικών τους ιδιωμάτων. Η ουσία του Θεού είναι υπερούσιος. Αν, η παραπάνω εκδοχή ισχύει, τότε οφείλουμε να συνδέσουμε με το πρόσωπο και άλλες οντολογικές κατηγορίες, όπώς την ελευθερία ή την αγάπη. Αυτές όμως είναι μεθεκτές ενέργειες της θείας ουσίας. Πράγμα που μας δείχνει ότι η ουσία δεν υπάρχει λόγος να υφίσταται. Αφού το πρόσωπο είναι ο φορέας των ενεργειών δεν είναι άτοπο να μιλήσουμε για ένα απολύτως αυτονομημένο πρόσωπο, μια απόλυτη ετερότητα όπως ισχυρίζεται και ο Γιανναράς. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μας προφυλάσσει λέγοντας: «Κοινὸν τοίνυν ἡ οὐσία, ὡς εἶδος, μερικὸν δὲ ἡ ὑπόστασις. Μερικὸν δέ, οὐχ ὅτι μέρος τῆς φύσεως ἔχει, μέρος δὲ οὐκ ἔχει, ἀλλὰ μερικὸν τῷ ἀριθμῷ, ὡς ἄτομον· ἀριθμῷ γὰρ καὶ οὐ φύσει διαφέρειν λέγονται αἱ ὑποστάσεις», και πιο κάτω «Ὥστε τὸ κοινὸν μετὰ τοῦ ἰδιάζοντος ἔχει ἡ ὑπόστασις καί τό καθ’ ἑαυτὴν ὑπάρξαι· ἡ οὐσία δέ, καθ᾿ ἑαυτὴν οὐχ ὑφίσταται, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ὑποστάσεσι θεωρεῖται». Για τους Πατέρες, οι διακρίσεις στην Αγία Τριάδα είναι όσες και οι ενώσεις, δεδομένου δε του αποφατικού και πέραν πάσης νοήσεως χαρακτήρα αυτών των διακρίσεων και ενώσεων καθίσταται αδιανόητο να αντιδιαστείλλουμε το πρόσωπο από την ουσία και να εισάγουμε προτεραιότητα τινός έναντι τινός.
Εάν το πρόσωπο αποκτήσει αυτή την οντολογική προτεραιότητα τότε δύο τινά μπορούν να συμβούν: α. ή να θεωρηθεί η ουσία ως «κοινότης τις λόγῳ μόνῳ θεωρητή, ἐν οὐδεμιᾷ δέ ὑποστάσει τό εἶναι ἔχουσα» ή β. να υποκαταστήσει το πρόσωπο την ουσία. Οι Πατέρες προκειμένου να αποκλείσουν οποιαδήποτε διαλεκτική ή αιτιατή σχέση προσώπου-ουσίας εισήγαγαν τον όρο «περιχώρησις». Ως «περιχώρησις» νοούμε ότι: «Καί ὁ Πατήρ, οὐκ ἐπεί Πατήρ, Θεός· ἀλλ’ ἐπεί οὐσία τοιάδε· εἰς ἐστι Πατήρ, καί ὁ Υἱός Θεός. Καί δι’ ἥν αἰτία Πατήρ ὁ Θεός, καί Υἱός Θεός καί Πνεῦμα ἅγιον Θεός». Αυτό σημαίνει ότι ο Λόγος ενώ έχει την υπαρξή του προαιωνίως από τον Πατέρα, έχει όμως και την αΐδιότητα ως αυτοζωή και όχι ως μετούσία. Ως αΐδιος αυτοζωή ο Λόγος υπάρχει επειδή έχει την κοινή ουσία της θεότητας καί όχι ένεκα του προσώπου του Πατρός. «Ἀνάγκη πᾶσα τῆς ἁπλότητος ὁμολογουμένης, αὐτοζωήν εἶναι τόν Λόγον οἴεσθαι, οὐ ζωῆς μετουσίαν». Ομοίως το Άγιο Πνεύμα είναι άγιον διότι είναι αυτοαγιότης. «…καί ἡ κοινωνία καί ἡ διάκρισις, οὔτε τῆς τῶν ὑποστάσεων διαφοράς τό τῆς φύσεως συνεχές διασπώσης, οὔτε τῆς κατά τήν οὐσίαν κοινότητος τό ἰδιάζον τῶν γνωρισμάτων ἀναχεούσης. Μή θαυμάζεις δέ εἰ τό αὐτό καί συνημμένον και διακεκριμένον εἶναι φαμέν…». Τα σχήματα δεν ερμηνεύουν το είναι αλλά επιστρατεύονται για να παραστήσουν το πως έχει η σχέση ουσίας-υποστάσεως. Τα υπόλοιπα ανήκουν στον Θεό. Αυτή όμως η προσέγγιση αποκλείει από την ουσία κάθε είδους οντολογική αναγκαιότητα και από το πρόσωπο κάθε έννοια απόλυτης ετερότητας. Η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης δεν μας επιτρέπει να δούμε το ανθρώπινο πρόσωπο υπό το πρίσμα των θείων προσώπων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό με βάση τα τριαδικά πρόσωπα να οδηγηθούμε επαγωγικά σε μια Θεολογία του Προσώπου. Όμως για το ζήτημα της ετερότητας και του σχεσιακού συστήματος της θεολογίας του προσωπου  ας δούμε και τα παρακάτω.

Γ. Σχεσιακό σύστημα και ετερότητα.

Κατά τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό η θεία φύση τα έχει όλα από τον εαυτό της. Συνάμα δε, αυτή είναι που μεταδίδει κάθε αγαθό στα δικά της δημιουργήματα. Είναι το γενικό, το καθολικό. Είναι, επομένως, η ουσία, ο κοινός και ενιαίος λόγος των ομοειδών όντων. Όλα τα όντα που έχουν την ίδια ουσία δεν παρουσιάζουν ποσοτικές διαφοροποιήσεις ή αλλοιώσεις καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε υπαρκτική διαφοροποίηση και έκπτωση σε ένα άλλο είδος. Η ουσία είναι «Ἡ ἐν ἀλλήλαις τῶν ὑποστάσεων μονή τε καὶ ἵδρυσις». Η ουσία είναι ο κοινός υπαρκτικός «τόπος» των επιμέρους υποστάσεων. Φανερώνει την κοινότητα των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν τις υποστάσεις. Η υπόσταση είναι ο φορέας της ουσίας, ο τρόπος ύπαρξης της ουσίας. Ενώ λοιπόν η έννοια της ουσίας φανερώνει την κοινότητα των ιδιωμάτων, η έννοια της υπόστασης συνιστά την αχωρίστως επιμέρους υπαρκτική πραγματοποίηση της ουσίας. Παραδεχόμαστε  λοιπόν ότι ο καθένας από τους τρεις έχει τέλεια υπόσταση, «ἵνα μὴ ἐκ τριῶν ἀτελῶν μίαν σύνθετον φύσιν τελείαν γνωρίσωμεν», άλλα μία απλή ουσία σε τρείς τέλειες υποστάσεις. Διότι είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις. Κατά συνέπεια, συνεχίζει ο Άγιος Ιωάννης,  δεν λέμε το είδος (το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό) από τις υποστάσεις, αλλά στις υποστάσεις. Ατελή είναι όσα δεν σώζουν το είδος του πράγματος που αποτελείται από αυτά. Π.χ. το λιθάρι και το ξύλο και το σίδερο είναι το καθένα τέλειο καθεαυτό κατά την δική του φύση, αλλά έν σχέσει πρός το σπίτι που αποτελείται από αυτά, διότι απομονωμένο το καθένα από αυτά δεν είναι σπίτι. Οι υποστάσεις όμως είναι τέλειοι Θεοί και η κάθε μία από αυτές, δεν έχει ανάγκη την σωστή σχέση και κοινωνία για να είναι Θεός και φυσικά δεν νοείται σε καμμία περίπτωση η απόλυτη ετερότητα που έχει εισάγει η Θεολογία του Προσώπου. Παραδεχόμαστε λοιπόν τέλειες τις υποστάσεις, συνεχίζει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, για να μη νοήσουμε σύνθεση στη θεία Φύση! διότι η σύνθεση είναι αρχή της διασπάσεως. «Καὶ πάλιν ἐν ἀλλήλαις τὰς τρεῖς ὑποστάσεις λέγομεν, ἵνα μὴ πλῆθος καὶ δῆμον θεῶν εἰσαγάγωμεν». Σαφέστατα ο Άγιος Ιωάννης δεν αναφέρεται σε σχεσιακό σύστημα, αλλά τονίζει «ἐν ἀλλήλαις». Όπως είδαμε οι υποστάσεις είναι αχώριστες μεταξύ τους χωρίς να λείπει η μία από την άλλη· έχουν την αλληλοπεριχώρησή τους ασύγχυτη, ώστε ούτε να συγχωνεύονται ούτε να συγχέονται, αλλά να είναι σε αρμονία μεταξύ τους «ἀλλ᾿ ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων».  Συνεχίζει: «Γιατί ο Υιός είναι στον Πατέρα και στο Πνεύμα, και το Πνεύμα στον Πατέρα και στον Υιό, και ο Πατέρας στον Υιό και στο Πνεύμα, χωρίς να γίνει καμία συναίρεση ή ανάμιξη ετερόκλητων στοιχείων ή σύγχυση». Και αλλόύ: «Διὰ μὲν τῶν τριῶν ὑποστάσεων τὸ ἀσύνθετον καὶ ἀσύγχυτον, διὰ δὲ τοῦ ὁμοουσίου καὶ ἐν ἀλλήλαις εἶναι τὰς ὑποστάσεις καὶ τῆς ταυτότητος τοῦ θελήματός τε καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κινήσεως, ἵν᾿ οὕτως εἴπω, τὸ ἀδιαίρετον καὶ τὸ εἶναι ἕνα Θεὸν γνωρίζομεν». Έτσι μάλλον οφείλουμε να αγαπούμε το όμοιο, το κατ’ εικόνα του Κυρίου, όπως και το σύνολο της ασκητικής γραμματείας και εμπειρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διδάσκει, και όχι το έτερον. Η Εκκλησία μας αναγνωρίζει στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου το κατ’ εικόνα του Κυρίου και αυτό αγαπά. Το πρόσωπο του Κυρίου είναι χαρισματικά το πρόσωπο των μελών του σώματος μιας και ο Κύριος είναι αυτός που προσέλαβε το έτερο. Την ανθρώπινη φύση. Άρα ο άνθρωπος οφείλει να τείνει προς ομοίωση και όχι να εμμένει στο έτερο. Προσλαμβάνεται και δεν προσλαμβάνει. Είναι η ενότητα και όχι η ετερότητα που ο Κύριος προάγει. Αυτό που χαρακτηρίζεται ως ετερότητα είναι τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, όταν εννοείται στα πλάισια του σώματος του Κυρίου. Άρα δεν μιλάμε για ετερότητα αλλά ποικιλία δωρεάς χαρισμάτων. Για δε τους μη ευρισκόμενους εντός του σώματος, όπως προείπαμε η Εκκλησία αναγνωρίζει την αμαυρωμένη εικόνα ένεκα της πτώσεως και όχι κάτι έτερο. Ζητούμενο είναι η Βασιλεία των Ουρανών, η καινή κτίσης και όχι η αυτονόμηση και η επιμονή στην πτώση.

Δ. Το Αυγουστίνειο υπόβαθρο του προσώπου.

Ο Paul Henryθεωρεί ότι ο Αυγουστίνος είναι ο πρώτος στοχαστής που έφερε στην επιφάνεια φιλοσοφικές και ψυχολογικές έννοιες για το πρόσωπο και την προσωπικότητα. Έννοιες οι οποίες έχουν ζωτική σημασία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Αναφέρει ότι η χριστιανική Εκκλησία δανείστηκε από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία τον όρο πρόσωπο αλλάζοντας και εμπλουτίζοντας τον. Έτσι ενώ αρχικά σήμαινε το προσωπείο, τη μάσκα, μετασχηματίστηκε εννοιολογικά για να υποδείξει το Θείο Πρόσωπο. Ο Αυγουστίνος στην προσπαθειά του να πολεμήσει την αίρεση του Αρείου καταλήγει να πεί ότι ένα Θεϊκό πρόσωπο είναι συγχρόνως: 1) Μια πραγματικότητα καθ’ εαυτή, απόλυτη και 2) επίσης μία πραγματικότητα κατ΄άλλην (adalium), υπάρχουσα σε σχέση ως προς τον άλλον, δυναμικά οδηγούμενη από τον άλλον. Έτσι τα Θεϊκά πρόσωπα δημιουργούν ένα δίκτυο διαρκούς σχέσεως. Η Θεϊκη ύπαρξη είναι το ιδεατό κάθε ανθρώπινης προσωπικής ύπαρξης διότι είναι πλήρης μόνο σε σχέση με κάποιον άλλον στην κοινωνία της ενότητας. Η πηγή δε, της ενότητας στον Θεό είναι ο Πατήρ, από τον οποίο και εκπηγάζει η θεότης. Για τον Αυγουστίνο η εσωτερική ζωή του ανθρώπου προσφέρει μια αναλογία για τις Θείες προόδους. Είναι μία βασική αναλογία για την κατανόηση της ζωής του Θεού. Δημιουργεί κατ΄αυτόν τον τρόπο πολλές ανθρώπινες ψυχολογικές κατηγορίες στην εσωτερική ζωή του Θεού. Η πιο τέλεια αναλογία της ζωής του Θεού είναι ο άνθρωπος που δεν είναι κλειστός στον εαυτό του αλλά ο άνθρωπος που σχηματίζει την προσωπικότητα του στον Θεό σαν πηγή του είναι του. Η σχέση του εγώ με το εσύ είναι σωστή μόνο αν αναφερθεί σε ένα ανώτερο ον στο οποίο το εγώ και το εσύ είναι συστατικό του είναι του. Έτσι ο άνθρωπος δεν είναι λύκος για τον συνανθρωπό του αλλα ένα ον που είναι πρόσωπο. Αυτό συμβαίνει μόνο στο βαθμό που, ο άνθρωπος, βρίσκεται σε σχέση με άλλα πρόσωπα, μόνο στο βαθμό που βρίσκεται σε διάλογο, σε μια αλληλοπροσφορά. Ο Paul Henry καταλήγει ότι για τον Αυγουστίνο το πρόσωπο είναι το κατ’ άλλον, αναφερόμενο σε σχέση με άλλους, ανοιχτό σε όλους και οριζόμενο σαν πρόσωπο ακριβώς από αυτή την σχέση. Το πρόσωπο εκφράζεται σε μια αμοιβαιότητα, σε μια κοινωνία. Υπό αυτές τις προυποθέσεις μια σωστή κοινωνία θα βασίζεται στη δίκαιη σχέση του εγώ-εσύ. Θα μπορέσουμε έτσι να δούμε αυτό που είναι μοναδίκο και ανεπανάληπτο στον άλλον, που είναι και δικό μας διότι το μοιραζόμαστε. Εν κατακλείδι το πρόσωπο ως έννοια, οριζόμενο ως σχέση χρωστά στον Αυγουστίνο την προελευσή του και όχι στους Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Περγάμου θεωρεί ότι η επιβίωση του προσώπου ως μοναδικής και ελεύθερης υπόστασης, ως αγαπώντος και αγαπώμενου συνιστά την σωτηρία. Ενώ θέωση «σημαίνει μετοχήν ὄχι εἰς τήν φύσιν ἤ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἰς τήν προσωπικήν Του ὕπαρξιν». Η ανωτέρω άποψη έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το σύνολο της Πατερικής θεολογίας μιας και οι Πατέρες μιλούν για μετοχή στις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρατηρεί, ότι η θεία ουσία παραμένει άγνωστη, απρόσιτη και αμέθεκτη για κάθε κτίσμα. Αντίθετα, η θεία Χάρη θεωρείται ως αμέθεκτη μόνον σ’ όσους στερούνται τις προϋποθέσεις για την θέα και την βίωσή της, ενώ φανερώνεται και μετέχεται απ’ όσους έχουν κατάλληλες, πνευματικές αισθήσεις. Ο Θεός, λοιπόν, φανερώνεται μόνο κατά την ενέργεια και την Χάρη του και ποτέ κατά την ουσία του. Εφόσον η αγάπη είναι φυσική ενέργεια του Τριαδικού Θεού και όχι των υποστάσεων δεν είναι δυνατό να μιλάμε στην θεολογική Τριάδα για έρων και ερώμενο ή αγαπών και αγαπώμενο. Αλλού ο Μητροπολίτης Περγάμου αναφέρει «Ἡ Πατερική Θεολογία θέλει τό πρόσωπο κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ» πράγμα που κατά τον Henry αναφέρει ο Αυγουστίνος. Για τους Πατέρες όμως είναι η ανθρώπινη φύση πλασθείσα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση διότι αν ισχύει αυτό που λένε ο Μητροπολίτης Περγάμου και ο Αυγουστίνος τότε: 1) ή ο Χριστός δεν προσέλαβε το κατ’ εικόνα επειδή δεν προσέλαβε ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά ανθρώπινη φύση, ή 2) ο Χριστός προσέλαβε ανθρώπινο πρόσωπο οπότε δεν αληθεύει η τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος.
    Για τον Γιανναρά ο Θεός είναι προσωπικός ως ύπαρξη και άρα η Θεότητα συνίσταται σε μια δεδομένη σχέση και κοινωνία Προσώπων. Η υποστατική ετερότητα αποκαλύπτεται στην καθολική κοινωνία κάθε Θείου Προσώπου με τα άλλα Πρόσωπα της Τριάδος με «τήν τέλεια ἀπουσία κάθε στοιχείου ὐπαρκτικής αὐτοτέλειας(!!;)—καί αὐτό τόν τρόπο τῆς ὑπαρκτικῆς κοινωνίας τόν ὀνομάζουμε περιχώρηση». Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι η ετερότητα των προσωπων είναι ετερότητα ενός τρόπου ύπαρξης που υπερβαίνει τον περιορισμό της υπάρξεως από τη φύση και αποκαλύπτεται μόνο στο γεγονός της αγαπητικής κοινωνίας και σχέσης. Ενώ είναι το πρόσωπο που προσδιορίζει την ουσία του, μιας και αποτελεί τον τρόπο ύπαρξης της ουσίας. Όμως η διάκριση δεν είναι ετερότητα. Τα πρόσωπα δεν είναι απόλυτες ετερότητες αλλά διακρίσεις της φανέρωσης του Θεού. Η πρόοδος της αλήθειας είναι μόνο η αλήθεια και όχι κατι άλλο. Πως θα μπορούσε εξάλλου από την αλήθεια να προοδεύσει το απολύτως έτερο;.
    Γενικότερα παρατηρούμε ότι υιοθετείται από τους Henry, Μητροπολίτη Περγάμου και Γιανναρά η θεωρία του Αυγουστίνου. Συνεπώς για αυτούς: 1) το πρόσωπο ορίζεται ως σχέση του εγώ με το εσύ, 2) η Αγία Τριάδα είναι κοινωνία προσώπων που κοινωνούν και αγαπιούνται με αμοιβαιότητα κατά το πρότυπο των ανθρώπων της πτώσεως. Επίσης διάχυτη είναι και η αποστροφή προς τον όρο άτομο. Βέβαια για τους Πατέρες «ἡ δὲ ὑπόστασις ἄτομον δηλοῖ, ἤτοι Πατέρα, Υἱόν, Πνεῦμα Ἅγιον».
    Προκειμένου να διαφοροποιηθούν από την Αυγουστίνεια θεωρία περί προσώπου ο Μητροπολίτης Περγάμου και ο Γιανναράς προκρίνουν το πρόσωπο έναντι της ουσίας δινοντας του οντολογική προτεραιότητα, εξάρουν δε το πρόσωπο του Πατρός. Έτσι εισάγουν διαφορά ανάμεσα στις διακρίσεις και τις ενώσεις.  
Ο Γιανναράς αναγνωρίζει οντολογική προτεραιότητα στην Υπόσταση πράγμα που μας οδηγεί στην βιωματική εμπειρία της σχέσης με το Πρόσωπο του Λόγου. Έτσι η κλήση για την πραγματοποίηση μιας σχέσης, εκτός της θείας Ουσίας, είναι μία πράξη ελευθερίας, «ἀποκαλυπτική τοῦ προσωπικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς θείας Οὐσίας, καί ὄχι μία φυσική ἀναγκαιότητα». Το πρόσωπο συγκεφαλαιώνει τη φύση, προσδιορίζει τη φύση χωρίς να προσδιορίζεται από αυτήν. Και αλλού αναφέρει ότι τα θελήματα ή ενέργειες της φύσεως διακρίνονται από την φύση και υποστηρίζει ότι αναφέρονται στον τρόπο υπάρξεως της φύσεως στις υποστάσεις δηλαδη. Αντίστοιχες θέσεις του Μητροπολίτη Περγάμου έχουν αναφερθει στην ενότητα «Το πρόσωπο στην Αγία Τριάδα».
Όμως, ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης διατυπώνει σαφέστατα: «ἐπεί μή πρόσωπον δηλοῖ τό Θεός, ἀλλά τήν οὐσίαν».  

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ


Θα προχωρήσουμε στο μέτρο του δυνατού, σε μια προσπάθεια αποσαφήνισης ορισμένων πτυχών της εργασίας μας. Προς τούτο και για να γίνει κατανοητή η συνάφεια μεταξύ της Θεολογίας του Προσώπου και του Οικουμενισμού, αρχικά μελετούμε το ζήτημα του ορισμού της αίρεσης του Οικουμενισμού ως παναίρεσης. Στη συνέχεια αναδεικνύουμε το πώς η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία συγκεφαλαιώνει τις βασικές θέσεις της Θεολογίας του Προσώπου και άρα πως η Θεολογία του Προσώπου τροφοδοτεί την αίρεση. Έπειτα μελετούμε το πώς οι θέσεις, της Θεολογίας του Προσώπου, περί ετερότητας και του σχεσιακού συστήματος που εισάγει, είναι οι θέσεις της σύγχρονης Πολιτικής Ορθότητας. Η οποία Πολιτική Ορθότητα ή Πολιτιστικός Μαρξισμός, όπως είδαμε εν τάχει στην εργασία, είναι η ωρίμανση του μαρξισμού. Οφείλουμε να δούμε όμως ποια είναι η μήτρα που γέννησε το μαρξισμό και ενδεχομένως να εξετάσουμε την αιτία της εμφανέστατης ταυτότητας των λέξεων, νοημάτων και εν κατακλείδι στόχευσης: ενός μεσσιανικού χιλιασμού. Αρχίζει να διαφαίνεται ότι ο Οικουμενισμός έχει μια βαθειά πολιτική-υλιστική δομή. Είναι ταυτόχρονα και πολιτικό φαινόμενο με πολιτιστικό πρόσχημα.

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ


Το πρώτο και κύριο ερώτημα που μας απασχολεί τίθεται πολύ απλά ως εξής: Τι ακριβώς είναι ο Οικουμενισμός; Είναι τα συλλείτουργα και οι συμπροσευχές το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Οικουμενισμού; Είναι η θέση των οικουμενιστών περί διαιρημένης-διασπασμένης Εκκλησίας; Ο Άρειος δίδασκε την κτιστότητα του Κυρίου, ο Νεστόριος δίδασκε ότι ο Χριστός υπάρχει ως δύο πρόσωπα και ανακάλυπτε μια ένωση ηθική, ο Ευτύχης δίδασκε ότι ο Χριστός μετέχει μόνο μίας φύσεως. Ο Οικουμενισμός τι ακριβώς διδάσκει; Ποιες είναι ακριβώς οι κακοδοξίες του Οικουμενισμού; Με ποιες ακυρώνει την σωτηρίας μας; Είναι σαφές ότι τα συλλείτουργα και οι συμπροσευχές δεν αποτελούν το περιεχόμενο της αιρέσεως. Είναι παρενέργειες της αίρεσης. Κάποια από τα αποτελέσματά της. Οι Πατέρες όταν αντιμετώπιζαν την αίρεση δεν επικαλούταν παραβίαση Κανόνων, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά της αίρεσης και την αποδομούσαν ώστε να διασώσουν την ορθή πίστη, να καταλάβει ο λαός του Θεού τι ακριβώς είναι αυτό που λειτουργεί ως εμπόδιο στην σωτήρια τους.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Οικουμενισμός είναι μια σύνθεση όλων των αιρέσεων και άρα ως τέτοια μπορούμε να την εκλάβουμε ως παναίρεση. Στον παραπάνω ισχυρισμό τίθεται το ερώτημα: πως εννοείται η σύνθεση; Είναι παναίρεση ως σύνοψη των αιρέσεων—πράγμα όχι εμφανές, μιας και δεν αποδίδει τις αρχαίες αιρέσεις με τα ονόματά τους και τα περιεχόμενα τους, δηλαδή π.χ. δεν μιλάει για μονοφυσιτισμό καθ’ εαυτού. Έπειτα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτό που η εκκλησιαστική ιστορία διδάσκει: ότι το κακό εξελίσσεται και άρα η πηγή του κακού υιοθέτει συνεχώς νέα σχήματα για να υπερφαλαγγίσει την πίστη. Άρα η αίρεση οικοδομεί πάνω στα προηγούμενα για να μπορέσει να εκλεπτυνθεί τόσο ώστε ακόμη και οι εκλεκτοί να παραπλανηθούν. Ή είναι παναίρεση, ως νέα αίρεση η οποία όμως υπέρκειται όλων των παλαιοτέρων—ενδεχομένως να προσλαμβάνει όλες τις παλαιότερες—της οποίας όμως η διατύπωση είναι ασαφής ή δεν είμαστε σε θέση ακόμη να την  αποκρυπτογραφήσουμε;
Πιστεύουμε ότι υφίσταται μια συνδυαστική εκδοχή και ότι η παναίρεση, όπως την χαρακτηρίζει και ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, υφίσταται ως νέα αίρεση η οποία προσλαμβάνει μέρος των παλαιοτέρων διατυπώσεων, ενώ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ταυτόχρονα και ως η τελειότερη έκφραση αυτής ακριβώς της εξέλιξης. Ως νέα αίρεση στρέφεται προς τα οπίσω και χειραγωγεί το σύνολο των αιρέσεων ενώ βλέπει μόνο μπροστά. Το μπροστά της αιρέσεως είναι η εσχατολογία ή αλλιώς η αναμονή της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου με τον τρόπο του ανθρώπου της πτώσεως. Η Βασιλεία εκλαμβάνεται ως αποκατάσταση. Ή διαφορετικά η Βασιλεία εκλαμβάνεται ως Βασιλεία του Κυρίου αλλά με τον τρόπο που επιθυμεί ο άνθρωπος. Πρόκειται στην ουσία για μια εκκαθάριση, με το όπλο της αγαπολογίας, όλων αυτών οι οποίοι δεν αντέχουν να πιστέψουν ότι ο άνθρωπος γίνεται Θεός από μόνος του και επιμένουν να θέλουν να είναι χαρισματικά αδέρφια του Κυρίου. Που επιμένουν να επιστρέφουν στην μετάνοια και να ελπίζουν αυτά που δεν βλέπουν. Το όραμα της παγκόσμιας ειρήνης λόγου χάρη, είναι μόνιμη επωδός της αιρέσεως. Γίνεται φανερό ότι ένας χιλιασμός κρύβεται στα βάθη της αιρέσεως. Οι πειρασμοί του Κυρίου προφανώς έχουν υιοθετηθεί από τους φορείς της αιρέσεως. Διότι αν η ουσία της πίστεως είναι η εσχατολογική αποκατάσταση τότε σαφέστατα οι Άγιοι έχουν καταταγεί, ήδη, σε άλλη Βασιλεία.
Η αίρεση είναι δυσδιάκριτη, έχει ισοπεδωτικό χαρακτήρα ως προς τα δόγματα, υιοθετεί κίβδηλους τρόπους που την καθιστούν περίπου χριστιανική διδασκαλία (π.χ. επίκληση της αγάπης), έχει βαθειά εξουσιαστικό χαρακτήρα. Δεν προσβάλλει μία συγκεκριμένη αλήθεια, αλλά το σύνολο της ορθόδοξης πίστης, χωρίς όμως φαινομενικά να την αμφισβητεί. Η αναγωγή της αλήθειας σε ψέμα και του ψέματος σε αλήθεια, η αναστροφή των εννοιών των πραγμάτων, η ηθελημένη αμφισημία, η διγλωσσία, η τεχνητή ασάφεια λόγων και κειμένων είναι τακτικές των οπαδών της αιρέσεως. Επιδίδεται σε μια ακατάσχετη, άκρως υποκριτική και μακράν της χαρισματικής αγάπης του Κυρίου, αγαπολογία, ενώ συνέδρια «στήνονται» με μοναδικό σκοπό να επικοινωνήσουν αυτού του είδους τις απαράδεκτες υπερβολές.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τις ίδιες ακριβώς μεθοδολογίες που δημιουργούν σύγχυση και πλάνη μετέρχεται και η Πολιτική Ορθότητα. Η κοινή αποστολική παράδοση και διαδοχή, η θεωρία των αδερφών εκκλησιών, η βαπτισματική θεολογία είναι τα νέα δόγματα. Ο Οικουμενισμός ως προς τούτο διαπνέεται από 1) δογματικό μινιμαλισμό, 2) την αρχή της περιεκτικότητας και 3) της θεωρίας των κλάδων. Χαρακτηρίζεται, από την καταπάτηση, κατά περίπτωση, των Ιερών Κανόνων από την ιεραρχία και την υιοθέτηση μιας απύλωτης πνευματοκρατίας. Και συγκεκριμένα αποδέχεται μια νέα οικονομία. Την Οικονομία του Αγίου Πνεύματος, η οποία πιστεύουμε ότι είναι και η κινητήριος δύναμη και η ψυχή της αιρέσεως αντικαθιστώντας τον Κύριο. Επ’ αυτού νομίζουμε, όπως έχουμε σημειώσει, θα πρέπει να ερευνηθεί το ποιόν της αιρέσεως. Η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία συγκεφαλαιώνει όλα τα παραπάνω παραδίδοντας μια νέα εκκλησία.
Οφείλουμε να δούμε τι καινούργιο μας φέρνει ή αίρεση και να μην επαναπαυτούμε στον ορισμό που δόθηκε από τον Άγιο Ιουστίνο, διότι σε αυτή την περίπτωση θα αρχίσει, ο ορισμός του Αγίου Ιουστίνου, να λειτουργεί ως ανάχωμα στην ερευνά για τον Οικουμενισμό. Και αυτό ενδέχεται να συμβεί—και συμβαίνει—διότι  θεωρούμε ότι ο ορισμός καλύπτει πλήρως αυτό το οποίο ορίζουμε ως αίρεση και ως εκ τούτου δεν προσπαθούμε να αποδομήσουμε την αίρεση, πράγμα που όπως είπαμε είναι η πατερική μέθοδος.
Έχουμε σημειώσει ότι ο Οικουμενισμός θέτει το ζήτημα της ένωσης των «Εκκλησιών»—αποδεχόμενος πληθυντικό Εκκλησιών—και επί αυτού του ζητήματος οικοδομεί μέρος από την δράση του. Σημειώσαμε επίσης ότι συγχέει την ένωση των «Εκκλησιών» με το ζήτημα της ενότητας της Εκκλησίας. Στην ουσία ανάγει το ζήτημα της ένωσης των «Εκκλησιών» και σε ζήτημα ενότητας της Εκκλησίας. Για τον Οικουμενισμό δεν νοείται ενότητα στην Εκκλησία από την στιγμή που δεν είναι όλες οι «Εκκλησίες» ενωμένες. Ο δε Πάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της «ενώσεως»: «Η ένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις–καρπός αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου». Φυσικά αυτό δεν συμβαίνει διότι απλά η Εκκλησία του Κυρίου είναι Εκκλησία ενότητας ως σώμα του Κυρίου. Είναι «φύσει» η ενότητα στην Εκκλησία, ως σώμα Κυρίου, ενώ στην θεώρησή της ως ίδρυμα, οργανισμός ή οτιδήποτε άλλο ανθρωπογενές, η ενότητα είναι συμβεβηκός και όχι «φύσει». Το ορθόδοξο δόγμα περί Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού είναι η βάση και η προϋπόθεση της σωτηρίας. Η Εκκλησία αποτελείται μόνον από τους ενωμένους με τον Κύριο. Δεν ουσιώνουν οι ενέργειες πλέον αλλά είναι η Υπόσταση του Κυρίου. Είναι ενυπόστατες. Δεν τις προσλαμβάνουμε, μάς προσλαμβάνουν. Είναι η Χάρις τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Άλλο πράγμα οι κοινές άκτιστες ενέργειες της δημιουργίας, συντήρησης, πρόνοιας και άλλο πράγμα η άκτιστη ενέργεια της υιοθεσίας. Η δεύτερη προέρχεται από την κοινή θεία ουσία, χορηγείται όμως στον άνθρωπο από τον Χριστό. Αυτή η θεία ενέργεια δεν ταυτίζεται με την υπόσταση του Αγίου Πνεύματος, αυτό διδάσκουν οι Παπικοί. Η ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσεως είναι κοινή βουλή της Αγίας Τριάδος, αλλά ενεργείται μόνο από τον Κύριο. Όπως λέει ο Άγιος Νικόλας ο Καβάσιλας, ο αυτουργός της οικονομίας είναι μόνο ο Λόγος, άλλωστε ο Λόγος είναι αυτός που σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Η Οικονομία ενεργείται από τον Λόγο, όχι από το Άγιο Πνεύμα. Ενσαρκωθείς από την Θεοτόκο, μας καθιστά κοινωνούς της ζωοποιού ενεργείας της ζωαρχικής Τριάδος. Γι’ αυτό και ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τονίζει ότι «σημαίνεται η Εκκλησία εν τοίς μυστηρίοις». Αφορά τους συμμετέχοντες στα μυστήρια και όχι γενικά στη σύναξη. Έτσι σε κάθε Θεία Λειτουργία οι «ειρηνεύοντες μετ’ αλλήλων εν αγάπη πιστοί» επικαλούνται τον Θεό, «ίνα διά των τιμίων δώρων μορφώση εν αυτοίς τον Χριστόν δι’ Αγίου Πνεύματος». Η Εκκλησία συνεχώς προσεύχεται ίνα «η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών».
Αφού λοιπόν σημαίνεται η Εκκλησία «εν τοίς μυστηρίοις», ποια θέση μπορεί να έχει το παπικό δόγμα περί εκκλησιαστικής οργάνωσης; Δόγμα περί παγκοσμίου οργάνωσης με αρχή τον Πάπα, του οποίου δόγματος η δικαιοδοσία εκτείνεται πέραν του σώματος του Χριστού. Πιο σκοπό μπορεί να εξυπηρετήσει η έκκληση για ορατή ενότητα υπό το πρωτείο ενός; Είναι η άσκηση εξουσίας επί του Σώματος του Κυρίου. Είναι βασική έκφραση του Οικουμενισμού η οποία για τον παπικό κληρικαλισμό είναι αυτό το οποίο εννοεί ως εκκλησία. Άποψη η οποία συνεπικουρείται και από το Filioque μιας και ο Πάπας είναι «υποχρεωμένος» να διακονεί μια εκκλησία χωρίς τον Κύριο και με το Άγιο Πνεύμα περίπου ως εργαλείο διανομής χάριτος στα χέρια του Πάπα.  
Έτσι αυτό που έχει ήδη πετύχει ο παπισμός, ο Οικουμενισμός το υιοθετεί και το εξελλίσει. Βασικός στόχος του Οικουμενισμού είναι ο εξοστρακισμός του Κυρίου από την Εκκλησία, μιας και η παρουσία του Κυρίου τον ακυρώνει συνολικά.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ


Η καινοφανής αυτή διδασκαλία είναι έμπνευση του Ρώσου πρεσβυτέρου, π. Νικολάου Afanassieff, ο οποίος στις αρχές του 20ου αιώνα εισήγαγε τον όρο «Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία». Υποστήριξε ότι όλες οι εκκλησίες που έχουν αποστολική διαδοχή (τυπικά και οι Ρωμαιοκαθολικοί) και τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχουν την πληρότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και ότι είναι ενωμένες μεταξύ τους με την αγάπη, την αγάπη όλων των Εκκλησιών για την κάθε τοπική και της κάθε τοπικής για όλες τις άλλες. Η Ευχαριστιακή εκκλησιολογία επομένως, οικοδομούσε στο ζήτημα της ενότητας της Εκκλησίας. Ο π. Νικόλαος Afanassieff, θεωρούσε ότι οι Εκκλησίες είναι ενωμένες, μέσα από την Θεία Ευχαριστία, με την κάθε Εκκλησία να κρατάει τα δόγματα για τον εαυτό της. Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας εξέλιξε την θεωρία. Η συμβολή του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα έγκειται στο γεγονός ότι έρχεται αμέσως μετά την αποδοχή της θεωρίας από τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο, να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε ο π. Afanassieff, προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε το Βατικανό. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος, «ιδιαίτερα μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο η Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία της αρχαίας Εκκλησίας, κυρίως όπως αναπτύχθηκε και προβλήθηκε από το Σεβασμιότατο, άρχισε να βρίσκει πρόσφορο έδαφος μεταξύ σημαντικών ρωμαιοκαθολικών θεολόγων, όπως ο J. M. Tillard και ο Em. Lanne, που υπήρξαν και μέλη της Μεικτής Θεολογικής Επιτροπής του διαλόγου, ή ακόμη ο H. Legrand, ο J. Rigal κ.ά. Γι’ αυτό ακριβώς και η εκκλησιολογική σκέψη του διατρέχει και τα τέσσερα μέχρι στιγμής κοινά κείμενα του θεολογικού αυτού διαλόγου, από το Κείμενο του Μονάχου (1982) μέχρι και το Κείμενο της Ραβέννας (2007)». Στο κείμενο της Ραβέννας ο Μητροπολίτης Περγάμου  θεμελιώνει το παγκόσμιο πρωτείο του Πάπα με τρόπο που να γίνεται αποδεκτό από τους ορθοδόξους, φανερώνοντας το λόγο και τον σκοπό, της Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας. Η συμβολή του Μητροπολίτη Περγάμου είναι η έξαρση του προσώπου του Επισκόπου—κι εδώ ολοκληρώνει τη θεωρία του  π. Afanassieff—και μάλιστα ως το κατ’ εξοχήν πρόσωπο της Θείας Λειτουργίας. Εισάγει ιεραρχία στην Αγία Τριάδα, την οποία ιεραρχία έχει αναλογικά και η Εκκλησία, μιας και η Εκκλησία εικονίζει την Αγία Τριάδα, κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου. Έτσι ο πρώτος της Θείας Ευχαριστίας στην ουσία έχει ένα αναλογικό πρωτείο με ένα πρωτείο του Πάτερα στην Αγία Τριάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε τριαδολογική θεμελίωση του παπικού πρωτείου, μιας και ο πρώτος της Θείας Ευχαριστίας είναι ο Επίσκοπος. Εφόσον η ιεραρχία είναι της Εκκλησίας άρα και ο πρώτος των επισκόπων είναι ο άρχων. Διαπιστώσαμε ότι αυτό που εξάρεται στη Θεολογία του Προσώπου, είναι το πρόσωπο του Πατρός. Επίσης είδαμε πως αναλογικά αυτή η παραδοχή μας οδηγεί σε ένα ιδιότυπο πρωτείο του Επισκόπου, έναντι συνόλου του λαού του Θεού. Αν υπάρχει Θεός, υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ, και η αναλογία μας οδηγεί στο υπάρχει Εκκλησία επειδή υπάρχει Επίσκοπος. Βλέπουμε λοιπόν μια σοβαρή εκτροπή που εισάγεται με την Θεολογία του Προσώπου. Μια εκτροπή που βολεύει τους οικουμενιστές δίνοντάς τους θεολογικά επιχειρήματα στην καθιέρωση, αρχικά, παγκοσμίου πρωτείου υπό τον Πάπα (έτσι το πρωτείο του Πάπα, εδράζεται, όχι πλέον στο αβέβαιο πρωτείο του Πέτρου, αλλά στην ύπαρξη του πρωτείου μέσα στην Αγία Τριάδα) και μετέπειτα πρωτείο ενός προσώπου μιας Νέας Εκκλησίας με παγκόσμια συγρητιστικά χαρακτηριστικά. Το ουσιώδες είναι να εισαχθεί το πρωτείο του ενός ως πρωτείο ενότητας, ως θεσμός άσκησης εξουσίας, κατάργησης στην ουσία του εναπομείναντος αυτεξουσίου, και υποταγής εν τέλει του ανθρώπου σε αυτόν που εργάζεται ενάντια στον Κύριο.
Στο οικουμενιστικό παράδειγμα που αναφέραμε στην εισαγωγή της εργασίας μας, και χωρίς να έχουμε εξαντλήσει την εξέλιξη του μέχρι της ημέρες μας, είναι εμφανής αυτή η παράμετρος. Ένας στείρος κληρικαλισμός, με μπροστάρη την επισκοπική μίτρα, μετασχηματίζεται υιοθετώντας τα δόγματα του Οικουμενισμού. Βεβαίως κάνουμε νύξη για τις έντονες επιθυμίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς την κατεύθυνση ενός πρωτείου και εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ


Είδαμε επίσης ότι στη Θεολογία του Προσώπου μιλάμε για ετερότητα του προσώπου και σχεσιακό σύστημα. Θέσεις οι οποίες μας εισάγουν σε ένα κόσμο που οικοδομείται πάνω στις σχέσεις και που ορίζουν την παραδοχή ότι το ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να υφίσταται και να καταξιώνεται μόνο μέσα  από τη σχέση του με ένα άλλο πρόσωπο. Με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος προσπαθεί να φτάσει στον άνθρωπο παρακάμπτοντας τον Θεό, πράγμα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως «κλασσικό Οικουμενισμό». Βέβαια είναι σαφές ότι τον άλλον τον αγαπάμε διότι υπακούμε, τουλάχιστον, στην εντολή του Κυρίου. Φυσικά δεν γίνεται λόγος για μετάνοια και πτώση μιας και προϋποθέτουν τον Κύριο και την Θεοτόκο. Στην περίπτωση όμως που ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο μέσα από τον άλλο τότε αυτομάτως παύει να γίνεται πρόσωπο δια του Χριστού και με τον Χριστό. Ένα πρόσωπο που γίνεται πρόσωπο μέσα από τον άλλον στην ουσία αυτονομείται από τον Κύριο. Αυτό που όμως είναι πρόσωπο χωρίς τον Κύριο απλά δεν είναι πρόσωπο αλλά κάτι άλλο. Άρα μιλάμε για ίδιο θέλημα και στην ουσία μιλάμε για το «Εγώ», το οποίο ως υποκείμενο εννοεί την ύπαρξή του και μέσα από έτερο υποκείμενο. Μιλάμε για ένα «Εγώ» που ταυτίζεται με αυτό που το αναγνωρίζει ή με αυτό που το «Εγώ» αναγνωρίζει. Δεν μιλάμε για ένα «Εγώ» που οφείλει να εγκαταλείψει τον τόπο του και να παραχωρήσει τα πάντα στον Κύριο. Η Θεολογία του Προσώπου αναδεικνύει το υποκείμενο. Είναι όμως σαφές ότι ο άνθρωπος καταξιώνεται ως πρόσωπο μόνο όταν χαρισματικά ενωθεί με το πρόσωπο του Κυρίου. Το πρόσωπο υπάρχει εν Χριστώ και με το Χριστό. Και δεν είναι παρά το πρόσωπο του Κυρίου που δίνει το «πρόσωπο» στον άνθρωπο. Και αυτό συμβαίνει διότι ο άνθρωπος δεν εισάγεται σε καμία είδους σχέση με τον Κύριο, αλλά ο άνθρωπος προσλαμβάνεται από τον Κύριο, ακολουθεί τρόπον τινά τον Κύριο, και έτσι καταξιώνεται μιας και ο Κύριος είναι ο μόνος που μπορεί να τον καταξιώσει και να αποδώσει στην ανθρώπινη φύση το καινό που ο Κύριος φέρνει κατά το «ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα».
Αυτό που εννοείται ως ετερότητα στη Θεολογία του Προσώπου, στην κοσμική του εκδοχή είναι η διαφορετικότητα. Είδαμε επίσης ότι η Πολιτική Ορθότητα έχει ως σημαία της το δόγμα της ενότητας στην διαφορά. Η διαφορετικότητα μας προτρέπει μέσα από εξισωτικές παραδοχές (π.χ. για την ισότητα των ανθρώπων) στην ομογενοποίηση και την αποδοχή ενός αδιαφοποίητου όλου. Τι και αν κατά τον Άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς «ο Θεός δεν είναι Θεός ισότητας, αλλά Θεός αγάπης».
Πιστεύουμε ότι ο Οικουμενισμός είναι δύναμη άρνησης. Είναι έκφραση θρησκευτικού μινιμαλισμού. Εν αντιθέσει, η πίστη στον Κύριο και το Ευαγγέλιο προάγουν τον μαξιμαλισμό της τήρησης των εντολών. Ο μινιμαλισμός είναι η αποδοχή της άρνησης ενώ ο μαξιμαλισμός είναι η κατάφαση στο υπέρ φύσει. Έκφραση του οικουμενιστικού μινιμαλισμού είναι η αγαπολογία, μιας και αυτενεργεί και δεν είναι χαρισματική έκφραση της ενέργειας του Κυρίου. Το πολιτικά ορθό είναι έκφραση της αγαπολογίας με πολιτικό τρόπο.
Θα κλείσουμε παραθέτοντας μία εργασία του Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, και δύο τμήματα από ανακοινώσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Αρχιεπισκοπής Αμερικής. Νομίζουμε ότι το περιεχόμενο τους δίνει το στίγμα της υποψίας μας ότι η πηγή του Οικουμενισμού είναι πηγή και της Πολιτικής Ορθότητας και της Θεολογίας του Προσώπου.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

Εργασία Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα

ΑΛΉΘΕΙΑ, ΑΝΕΚΤΙΚΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΌΣ

Το «Βήμα Ιδεών» φιλοξενεί άρθρο του Σύρου ποιητή Αdonis με τίτλο «Αλαζονική ανεκτικότητα» και με το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ειλικρινής διάλογος μεταξύ των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Το άρθρο αυτό θέτει θεμελιώδη ερωτήματα, για τα οποία μας υποχρεώνει να σκεφθούμε σοβαρά. Είναι πράγματι ο μονοθεϊσμός από τη φύση του και εξ ορισμού «ένα σύμπαν κλειστό το οποίο με αρνείται και με αναγκάζει να αρνηθώ τον άλλο»; Είναι αλήθεια ότι η μονοθεϊστική άποψη δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο... σαν... «ένα κλουβί που παγώνει, ακινητοποιεί μέσα στα σίδερά του κάθε δημιουργική ζωντανή κίνηση»;
Στα ερωτήματα αυτά η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική: ναι, έτσι πράγματι είναι, αν δεχθεί κανείς την αντίληψη για τον μονοθεϊσμό που προϋποθέτει και περιγράφει ο συγγραφέας του άρθρου. Μήπως όμως είναι δυνατή μια άλλη αντίληψη για τον μονοθεϊσμό, μια αντίληψη που θα οδηγούσε σε διαφορετικά συμπεράσματα, και θα έκανε, ίσως, πιο εφικτό ένα διαθρησκειακό διάλογο;

ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η έκκληση του Αdonis να πάμε πέρα από την ανεκτικότητα θυμίζει τα λόγια του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «ίνα μη μόνον μάθωμεν αλλήλων ανέχεσθαι... αλλά και υπέρ εαυτούς αλλήλων κήδεσθαι» (Ερωτ. Θαλ. 64. ΡG 90 725). Πράγματι, η έννοια της ανεκτικότητας δεν είναι μόνο ανεπαρκής, είναι στο βάθος αρνητική, υποδηλώνει ένα αίσθημα υπεροχής που ταπεινώνει τον άλλο, τον διαφορετικό, αυτόν που δεν συμφωνεί μαζί μας. Το αίσθημα αυτό δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκην με μια πλειονότητα που «ανέχεται» τη μειονότητα. Στο θρησκευτικό πεδίο τουλάχιστον μπορεί να ισχύει και για μια μειονότητα (ένα sect), η οποία πιστεύει ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. (σχόλιο: ενοχοποιεί το γεγονός ότι η αλήθεια είναι ο ένας Κύριος. Σαφώς υποβιβάζει την Αλήθεια σε άποψη, σε γνώμη). Το πρόβλημα συνεπώς είναι πώς αντιλαμβάνεται μια θρησκεία ή μια ομάδα (δεν είναι μόνο οι θρησκείες που ισχυρίζονται πως έχουν πρόσβαση αποκλειστική στην αλήθεια) την αλήθεια και τη σχέση της μαζί της. Τι είναι αλήθεια; Το ερώτημα αυτό που έθεσε ο Πιλάτος κατά τη δίκη του Ιησού έμεινε τη στιγμή εκείνη αναπάντητο. Μπόρεσαν έτσι να δώσουν όποια απάντηση ήθελαν οι γενεές που ακολούθησαν.
Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες (σχόλιο: εξισώνει  δηλαδή την πίστη στον ένα Θεό με την όποια μονοθεϊστική θρησκεία. Λησμονεί ότι η πίστη μας, είναι πίστη στην Αγία Τριάδα και όχι πίστη στην υπόσταση του Πατρός, πίστη υιοθεσίας και όχι μονοθεϊστική παραδοχή) κατά κανόνα είτε ταύτισαν την αλήθεια με μία αποκάλυψη που περιέχεται σε κάποιο ιερό κείμενο (Αγία Γραφή, Κοράνιο), είτε την εντόπισαν σε ορισμένα δόγματα—συνήθως ως ερμηνείες των ιερών αυτών κειμένων. Έτσι φαίνεται να αιχμαλώτισαν την αλήθεια στο παρελθόν, της στέρησαν την ιστορική και κοινωνική δυναμική της και γέννησαν τον φονταμενταλισμό. Βασική προϋπόθεση—ή  και συνέπεια—αυτής της θέσης υπήρξε η αντίληψη ότι η αλήθεια είναι κάτι που «κατέχεται», είτε ατομικά είτε συλλογικά, ένα «αντικείμενο», που «συλλαμβάνεται» από τον ανθρώπινο νου, όπως κάθε «γνωστικό αντικείμενο».

ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ

Σε μια παλιά μελέτη μου προσπάθησα να δείξω ότι η θεολογική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει μια διαφορετική αντίληψη για την αλήθεια. Βασισμένη στη διακήρυξη του Χριστού «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 14,6), η Ορθόδοξη παράδοση συνδέει την αλήθεια με τρεις βασικές προϋποθέσεις: (α) Τον αποφατισμό: η αλήθεια υπερβαίνει πάντοτε τον τρόπο με τον οποίο την εκφράζουμε (σχόλιο: κι όμως υπάρχει δυνατότητα γνώσης της αλήθειας διότι διαφορετικά πως μπορεί να μας ελευθερώσει). (β) Την εκκλησιολογία: η αλήθεια αποτελεί γεγονός και αποτέλεσμα κοινωνίας˙ (σχόλιο: ο Κύριος μας βεβαιώνει ότι αυτός είναι η αλήθεια και δεν είναι αυτή αποτέλεσμα κοινωνίας αλλά δωρεά για τους βιαστές. Η Αλήθεια είναι Καθολική, δεν είναι αποτέλεσμα εμπειρίας.) δεν επιβάλλεται «άνωθεν», αλλά αναδύεται μέσα από την ελεύθερη διακίνησή της στο σώμα της Εκκλησίας. (Για τον λόγο αυτόν και τα δόγματα της Εκκλησίας δεν αποκτούν αυθεντία παρά μόνον αφού γίνουν «αποδεκτά» από όλο το σώμα των πιστών). (γ) Την εσχατολογία: η αλήθεια αποκαλύπτεται στην πληρότητά της στα έσχατα (σχόλιο: είναι προοδευτική η αποκάλυψη δηλαδή; Και το Θαβώρ; Κατανοούμε τα έσχατα ως αποκορύφωση μιας πάλης στην οποία ανακηρύσσεται νικητής η αλήθεια. Μα ο Κύριος ήδη νίκησε το θάνατο και έχει ανοίξει τις Πύλες της Βασιλείας στους αγαπώντας Αυτόν), τότε που, κατά τον Απόστολο Παύλο, θα βλέπουμε τον Θεό «πρόσωπον προς πρόσωπον» (σχόλιο: ας σημειώσουμε πως οι Άγιοι βλέπουν το Θεό), ενώ τώρα μόνον «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α΄ Κορ.13,12). Αυτό εκφράζει επιγραμματικά ο μεγάλος θεολόγος του 7ου αιώνα μ.Χ. Μάξιμος ο Ομολογητής με τη φράση: «σκιά τα της Παλαιάς Διαθήκης, εικών τα της Νέας, αλήθεια η των μελλόντων κατάστασις» (Σχολ. Εκκλ. Ιερ. 3,3,2 ΡG 4,137D) (σχόλιό: Ο Άγιος Μάξιμος αναφέρεται στις τρεις διαστάσεις του χρόνου, πράγμα που η ενανθρώπηση κατάργησε διότι στην Εκκλησία πλέον ο χρόνος δεν υφίσταται. Στην Εκκλησία υφίσταται καιρός. Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω. Η μέλλουσα αλήθεια είναι μπροστά μας).
Αυτά δεν σχετικοποιούν την αλήθεια στην ιστορική μορφή της, αλλά διευρύνουν τον ορίζοντα και το πλαίσιο, μέσα στα οποία πρέπει να τοποθετούμε πάντοτε τόσο τα ιερά κείμενα όσο και τα θρησκευτικά δόγματα. (σχόλιο: η αλήθεια-άποψη εκ του κόσμου τούτου). Ο φονταμενταλισμός δεν βρίσκει έτσι έδαφος να αναπτυχθεί. Ο άλλος δεν είναι απλά «ανεκτός»˙ είναι και αυτός μέρος του ευρυτέρου πλαισίου, μέσα στο οποίο αναδύεται η αλήθεια. Ήδη το 1935 ο Ε. Ρeterson με το έργο του «Der Μonotheismus als politisches Ρroblem» επέρριψε στον μονοθεϊσμό την ευθύνη για την ανάπτυξη στην ιστορία επικίνδυνων πολιτικών και θρησκευτικών ιδεολογιών, άποψη που αναβιώνει και σήμερα στις διάφορες συζητήσεις. Όλα όμως και πάλι εξαρτώνται από την αντίληψη που έχει κανείς για τον μονοθεϊσμό, από το είδος του μονοθεϊσμού που πρεσβεύει. Στη χριστιανική παράδοση η έννοια του μονοθεϊσμού καθορίστηκε σημαντικά από την πίστη στον Τριαδικό Θεό. Ο Θεός είναι ένας, αλλά δεν είναι μόνος. Η μονοθεΐα εμπεριέχει την κοινωνία, είναι αδιανόητη η ενότητα χωρίς την πολλαπλότητα.Ο ένας Θεός είναι ύπαρξη προσωπική, που σημαίνει ύπαρξη σχέσεων ενότητας και συγχρόνως ετερότητας.( σχόλιο: Και ενώ αρνείται την ταυτόχρονη ύπαρξη των υποστάσεων και καταλήγει στην αιτιώδη αρχή εκ του Προσώπου του Πατρός, δέχεται την ταυτόχρονη ύπαρξη του Ενός και των πολλών, ενότητας και ετερότητας μέσα στην Αγία Τριάδα).
Ο χριστιανικός μονοθεϊσμός εισάγει για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία τη διάκριση μεταξύ του ενός και του μόνου: το να είναι κανείς «ένας» δεν ταυτίζεται με το να είναι «μόνος». Ο «ένας» στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με το «μοναδικός», πράγμα που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο από μια σχέση προσωπική, χάρη στην οποία—όπως, για παράδειγμα, στον αληθινό έρωτα—κάποιος  αναδύεται ως μοναδικός ακριβώς γιατί υπάρχει κάποιος άλλος, για τον οποίο είναι μοναδικός.
Αν δούμε τον μονοθεϊσμό με αυτό το πνεύμα, τότε όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην ετερότητα, αλλά αναδεικνύει τον «άλλο» sine qua non conditio (απαραίτητη προϋπόθεση) για τον «ένα». Εκτός τούτου, ένας τέτοιος μονοθεϊσμός δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι «δεν απαντά στα υπαρξιακά ερωτήματά μου για τον εαυτό μου, για τον άλλο ή για τον κόσμο». Αντίθετα, οι συνέπειές του για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνική ζωή, ακόμα και για τη σχέση μας με τη φύση, είναι συγκλονιστικές.

ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Οι τρεις γνωστές μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός, Ισλάμ) βρίσκονται σήμερα στις αρχές ενός διαλόγου, στον οποίον πρωτοστατεί και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στη φάση αυτή ο στόχος του διαλόγου περιορίζεται στην «ανεκτικότητα», την αποφυγή των συγκρούσεων στο όνομα της θρησκείας. Όσο και αν δεν μας ικανοποιεί αυτό, δεν παύει να είναι χρήσιμο, και ίσως επιτακτικό. Αλλά, όπως σωστά μας υπενθυμίζει ο Αdonis, αν αρκεστούμε στην ανεκτικότητα οδηγούμαστε σε μια νέα σκλαβιά. Πρέπει να προχωρήσουμε πιο πέρα. Να θέσουμε τα θρησκευτικά «πιστεύω» μας μπροστά στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και να αξιώσουμε απαντήσεις. Καμία θρησκευτική πίστη δεν δικαιώνει την ύπαρξή της μόνο και μόνο με τον ισχυρισμό της ότι αυτή κατέχει την αλήθεια. Πρέπει να δείξει ότι υπάρχει όχι για να σκλαβώνει, αλλά για να ελευθερώνει τον άνθρωπο, να απαντά στα βαθύτερα υπαρξιακά προβλήματά του.
Στις λίγες γραμμές αυτού του άρθρου θέλησα να δείξω ότι σε τελική ανάλυση το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον μονοθεϊσμό καθαυτόν, αλλά στον τρόπο που τον κατανοούμε, και κυρίως στο πώς αντιλαμβανόμαστε την αλήθεια. Αν εντοπίσουμε το πρόβλημα στον μονοθεϊσμό, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε το γιατί κατέφυγαν σε βία, πολλές φορές μάλιστα ωμή, για να επιβάλουν τα «πιστεύω» τους πολυθεϊστές, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος και άλλοι ρωμαίοι αυτοκράτορες, ή ακόμα και καθεστώτα που είχαν ως έμβλημά τους την αθεΐα. Το πρόβλημα δεν είναι ο μονοθεϊσμός, αλλά ο φονταμενταλισμός, ο οποίος εγκλωβίζει την αλήθεια στο γράμμα που «αποκτείνει» (Β΄ Κορ. 3,6). Ένας μονοθεϊσμός ανοιχτός στην ετερότητα δεν είναι καθόλου αδιανόητος.
Μένει να δούμε αν με τις υπάρχουσες μορφές μονοθεϊσμού μπορεί να διεξαχθεί ένας διαθρησκειακός διάλογος που θα μας οδηγήσει πέρα από την ανεκτικότητα, σε μια ειλικρινή από κοινού αναζήτηση της αλήθειας. Έναν τέτοιο διάλογο δεν φαίνεται να μας υπόσχονται άμεσα οι υπάρχουσες μονοθεϊστικές θρησκείες. Πιστεύω όμως ότι αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να το πράξουν. Τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματα, κοινά σε όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά πιστεύματά τους, ογκώνονται και γίνονται πιο πιεστικά. Η επιτεινόμενη φορά προς παγκοσμιοποίηση και η συνειδητοποίηση του οικολογικού κινδύνου θα αρκέσουν για να έρθουν σύντομα στην επιφάνεια τα πιο βαθιά και συγχρόνως κοινά και πανανθρώπινα προβλήματα. Κάτω από την πίεση αυτών των προβλημάτων οι θρησκείες θα υποχρεωθούν να ανοίξουν τον κλειστό εαυτό τους, να συνδέσουν το παρελθόν τους με το μέλλον, όχι μόνο το δικό τους, αλλά και των άλλων. Στη βάση αυτή ο βαθύς, ειλικρινής διαθρησκειακός διάλογος δεν θα είναι απλώς δυνατός˙ θα έχει γίνει κιόλας πραγματικότητα.